760 ΒΔ. ἴθ᾽, ὦ πάτερ, πρὸς τῶν θεῶν ἐμοὶ πιθοῦ.
ΦΙ. τί σοι πίθωμαι; λέγ᾽ ὅ τι βούλει πλὴν ἑνός.
ΒΔ. ποίου; φέρ᾽ ἴδω. ΦΙ. τοῦ μὴ δικάζειν. τοῦτο δὲ
Ἅιδης διακρινεῖ πρότερον ἢ ᾽γὼ πείσομαι.
ΒΔ. σὺ δ᾽ οὖν, ἐπειδὴ τοῦτο κεχάρηκας ποιῶν,
765 ἐκεῖσε μὲν μηκέτι βάδιζ᾽, ἀλλ᾽ ἐνθάδε
αὐτοῦ μένων δίκαζε τοῖσιν οἰκέταις.
ΦΙ. περὶ τοῦ; τί ληρεῖς; ΒΔ. ταὔθ᾽ ἅπερ ἐκεῖ πράττεται·
ὅτι τὴν θύραν ἀνέῳξεν ἡ σηκὶς λάθρᾳ,
ταύτης ἐπιβολὴν ψηφιεῖ μίαν μόνην.
770 πάντως δὲ κἀκεῖ ταῦτ᾽ ἔδρας ἑκάστοτε.
καὶ ταῦτα μέν νυν εὐλόγως· ἢν ἐξέχῃ
εἴλη κατ᾽ ὄρθρον, ἠλιάσει πρὸς ἥλιον·
ἐὰν δὲ νείφῃ, πρὸς τὸ πῦρ καθήμενος·
ὕοντος εἴσει· κἂν ἔγρῃ μεσημβρινός,
775 οὐδείς σ᾽ ἀποκλείσει θεσμοθέτης τῇ κιγκλίδι.
ΦΙ. τουτί μ᾽ ἀρέσκει. ΒΔ. πρὸς δὲ τούτοις γ᾽, ἢν δίκην
λέγῃ μακράν τις, οὐχὶ πεινῶν ἀναμενεῖς
δάκνων σεαυτὸν καὶ τὸν ἀπολογούμενον.
ΦΙ. πῶς οὖν διαγιγνώσκειν καλῶς δυνήσομαι
780 ὥσπερ πρότερον τὰ πράγματ᾽ ἔτι μασώμενος;
ΒΔ. πολλῷ γ᾽ ἄμεινον· καὶ λέγεται γὰρ τουτογί,
ὡς οἱ δικασταὶ ψευδομένων τῶν μαρτύρων
μόλις τὸ πρᾶγμ᾽ ἔγνωσαν ἀναμασώμενοι.
ΦΙ. ἀνά τοί με πείθεις. ἀλλ᾽ ἐκεῖν᾽ οὔπω λέγεις,
785 τὸν μισθὸν ὁπόθεν λήψομαι. ΒΔ. παρ᾽ ἐμοῦ. ΦΙ. καλῶς,
ὁτιὴ κατ᾽ ἐμαυτὸν κοὐ μεθ᾽ ἑτέρου λήψομαι.
αἴσχιστα γάρ τοί μ᾽ ἠργάσατο Λυσίστρατος
ὁ σκωπτόλης. δραχμὴν μετ᾽ ἐμοῦ πρώην λαβὼν
ἐλθὼν διεκερματίζετ᾽ ἐν τοῖς ἰχθύσιν,
790 κἄπειτ᾽ ἐνέθηκε τρεῖς λοπίδας μοι κεστρέων·
κἀγὼ ᾽νέκαψ᾽· ὀβολοὺς γὰρ ᾠόμην λαβεῖν·
κᾆτα βδελυχθεὶς ὀσφρόμενος ἐξέπτυσα·
κᾆθ᾽ εἷλκον αὐτόν. ΒΔ. ὁ δὲ τί πρὸς ταῦτ᾽ εἶφ᾽; ΦΙ. ὅ τι;
ἀλεκτρυόνος μ᾽ ἔφασκε κοιλίαν ἔχειν·
795 «ταχὺ γοῦν καθέψεις τἀργύριον,» ἦ δ᾽ ὃς λέγων.
ΒΔ. ὁρᾷς ὅσον καὶ τοῦτο δῆτα κερδανεῖς.
ΦΙ. οὐ πάνυ τι μικρόν. ἀλλ᾽ ὅπερ μέλλεις πόει.
ΒΔ. ἀνάμενέ νυν· ἐγὼ δὲ ταῦθ᾽ ἥξω φέρων.
***
760 ΒΔΕ. Πατέρα, να χαρείς, σ᾽ εμένα πείσου.
ΦΙΛ. Σ᾽ ό,τι αγαπάς, εκτός μονάχα σε ένα.
ΒΔΕ. Και ποιό είν᾽ αυτό; ΦΙΛ. Μην πεις να μη δικάζω.
Αυτό πριν γίνει, ο Άδης θα το κρίνει.
ΒΔΕ. Αλλ᾽ αν αυτό τόση χαρά σού δίνει,
αντί να τρέχεις έξω, του σπιτιού σου
δίκαζε τους ανθρώπους εδώ μέσα.
ΦΙΛ. Σάχλες! Πάνω σε τί; ΒΔΕ. Μα πάνω στα ίδια
που γίνονται εκεί κάτω. Η οικονόμα
κρυφάνοιξε την πόρτα; ένα και μόνο
θα της ορίσεις πρόστιμο· σαν τί άλλο
770 κάνεις δα κι εκεί πέρα κάθε τόσο;
Πιο λογικά εδώ κιόλας. Ξημερώνει
λιακάδα; ηλιαστής στον ήλιο θα είσαι.
Χιονίζει; θα δικάζεις πλάι στο τζάκι.
Βρέχει; Θα μπαίνεις μέσα. Θεσμοθέτης
κανείς την καγκελόπορτα μπροστά σου,
και μεσημέρι νά ᾽βγεις, δε θα κλείνει.
ΦΙΛ. Αυτό μ᾽ αρέσει. ΒΔΕ. Κι αν κανείς στη δίκη
μακρηγορεί, θα τρως, κι όχι απ᾽ την πείνα
να σου ᾽ρχεται να φας και τον εαυτό σου
και τον κατηγορούμενο. ΦΙΛ. Πώς όμως
780 σωστά θα κρίνω εκεί που θα μασάω;
ΒΔΕ. Και πιο σωστά από πριν. Λέει ένας λόγος:
Οι μάρτυρες ψευτιές σαν αραδιάζουν,
οι δικαστές θα βρούνε την αλήθεια,
μόνο αν το πράγμα ωραία το ξεψαχνίσουν.
ΦΙΛ. Καλά όλ᾽ αυτά που λες, μα το μισθό μου
πούθε θα παίρνω εγώ; ΒΔΕ. Από μένα. ΦΙΛ. Ωραία·
όχι να τον μοιράζομαι και με άλλους.
Ξέρεις πώς μου την έσκασε μια μέρα
ο μάγκας ο Λυσίστρατος; Μας δώσανε
να μοιραστούμε μια δραχμή· την παίρνει
και πάει σ᾽ έναν ψαρά να την αλλάξει
790 και μες στο χέρι τρία μου βάζει λέπια·
τα πήρα για οβολούς και μες στο στόμα
τα χώνω εγώ, μα ευθύς τα ξαναφτύνω
από την αναγούλα. Και του κάνω
μήνυση. ΒΔΕ. Μπα! Και τί είπ᾽ εκείνος; ΦΙΛ. Τί είπε;
πως έχω, λέει, στομάχι κοκορίσιο
και πως χωνεύω τα λεφτά άψε σβήσε.
ΒΔΕ. Βλέπεις λοιπόν πως και σ᾽ αυτό έχεις κέρδος.
ΦΙΛ. Ναι, κι αρκετό. Γιά κάμε ό,τι θα κάμεις.
ΒΔΕ. Καρτέρα· πάω να φέρω αυτά που πρέπει.
Μπαίνει στο σπίτι.
ΦΙ. τί σοι πίθωμαι; λέγ᾽ ὅ τι βούλει πλὴν ἑνός.
ΒΔ. ποίου; φέρ᾽ ἴδω. ΦΙ. τοῦ μὴ δικάζειν. τοῦτο δὲ
Ἅιδης διακρινεῖ πρότερον ἢ ᾽γὼ πείσομαι.
ΒΔ. σὺ δ᾽ οὖν, ἐπειδὴ τοῦτο κεχάρηκας ποιῶν,
765 ἐκεῖσε μὲν μηκέτι βάδιζ᾽, ἀλλ᾽ ἐνθάδε
αὐτοῦ μένων δίκαζε τοῖσιν οἰκέταις.
ΦΙ. περὶ τοῦ; τί ληρεῖς; ΒΔ. ταὔθ᾽ ἅπερ ἐκεῖ πράττεται·
ὅτι τὴν θύραν ἀνέῳξεν ἡ σηκὶς λάθρᾳ,
ταύτης ἐπιβολὴν ψηφιεῖ μίαν μόνην.
770 πάντως δὲ κἀκεῖ ταῦτ᾽ ἔδρας ἑκάστοτε.
καὶ ταῦτα μέν νυν εὐλόγως· ἢν ἐξέχῃ
εἴλη κατ᾽ ὄρθρον, ἠλιάσει πρὸς ἥλιον·
ἐὰν δὲ νείφῃ, πρὸς τὸ πῦρ καθήμενος·
ὕοντος εἴσει· κἂν ἔγρῃ μεσημβρινός,
775 οὐδείς σ᾽ ἀποκλείσει θεσμοθέτης τῇ κιγκλίδι.
ΦΙ. τουτί μ᾽ ἀρέσκει. ΒΔ. πρὸς δὲ τούτοις γ᾽, ἢν δίκην
λέγῃ μακράν τις, οὐχὶ πεινῶν ἀναμενεῖς
δάκνων σεαυτὸν καὶ τὸν ἀπολογούμενον.
ΦΙ. πῶς οὖν διαγιγνώσκειν καλῶς δυνήσομαι
780 ὥσπερ πρότερον τὰ πράγματ᾽ ἔτι μασώμενος;
ΒΔ. πολλῷ γ᾽ ἄμεινον· καὶ λέγεται γὰρ τουτογί,
ὡς οἱ δικασταὶ ψευδομένων τῶν μαρτύρων
μόλις τὸ πρᾶγμ᾽ ἔγνωσαν ἀναμασώμενοι.
ΦΙ. ἀνά τοί με πείθεις. ἀλλ᾽ ἐκεῖν᾽ οὔπω λέγεις,
785 τὸν μισθὸν ὁπόθεν λήψομαι. ΒΔ. παρ᾽ ἐμοῦ. ΦΙ. καλῶς,
ὁτιὴ κατ᾽ ἐμαυτὸν κοὐ μεθ᾽ ἑτέρου λήψομαι.
αἴσχιστα γάρ τοί μ᾽ ἠργάσατο Λυσίστρατος
ὁ σκωπτόλης. δραχμὴν μετ᾽ ἐμοῦ πρώην λαβὼν
ἐλθὼν διεκερματίζετ᾽ ἐν τοῖς ἰχθύσιν,
790 κἄπειτ᾽ ἐνέθηκε τρεῖς λοπίδας μοι κεστρέων·
κἀγὼ ᾽νέκαψ᾽· ὀβολοὺς γὰρ ᾠόμην λαβεῖν·
κᾆτα βδελυχθεὶς ὀσφρόμενος ἐξέπτυσα·
κᾆθ᾽ εἷλκον αὐτόν. ΒΔ. ὁ δὲ τί πρὸς ταῦτ᾽ εἶφ᾽; ΦΙ. ὅ τι;
ἀλεκτρυόνος μ᾽ ἔφασκε κοιλίαν ἔχειν·
795 «ταχὺ γοῦν καθέψεις τἀργύριον,» ἦ δ᾽ ὃς λέγων.
ΒΔ. ὁρᾷς ὅσον καὶ τοῦτο δῆτα κερδανεῖς.
ΦΙ. οὐ πάνυ τι μικρόν. ἀλλ᾽ ὅπερ μέλλεις πόει.
ΒΔ. ἀνάμενέ νυν· ἐγὼ δὲ ταῦθ᾽ ἥξω φέρων.
***
760 ΒΔΕ. Πατέρα, να χαρείς, σ᾽ εμένα πείσου.
ΦΙΛ. Σ᾽ ό,τι αγαπάς, εκτός μονάχα σε ένα.
ΒΔΕ. Και ποιό είν᾽ αυτό; ΦΙΛ. Μην πεις να μη δικάζω.
Αυτό πριν γίνει, ο Άδης θα το κρίνει.
ΒΔΕ. Αλλ᾽ αν αυτό τόση χαρά σού δίνει,
αντί να τρέχεις έξω, του σπιτιού σου
δίκαζε τους ανθρώπους εδώ μέσα.
ΦΙΛ. Σάχλες! Πάνω σε τί; ΒΔΕ. Μα πάνω στα ίδια
που γίνονται εκεί κάτω. Η οικονόμα
κρυφάνοιξε την πόρτα; ένα και μόνο
θα της ορίσεις πρόστιμο· σαν τί άλλο
770 κάνεις δα κι εκεί πέρα κάθε τόσο;
Πιο λογικά εδώ κιόλας. Ξημερώνει
λιακάδα; ηλιαστής στον ήλιο θα είσαι.
Χιονίζει; θα δικάζεις πλάι στο τζάκι.
Βρέχει; Θα μπαίνεις μέσα. Θεσμοθέτης
κανείς την καγκελόπορτα μπροστά σου,
και μεσημέρι νά ᾽βγεις, δε θα κλείνει.
ΦΙΛ. Αυτό μ᾽ αρέσει. ΒΔΕ. Κι αν κανείς στη δίκη
μακρηγορεί, θα τρως, κι όχι απ᾽ την πείνα
να σου ᾽ρχεται να φας και τον εαυτό σου
και τον κατηγορούμενο. ΦΙΛ. Πώς όμως
780 σωστά θα κρίνω εκεί που θα μασάω;
ΒΔΕ. Και πιο σωστά από πριν. Λέει ένας λόγος:
Οι μάρτυρες ψευτιές σαν αραδιάζουν,
οι δικαστές θα βρούνε την αλήθεια,
μόνο αν το πράγμα ωραία το ξεψαχνίσουν.
ΦΙΛ. Καλά όλ᾽ αυτά που λες, μα το μισθό μου
πούθε θα παίρνω εγώ; ΒΔΕ. Από μένα. ΦΙΛ. Ωραία·
όχι να τον μοιράζομαι και με άλλους.
Ξέρεις πώς μου την έσκασε μια μέρα
ο μάγκας ο Λυσίστρατος; Μας δώσανε
να μοιραστούμε μια δραχμή· την παίρνει
και πάει σ᾽ έναν ψαρά να την αλλάξει
790 και μες στο χέρι τρία μου βάζει λέπια·
τα πήρα για οβολούς και μες στο στόμα
τα χώνω εγώ, μα ευθύς τα ξαναφτύνω
από την αναγούλα. Και του κάνω
μήνυση. ΒΔΕ. Μπα! Και τί είπ᾽ εκείνος; ΦΙΛ. Τί είπε;
πως έχω, λέει, στομάχι κοκορίσιο
και πως χωνεύω τα λεφτά άψε σβήσε.
ΒΔΕ. Βλέπεις λοιπόν πως και σ᾽ αυτό έχεις κέρδος.
ΦΙΛ. Ναι, κι αρκετό. Γιά κάμε ό,τι θα κάμεις.
ΒΔΕ. Καρτέρα· πάω να φέρω αυτά που πρέπει.
Μπαίνει στο σπίτι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου