Οι άνθρωποι φεύγουν άνθρωπε. Φεύγουν και πίσω μένουν ένα σωρό άψυχα αντικείμενα μαζί με εκείνες τις αμέτρητες άδειες καρέκλες που στοιχειώνουν τη μνήμη σου στο παρόν μεγαλώνοντας. Σε μαγνητίζουν να τις κοιτάς κάθε που νιώθεις μοναξιά αναπολώντας όλες εκείνες τις στιγμές που πέρασαν μ ‘αγαπημένα πρόσωπα να τις γεμίζουν.
Άνθρωπε· οι άνθρωποι φεύγουν. Πάντα θα φεύγουνε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Πάντα μια πόρτα ανοιχτή θα τους μαγνητίζει και θα σκέφτονται τι να κρύβει άραγε πίσω της. Κάθε μια μισόκλειστη πόρτα θα κρύβει πάντα από πίσω της ακόμη ένα άγνωστο για μας δρόμο. Κι εμείς· σαν μαγνητισμένοι υπνοβάτες θα πηγαίνουμε με μάτια κλειστά να την ανοίξουμε. Κι ας κρύβει σκοτάδια, ας κρύβει μια γλυκόπικρη ευτυχία, εμείς θα θέλουμε να γευτούμε τον κόσμο αυτό που μόλις ήρθε στο διάβα μας.
Φεύγουν οι άνθρωποι. Γιατί τους παίρνει ο χρόνος μαζί τους. Γιατί μετρά πάντα αντίστροφα σε κάθε μας χαρά και λύπη. Ένα πελώριο αθόρυβο ρολόι. Μια ξαφνική και δύσκολη πραγματικότητα. Ένα όνειρο που με τον χειρότερο τρόπο καταλαβαίνουμε πως έχει φτάσει στο τέλος του. Και εμείς, σε άδεια δωμάτια, γεμάτα στιγμές, μαζί με εκείνα τα άψυχα πια αντικείμενα, προσπαθούμε να δώσουμε ξανά ζωή στην έρημη καρδιά μας.
Φεύγουν οι άνθρωποι γύρω μας. Μα φεύγοντας, έχουν στα χέρια κάτι πελώρια κομμάτια της καρδιάς μας να τους κρατούν συντροφιά στη διαδρομή. Κάθε που νιώθουν μοναξιά τα κρατάνε ακόμα πιο σφιχτά για να μη χάσουν στιγμή στη διαδρομή αυτή. Σαν να ’χουν τον μεγαλύτερο θησαυρό σ΄ αυτά τα ταλαιπωρημένα τους χέρια. Φεύγουν και μονάχα αυτά τα κομμάτια κρατάνε. Κανένα από τα άψυχα κι αμέτρητα αντικείμενα που μένουνε πίσω στα κλειστά και ερειπωμένα δωμάτια δεν κρατάνε.
Οι άνθρωποι πάντα θα φεύγουν, άνθρωπε. Γιατί κανείς δεν ξέρει το ξημέρωμα της επόμενης μέρας πώς θα τον βρει. Κανείς δεν ξέρει σε πόσα κομμάτια μπορεί να σπάσει η καρδιά μας με ένα απλό τηλεφώνημα. Κανείς δεν ξέρει πόσες ευκαιρίες έχασε να πει εκείνα τα σ’ αγαπώ που θεωρούσε δεδομένα. Κανείς δεν θα μάθει ποτέ πόσος αλήθεια είναι ο χρόνος που έχουμε με τον άλλο.
Μα άνθρωπε, το τώρα, είναι το μοναδικό όπλο που έχεις στα χέρια. Το σήμερα σου φωνάζει να πεις όλα εκείνα τα ανείπωτα που κράτησες κρυμμένα. Κι άσε το αύριο να περιμένει, άνθρωπε. Άστο να έρθει και να σε βρει γεμάτο από στιγμές που ρίσκαρες στο χτες. Άστο να έρθει αβίαστα. Μην λησμονάς κάτι που δεν έζησες ακόμη.
Γιατί αλήθεια, άνθρωπε· χωρίς αυτούς που αγαπάς, όλα τα αντικείμενα αυτά θα χάσουν κάθε αξία. Θα εξακολουθούν να ανήκουν σ ‘αυτούς που έφυγαν μα πίσω δεν γυρίζουν. Θα γίνουν φυλακές σε κάθε γωνιά του μυαλού. Κι όταν πια αργά το καταλάβεις, τίποτα δεν έχει μεγαλύτερη αξία σε ετούτη τη ζωή απ’ το να αγαπάς και να αγαπιέσαι.
Άνθρωπε· οι άνθρωποι φεύγουν. Πάντα θα φεύγουνε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Πάντα μια πόρτα ανοιχτή θα τους μαγνητίζει και θα σκέφτονται τι να κρύβει άραγε πίσω της. Κάθε μια μισόκλειστη πόρτα θα κρύβει πάντα από πίσω της ακόμη ένα άγνωστο για μας δρόμο. Κι εμείς· σαν μαγνητισμένοι υπνοβάτες θα πηγαίνουμε με μάτια κλειστά να την ανοίξουμε. Κι ας κρύβει σκοτάδια, ας κρύβει μια γλυκόπικρη ευτυχία, εμείς θα θέλουμε να γευτούμε τον κόσμο αυτό που μόλις ήρθε στο διάβα μας.
Φεύγουν οι άνθρωποι. Γιατί τους παίρνει ο χρόνος μαζί τους. Γιατί μετρά πάντα αντίστροφα σε κάθε μας χαρά και λύπη. Ένα πελώριο αθόρυβο ρολόι. Μια ξαφνική και δύσκολη πραγματικότητα. Ένα όνειρο που με τον χειρότερο τρόπο καταλαβαίνουμε πως έχει φτάσει στο τέλος του. Και εμείς, σε άδεια δωμάτια, γεμάτα στιγμές, μαζί με εκείνα τα άψυχα πια αντικείμενα, προσπαθούμε να δώσουμε ξανά ζωή στην έρημη καρδιά μας.
Φεύγουν οι άνθρωποι γύρω μας. Μα φεύγοντας, έχουν στα χέρια κάτι πελώρια κομμάτια της καρδιάς μας να τους κρατούν συντροφιά στη διαδρομή. Κάθε που νιώθουν μοναξιά τα κρατάνε ακόμα πιο σφιχτά για να μη χάσουν στιγμή στη διαδρομή αυτή. Σαν να ’χουν τον μεγαλύτερο θησαυρό σ΄ αυτά τα ταλαιπωρημένα τους χέρια. Φεύγουν και μονάχα αυτά τα κομμάτια κρατάνε. Κανένα από τα άψυχα κι αμέτρητα αντικείμενα που μένουνε πίσω στα κλειστά και ερειπωμένα δωμάτια δεν κρατάνε.
Οι άνθρωποι πάντα θα φεύγουν, άνθρωπε. Γιατί κανείς δεν ξέρει το ξημέρωμα της επόμενης μέρας πώς θα τον βρει. Κανείς δεν ξέρει σε πόσα κομμάτια μπορεί να σπάσει η καρδιά μας με ένα απλό τηλεφώνημα. Κανείς δεν ξέρει πόσες ευκαιρίες έχασε να πει εκείνα τα σ’ αγαπώ που θεωρούσε δεδομένα. Κανείς δεν θα μάθει ποτέ πόσος αλήθεια είναι ο χρόνος που έχουμε με τον άλλο.
Μα άνθρωπε, το τώρα, είναι το μοναδικό όπλο που έχεις στα χέρια. Το σήμερα σου φωνάζει να πεις όλα εκείνα τα ανείπωτα που κράτησες κρυμμένα. Κι άσε το αύριο να περιμένει, άνθρωπε. Άστο να έρθει και να σε βρει γεμάτο από στιγμές που ρίσκαρες στο χτες. Άστο να έρθει αβίαστα. Μην λησμονάς κάτι που δεν έζησες ακόμη.
Γιατί αλήθεια, άνθρωπε· χωρίς αυτούς που αγαπάς, όλα τα αντικείμενα αυτά θα χάσουν κάθε αξία. Θα εξακολουθούν να ανήκουν σ ‘αυτούς που έφυγαν μα πίσω δεν γυρίζουν. Θα γίνουν φυλακές σε κάθε γωνιά του μυαλού. Κι όταν πια αργά το καταλάβεις, τίποτα δεν έχει μεγαλύτερη αξία σε ετούτη τη ζωή απ’ το να αγαπάς και να αγαπιέσαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου