Ο πόνος και η δυσφορία είναι λέξεις που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε μια συγκεκριμένη ενεργειακή κατάσταση εντός του σώματος μας και συγκεκριμένα εντός του συναισθηματικού μας κόσμου. Αυτή λοιπόν η ενεργειακή κατάσταση που αντιλαμβανόμαστε, δια μέσου του σώματος μας και των συναισθημάτων μας ως δυσφορική, κρύβει συνήθως ένα φορτίο, το οποίο δεν έχουμε επιτρέψει ουδέποτε να γίνει μέρος του οργανικού μας συνόλου και είναι αυτό που προκαλεί τη δυσφορία.
Δυστυχώς όμως, τα δυσάρεστα συναισθήματα που νιώθουμε, τα ερμηνεύουμε ως απόρροια της συμπεριφοράς κάποιου άλλου απέναντί μας ή κάποιας εξωτερικής κατάστασης, αλλά αυτό είναι απλά ένα συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η σκέψη μας και τίποτα παραπάνω. Επιπλέον, σε επίπεδο διανοητικό, το δυσάρεστο βίωμα μας φαίνεται ως κάτι το απεχθές, το εχθρικό, το αφύσικό και κάτι από το οποίο χρειάζεται άμεσα να απαλλαγούμε.
Χάρη στη περιορισμένη αντιληπτική μας ικανότητα, να δούμε την αλήθεια που κρύβεται πίσω από τα δυσάρεστα συναισθήματα και να προβούμε στον κατάλληλο χειρισμό τους, η αυτοματοποιημένη μας αντίδραση βασίζεται συνήθως στο φόβο, τον οποίο ακολουθεί η περίφημη «αντίσταση».
Αυτή η ψυχική δυσφορία, που αισθανόμαστε και που επαναλαμβάνεται τακτικά στη ζωή μας, είναι λες και μας χτυπάει την πόρτα ανά τακτά διαστήματα, προκειμένου να της ανοίξουμε και να περάσει μέσα ώστε να πάρει τη θέση της στην εστία του σπιτιού μας. Θυμίζει κάτι από τα μικρά παιδιά που αν και τα έχουν μαλώσει οι γονείς τους, εκείνα τρέχουν πίσω σ’ αυτούς και παρακαλούν να χωθούν στην αγκαλιά τους προκειμένου να πάρουν πάλι τη δικαιωματική τους θέση στην καρδιά τους και να κατευνάσουν το άγχος που αυτή η παροδική απομάκρυνση τους δημιουργεί.
Δυστυχώς, από τη στιγμή που γεννιόμαστε μαθαίνουμε, βάσει παραδείγματος, να φοβόμαστε και να αντιστεκόμαστε στον πόνο με το να προσπαθούμε να τον ελέγξουμε, να τον ελαχιστοποιήσουμε, να τον παγώσουμε, με το να προσπαθούμε να μας αποσπούμε την προσοχή, ή να μας ναρκώνουμε για να μη νιώθουμε. Είναι λες και τα δυσάρεστα συναισθήματα είναι οι εχθροί μας, από τους οποίους πρέπει να απαλλαγούμε πάση θυσία. Και επειδή δεν την έχουμε αμφισβητήσει ποτέ, αυτή τη καλά μαθημένη συνήθεια, δεν αναλογιζόμαστε ποτέ την πιθανότητα μια οποιαδήποτε εμπειρία ψυχικής δυσφορίας να είναι σκόπιμη και χρήσιμη. Μπορεί να είναι ο μόνος τρόπος που έχει το σώμα μας να μας δείξει ότι κάτι έχουμε αφήσει έξω από την πόρτα, ένα αποτύπωμα που ίσως προσπαθεί εναγωνίως να μας περάσει το μήνυμα ότι περιμένει να του ανοίξουμε για να αναγνωρίσουμε το ουσιαστικό του πρόσωπο προκειμένου να επανασυνδεθεί με την υπόλοιπη «οικογένεια» και να επέλθει η χαρά και η οικογενειακή αρμονία.
Όταν λοιπόν αντιμετωπίζουμε ένα παιδί που γκρινιάζει και επιμένει είναι καλό να μην του αποσπούμε την προσοχή, να μην του τάζουμε δώρα, να μην το καθίζουμε μπροστά σε μια οθόνη και κυρίως να μην φανταζόμαστε ότι θα το ξεπεράσει και αυτό με κάποιο μαγικό τρόπο. Είναι βοηθητικό να στρεφόμαστε προς την ανάγκη του, όσο παράλογη και αν μας φαίνεται και να μην επιμένουμε στη δική μας. Είναι αυτές οι στιγμές που χρειάζεται να είμαστε συναισθηματικά διαθέσιμοι απέναντι του και συντονισμένοι στο παρόν με αυτό που πραγματικά του συμβαίνει και όχι να αντιδρούμε στη βάση της δικής μας δυσκολίας και του «δράματος» που βιώνουμε εκείνη τη στιγμή και σχεδόν πάντα δεν έχουμε ιδέα τί το πυροδοτεί.
Έτσι, το παιδί θα λάβει το μήνυμα ότι όταν δυσκολεύεται είναι σημαντικό να ανταποκρίνεται σε αυτό που του συμβαίνει, να το αναγνωρίζει, να το εκφράζει και να το αποδέχεται ως έχει, και σε δεύτερο χρόνο να μπαίνει σε δράση, αναλόγως με την κατάσταση που αντιμετωπίζει. Όταν απλά αντιδρούμε στις καταστάσεις, ουσιαστικά δρούμε βάσει ανεπίλυτων δικών μας θεμάτων. Όταν βιαζόμαστε να επιβάλουμε τη δική μας θέση, δεν συνομιλούμε με τον άλλον αλλά συνδιαλεγόμαστε με την έλλειψη επίγνωσης του δικού μας ασυνείδητου.
Σαφώς το ιδανικό είναι να γνωρίζουμε από που προέρχονται οι δικές μας συναισθηματικές δυσκολίες ώστε να μην τις προβάλουμε στους άλλους και κυρίως στα παιδιά.
Ωστόσο είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι όταν ένα παιδί δυσκολεύεται, τότε στρέφεται στον ενήλικα γονέα του προκειμένου να μπορέσει να αυτορυθμιστεί, δηλαδή να ησυχάσει.
Δηλαδή χρησιμοποιεί τους μετωπιαίους λοβούς του ενήλικα για να μπορέσει να εξισορροπήσει τη δική του δυσκολία και να καταλαγιάσει το άγχος που το κατακλύζει, μέχρι να μπορέσουν οι δικοί του μετωπιαίοι λοβοί να αναπτυχθούν και να αναλάβουν τα ηνία.
Θυμίζει λίγο τους επιβάτες ενός καραβιού που αντιλαμβάνονται ότι κάτι δεν πάει καλά με το καράβι και στρέφονται προς τον καπετάνιο. Αν ο καπετάνιος στέκεται μπροστά στο γεγονός με τόλμη, εκπέμπει μια σιγουριά στις πληροφορίες που μεταφέρει, εξηγεί με σαφήνεια τι ακριβώς συμβαίνει και δίνει πιθανές λύσεις στο πρόβλημα, τότε και οι επιβάτες καθησυχάζονται και ίσως δείξουν και την ανάλογη προθυμία να γίνουν αρωγοί στο έργο της εξόδου από την κρίση. Όταν όμως ο καπετάνιος είναι άφαντος, ανεπαρκής, απόμακρος ή σε πανικό, τότε αναμενόμενο είναι και στους επιβάτες να επικρατήσει η αναρχία ή το χάος.
Ευτυχώς που τα παιδιά είναι σε θέση, λοιπόν, να επικοινωνούν την ανησυχία τους με τους ενήλικες που τα φροντίζουν. Ωστόσο στην περίπτωση των ενηλίκων, τη δική μας δηλαδή, όταν νιώθουμε μια ψυχική δυσφορία καλώς την αισθανόμαστε και ευτυχώς την αισθανόμαστε, αλλά δεν χρειάζεται να στραφούμε προς τα έξω για να την αλλάξουμε, τουλάχιστον σε πρώτο χρόνο. Η δυσφορία που νιώθουμε είναι απλά ένα βοηθητικό και φιλικό εισερχόμενο μήνυμα που μας ειδοποιεί να ανοίξουμε την πόρτα σε κάτι που δεν έχουμε δει, ώστε να πάρει τη θέση του στο σύστημα μας που δεν μπορεί να θεωρείται αρτιμελές χωρίς αυτό.
Με λίγα λόγια είναι όλα αυτά τα «δυσάρεστα» συναισθήματα που, μόλις ξεπροβάλλουν, σπεύδουμε να καταπιέσουμε, δηλαδή να τα πιέσουμε προς τα κάτω, προς τον χώρο των κρυφών και αζήτητων, δημιουργώντας ένα ενεργειακό μπλοκάρισμα. Τι στιγμή όμως που θα αντιμετωπίσουμε αυτά τα συναισθήματα, όπως καλούμαστε να φροντίσουμε ένα παιδί συναισθηματικά, δηλαδή με άνευ όρων αποδοχή και χωρίς κριτική διάθεση, επέρχεται, σταδιακά, ελεύθερη η ροή στη συναισθηματική ενέργεια και είναι λες και σπάνε οι αλυσίδες που μας κρατούν δέσμιους στις δυσκολίες της παιδικής μας ιστορίας και αφήνουμε πίσω το «δράμα» που αναπαράγουμε στη ζωή μας.
Δυστυχώς όμως, τα δυσάρεστα συναισθήματα που νιώθουμε, τα ερμηνεύουμε ως απόρροια της συμπεριφοράς κάποιου άλλου απέναντί μας ή κάποιας εξωτερικής κατάστασης, αλλά αυτό είναι απλά ένα συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η σκέψη μας και τίποτα παραπάνω. Επιπλέον, σε επίπεδο διανοητικό, το δυσάρεστο βίωμα μας φαίνεται ως κάτι το απεχθές, το εχθρικό, το αφύσικό και κάτι από το οποίο χρειάζεται άμεσα να απαλλαγούμε.
Ο χειρισμός των δυσάρεστων συναισθημάτων
Χάρη στη περιορισμένη αντιληπτική μας ικανότητα, να δούμε την αλήθεια που κρύβεται πίσω από τα δυσάρεστα συναισθήματα και να προβούμε στον κατάλληλο χειρισμό τους, η αυτοματοποιημένη μας αντίδραση βασίζεται συνήθως στο φόβο, τον οποίο ακολουθεί η περίφημη «αντίσταση».
Αυτή η ψυχική δυσφορία, που αισθανόμαστε και που επαναλαμβάνεται τακτικά στη ζωή μας, είναι λες και μας χτυπάει την πόρτα ανά τακτά διαστήματα, προκειμένου να της ανοίξουμε και να περάσει μέσα ώστε να πάρει τη θέση της στην εστία του σπιτιού μας. Θυμίζει κάτι από τα μικρά παιδιά που αν και τα έχουν μαλώσει οι γονείς τους, εκείνα τρέχουν πίσω σ’ αυτούς και παρακαλούν να χωθούν στην αγκαλιά τους προκειμένου να πάρουν πάλι τη δικαιωματική τους θέση στην καρδιά τους και να κατευνάσουν το άγχος που αυτή η παροδική απομάκρυνση τους δημιουργεί.
Δυστυχώς, από τη στιγμή που γεννιόμαστε μαθαίνουμε, βάσει παραδείγματος, να φοβόμαστε και να αντιστεκόμαστε στον πόνο με το να προσπαθούμε να τον ελέγξουμε, να τον ελαχιστοποιήσουμε, να τον παγώσουμε, με το να προσπαθούμε να μας αποσπούμε την προσοχή, ή να μας ναρκώνουμε για να μη νιώθουμε. Είναι λες και τα δυσάρεστα συναισθήματα είναι οι εχθροί μας, από τους οποίους πρέπει να απαλλαγούμε πάση θυσία. Και επειδή δεν την έχουμε αμφισβητήσει ποτέ, αυτή τη καλά μαθημένη συνήθεια, δεν αναλογιζόμαστε ποτέ την πιθανότητα μια οποιαδήποτε εμπειρία ψυχικής δυσφορίας να είναι σκόπιμη και χρήσιμη. Μπορεί να είναι ο μόνος τρόπος που έχει το σώμα μας να μας δείξει ότι κάτι έχουμε αφήσει έξω από την πόρτα, ένα αποτύπωμα που ίσως προσπαθεί εναγωνίως να μας περάσει το μήνυμα ότι περιμένει να του ανοίξουμε για να αναγνωρίσουμε το ουσιαστικό του πρόσωπο προκειμένου να επανασυνδεθεί με την υπόλοιπη «οικογένεια» και να επέλθει η χαρά και η οικογενειακή αρμονία.
Η ανάγκη να είμαστε συναισθηματικά διαθέσιμοι
Όταν λοιπόν αντιμετωπίζουμε ένα παιδί που γκρινιάζει και επιμένει είναι καλό να μην του αποσπούμε την προσοχή, να μην του τάζουμε δώρα, να μην το καθίζουμε μπροστά σε μια οθόνη και κυρίως να μην φανταζόμαστε ότι θα το ξεπεράσει και αυτό με κάποιο μαγικό τρόπο. Είναι βοηθητικό να στρεφόμαστε προς την ανάγκη του, όσο παράλογη και αν μας φαίνεται και να μην επιμένουμε στη δική μας. Είναι αυτές οι στιγμές που χρειάζεται να είμαστε συναισθηματικά διαθέσιμοι απέναντι του και συντονισμένοι στο παρόν με αυτό που πραγματικά του συμβαίνει και όχι να αντιδρούμε στη βάση της δικής μας δυσκολίας και του «δράματος» που βιώνουμε εκείνη τη στιγμή και σχεδόν πάντα δεν έχουμε ιδέα τί το πυροδοτεί.
Έτσι, το παιδί θα λάβει το μήνυμα ότι όταν δυσκολεύεται είναι σημαντικό να ανταποκρίνεται σε αυτό που του συμβαίνει, να το αναγνωρίζει, να το εκφράζει και να το αποδέχεται ως έχει, και σε δεύτερο χρόνο να μπαίνει σε δράση, αναλόγως με την κατάσταση που αντιμετωπίζει. Όταν απλά αντιδρούμε στις καταστάσεις, ουσιαστικά δρούμε βάσει ανεπίλυτων δικών μας θεμάτων. Όταν βιαζόμαστε να επιβάλουμε τη δική μας θέση, δεν συνομιλούμε με τον άλλον αλλά συνδιαλεγόμαστε με την έλλειψη επίγνωσης του δικού μας ασυνείδητου.
Σαφώς το ιδανικό είναι να γνωρίζουμε από που προέρχονται οι δικές μας συναισθηματικές δυσκολίες ώστε να μην τις προβάλουμε στους άλλους και κυρίως στα παιδιά.
Ωστόσο είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι όταν ένα παιδί δυσκολεύεται, τότε στρέφεται στον ενήλικα γονέα του προκειμένου να μπορέσει να αυτορυθμιστεί, δηλαδή να ησυχάσει.
Δηλαδή χρησιμοποιεί τους μετωπιαίους λοβούς του ενήλικα για να μπορέσει να εξισορροπήσει τη δική του δυσκολία και να καταλαγιάσει το άγχος που το κατακλύζει, μέχρι να μπορέσουν οι δικοί του μετωπιαίοι λοβοί να αναπτυχθούν και να αναλάβουν τα ηνία.
Όταν βιώνουν οι ενήλικες ψυχική δυσφορία
Θυμίζει λίγο τους επιβάτες ενός καραβιού που αντιλαμβάνονται ότι κάτι δεν πάει καλά με το καράβι και στρέφονται προς τον καπετάνιο. Αν ο καπετάνιος στέκεται μπροστά στο γεγονός με τόλμη, εκπέμπει μια σιγουριά στις πληροφορίες που μεταφέρει, εξηγεί με σαφήνεια τι ακριβώς συμβαίνει και δίνει πιθανές λύσεις στο πρόβλημα, τότε και οι επιβάτες καθησυχάζονται και ίσως δείξουν και την ανάλογη προθυμία να γίνουν αρωγοί στο έργο της εξόδου από την κρίση. Όταν όμως ο καπετάνιος είναι άφαντος, ανεπαρκής, απόμακρος ή σε πανικό, τότε αναμενόμενο είναι και στους επιβάτες να επικρατήσει η αναρχία ή το χάος.
Ευτυχώς που τα παιδιά είναι σε θέση, λοιπόν, να επικοινωνούν την ανησυχία τους με τους ενήλικες που τα φροντίζουν. Ωστόσο στην περίπτωση των ενηλίκων, τη δική μας δηλαδή, όταν νιώθουμε μια ψυχική δυσφορία καλώς την αισθανόμαστε και ευτυχώς την αισθανόμαστε, αλλά δεν χρειάζεται να στραφούμε προς τα έξω για να την αλλάξουμε, τουλάχιστον σε πρώτο χρόνο. Η δυσφορία που νιώθουμε είναι απλά ένα βοηθητικό και φιλικό εισερχόμενο μήνυμα που μας ειδοποιεί να ανοίξουμε την πόρτα σε κάτι που δεν έχουμε δει, ώστε να πάρει τη θέση του στο σύστημα μας που δεν μπορεί να θεωρείται αρτιμελές χωρίς αυτό.
Τα συμπτώματα της δυσφορίας μας είναι οι αντανακλάσεις ή η ηχώ από κάποια ιστορία του παρελθόντος μας, που συνεχίζει να κάνει την εμφάνιση της ως μια δυσάρεστη συναισθηματική αίσθηση.Και είναι υγιές, να μας επιτρέπουμε να αισθανθούμε αυτή τη δυσφορία και να την συνοδεύσουμε μέχρι να ενσωματωθεί στο όλον και να πάψει να είναι το απόκληρο παιδί. Είναι η άσχημη αίσθηση που ήρθε ως απάντηση σε κάποια ερμηνεία που δώσαμε σε κάποιο γεγονός στο μακρινό μας παρελθόν αλλά αντισταθήκαμε να νιώσουμε και συνεχίζουμε να αρνούμαστε κατά κάποιο τρόπο να αισθανθούμε.
Με λίγα λόγια είναι όλα αυτά τα «δυσάρεστα» συναισθήματα που, μόλις ξεπροβάλλουν, σπεύδουμε να καταπιέσουμε, δηλαδή να τα πιέσουμε προς τα κάτω, προς τον χώρο των κρυφών και αζήτητων, δημιουργώντας ένα ενεργειακό μπλοκάρισμα. Τι στιγμή όμως που θα αντιμετωπίσουμε αυτά τα συναισθήματα, όπως καλούμαστε να φροντίσουμε ένα παιδί συναισθηματικά, δηλαδή με άνευ όρων αποδοχή και χωρίς κριτική διάθεση, επέρχεται, σταδιακά, ελεύθερη η ροή στη συναισθηματική ενέργεια και είναι λες και σπάνε οι αλυσίδες που μας κρατούν δέσμιους στις δυσκολίες της παιδικής μας ιστορίας και αφήνουμε πίσω το «δράμα» που αναπαράγουμε στη ζωή μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου