Αλήθεια ως αντιστοιχία (truth as correspondence).
Κατά τον Αριστοτέλη (384-322 π.Χ.), τὸ λέγειν τὸ ὂν μὴ εἶναι ἢ τὸ μὴ ὂν εἶναι ψεῦδος. Αυτή η προφανής αλήθεια συχνά θεωρείται ότι στηρίζει τη θεωρία για την αλήθεια ως αντιστοιχία, κατά την οποία όταν λέμε ότι μια πρόταση είναι αληθής δηλώνουμε ότι η πρόταση βρίσκεται σε αντιστοιχία με την πραγματικότητα.
Η λεπτομερής ανάπτυξη της άποψης αυτής προσκρούει σε πολλές δυσκολίες, κυρίως όσον αφορά τη φύση των πραγμάτων που βρίσκονται σε αντιστοιχία μεταξύ τους και την επακριβή σχέση της μεταξύ τους αντιστοιχίας. Εν γένει θεωρείται ότι οι προτάσεις έχουν λογική δομή, π.χ., είναι απλές κατηγορικές προτάσεις του τύπου «υποκείμενο-κατηγόρημα», αποφατικές ή διαζευκτικές προτάσεις, καθολικές ή υπαρκτικές γενικεύσεις. Συνακόλουθα, μερικοί θεωρητικοί της αντιστοιχίας έχουν υποστηρίξει ότι μια αληθής πρόταση αντιστοιχεί σε ένα γεγονός με παρόμοια λογική δομή, και ότι η αντιστοιχία είναι εν μέρει ταύτιση δομών.
Ωστόσο, η ιδέα ότι ένα κομμάτι της πραγματικότητας έχει «λογική δομή» είναι ασαφής, και ορισμένοι έχουν απορρίψει τα αποφατικά ή διαζευκτικά γεγονότα, προτιμώντας να περιορίσουν την αντιστοιχία μόνο σε απλές κατηγορικές προτάσεις. Μια δυσκολία με αυτή την εκδοχή της θεωρίας είναι ότι ακριβώς όπως το ίδιο γεγονός που κάνει μια πρόταση «P» αληθή αρκεί για να κάνει αληθή, λόγου χάριν, τη διαζευκτική πρόταση «P ή Q», έτσι και το ίδιο γεγονός που κάνει την «P» αληθή κάνει επίσης αληθή την πρόταση «Η πρόταση P είναι αληθής».
Ωστόσο, σύμφωνα με τη θεωρία για την αλήθεια ως αντιστοιχία, αυτές είναι διαφορετικές προτάσεις, και η δεύτερη είναι και αυτή κατηγορική πρόταση, αφού αναφέρεται στην πρόταση P δηλώνοντας γι’ αυτήν ότι αντιστοιχεί στην πραγματικότητα.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, εάν διαφορετικά είδη προτάσεων αντιστοιχούν στην πραγματικότητα με διαφορετικούς τρόπους, έπεται ότι η ακριβής φύση της αντιστοιχίας δεν μπορεί να αποτελεί μέρος του νοήματος του όρου «αληθής», αφού γνωρίζουμε τι σημαίνει να λέμε ότι μια πρόταση είναι αληθής ακόμη και όταν δεν γνωρίζουμε τι είδους πρόταση είναι αυτή.
Μια συνέπεια της θεωρίας για την αλήθεια ως αντιστοιχία είναι ότι καμία πρόταση δεν μπορεί να είναι αληθής παρά μόνο αν κάτι «στην πραγματικότητα» την κάνει αληθή, και σε αρκετές περιπτώσεις ακόμη και αυτό φαίνεται αμφίβολο. Παραδείγματος χάριν, δεν είναι σαφές ποια «πραγματικότητα» καθιστά την καθαρή λογική ή τα καθαρά μαθηματικά αληθή, ή καθιστά αληθείς τις θεωρητικές επιστημονικές προτάσεις.
Η δυσκολία εδώ είναι ότι φαίνεται πως μπορούμε να αποφανθούμε για την αλήθεια τέτοιων προτάσεων χωρίς να προσφεύγουμε σε καμία σχετική «πραγματικότητα» [αλήθεια ως συνοχή, θεωρία της αλήθειας κατά Tarski, συμβασιοκρατία].
Αλήθεια ως συνοχή (truth as coherence).
Από τη θεωρία για την αλήθεια ως αντιστοιχία φαίνεται να συνάγεται ότι εν γένει κρίνουμε αν μια πρόταση είναι αληθής συγκρίνοντάς την με τα «γεγονότα».
Φαίνεται, όμως, ότι το μόνο που έχουμε στη διάθεσή μας για να κάνουμε συγκρίσεις είναι οι πεποιθήσεις μας (όπου συγκαταλέγονται όσες βασίζονται στην κατ’ αίσθηση αντίληψη), και ότι δεχόμαστε πως μια πρόταση είναι αληθής εάν «ταιριάζει» με τις πεποιθήσεις αυτές, ενώ την απορρίπτουμε εάν δεν ταιριάζει. Διότι αποκαλούμε κάτι «γεγονός» αν και μόνο αν το πιστεύουμε.
Συνακόλουθα, η θεωρία για την αλήθεια ως συνοχή υποστηρίζει πως όταν λέμε ότι μια πεποίθηση είναι αληθής δηλώνουμε απλώς ότι αυτή «ταιριάζει» («συνέχεται») με τις άλλες πεποιθήσεις μας. Το τι σημαίνει εδώ ο όρος «συνοχή» είναι κάπως ασαφές, αλλά πιο σημαντική είναι η ένσταση ότι η θεωρία αυτή διαχωρίζει εντελώς την αλήθεια από την πραγματικότητα.
Φαίνεται να καθιστά την αλήθεια υποκειμενική, αφού κάτι που ταιριάζει με ό,τι πιστεύω εγώ μπορεί να μην ταιριάζει με ό,τι πιστεύει κάποιος άλλος, και επιτρέπει να αληθεύουν δύο ασύμβατες μεταξύ τους πίστεις αμφότερες, αφού η καθεμία μπορεί να ανήκει σε διαφορετικό, αλλά πλήρως συνεκτικό, σύνολο πίστεων. Συνήθως όμως, δεν εννοούμε κάτι τέτοιο με τον όρο «αληθές».
Παρά την ένσταση αυτή, η θεωρία για την αλήθεια ως συνοχή παραμένει ελκυστική, διότι η συνοχή φαίνεται να είναι το μόνο μέσο που έχουμε στη διάθεσή μας για να ελέγχουμε την αλήθεια.
Τις τελευταίες δεκαετίες η αντίληψη αυτή θεωρείται ιδιαίτερα ελκυστική όσον αφορά τις επιστημονικές θεωρίες, οι οποίες προφανώς δεν είναι δυνατόν να εξετάζονται κατ’ αντιπαράσταση προς τα «θεωρητικά γεγονότα».
Αμερόληπτα μπορούμε, στην καλύτερη περίπτωση, να κρίνουμε μόνο το εύρος, την κομψότητα, την απλότητά τους, κ.ο.κ. – εν ολίγοις, τη «συνοχή» τους. Αλλά τότε, αφού οι επιστημονικές απόψεις μας συγκροτούν ένα συνεχές με τις συνήθεις καθημερινές μας πίστεις, φαίνεται ότι δεν μπορούμε να χαράξουμε κάπου τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα ζητήματα που υπόκεινται μόνο στον έλεγχο ως προς τη συνοχή και σε εκείνα που υπόκεινται σε κάποιο πιο θεμελιώδη έλεγχο.
Κατά τον Αριστοτέλη (384-322 π.Χ.), τὸ λέγειν τὸ ὂν μὴ εἶναι ἢ τὸ μὴ ὂν εἶναι ψεῦδος. Αυτή η προφανής αλήθεια συχνά θεωρείται ότι στηρίζει τη θεωρία για την αλήθεια ως αντιστοιχία, κατά την οποία όταν λέμε ότι μια πρόταση είναι αληθής δηλώνουμε ότι η πρόταση βρίσκεται σε αντιστοιχία με την πραγματικότητα.
Η λεπτομερής ανάπτυξη της άποψης αυτής προσκρούει σε πολλές δυσκολίες, κυρίως όσον αφορά τη φύση των πραγμάτων που βρίσκονται σε αντιστοιχία μεταξύ τους και την επακριβή σχέση της μεταξύ τους αντιστοιχίας. Εν γένει θεωρείται ότι οι προτάσεις έχουν λογική δομή, π.χ., είναι απλές κατηγορικές προτάσεις του τύπου «υποκείμενο-κατηγόρημα», αποφατικές ή διαζευκτικές προτάσεις, καθολικές ή υπαρκτικές γενικεύσεις. Συνακόλουθα, μερικοί θεωρητικοί της αντιστοιχίας έχουν υποστηρίξει ότι μια αληθής πρόταση αντιστοιχεί σε ένα γεγονός με παρόμοια λογική δομή, και ότι η αντιστοιχία είναι εν μέρει ταύτιση δομών.
Ωστόσο, η ιδέα ότι ένα κομμάτι της πραγματικότητας έχει «λογική δομή» είναι ασαφής, και ορισμένοι έχουν απορρίψει τα αποφατικά ή διαζευκτικά γεγονότα, προτιμώντας να περιορίσουν την αντιστοιχία μόνο σε απλές κατηγορικές προτάσεις. Μια δυσκολία με αυτή την εκδοχή της θεωρίας είναι ότι ακριβώς όπως το ίδιο γεγονός που κάνει μια πρόταση «P» αληθή αρκεί για να κάνει αληθή, λόγου χάριν, τη διαζευκτική πρόταση «P ή Q», έτσι και το ίδιο γεγονός που κάνει την «P» αληθή κάνει επίσης αληθή την πρόταση «Η πρόταση P είναι αληθής».
Ωστόσο, σύμφωνα με τη θεωρία για την αλήθεια ως αντιστοιχία, αυτές είναι διαφορετικές προτάσεις, και η δεύτερη είναι και αυτή κατηγορική πρόταση, αφού αναφέρεται στην πρόταση P δηλώνοντας γι’ αυτήν ότι αντιστοιχεί στην πραγματικότητα.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, εάν διαφορετικά είδη προτάσεων αντιστοιχούν στην πραγματικότητα με διαφορετικούς τρόπους, έπεται ότι η ακριβής φύση της αντιστοιχίας δεν μπορεί να αποτελεί μέρος του νοήματος του όρου «αληθής», αφού γνωρίζουμε τι σημαίνει να λέμε ότι μια πρόταση είναι αληθής ακόμη και όταν δεν γνωρίζουμε τι είδους πρόταση είναι αυτή.
Μια συνέπεια της θεωρίας για την αλήθεια ως αντιστοιχία είναι ότι καμία πρόταση δεν μπορεί να είναι αληθής παρά μόνο αν κάτι «στην πραγματικότητα» την κάνει αληθή, και σε αρκετές περιπτώσεις ακόμη και αυτό φαίνεται αμφίβολο. Παραδείγματος χάριν, δεν είναι σαφές ποια «πραγματικότητα» καθιστά την καθαρή λογική ή τα καθαρά μαθηματικά αληθή, ή καθιστά αληθείς τις θεωρητικές επιστημονικές προτάσεις.
Η δυσκολία εδώ είναι ότι φαίνεται πως μπορούμε να αποφανθούμε για την αλήθεια τέτοιων προτάσεων χωρίς να προσφεύγουμε σε καμία σχετική «πραγματικότητα» [αλήθεια ως συνοχή, θεωρία της αλήθειας κατά Tarski, συμβασιοκρατία].
Αλήθεια ως συνοχή (truth as coherence).
Από τη θεωρία για την αλήθεια ως αντιστοιχία φαίνεται να συνάγεται ότι εν γένει κρίνουμε αν μια πρόταση είναι αληθής συγκρίνοντάς την με τα «γεγονότα».
Φαίνεται, όμως, ότι το μόνο που έχουμε στη διάθεσή μας για να κάνουμε συγκρίσεις είναι οι πεποιθήσεις μας (όπου συγκαταλέγονται όσες βασίζονται στην κατ’ αίσθηση αντίληψη), και ότι δεχόμαστε πως μια πρόταση είναι αληθής εάν «ταιριάζει» με τις πεποιθήσεις αυτές, ενώ την απορρίπτουμε εάν δεν ταιριάζει. Διότι αποκαλούμε κάτι «γεγονός» αν και μόνο αν το πιστεύουμε.
Συνακόλουθα, η θεωρία για την αλήθεια ως συνοχή υποστηρίζει πως όταν λέμε ότι μια πεποίθηση είναι αληθής δηλώνουμε απλώς ότι αυτή «ταιριάζει» («συνέχεται») με τις άλλες πεποιθήσεις μας. Το τι σημαίνει εδώ ο όρος «συνοχή» είναι κάπως ασαφές, αλλά πιο σημαντική είναι η ένσταση ότι η θεωρία αυτή διαχωρίζει εντελώς την αλήθεια από την πραγματικότητα.
Φαίνεται να καθιστά την αλήθεια υποκειμενική, αφού κάτι που ταιριάζει με ό,τι πιστεύω εγώ μπορεί να μην ταιριάζει με ό,τι πιστεύει κάποιος άλλος, και επιτρέπει να αληθεύουν δύο ασύμβατες μεταξύ τους πίστεις αμφότερες, αφού η καθεμία μπορεί να ανήκει σε διαφορετικό, αλλά πλήρως συνεκτικό, σύνολο πίστεων. Συνήθως όμως, δεν εννοούμε κάτι τέτοιο με τον όρο «αληθές».
Παρά την ένσταση αυτή, η θεωρία για την αλήθεια ως συνοχή παραμένει ελκυστική, διότι η συνοχή φαίνεται να είναι το μόνο μέσο που έχουμε στη διάθεσή μας για να ελέγχουμε την αλήθεια.
Τις τελευταίες δεκαετίες η αντίληψη αυτή θεωρείται ιδιαίτερα ελκυστική όσον αφορά τις επιστημονικές θεωρίες, οι οποίες προφανώς δεν είναι δυνατόν να εξετάζονται κατ’ αντιπαράσταση προς τα «θεωρητικά γεγονότα».
Αμερόληπτα μπορούμε, στην καλύτερη περίπτωση, να κρίνουμε μόνο το εύρος, την κομψότητα, την απλότητά τους, κ.ο.κ. – εν ολίγοις, τη «συνοχή» τους. Αλλά τότε, αφού οι επιστημονικές απόψεις μας συγκροτούν ένα συνεχές με τις συνήθεις καθημερινές μας πίστεις, φαίνεται ότι δεν μπορούμε να χαράξουμε κάπου τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα ζητήματα που υπόκεινται μόνο στον έλεγχο ως προς τη συνοχή και σε εκείνα που υπόκεινται σε κάποιο πιο θεμελιώδη έλεγχο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου