Το προγενέστερο ατομικό σύστημα του Δημόκριτου, δεν αναγνώριζε κανενός είδους «αποκλίνουσα συμπεριφορά» των ατόμων. Η δημοκρίτεια κοσμολογία είναι απόλυτα ντετερμινιστική: σύμφωνα μ’ αυτήν, κάθε τι που συμβαίνει στο σύμπαν είναι η αναπόδραστη συνέπεια όσων συνέβηκαν προηγουμένως. Η τροχιά κάθε ατόμου, που διαφοροποιείται μόνο από τις κρούσεις του με άλλα άτομα, όλα τα γεγονότα, παρελθόντα, παρόντα και μελλοντικά, περιλαμβανομένου και του γεγονότος πως εσείς υπάρχετε και διαβάζετε αυτή τη φράση τούτη τη στιγμή, υπαγορεύονται από την αναγκαιότητα – ή ειμαρμένη. Ο Επίκουρος, αντίθετα, υποστήριξε την υπόθεση ότι, καθώς τα άτομα διασχίζουν το κενό, είναι δυνατό «σε τόπο και χρόνο απροσδιόριστο» να αποκλίνουν από την ευθύγραμμη πορεία. Αυτές οι τυχαίες αποκλίσεις είναι πολύ μικρές και συμβαίνουν ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά των άλλων ατόμων. Με φιλοσοφικούς όρους, ο Επίκουρος τάσσεται υπέρ της απροσδιοριστίας – που σημαίνει πως, οτιδήποτε συμβαίνει μέσα στο σύμπαν είναι τυχαίο περισσότερο, παρά αναπόφευκτο.
Οι σύγχρονοι φυσικοί εξακολουθούν να διαφωνούν για το αν η ύλη συμπεριφέρεται με θεμελιωδώς ντετερμινιστικό ή μη ντετερμινιστικό τρόπο. Η ανακάλυψη της αρχής της αβεβαιότητας το 1927 από τον Βέρνερ Χάιζενμπεργκ ήταν ένα βαρυσήμαντο γεγονός με καταλυτικό ρόλο στη διαμάχη αυτή. Το δίλημμα που παρουσιάζει η αρχή αυτή, είναι πως αδυνατούμε να εξακριβώσουμε ταυτόχρονα με απόλυτη ακρίβεια, τη θέση και την ορμή οποιουδήποτε σωματιδίου: όσο πιο ακριβής είναι ο προσδιορισμός της μιας, τόσο θα πρέπει αυτό να συνεπάγεται μια λιγότερο ακριβή μέτρηση της άλλης. Λόγω αυτής της εγγενούς ανακρίβειας, θα πρέπει να εισάγεται στις προβλέψεις ένας βαθμός «απροσδιοριστίας», μέσα σε ορισμένα όρια πιθανοτήτων. Ωστόσο, όταν μιλάμε για «απροσδιοριστία» με την πλήρη φιλοσοφική της έννοια, αναφερόμαστε σε κάτι πολύ βαθύτερο: σε τυχαίες αποκλίσεις που είναι αξιωματικού χαρακτήρα – σε μια θεμελιώδη ιδιότητα της ίδιας της ύλης. Υπάρχουν, λοιπόν, όρια ως προς το τι μπορεί να μετρηθεί, όπως ανακάλυψε ο Χάιζενμπεργκ, και αυτό δεν μπορεί παρά να σημαίνει πως δεν μπορούμε να προβούμε σε διαβεβαιώσεις αναφορικά με συμβάντα που ξετυλίγονται πέραν αυτών των ορίων. Έτσι, η αρχή της αβεβαιότητας δεν στηρίζει καμία από τις δύο πλευρές της διαμάχης.
Ωστόσο, η κριτική του Επίκουρου στον ντετερμινισμό του Δημόκριτου ξεκινά από μια εύλογη παρατήρηση ενός οφθαλμοφανούς γεγονότος` μια παρατήρηση μεγάλη όσο και το ίδιο το σύμπαν: αν τα άτομα δεν παρέκκλιναν ποτέ από την ευθύγραμμη πορεία τους στο κενό, πως θα μπορούσαν να βρουν έστω και μια ευκαιρία να συγκρουστούν μεταξύ τους; Δεν θα συνέχιζαν απλά να πέφτουν βροχηδόν σε παράλληλες πορείες, για πάντα; Ακριβώς το ίδιο ζήτημα αντιμετωπίζουν οι κοσμολόγοι και σήμερα, στην προσπάθειά τους να περιγράψουν την πρώιμη ιστορία του σύμπαντος. Θέλουν να μάθουν πως συνέβη και, αντί για μια ομοιόμορφα κατανεμημένη ατομική ομίχλη, η φύση είναι γεμάτη με γαλαξίες, άστρα και πλανήτες.
Οι σύγχρονοι φυσικοί εξακολουθούν να διαφωνούν για το αν η ύλη συμπεριφέρεται με θεμελιωδώς ντετερμινιστικό ή μη ντετερμινιστικό τρόπο. Η ανακάλυψη της αρχής της αβεβαιότητας το 1927 από τον Βέρνερ Χάιζενμπεργκ ήταν ένα βαρυσήμαντο γεγονός με καταλυτικό ρόλο στη διαμάχη αυτή. Το δίλημμα που παρουσιάζει η αρχή αυτή, είναι πως αδυνατούμε να εξακριβώσουμε ταυτόχρονα με απόλυτη ακρίβεια, τη θέση και την ορμή οποιουδήποτε σωματιδίου: όσο πιο ακριβής είναι ο προσδιορισμός της μιας, τόσο θα πρέπει αυτό να συνεπάγεται μια λιγότερο ακριβή μέτρηση της άλλης. Λόγω αυτής της εγγενούς ανακρίβειας, θα πρέπει να εισάγεται στις προβλέψεις ένας βαθμός «απροσδιοριστίας», μέσα σε ορισμένα όρια πιθανοτήτων. Ωστόσο, όταν μιλάμε για «απροσδιοριστία» με την πλήρη φιλοσοφική της έννοια, αναφερόμαστε σε κάτι πολύ βαθύτερο: σε τυχαίες αποκλίσεις που είναι αξιωματικού χαρακτήρα – σε μια θεμελιώδη ιδιότητα της ίδιας της ύλης. Υπάρχουν, λοιπόν, όρια ως προς το τι μπορεί να μετρηθεί, όπως ανακάλυψε ο Χάιζενμπεργκ, και αυτό δεν μπορεί παρά να σημαίνει πως δεν μπορούμε να προβούμε σε διαβεβαιώσεις αναφορικά με συμβάντα που ξετυλίγονται πέραν αυτών των ορίων. Έτσι, η αρχή της αβεβαιότητας δεν στηρίζει καμία από τις δύο πλευρές της διαμάχης.
Ωστόσο, η κριτική του Επίκουρου στον ντετερμινισμό του Δημόκριτου ξεκινά από μια εύλογη παρατήρηση ενός οφθαλμοφανούς γεγονότος` μια παρατήρηση μεγάλη όσο και το ίδιο το σύμπαν: αν τα άτομα δεν παρέκκλιναν ποτέ από την ευθύγραμμη πορεία τους στο κενό, πως θα μπορούσαν να βρουν έστω και μια ευκαιρία να συγκρουστούν μεταξύ τους; Δεν θα συνέχιζαν απλά να πέφτουν βροχηδόν σε παράλληλες πορείες, για πάντα; Ακριβώς το ίδιο ζήτημα αντιμετωπίζουν οι κοσμολόγοι και σήμερα, στην προσπάθειά τους να περιγράψουν την πρώιμη ιστορία του σύμπαντος. Θέλουν να μάθουν πως συνέβη και, αντί για μια ομοιόμορφα κατανεμημένη ατομική ομίχλη, η φύση είναι γεμάτη με γαλαξίες, άστρα και πλανήτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου