Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος: 570–480 (περίπου)
Ολυμπιακοί αγώνες: Θέαμα εξουσιασμού και βαρβαρότητας
§1 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
Στης κοινωνίας την ολόμαυρη ράχη, οι μίσθαρνοι και πραιτοριανοί της πολιτικής, οικονομικής, αθλητικής και πάσας παρόμοιας εξουσίας δεν παύουν να ασχημονούν και σε εκείνη τη σφαίρα του αθλητισμού, που μας είναι γνωστή ως Ολυμπιακοί αγώνες με το αντίστοιχο πνεύμα του Ολυμπισμού. Σε παγκόσμιο επίπεδο, αυτός ο θεσμός έχει εκφυλιστεί πλήρως κάτω από τις εκάστοτε βάρβαρες πολιτικές σκοπιμότητες, που καλείται να υπηρετήσει: από θεσμός –υποτίθεται– ειρηνοφόρων ιδεών και ιδεωδών έχει μετατραπεί σε φτηνό θέαμα αποκοιμίσματος συνειδήσεων, μαζικής αποβλάκωσης και εξωραϊσμού των εκάστοτε άνομων δυνάμεων εξ-ουσίας. Το παιχνίδι είναι άγρια πολιτικό και –εννοείται– οικονομικό με θύματα πάντα τους ίδιους τους αθλητές, που έχουν ταυτίσει τον αθλητισμό με το φαρμακερό κεντρί του πρωταθλητισμού, και την ευρεία μάζα των πολιτών, που αποχαυνωμένη πια ψάχνει σ’ αυτούς τους βρώμικους χώρους να ξαναβρεί τη χαμένη της τιμή σχετικά με εθνικά ιδεώδη, με πατριωτικά φρονήματα, με αληθινή πρόοδο, με ατομική και συλλογική αυτοπραγμάτωση. Συμβαίνει πράγματι αθλητές και οπαδοί να αποτελούν ένα συνονθύλευμα ανθρώπων, απελπιστικά απαίδευτο εν πολλοίς και ως εκ τούτου χωρίς ανεπτυγμένη, πέραν των μηχανισμών, πολιτική συνείδηση· το αποτέλεσμα είναι να άγεται και να φέρεται από τους πονηρούς, αλλά ανίκανους καθ’ όλα πολιτικούς του Φύρερ· να αποζητά απ’ αυτούς τη δικαίωσή του, απ’ αυτούς που μπορούν μόνο μια δικαίωση να χορηγούν: την καθολική ανυποληψία. Τη στιγμή λοιπόν που ένας ολόκληρος λαός πένεται μέχρι τελικού θανάτου, και μαζί του άλλοι λαοί εξανδραποδίζονται, λογής-λογής άεργοι και άκρως ακατέργαστοι γραφειοκράτες της/των ολυμπιακής/ών ομάδας/ων –δεν συμπεριλαμβάνονται υποχρεωτικά οι (ή όλοι οι) αθλητές– πότε στους ολυμπιακούς της Αθήνας, πότε σε εκείνους του Λονδίνου ή τελευταία του Ρίου συναγωνίζονται ποιος θα σπαταλήσει πιο άγρια, δεόντως βάρβαρα, ό,τι έχει απομείνει από δημόσιο χρήμα: ο μικρόκοσμος της Ολυμπιακής-«αθλητικής» πολιτικής αναπαράγει την κακογουστιά και την ασωτία του μεγάκοσμου της επαγγελματικής πολιτικής.
§2 Το αθώο και το ειδεχθές
Τι συμβαίνει στ’ αλήθεια; Οι Ολυμπιακοί αγώνες είναι όντως ιερή κληρονομιά των Ελλήνων ή υπό το προσωπείο του πολιτισμικού «ιερού» διαπράττονται τα πιο ειδεχθή εγκλήματα οικονομικής, πολιτικής, πολιτισμικής, αισθητικής υφής; Ιστορικά ιδωμένο το πράγμα, ισχύει εν πολλοίς το δεύτερο: φαίνεται πως οι Ολυμπιακοί αγώνες ανήκουν στα φαινόμενα μαζικού θεάματος με υπερβολική δόση πολιτικής σκοπιμότητας. Άρα βρισκόμαστε ενώπιον ενός ευέλικτα οργανωμένου και ιδεολογικά φορτισμένου εγχειρήματος με ολέθριες συνέπειες για την περαιτέρω αποβλάκωση των ήδη φενακισμένων μαζών. Οι τελευταίες είναι παγιδευμένες μέσα σε ένα απέραντο κενό ιδεών, πολιτισμού και εθνικής συνείδησης και αισθάνονται προφανώς πως τέτοιου είδους «αθλητικά» θεάματα, όπως και το ποδόσφαιρο, αποτελούν ιδανικά αντιστηρίγματα για να νιώσουν «εθνική υπερηφάνεια» και αντίστοιχη δικαίωση. Την ίδια στιγμή ωστόσο ασυνάρτητοι παραγοντίσκοι επιτροπών, ομάδων, ομοσπονδιών, συντεχνιών κ.λπ. –αντανάκλαση πάντα του πολιτικού κατεστημένου– διασκεδάζουν με την έξαρση των πιο ζωωδών ενστίχτων τους: «αδυνατούν» να αποβάλουν την οντολογικά άρρωστη αρχομανία τους και συνάμα να ξεπεράσουν τις αστικές-υποκοσμιακές τους βλέψεις υλικών απολαύσεων με χρήμα του εξαπατώμενου πλήθους. Έτσι, απέναντι σε μια καλόγνωμη-ανυποψίαστη μάζα, προβάλλουν ως οι θεματοφύλακες της καθαρότητας των Ολυμπιακών-αθλητικών ιδεών και αυθαιρετούν με αρεστούς ή μη αρεστούς αθλητές: «με τα έργα και τις ημέρες» τους υπονομεύουν εν όλω και το τελευταίο πολλοστημόριο αγνού ιδεαλισμού, που θα μπορούσε να έχει απομείνει στα αθλητικά πράγματα.
§3 Τι μας παραδίδει ο Ξενοφάνης για το θέμα;
Το αθλητικό πράττειν στην αρχαία Ελλάδα, έτσι όπως συνδεόταν με πολιτικές σκοπιμότητες και υλικές προτεραιότητες έναντι του αυθεντικού σκέπτεσθαι, συσκότιζε μάλλον το υπαρκτικό Είναι των ανθρώπων παρά το φώτιζε. Γι’ αυτό και οι φιλόσοφοι το αντιμετώπιζαν με καχυποψία. Ο Πλάτων, για παράδειγμα, στην Πολιτεία αντιπαρατάσσει στο χυδαίο «αθλητικό» θέαμα της καθημερινής πολιτικής την οντολογικά εννοούμενη πολιτική Ιδέα του αθλητικού γίγνεσθαι. Ο Ξενοφάνης, ως ένας από τους πρώτους ιστορικά σοφούς-φιλοσόφους της Ελλάδας, κατακεραυνώνει το ατελέσφορο ενός αθλητικού πρακτικισμού, που, ως επίσημος θεσμός της Πόλεως-πολιτείας, εκκολάπτει τη μη-αναστρέψιμη παρακμή της. Αναφέρει λοιπόν ο φιλόσοφος στο απόσπασμα 2:
Μα αν κάποιος με των ποδιών τη γρηγοράδα νίκη πάρει
είτε σε πένταθλο κερδίσει, σιμά στο ιερό του Δία,
στης Πίσας τις ροές στην Ολυμπία, είτε παλεύοντας
είτε κατέχοντας την αλγεινή τέχνη της πυγμαχίας
είτε στο φοβερό εκείν’ αγώνισμα –παγκράτιο το λεν–
πιο τιμημένος θα ’ταν μες στους συμπολίτες
και στους αγώνες θέση θα ’χε από τις πρώτες,
απ’ το δημόσιο θα τρεφότανε ταμείο
και δώρο από την πόλη θα ’χε –θυμητάρι–,
είτε με ίππους να του λάχαιναν ετούτα,
άξιος δεν θα ’ταν όσο εγώ· γιατί ’ναι πιο μεγάλη από τη ρώμη
και των ανδρών και των αλόγων η δική μου γνώση.
Αλόγιστα πολύ έτσι το νομίζουν, κι ούτε είναι δίκιο
Να προκρίνουμε τη ρώμη αντί την άξια γνώση.
Γιατί ούτε κι αν πυγμάχος ικανός μες στον λαό βρισκόταν
ούτ’ έμπειρος στο πένταθλο ή στην πάλη
ή και στη γρηγοράδα των ποδιών, που πιο πολύ τιμάται
απ’ όλα των ανδρών τα έργα στον αγώνα,
θα ’ταν γι’ αυτό περισσότερο η Πόλη σε ευνομία.
αν κάποιος στις όχθες της Πίσας θα νικούσε,
μια κι όλα τούτα των πολιτών δεν αυγατίζουν τα κελάρια.
§3 Ένα σχόλιο
Τι μας λέει εδώ ο Ξενοφάνης με λόγια που μοιάζουν να λέγονται για το σήμερα; Πως την ευνομία της πόλης, την ευημερία του λαού, την αρμονική συνεργασία κοινότητας και ατομικότητας, την ελεύθερη ανάπτυξη του ανθρώπινου ατόμου, όλα τούτα και όσα ακόμη συνδέονται με την ακμή ενός πολιτισμού και με τον οντολογικό καταυγασμό της ανθρώπινης ύπαρξης δεν μας τα χορηγούν οι αθλητικοί ή Ολυμπιακοί αγώνες ούτε οι μεν ή οι δε αθλητικές επιδόσεις ούτε έτι περισσότερο οι αδιαφανείς χρηματοδοτήσεις αθλητικών φορέων ή παραγόντων ούτε συναφώς οι αφειδώλευτες επιβραβεύσεις –υλικές και ηθικές– αθλητών από πολιτικούς και πολιτειακούς παράγοντες χωρίς κύρος και υπόληψη. Όλα τα προαναφερθέντα είναι απλώς απρόσωπες πτυχές μιας βάρβαρης εισβολής της παρακμής μέσα στην κοινωνία ή τις κοινωνίες. Και τούτη η εισβολή δεν ενσκήπτει ως κάτι ξένο, απροσδόκητο, άγνωστο, ανοίκειο παρά ως κάτι το πολύ γνωστό και οικείο. Διότι εισέρχεται στη ζωή μας ως αναγκαία συνέπεια μιας καθυστερημένης πνευματικά και κατ’ επέκταση πολιτικά και πολιτιστικά κοινότητας ή πόλης –με σημερινούς όρους μαζικο-«δημοκρατικής» πολιτείας– η οποία έχει εκπέσει σε κράτος, δηλαδή σε βία και αυταρχία. Ένα τέτοιο κράτος γνωρίζει μόνο από λογιστική υπεράσπιση ή προώθηση ιδιοτελών συμφερόντων των στυφών ομάδων διακυβέρνησης. Για να μην εκπέσει η πόλη, η πολιτεία, σε κράτος, παρατηρεί ο Ξενοφάνης, χρειάζεται, πριν απ’ όλα, ο Ένας αγώνας: εκείνος που μας οδηγεί στην άξια γνώση, στην αγαθή σοφία, δηλαδή στην ορθή, αληθινή σκέψη. Αυτός ο αγώνας αποτρέπει την ήττα του βίου μας και στο βίο μας. Η γνώση τούτη ή η σοφία είναι αυτή που λείπει τότε και τώρα, η αληθινή παιδεία, όχι απλώς η τυπική εκπαίδευση, τουτέστι: η φιλοσοφική παιδεία. Όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο Χάιντεγκερ, μόνο μια τέτοια φιλοσοφική παιδεία είναι «που ιστορικά θεμελιώνει τον λαό στο Dasein του και τον παρωθεί να γίνεται φύλακας της αλήθειας του Είναι». Να γιατί και ο Σωκράτης, που λογίζεται, μέσα στην ιστορία, ως ένας από τους φιλοσόφους «φύλακες της αλήθειας του Είναι», αντιπρότεινε, ειρωνευόμενος τους άκριτους δικαστές που του επέβαλαν τη θανατική ποινή, την «ποινή» να σιτίζεται δωρεάν στο πρυτανείο, όπως σιτίζονταν και οι –κρετίνοι κατά τα άλλα– αθλητές. Τέτοιοι «αθλητές» «σιτίζονται» και σήμερα δωρεάν στα πρυτανεία των κοινοβουλίων, των προεδρικών βου/βο-λευτηρίων μέσα στο ελληνικό κοινοβούλιο, προκειμένου να «σώσουν» το ελληνικό έθνος με τα «φώτα» τους, δηλαδή να το αποβλακώσουν.
Ολυμπιακοί αγώνες: Θέαμα εξουσιασμού και βαρβαρότητας
§1 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
Στης κοινωνίας την ολόμαυρη ράχη, οι μίσθαρνοι και πραιτοριανοί της πολιτικής, οικονομικής, αθλητικής και πάσας παρόμοιας εξουσίας δεν παύουν να ασχημονούν και σε εκείνη τη σφαίρα του αθλητισμού, που μας είναι γνωστή ως Ολυμπιακοί αγώνες με το αντίστοιχο πνεύμα του Ολυμπισμού. Σε παγκόσμιο επίπεδο, αυτός ο θεσμός έχει εκφυλιστεί πλήρως κάτω από τις εκάστοτε βάρβαρες πολιτικές σκοπιμότητες, που καλείται να υπηρετήσει: από θεσμός –υποτίθεται– ειρηνοφόρων ιδεών και ιδεωδών έχει μετατραπεί σε φτηνό θέαμα αποκοιμίσματος συνειδήσεων, μαζικής αποβλάκωσης και εξωραϊσμού των εκάστοτε άνομων δυνάμεων εξ-ουσίας. Το παιχνίδι είναι άγρια πολιτικό και –εννοείται– οικονομικό με θύματα πάντα τους ίδιους τους αθλητές, που έχουν ταυτίσει τον αθλητισμό με το φαρμακερό κεντρί του πρωταθλητισμού, και την ευρεία μάζα των πολιτών, που αποχαυνωμένη πια ψάχνει σ’ αυτούς τους βρώμικους χώρους να ξαναβρεί τη χαμένη της τιμή σχετικά με εθνικά ιδεώδη, με πατριωτικά φρονήματα, με αληθινή πρόοδο, με ατομική και συλλογική αυτοπραγμάτωση. Συμβαίνει πράγματι αθλητές και οπαδοί να αποτελούν ένα συνονθύλευμα ανθρώπων, απελπιστικά απαίδευτο εν πολλοίς και ως εκ τούτου χωρίς ανεπτυγμένη, πέραν των μηχανισμών, πολιτική συνείδηση· το αποτέλεσμα είναι να άγεται και να φέρεται από τους πονηρούς, αλλά ανίκανους καθ’ όλα πολιτικούς του Φύρερ· να αποζητά απ’ αυτούς τη δικαίωσή του, απ’ αυτούς που μπορούν μόνο μια δικαίωση να χορηγούν: την καθολική ανυποληψία. Τη στιγμή λοιπόν που ένας ολόκληρος λαός πένεται μέχρι τελικού θανάτου, και μαζί του άλλοι λαοί εξανδραποδίζονται, λογής-λογής άεργοι και άκρως ακατέργαστοι γραφειοκράτες της/των ολυμπιακής/ών ομάδας/ων –δεν συμπεριλαμβάνονται υποχρεωτικά οι (ή όλοι οι) αθλητές– πότε στους ολυμπιακούς της Αθήνας, πότε σε εκείνους του Λονδίνου ή τελευταία του Ρίου συναγωνίζονται ποιος θα σπαταλήσει πιο άγρια, δεόντως βάρβαρα, ό,τι έχει απομείνει από δημόσιο χρήμα: ο μικρόκοσμος της Ολυμπιακής-«αθλητικής» πολιτικής αναπαράγει την κακογουστιά και την ασωτία του μεγάκοσμου της επαγγελματικής πολιτικής.
§2 Το αθώο και το ειδεχθές
Τι συμβαίνει στ’ αλήθεια; Οι Ολυμπιακοί αγώνες είναι όντως ιερή κληρονομιά των Ελλήνων ή υπό το προσωπείο του πολιτισμικού «ιερού» διαπράττονται τα πιο ειδεχθή εγκλήματα οικονομικής, πολιτικής, πολιτισμικής, αισθητικής υφής; Ιστορικά ιδωμένο το πράγμα, ισχύει εν πολλοίς το δεύτερο: φαίνεται πως οι Ολυμπιακοί αγώνες ανήκουν στα φαινόμενα μαζικού θεάματος με υπερβολική δόση πολιτικής σκοπιμότητας. Άρα βρισκόμαστε ενώπιον ενός ευέλικτα οργανωμένου και ιδεολογικά φορτισμένου εγχειρήματος με ολέθριες συνέπειες για την περαιτέρω αποβλάκωση των ήδη φενακισμένων μαζών. Οι τελευταίες είναι παγιδευμένες μέσα σε ένα απέραντο κενό ιδεών, πολιτισμού και εθνικής συνείδησης και αισθάνονται προφανώς πως τέτοιου είδους «αθλητικά» θεάματα, όπως και το ποδόσφαιρο, αποτελούν ιδανικά αντιστηρίγματα για να νιώσουν «εθνική υπερηφάνεια» και αντίστοιχη δικαίωση. Την ίδια στιγμή ωστόσο ασυνάρτητοι παραγοντίσκοι επιτροπών, ομάδων, ομοσπονδιών, συντεχνιών κ.λπ. –αντανάκλαση πάντα του πολιτικού κατεστημένου– διασκεδάζουν με την έξαρση των πιο ζωωδών ενστίχτων τους: «αδυνατούν» να αποβάλουν την οντολογικά άρρωστη αρχομανία τους και συνάμα να ξεπεράσουν τις αστικές-υποκοσμιακές τους βλέψεις υλικών απολαύσεων με χρήμα του εξαπατώμενου πλήθους. Έτσι, απέναντι σε μια καλόγνωμη-ανυποψίαστη μάζα, προβάλλουν ως οι θεματοφύλακες της καθαρότητας των Ολυμπιακών-αθλητικών ιδεών και αυθαιρετούν με αρεστούς ή μη αρεστούς αθλητές: «με τα έργα και τις ημέρες» τους υπονομεύουν εν όλω και το τελευταίο πολλοστημόριο αγνού ιδεαλισμού, που θα μπορούσε να έχει απομείνει στα αθλητικά πράγματα.
§3 Τι μας παραδίδει ο Ξενοφάνης για το θέμα;
Το αθλητικό πράττειν στην αρχαία Ελλάδα, έτσι όπως συνδεόταν με πολιτικές σκοπιμότητες και υλικές προτεραιότητες έναντι του αυθεντικού σκέπτεσθαι, συσκότιζε μάλλον το υπαρκτικό Είναι των ανθρώπων παρά το φώτιζε. Γι’ αυτό και οι φιλόσοφοι το αντιμετώπιζαν με καχυποψία. Ο Πλάτων, για παράδειγμα, στην Πολιτεία αντιπαρατάσσει στο χυδαίο «αθλητικό» θέαμα της καθημερινής πολιτικής την οντολογικά εννοούμενη πολιτική Ιδέα του αθλητικού γίγνεσθαι. Ο Ξενοφάνης, ως ένας από τους πρώτους ιστορικά σοφούς-φιλοσόφους της Ελλάδας, κατακεραυνώνει το ατελέσφορο ενός αθλητικού πρακτικισμού, που, ως επίσημος θεσμός της Πόλεως-πολιτείας, εκκολάπτει τη μη-αναστρέψιμη παρακμή της. Αναφέρει λοιπόν ο φιλόσοφος στο απόσπασμα 2:
Μα αν κάποιος με των ποδιών τη γρηγοράδα νίκη πάρει
είτε σε πένταθλο κερδίσει, σιμά στο ιερό του Δία,
στης Πίσας τις ροές στην Ολυμπία, είτε παλεύοντας
είτε κατέχοντας την αλγεινή τέχνη της πυγμαχίας
είτε στο φοβερό εκείν’ αγώνισμα –παγκράτιο το λεν–
πιο τιμημένος θα ’ταν μες στους συμπολίτες
και στους αγώνες θέση θα ’χε από τις πρώτες,
απ’ το δημόσιο θα τρεφότανε ταμείο
και δώρο από την πόλη θα ’χε –θυμητάρι–,
είτε με ίππους να του λάχαιναν ετούτα,
άξιος δεν θα ’ταν όσο εγώ· γιατί ’ναι πιο μεγάλη από τη ρώμη
και των ανδρών και των αλόγων η δική μου γνώση.
Αλόγιστα πολύ έτσι το νομίζουν, κι ούτε είναι δίκιο
Να προκρίνουμε τη ρώμη αντί την άξια γνώση.
Γιατί ούτε κι αν πυγμάχος ικανός μες στον λαό βρισκόταν
ούτ’ έμπειρος στο πένταθλο ή στην πάλη
ή και στη γρηγοράδα των ποδιών, που πιο πολύ τιμάται
απ’ όλα των ανδρών τα έργα στον αγώνα,
θα ’ταν γι’ αυτό περισσότερο η Πόλη σε ευνομία.
αν κάποιος στις όχθες της Πίσας θα νικούσε,
μια κι όλα τούτα των πολιτών δεν αυγατίζουν τα κελάρια.
§3 Ένα σχόλιο
Τι μας λέει εδώ ο Ξενοφάνης με λόγια που μοιάζουν να λέγονται για το σήμερα; Πως την ευνομία της πόλης, την ευημερία του λαού, την αρμονική συνεργασία κοινότητας και ατομικότητας, την ελεύθερη ανάπτυξη του ανθρώπινου ατόμου, όλα τούτα και όσα ακόμη συνδέονται με την ακμή ενός πολιτισμού και με τον οντολογικό καταυγασμό της ανθρώπινης ύπαρξης δεν μας τα χορηγούν οι αθλητικοί ή Ολυμπιακοί αγώνες ούτε οι μεν ή οι δε αθλητικές επιδόσεις ούτε έτι περισσότερο οι αδιαφανείς χρηματοδοτήσεις αθλητικών φορέων ή παραγόντων ούτε συναφώς οι αφειδώλευτες επιβραβεύσεις –υλικές και ηθικές– αθλητών από πολιτικούς και πολιτειακούς παράγοντες χωρίς κύρος και υπόληψη. Όλα τα προαναφερθέντα είναι απλώς απρόσωπες πτυχές μιας βάρβαρης εισβολής της παρακμής μέσα στην κοινωνία ή τις κοινωνίες. Και τούτη η εισβολή δεν ενσκήπτει ως κάτι ξένο, απροσδόκητο, άγνωστο, ανοίκειο παρά ως κάτι το πολύ γνωστό και οικείο. Διότι εισέρχεται στη ζωή μας ως αναγκαία συνέπεια μιας καθυστερημένης πνευματικά και κατ’ επέκταση πολιτικά και πολιτιστικά κοινότητας ή πόλης –με σημερινούς όρους μαζικο-«δημοκρατικής» πολιτείας– η οποία έχει εκπέσει σε κράτος, δηλαδή σε βία και αυταρχία. Ένα τέτοιο κράτος γνωρίζει μόνο από λογιστική υπεράσπιση ή προώθηση ιδιοτελών συμφερόντων των στυφών ομάδων διακυβέρνησης. Για να μην εκπέσει η πόλη, η πολιτεία, σε κράτος, παρατηρεί ο Ξενοφάνης, χρειάζεται, πριν απ’ όλα, ο Ένας αγώνας: εκείνος που μας οδηγεί στην άξια γνώση, στην αγαθή σοφία, δηλαδή στην ορθή, αληθινή σκέψη. Αυτός ο αγώνας αποτρέπει την ήττα του βίου μας και στο βίο μας. Η γνώση τούτη ή η σοφία είναι αυτή που λείπει τότε και τώρα, η αληθινή παιδεία, όχι απλώς η τυπική εκπαίδευση, τουτέστι: η φιλοσοφική παιδεία. Όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο Χάιντεγκερ, μόνο μια τέτοια φιλοσοφική παιδεία είναι «που ιστορικά θεμελιώνει τον λαό στο Dasein του και τον παρωθεί να γίνεται φύλακας της αλήθειας του Είναι». Να γιατί και ο Σωκράτης, που λογίζεται, μέσα στην ιστορία, ως ένας από τους φιλοσόφους «φύλακες της αλήθειας του Είναι», αντιπρότεινε, ειρωνευόμενος τους άκριτους δικαστές που του επέβαλαν τη θανατική ποινή, την «ποινή» να σιτίζεται δωρεάν στο πρυτανείο, όπως σιτίζονταν και οι –κρετίνοι κατά τα άλλα– αθλητές. Τέτοιοι «αθλητές» «σιτίζονται» και σήμερα δωρεάν στα πρυτανεία των κοινοβουλίων, των προεδρικών βου/βο-λευτηρίων μέσα στο ελληνικό κοινοβούλιο, προκειμένου να «σώσουν» το ελληνικό έθνος με τα «φώτα» τους, δηλαδή να το αποβλακώσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου