ΚΟΡ. ἀλλὰ ποῦ ποτ᾽ ἦν ἀφ᾽ ἡμῶν τὸν πολὺν τοῦτον χρόνον
ἥδε, τοῦθ᾽ ἡμᾶς δίδαξον, ὦ θεῶν εὐνούστατε.
ΕΡ. ὦ σοφώτατοι γεωργοί, τἀμὰ δὴ ξυνίετε
ῥήματ᾽, εἰ βούλεσθ᾽ ἀκοῦσαι τήνδ᾽ ὅπως ἀπώλετο.
605 πρῶτα μέν γ᾽ ἄτης ὑπῆρξε Φειδίας πράξας κακῶς.
εἶτα Περικλέης φοβηθεὶς μὴ μετάσχοι τῆς τύχης,
τὰς φύσεις ὑμῶν δεδοικὼς καὶ τὸν αὐτοδὰξ τρόπον,
πρὶν παθεῖν τι δεινὸν αὐτός, ἐξέφλεξε τὴν πόλιν
ᾗ ᾽μβαλὼν σπινθῆρα μικρὸν Μεγαρικοῦ ψηφίσματος
610 ἐξεφύσησεν τοσοῦτον πόλεμον ὥστε τῷ καπνῷ
πάντας Ἕλληνας δακρῦσαι, τούς τ᾽ ἐκεῖ τούς τ᾽ ἐνθάδε.
ὡς δ᾽ ἅπαξ τὸ πρῶτον ἄκουσ᾽ ἐψόφησεν ἄμπελος
καὶ πίθος πληγεὶς ὑπ᾽ ὀργῆς ἀντελάκτισεν πίθῳ,
οὐκέτ᾽ ἦν οὐδεὶς ὁ παύσων, ἥδε δ᾽ ἠφανίζετο.
615 ΤΡ. ταῦτα τοίνυν μὰ τὸν Ἀπόλλω ᾽γὼ ᾽πεπύσμην οὐδενός,
οὐδ᾽ ὅπως αὐτῇ προσήκοι Φειδίας ἠκηκόη.
ΧΟ. οὐδ᾽ ἔγωγε, πλήν γε νυνί. ταῦτ᾽ ἄρ᾽ εὐπρόσωπος ἦν,
οὖσα συγγενὴς ἐκείνου. πολλά γ᾽ ἡμᾶς λανθάνει.
ΕΡ. κᾆτ᾽ ἐπειδὴ ᾽γνωσαν ὑμᾶς αἱ πόλεις ὧν ἤρχετε
620 ἠγριωμένους ἐπ᾽ ἀλλήλοισι καὶ σεσηρότας,
πάντ᾽ ἐμηχανῶντ᾽ ἐφ᾽ ὑμῖν τοὺς φόρους φοβούμεναι,
κἀνέπειθον τῶν Λακώνων τοὺς μεγίστους χρήμασιν.
οἱ δ᾽ ἅτ᾽ ὄντες αἰσχροκερδεῖς καὶ διειρωνόξενοι
τήνδ᾽ ἀπορρίψαντες αἰσχρῶς τὸν Πόλεμον ἀνήρπασαν·
625 κᾆτα τἀκείνων γε κέρδη τοῖς γεωργοῖς ἦν κακά·
αἱ γὰρ ἐνθένδ᾽ αὖ τριήρεις ἀντιτιμωρούμεναι
οὐδὲν αἰτίων ἂν ἀνδρῶν τὰς κράδας κατήσθιον.
ΤΡ. ἐν δίκῃ μὲν οὖν, ἐπεί τοι τὴν κορώνεών γέ μου
ἐξέκοψαν, ἣν ἐγὼ ᾽φύτευσα κἀξεθρεψάμην.
630 ΧΟ. νὴ Δί᾽, ὦ μέλ᾽, ἐν δίκῃ ‹γε› δῆτ᾽, ἐπεὶ κἀμοῦ λίθον
ἐμβαλόντες ἑξμέδιμνον κυψέλην ἀπώλεσαν.
ΕΡ. κἀνθάδ᾽ ὡς ἐκ τῶν ἀγρῶν ξυνῆλθεν οὑργάτης λεώς,
τὸν τρόπον πωλούμενος τὸν αὐτὸν οὐκ ἐμάνθανεν,
ἀλλ᾽ ἅτ᾽ ὢν ἄνευ γιγάρτων καὶ φιλῶν τὰς ἰσχάδας
635 ἔβλεπεν πρὸς τοὺς λέγοντας· οἱ δὲ γιγνώσκοντες εὖ
τοὺς πένητας ἀσθενοῦντας κἀποροῦντας ἀλφίτων,
τήνδε μὲν δικροῖς ἐώθουν τὴν θεὸν κεκράγμασιν,
πολλάκις φανεῖσαν αὐτὴν τῆσδε τῆς χώρας πόθῳ,
τῶν δὲ συμμάχων ἔσειον τοὺς παχεῖς καὶ πλουσίους,
640 αἰτίαν ἂν προστιθέντες, ὡς φρονοῖ τὰ Βρασίδου.
εἶτ᾽ ἂν ὑμεῖς τοῦτον ὥσπερ κυνίδι᾽ ἐσπαράττετε·
ἡ πόλις γὰρ ὠχριῶσα κἀν φόβῳ καθημένη,
ἅττα διαβάλοι τις αὐτῇ, ταῦτ᾽ ἂν ἥδιστ᾽ ἤσθιεν.
οἱ δὲ τὰς πληγὰς ὁρῶντες ἃς ἐτύπτονθ᾽, οἱ ξένοι,
645 χρυσίῳ τῶν ταῦτα ποιούντων ἐβύνουν τὸ στόμα,
ὥστ᾽ ἐκείνους μὲν ποῆσαι πλουσίους, ἡ δ᾽ Ἑλλὰς αὖ
ἐξερημωθεῖσ᾽ ἂν ὑμᾶς ἔλαθε. ταῦτα δ᾽ ἦν ὁ δρῶν
βυρσοπώλης. ΤΡ. παῦε παῦ᾽, ὦ δέσποθ᾽ Ἑρμῆ, μὴ λέγε,
ἀλλ᾽ ἔα τὸν ἄνδρ᾽ ἐκεῖνον οὗπέρ ἐστ᾽ εἶναι κάτω·
650 οὐ γὰρ ἡμέτερος ἔτ᾽ ἔστ᾽ ἐκεῖνος ἁνήρ, ἀλλὰ σός.
ἅττ᾽ ἂν οὖν λέγῃς ἐκεῖνον,
κεἰ πανοῦργος ἦν, ὅτ᾽ ἔζη,
καὶ λάλος καὶ συκοφάντης
καὶ κύκηθρον καὶ τάρακτρον,
655 ταῦθ᾽ ἁπαξάπαντα νυνὶ
τοὺς σεαυτοῦ λοιδορεῖς.
***
ΚΟΡ. Μα η Ειρήνη τόσα χρόνια που έλειπε μακριά από μας
πού βρισκόταν; Μάθε μας το, εσύ καλόβουλε θεέ.
ΕΡΜ. Αν ν᾽ ακούσετε ποθείτε πώς η Ειρήνη χάθηκε,
νιώστε αυτά που θα ιστορήσω, μυαλωμένοι εσείς γεωργοί.
Του Φειδία η ατυχία πρώτη στάθηκε αφορμή.
Απ᾽ το φόβο μήπως μπλέξει, κι ο ίδιος τότε ο Περικλής,
που ήξερε το φυσικό σας, πως δαγκώνετε σκληρά,
πριν την πάθει κι ο ίδιος, βάζει στην Αθήνα πυρκαγιά
με το ψήφισμά του εκείνο το μεγαρικό· μικρή
610 σπίθα, μα φυσάει, κι οι φλόγες του πολέμου φούντωσαν,
κι έπνιξε όλη την Ελλάδα πέρα ως πέρα πια ο καπνός.
Κι όταν βρόντηξε το κλήμα στη φωτιά, και με θυμό,
χτυπημένα τα πιθάρια, το ᾽να τ᾽ άλλο κλότσησαν,
τότε ποιός τα σταματάει; Κι έγινε άφαντη η θεά!
ΤΡΥ. Τέτοιο πράμα δε μου το ᾽πε, μα το θεό, ποτέ κανείς
ή πως είχε καμιά σχέση ο Φειδίας ποτέ μ᾽ αυτή.
ΚΟΡ. Και για με πρωτάκουστο είναι. Μα γι᾽ αυτό είναι κι όμορφη·
βλέπετε, συγγένισσά του. Πόσα μας ξεφεύγουνε!
ΕΡΜ. Τότε οι πόλεις που η Αθήνα κυβερνούσε, βλέποντας
620 τέτοιο αγρίεμα μεταξύ σας, τέτοιο τρίξιμο δοντιών,
εναντίον της πάνε —οι φόροι, βλέπετε, τις τρόμαζαν—
και μπουκώνανε με χρήμα τους τρανούς των Σπαρτιατών.
Εκμεταλλευτές των ξένων κι από κέρδους πόθο αισχρό,
την Ειρήνη αυτοί αποδιώχνουν και στον Πόλεμο κολλούν·
όμως του τρανού τα κέρδη στον αγρότη ήταν ζημιά·
τρέχει ο αθηναίικος στόλος στους λακωνικούς γιαλούς
και συκιές αθώων ανθρώπων τις χαλά για εκδίκηση.
ΤΡΥ. Τι καλά! Μια μαύρη εκείνοι μου ρημάξανε συκιά,
που την είχα εγώ φυτέψει και την είχα πώς και πώς.
630 ΚΟΡ. Ναι, σωστό το λες· κι εμένα μου πετροβολήσανε
και μου σπάσαν ένα κιούπι του σταριού εξαμέδιμνο.
ΕΡΜ. Κι όταν οι ξωμάχοι μέσα στην Αθήνα κλείστηκαν,
δεν το νιώθανε πως έτσι τους κορόιδευαν κι αυτούς·
θέλαν σύκα και σταφίδες, αλλά πού; στους ρήτορες
τότε ρίχναν τις ματιές τους· κι αυτοί, ξέροντας καλά
πως ανήμποροι οι φτωχοί ᾽ταν και δεν είχανε ψωμί,
με κραξιές, σα με διχάλες, σπρώχνανε έξω τη θεά,
που συχνά μονάχη ερχόταν απ᾽ τον πόθο αυτής της γης·
κι όσοι σύμμαχοι ήταν πλούσιοι και γεροί, τους τάραζαν
640 γράφοντας στη μήνυσή τους πως φιλολακώνιζαν.
Και το θύμα αυτό σα σκύλοι εσείς το κομματιάζατε·
γιατί η πόλη αλαλιασμένη, κιτρινιάρα, μουλωχτή,
έχαφτε ό,τι της πετούσαν κι έλεγε κι ευχαριστώ.
Βλέποντας το ξύλο οι ξένοι που έπεφτε, βουλώνανε
με λεφτά το στόμα εκείνων που τους έκαναν αυτά·
κι έτσι εκείνοι θησαυρίσαν, μα η Ελλάδα ρήμαξε
δίχως να το νιώσετε. Όλων τούτων ένας ο αυτουργός,
ένας τομαράς. ΤΡΥ. Αχ πάψε, μη μιλάς, Ερμή, γι᾽ αυτόν·
άφησέ τονε στον κάτω κόσμο εκεί που βρίσκεται·
650 τώρα, φίλε, είναι δικός σου, δεν ανήκει πια σ᾽ εμάς.
Όσα κι αν του ψάλεις τώρα,
πως, σα ζούσε, ήταν αχρείος,
φαφλατάς και καταδότης,
σκανταλοανακατωσούρης,
όλα είναι βρισιές για κάποιον
που σου ανήκει τώρα πια.
ἥδε, τοῦθ᾽ ἡμᾶς δίδαξον, ὦ θεῶν εὐνούστατε.
ΕΡ. ὦ σοφώτατοι γεωργοί, τἀμὰ δὴ ξυνίετε
ῥήματ᾽, εἰ βούλεσθ᾽ ἀκοῦσαι τήνδ᾽ ὅπως ἀπώλετο.
605 πρῶτα μέν γ᾽ ἄτης ὑπῆρξε Φειδίας πράξας κακῶς.
εἶτα Περικλέης φοβηθεὶς μὴ μετάσχοι τῆς τύχης,
τὰς φύσεις ὑμῶν δεδοικὼς καὶ τὸν αὐτοδὰξ τρόπον,
πρὶν παθεῖν τι δεινὸν αὐτός, ἐξέφλεξε τὴν πόλιν
ᾗ ᾽μβαλὼν σπινθῆρα μικρὸν Μεγαρικοῦ ψηφίσματος
610 ἐξεφύσησεν τοσοῦτον πόλεμον ὥστε τῷ καπνῷ
πάντας Ἕλληνας δακρῦσαι, τούς τ᾽ ἐκεῖ τούς τ᾽ ἐνθάδε.
ὡς δ᾽ ἅπαξ τὸ πρῶτον ἄκουσ᾽ ἐψόφησεν ἄμπελος
καὶ πίθος πληγεὶς ὑπ᾽ ὀργῆς ἀντελάκτισεν πίθῳ,
οὐκέτ᾽ ἦν οὐδεὶς ὁ παύσων, ἥδε δ᾽ ἠφανίζετο.
615 ΤΡ. ταῦτα τοίνυν μὰ τὸν Ἀπόλλω ᾽γὼ ᾽πεπύσμην οὐδενός,
οὐδ᾽ ὅπως αὐτῇ προσήκοι Φειδίας ἠκηκόη.
ΧΟ. οὐδ᾽ ἔγωγε, πλήν γε νυνί. ταῦτ᾽ ἄρ᾽ εὐπρόσωπος ἦν,
οὖσα συγγενὴς ἐκείνου. πολλά γ᾽ ἡμᾶς λανθάνει.
ΕΡ. κᾆτ᾽ ἐπειδὴ ᾽γνωσαν ὑμᾶς αἱ πόλεις ὧν ἤρχετε
620 ἠγριωμένους ἐπ᾽ ἀλλήλοισι καὶ σεσηρότας,
πάντ᾽ ἐμηχανῶντ᾽ ἐφ᾽ ὑμῖν τοὺς φόρους φοβούμεναι,
κἀνέπειθον τῶν Λακώνων τοὺς μεγίστους χρήμασιν.
οἱ δ᾽ ἅτ᾽ ὄντες αἰσχροκερδεῖς καὶ διειρωνόξενοι
τήνδ᾽ ἀπορρίψαντες αἰσχρῶς τὸν Πόλεμον ἀνήρπασαν·
625 κᾆτα τἀκείνων γε κέρδη τοῖς γεωργοῖς ἦν κακά·
αἱ γὰρ ἐνθένδ᾽ αὖ τριήρεις ἀντιτιμωρούμεναι
οὐδὲν αἰτίων ἂν ἀνδρῶν τὰς κράδας κατήσθιον.
ΤΡ. ἐν δίκῃ μὲν οὖν, ἐπεί τοι τὴν κορώνεών γέ μου
ἐξέκοψαν, ἣν ἐγὼ ᾽φύτευσα κἀξεθρεψάμην.
630 ΧΟ. νὴ Δί᾽, ὦ μέλ᾽, ἐν δίκῃ ‹γε› δῆτ᾽, ἐπεὶ κἀμοῦ λίθον
ἐμβαλόντες ἑξμέδιμνον κυψέλην ἀπώλεσαν.
ΕΡ. κἀνθάδ᾽ ὡς ἐκ τῶν ἀγρῶν ξυνῆλθεν οὑργάτης λεώς,
τὸν τρόπον πωλούμενος τὸν αὐτὸν οὐκ ἐμάνθανεν,
ἀλλ᾽ ἅτ᾽ ὢν ἄνευ γιγάρτων καὶ φιλῶν τὰς ἰσχάδας
635 ἔβλεπεν πρὸς τοὺς λέγοντας· οἱ δὲ γιγνώσκοντες εὖ
τοὺς πένητας ἀσθενοῦντας κἀποροῦντας ἀλφίτων,
τήνδε μὲν δικροῖς ἐώθουν τὴν θεὸν κεκράγμασιν,
πολλάκις φανεῖσαν αὐτὴν τῆσδε τῆς χώρας πόθῳ,
τῶν δὲ συμμάχων ἔσειον τοὺς παχεῖς καὶ πλουσίους,
640 αἰτίαν ἂν προστιθέντες, ὡς φρονοῖ τὰ Βρασίδου.
εἶτ᾽ ἂν ὑμεῖς τοῦτον ὥσπερ κυνίδι᾽ ἐσπαράττετε·
ἡ πόλις γὰρ ὠχριῶσα κἀν φόβῳ καθημένη,
ἅττα διαβάλοι τις αὐτῇ, ταῦτ᾽ ἂν ἥδιστ᾽ ἤσθιεν.
οἱ δὲ τὰς πληγὰς ὁρῶντες ἃς ἐτύπτονθ᾽, οἱ ξένοι,
645 χρυσίῳ τῶν ταῦτα ποιούντων ἐβύνουν τὸ στόμα,
ὥστ᾽ ἐκείνους μὲν ποῆσαι πλουσίους, ἡ δ᾽ Ἑλλὰς αὖ
ἐξερημωθεῖσ᾽ ἂν ὑμᾶς ἔλαθε. ταῦτα δ᾽ ἦν ὁ δρῶν
βυρσοπώλης. ΤΡ. παῦε παῦ᾽, ὦ δέσποθ᾽ Ἑρμῆ, μὴ λέγε,
ἀλλ᾽ ἔα τὸν ἄνδρ᾽ ἐκεῖνον οὗπέρ ἐστ᾽ εἶναι κάτω·
650 οὐ γὰρ ἡμέτερος ἔτ᾽ ἔστ᾽ ἐκεῖνος ἁνήρ, ἀλλὰ σός.
ἅττ᾽ ἂν οὖν λέγῃς ἐκεῖνον,
κεἰ πανοῦργος ἦν, ὅτ᾽ ἔζη,
καὶ λάλος καὶ συκοφάντης
καὶ κύκηθρον καὶ τάρακτρον,
655 ταῦθ᾽ ἁπαξάπαντα νυνὶ
τοὺς σεαυτοῦ λοιδορεῖς.
***
ΚΟΡ. Μα η Ειρήνη τόσα χρόνια που έλειπε μακριά από μας
πού βρισκόταν; Μάθε μας το, εσύ καλόβουλε θεέ.
ΕΡΜ. Αν ν᾽ ακούσετε ποθείτε πώς η Ειρήνη χάθηκε,
νιώστε αυτά που θα ιστορήσω, μυαλωμένοι εσείς γεωργοί.
Του Φειδία η ατυχία πρώτη στάθηκε αφορμή.
Απ᾽ το φόβο μήπως μπλέξει, κι ο ίδιος τότε ο Περικλής,
που ήξερε το φυσικό σας, πως δαγκώνετε σκληρά,
πριν την πάθει κι ο ίδιος, βάζει στην Αθήνα πυρκαγιά
με το ψήφισμά του εκείνο το μεγαρικό· μικρή
610 σπίθα, μα φυσάει, κι οι φλόγες του πολέμου φούντωσαν,
κι έπνιξε όλη την Ελλάδα πέρα ως πέρα πια ο καπνός.
Κι όταν βρόντηξε το κλήμα στη φωτιά, και με θυμό,
χτυπημένα τα πιθάρια, το ᾽να τ᾽ άλλο κλότσησαν,
τότε ποιός τα σταματάει; Κι έγινε άφαντη η θεά!
ΤΡΥ. Τέτοιο πράμα δε μου το ᾽πε, μα το θεό, ποτέ κανείς
ή πως είχε καμιά σχέση ο Φειδίας ποτέ μ᾽ αυτή.
ΚΟΡ. Και για με πρωτάκουστο είναι. Μα γι᾽ αυτό είναι κι όμορφη·
βλέπετε, συγγένισσά του. Πόσα μας ξεφεύγουνε!
ΕΡΜ. Τότε οι πόλεις που η Αθήνα κυβερνούσε, βλέποντας
620 τέτοιο αγρίεμα μεταξύ σας, τέτοιο τρίξιμο δοντιών,
εναντίον της πάνε —οι φόροι, βλέπετε, τις τρόμαζαν—
και μπουκώνανε με χρήμα τους τρανούς των Σπαρτιατών.
Εκμεταλλευτές των ξένων κι από κέρδους πόθο αισχρό,
την Ειρήνη αυτοί αποδιώχνουν και στον Πόλεμο κολλούν·
όμως του τρανού τα κέρδη στον αγρότη ήταν ζημιά·
τρέχει ο αθηναίικος στόλος στους λακωνικούς γιαλούς
και συκιές αθώων ανθρώπων τις χαλά για εκδίκηση.
ΤΡΥ. Τι καλά! Μια μαύρη εκείνοι μου ρημάξανε συκιά,
που την είχα εγώ φυτέψει και την είχα πώς και πώς.
630 ΚΟΡ. Ναι, σωστό το λες· κι εμένα μου πετροβολήσανε
και μου σπάσαν ένα κιούπι του σταριού εξαμέδιμνο.
ΕΡΜ. Κι όταν οι ξωμάχοι μέσα στην Αθήνα κλείστηκαν,
δεν το νιώθανε πως έτσι τους κορόιδευαν κι αυτούς·
θέλαν σύκα και σταφίδες, αλλά πού; στους ρήτορες
τότε ρίχναν τις ματιές τους· κι αυτοί, ξέροντας καλά
πως ανήμποροι οι φτωχοί ᾽ταν και δεν είχανε ψωμί,
με κραξιές, σα με διχάλες, σπρώχνανε έξω τη θεά,
που συχνά μονάχη ερχόταν απ᾽ τον πόθο αυτής της γης·
κι όσοι σύμμαχοι ήταν πλούσιοι και γεροί, τους τάραζαν
640 γράφοντας στη μήνυσή τους πως φιλολακώνιζαν.
Και το θύμα αυτό σα σκύλοι εσείς το κομματιάζατε·
γιατί η πόλη αλαλιασμένη, κιτρινιάρα, μουλωχτή,
έχαφτε ό,τι της πετούσαν κι έλεγε κι ευχαριστώ.
Βλέποντας το ξύλο οι ξένοι που έπεφτε, βουλώνανε
με λεφτά το στόμα εκείνων που τους έκαναν αυτά·
κι έτσι εκείνοι θησαυρίσαν, μα η Ελλάδα ρήμαξε
δίχως να το νιώσετε. Όλων τούτων ένας ο αυτουργός,
ένας τομαράς. ΤΡΥ. Αχ πάψε, μη μιλάς, Ερμή, γι᾽ αυτόν·
άφησέ τονε στον κάτω κόσμο εκεί που βρίσκεται·
650 τώρα, φίλε, είναι δικός σου, δεν ανήκει πια σ᾽ εμάς.
Όσα κι αν του ψάλεις τώρα,
πως, σα ζούσε, ήταν αχρείος,
φαφλατάς και καταδότης,
σκανταλοανακατωσούρης,
όλα είναι βρισιές για κάποιον
που σου ανήκει τώρα πια.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου