Στην αρχαία Ελλάδα, η σχέση του δασκάλου με τον μαθητή αναδεικνύει συχνά το αρχετυπικό, υπερβατικό της περιεχόμενο. Έτσι, ο Πλάτων καταγράφει, σχολιάζει αλλά και διευρύνει την σωκρατική διδασκαλία. Ο Αριστοτέλης, στην συνέχεια, μαθητής στην Ακαδημία του Πλάτωνα, δεν ασκεί μόνον κριτική στις ιδέες του δασκάλου του.
Σε μεγάλο βαθμό τις ανατρέπει, για να θεμελιώσει το δικό του οικοδόμημα. Θα αποτελέσει έτσι τον δεύτερο κορυφαίο διανοητή της αρχαιότητας που υπερβαίνει γρήγορα τα όρια του χρόνου και του τόπου του. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο δεσμός του δασκάλου με τον μαθητή θα έχει συνέχεια – αυτήν την φορά όμως με παράδοξο τρόπο.
Ο Αριστοτέλης, που είχε γεννηθεί στα Στάγειρα της Μακεδονίας το 384 π.Χ., παρέδιδε επί ένα διάστημα ιδιαίτερα μαθήματα στον Αλέξανδρο, τον γιο του Φιλίππου. Όταν ο Αλέξανδρος κατέκτησε τον μακεδονικό θρόνο, ο Αριστοτέλης δεν έχασε την ευκαιρία της υποστήριξης που του παρείχε ο μαθητής του, και ίδρυσε την περίφημη Περιπατητική Σχολή του στην Αθήνα. Θα διδάξει εκεί μέχρι τον θάνατο του Αλεξάνδρου, αφήνοντας υπό τύπον σημειώσεων ένα μνημειώδες έργο. Δεν υπάρχει σχεδόν κανένας τομέας του επιστητού που να μην θίγεται στο έργο αυτό: ιατρική, φυσιολογία, μετεωρολογία, φυσική, ψυχολογία, καθώς και θέματα βιολογίας ή φυσικής ιστορίας.
Ο Αριστοτέλης καθιέρωσε την συστηματική μελέτη της λογικής, ενώ η Ηθική του συνιστά ανυπέρβλητο έργο. Μεγάλη, επίσης, υπήρξε η συνεισφορά του στην πολιτική θεωρία, αλλά και στην φιλολογική κριτική. Όσον αφορά πάντως την λειτουργία της οράσεως, ο Αριστοτέλης δεν είχε πεισθεί από τις προγενέστερες ερμηνείες, που πρέσβευαν είτε ότι το φως είναι σωματιδιακή ακτινοβολία είτε ότι το μάτι εκπέμπει οπτικές ακτίνες. Δεν συμπαθούσε, γενικότερα, την ατομική θεωρία, αφού αυτή δεν συμβιβαζόταν με τις ιδέες του για τις πρωταρχικές ιδιότητες που ενυπάρχουν στα πράγματα. Ούτε έβρισκε πειστικό τον τρόπο που ο Εμπεδοκλής και ο Πλάτων αιτιολογούσαν την αδυναμία μας να βλέπομε και την νύχτα.
«Είναι ανωφελές να ισχυριζόμαστε, όπως κάνει ο Τίμαιος, ότι κατά τη νύχτα η οπτική ακτίνα σβήνει όταν εξέρχεται από το μάτι. Τί σημαίνει λοιπόν σβήσιμο του φωτός;», αντιτείνει ο Αριστοτέλης. Ο ίδιος δέχεται την ανάγκη υπάρξεως ενός φυσικού μέσου ανάμεσα στο αντικείμενο και στον παρατηρητή. Το μέσο αυτό πρέπει να είναι διαφανές. Έτσι, δεν είναι κάτι που βλέπομε, αλλά κάτι μέσω του οποίου μπορούμε να δούμε. Πληρούται από εικόνες, που με κάποιον τρόπο μεταφέρονται στις αισθήσεις. Όπως συνοψίζει με ενάργεια ο Λάμπρος Σιάσος: «Διευκρινίζοντας την φύση του φωτός, ο Φιλόσοφος υποστηρίζει ότι αυτό είναι κάποιο διαφανές. Διαφανές όμως τοιαύτης φύσεως ώστε να είναι μεν ορατόν πλην ουχί καθ’ αυτό, αλλά εξαιτίας (κάποιου) αλλοτρίου χρώματος. Επικαλούμενος φυσικά παραδείγματα, μεταξύ αυτών του αέρα και του ύδατος, υποστηρίζει ότι αυτά δεν είναι κατά την ουσία τους διαφανή. Αντιθέτως, αυτό που εξασφαλίζει ή καθιστά δυνατή την διαφάνειά τους είναι κάποια φύση που ενυπάρχει η αυτή και σε αυτά τα δύο (τον αέρα, το ύδωρ), και στο αΐδιο άνω σώμα.
Το φως λοιπόν είναι η ενέργεια αυτού του διαφανούς, αυτής της ανώνυμης κοινής φύσης. Το φως είναι κάτι ωσάν το χρώμα του διαφανούς, όταν αυτό ευρίσκεται σε κατάσταση εντελέχειας». Το φως λοιπόν θεωρείται από τον Αριστοτέλη ως μια κατάσταση του διάφανου μέσου, που προκαλεί η παρουσία της φωτιάς ή ενός άλλου φωτεινού σώματος. Αυτό εξηγεί γιατί το φως δεν χρειάζεται χρόνο για να διαδοθεί, αφού συνιστά «κατάσταση» και όχι ουσία. Το χρώμα, τέλος, –όπως εξηγεί στο έργο του Περί αισθήσεως και αισθητών– είναι χαρακτηριστικό των ορατών αντικειμένων, και έχει την ικανότητα να θέτει σε κίνηση το διάφανο μέσο.
Το μαύρο και το άσπρο συνιστούν τις θεμελιώδεις ιδιότητες του χρώματος· η ανάμιξή τους σε μια επιφάνεια παράγει τα άλλα χρώματα. Ουσιαστικά, η αριστοτελική θεωρία της οράσεως παρέχει ένα λεξιλόγιο αναφοράς στην λειτουργία των αισθήσεων. Η αρετή της συνίσταται στο ότι αποτελεί μέρος ενός ευρύτατου συστήματος που επιχειρούσε να ερμηνεύσει με συνέπεια τον φυσικό και πνευματικό κόσμο.
Δεν είναι, συνεπώς, παράδοξο ότι τα κύρια χαρακτηριστικά της θεωρίας απαντούν στο Περί ψυχής έργο του Αριστοτέλη, που είναι μια μεγαλειώδης πραγματεία για το σύνολο της ανθρώπινης φύσης. Είναι πάντως ενδιαφέρον ότι στα τέσσερα θεμελιώδη στοιχεία του κόσμου που είχε προτείνει ο Εμπεδοκλής –το νερό, την φωτιά, την γη και τον αέρα– ο Αριστοτέλης αισθάνεται την ανάγκη να προσθέσει ένα πέμπτο: την πεμπτουσία. Η πεμπτουσία είναι σταθερή και αμετάβλητη, και συνδέει κατά κάποιον τρόπο τα άλλα τέσσερα στοιχεία, που βρίσκονται σε συνεχή ροή και συνθέτουν τα πράγματα. Εμπνεόμενος μάλιστα από τους αστερισμούς που παρέμεναν αμετάβλητοι κατά την διάρκεια των αιώνιων διαδρομών τους στον ουρανό, ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η πεμπτουσία είναι φτιαγμένη από την ύλη των αστεριών. «Η υπόθεση αυτή δεν βρίσκεται μακριά από τις αντιλήψεις της σύγχρονης φυσικής», παρατηρεί ο Leonard Shlain, χειρουργός, αλλά και συγγραφέας ενός βιβλίου για την σχέση Φυσικής και Τέχνης. «Η πεμπτουσία», συνεχίζει, «δεν είναι τα αστέρια, αλλά το ίδιο το φως.
Πράγματι: φευγαλέα και αινιγματική, αυτή η πεμπτουσία προκαλεί απορία και σεβασμό σε όλη την διάρκεια της ιστορίας. Είτε πρόκειται για το θαύμα της φωτιάς είτε για τις ζωογόνες ακτίνες του Ήλιου, το φως το ίδιο παραμένει πάντοτε το πιο μυστηριώδες στοιχείο. Κατέχει ξεχωριστή θέση σε όλες τις θρησκείες του κόσμου, και η σύγχρονη φυσική αποκάλυψε ότι αυτό συνδέει τις σημερινές θεμελιώδεις οντότητές της, που είναι πάλι τέσσερεις: ο χώρος, ο χρόνος, η ενέργεια και η ύλη».
Αξίζει άλλωστε να σημειωθεί ότι πρώτος ο Αριστοτέλης κάνει μια σοβαρή προσπάθεια να κατανοήσει το ουράνιο τόξο και την δημιουργία του στον βροχερό ουρανό. Προς τούτο, και παρά τις επιφυλάξεις που είχε εκφράσει, υποθέτει στην Μετεωρολογία του την ύπαρξη ενός είδους οπτικής ακτίνας που ξεκινά από το μάτι. Παρατηρεί, στην συνέχεια, ότι σε μικρά σώματα –όπως, για παράδειγμα, στις σταγόνες δροσιάς που λάμπουν στον Ήλιο– δεν ανακλώνται οι εικόνες των αντικειμένων, αλλά μόνον τα χρώματα. Συμπεραίνει λοιπόν ότι η οπτική ακτίνα φεύγει από το μάτι του παρατηρητή, αναπηδά στις σταγόνες της βροχής που υπάρχουν στα σύννεφα, και κινείται προς την κατεύθυνση του Ήλιου, πίσω από τον παρατηρητή. Στην ερμηνεία του φαινομένου, που εμπλουτίζεται με πολλές λεπτομέρειες, αναγνωρίζει κανείς τα πρώτα ίχνη μιας επιστημονικής μεθόδου. Στους αιώνες πάντως που ακολουθ τις μέρες μας, και η παρουσία των ιδεών του είναι πάντοτε έντονη στον κόσμο της σκέψης και στις ακαδημαϊκές συζητήσεις.
Είναι πάντως αναγκαίο, καθώς ολοκληρώνονται οι αναφορές στην ιστορία του φωτός κατά την εποχή του ελληνικού θαύματος, να υπογραμμισθεί μια αυτονόητη αλήθεια: ότι όσα αναφέρθηκαν εδώ, με συνοπτικό εξ ανάγκης τρόπο, πρέπει να θεωρηθούν απλά ψήγματα ενός κόσμου πλούσιου σε ιδέες και πνευματικά επιτεύγματα. Καθώς όμως τα ψήγματα αυτά εμφανίζονται απομονωμένα και αποσπασματικά, χάνουν συχνά τον συνεκτικό δεσμό τους με το συνολικό έργο του δημιουργού. Μόνον η ίδια η ανάγνωση του Τίμαιου του Πλάτωνα ή του Περί ψυχής του Αριστοτέλη θα αποκαθιστούσε το ειδικό βάρος μιας αναφοράς στην λειτουργία της οράσεως ή ενός μύθου για το φως.
Είναι πάντως ενδιαφέρον ότι, στην ενασχόλησή τους με την επιστήμη, οι Έλληνες αποφεύγουν τους ποσοτικούς υπολογισμούς και κάποιες, απλές έστω, πειραματικές αποδείξεις. «Το γιατί οι Έλληνες», γράφει ο W.K. Guthrie, «παρά την λαμπρότητα του πνεύματός τους, χρησιμοποίησαν τόσο λίγο τις πειραματικές μεθόδους και δεν σημείωσαν καμία πρόοδο στην ανακάλυψη συσκευών για τον έλεγχο των πειραμάτων είναι ένα ερώτημα πολύπλοκο.
Σε κάποια μικρή έκταση, όσοι ακολουθούσαν την ιωνική παράδοση έκαναν χρήση της παρατήρησης αλλά όχι συστηματικά μέχρι την εποχή του Αριστοτέλη, και δεν είχαν ιδέα για το ελεγχόμενο πείραμα. Η κληροδοσία τους έγκειται αλλού: στις εκπληκτικές δυνατότητες που είχαν για επαγωγικούς συλλογισμούς». Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η ερμηνεία της οράσεως, που πρώτος εισήγαγε ο Εμπεδοκλής και προϋπέθετε την ύπαρξη κάποιου είδους οπτικών ακτίνων, επιβίωσε με διάφορες παραλλαγές για πολλούς αιώνες.
Παράλληλη πορεία ακολούθησε η συμπληρωματική –και εν μέρει ανταγωνιστική– θεωρία, η οποία υποστηρίχθηκε από τους ατομιστές φιλοσόφους και απέδιδε την όραση σε είδωλα που ίπτανται στον χώρο μέχρις ότου συλληφθούν από το μάτι και την ψυχή. Όσο για την αριστοτελική αντίληψη περί διαφανούς μέσου, παρά την αυθεντία του εμπνευστή της και ενώ δεν συγκρούεται ουσιαστικά με την ύπαρξη των οπτικών ακτίνων, ελάχιστα επηρεάζει τα πράγματα. Κινείται υπερβολικά στον χώρο του αφηρημένου, και εντάσσεται στην συνολική προσπάθεια του σπουδαίου φιλοσόφου να κατανοήσει ικανοποιητικά τις αισθήσεις.
Από μια άποψη, αυτό αποτέλεσε πραγματική τύχη για την ιστορία του φωτός. Είναι γνωστό ότι οι αυθεντίες, στην επιστήμη όσο και στην ζωή, παρασύρουν εμάς τους άλλους όχι μόνον στις μεγάλες τους ιδέες, αλλά και στα λάθη τους.
Σε μεγάλο βαθμό τις ανατρέπει, για να θεμελιώσει το δικό του οικοδόμημα. Θα αποτελέσει έτσι τον δεύτερο κορυφαίο διανοητή της αρχαιότητας που υπερβαίνει γρήγορα τα όρια του χρόνου και του τόπου του. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο δεσμός του δασκάλου με τον μαθητή θα έχει συνέχεια – αυτήν την φορά όμως με παράδοξο τρόπο.
Ο Αριστοτέλης, που είχε γεννηθεί στα Στάγειρα της Μακεδονίας το 384 π.Χ., παρέδιδε επί ένα διάστημα ιδιαίτερα μαθήματα στον Αλέξανδρο, τον γιο του Φιλίππου. Όταν ο Αλέξανδρος κατέκτησε τον μακεδονικό θρόνο, ο Αριστοτέλης δεν έχασε την ευκαιρία της υποστήριξης που του παρείχε ο μαθητής του, και ίδρυσε την περίφημη Περιπατητική Σχολή του στην Αθήνα. Θα διδάξει εκεί μέχρι τον θάνατο του Αλεξάνδρου, αφήνοντας υπό τύπον σημειώσεων ένα μνημειώδες έργο. Δεν υπάρχει σχεδόν κανένας τομέας του επιστητού που να μην θίγεται στο έργο αυτό: ιατρική, φυσιολογία, μετεωρολογία, φυσική, ψυχολογία, καθώς και θέματα βιολογίας ή φυσικής ιστορίας.
Ο Αριστοτέλης καθιέρωσε την συστηματική μελέτη της λογικής, ενώ η Ηθική του συνιστά ανυπέρβλητο έργο. Μεγάλη, επίσης, υπήρξε η συνεισφορά του στην πολιτική θεωρία, αλλά και στην φιλολογική κριτική. Όσον αφορά πάντως την λειτουργία της οράσεως, ο Αριστοτέλης δεν είχε πεισθεί από τις προγενέστερες ερμηνείες, που πρέσβευαν είτε ότι το φως είναι σωματιδιακή ακτινοβολία είτε ότι το μάτι εκπέμπει οπτικές ακτίνες. Δεν συμπαθούσε, γενικότερα, την ατομική θεωρία, αφού αυτή δεν συμβιβαζόταν με τις ιδέες του για τις πρωταρχικές ιδιότητες που ενυπάρχουν στα πράγματα. Ούτε έβρισκε πειστικό τον τρόπο που ο Εμπεδοκλής και ο Πλάτων αιτιολογούσαν την αδυναμία μας να βλέπομε και την νύχτα.
«Είναι ανωφελές να ισχυριζόμαστε, όπως κάνει ο Τίμαιος, ότι κατά τη νύχτα η οπτική ακτίνα σβήνει όταν εξέρχεται από το μάτι. Τί σημαίνει λοιπόν σβήσιμο του φωτός;», αντιτείνει ο Αριστοτέλης. Ο ίδιος δέχεται την ανάγκη υπάρξεως ενός φυσικού μέσου ανάμεσα στο αντικείμενο και στον παρατηρητή. Το μέσο αυτό πρέπει να είναι διαφανές. Έτσι, δεν είναι κάτι που βλέπομε, αλλά κάτι μέσω του οποίου μπορούμε να δούμε. Πληρούται από εικόνες, που με κάποιον τρόπο μεταφέρονται στις αισθήσεις. Όπως συνοψίζει με ενάργεια ο Λάμπρος Σιάσος: «Διευκρινίζοντας την φύση του φωτός, ο Φιλόσοφος υποστηρίζει ότι αυτό είναι κάποιο διαφανές. Διαφανές όμως τοιαύτης φύσεως ώστε να είναι μεν ορατόν πλην ουχί καθ’ αυτό, αλλά εξαιτίας (κάποιου) αλλοτρίου χρώματος. Επικαλούμενος φυσικά παραδείγματα, μεταξύ αυτών του αέρα και του ύδατος, υποστηρίζει ότι αυτά δεν είναι κατά την ουσία τους διαφανή. Αντιθέτως, αυτό που εξασφαλίζει ή καθιστά δυνατή την διαφάνειά τους είναι κάποια φύση που ενυπάρχει η αυτή και σε αυτά τα δύο (τον αέρα, το ύδωρ), και στο αΐδιο άνω σώμα.
Το φως λοιπόν είναι η ενέργεια αυτού του διαφανούς, αυτής της ανώνυμης κοινής φύσης. Το φως είναι κάτι ωσάν το χρώμα του διαφανούς, όταν αυτό ευρίσκεται σε κατάσταση εντελέχειας». Το φως λοιπόν θεωρείται από τον Αριστοτέλη ως μια κατάσταση του διάφανου μέσου, που προκαλεί η παρουσία της φωτιάς ή ενός άλλου φωτεινού σώματος. Αυτό εξηγεί γιατί το φως δεν χρειάζεται χρόνο για να διαδοθεί, αφού συνιστά «κατάσταση» και όχι ουσία. Το χρώμα, τέλος, –όπως εξηγεί στο έργο του Περί αισθήσεως και αισθητών– είναι χαρακτηριστικό των ορατών αντικειμένων, και έχει την ικανότητα να θέτει σε κίνηση το διάφανο μέσο.
Το μαύρο και το άσπρο συνιστούν τις θεμελιώδεις ιδιότητες του χρώματος· η ανάμιξή τους σε μια επιφάνεια παράγει τα άλλα χρώματα. Ουσιαστικά, η αριστοτελική θεωρία της οράσεως παρέχει ένα λεξιλόγιο αναφοράς στην λειτουργία των αισθήσεων. Η αρετή της συνίσταται στο ότι αποτελεί μέρος ενός ευρύτατου συστήματος που επιχειρούσε να ερμηνεύσει με συνέπεια τον φυσικό και πνευματικό κόσμο.
Δεν είναι, συνεπώς, παράδοξο ότι τα κύρια χαρακτηριστικά της θεωρίας απαντούν στο Περί ψυχής έργο του Αριστοτέλη, που είναι μια μεγαλειώδης πραγματεία για το σύνολο της ανθρώπινης φύσης. Είναι πάντως ενδιαφέρον ότι στα τέσσερα θεμελιώδη στοιχεία του κόσμου που είχε προτείνει ο Εμπεδοκλής –το νερό, την φωτιά, την γη και τον αέρα– ο Αριστοτέλης αισθάνεται την ανάγκη να προσθέσει ένα πέμπτο: την πεμπτουσία. Η πεμπτουσία είναι σταθερή και αμετάβλητη, και συνδέει κατά κάποιον τρόπο τα άλλα τέσσερα στοιχεία, που βρίσκονται σε συνεχή ροή και συνθέτουν τα πράγματα. Εμπνεόμενος μάλιστα από τους αστερισμούς που παρέμεναν αμετάβλητοι κατά την διάρκεια των αιώνιων διαδρομών τους στον ουρανό, ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η πεμπτουσία είναι φτιαγμένη από την ύλη των αστεριών. «Η υπόθεση αυτή δεν βρίσκεται μακριά από τις αντιλήψεις της σύγχρονης φυσικής», παρατηρεί ο Leonard Shlain, χειρουργός, αλλά και συγγραφέας ενός βιβλίου για την σχέση Φυσικής και Τέχνης. «Η πεμπτουσία», συνεχίζει, «δεν είναι τα αστέρια, αλλά το ίδιο το φως.
Πράγματι: φευγαλέα και αινιγματική, αυτή η πεμπτουσία προκαλεί απορία και σεβασμό σε όλη την διάρκεια της ιστορίας. Είτε πρόκειται για το θαύμα της φωτιάς είτε για τις ζωογόνες ακτίνες του Ήλιου, το φως το ίδιο παραμένει πάντοτε το πιο μυστηριώδες στοιχείο. Κατέχει ξεχωριστή θέση σε όλες τις θρησκείες του κόσμου, και η σύγχρονη φυσική αποκάλυψε ότι αυτό συνδέει τις σημερινές θεμελιώδεις οντότητές της, που είναι πάλι τέσσερεις: ο χώρος, ο χρόνος, η ενέργεια και η ύλη».
Αξίζει άλλωστε να σημειωθεί ότι πρώτος ο Αριστοτέλης κάνει μια σοβαρή προσπάθεια να κατανοήσει το ουράνιο τόξο και την δημιουργία του στον βροχερό ουρανό. Προς τούτο, και παρά τις επιφυλάξεις που είχε εκφράσει, υποθέτει στην Μετεωρολογία του την ύπαρξη ενός είδους οπτικής ακτίνας που ξεκινά από το μάτι. Παρατηρεί, στην συνέχεια, ότι σε μικρά σώματα –όπως, για παράδειγμα, στις σταγόνες δροσιάς που λάμπουν στον Ήλιο– δεν ανακλώνται οι εικόνες των αντικειμένων, αλλά μόνον τα χρώματα. Συμπεραίνει λοιπόν ότι η οπτική ακτίνα φεύγει από το μάτι του παρατηρητή, αναπηδά στις σταγόνες της βροχής που υπάρχουν στα σύννεφα, και κινείται προς την κατεύθυνση του Ήλιου, πίσω από τον παρατηρητή. Στην ερμηνεία του φαινομένου, που εμπλουτίζεται με πολλές λεπτομέρειες, αναγνωρίζει κανείς τα πρώτα ίχνη μιας επιστημονικής μεθόδου. Στους αιώνες πάντως που ακολουθ τις μέρες μας, και η παρουσία των ιδεών του είναι πάντοτε έντονη στον κόσμο της σκέψης και στις ακαδημαϊκές συζητήσεις.
Είναι πάντως αναγκαίο, καθώς ολοκληρώνονται οι αναφορές στην ιστορία του φωτός κατά την εποχή του ελληνικού θαύματος, να υπογραμμισθεί μια αυτονόητη αλήθεια: ότι όσα αναφέρθηκαν εδώ, με συνοπτικό εξ ανάγκης τρόπο, πρέπει να θεωρηθούν απλά ψήγματα ενός κόσμου πλούσιου σε ιδέες και πνευματικά επιτεύγματα. Καθώς όμως τα ψήγματα αυτά εμφανίζονται απομονωμένα και αποσπασματικά, χάνουν συχνά τον συνεκτικό δεσμό τους με το συνολικό έργο του δημιουργού. Μόνον η ίδια η ανάγνωση του Τίμαιου του Πλάτωνα ή του Περί ψυχής του Αριστοτέλη θα αποκαθιστούσε το ειδικό βάρος μιας αναφοράς στην λειτουργία της οράσεως ή ενός μύθου για το φως.
Είναι πάντως ενδιαφέρον ότι, στην ενασχόλησή τους με την επιστήμη, οι Έλληνες αποφεύγουν τους ποσοτικούς υπολογισμούς και κάποιες, απλές έστω, πειραματικές αποδείξεις. «Το γιατί οι Έλληνες», γράφει ο W.K. Guthrie, «παρά την λαμπρότητα του πνεύματός τους, χρησιμοποίησαν τόσο λίγο τις πειραματικές μεθόδους και δεν σημείωσαν καμία πρόοδο στην ανακάλυψη συσκευών για τον έλεγχο των πειραμάτων είναι ένα ερώτημα πολύπλοκο.
Σε κάποια μικρή έκταση, όσοι ακολουθούσαν την ιωνική παράδοση έκαναν χρήση της παρατήρησης αλλά όχι συστηματικά μέχρι την εποχή του Αριστοτέλη, και δεν είχαν ιδέα για το ελεγχόμενο πείραμα. Η κληροδοσία τους έγκειται αλλού: στις εκπληκτικές δυνατότητες που είχαν για επαγωγικούς συλλογισμούς». Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η ερμηνεία της οράσεως, που πρώτος εισήγαγε ο Εμπεδοκλής και προϋπέθετε την ύπαρξη κάποιου είδους οπτικών ακτίνων, επιβίωσε με διάφορες παραλλαγές για πολλούς αιώνες.
Παράλληλη πορεία ακολούθησε η συμπληρωματική –και εν μέρει ανταγωνιστική– θεωρία, η οποία υποστηρίχθηκε από τους ατομιστές φιλοσόφους και απέδιδε την όραση σε είδωλα που ίπτανται στον χώρο μέχρις ότου συλληφθούν από το μάτι και την ψυχή. Όσο για την αριστοτελική αντίληψη περί διαφανούς μέσου, παρά την αυθεντία του εμπνευστή της και ενώ δεν συγκρούεται ουσιαστικά με την ύπαρξη των οπτικών ακτίνων, ελάχιστα επηρεάζει τα πράγματα. Κινείται υπερβολικά στον χώρο του αφηρημένου, και εντάσσεται στην συνολική προσπάθεια του σπουδαίου φιλοσόφου να κατανοήσει ικανοποιητικά τις αισθήσεις.
Από μια άποψη, αυτό αποτέλεσε πραγματική τύχη για την ιστορία του φωτός. Είναι γνωστό ότι οι αυθεντίες, στην επιστήμη όσο και στην ζωή, παρασύρουν εμάς τους άλλους όχι μόνον στις μεγάλες τους ιδέες, αλλά και στα λάθη τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου