Από την Εποχή του Λίθου ακόμα, ανακαλύπτονταν στην επιφάνεια στης Γης, αλλά και μέσα στο υπέδαφός της, παράξενα κομμάτια από γυαλί, συνήθως μαύρα και πράσινα. Ορισμένα από αυτά έχουν σφαιρικό σχήμα, άλλα είναι ωοειδή, άλλα μοιάζουν με αχλάδια, με κρεμμύδια ή με πιάτα. Αυτά τα περίεργα πετρώματα ονομάζονται τηκτίτες. Το μήκος τους, καμιά φορά, φτάνει σε πολλά εκατοστά του μέτρου.
Το μυστήριο της προέλευσης των τηκτιτών, για πάνω από εκατόν πενήντα χρόνια, είχε προκαλέσει ζωηρότατες αντεγκλήσεις μεταξύ των επιστημόνων. Για πολύ καιρό, πολλοί από αυτούς πίστευαν πως οι τηκτίτες είχαν γήινη προέλευση και πως σχηματίζονταν κατά τη διάρκεια πυρκαγιών ή εκρήξεων.
Μα, τη δεκαετία του 1960, κατέστη σαφές ότι τα πράγματα δεν ήταν καθόλου έτσι. Οι νέες μέθοδοι έρευνας, με τη χρήση ηλεκτρονικών συσκευών και με τις φυσικοχημικές αναλύσεις ακριβείας, κατέδειξαν περίτρανα ότι οι τηκτίτες είχαν κοσμική προέλευση. Προέρχονταν από πολύ μακριά, από το αχανές Σύμπαν.
Αυστραλοί και Αμερικανοί φυσικοί, οι οποίοι εργάζονταν στον τομέα της Αεροδυναμικής, διαπίστωσαν ότι τα αλλόκοτα, όσο και χαρακτηριστικά σχήματα των τηκτιτών, εξαρτώνταν από τις συνθήκες της εισόδου τους στη γήινη ατμόσφαιρα.
Μετατοπιζόμενοι με ταχύτητα 10-13 χιλιομέτρων το δευτερόλεπτο και σε γωνία 6-17 μοιρών σε σχέση με τον ορίζοντα, οι τηκτίτες γίνονταν αναπόφευκτα προσωρινοί δορυφόροι της Γης, περιστρέφονταν μία ή και περισσότερες φορές γύρω από αυτήν κι ύστερα, εγκατέλειπαν την τροχιά τους και έπεφταν σε μια ορισμένη περιοχή του πλανήτη μας.
Και κάπως έτσι φαίνεται πως σχηματίστηκαν τα πεδία των τηκτιτών, που εκτείνονται σε επιφάνειες χιλιάδων χιλιομέτρων στην Αυστραλία, στην Ινδονησία, στην Ινδοκίνα, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, στην πρώην Τσεχοσλοβακία και αλλού.
Εκείνο το χρονικό διάστημα, οι τηκτίτες εξετάζονταν με συστηματικότατο τρόπο στη Σοβιετική Ένωση. Οι Σοβιετικοί επιστήμονες απέδειξαν ότι οι τηκτίτες, ως προς τη χημική τους σύσταση, δεν είχαν τίποτε κοινό με τα γήινα στοιχεία.
Συνεπώς, στην Ινδονησία, η σύνθεση των τηκτιτών άλλαζε ανάλογα με τις γεωγραφικές συνθήκες και δεν είχε καμία σχέση με τη γεωλογία των περιοχών.
Αλλά και οι Αυστραλοί επιστήμονες κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα. Παρατήρησαν ότι η περιεκτικότητα σε αλκάλια των τηκτιτών της Αυστραλίας αύξανε όσο περνούμε από την Ανατολή προς τη Δύση.
Μια τρομερά ενδιαφέρουσα ανακάλυψη πραγματοποιήθηκε το 1959 σ’ ένα εργαστήριο της Μόσχας. Μέσα σε τηκτίτες, που είχαν συλλεχθεί από τις Φιλιππίνες, εντόπισαν μικρούς βώλους σιδήρου με νικέλιο, όμοιους με εκείνους που εκφυσώνται από τους μετεωρίτες στη διάρκεια της πτήσης τους ή που βρίσκονται στους κρατήρες, ύστερα από την έκρηξη γιγαντιαίων μετεωριτών.
Το 1963, οι Αμερικανοί γεωλόγοι ξαναμελέτησαν με λαμπρό τρόπο τους τηκτίτες των Φιλιππίνων. Οι εργασίες τους επιβεβαίωσαν περίτρανα τα εμπεριστατωμένα και ενδελεχή συμπεράσματα των Σοβιετικών επιστημόνων.
Τηκτίτες έχουν πέσει πολλές φορές στην επιφάνεια της Γης. Οι πιο παλιοί, εκείνοι που συναντούμε στην Τσεχοσλοβακία, είναι ηλικίας 4 περίπου εκατομμυρίων ετών. Οι πιο πρόσφατοι, εκείνοι της Αυστραλίας, κατέπεσαν στον πλανήτη μας μετά την εμφάνιση του ανθρώπου.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η παρατήρηση του Καναδού αστρονόμου Clarence Chant για το σπανιότατο ουράνιο φαινόμενο, το οποίο έχει καταγραφεί ως μοναδικό στα παγκόσμια χρονικά και το οποίο συνέβη στις 9 Φεβρουαρίου του 1913. Κατά τις μεταγενέστερες δεκαετίες οι ειδικοί υπέθεταν ότι ίσως οφειλόταν σε πτώση τηκτιτών. Ή ίσως και σε κάτι άλλο, ανεξήγητο ακόμη…
Εκατομμύρια κάτοικοι του Καναδά, των Ηνωμένων Πολιτειών και των γειτονικών χωρών τους στις ακτές του Ατλαντικού ήταν οι εκστατικοί θεατές ενός συγκλονιστικού ουράνιου φαινομένου, που όμοιό του δεν είχαν ξαναδεί οι άνθρωποι και που έμοιαζε με την πτήση ενός μελλοντικού πυραύλου, όπως το σχολίασαν οι κατοπινές γενιές επιστημόνων.
“Ήταν περίπου 21:05 η ώρα, όταν είδαμε ξαφνικά να εμφανίζεται στο βορειοδυτικό τμήμα του ουράνιου θόλου μια φλεγόμενη βολίδα. Η βολίδα αυτή πλησίαζε ολοένα και μεγάλωνε γρήγορα. Την ακολουθούσε για αρκετό χρονικό διάστημα μια μακρύτατη ουρά από σπίθες.
Η ουρά της βολίδας είχε το ίδιο χρώμα με το κεφάλι, πράγμα που έδινε την εντύπωση της πτήσης μιας ρουκέτας. Αλλά, αντίθετα από τη ρουκέτα, η βολίδα δε φαινόταν να υφίσταται την έλξη της Γης. Απίθανο!
Συνέχιζε την ανορθόδοξη, αργή και επιβλητική πτήση της, χαράσσοντας μια αυστηρά οριζόντια γραμμή, χωρίς ευδιάκριτη πτώση προς τη Γη, ισοπεδώνοντας κάθε βαρυτική δύναμη. Αφού έφτασε κάποτε στη νοτιοανατολική γραμμή του ορίζοντα, απλώς χάθηκε μακριά…
Μόλις συνήλθαμε από την κατάπληξη, διακρίναμε ευκρινώς άλλες βολίδες να έρχονται στο ίδιο μέρος και από την ίδια κατεύθυνση. Πέρασαν αργά τρεις-τρεις, τέσσερις-τέσσερις και τις ακολουθούσαν οι ουρές τους, που, ωστόσο, δεν ήταν ούτε τόσο λαμπερές, αλλά ούτε και τόσο μακριές όσο της πρώτης βολίδας.
Όλες τους χάθηκαν στο ίδιο ακριβώς νοτιοανατολικό σημείο του ορίζοντα.
Όταν οι βολίδες εξαφανίστηκαν, ακούσαμε έναν θόρυβο, που θύμιζε μακρινή βροντή. Ακούστηκαν τρεις τέτοιου είδους θόρυβοι, που διαδέχονταν ο ένας τον άλλον κατά διαστήματα.
Πολλοί άνθρωποι, μάλιστα, ένιωσαν να σείεται η γη και τα σπίτια τους. Το πόσο διήρκεσε αυτό το συνταρακτικό φαινόμενο, δεν υπολογίστηκε με ακρίβεια. Ίσως 3,5 λεπτά”.
Πάντως, οι επιστήμονες δεν είχαν καταφέρει ακόμα να εξηγήσουν λεπτομερώς την κοσμική προέλευση των τηκτιτών. Υπέθεταν ότι θα μπορούσαν να είναι θραύσματα της επιφάνειας των πλανητών που αποσυντίθεται, τεμάχια πετρωμάτων που προέρχονται από συγκρούσεις κομητών και πελώριων μετεωριτών με τη Γη ή και αποκολλημένα τμήματα της Σελήνης.
Η υπόθεση ότι οι τηκτίτες σχηματίστηκαν στους κρατήρες της Σελήνης είχε διατυπωθεί κατά τον 19ο αιώνα. Αλλά, τότε, είχε γίνει δεκτή με χλευασμούς.
Εν τούτοις, το 1957 αποδείχτηκε ότι τα σεληνιακά υλικά που εντοπίστηκαν στην επιφάνεια του πλανήτη μας μπορεί να έπεσαν εκεί, ύστερα από συγκρούσεις μετεωριτών με τη Σελήνη. Στο κεντρικό τμήμα του ανατολικού ημισφαιρίου του φυσικού δορυφόρου μας ανακαλύφτηκε μια ολόκληρη περιοχή, από όπου πιθανώς αποσπάστηκαν οι τηκτίτες που βρέθηκαν στην Αυστραλία.
Για πολλά χρόνια, τα αποτελέσματα αυτών των κοπιωδών εργασιών έμειναν στη λησμονιά. Και μόνο κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1960 αυξήθηκε ο αριθμός των οπαδών της σεληνιακής θεωρίας για την προέλευση των τηκτιτών.
Οι φωτογραφίες που πάρθηκαν από την άλλη όψη της Σελήνης, τη λεγόμενη “σκοτεινή”, συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στη μεταβολή αυτή των απόψεων των επιστημόνων.
Οι φωτογραφίες αυτές απέδειξαν ότι τα δύο ημισφαίρια έχουν αισθητά διαφορετική ανάγλυφη όψη. Πραγματικά, μόνο η όψη που βλέπει προς τη Γη είναι σκεπασμένη με κολοσσιαίους κρατήρες. Ίχνη εκρήξεων και ίσως και εκρήξεων ηφαιστείων, αλλά και απώλειας σεληνιακού υλικού, που, αναπόφευκτα, θα έπρεπε να πέσει στη Γη.
Έτσι, η πιο βάσιμη από όλες φαίνεται πως είναι η σεληνιακή θεωρία για την καταγωγή των μυστηριωδών τηκτιτών. Μένει να αποδειχτεί περαιτέρω.
Το μυστήριο της προέλευσης των τηκτιτών, για πάνω από εκατόν πενήντα χρόνια, είχε προκαλέσει ζωηρότατες αντεγκλήσεις μεταξύ των επιστημόνων. Για πολύ καιρό, πολλοί από αυτούς πίστευαν πως οι τηκτίτες είχαν γήινη προέλευση και πως σχηματίζονταν κατά τη διάρκεια πυρκαγιών ή εκρήξεων.
Μα, τη δεκαετία του 1960, κατέστη σαφές ότι τα πράγματα δεν ήταν καθόλου έτσι. Οι νέες μέθοδοι έρευνας, με τη χρήση ηλεκτρονικών συσκευών και με τις φυσικοχημικές αναλύσεις ακριβείας, κατέδειξαν περίτρανα ότι οι τηκτίτες είχαν κοσμική προέλευση. Προέρχονταν από πολύ μακριά, από το αχανές Σύμπαν.
Αυστραλοί και Αμερικανοί φυσικοί, οι οποίοι εργάζονταν στον τομέα της Αεροδυναμικής, διαπίστωσαν ότι τα αλλόκοτα, όσο και χαρακτηριστικά σχήματα των τηκτιτών, εξαρτώνταν από τις συνθήκες της εισόδου τους στη γήινη ατμόσφαιρα.
Μετατοπιζόμενοι με ταχύτητα 10-13 χιλιομέτρων το δευτερόλεπτο και σε γωνία 6-17 μοιρών σε σχέση με τον ορίζοντα, οι τηκτίτες γίνονταν αναπόφευκτα προσωρινοί δορυφόροι της Γης, περιστρέφονταν μία ή και περισσότερες φορές γύρω από αυτήν κι ύστερα, εγκατέλειπαν την τροχιά τους και έπεφταν σε μια ορισμένη περιοχή του πλανήτη μας.
Και κάπως έτσι φαίνεται πως σχηματίστηκαν τα πεδία των τηκτιτών, που εκτείνονται σε επιφάνειες χιλιάδων χιλιομέτρων στην Αυστραλία, στην Ινδονησία, στην Ινδοκίνα, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, στην πρώην Τσεχοσλοβακία και αλλού.
Εκείνο το χρονικό διάστημα, οι τηκτίτες εξετάζονταν με συστηματικότατο τρόπο στη Σοβιετική Ένωση. Οι Σοβιετικοί επιστήμονες απέδειξαν ότι οι τηκτίτες, ως προς τη χημική τους σύσταση, δεν είχαν τίποτε κοινό με τα γήινα στοιχεία.
Συνεπώς, στην Ινδονησία, η σύνθεση των τηκτιτών άλλαζε ανάλογα με τις γεωγραφικές συνθήκες και δεν είχε καμία σχέση με τη γεωλογία των περιοχών.
Αλλά και οι Αυστραλοί επιστήμονες κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα. Παρατήρησαν ότι η περιεκτικότητα σε αλκάλια των τηκτιτών της Αυστραλίας αύξανε όσο περνούμε από την Ανατολή προς τη Δύση.
Μια τρομερά ενδιαφέρουσα ανακάλυψη πραγματοποιήθηκε το 1959 σ’ ένα εργαστήριο της Μόσχας. Μέσα σε τηκτίτες, που είχαν συλλεχθεί από τις Φιλιππίνες, εντόπισαν μικρούς βώλους σιδήρου με νικέλιο, όμοιους με εκείνους που εκφυσώνται από τους μετεωρίτες στη διάρκεια της πτήσης τους ή που βρίσκονται στους κρατήρες, ύστερα από την έκρηξη γιγαντιαίων μετεωριτών.
Το 1963, οι Αμερικανοί γεωλόγοι ξαναμελέτησαν με λαμπρό τρόπο τους τηκτίτες των Φιλιππίνων. Οι εργασίες τους επιβεβαίωσαν περίτρανα τα εμπεριστατωμένα και ενδελεχή συμπεράσματα των Σοβιετικών επιστημόνων.
Τηκτίτες έχουν πέσει πολλές φορές στην επιφάνεια της Γης. Οι πιο παλιοί, εκείνοι που συναντούμε στην Τσεχοσλοβακία, είναι ηλικίας 4 περίπου εκατομμυρίων ετών. Οι πιο πρόσφατοι, εκείνοι της Αυστραλίας, κατέπεσαν στον πλανήτη μας μετά την εμφάνιση του ανθρώπου.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η παρατήρηση του Καναδού αστρονόμου Clarence Chant για το σπανιότατο ουράνιο φαινόμενο, το οποίο έχει καταγραφεί ως μοναδικό στα παγκόσμια χρονικά και το οποίο συνέβη στις 9 Φεβρουαρίου του 1913. Κατά τις μεταγενέστερες δεκαετίες οι ειδικοί υπέθεταν ότι ίσως οφειλόταν σε πτώση τηκτιτών. Ή ίσως και σε κάτι άλλο, ανεξήγητο ακόμη…
Εκατομμύρια κάτοικοι του Καναδά, των Ηνωμένων Πολιτειών και των γειτονικών χωρών τους στις ακτές του Ατλαντικού ήταν οι εκστατικοί θεατές ενός συγκλονιστικού ουράνιου φαινομένου, που όμοιό του δεν είχαν ξαναδεί οι άνθρωποι και που έμοιαζε με την πτήση ενός μελλοντικού πυραύλου, όπως το σχολίασαν οι κατοπινές γενιές επιστημόνων.
“Ήταν περίπου 21:05 η ώρα, όταν είδαμε ξαφνικά να εμφανίζεται στο βορειοδυτικό τμήμα του ουράνιου θόλου μια φλεγόμενη βολίδα. Η βολίδα αυτή πλησίαζε ολοένα και μεγάλωνε γρήγορα. Την ακολουθούσε για αρκετό χρονικό διάστημα μια μακρύτατη ουρά από σπίθες.
Η ουρά της βολίδας είχε το ίδιο χρώμα με το κεφάλι, πράγμα που έδινε την εντύπωση της πτήσης μιας ρουκέτας. Αλλά, αντίθετα από τη ρουκέτα, η βολίδα δε φαινόταν να υφίσταται την έλξη της Γης. Απίθανο!
Συνέχιζε την ανορθόδοξη, αργή και επιβλητική πτήση της, χαράσσοντας μια αυστηρά οριζόντια γραμμή, χωρίς ευδιάκριτη πτώση προς τη Γη, ισοπεδώνοντας κάθε βαρυτική δύναμη. Αφού έφτασε κάποτε στη νοτιοανατολική γραμμή του ορίζοντα, απλώς χάθηκε μακριά…
Μόλις συνήλθαμε από την κατάπληξη, διακρίναμε ευκρινώς άλλες βολίδες να έρχονται στο ίδιο μέρος και από την ίδια κατεύθυνση. Πέρασαν αργά τρεις-τρεις, τέσσερις-τέσσερις και τις ακολουθούσαν οι ουρές τους, που, ωστόσο, δεν ήταν ούτε τόσο λαμπερές, αλλά ούτε και τόσο μακριές όσο της πρώτης βολίδας.
Όλες τους χάθηκαν στο ίδιο ακριβώς νοτιοανατολικό σημείο του ορίζοντα.
Όταν οι βολίδες εξαφανίστηκαν, ακούσαμε έναν θόρυβο, που θύμιζε μακρινή βροντή. Ακούστηκαν τρεις τέτοιου είδους θόρυβοι, που διαδέχονταν ο ένας τον άλλον κατά διαστήματα.
Πολλοί άνθρωποι, μάλιστα, ένιωσαν να σείεται η γη και τα σπίτια τους. Το πόσο διήρκεσε αυτό το συνταρακτικό φαινόμενο, δεν υπολογίστηκε με ακρίβεια. Ίσως 3,5 λεπτά”.
Πάντως, οι επιστήμονες δεν είχαν καταφέρει ακόμα να εξηγήσουν λεπτομερώς την κοσμική προέλευση των τηκτιτών. Υπέθεταν ότι θα μπορούσαν να είναι θραύσματα της επιφάνειας των πλανητών που αποσυντίθεται, τεμάχια πετρωμάτων που προέρχονται από συγκρούσεις κομητών και πελώριων μετεωριτών με τη Γη ή και αποκολλημένα τμήματα της Σελήνης.
Η υπόθεση ότι οι τηκτίτες σχηματίστηκαν στους κρατήρες της Σελήνης είχε διατυπωθεί κατά τον 19ο αιώνα. Αλλά, τότε, είχε γίνει δεκτή με χλευασμούς.
Εν τούτοις, το 1957 αποδείχτηκε ότι τα σεληνιακά υλικά που εντοπίστηκαν στην επιφάνεια του πλανήτη μας μπορεί να έπεσαν εκεί, ύστερα από συγκρούσεις μετεωριτών με τη Σελήνη. Στο κεντρικό τμήμα του ανατολικού ημισφαιρίου του φυσικού δορυφόρου μας ανακαλύφτηκε μια ολόκληρη περιοχή, από όπου πιθανώς αποσπάστηκαν οι τηκτίτες που βρέθηκαν στην Αυστραλία.
Για πολλά χρόνια, τα αποτελέσματα αυτών των κοπιωδών εργασιών έμειναν στη λησμονιά. Και μόνο κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1960 αυξήθηκε ο αριθμός των οπαδών της σεληνιακής θεωρίας για την προέλευση των τηκτιτών.
Οι φωτογραφίες που πάρθηκαν από την άλλη όψη της Σελήνης, τη λεγόμενη “σκοτεινή”, συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στη μεταβολή αυτή των απόψεων των επιστημόνων.
Οι φωτογραφίες αυτές απέδειξαν ότι τα δύο ημισφαίρια έχουν αισθητά διαφορετική ανάγλυφη όψη. Πραγματικά, μόνο η όψη που βλέπει προς τη Γη είναι σκεπασμένη με κολοσσιαίους κρατήρες. Ίχνη εκρήξεων και ίσως και εκρήξεων ηφαιστείων, αλλά και απώλειας σεληνιακού υλικού, που, αναπόφευκτα, θα έπρεπε να πέσει στη Γη.
Έτσι, η πιο βάσιμη από όλες φαίνεται πως είναι η σεληνιακή θεωρία για την καταγωγή των μυστηριωδών τηκτιτών. Μένει να αποδειχτεί περαιτέρω.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου