ΔΗ. κἀμοὶ δοκεῖ, καὶ τἄλλα γ᾽ εἶναι καταφανῶς
ἀγαθὸς πολίτης, οἷος οὐδείς πω χρόνου
945 ἀνὴρ γεγένηται τοῖσι πολλοῖς τοὐβολοῦ.
σὺ δ᾽, ὦ Παφλαγών, φάσκων φιλεῖν μ᾽ ἐσκορόδισας.
καὶ νῦν ἀπόδος τὸν δακτύλιον, ὡς οὐκέτι
ἐμοὶ ταμιεύσεις. ΠΑ. ἔχε· τοσοῦτον δ᾽ ἴσθ᾽ ὅτι,
εἰ μή μ᾽ ἐάσεις ἐπιτροπεύειν, ἕτερος αὖ
950 ἐμοῦ πανουργότερός τις ἀναφανήσεται.
ΔΗ. οὐκ ἔσθ᾽ ὅπως ὁ δακτύλιός ἐσθ᾽ οὑτοσὶ
οὑμός· τὸ γοῦν σημεῖον ἕτερον φαίνεται.
ἀλλ᾽ ἦ οὐ καθορῶ; ΑΛ. φέρ᾽ ἴδω, τί σοι σημεῖον ἦν;
ΔΗ. δημοῦ βοείου θρῖον ἐξωπτημένον.
955 ΑΛ. οὐ τοῦτ᾽ ἔνεστιν. ΔΗ. οὐ τὸ θρῖον; ἀλλὰ τί;
ΑΛ. λάρος κεχηνὼς ἐπὶ πέτρας δημηγορῶν.
ΔΗ. αἰβοῖ τάλας. ΑΛ. τί ἐστιν; ΔΗ. ἀπόφερ᾽ ἐκποδών.
οὐ τὸν ἐμὸν εἶχεν, ἀλλὰ τὸν Κλεωνύμου.
παρ᾽ ἐμοῦ δὲ τουτονὶ λαβὼν ταμίευέ μοι.
960 ΠΑ. μὴ δῆτά πώ γ᾽, ὦ δέσποτ᾽, ἀντιβολῶ σ᾽ ἐγώ,
πρὶν ἄν γε τῶν χρησμῶν ἀκούσῃς τῶν ἐμῶν.
ΑΛ. καὶ τῶν ἐμῶν νυν. ΠΑ. ἀλλ᾽ ἐὰν τούτῳ πίθῃ,
μολγὸν γενέσθαι δεῖ σε. ΑΛ. κἄν γε τουτῳί,
ψωλὸν γενέσθαι δεῖ σε μέχρι τοῦ μυρρίνου.
965 ΠΑ. ἀλλ᾽ οἵ γ᾽ ἐμοὶ λέγουσιν ὡς ἄρξαι σε δεῖ
χώρας ἁπάσης ἐστεφανωμένον ῥόδοις.
ΑΛ. οὑμοὶ δέ γ᾽ αὖ λέγουσιν ὡς ἁλουργίδα
ἔχων κατάπαστον καὶ στεφάνην ἐφ᾽ ἅρματος
χρυσοῦ διώξεις Σμικύθην καὶ κύριον.
970 ΔΗ. καὶ μὴν ἔνεγκ᾽ αὐτοὺς ἰών, ἵν᾽ οὑτοσὶ
αὐτῶν ἀκούσῃ. ΑΛ. πάνυ γε. ΔΗ. καὶ σύ νυν φέρε.
ΠΑ. ἰδού. ΑΛ. ἰδοὺ νὴ τὸν Δί᾽, οὐδὲν κωλύει.
***
ΔΗΜ. Κι εγώ τον παραδέχομαι, κι ακόμα δεν θέλει ρώτημα ότι είναι καλός πολίτης, τέτοιος που καιρό είχε να φανεί για τον λαουτζίκο, που ετούτοι τον έχουν εκατό στον παρά. Αντίθετα εσύ, Παφλαγόνα, που λες πως μ᾽ αγαπάς, μ᾽ άλλαξες τον αδόξαστο. Και τώρα δώσε μου πίσω το δαχτυλίδι μου, γιατί σε απολύω από διαχειριστή μου.
ΠΑΦ. (Βγάζοντας το δαχτυλίδι από το δάχτυλό του:) Πάρ᾽ το· όμως ένα να ᾽χεις στον νου σου, ότι, αν μ᾽ απολύσεις από διαχειριστή,
[950] θα εμφανιστεί άλλος πιο παλιάνθρωπος από μένα.
ΔΗΜ. (Παρατηρεί το δαχτυλίδι:) Αποκλείεται ετούτο να ᾽ναι το δαχτυλίδι μου. Γιατί η σφραγίδα του ολοφάνερα είναι αλλιώτικη. (Το εξετάζει προσεχτικότερα:) Μπας και δεν βλέπω καλά;
ΑΛΛ. Δώσ᾽ μου να δω, ποιά σφραγίδα είχε;
ΔΗΜ. Λίπος βοδιού καλοψημένο μες σε συκοφαντόφυλλο.
ΑΛΛ. Δεν βλέπω τέτοιο πράμα.
ΔΗΜ. Δεν έχει συκοφαντόφυλλο; Αλλά τί;
ΑΛΛ. Γλάρο με στόμα ολάνοιχτο να βγάζει λόγο πάνω σε βράχο.
ΔΗΜ. Αλίμονό μου ο καψερός!
ΑΛΛ. Τί τρέχει;
ΔΗΜ. Πάρ᾽ το· μακριά από μένα! Δεν φορούσε ετούτος το δικό μου δαχτυλίδι αλλά του Κλεώνυμου του δημαγωγού. (Του δίνει άλλο:) Έλα να σου δώσω τούτο δω και γίνε διαχειριστής μου.
ΠΑΦ. [960] Μη ακόμα, αφεντικό, σε παρακαλώ, άκουσε πρώτα τους χρησμούς μου κι ύστερα πράξε.
ΑΛΛ. Και τους δικούς μου βέβαια.
ΠΑΦ. Μα αν ακούσεις ετούτον, θα γίνεις σίγουρα φουσκωμένο τουλούμι και θα τον παίρνεις.
ΑΛΛ. Κι αν ακούσεις ετούτον, θα ξεφλουδιστεί σίγουρα η πέτσα της ψωλής σου ως τη ρίζα της.
ΠΑΦ. Αλλά οι χρησμοί μου λένε πως θα βασιλέψεις σ᾽ όλη τη γη με στεφάνια ρόδων στο κεφάλι.
ΑΛΛ. Κι οι δικοί μου λένε ότι, φορώντας πορφύρα χιλιόπλουμη και κορόνα, πάνω σε χρυσή αρμάμαξα θα κυνηγάς τον Πιτσιρίκα και το τεκνό του.
ΔΗΜ. (Στον Αλλαντοπώλη:) [970] Λοιπόν, πήγαινε και φέρ᾽ τους, για να τους ακούσει (δείχνοντας τον Παφλαγόνα) ο κύριος από δω.
ΑΛΛ. Έγινε.
ΔΗΜ. (Στον Παφλαγόνα:) Φέρ᾽ τους κι εσύ!
ΠΑΦ. Αμέσως!
ΑΛΛ. Αμέσως, μά τον Δία, καμιά αντίρρηση!
(Ο Αλλαντοπώλης και ο Παφλαγόνας φεύγουν απ᾽ τη σκηνή).
ἀγαθὸς πολίτης, οἷος οὐδείς πω χρόνου
945 ἀνὴρ γεγένηται τοῖσι πολλοῖς τοὐβολοῦ.
σὺ δ᾽, ὦ Παφλαγών, φάσκων φιλεῖν μ᾽ ἐσκορόδισας.
καὶ νῦν ἀπόδος τὸν δακτύλιον, ὡς οὐκέτι
ἐμοὶ ταμιεύσεις. ΠΑ. ἔχε· τοσοῦτον δ᾽ ἴσθ᾽ ὅτι,
εἰ μή μ᾽ ἐάσεις ἐπιτροπεύειν, ἕτερος αὖ
950 ἐμοῦ πανουργότερός τις ἀναφανήσεται.
ΔΗ. οὐκ ἔσθ᾽ ὅπως ὁ δακτύλιός ἐσθ᾽ οὑτοσὶ
οὑμός· τὸ γοῦν σημεῖον ἕτερον φαίνεται.
ἀλλ᾽ ἦ οὐ καθορῶ; ΑΛ. φέρ᾽ ἴδω, τί σοι σημεῖον ἦν;
ΔΗ. δημοῦ βοείου θρῖον ἐξωπτημένον.
955 ΑΛ. οὐ τοῦτ᾽ ἔνεστιν. ΔΗ. οὐ τὸ θρῖον; ἀλλὰ τί;
ΑΛ. λάρος κεχηνὼς ἐπὶ πέτρας δημηγορῶν.
ΔΗ. αἰβοῖ τάλας. ΑΛ. τί ἐστιν; ΔΗ. ἀπόφερ᾽ ἐκποδών.
οὐ τὸν ἐμὸν εἶχεν, ἀλλὰ τὸν Κλεωνύμου.
παρ᾽ ἐμοῦ δὲ τουτονὶ λαβὼν ταμίευέ μοι.
960 ΠΑ. μὴ δῆτά πώ γ᾽, ὦ δέσποτ᾽, ἀντιβολῶ σ᾽ ἐγώ,
πρὶν ἄν γε τῶν χρησμῶν ἀκούσῃς τῶν ἐμῶν.
ΑΛ. καὶ τῶν ἐμῶν νυν. ΠΑ. ἀλλ᾽ ἐὰν τούτῳ πίθῃ,
μολγὸν γενέσθαι δεῖ σε. ΑΛ. κἄν γε τουτῳί,
ψωλὸν γενέσθαι δεῖ σε μέχρι τοῦ μυρρίνου.
965 ΠΑ. ἀλλ᾽ οἵ γ᾽ ἐμοὶ λέγουσιν ὡς ἄρξαι σε δεῖ
χώρας ἁπάσης ἐστεφανωμένον ῥόδοις.
ΑΛ. οὑμοὶ δέ γ᾽ αὖ λέγουσιν ὡς ἁλουργίδα
ἔχων κατάπαστον καὶ στεφάνην ἐφ᾽ ἅρματος
χρυσοῦ διώξεις Σμικύθην καὶ κύριον.
970 ΔΗ. καὶ μὴν ἔνεγκ᾽ αὐτοὺς ἰών, ἵν᾽ οὑτοσὶ
αὐτῶν ἀκούσῃ. ΑΛ. πάνυ γε. ΔΗ. καὶ σύ νυν φέρε.
ΠΑ. ἰδού. ΑΛ. ἰδοὺ νὴ τὸν Δί᾽, οὐδὲν κωλύει.
***
ΔΗΜ. Κι εγώ τον παραδέχομαι, κι ακόμα δεν θέλει ρώτημα ότι είναι καλός πολίτης, τέτοιος που καιρό είχε να φανεί για τον λαουτζίκο, που ετούτοι τον έχουν εκατό στον παρά. Αντίθετα εσύ, Παφλαγόνα, που λες πως μ᾽ αγαπάς, μ᾽ άλλαξες τον αδόξαστο. Και τώρα δώσε μου πίσω το δαχτυλίδι μου, γιατί σε απολύω από διαχειριστή μου.
ΠΑΦ. (Βγάζοντας το δαχτυλίδι από το δάχτυλό του:) Πάρ᾽ το· όμως ένα να ᾽χεις στον νου σου, ότι, αν μ᾽ απολύσεις από διαχειριστή,
[950] θα εμφανιστεί άλλος πιο παλιάνθρωπος από μένα.
ΔΗΜ. (Παρατηρεί το δαχτυλίδι:) Αποκλείεται ετούτο να ᾽ναι το δαχτυλίδι μου. Γιατί η σφραγίδα του ολοφάνερα είναι αλλιώτικη. (Το εξετάζει προσεχτικότερα:) Μπας και δεν βλέπω καλά;
ΑΛΛ. Δώσ᾽ μου να δω, ποιά σφραγίδα είχε;
ΔΗΜ. Λίπος βοδιού καλοψημένο μες σε συκοφαντόφυλλο.
ΑΛΛ. Δεν βλέπω τέτοιο πράμα.
ΔΗΜ. Δεν έχει συκοφαντόφυλλο; Αλλά τί;
ΑΛΛ. Γλάρο με στόμα ολάνοιχτο να βγάζει λόγο πάνω σε βράχο.
ΔΗΜ. Αλίμονό μου ο καψερός!
ΑΛΛ. Τί τρέχει;
ΔΗΜ. Πάρ᾽ το· μακριά από μένα! Δεν φορούσε ετούτος το δικό μου δαχτυλίδι αλλά του Κλεώνυμου του δημαγωγού. (Του δίνει άλλο:) Έλα να σου δώσω τούτο δω και γίνε διαχειριστής μου.
ΠΑΦ. [960] Μη ακόμα, αφεντικό, σε παρακαλώ, άκουσε πρώτα τους χρησμούς μου κι ύστερα πράξε.
ΑΛΛ. Και τους δικούς μου βέβαια.
ΠΑΦ. Μα αν ακούσεις ετούτον, θα γίνεις σίγουρα φουσκωμένο τουλούμι και θα τον παίρνεις.
ΑΛΛ. Κι αν ακούσεις ετούτον, θα ξεφλουδιστεί σίγουρα η πέτσα της ψωλής σου ως τη ρίζα της.
ΠΑΦ. Αλλά οι χρησμοί μου λένε πως θα βασιλέψεις σ᾽ όλη τη γη με στεφάνια ρόδων στο κεφάλι.
ΑΛΛ. Κι οι δικοί μου λένε ότι, φορώντας πορφύρα χιλιόπλουμη και κορόνα, πάνω σε χρυσή αρμάμαξα θα κυνηγάς τον Πιτσιρίκα και το τεκνό του.
ΔΗΜ. (Στον Αλλαντοπώλη:) [970] Λοιπόν, πήγαινε και φέρ᾽ τους, για να τους ακούσει (δείχνοντας τον Παφλαγόνα) ο κύριος από δω.
ΑΛΛ. Έγινε.
ΔΗΜ. (Στον Παφλαγόνα:) Φέρ᾽ τους κι εσύ!
ΠΑΦ. Αμέσως!
ΑΛΛ. Αμέσως, μά τον Δία, καμιά αντίρρηση!
(Ο Αλλαντοπώλης και ο Παφλαγόνας φεύγουν απ᾽ τη σκηνή).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου