Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἄλκηστις (803-860)

ΘΕ. ἐπιστάμεσθα ταῦτα· νῦν δὲ πράσσομεν
οὐχ οἷα κώμου καὶ γέλωτος ἄξια.
805 ΗΡ. γυνὴ θυραῖος ἡ θανοῦσα· μὴ λίαν
πένθει· δόμων γὰρ ζῶσι τῶνδε δεσπόται.
ΘΕ. τί ζῶσιν; οὐ κάτοισθα τἀν δόμοις κακά;
ΗΡ. εἰ μή τι σός με δεσπότης ἐψεύσατο.
ΘΕ. ἄγαν ἐκεῖνός ἐστ᾽ ἄγαν φιλόξενος.
810 ΗΡ. οὐ χρῆν μ᾽ ὀθνείου γ᾽ εἵνεκ᾽ εὖ πάσχειν νεκροῦ;
ΘΕ. ἦ κάρτα μέντοι καὶ λίαν θυραῖος ἦν.
ΗΡ. μῶν ξυμφοράν τιν᾽ οὖσαν οὐκ ἔφραζέ μοι;
ΘΕ. χαίρων ἴθ᾽· ἡμῖν δεσποτῶν μέλει κακά.
ΗΡ. ὅδ᾽ οὐ θυραίων πημάτων ἄρχει λόγος.
815 ΘΕ. οὐ γάρ τι κωμάζοντ᾽ ἂν ἠχθόμην σ᾽ ὁρῶν.
ΗΡ. ἀλλ᾽ ἦ πέπονθα δείν᾽ ὑπὸ ξένων ἐμῶν;
ΘΕ. οὐκ ἦλθες ἐν δέοντι δέξασθαι δόμοις.
πένθος γὰρ ἡμῖν ἐστι· καὶ στολμοὺς βλέπεις
μελαμπέπλους κουράν τε. ΗΡ. τίς δ᾽ ὁ κατθανών;
820 ΗΡ. μῶν ἢ τέκνων τι φροῦδον ἢ γέρων πατήρ;
ΘΕ. γυνὴ μὲν οὖν ὄλωλεν Ἀδμήτου, ξένε.
ΗΡ. τί φῄς; ἔπειτα δῆτά μ᾽ ἐξενίζετε;
ΘΕ. ᾐδεῖτο γάρ σε τῶνδ᾽ ἀπώσασθαι δόμων.
ΗΡ. ὦ σχέτλι᾽, οἵας ἤμπλακες ξυναόρου.
825 ΘΕ. ἀπωλόμεσθα πάντες, οὐ κείνη μόνη.
ΗΡ. ἀλλ᾽ ᾐσθόμην μὲν ὄμμ᾽ ἰδὼν δακρυρροοῦν
κουράν τε καὶ πρόσωπον· ἀλλ᾽ ἔπειθέ με
λέγων θυραῖον κῆδος ἐς τάφον φέρειν.
βίᾳ δὲ θυμοῦ τάσδ᾽ ὑπερβαλὼν πύλας
830 ἔπινον ἀνδρὸς ἐν φιλοξένου δόμοις,
πράσσοντος οὕτω. κᾆτ᾽ ἐκώμαζον κάρα
στεφάνοις πυκασθείς; ἀλλὰ σοῦ τὸ μὴ φράσαι,
κακοῦ τοσούτου δώμασιν προσκειμένου.
ποῦ καί σφε θάπτει; ποῦ νιν εὑρήσω μολών;
835 ΘΕ. ὀρθὴν παρ᾽ οἶμον, ἣ ᾽πὶ Λάρισαν φέρει,
τύμβον κατόψῃ ξεστὸν ἐκ προαστίου.
ΗΡ. ὦ πολλὰ τλᾶσα καρδία καὶ χεὶρ ἐμή,
νῦν δεῖξον οἷον παῖδά σ᾽ ἡ Τιρυνθία
Ἠλεκτρυόνος ἐγείνατ᾽ Ἀλκμήνη Διί.
840 δεῖ γάρ με σῶσαι τὴν θανοῦσαν ἀρτίως
γυναῖκα κἀς τόνδ᾽ αὖθις ἱδρῦσαι δόμον
Ἄλκηστιν, Ἀδμήτῳ θ᾽ ὑπουργῆσαι χάριν.
ἐλθὼν δ᾽ ἄνακτα τὸν μελάμπεπλον νεκρῶν
Θάνατον φυλάξω, καί νιν εὑρήσειν δοκῶ
845 πίνοντα τύμβου πλησίον προσφαγμάτων.
κἄνπερ λοχαίας αὐτὸν ἐξ ἕδρας συθεὶς
μάρψω, κύκλον δὲ περιβάλω χεροῖν ἐμαῖν,
οὐκ ἔστιν ὅστις αὐτὸν ἐξαιρήσεται
μογοῦντα πλευρά, πρὶν γυναῖκ᾽ ἐμοὶ μεθῇ.
850 ἢν δ᾽ οὖν ἁμάρτω τῆσδ᾽ ἄγρας, καὶ μὴ μόλῃ
πρὸς αἱματηρὸν πέλανον, εἶμι τῶν κάτω
Κόρης Ἄνακτός τ᾽ εἰς ἀνηλίους δόμους
αἰτήσομαί τε· καὶ πέποιθ᾽ ἄξειν ἄνω
Ἄλκηστιν, ὥστε χερσὶν ἐνθεῖναι ξένου,
855 ὅς μ᾽ ἐς δόμους ἐδέξατ᾽ οὐδ᾽ ἀπήλασε,
καίπερ βαρείᾳ συμφορᾷ πεπληγμένος,
ἔκρυπτε δ᾽ ὢν γενναῖος, αἰδεσθεὶς ἐμέ.
τίς τοῦδε μᾶλλον Θεσσαλῶν φιλόξενος,
τίς Ἑλλάδ᾽ οἰκῶν; τοιγὰρ οὐκ ἐρεῖ κακὸν
860 εὐεργετῆσαι φῶτα γενναῖος γεγώς.

***
ΥΠΗ. Τα ξέρω αυτά, μα στην περίστασή μας
χαρές και ξεφαντώματα δεν πάνε.
ΗΡΑ. Μια ξένη έχει πεθάνει· τόσο πένθος!
Εδώ οι αφέντες του σπιτιού σας ζούνε.
ΥΠΗ. Ζουν; Του σπιτιού τη συμφορά δεν ξέρεις;
ΗΡΑ. Αν ψέματα δε μου ᾽πε ο βασιλιάς σας…
ΥΠΗ. Α, στη φιλοξενία το παρακάνει.
810 ΗΡΑ. Για μια ξένη νεκρή να μ᾽ αψηφήσει;
ΥΠΗ. Πολύ δική του μάλιστα· τί ξένη;
ΗΡΑ. Πώς! Καμιά συμφορά και δε μου το ᾽πε;
ΥΠΗ. Πήγαινε στο καλό· για μας η θλίψη.
ΗΡΑ. Ο λόγος σου δε δείχνει ξένο πένθος.
ΥΠΗ. Θα με πείραζε, αλλιώς, που διασκεδάζεις;
ΗΡΑ. Άπρεπα ο φίλος φέρθηκε σε μένα;
ΥΠΗ. Για υποδοχή δεν είναι τούτη η μέρα.
Έχουμε πένθος· βλέπεις μαύρα ρούχα,
μαλλιά κομμένα. ΗΡΑ. Ποιός έχει πεθάνει;
820 Κανένα του παιδί; Ο πατέρας του ίσως;
ΥΠΗ. Ξένε, η γυναίκα του Άδμητου· ναι, εκείνη.
ΗΡΑ. Και με φιλοξενούσατε εδώ μέσα;
ΥΠΗ. Ντρεπόταν απ᾽ το σπίτι να σε διώξει.
ΗΡΑ. Δύστυχε, τί συντρόφισσα έχεις χάσει!
ΥΠΗ. Χαθήκαμε όλοι, κι όχι μόνο εκείνη.
ΗΡΑ. Την όψη του όταν είδα, τα κομμένα
μαλλιά του και τα μάτια του όλο δάκρυα,
σα να το ᾽νιωσα, μ᾽ έπεισε όμως όταν
μου ᾽πε πως ξένη πήγαινε να θάψει.
Ανόρεχτα αυτήν πέρασα την πόρτα
830 κι έπινα μες στο σπίτι ανθρώπου τόσο
φιλόξενου, που η μοίρα είχε χτυπήσει.
Και τρωγοπίνω! Και φορώ στεφάνι!
Πετά το στεφάνι και το ποτήρι.
Μα φταις κι εσύ· να μη μου πεις μια λέξη
για τέτοια συμφορά! Και πού να τρέξω
να τον βρω; Πού τη θάβει; ΥΠΗ. Έξω απ᾽ την πόλη,
στης Λάρισας το δρόμο ολόισα πάνω,
πελεκητό ένα μνήμα θ᾽ αντικρίσεις.
ΗΡΑ., αφού ο υπηρέτης γύρισε μέσα στο παλάτι.
Πολύπαθη καρδιά μου εσύ, κι ω χέρι,
τώρα δείξτε τί γιο η Τιρύνθια Αλκμήνη,
η κόρη του Ηλεκτρύονα, έχει κάμει
840 από το Δία. Την Άλκηστη εγώ πρέπει
να σώσω κι εδώ πίσω να τη φέρω,
τη χάρη αυτή στον Άδμητο να κάμω.
Καρτέρι πάω στο Θάνατο να στήσω,
το μαυροφόρο κύριο των νεκρών·
θαρρώ πως θα τον βρω κοντά στον τάφο,
αίμα απ᾽ τα σφάγια να ρουφά. Αν χιμώντας
από κρυψώνα τον τσακώσω, κι έτσι
τον σφίξω μες στα χέρια μου, κανένας
δε μου τον παίρνει· απ᾽ των πλευρών τον πόνο
θ᾽ αναγκαστεί να μου τη δώσει πίσω.
850 Αν σ᾽ αυτό δεν πετύχω, αν δε ζυγώσει
αίμα να πιει, στ᾽ ανήλιαγα παλάτια
της Κόρης και του Πλούτωνα θα πάω
να τη ζητήσω· κι είμαι βέβαιος ότι
την Άλκηστη εδώ πάνω θα τη φέρω
να τη δώσω στα χέρια αυτού του φίλου,
που, ενώ τον είχε βρει κακό μεγάλο,
δε μ᾽ έδιωξε, με δέχτηκε από σέβας
σ᾽ εμένα, γενναιόψυχα σιωπώντας.
Στη Θεσσαλία και σ᾽ όλη την Ελλάδα
είν᾽ άλλος πιο φιλόξενος; Κανένας.
Ώστε ας μη λέει πως σ᾽ έναν τιποτένιο
860 έκαμε το καλό η γενναία καρδιά του.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ - ΠΑΝΔΑΡΕΟΣ

ΠΑΝΔΑΡΕΟΣ
(βράχος)
 
Η μεταμόρφωση του Πανδάρεου σε βράχο είναι η τιμωρία του για μια κλοπή, και μάλιστα θεϊκή.
 
Όταν η Ρέα γέννησε τον Δία, από φόβο για την τύχη του, μήπως δηλαδή τον καταβροχθίσει ο πατέρας του Κρόνος όπως έκανε με τα άλλα τους παιδιά, άφησε τον νεογέννητο Δία σε μια σπηλιά στην Κρήτη με μια κατσίκα δίπλα του να τον θρέφει με το γάλα της και με ένα χρυσό σκυλί να τους φυλάει. Μετά τη νίκη του Δία επί του Κρόνου, η κατσίκα, Αμάλθεια παραδίδεται το όνομά της, έγινε αστερισμός* και ο σκύλος ορίστηκε να φυλά το ιερό του Δία στην Κρήτη. Αυτόν τον σκύλο τον έκλεψε ο Πανδάρεος, γιος του Μέροπα, και τον πήγε στο όρος Σίπυλο της Λυδίας. Εκεί ζήτησε από τον Τάνταλο να τον προσέχει. Όταν κάποια στιγμή επέστρεψε και ζήτησε τον σκύλο, ο Τάνταλος αρνήθηκε ότι του τον είχε δώσει. Και ο Δίας μεταμόρφωσε τον Πανδάρεο σε βράχο για την κλοπή και τον Τάνταλο τον βύθισε στη γη και έβαλε από πάνω του το βουνό Σίπυλος τιμωρώντας τον για την ψευδορκία του. Άλλη εκδοχή θέλει τον Ερμή να διεκδικεί το σκυλί για λογαριασμό του Δία και ο Τάνταλος να ψευδορκεί στον ίδιο τον θεό. Όμως ο Ερμής βρήκε το σκυλί και κατάχωσε τον Τάνταλο. Φοβισμένος από την τιμωρία του Τάνταλου ο Πανδάρεος έφυγε με τη γυναίκα του και τις κόρες του πρώτα στην Αθήνα και ύστερα στη Σικελία. Τον σκότωσε ο Δίας, όπως και τη γυναίκα του, ενώ τις κόρες τους τις άρπαξαν οι Άρπυιες.
 
Ποια σχέση μπορεί να έχει αυτός ο Πανδάρεος με τον πατέρα της Αηδόνας και της Χελιδόνας; Ο κρητικός μύθος με τον μιλησιακό; Οι παραδόσεις για τον αριθμό και το όνομα των κοριτσιών του κρητικού Πανδάρεου ποικίλουν, άλλοτε είναι δύο, η Καμειρώ και η Κλυτία ή η Κλεοθήρα και η Μερόπη, άλλοτε στις δύο τελευταίες προστίθεται και η Αηδόνα. Θα μπορούσε η τρίτη αυτή κόρη να συνδέει τον έναν Πανδάρεο με τον άλλον; Πάντως, στην περίπτωση του δεύτερου Πανδάρεου μεταμορφώθηκαν όλοι, γονείς και παιδιά, σε πουλιά· στην περίπτωση του πρώτου Πανδάρεου μεταμορφώνεται μόνο ο ίδιος και οι κόρες του απάγονται από τις Άρπυιες.
 
Η Πηνελόπη, απελπισμένη, ευχήθηκε κάποια στιγμή να έχει θάνατο σαν των Πανδαρίδων, να την αρπάξουν δηλαδή οι Άρπυιες και να την κάνουν δούλα των Ερινύων στον Κάτω Κόσμο, όπως είχε γίνει και με τις τρεις κόρες. Συγκεκριμένα, μετά τον θάνατο των γονιών τους, οι κόρες, απροστάτευτες, προκάλεσαν τον οίκτο των θεών, κυρίως των θεαινών που τις φρόντισαν. Η Αφροδίτη τις έφερνε φαγητό, η Ήρα τις προίκισε με ομορφιά και φρόνηση και η Άρτεμη με κομψότητα, η Αθηνά τις έκανε ικανές κεντήστρες. Όταν η Αφροδίτη ανέβηκε στον ουρανό για να ζητήσει από τον Δία κατάλληλες συζύγους για τις κόρες, οι Άρπυιες βρήκαν την ευκαιρία να τις αρπάξουν και να τις κάνουν δούλες των Ερινύων στον Κάτω Κόσμο.
-----------------------------------
*Ο αστερισμός του Ηνιόχου παριστάνει ηνίοχο με μικρή κατσίκα στον ώμο. Αυτό το αστέρι ονομάζεται Αἲξ και είναι το λαμπρότερο αστέρι του αστερισμού

Η πολυπλοκότητα της ψυχικής ασθένειας

Η ψυχική ασθένεια αναφέρεται σε παθήσεις του εγκεφάλου που εμφανίζονται μέσα από αλλαγές στην αντίληψη, το συναίσθημα και την συμπεριφορά. Η παρατήρηση αυτών έχει τις ρίζες της σε αρχαίους πολιτισμούς. Εκεί, η αιτιότητά της αποδιδόταν τακτικά σε μεταφυσικές δυνάμεις (είτε ως τιμωρία από τα Θεία, είτε ως χάρισμα και τρόπος επικοινωνίας με τον πνευματικό κόσμο), όμως η καταγραφή της υποδηλώνει την αναγνώρισή της. Στο σήμερα, η ψυχική ασθένεια μοιάζει όρος ιατρικός, όμως έχει πολλές πλευρές, κάθε μία εκ των οποίων με την δική της σημασία.

Αδιαμφισβήτητα, η ιατρική πτυχή της έννοιας είναι κεντρική. Η ιατρική κοινότητα έχει αποδείξει με πληθώρα πειραματικών μεθόδων την βιολογική πτυχή της ψυχικής πάθησης, κάτι που την κατατάσσει στην ‘δικαιοδοσία’ του ιατρικού κλάδου, ο οποίος είναι και υπεύθυνος για την θεραπεία της, μέσα από φαρμακευτική αγωγή.

Βέβαια, η περιβαλλοντική επιρροή στην ανάπτυξη ψυχικής πάθησης έχει επίσης αναγνωριστεί ευρέως, κάτι που οδήγησε στο Βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο κατανόησης, και την μεικτή θεραπεία – τόσο φαρμακευτική όσο και ψυχοκοινωνική (με τις λεπτομέρειες να μεταβάλλονται ανάλογα την υποκατηγορία της πάθησης).

Αυτό υπονοεί πως η έννοια έχει μία κοινωνική πτυχή, τόσο ως αίτιο όσο και ως ‘αποτέλεσμα’. Πιο συγκεκριμένα, η κοινωνική πραγματικότητα στην οποία υπάρχει το άτομο μπορεί να αυξήσει ή μειώσει τις πιθανότητες εμφάνισης μιας ψυχικής πάθησης. Ταυτόχρονα, το βίωμα μιας πάθησης είναι πολύ διαφορετικό ανάλογα το κοινωνικό πλαίσιο του ατόμου (για παράδειγμα η ύπαρξη θεραπευτικών μέσων και δομών και η πρόσβαση σε αυτά). Αξίζει να σημειωθεί πως ο όρος συνοδεύεται από έντονο στίγμα και στερεότυπα, που μπορεί να οδηγήσουν στην περιθωριοποίηση του ατόμου από το σύνολο (κάτι που με την σειρά του θα επιβαρύνει περαιτέρω την πάθηση). Παρότι στο παρόν γίνονται έντονες προσπάθειες καταπολέμησης του στίγματος, αυτό ακόμα κυριαρχεί σε αρκετές κοινωνίες της Δύσης και της Ανατολής και εμφανίζεται άμεσα και έμμεσα.

Έτσι λοιπόν, η ψυχική πάθηση ως όρος, αποκτά έντονες οικονομικές, πολιτικές και νομικές πτυχές, όλες εκ των οποίων αλληλοεπιδρούν. Η ύπαρξη μίας πάθησης γεννά πολλές οικονομικές ανάγκες για το άτομο και την οικογένειά του, των οποίων οι δυνατότητες κάλυψης διαφέρουν μεταξύ των κρατών, και επηρεάζουν στο micro και macro επίπεδο την κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα. Παρόμοια, το νομοθετικό πλαίσιο γύρω από την ψυχική πάθηση επηρεάζει το βίωμα αυτής από το άτομο και τον περίγυρό του: το άτομο ‘χάνει’ κάποια από τα πολιτικονομικά δικαιώματά του, ενώ συχνά οικεία πρόσωπα μετατρέπονται σε κηδεμόνες εφόρου ζωής. Αξίζει να σημειωθεί πως η ψυχική πάθηση σε δικαστικά πλαίσια έχει αποτελέσει ξεχωριστό κλάδο μελέτης που στοχεύει τόσο στην αναγνώριση αυτής ως ελαφρυντικό όσο και ως ‘δικαιολογία’.

Οι διαφορετικές πτυχές της ψυχικής νόσου όμως δεν είναι μόνο οι ‘επίσημες’. Στην εποχή της κυριαρχίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, η ψυχική νόσος έχει αποκτήσει έναν ‘cool’ χαρακτήρα, κυρίως μέσα από την κοινότητα εφήβων που εξυμνούν την αυτοκαταστροφικότητα, μασκαρεύοντάς την ως ψυχική πάθηση (χωρίς απαραίτητα αυτό να γίνεται συνειδητά).
Η ψυχική πάθηση έχει αποκτήσει τα δικά της hashtags, και γεννά δυναμικά debates, γεγονός που περιορίζει την ουσιαστική ενημέρωση του κοινού.
Στο παρόν, λοιπόν, η ψυχική πάθηση βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο. Από την μία υπάρχει έντονη πρόοδος στην επιστημονική κατανόηση και αντιμετώπισή της, και στην κοινωνική (άρα και οικονομική, νομική, πολιτική, κλπ) αποδοχή, από την άλλη όμως υπάρχει και έντονη παραπληροφόρηση που εμφανίζεται τόσο στον επιστημονικό κόσμο (όπως με την δημιουργία ‘εναλλακτικών’ θεραπειών), όσο και στο κοινωνικό σύνολο (είτε με την μορφή οπισθοδρομικών στερεοτυπικών απόψεων, είτε με έντονα ρομαντική και εξιδανικευμένη χροιά). Σε αυτό το σταυροδρόμι, οι επαγγελματίες υγείας, μα και η κοινωνία ως σύνολο θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την ψυχική ασθένεια ρεαλιστικά – ως μία πάθηση, που χρήζει αντιμετώπισης και επηρεάζει το άτομο, μα δεν το χαρακτηρίζει αποκλειστικά.

Η ηδονή της θυματοποίησης είναι η μέγιστη ηδονή της γκρίνιας

Υπάρχει μια κοφτή και καθαρή σαν όμορφος κρύσταλλος κουβέντα του Αριστοτέλη που συμβουλεύει: «Πίσω από κάθε πόνο σου στέκει ένα λάθος σου».

Η θεωρία πως η ζωή είναι μια ατέλειωτη, βασανιστική και ανερμήνευτη περιπέτεια δεν είναι πάντα μια τίμια θεωρία. Έχω προσέξει πως γύρω μου οι πιο γκρινιάρηδες είναι συνήθως εκείνοι που έχουν τα περισσότερα αγαθά, τις μεγαλύτερες ευκολίες. Επίσης είναι οι πιο τεμπέληδες. «Τεμπελιάζω», κατά τη γνώμη μου, σημαίνει κυρίως «αρνούμαι να δω και να αναλάβω την ευθύνη μου». Τον πραγματικό ρόλο μου στο «δράμα» που «κάθε τόσο με καταδιώκει».

Τα παντρεμένα ζευγάρια, μέσα στα άλλα βολικά ψευδοτεχνάσματα που προσφέρει ο γάμος, εύκολα αποδίδουν ο ένας στον άλλον όσα δυσάρεστα συμβαίνουν στη ζωή τους. Όταν χωρίσεις κι απομείνεις μόνος, τότε ανακαλύπτεις το νέο κενό. Το κενό έδρανο του φταίχτη! Ξαφνικά δεν υπάρχει εκεί κοντά ο σύζυγος να του πετάξεις το ανάθεμα και να ανακουφίσεις, ρίχνοντας πάνω του σαν κάδο σκουπιδιών, τον μπελά της συνείδησής σου. Στέκεσαι ολομόναχη πια στο άδειο σπίτι, κρατώντας το πρόβλημα σαν αναμμένο κάρβουνο στην παλάμη σου. Υπάρχει δηλαδή η τρομαχτική πιθανότητα να αναγκαστείς να δεις ότι φταις εσύ!

Οι άνθρωποι που έχουν χωνέψει την παραπάνω κουβέντα του Αριστοτέλη: «Πίσω από κάθε πόνο σου στέκει ένα λάθος σου», που την έχουν κάνει βίωμα και τρόπο σκέψης, στάση και έξοδο, είναι τελικά οι πιο αισιόδοξοι άνθρωποι. Γιατί αισθάνονται πως κρατούν στα χέρια τους τη ζωή τους. Τα συμβάντα που έρχονται δεν κρύβουν την απειλή του απρόβλεπτου, οι ταλαιπωρίες τους δεν είναι διαστροφές μιας τυφλής μοίρας. Γι’ αυτούς υπάρχει νομοτέλεια και, το πιο χαρούμενο, υπάρχει δικαιοσύνη. Τι ανακούφιση να ζω σε έναν κόσμο δίκαιο και συνετό, ακόμα κι όταν λειτουργεί αυστηρά εναντίον μου αυτός ο δίκαιος αόρατος κριτής!

Όταν πάψεις να παραπονιέσαι για ότι δεν έχεις, έκθαμβος θα ανακαλύψεις πόσα πολλά έχεις. Προσέξτε γύρω σας πως εκείνοι που προκόβουν που εργάζονται, που δημιουργούν, που ονειρεύονται είναι τελικά οι πιο αισιόδοξοι.

Μέσα στην οικογένεια – αυτό το καζάνι ανακύκλωσης και βρασμού των υπεκφυγών μας – άνετα, σχεδόν αυτόματα, εκτοξεύονται οι κατηγορίες πως είναι ο άλλος σύζυγος ο υπαίτιος για κάθε αναποδιά, πως τα ελαττώματα του παιδιού είναι κληρονομημένα από τα ελαττώματα του άλλου, έτσι όπως τα προτερήματά του προέρχονται όλα «από εμένα».

Αρκετοί από πολύ νωρίς, αρκετοί με τα χρόνια και με τα δύσκολα του βίου, καταφεύγουν να θυματοποιούν τον εαυτό τους. Να μοιρολογούν για μια ζωή άδικη που κερδίζεται μονάχα από τους αναίσθητους, από τους δόλιους, τους απατεώνες και τους αδίστακτους. Για ότι δηλαδή δεν μπορούν και δεν καταδέχονται να γίνουν ποτέ οι ίδιοι.

Και η ηδονή της θυματοποίησης είναι η μέγιστη ηδονή της γκρίνιας. Ο εγωισμός έχει δυο δρόμους να ακολουθήσει, προκειμένου να ξεδιψάσει τις αξεδίψαστες ανάγκες του. Πρώτο: Με το να είμαι αξιοθαύμαστος. Και δεύτερο, στην περίπτωση που δεν κατορθώνω το πρώτο: Με το να είμαι αξιολύπητος.

Η θυματοποίησή μου, η έκθεση και η περιφορά του πόνου μου, της ατυχίας μου, της συμφοράς μου, ελκύει την προσοχή, τη φροντίδα και τον ποθητότατο θαυμασμό των άλλων. Όσο πιο άτυχος και βασανισμένος καταντώ, τόσο και πιο ηρωικός στα μάτια των τρίτων. Είναι μια ύπουλη εναλλακτική για να γίνω τελικά το κέντρο του μικρόκοσμού μου. Του μίζερου μικρόκοσμου όπου έχω συρρικνώσει το άπειρο σύμπαν σαν βραστή πατάτα μες στη χούφτα μου και το ελέγχω κατά βούληση. Ο ναρκισσισμός άλλωστε δεν ηδονίζεται μόνο με την έπαρση, ηδονίζεται εξίσου και με τις ταπεινολογίες.

Εμβαθύνοντας και κατανοώντας τον εαυτό, έρχεται η εσωτερική ανακούφιση

Αποτέλεσμα εικόνας για ερεβοκτονοσ επιλογεσΑν το σώμα μας είναι το βέλος,
το τόξο, η πίστη και ο στόχος είναι αυτό που ουσιαστικά είμαστε.
Πώς θα βρούμε πού θα στρέψουμε το βέλος
αν δεν γνωρίσουμε τον εαυτό μας πρώτα;

Όλοι έχουμε κάποιες φορές συναντήσει τη σκοτεινή πλευρά του εαυτού μας ή ενός άλλου ανθρώπου, βιώνοντας μέσα από αυτή τη συνάντηση, επώδυνες εμπειρίες, που δεν μπορέσαμε, εν τέλει, να συγχωρέσουμε. Έτσι, καταλήξαμε να κουβαλάμε μέσα μας συναισθήματα όπως η θλίψη, ο θυμός, η πίκρα και η λύπη.

Είναι πολύ πιο δύσκολο για το θύμα να εκφράσει τη συγχώρεση, από ό,τι για τον θύτη να εκφράσει τη συγγνώμη, που για αυτόν, στην πραγματικότητα, είναι πολύ λυτρωτικό. Συνήθως, το θύμα, έχει ανάγκη από χρόνο, ώστε να μπορέσει να φτάσει στο στάδιο της συγχώρεσης. Το θέμα δεν είναι να πιεστεί να συγχωρέσει, γιατί κοινωνικά «έτσι πρέπει», για να είναι ένας «καλός άνθρωπος», αλλά να δώσει τη συγχώρεση όταν είναι έτοιμος να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του, με κάποιο άλλο άτομο ή ακόμα και με μία κατάσταση.

Αυτό δε σημαίνει πως, έτσι απλά, αποδέχεται όσα συνέβησαν. Σημαίνει όμως ότι μπόρεσε να αφήσει πίσω του τις ανεκπλήρωτες προσδοκίες, το θυμό του για κάτι που δεν κατάφερε να φέρει εις πέρας με τον τρόπο που είχε σκεφτεί, την έλλειψη αποδοχής ενός γεγονότος, την ανελέητη αυτοκριτική, τις εγωιστικές κόντρες, το θυμό του απέναντι σε άτομα που του φέρθηκαν αναξιόπιστα και τόσους άλλους λόγους που μπορεί να δημιούργησαν αυτό το βαρύ φορτίο στην ψυχολογία του.

Η συγχώρεση είναι σημαντικό να δοθεί, όχι τόσο για τον άλλον, αλλά για εμάς τους ίδιους, γιατί τότε μόνο νιώθουμε τη λύτρωση που θα μπορέσει να μας κάνει να ανακτήσουμε την αυτοεκτίμησή μας, τη ζωή μας. Όσο πολωνόμαστε στην εκδίκηση, έστω και αν την έχουμε ονομάσει δικαιοσύνη, τόσο θα ζούμε τη ζωή μας ως θύματα, με ένα βαθύ συναίσθημα αναξιότητας.

Επαναλαμβάνω πως η συγχώρεση θέλει χρόνο. Είναι μία συνειδητή πράξη, που προκύπτει άμεσα από τη δουλειά που κάνουμε με τον εαυτό μας και πόση εν τέλει ωριμότητα, ειδικά συναισθηματική, θα ενσταλλάξει μέσα μας αυτή η διαδικασία. Όσο όμως παραμένουμε στο θυμό, τόσο πιο δύσκαμπτοι, δύσπιστοι, εγωκεντρικοί, ακόμα και κακεντρεχείς μπορούμε να γίνουμε, επειδή, από καθετί, περιμένουμε ακόμα ένα ψέμα, ακόμη μία προδοσία. Για να φτάσουμε στη συγχώρεση, χρειάζεται να παρατηρήσουμε στον εαυτό μας τι προσδοκούσαμε, τι οφέλη θεωρήσαμε ότι χάσαμε; Μήπως συνδεθήκαμε με αυτήν την κατάσταση, μέσα από δική μας συναισθηματική ανεπάρκεια;

Εμβαθύνοντας και κατανοώντας τον εαυτό σας, είναι φυσικό, κάποια στιγμή, να αναζητήσετε το αίτιο και να κατανοήσετε το κίνητρο πίσω από την όποια συμπεριφορά του άλλου ατόμου. Όταν καταφέρετε να φτάσετε σε αυτήν την πιο διευρυμένη ματιά της κατάστασης, τα συσσωρευμένα αρνητικά συναισθήματα αρχίζουν να διασπώνται και να διαπερνούν το είναι σας ακτίνες συμφιλίωσης, αποδοχής, κατανόησης. Αυτό είναι μία μεγάλη εσωτερική ανακούφιση. Θα νιώθετε τις δράσεις και τις αντιδράσεις σας να εκπορεύονται πλέον από τη δύναμή σας, από έναν πυρήνα αξιοπρέπειας.

Το μυαλό μπορεί να αποτελέσει εξαιρετικό εργαλείο αυταπάτης

Το μυαλό μας έχει την ανάγκη να μειώνει την πληροφορία και γι’ αυτό τον λόγο είναι πιθανότερο να προσπαθήσουμε να στριμώξουμε ένα φαινόμενο σε κάποια γνωστή κατηγορία (ακρωτηριάζοντας το άγνωστο) παρά να καταργήσουμε την κατηγοριοποίηση και να το κάνουμε πιο χειροπιαστό. Χάρη στην ικανότητά μας να ανιχνεύουμε ανύπαρκτα μοτίβα αλλά και πραγματικά, το τυχαίο θα φαίνεται λιγότερο τυχαίο και πιο βέβαιο – ο υπερδραστήριος εγκέφαλός μας είναι πιθανότερο να επιβάλει τη λανθασμένη, απλοϊκή αφήγηση παρά καμία απολύτως αφήγηση.

Το μυαλό μπορεί να αποτελέσει εξαιρετικό εργαλείο αυταπάτης – δεν σχεδιάστηκε για να αντιμετωπίζει πολυπλοκότητες και μη γραμμικές αβεβαιότητες. Σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση, περισσότερη πληροφορία σημαίνει και περισσότερες αυταπάτες: η ικανότητά μας να εντοπίζουμε ανύπαρκτα μοτίβα αναπτύσσεται ολοένα και περισσότερο ως παρενέργεια της νεωτερικότητας και της εποχής της πληροφορίας: υπάρχει μια ασυμβατότητα μεταξύ του μπερδεμένου τυχαίου του πλούσιου σε πληροφορία σύγχρονου κόσμου μας, με όλες τις περίπλοκες αλληλεπιδράσεις του, και των ερμηνειών που δίνουμε εμείς στα γεγονότα, που προέρχονται από ένα απλούστερο προγονικό περιβάλλον. Η δομή του μυαλού μας βρίσκεται σε συνεχώς αυξανόμενη ασυμφωνία με τον κόσμο στον οποίο ζούμε.

Από την εποχή του Διαφωτισμού, στη μεγάλη διαμάχη μεταξύ ορθολογισμού (πώς θα θέλαμε να είναι τα πράγματα ώστε να βγάζουν νόημα) και εμπειρισμού (πώς είναι τα πράγματα), κατηγορούμε τον κόσμο, επειδή δεν χωρά στα κρεβάτια των «ορθολογικών» μοντέλων, προσπαθούμε να αλλάξουμε τους ανθρώπους ώστε να ταιριάξουν στην τεχνολογία, παραποιούμε την ηθική μας ώστε να ταιριάξει με την ανάγκη μας για εργασία, ζητάμε από την οικονομική ζωή να χωρέσει στις θεωρίες των οικονομολόγων και από την ανθρώπινη ζωή να στριμωχτεί σε μια αφήγηση.

Είμαστε στιβαροί όταν τα λάθη στην αναπαράσταση του αγνώστου και στην κατανόηση των τυχαίων γεγονότων δεν οδηγούν σε δυσμενή αποτελέσματα – διαφορετικά είμαστε ευάλωτοι.

Όπως καταλαβαίνει ο αναγνώστης από τους αφορισμούς μου, σέβομαι τις μεθόδους στιβαρότητας της μητέρας φύσης (το πέρασμα δισεκατομμυρίων χρόνων επιτρέπει στα περισσότερα από τα αδύναμα να καταστραφούν)· η κλασική σκέψη είναι πιο στιβαρή (στον σεβασμό της απέναντι στο άγνωστο, στην επιστημονική ταπεινότητα) απ’ ό,τι ο σύγχρονος, μετα-διαφωτιστικός, αφελής, ψευτο-επιστημονικός αυτισμός. Έτσι, οι κλασικές μου αξίες με κάνουν να υποστηρίζω το τρίπτυχο ευρυμάθεια, φινέτσα και θάρρος, έναντι της ψευτιάς, των σπασίκλων και του φιλισταϊσμού της σύγχρονης εποχής.

Η τέχνη είναι στιβαρή· η επιστήμη όχι πάντα (για να το θέσω λεπτά). Κάποιες Προκρούστειες κλίνες δίνουν νόημα στη ζωή: η τέχνη και η πιο ισχυρή από όλες, ο ποιητικός αφορισμός.

Η NASA παρουσιάζει τα αποτελέσματα από την αποστολή στον Ήλιο - Επιτυχής η αποστολή του Parker Solar

Όταν το Parker Solar Probe ξεκίνησε το μακρινό του ταξίδι για τον Ήλιο, ελάχιστοι ήταν εκείνοι που αισιοδοξούσαν ότι -σε πρώτη φάση- θα φτάσει κοντά στο άστρο μας, ότι -σε δεύτερη φάση- θα επιβιώσει από τις απίστευτες θερμοκρασίες και -σε τρίτο επίπεδο- θα καταφέρει να μελετήσει και να αποδώσει καρπούς στο φιλόδοξο -τότε- σχέδιο.

Το διαστημόπλοιο-εργαστήριο όχι μόνο πέτυχε σε όλες τις φάσεις της αποστολής του, αλλά κατάφερε να στείλει τα πρώτα του κωδικοποιημένα συμπεράσματα για τον Ήλιο, τα οποία υποδέχθηκαν οι επιστήμονες στη NASA με ενθουσιασμό ανάλογο του εγχειρήματος. Την Τετάρτη, σε λιγότερο από ένα 24ωρο, η NASA θα παρουσιάσει επισήμως, σε τηλεσυνέντευξη Τύπου, τα πρώτα αποτελέσματα της θαυμαστής αποστολής του Parker Solar Probe, αποδίδοντας τη γνώση που αποκόμισαν έως τώρα οι επιστημονικές ομάδες, στους κατοίκους ολόκληρου του πλανήτη.

Πρόκειται για ένα ακόμα λαμπρό επίτευγμα της ανθρωπότητας, το οποίο θα έπρεπε να αποτελεί παράδειγμα που να ενώνει όλους τους λαούς της Γης, καθώς η πραγματική μάχη για την επιβίωση του ανθρώπινου είδους, είναι αυτή με τον χρόνο που μπορεί να μας διαθέσει ο πλανήτης, μετά και τις τελευταίες ραγδαίες εξελίξεις στο θέμα της κλιματικής αλλαγής.

Η αποστολή του Parker Solar Probe αποδείχθηκε εξαιρετικά επιτυχής και πρόσφερε τεράστια αποθέματα αισιοδοξίας και αυτοπεποίθησης στην επιστημονική κοινότητα για πολλούς λόγους.

Πρώτον, διότι οι πληροφορίες, αυτές καθ' αυτές που έχει συλλέξει και θα εξακολουθήσει να συλλέγει για ικανό χρονικό διάστημα, θα εμπλουτίσουν σε υπερθετικό βαθμό τις γνώσεις μας για τον Ήλιο και για το γενικότερο περιβάλλον του Ηλιακού μας συστήματος.

Δεύτερον, διότι το ταξίδι του Parker Solar Probe ήταν μοναδικό από την άποψη ότι χρησιμοποιήθηκαν τεχνολογίες, τόσο για την επιβίωση του σκάφους στις ακραίες θερμοκρασίες που εκπέμπει ο Ήλιος, όσο και για το ταξίδι. Για την ακρίβεια, οι επιστήμονες πέτυχαν να υπολογίσουν την επίδραση των βαρυτικών πεδίων των πλανητών που μεσολαβούν ανάμεσα στη Γη και στον Ήλιο, δίνοντας επιπλέον ώθηση στο διαστημόπλοιο.

Τρίτον, διότι ο άνθρωπος, έστω και με ρομπότ, πλησίασε για πρώτη φορά τόσο κοντά στο ζωοδόχο άστρο του ηλιακού μας συστήματος.

Πολλά περισσότερα θα ειπωθούν την Τετάρτη από τους αρμόδιους σε κάθε τομέα επιστήμονες. Στη NASA πάντως, είναι ενθουσιασμένοι με τις ανακαλύψεις για τον Ήλιο, γεγονός που δεν αποκλείει ακόμα και την έκπληξη.

Το θάρρος να γράψεις την αλήθεια

Όποιος σήµερα θέλει να πολεµήσει την ψευτιά και την αµάθεια και να γράφει την αλήθεια έχει ξεπεράσει το λιγότερο πέντε δυσκολίες. Πρέπει να έχει το θάρρος να γράφει την αλήθεια παρόλο που παντού την καταπνίγουν· την εξυπνάδα να την αναγνωρίσει παρόλο που τη σκεπάζουν παντού· την τέχνη να την κάνει ευκολοµεταχείριστη σαν όπλο· την κρίση να διαλέξει εκείνους που στα χέρια τους η αλήθεια θ’ αποχτήσει δύναµη· την πονηριά να την διαδώσει ανάµεσά τους. Αυτές οι δυσκολίες είναι µεγάλες για κείνους που γράφουν κάτω απ’ τους ισχυρούς, υπάρχουν όµως και γι’ αυτούς που τους κυνήγησαν ή που έφυγαν, ακόµα και για όσους γράφουν στις χώρες της αστικής ελευθερίας.
 
Το θάρρος να γράφει κάποιος την αλήθεια.
 
Φαίνεται αυτονόητο πως αυτός που γράφει πρέπει να γράφει την αλήθεια, µε την έννοια δηλαδή πως δεν πρέπει να την καταπνίγει ή να την αποσιωπά και πως δεν πρέπει να γράφει τίποτα που δεν είναι αληθινό. Δεν πρέπει να σκύβει στους ισχυρούς, δεν πρέπει να εξαπατά τους αδύναµους. Είναι φυσικά πολύ δύσκολο να µην σκύβεις στους ισχυρούς, και είναι πολύ κερδοφόρο να εξαπατάς τους αδύναµους. Το να µην αρέσεις στους πλούσιους σηµαίνει να παραιτείσαι απ’ τον πλούτο. Το να παραιτείσαι από την πληρωµή για καµωµένη δουλειά πάει να πει, σε ορισµένες συνθήκες, να θυσιάζεις τη δουλειά, και το ν’ αποδιώχνεις την φήµη ανάµεσα στους ισχυρούς σηµαίνει συχνά ν’ αποδιώχνεις κάθε φήµη. Όλα αυτά απαιτούν θάρρος.
 
Οι καιροί της πιο σκληρής καταπίεσης είναι τις πιο πολλές φορές καιροί όπου γίνεται πολύς λόγος για µεγάλα και υψηλά πράγµατα. Χρειάζεται θάρρος για να µιλάς σε τέτοιους καιρούς για πράγµατα τόσο χαµηλά και τόσο φτηνά, όπως το φαγητό και το σπίτι του εργαζόµενου, µέσα σε µια βοή από ξεφωνητά ότι το βασικό είναι το πνεύµα της θυσίας. Όταν φορτώνουν τους αγρότες µε τιµές, χρειάζεται θάρρος να µιλάς για µηχανήµατα και φτηνές ζωοτροφές που θα ευκόλυναν την τιµηµένη δουλειά. Όταν απ’ όλους τους ραδιοσταθμούς ουρλιάζουν πως ο άνθρωπος χωρίς γνώση και μάθηση είναι καλύτερος από τον μορφωμένο, θέλει τότε θάρρος να ρωτήσεις: για ποιον;
 
Όταν γίνεται λόγος για τέλειες και ατελείς φυλές, χρειάζεται θάρρος να ρωτήσεις αν η πείνα κι η αμάθεια κι ο πόλεμος δεν φέρνουν βαριές παραμορφώσεις. Και ξανά, θέλει θάρρος να πει κανείς την αλήθεια για τον εαυτό του, τον νικηµένο. Πολλοί καταδιωγμένοι χάνουν την ικανότητα να βλέπουν τα λάθη τους. Η καταδίωξη τους φαίνεται η πιο μεγάλη αδικία. Αφού οι διώχτες που τους καταδιώκουν είναι οι κακοί· εκείνοι, οι καλοί, διώκονται για την αρετή τους. Αυτή όμως η αρετή χτυπήθηκε, νικήθηκε κι εμποδίστηκε. Ηταν άρα μια αδύναμη αρετή, μια κακή, ανεπίτρεπτη, απαράδεχτη αρετή. Γιατί δεν μπορεί ποτέ να παραδεχτούμε στην αρετή την αδυναμία της, όπως στη βροχή την υγράδα της. Το να πεις πως οι καλοί δεν νικήθηκαν γιατί ήταν καλοί παρά γιατί ήταν ανήµποροι, αυτό χρειάζεται θάρρος.
 
Δεν χρειάζεται πολύ θάρρος για να παραπονεθεί κανείς για την κακία του κόσµου γενικά και για τον θρίαµβο της ωµότητας και για ν’ απειλεί µε τον θρίαµβο του πνεύµατος από ένα µέρος του κόσµου όπου του επιτρέπουν ακόµα να το κάνει αυτό. Ορθώνονται τότε πολλοί σα να ‘ταν κανόνια στραµµένα ενάντιά τους, ενώ τους κοιτάζουν µονάχα µονόκλ. Ξεφωνίζουν τις γενικές τους απαιτήσεις σ’ ένα κόσµο που αγαπά τους ακίνδυνους ανθρώπους. Απαιτούν µια καθολική δικαιοσύνη για την οποία δεν δούλεψαν ούτε στο ελάχιστο και µια γενική ελευθερία.
 
Απαιτούν ένα κοµµάτι απ’ την λεία που έχει τάχα κιόλας µοιραστεί από καιρό µαζί τους. Αλήθεια νομίζουν πως είναι μονάχα αυτό που ακούγεται όμορφα. Κι όταν η αλήθεια είναι κάτι με αριθμούς, κάτι το ξερό και χειροπιαστό, κάτι που για να το ‘βρεις θέλει κόπο και μελέτη, αυτά για εκείνους δεν είναι αλήθεια, δεν τους εκστασιάζει. Αυτοί έχουν το εξωτερικό παρουσιαστικό μόνον των ανθρώπων που λένε την αλήθεια. Το τραγικό µ’ αυτούς είναι: Δεν ξέρουν ποια είναι η αλήθεια.
 
Η εξυπνάδα να αναγνωρίσει κανείς την αλήθεια.
 
Μια κι είναι δύσκολο να γράψει κανείς την αλήθεια, αφού την καταπνίγουν παντού, στους πιο πολλούς φαίνεται ζήτηµα πεποιθήσεων µονάχα το αν θα γραφτεί ή όχι. Πιστεύουν πως το µόνο που χρειάζεται είναι το κουράγιο. Ξεχνούν την δεύτερη δυσκολία το να βρεθεί η αλήθεια. Γιατί µε κανένα τρόπο δεν είναι εύκολο να την βρει κανείς. Πρώτα – πρώτα είναι κιόλας δύσκολο να βρει κανείς ποια αλήθεια αξίζει να ειπωθεί. Υπάρχουν όµως φυσικά κι άλλες αλήθειες. Για παράδειγµα, δεν είναι ψέµα το ότι οι καρέκλες έχουν πάτο και το ότι ή βροχή πέφτει από πάνω προς τα κάτω. Πολλοί γράφουν τέτοιου είδους αλήθειες. Μοιάζουν µε ζωγράφους που φιλοτεχνούν µε νεκρές φύσεις τους τοίχους καραβιών που βουλιάζουν.
 
Η πρώτη µας δυσκολία δεν υπάρχει γι’ αυτούς, κι έχουν παρόλα αυτά την συνείδηση τους ήσυχη. Ανεπηρέαστοι από τους ισχυρούς, χωρίς όµως και να τους επηρεάζουν κι οι φωνές των κατατρεγµένων, ζωγραφίζουν τα τοπία τους. Το παράλογο στον τρόπο που ενεργούν τους δηµιουργεί ένα «βαθύ» πεσιµισµό, που τον πουλάνε σε καλή τιµή και που θα ‘πρεπε στην πραγµατικότητα να τον έχουν οι υπόλοιποι, που βλέπουν τέτοιους καλλιτέχνες και τέτοια ξεπουλήµατα. Και δεν είναι εύκολο ούτε καν να διακρίνεις πως οι αλήθειες τους µοιάζουν µ’ αυτές για τις καρέκλες ή τη βροχή· τις πιο πολλές φορές δείχνουν ολότελα διαφορετικές, δείχνουν γι’ αλήθειες πάνω σε σηµαντικά θέµατα. Γιατί ή ουσία της καλλιτεχνικής διαµόρφωσης βρίσκεται ακριβώς στο ότι δίνει σηµασία σ’ αυτό που διαµορφώνει. Χρειάζεται προσεχτική παρατήρηση για να διακρίνει κανείς πως το µόνο που λένε είναι: «Μια καρέκλα είναι µια καρέκλα» και: «Κανείς δεν µπορεί να εµποδίσει την βροχή να πέφτει προς τα κάτω». Αυτοί οι άνθρωποι δεν καταφέρνουν να βρουν την αλήθεια που αξίζει να γραφτεί.
 
Άλλοι πάλι πραγµατικά καταπιάνονται µε τα πιο ζωντανά προβλήµατα, δεν τρέµουν ούτε τους καταπιεστές ούτε την φτώχεια και παρόλα αυτά δε µπορούν να δουν την αλήθεια. Σ’ αυτούς λείπουν οι γνώσεις. Είναι γεµάτοι από παλιές προλήψεις, από φηµισµένες, συχνά καλοδιατυπωµένες αρχαίες προκαταλήψεις. Ο κόσµος είναι πολύ περίπλοκος γι’ αυτούς· δεν ξέρουν τα γεγονότα και δεν διακρίνουν τους συσχετισµούς. Εκτός απ’ τις πεποιθήσεις χρειάζονται και γνώσεις, που βρίσκονται, και µέθοδες, που µαθαίνονται.
 
Μπορεί κανείς ν’ ανακαλύψει πολλές αλήθειες µε πιο απλό τρόπο, αποσπάσµατα δηλ. της αλήθειας ή δεδοµένα που οδηγούν στην εύρεσή της. Αν θέλει κανείς να ερευνήσει, θα πρέπει να χρησιµοποιεί µια µέθοδο – µπορεί όµως κανείς να βρει κάτι και χωρίς µέθοδο, και χωρίς ακόµα να ψάξει. Όµως µε τέτοιο τυχαίο τρόπο δεν πετυχαίνει κανείς σχεδόν ποτέ µια τέτοια παρουσίαση της αλήθειας που να λέει στους ανθρώπους τι πρέπει να κάνουν. Αυτοί που µονάχα καταγράφουν µικρογεγονότα δεν είναι σε θέση να κάνουν τούτο τον κόσµο κατανοητό στους άλλους. Κι όµως αυτός, και κανένας άλλος είναι ο σκοπός της αλήθειας. Αυτοί οι άνθρωποι δεν εκπληρώνουν το καθήκον να γράφουν την αλήθεια. Όταν είναι κανείς πρόθυµος να γράψει την αλήθεια και ταυτόχρονα ικανός να την αναγνωρίσει, µένουν ακόµα τρεις δυσκολίες.
 
Η τέχνη να κάνει κανείς την αλήθεια ευκολοµεταχείριστη σαν όπλο.
 
Η αλήθεια λέγεται για χάρη των πρακτικών της συνεπειών. Σαν παράδειγµα αλήθειας με καμιά σωστή πρακτική συνέπεια δεν µπορεί να µας χρησιµέψει η πλατιά διαδεδοµένη άποψη πως σε ορισµένες χώρες επικρατούν άσχηµες συνθήκες που αιτία τους έχουν την βαρβαρότητα. Ο επιπόλαιος άνθρωπος που δεν ξέρει την αλήθεια εκφράζεται µε γενικότητες, παχιά λόγια κι αοριστίες. Οι κουβέντες για την βαρβαρότητα που αιτία έχει τάχα την βαρβαρότητα, τέτοιας λογής είναι. Λένε πως αιτία της βαρβαρότητας είναι ή βαρβαρότητα, κι η βαρβαρότητα πολεµιέται µε την εξηµέρωση των ηθών, που την φέρνει η μόρφωση.
 
Όλ’ αυτά είναι γενικολογίες πέρα για πέρα, διατυπώσεις καµωµένες όχι για χάρη των πρακτικών συνεπειών, όπως θα ‘πρεπε· κατά βάθος είναι λόγια που δεν απευθύνονται σε κανέναν. Αν θέλει κανείς να γράψει μ’ επιτυχία την αλήθεια για τις κακές συνθήκες πρέπει να την γράψει έτσι που να διακρίνονται οι, όχι αναπόφευκτες, αιτίες τους. Μιας και φανούν τα – όχι αναπόφευκτα – αίτια, μπορούν πια να πολεμηθούν οι κακές συνθήκες.
 
Η κρίση να διαλέγει κανείς εκείνους που στα χέρια τους η αλήθεια θ’ αποχτήσει δύναµη.
 
Εδώ θέλω µονάχα να τονίσω πως το «γράφω σε κάποιον» έγινε «γράφω». Την αλήθεια όµως δεν µπορεί κανείς να την «γράψει» πρέπει να την γράψει σε κάποιον, που να ‘χει κάτι να την κάνει. Η γνώση της αλήθειας είναι µια διαδικασία κοινή σ’ αυτούς που γράφουν κι αυτούς που διαβάζουν. Για να γράψει κανείς σωστά πράγµατα πρέπει να ξέρει ν’ ακούει και πρέπει ν’ ακούει σωστά πράγµατα. Η αλήθεια πρέπει να λέγεται µε περίσκεψη και ν’ ακούγεται µε περίσκεψη. Και για µας που γράφουµε έχει σηµασία σε ποιον την λέµε και ποιος µας την λέει.
 
Γι’  αυτούς που γράφουν έχει σηµασία να πετύχουν το σωστό τόνο της αλήθειας. Τις πιο πολλές φορές ακούει κανείς ένα πολύ µαλακό, πονεµένο τόνο, φωνή ανθρώπων που δεν µπορούν να βλάψουν ούτε µύγα. Όποιος ακούει αυτόν τον τόνο και ζει µέσα στην εξαθλίωση βουλιάζει ακόµα βαθύτερα µέσα σ’ αυτήν. Έτσι µιλάνε οι άνθρωποι που δεν είναι ίσως εχθροί, ποτέ όµως και συναγωνιστές. Η αλήθεια είναι κάτι το µαχητικό, πολεµάει όχι απλά και µόνο την ψευτιά, άλλα και ορισµένους ανθρώπους, που την διαδίδουν.
 
Η πονηριά να διαδίδει κανείς σε πολλούς την αλήθεια
 
Πολλοί, όντας περήφανοι που έχουν το θάρρος να λεν την αλήθεια, ευτυχισµένοι που την βρήκαν, κουρασµένοι ίσως απ’ την δουλειά που χρειάζεται για να γίνει ευκολοµεταχείριστη, µες στην ανυπόµονη αναµονή της παρέµβασης εκείνων που τα δικά τους συµφέροντα υπερασπίζονται, δεν νοµίζουν απαραίτητο να χρησιµοποιήσουν τώρα πονηριά για την διάδοση της αλήθειας. Έτσι, πολλές φορές, η δουλειά τους χάνει κάθε αποτέλεσµα. Σ’ όλες τις εποχές, όταν η αλήθεια καταπνίγονταν και κρύβονταν, χρησιµοποιούσαν πονηριά για την διάδοση της. Ο Κοµφούκιος παραχάραξε ένα παλιό, πατριωτικό ιστορικό χρονικό. Άλλαξε µονάχα ορισµένες λέξεις. Εκεί που έλεγε: «Ο κυρίαρχος της Κουν έβαλε να θανατώσουν το φιλόσοφο Βαν γιατί είχε πει αυτό κι εκείνο», ο Κοµφούκιος έβαλε αντί «θανατώσουν» – «δολοφονήσουν». Εκεί που έλεγε, ο τύραννος τάδε σκοτώθηκε σε µια απόπειρα εναντίον του, ο Κοµφούκιος έβαζε «εκτελέστηκε». Έτσι άνοιξε ο Κοµφούκιος το δρόµο για µια καινούργια εκτίµηση της Ιστορίας.
 
Ανακεφαλαίωση
 
Κι όλες αυτές τις πέντε δυσκολίες πρέπει να τις ξεπερνάµε ταυτόχρονα, γιατί δεν µπορούµε να ερευνάµε την αλήθεια για τις βάρβαρες συνθήκες χωρίς να σκεφτόµαστε εκείνους που υποφέρουν κάτω απ’ αυτές, και καθώς, διώχνοντας κάθε πειρασµό δειλίας, γυρεύουµε τις αληθινές αιτίες µε την σκέψη µας στραµµένη σ’ εκείνους που είναι πρόθυµοι να χρησιµοποιήσουν τις γνώσεις τους, πρέπει ταυτόχρονα να σκεφτόµαστε και το πως θα τους δώσουµε την αλήθεια µε τρόπο που να ‘ναι στα χέρια τους όπλο, και µε τόση πονηριά που η µετάδοση αυτή να µην µπορεί ν’ ανακαλυφτεί και να εµποδιστεί από τον εχθρό. Τέτοιες είναι λοιπόν οι απαιτήσεις µας, όταν ζητάµε από τους συγγραφείς να γράφουν την αλήθεια.
 
Μπέρτολντ Μπρεχτ, Πολιτικά Κείμενα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ἠθικὰ Νικομάχεια (1173a-1174a)

[III] Οὐ μὴν οὐδ᾽ εἰ μὴ τῶν ποιοτήτων ἐστὶν ἡ ἡδονή, διὰ τοῦτ᾽ οὐδὲ τῶν ἀγαθῶν· οὐδὲ γὰρ αἱ τῆς ἀρετῆς ἐνέργειαι ποιότητές εἰσιν, οὐδ᾽ ἡ εὐδαιμονία. λέγουσι δὲ τὸ μὲν ἀγαθὸν ὡρίσθαι, τὴν δ᾽ ἡδονὴν ἀόριστον εἶναι, ὅτι δέχεται τὸ μᾶλλον καὶ [τὸ] ἧττον. εἰ μὲν οὖν ἐκ τοῦ ἥδεσθαι τοῦτο κρίνουσι, καὶ περὶ τὴν δικαιοσύνην καὶ τὰς ἄλλας ἀρετάς, καθ᾽ ἃς ἐναργῶς φασὶ μᾶλλον καὶ ἧττον τοὺς ποιοὺς ὑπάρχειν καὶ ‹πράττειν› κατὰ τὰς ἀρετάς, ἔσται ταὐτά· δίκαιοι γάρ εἰσι μᾶλλον καὶ ἀνδρεῖοι, ἔστι δὲ καὶ δικαιοπραγεῖν καὶ σωφρονεῖν μᾶλλον καὶ ἧττον. εἰ δὲ ταῖς ἡδοναῖς, μή ποτ᾽ οὐ λέγουσι τὸ αἴτιον, ἂν ὦσιν αἳ μὲν ἀμιγεῖς αἳ δὲ μικταί. καὶ τί κωλύει, καθάπερ ὑγίεια ὡρισμένη οὖσα δέχεται τὸ μᾶλλον καὶ [τὸ] ἧττον, οὕτω καὶ τὴν ἡδονήν; οὐ γὰρ ἡ αὐτὴ συμμετρία ἐν πᾶσίν ἐστιν, οὐδ᾽ ἐν τῷ αὐτῷ μία τις ἀεί, ἀλλ᾽ ἀνιεμένη διαμένει ἕως τινός, καὶ διαφέρει τῷ μᾶλλον καὶ ἧττον. τοιοῦτον δὴ καὶ τὸ περὶ τὴν ἡδονὴν ἐνδέχεται εἶναι. τέλειόν τε τἀγαθὸν τιθέντες, τὰς δὲ κινήσεις καὶ τὰς γενέσεις ἀτελεῖς, τὴν ἡδονὴν κίνησιν καὶ γένεσιν ἀποφαίνειν πειρῶνται. οὐ καλῶς δ᾽ ἐοίκασι λέγειν οὐδ᾽ εἶναι κίνησιν. πάσῃ γὰρ οἰκεῖον εἶναι δοκεῖ τάχος καὶ βραδυτής, καὶ εἰ μὴ καθ᾽ αὑτήν, οἷον τῇ τοῦ κόσμου, πρὸς ἄλλο· τῇ δ᾽ ἡδονῇ τούτων οὐδέτερον ὑπάρχει. ἡσθῆναι μὲν γὰρ ἔστι ταχέως ὥσπερ

[1173b] ὀργισθῆναι, ἥδεσθαι δ᾽ οὔ, οὐδὲ πρὸς ἕτερον, βαδίζειν δὲ καὶ αὔξεσθαι καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα. μεταβάλλειν μὲν οὖν εἰς τὴν ἡδονὴν ταχέως καὶ βραδέως ἔστιν, ἐνεργεῖν δὲ κατ᾽ αὐτὴν οὐκ ἔστι ταχέως, λέγω δ᾽ ἥδεσθαι. γένεσίς τε πῶς ἂν εἴη; δοκεῖ γὰρ οὐκ ἐκ τοῦ τυχόντος τὸ τυχὸν γίνεσθαι, ἀλλ᾽ ἐξ οὗ γίνεται, εἰς τοῦτο διαλύεσθαι· καὶ οὗ γένεσις ἡ ἡδονή, τούτου ἡ λύπη φθορά. καὶ λέγουσι δὲ τὴν μὲν λύπην ἔνδειαν τοῦ κατὰ φύσιν εἶναι, τὴν δ᾽ ἡδονὴν ἀναπλήρωσιν. ταῦτα δὲ σωματικά ἐστι τὰ πάθη. εἰ δή ἐστι τοῦ κατὰ φύσιν ἀναπλήρωσις ἡ ἡδονή, ἐν ᾧ ἡ ἀναπλήρωσις, τοῦτ᾽ ἂν καὶ ἥδοιτο· τὸ σῶμα ἄρα· οὐ δοκεῖ δέ· οὐδ᾽ ἔστιν ἄρα ἡ ἀναπλήρωσις ἡδονή, ἀλλὰ γινομένης μὲν ἀναπληρώσεως ἥδοιτ᾽ ἄν τις, καὶ τεμνόμενος λυποῖτο. ἡ δόξα δ᾽ αὕτη δοκεῖ γεγενῆσθαι ἐκ τῶν περὶ τὴν τροφὴν λυπῶν καὶ ἡδονῶν· ἐνδεεῖς γὰρ γενομένους καὶ προλυπηθέντας ἥδεσθαι τῇ ἀναπληρώσει. τοῦτο δ᾽ οὐ περὶ πάσας συμβαίνει τὰς ἡδονάς· ἄλυποι γάρ εἰσιν αἵ τε μαθηματικαὶ καὶ τῶν κατὰ τὰς αἰσθήσεις αἱ διὰ τῆς ὀσφρήσεως, καὶ ἀκροάματα δὲ καὶ ὁράματα πολλὰ καὶ μνῆμαι καὶ ἐλπίδες. τίνος οὖν αὗται γενέσεις ἔσονται; οὐδενὸς γὰρ ἔνδεια γεγένηται, οὗ γένοιτ᾽ ἂν ἀναπλήρωσις. πρὸς δὲ τοὺς προφέροντας τὰς ἐπονειδίστους τῶν ἡδονῶν λέγοι τις ἂν ὅτι οὐκ ἔστι ταῦθ᾽ ἡδέα· οὐ γὰρ εἰ τοῖς κακῶς διακειμένοις ἡδέα ἐστίν, οἰητέον αὐτὰ καὶ ἡδέα εἶναι πλὴν τούτοις, καθάπερ οὐδὲ τὰ τοῖς κάμνουσιν ὑγιεινὰ ἢ γλυκέα ἢ πικρά, οὐδ᾽ αὖ λευκὰ τὰ φαινόμενα τοῖς ὀφθαλμιῶσιν· ἢ οὕτω λέγοι τις ἄν, ὅτι αἱ μὲν ἡδοναὶ αἱρεταί εἰσιν, οὐ μὴν ἀπό γε τούτων, ὥσπερ καὶ τὸ πλουτεῖν, προδόντι δ᾽ οὔ, καὶ τὸ ὑγιαίνειν, οὐ μὴν ὁτιοῦν φαγόντι· ἢ τῷ εἴδει διαφέρουσιν αἱ ἡδοναί· ἕτεραι γὰρ αἱ ἀπὸ τῶν καλῶν τῶν ἀπὸ τῶν αἰσχρῶν, καὶ οὐκ ἔστιν ἡσθῆναι τὴν τοῦ δικαίου μὴ ὄντα δίκαιον οὐδὲ τὴν τοῦ μουσικοῦ μὴ ὄντα μουσικόν, ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων. ἐμφανίζειν δὲ δοκεῖ καὶ ὁ φίλος ἕτερος ὢν τοῦ κόλακος οὐκ οὖσαν ἀγαθὸν τὴν ἡδονὴν ἢ διαφόρους εἴδει· ὃ μὲν γὰρ πρὸς τἀγαθὸν ὁμιλεῖν δοκεῖ, ὃ δὲ πρὸς ἡδονήν, καὶ τῷ μὲν ὀνειδίζεται, τὸν δ᾽

[1174a] ἐπαινοῦσιν ὡς πρὸς ἕτερα ὁμιλοῦντα. οὐδείς τ᾽ ἂν ἕλοιτο ζῆν παιδίου διάνοιαν ἔχων διὰ βίου, ἡδόμενος ἐφ᾽ οἷς τὰ παιδία ὡς οἷόν τε μάλιστα, οὐδὲ χαίρειν ποιῶν τι τῶν αἰσχίστων, μηδέποτε μέλλων λυπηθῆναι. περὶ πολλά τε σπουδὴν ποιησαίμεθ᾽ ἂν καὶ εἰ μηδεμίαν ἐπιφέροι ἡδονήν, οἷον ὁρᾶν, μνημονεύειν, εἰδέναι, τὰς ἀρετὰς ἔχειν. εἰ δ᾽ ἐξ ἀνάγκης ἕπονται τούτοις ἡδοναί, οὐδὲν διαφέρει· ἑλοίμεθα γὰρ ἂν ταῦτα καὶ εἰ μὴ γίνοιτ᾽ ἀπ᾽ αὐτῶν ἡδονή.

Ὅτι μὲν οὖν οὔτε τἀγαθὸν ἡ ἡδονὴ οὔτε πᾶσα αἱρετή, δῆλον ἔοικεν εἶναι, καὶ ὅτι εἰσί τινες αἱρεταὶ καθ᾽ αὑτὰς διαφέρουσαι τῷ εἴδει ἢ ἀφ᾽ ὧν. τὰ μὲν οὖν λεγόμενα περὶ τῆς ἡδονῆς καὶ λύπης ἱκανῶς εἰρήσθω.

***
[3] Από την άλλη, αν η ηδονή δεν ανήκει στις ποιότητες, δεν θα πει ότι για τον λόγο αυτό δεν ανήκει και στα αγαθά — μήπως είναι ποιότητες οι ενέργειες της αρετής ή η ευδαιμονία;

Λένε, επίσης, ότι το αγαθό είναι κάτι το σαφώς καθορισμένο, ενώ η ηδονή δεν είναι, αφού επιδέχεται το περισσότερο και το λιγότερο. Αν λοιπόν η κρίση τους αυτή βασίζεται στην αίσθηση της ηδονής, τότε το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και για τη δικαιοσύνη και τις άλλες αρετές, ενσχέσει με τις οποίες λέμε εντελώς καθαρά ότι οι άνθρωποι παρουσιάζουν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό αυτήν ή εκείνη την ηθική ποιότητα και ότι ενεργούν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό σύμφωνα με τις επιμέρους αυτές αρετές· μπορούν, πράγματι, να είναι σε μεγαλύτερο βαθμό δίκαιοι ή ανδρείοι, όπως επίσης είναι δυνατό να πράττουν τα έργα της δικαιοσύνης ή της σωφροσύνης σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Αν όμως η κρίση τους βασίζεται στην ποικιλία των μορφών της ηδονής, τότε σίγουρα δεν δηλώνουν την πραγματική αιτία, αν πράγματι συμβαίνει αυτό που λένε, άλλες δηλαδή ηδονές να είναι αμιγείς και άλλες μεικτές. Και τί εμποδίζει, όπως ακριβώς η υγεία επιδέχεται το περισσότερο και το λιγότερο, παρόλο ότι είναι (εννοιολογικά) σαφώς καθορισμένη, το ίδιο να γίνεται και με την ηδονή; Η αναλογία και η συμμετρία δεν είναι η ίδια σε όλα τα άτομα, αλλά και στο ίδιο άτομο δεν είναι πάντοτε μία και η αυτή, αλλά μπορεί να χαλαρώνει και όμως να παραμένει ως κάποιο σημείο, που πάει να πει ότι παρουσιάζει διαφορές ως προς το περισσότερο και το λιγότερο. Τέτοια λοιπόν μπορεί να είναι και η περίπτωση της ηδονής.

Θεωρώντας επίσης ότι το αγαθό είναι κάτι το τέλειο, ενώ η κίνηση και η γένεση κάτι το ατελές, προσπαθούν να αποδείξουν ότι η ηδονή είναι κίνηση και γένεση. Δεν φαίνεται όμως να έχουν δίκαιο ούτε και στο ότι είναι κίνηση. Γιατί, όπως είναι γνωστό, το χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε κίνησης είναι η ταχύτητα και η βραδύτητα, και αν μια κίνηση δεν είναι γρήγορη ή αργή καθεαυτήν (παράδειγμα η κίνηση του ουρανού), είναι πάντως σε σχέση προς κάτι άλλο· στην ηδονή όμως δεν υπάρχει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Γιατί, ενώ είναι δυνατό να ευχαριστηθούμε γρήγορα, όπως είναι δυνατό

[1173b] να οργισθούμε γρήγορα, δεν είναι δυνατό να ευχαριστιούμαστε γρήγορα, ούτε και σε σχέση προς κάποιον άλλον, ενώ είναι δυνατό να βαδίζουμε γρήγορα, να μεγαλώνουμε γρήγορα και όλα τα παρόμοια. Ενώ λοιπόν είναι δυνατό να αλλάζει κανείς και να περνάει γρήγορα ή αργά στην ηδονή, δεν είναι δυνατό να ενεργεί γρήγορα κατά την ηδονή, θέλω να πω: να αισθάνεται την ηδονή γρήγορα.

Γένεση, από την άλλη, πώς θα μπορούσε να είναι; Γιατί, κατά την κοινή αντίληψη, δεν γεννιέται το οτιδήποτε από το οτιδήποτε, αλλά το καθετί διαλύεται σ᾽ αυτό από το οποίο έχει γεννηθεί. Και τότε η λύπη θα ήταν η φθορά αυτού του οποίου η ηδονή είναι η γένεση.

Λένε, επίσης, ότι η λύπη είναι έλλειψη της φυσικής μας κατάστασης, ενώ η ηδονή η επάνοδος στη φυσική μας κατάσταση. Όμως τα δύο αυτά είναι πράγματα που έχουν να κάνουν με το σώμα. Αν λοιπόν η ηδονή είναι επάνοδος στη φυσική μας κατάσταση, τότε την ηδονή πρέπει να την αισθάνεται αυτό στο οποίο συμβαίνει αυτή η επάνοδος στη φυσική κατάσταση, άρα το σώμα· αυτό όμως από κανέναν δεν θεωρείται σωστό, και ούτε άρα ηδονή είναι η επάνοδος στη φυσική κατάσταση, αλλά τη στιγμή που συντελείται αυτή η επάνοδος, αισθάνεται κανείς την ηδονή, ακριβώς όπως αισθάνεται κανείς λύπη τη στιγμή που υφίσταται μια χειρουργική επέμβαση. Η γνώμη αυτή φαίνεται ότι έχει την αρχή της στις λύπες και στις ηδονές που σχετίζονται με την τροφή· αν, πράγματι, οι άνθρωποι νιώσουν τη σχετική έλλειψη και αισθανθούν πρώτα λύπη γι᾽ αυτό, ευχαριστιούνται με την αναπλήρωση. Αυτό όμως δεν συμβαίνει με όλες τις ηδονές: δεν προϋποθέτουν καμιά προηγούμενη λύπη οι ηδονές που σχετίζονται με τη μάθηση και τη γνώση, και από τις ηδονές που σχετίζονται με τις αισθήσεις, αυτές που σχετίζονται με την όσφρηση· το ίδιο και πολλά ακούσματα και θεάματα, μνήμες και προσδοκίες. Τίνος λοιπόν πράγματος οι ηδονές αυτές θα είναι η γένεση; Δεν υπήρξε, πράγματι, εδώ κανενός πράγματος έλλειψη, ώστε να μπορούν αυτές να είναι η αναπλήρωσή του.

Απαντώντας σ᾽ αυτούς που προβάλλουν ως παράδειγμα τις επονείδιστες ηδονές θα μπορούσε κανείς να πει ότι πρόκειται για πράγματα που στην πραγματικότητα δεν είναι ευχάριστα· γιατί αν είναι ευχάριστα σε ανθρώπους που έχουν κακό, γενικά, χαρακτήρα, δεν θα πει ότι, πέρα από αυτούς, πρέπει να θεωρηθούν ευχάριστα και για όλους τους άλλους — ακριβώς όπως δεν πρέπει, τα πράγματα που είναι υγιεινά ή γλυκά ή πικρά για τους αρρώστους, να θεωρήσουμε ότι είναι το ίδιο και για τους άλλους, και ούτε πάλι ότι είναι πράγματι λευκά όσα φαίνονται λευκά σ᾽ αυτούς που υποφέρουν από οφθαλμία. Θα μπορούσε, επίσης, κανείς να απαντήσει και έτσι, ότι οι ηδονές είναι, βέβαια, επιθυμητές και άξιες επιλογής και προτίμησης, όχι όμως και αυτές που προέρχονται από τέτοιου και τέτοιου είδους πράγματα — ακριβώς όπως είναι επιθυμητός και ο πλούτος, όχι όμως ως ανταμοιβή προδοσίας, το ίδιο και η υγεία, όχι όμως ως επακόλουθο κατανάλωσης οποιασδήποτε τροφής. Μπορεί, επίσης, κανείς να απαντήσει και έτσι, ότι ηδονής υπάρχουν διάφορα είδη· άλλες, πράγματι, είναι οι ηδονές που προέρχονται από ωραία πράγματα και άλλες αυτές που προέρχονται από άσχημα πράγματα, και ούτε είναι δυνατό να νιώσει κανείς την ηδονή του δικαίου, αν δεν είναι δίκαιος, όπως δεν μπορεί να νιώσει την ηδονή του μουσικού, αν δεν είναι μουσικός, και ούτω καθεξής.

Η διαφορά, εξάλλου, που υπάρχει ανάμεσα στον φίλο και στον κόλακα φαίνεται ότι κάνει φανερό ότι η ηδονή δεν είναι πάντοτε κάτι το αγαθό ή ότι υπάρχουν περισσότερα είδη ηδονής· γιατί ενώ η συναναστροφή του φίλου φαίνεται ότι έχει ως στόχο της το αγαθό, η συναναστροφή του κόλακα έχει ως στόχο της την ευχαρίστηση, και ο μεν κόλακας ψέγεται, ενώ τον φίλο

[1174a] τον επαινούμε, γιατί η συναναστροφή του αποβλέπει σε άλλα πράγματα. Και, ακόμη, κανείς δεν θα ήθελε να ζει έχοντας σε όλη του τη ζωή το μυαλό ενός παιδιού, ακόμη και αν θα μπορούσε να ευχαριστιέται στον μέγιστο βαθμό με τα πράγματα με τα οποία ευχαριστιούνται τα παιδιά· όπως δεν θα ήθελε επίσης να εξασφαλίζει για τον εαυτό του ευχαρίστηση με αντίτιμο μια πράξη από τις πιο άσχημες, έστω και αν δεν επρόκειτο ποτέ να αισθανθεί εξαιτίας της λύπη. Αντίθετα, για πολλά πράγματα θα δείχναμε ιδιαίτερο ζήλο, ακόμη και αν δεν μας προκαλούσαν καμιά ευχαρίστηση — τέτοια είναι, επιπαραδείγματι, το να βλέπουμε, το να θυμούμαστε, το να αποκτούμε γνώσεις, το να είμαστε κάτοχοι αρετών. Αν, τώρα, όλα αυτά συνοδεύονται —κατά φυσική ανάγκη— από ηδονές, αυτό δεν αλλάζει τίποτε· γιατί όλα αυτά είναι πράγματα που θα τα επιλέγαμε και θα τα θέλαμε για τον εαυτό μας, ακόμη και αν δεν μας προκαλούσαν καμιά ευχαρίστηση.

Φαίνεται λοιπόν πως έγινε φανερό ότι η ηδονή δεν είναι το ύψιστο αγαθό, αλλά και ότι κάθε ηδονή δεν είναι άξια επιλογής και προτίμησης· επίσης ότι κάποιες ηδονές είναι επιθυμητές καθεαυτές, που διαφέρουν από τις άλλες ως προς τη φύση τους ή λόγω της προέλευσής τους. Ας θεωρηθούν λοιπόν αρκετά όσα είπαμε σχετικά με τις θεωρίες που διατυπώθηκαν για την ηδονή και τη λύπη.