Τα όνειρα είναι μία παράδοξη αλλά και φυσιολογική κατάσταση. Ένα φαινόμενο που απασχολεί τον άνθρωπο και προσπαθεί να του δώσει νόημα αλλά και να το κατανοήσει από την αρχαία Κίνα, τον Αριστοτέλη έως σήμερα.
Οι πιο πρωτόγονες αντιλήψεις συνδέουν το όνειρο με την μαντεία, αποδίδοντάς του ένα μεταφυσικό νόημα, ενώ πριν τον Αριστοτέλη και τον Ιπποκράτη θεωρείτο θεόσταλτο. Ακόμη και σήμερα, βρίσκουμε αυτή την αρχαϊκή αντίληψη του ονείρου τόσο σε άτομα όσο και σε ολόκληρες κοινότητες και στον Ελλαδικό χώρο. Παράδειγμα αποτελεί ο ρόλος του ονείρου στο έθιμο των Αναστενάρηδων, όπου το όνειρο κάποιου μέλους της κοινότητας για κάποιο άλλο μέλος μπορεί να οδηγήσει το τελευταίο να πατήσει τα αναμμένα κάρβουνα της τελετής χωρίς τον φόβο να καεί.
Από τον Φρόυντ ιδιαίτερα και μετά ξεκινά μία συστηματική μελέτη των ονείρων. Η ψυχανάλυση, περισσότερο από κάθε άλλη μέθοδο, αλλά και η εξέλιξη της νευροφυσιολογίας, συνέβαλαν στο να θεωρήσουμε τα όνειρα ένα φυσιολογικό ενδογενές προϊόν του ψυχισμού και όχι προερχόμενο από κάπου αλλού.
Τα όνειρα, ακόμη και για τον Αριστοτέλη είναι συνδεδεμένα με ένα είδος γνώσης. Για τον Φρόυντ, που εισήγαγε την αφήγηση και ανάλυση ονείρων στην ψυχαναλυτική πρακτική, το όνειρο αποτελεί βασική δίοδο για την πρόσβαση στο ασυνείδητο.
Στην πραγματικότητα το όνειρο μοιάζει πολύ με την ψευδαίσθηση. Και τα δύο αυτά φαινόμενα είναι κυρίως εικονοποιήσεις που απορρέουν από το ίδιο βιολογικό όργανο, το εγκεφαλικό στέλεχος και στέλνονται στον οπτικό φλοιό του εγκεφάλου. Αυτές οι ενδογενείς εικόνες δεν είναι χαρακτηριστικές μόνο του ανθρώπου αλλά και όλων των θηλαστικών και των πτηνών, ενώ δεν ονειρεύονται τα ψάρια και τα ερπετά. Οι νευροφυσιολόγοι υποστηρίζουν τη θεωρία ότι τα όνειρα σχετίζονται με την εξέλιξη της ομοιοθερμίας των οργανισμών, τη διατήρηση δηλαδή μίας σταθερής θερμότητας του σώματος που δεν εξαρτάται από τις εξωτερικές συνθήκες.
Πιο συγκεκριμένα, τα όνειρα εμφανίζονται στο παράδοξο στάδιο του ύπνου REM (ανακαλύφθηκε το 1957), που εμφανίζεται μετά τα πρώτα 80 λεπτά ύπνου. Σε αυτό το στάδιο υπάρχουν κάποιες νευροφυσιολογικές μεταβολές, όπως κίνηση των βλεφάρων, στύση, αύξηση των καρδιακών παλμών. Κατά τη διάρκεια του ύπνου εμφανίζονται 4-5 τέτοιες φάσεις και η καθεμία διαρκεί περίπου 20 λεπτά.
Στην αρχή της ζωής, για το βρέφος η φάση του ονείρου καλύπτει περίπου το 50% του ύπνου και ώς την εφηβεία σταθεροποιείται στο 20%.
Όταν ξυπνήσουμε στη φάση αυτή θυμόμαστε τα όνειρα, ενώ όσο περισσότερο απομακρύνεται η αφύπνιση τόσο περισσότερο ξεθωριάζει η μνήμη.
Το όνειρο βρίσκεται ανάμεσα στο βιολογικό και το ψυχικό, ή για να το πούμε καλύτερα αφορά στην ψυχικοποίηση του βιολογικού. Έτσι, ενορμήσεις και σωματικές αισθήσεις συνδυάζονται με ψυχικό περιεχόμενο και δημιουργούν την εικονοποίηση του ονείρου, που όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος τόσο περισσότερο σύνθετη γίνεται.
Το μικρό παιδί δεν ξεχωρίζει ακόμη με σαφήνεια την πραγματικότητα από τη φαντασία. Έτσι, θα λέγαμε ότι περισσότερο από κάθε άλλη περίπτωση, το όνειρο στο μικρό παιδί μοιάζει εξαιρετικά με την ψευδαίσθηση του ψυχωσικού. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που οι ψυχωσικοί επικοινωνούν καλύτερα με τα παιδιά απ’ ό,τι με τους ενήλικες.
Επίσης, στην πολύ νεαρή ηλικία είναι συχνοί και οι νυχτερινοί τρόμοι. Πρόκειται για αφύπνιση μέσα σε αίσθημα τρόμου που δεν έχει προκύψει από κάποια εικονοποίηση και σχετίζεται με την προλεκτική περίοδο του μικρού παιδιού, που είναι ακόμη πρόσφατη. Σε αυτή την περίπτωση το παιδί κλαίει γοερά, δεν αναγνωρίζει πρόσωπα και περιβάλλον και παρηγορείται δύσκολα.
Συχνοί είναι και οι εφιάλτες στο παιδί. Πολλοί ερευνητές, ιδιαίτερα της ψυχαναλυτικής σχολής, υποστηρίζουν ότι το παιδί εκφράζει μέσα στα όνειρά του τον ψυχισμό της μητέρας. Έτσι, αν η μητέρα είναι αγχωμένη, το παιδί το εισπράττει-ήδη από την προλεκτική περίοδο- και το εκφράζει μέσα στον ύπνο.
Από την άλλη, το παιδί δεν έχει ακόμη αναπτύξει επαρκώς τη γλώσσα κι έτσι δύσκολα μπορεί να αφηγηθεί το όνειρο πόσο μάλλον να κάνει συνειρμούς πάνω σε αυτό προκειμένου να αποκαλυφθεί το κρυφό νόημα. Η Μέλανι Κλάιν ωστόσο, πρότεινε τον συνδυασμό ζωγραφικής, παιχνιδιού και δραματοποίησης για την κατανόηση των παιδικών ονείρων. Παρόμοιες τεχνικές χρησιμοποιούμε και οι δραματοθεραπευτές στην αναλυτική δουλειά των ονείρων των ενηλίκων με εντυπωσιακά αποτελέσματα στην προσέγγιση και αντιμετώπιση του τραυματικού, χρησιμοποιώντας σκηνικά, κατάλληλα φώτα, κοστούμια κλπ.
Τα όνειρα έχουν διαφορετικά περιεχόμενα. Άλλοτε σχετίζονται με την εκπλήρωση μίας επιθυμίας, ενώ συχνά επαναλαμβάνουν ένα περιεχόμενο τραυματικό και απωθημένο.
Τόσο το όνειρο όσο και η ψευδαίσθηση είναι μεταφορές και ως τέτοιες δύνανται να αποκαλύψουν το πραγματικό νόημα που κρύβεται μασκαρεμένο από κάτω. Τα κατάλοιπα της μέρας είναι μόνο οι αφορμές για να συνδεθεί το όνειρο με το τραυματικό ή το περιεχόμενο επιθυμίας του υποκειμένου και να αρχίσει η διαδικασία παραγωγής εικόνων και κατασκευής του ονειρικού σεναρίου.
Οι πιο πρωτόγονες αντιλήψεις συνδέουν το όνειρο με την μαντεία, αποδίδοντάς του ένα μεταφυσικό νόημα, ενώ πριν τον Αριστοτέλη και τον Ιπποκράτη θεωρείτο θεόσταλτο. Ακόμη και σήμερα, βρίσκουμε αυτή την αρχαϊκή αντίληψη του ονείρου τόσο σε άτομα όσο και σε ολόκληρες κοινότητες και στον Ελλαδικό χώρο. Παράδειγμα αποτελεί ο ρόλος του ονείρου στο έθιμο των Αναστενάρηδων, όπου το όνειρο κάποιου μέλους της κοινότητας για κάποιο άλλο μέλος μπορεί να οδηγήσει το τελευταίο να πατήσει τα αναμμένα κάρβουνα της τελετής χωρίς τον φόβο να καεί.
Από τον Φρόυντ ιδιαίτερα και μετά ξεκινά μία συστηματική μελέτη των ονείρων. Η ψυχανάλυση, περισσότερο από κάθε άλλη μέθοδο, αλλά και η εξέλιξη της νευροφυσιολογίας, συνέβαλαν στο να θεωρήσουμε τα όνειρα ένα φυσιολογικό ενδογενές προϊόν του ψυχισμού και όχι προερχόμενο από κάπου αλλού.
Τα όνειρα, ακόμη και για τον Αριστοτέλη είναι συνδεδεμένα με ένα είδος γνώσης. Για τον Φρόυντ, που εισήγαγε την αφήγηση και ανάλυση ονείρων στην ψυχαναλυτική πρακτική, το όνειρο αποτελεί βασική δίοδο για την πρόσβαση στο ασυνείδητο.
Στην πραγματικότητα το όνειρο μοιάζει πολύ με την ψευδαίσθηση. Και τα δύο αυτά φαινόμενα είναι κυρίως εικονοποιήσεις που απορρέουν από το ίδιο βιολογικό όργανο, το εγκεφαλικό στέλεχος και στέλνονται στον οπτικό φλοιό του εγκεφάλου. Αυτές οι ενδογενείς εικόνες δεν είναι χαρακτηριστικές μόνο του ανθρώπου αλλά και όλων των θηλαστικών και των πτηνών, ενώ δεν ονειρεύονται τα ψάρια και τα ερπετά. Οι νευροφυσιολόγοι υποστηρίζουν τη θεωρία ότι τα όνειρα σχετίζονται με την εξέλιξη της ομοιοθερμίας των οργανισμών, τη διατήρηση δηλαδή μίας σταθερής θερμότητας του σώματος που δεν εξαρτάται από τις εξωτερικές συνθήκες.
Πιο συγκεκριμένα, τα όνειρα εμφανίζονται στο παράδοξο στάδιο του ύπνου REM (ανακαλύφθηκε το 1957), που εμφανίζεται μετά τα πρώτα 80 λεπτά ύπνου. Σε αυτό το στάδιο υπάρχουν κάποιες νευροφυσιολογικές μεταβολές, όπως κίνηση των βλεφάρων, στύση, αύξηση των καρδιακών παλμών. Κατά τη διάρκεια του ύπνου εμφανίζονται 4-5 τέτοιες φάσεις και η καθεμία διαρκεί περίπου 20 λεπτά.
Στην αρχή της ζωής, για το βρέφος η φάση του ονείρου καλύπτει περίπου το 50% του ύπνου και ώς την εφηβεία σταθεροποιείται στο 20%.
Όταν ξυπνήσουμε στη φάση αυτή θυμόμαστε τα όνειρα, ενώ όσο περισσότερο απομακρύνεται η αφύπνιση τόσο περισσότερο ξεθωριάζει η μνήμη.
Το όνειρο βρίσκεται ανάμεσα στο βιολογικό και το ψυχικό, ή για να το πούμε καλύτερα αφορά στην ψυχικοποίηση του βιολογικού. Έτσι, ενορμήσεις και σωματικές αισθήσεις συνδυάζονται με ψυχικό περιεχόμενο και δημιουργούν την εικονοποίηση του ονείρου, που όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος τόσο περισσότερο σύνθετη γίνεται.
Το μικρό παιδί δεν ξεχωρίζει ακόμη με σαφήνεια την πραγματικότητα από τη φαντασία. Έτσι, θα λέγαμε ότι περισσότερο από κάθε άλλη περίπτωση, το όνειρο στο μικρό παιδί μοιάζει εξαιρετικά με την ψευδαίσθηση του ψυχωσικού. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που οι ψυχωσικοί επικοινωνούν καλύτερα με τα παιδιά απ’ ό,τι με τους ενήλικες.
Επίσης, στην πολύ νεαρή ηλικία είναι συχνοί και οι νυχτερινοί τρόμοι. Πρόκειται για αφύπνιση μέσα σε αίσθημα τρόμου που δεν έχει προκύψει από κάποια εικονοποίηση και σχετίζεται με την προλεκτική περίοδο του μικρού παιδιού, που είναι ακόμη πρόσφατη. Σε αυτή την περίπτωση το παιδί κλαίει γοερά, δεν αναγνωρίζει πρόσωπα και περιβάλλον και παρηγορείται δύσκολα.
Συχνοί είναι και οι εφιάλτες στο παιδί. Πολλοί ερευνητές, ιδιαίτερα της ψυχαναλυτικής σχολής, υποστηρίζουν ότι το παιδί εκφράζει μέσα στα όνειρά του τον ψυχισμό της μητέρας. Έτσι, αν η μητέρα είναι αγχωμένη, το παιδί το εισπράττει-ήδη από την προλεκτική περίοδο- και το εκφράζει μέσα στον ύπνο.
Από την άλλη, το παιδί δεν έχει ακόμη αναπτύξει επαρκώς τη γλώσσα κι έτσι δύσκολα μπορεί να αφηγηθεί το όνειρο πόσο μάλλον να κάνει συνειρμούς πάνω σε αυτό προκειμένου να αποκαλυφθεί το κρυφό νόημα. Η Μέλανι Κλάιν ωστόσο, πρότεινε τον συνδυασμό ζωγραφικής, παιχνιδιού και δραματοποίησης για την κατανόηση των παιδικών ονείρων. Παρόμοιες τεχνικές χρησιμοποιούμε και οι δραματοθεραπευτές στην αναλυτική δουλειά των ονείρων των ενηλίκων με εντυπωσιακά αποτελέσματα στην προσέγγιση και αντιμετώπιση του τραυματικού, χρησιμοποιώντας σκηνικά, κατάλληλα φώτα, κοστούμια κλπ.
Τα όνειρα έχουν διαφορετικά περιεχόμενα. Άλλοτε σχετίζονται με την εκπλήρωση μίας επιθυμίας, ενώ συχνά επαναλαμβάνουν ένα περιεχόμενο τραυματικό και απωθημένο.
Τόσο το όνειρο όσο και η ψευδαίσθηση είναι μεταφορές και ως τέτοιες δύνανται να αποκαλύψουν το πραγματικό νόημα που κρύβεται μασκαρεμένο από κάτω. Τα κατάλοιπα της μέρας είναι μόνο οι αφορμές για να συνδεθεί το όνειρο με το τραυματικό ή το περιεχόμενο επιθυμίας του υποκειμένου και να αρχίσει η διαδικασία παραγωγής εικόνων και κατασκευής του ονειρικού σεναρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου