Το 1776, η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ κατοχύρωσε το δόγμα «Ζωή, ελευθερία και επιδίωξη της ευτυχίας», μια τριάδα φυσικών και αναφαίρετων δικαιωμάτων κάθε λαού και κάθε ατόμου. «Δώστε μου ελευθερία ή θάνατο», είχε διακηρύξει έναν χρόνο νωρίτερα ο Αμερικανός επαναστάτης Πάτρικ Χένρι. Από τότε η ελευθερία ή/και η ανεξαρτησία θεωρείται το πιο σημαντικό ανθρώπινο δικαίωμα, ένα ιδανικό για το οποίο αξίζει να πολεμάμε και, αν χρειαστεί, να πεθάνουμε γι’ αυτό. Το γεγονός ότι οι άνθρωποι έχουν παλέψει σκληρά για να την αποκτήσουν αποδεικνύει την ανυπολόγιστη αξία της.
Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι η αξία της ελευθερίας/ανεξαρτησίας είναι τόσο ιερή ώστε δεν θα έπρεπε να θεωρείται ούτε εξειδικευμένη ούτε περιορισμένη. Εντούτοις δεν χρειάζεται παρά μόνο ένα λεπτό για να σκεφτούμε ότι τελικά η ελευθερία δεν μπορεί να είναι ούτε απεριόριστη ούτε απόλυτη. Όπως παρατήρησε ο Άγγλος ιστορικός Ρ. X. Τάουνι, «η ελευθερία κάποιων πρέπει να βασίζεται στη στέρηση της ελευθερίας κάποιων άλλων». Αν, δηλαδή, εγώ εξασκώ την ελευθερία μου τραγουδώντας δυνατά στο μπάνιο, με την πράξη μου σου στερώ την ελευθερία να περάσεις ένα ήσυχο βράδυ στο σπίτι σου. Κανένας, λοιπόν, δεν μπορεί να απολαμβάνει απεριόριστη ελευθερία χωρίς να περιορίζει κατά κάποιο τρόπο την ελευθερία των άλλων. Το ερώτημα, επομένως, είναι πώς και πού πρέπει να θέσουμε κάποια όρια.
Από μιας μορφής φιλελεύθερη άποψη, η τυπική απάντηση σε αυτή την ερώτηση μπορεί να δοθεί με αυτό που ονομάζουμε «αρχή της βλάβης» (ή αρχή της ελευθερίας) η οποία ορίζει ότι τα άτομα πρέπει να αφήνονται ελεύθερα από την κοινωνία να ενεργούν με οποιονδήποτε τρόπο, αρκεί οι πράξεις τους να μην υπονομεύουν τα συμφέροντα των άλλων. Αυτή η αρχή βρίσκεται στη «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη», μία από τις θεμελιώδεις διακηρύξεις η οποία καθόρισε με γενναιότητα τη «διατήρηση όλων των φυσικών και αναφαίρετων δικαιωμάτων του ανθρώπου» στο ξεκίνημα της Γαλλικής Επανάστασης το 1789:
«Η ελευθερία συνίσταται στο να μπορείς να κάνεις κάτι το οποίο όμως δεν μπορεί να βλάψει κάποιον άλλον. Επομένως, η άσκηση των φυσικών δικαιωμάτων του κάθε ανθρώπου δεν έχει όρια εκτός από εκείνα που εξασφαλίζουν ότι τα άλλα μέλη της κοινωνίας θα μπορούν να απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα. Άρθρο 4, Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη».
Αυτή η αρχή όμως είναι ευρύτερα γνωστή από το έργο Για την Ελευθερία (1859) του βικτωριανού φιλοσόφου Τζον Στιούαρτ Μιλ: «Ο μόνος λόγος για τον οποίο θα μπορούσε να εξασκηθεί εξουσία δικαίως και νομίμως σε ένα μέλος μιας πολιτισμένης κοινότητας, αντίθετα με τη θέλησή του, είναι για να εμποδιστεί η βλάβη ή η ζημιά σε κάποιο άλλο άτομο. Το δικό του προσωπικό όφελος, είτε φυσικό είτε ηθικό, δεν είναι ικανοποιητική δικαιολογία».
Ο Μπερλίν και η αρνητική ελευθερία
Η αρχή της ανεξαρτησίας η οποία δημιουργήθηκε από την εφαρμογή της αρχής της βλάβης, είναι ένα είδος ελευθερίας που χαρακτηρίστηκε αργότερα από τον φιλόσοφο Αϊζάια Μπερλίν, στο περίφημο δοκίμιο Δύο Αντιλήψεις για την Ελευθερία (1958) «αρνητική ελευθερία». Μια τέτοια ελευθερία είναι αρνητική υπό την έννοια ότι καθορίζεται από κάτι που είναι απόν – από οποιαδήποτε μορφή εξωτερικού εξαναγκασμού ή περιορισμού. Με απλά λόγια, είστε ελεύθεροι να πράττετε οτιδήποτε επιθυμείτε, εφόσον δεν υπάρχει κάτι που να σας εμποδίζει να το κάνετε.
Σύμφωνα με την άποψη του Μπερλίν, θα έπρεπε να υπάρχει ένα πεδίο προσωπικής ελευθερίας απαραβίαστο και απρόσβλητο από οποιαδήποτε εξωτερική παρέμβαση και εξουσία, ένα πεδίο όπου ο άνθρωπος θα μπορεί να αφεθεί «να πράττει ή να είναι οτιδήποτε ικανός να κάνει ή να είναι». Και υπ’ αυτή την έννοια, τα άτομα θα έπρεπε να αφήνονται να ικανοποιούν τις προσωπικές τους επιθυμίες και τάσεις χωρίς εμπόδια και φραγμούς, υπό την προϋπόθεση ότι, ενεργώντας με αυτόν τον τρόπο, οι πράξεις τους δεν θα βλάπτουν τους άλλους ανθρώπους ή δεν θα τους εμποδίζουν να απολαμβάνουν παρόμοιες ελευθερίες. Συνεπώς, η «αρχή της βλάβης» είναι στενά συνδεδεμένη με έναν άλλο σπουδαίο πυλώνα της ελευθερίας/ανεξαρτησίας, αυτόν της ανεκτικότητας.
Από τον πατερναλισμό στην τυραννία
Οι άνθρωποι που κριτικάρουν την «αρχή της βλάβης» μπορεί να εστιάσουν στην πρακτική ανεπάρκεια της ανεξαρτησίας την οποία υποτίθεται ότι προστατεύουν. Είναι αλήθεια όλοι οι πολίτες των ΗΠΑ έχουν το δικαίωμα να γίνουν Πρόεδροι. Δεν υπάρχει, δηλαδή, κανένα νομικό ή συνταγματικό κώλυμα στη διεκδίκηση του ανώτατου αυτού αξιώματος. Υπάρχει όμως πραγματικά η ευχέρεια να γίνει κάτι τέτοιο, αν η έλλειψη δεδομένων στοιχείων, όπως είναι οι απαραίτητοι πόροι από την άποψη των χρημάτων, της κοινωνικής θέσης, της μόρφωσης ή του χαρακτήρα, καθιστούν κάτι τέτοιο εντελώς αδύνατον; Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι άνθρωποι φαίνεται να μην έχουν την ουσιώδη ελευθερία να εξασκήσουν τα δικαιώματα που έχουν τυπικά. Το τι δεν υπάρχει εδώ, είναι αυτό που ο Μπερλίν ονομάζει «θετική ή ρητή ελευθερία», δηλαδή όχι απλώς ελευθερία από εξωτερικές παρεμβάσεις, αλλά ένα είδος «ενεργητικής» ελευθερίας που μας επιτρέπει να φτάσουμε σε συγκεκριμένους στόχους- ένα είδος δύναμης, η οποία επιτρέπει στα άτομα να ξεδιπλώσουν τις δυνατότητές τους, να εκπληρώσουν το όνειρά τους, να δρουν αυτόνομα και να ελέγχουν το πεπρωμένο τους.
Για εκείνους, συμπεριλαμβανομένου του Μπερλίν, οι οποίοι υποστηρίζουν την «αρχή της βλάβης», η θεωρία τους στηρίζεται στην παρατήρηση του τι μπορεί να συμβεί όταν η αρχή αυτή δεν εφαρμόζεται. Σε αυτή την περίπτωση, ίσως υπάρξει ένα είδος πατερναλισμού, κατά τον οποίο οι άνθρωποι θα αναλαμβάνουν από μόνοι τους να προωθήσουν (αυτό που θεωρούν ότι είναι) θετική ελευθερία στη ζωή των άλλων. Πολλές φορές, ξεκινώντας με τις καλύτερες προθέσεις, οι άνθρωποι φτάνουν σε γρήγορα συμπεράσματα, ότι υπάρχει πραγματικά ένα σωστό μονοπάτι, το οποίο οι άνθρωποι θα ήταν έτοιμοι να επιλέξουν εάν μόνο ήξεραν καλύτερα – αν, δηλαδή, η “καλύτερη πλευρά” τους κυριαρχούσε, ή ίσως αν η χειρότερη πλευρά τους καταπιεζόταν. Από εδώ, όπως παρατήρησε δυστυχώς και ο Μπερλίν, υπάρχει τελικά πολύ μικρή απόσταση για τους κατέχοντες την εξουσία να φτάσουν στο συμπέρασμα ότι έχουν το δικαίωμα να αγνοήσουν τις πραγματικές επιθυμίες των ανθρώπων ή των κοινωνιών και να εκφοβίσουν, να καταπιέσουν, να βασανίσουν εν ονόματι και από μέρους των “πραγματικών” εαυτών των ανθρώπων».
Σε πολύ ακραίες περιπτώσεις, ό,τι αρχίζει σαν κοινωνική μεταρρύθμιση μπορεί να μετατραπεί πολύ εύκολα σε φανατισμό, δικαιολογώντας, όπως τουλάχιστον φαίνεται, ένα είδος τυραννίας η οποία αυτό που ουσιαστικά διεκδικεί είναι η συμμόρφωση στην επιδίωξη των στόχων της κοινωνίας και αποκτηνώνει τους πολίτες στην πορεία της. Εμφανώς, η βαθύτερη δυσπιστία του Μπερλίν για τη θετική ελευθερία, τροφοδοτήθηκε κατά ένα πολύ μεγάλο μέρος από τις τερατωδίες του εικοστού αιώνα. Και συμπεραίνει ο Μπερλίν, «το να επιτίθεσαι, το να προσπαθείς να προσηλυτίσεις στις δικές σου απόψεις ενάντια στις απόψεις των άλλων, όλος αυτός ο έλεγχος και η υποχρεωτική αλλαγή σκέψης, είναι ένα είδος άρνησης αυτού που υπάρχει στους ανθρώπους και κάνει και αυτούς και τις αξίες τους θεμελιώδη».
Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι η αξία της ελευθερίας/ανεξαρτησίας είναι τόσο ιερή ώστε δεν θα έπρεπε να θεωρείται ούτε εξειδικευμένη ούτε περιορισμένη. Εντούτοις δεν χρειάζεται παρά μόνο ένα λεπτό για να σκεφτούμε ότι τελικά η ελευθερία δεν μπορεί να είναι ούτε απεριόριστη ούτε απόλυτη. Όπως παρατήρησε ο Άγγλος ιστορικός Ρ. X. Τάουνι, «η ελευθερία κάποιων πρέπει να βασίζεται στη στέρηση της ελευθερίας κάποιων άλλων». Αν, δηλαδή, εγώ εξασκώ την ελευθερία μου τραγουδώντας δυνατά στο μπάνιο, με την πράξη μου σου στερώ την ελευθερία να περάσεις ένα ήσυχο βράδυ στο σπίτι σου. Κανένας, λοιπόν, δεν μπορεί να απολαμβάνει απεριόριστη ελευθερία χωρίς να περιορίζει κατά κάποιο τρόπο την ελευθερία των άλλων. Το ερώτημα, επομένως, είναι πώς και πού πρέπει να θέσουμε κάποια όρια.
Από μιας μορφής φιλελεύθερη άποψη, η τυπική απάντηση σε αυτή την ερώτηση μπορεί να δοθεί με αυτό που ονομάζουμε «αρχή της βλάβης» (ή αρχή της ελευθερίας) η οποία ορίζει ότι τα άτομα πρέπει να αφήνονται ελεύθερα από την κοινωνία να ενεργούν με οποιονδήποτε τρόπο, αρκεί οι πράξεις τους να μην υπονομεύουν τα συμφέροντα των άλλων. Αυτή η αρχή βρίσκεται στη «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη», μία από τις θεμελιώδεις διακηρύξεις η οποία καθόρισε με γενναιότητα τη «διατήρηση όλων των φυσικών και αναφαίρετων δικαιωμάτων του ανθρώπου» στο ξεκίνημα της Γαλλικής Επανάστασης το 1789:
«Η ελευθερία συνίσταται στο να μπορείς να κάνεις κάτι το οποίο όμως δεν μπορεί να βλάψει κάποιον άλλον. Επομένως, η άσκηση των φυσικών δικαιωμάτων του κάθε ανθρώπου δεν έχει όρια εκτός από εκείνα που εξασφαλίζουν ότι τα άλλα μέλη της κοινωνίας θα μπορούν να απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα. Άρθρο 4, Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη».
Αυτή η αρχή όμως είναι ευρύτερα γνωστή από το έργο Για την Ελευθερία (1859) του βικτωριανού φιλοσόφου Τζον Στιούαρτ Μιλ: «Ο μόνος λόγος για τον οποίο θα μπορούσε να εξασκηθεί εξουσία δικαίως και νομίμως σε ένα μέλος μιας πολιτισμένης κοινότητας, αντίθετα με τη θέλησή του, είναι για να εμποδιστεί η βλάβη ή η ζημιά σε κάποιο άλλο άτομο. Το δικό του προσωπικό όφελος, είτε φυσικό είτε ηθικό, δεν είναι ικανοποιητική δικαιολογία».
Ο Μπερλίν και η αρνητική ελευθερία
Η αρχή της ανεξαρτησίας η οποία δημιουργήθηκε από την εφαρμογή της αρχής της βλάβης, είναι ένα είδος ελευθερίας που χαρακτηρίστηκε αργότερα από τον φιλόσοφο Αϊζάια Μπερλίν, στο περίφημο δοκίμιο Δύο Αντιλήψεις για την Ελευθερία (1958) «αρνητική ελευθερία». Μια τέτοια ελευθερία είναι αρνητική υπό την έννοια ότι καθορίζεται από κάτι που είναι απόν – από οποιαδήποτε μορφή εξωτερικού εξαναγκασμού ή περιορισμού. Με απλά λόγια, είστε ελεύθεροι να πράττετε οτιδήποτε επιθυμείτε, εφόσον δεν υπάρχει κάτι που να σας εμποδίζει να το κάνετε.
Σύμφωνα με την άποψη του Μπερλίν, θα έπρεπε να υπάρχει ένα πεδίο προσωπικής ελευθερίας απαραβίαστο και απρόσβλητο από οποιαδήποτε εξωτερική παρέμβαση και εξουσία, ένα πεδίο όπου ο άνθρωπος θα μπορεί να αφεθεί «να πράττει ή να είναι οτιδήποτε ικανός να κάνει ή να είναι». Και υπ’ αυτή την έννοια, τα άτομα θα έπρεπε να αφήνονται να ικανοποιούν τις προσωπικές τους επιθυμίες και τάσεις χωρίς εμπόδια και φραγμούς, υπό την προϋπόθεση ότι, ενεργώντας με αυτόν τον τρόπο, οι πράξεις τους δεν θα βλάπτουν τους άλλους ανθρώπους ή δεν θα τους εμποδίζουν να απολαμβάνουν παρόμοιες ελευθερίες. Συνεπώς, η «αρχή της βλάβης» είναι στενά συνδεδεμένη με έναν άλλο σπουδαίο πυλώνα της ελευθερίας/ανεξαρτησίας, αυτόν της ανεκτικότητας.
Από τον πατερναλισμό στην τυραννία
Οι άνθρωποι που κριτικάρουν την «αρχή της βλάβης» μπορεί να εστιάσουν στην πρακτική ανεπάρκεια της ανεξαρτησίας την οποία υποτίθεται ότι προστατεύουν. Είναι αλήθεια όλοι οι πολίτες των ΗΠΑ έχουν το δικαίωμα να γίνουν Πρόεδροι. Δεν υπάρχει, δηλαδή, κανένα νομικό ή συνταγματικό κώλυμα στη διεκδίκηση του ανώτατου αυτού αξιώματος. Υπάρχει όμως πραγματικά η ευχέρεια να γίνει κάτι τέτοιο, αν η έλλειψη δεδομένων στοιχείων, όπως είναι οι απαραίτητοι πόροι από την άποψη των χρημάτων, της κοινωνικής θέσης, της μόρφωσης ή του χαρακτήρα, καθιστούν κάτι τέτοιο εντελώς αδύνατον; Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι άνθρωποι φαίνεται να μην έχουν την ουσιώδη ελευθερία να εξασκήσουν τα δικαιώματα που έχουν τυπικά. Το τι δεν υπάρχει εδώ, είναι αυτό που ο Μπερλίν ονομάζει «θετική ή ρητή ελευθερία», δηλαδή όχι απλώς ελευθερία από εξωτερικές παρεμβάσεις, αλλά ένα είδος «ενεργητικής» ελευθερίας που μας επιτρέπει να φτάσουμε σε συγκεκριμένους στόχους- ένα είδος δύναμης, η οποία επιτρέπει στα άτομα να ξεδιπλώσουν τις δυνατότητές τους, να εκπληρώσουν το όνειρά τους, να δρουν αυτόνομα και να ελέγχουν το πεπρωμένο τους.
Για εκείνους, συμπεριλαμβανομένου του Μπερλίν, οι οποίοι υποστηρίζουν την «αρχή της βλάβης», η θεωρία τους στηρίζεται στην παρατήρηση του τι μπορεί να συμβεί όταν η αρχή αυτή δεν εφαρμόζεται. Σε αυτή την περίπτωση, ίσως υπάρξει ένα είδος πατερναλισμού, κατά τον οποίο οι άνθρωποι θα αναλαμβάνουν από μόνοι τους να προωθήσουν (αυτό που θεωρούν ότι είναι) θετική ελευθερία στη ζωή των άλλων. Πολλές φορές, ξεκινώντας με τις καλύτερες προθέσεις, οι άνθρωποι φτάνουν σε γρήγορα συμπεράσματα, ότι υπάρχει πραγματικά ένα σωστό μονοπάτι, το οποίο οι άνθρωποι θα ήταν έτοιμοι να επιλέξουν εάν μόνο ήξεραν καλύτερα – αν, δηλαδή, η “καλύτερη πλευρά” τους κυριαρχούσε, ή ίσως αν η χειρότερη πλευρά τους καταπιεζόταν. Από εδώ, όπως παρατήρησε δυστυχώς και ο Μπερλίν, υπάρχει τελικά πολύ μικρή απόσταση για τους κατέχοντες την εξουσία να φτάσουν στο συμπέρασμα ότι έχουν το δικαίωμα να αγνοήσουν τις πραγματικές επιθυμίες των ανθρώπων ή των κοινωνιών και να εκφοβίσουν, να καταπιέσουν, να βασανίσουν εν ονόματι και από μέρους των “πραγματικών” εαυτών των ανθρώπων».
Σε πολύ ακραίες περιπτώσεις, ό,τι αρχίζει σαν κοινωνική μεταρρύθμιση μπορεί να μετατραπεί πολύ εύκολα σε φανατισμό, δικαιολογώντας, όπως τουλάχιστον φαίνεται, ένα είδος τυραννίας η οποία αυτό που ουσιαστικά διεκδικεί είναι η συμμόρφωση στην επιδίωξη των στόχων της κοινωνίας και αποκτηνώνει τους πολίτες στην πορεία της. Εμφανώς, η βαθύτερη δυσπιστία του Μπερλίν για τη θετική ελευθερία, τροφοδοτήθηκε κατά ένα πολύ μεγάλο μέρος από τις τερατωδίες του εικοστού αιώνα. Και συμπεραίνει ο Μπερλίν, «το να επιτίθεσαι, το να προσπαθείς να προσηλυτίσεις στις δικές σου απόψεις ενάντια στις απόψεις των άλλων, όλος αυτός ο έλεγχος και η υποχρεωτική αλλαγή σκέψης, είναι ένα είδος άρνησης αυτού που υπάρχει στους ανθρώπους και κάνει και αυτούς και τις αξίες τους θεμελιώδη».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου