Ο Δίας είχε δει την Αλκμήνη, του άρεσε και αποφάσισε να την κάνει δική του. Αυτή τη φορά δεν ήταν από τυχαία επιθυμία, όπως με τόσες άλλες θνητές γυναίκες, αλλά γιατί ήθελε να κάνει μαζί της τον πιο δυνατό και τον πιο γενναίο ανάμεσα στους θνητούς, αυτόν που θα γινόταν λυτρωτής των ανθρώπων από τα δεινά. Αυτό ήθελε να γίνει πριν γυρίσει ο Αμφιτρύωνας, γι’ αυτό βρήκε τώρα που έλειπε στην εκστρατεία κατά των Ταφίων. Επειδή όμως καταλάβαινε ότι η Αλκμήνη θα ήθελε να μείνει πιστή στον Αμφιτρύωνα, μεταχειρίστηκε απάτη για να τον δεχτεί στο δωμάτιό της. Πήρε τη μορφή του Αμφιτρύωνα, όπως θα ήταν καθώς θα γύριζε από την εκστρατεία, και το βράδυ εμφανίστηκε στην πόρτα της, ενώ γύρω του έβρεχε χρυσή βροχή. Στο χέρι του κρατούσε ένα χρυσό κύπελλο, το καρχήσιο, και ένα περιδέραιο, σαν και εκείνο που είχε δώσει κάποτε στην Ευρώπη, δώρα που τα πρόσφερε γιο την ερωτική νύχτα. Η Αλκμήνη ξεγελάστηκε και νόμισε πως ήταν ο Αμφιτρύωνας, γι’ αυτό και του ζήτησε να της διηγηθεί και για την εκστρατεία στους Τηλεβόες. Ο Δίας της διηγήθηκε όλο όσα έγιναν και την διαβεβαίωσε πως πια είχε πάρει εκδίκηση για το θάνατο των αδελφών της. Συγχρόνως της έδωσε το χρυσό κύπελλο και της είπε ότι του το έδωσαν δώρο τιμητικό οι στρατιώτες από το λάφυρο που πήραν. Της είπε ακόμα ότι το κύπελλο αυτό το είχε κάνει δώρο ο Ποσειδώνας στον Τηλεβόα και από αυτόν το κληρονόμησε ο Πτερέλαος. Μετά από όλες αυτές τις εξηγήσεις ο Δίας ενώθηκε μαζί της. Προηγουμένως όμως παρακάλεσε τον ήλιο να μη βγει για τρεις μέρες. Έτσι η νύχτα αυτή κράτησε όσο τρεις νύχτες. Γι’ αυτό και ο Ηρακλής, που γεννήθηκε από τη νύχτα αυτή, λεγόταν και “τριέσπερος”, γατί χρειάστηκαν τρεις νύχτες για τη σύλληψή του, ή και “τρισέληνος”, γιατί βγήκε τρεις φορές απανωτά το φεγγάρι χωρίς να γίνει μέρα. Μετά ο Δίας εξαφανίστηκε.
Την ίδια νύχτα όμως γύρισε και ο Αμφιτρύωνας από τον πόλεμο και περίμενε να τον υποδεχτεί η Αλκμήνη με ανυπομονησία και πόθο. Διαπίστωσε όμως, όταν κοιμήθηκε μαζί της, ότι δεν ήταν τρυφερή μαζί του, δυσαρεστήθηκε πολύ και ζήτησε να μάθει το λόγο. Η Αλκμήνη παραξενεύτηκε, και με τη σειρά της τον ρώτησε γιατί παραπονιόταν αφού πριν λίγο είχε πλαγιάσει μαζί της και μάλιστα της έφερε και δώρο το χρυσό κύπελλο. Ο Αμφιτρύωνας όμως το αρνιόταν και ορκιζόταν πως δεν είχε ξανάρθει το ίδιο βράδυ στο δωμάτιό της και δεν της είχε δώσει κανένα χρυσό κύπελλο. Απόδειξη για όλα αυτά, έλεγε, ήταν ότι το χρυσό κύπελλο που της έφερνε δώρο από τα λάφυρα βρισκόταν ακόμα μέσα στο κιβώτιό του. Όταν όμως άνοιξε το κιβώτιο για να της δείξει το κύπελλο, δεν βρήκε τίποτα μέσα και έτσι φάνηκε πως είχε δίκιο η Αλκμήνη. Ο Αμφιτρύωνας δεν ήξερε πια τι να βάλει με το νου του. Στην αμηχανία του κατέφυγε στο μάντη Τειρεσία, ο οποίος του φανέρωσε ότι ο Δίας είχε έρθει με τη δική του μορφή και είχε κοιμηθεί με την Αλκμήνη. Έτσι τη μακριά αυτή νύχτα η Αλκμήνη ενώθηκε με τον Δια, που έσπειρε τον Ηρακλή, και με τον Αμφιτρύωνα, από τον οποίο συνέλαβε τον Ιφικλή, που ήταν μια νύχτα νεότερος από τον Ηρακλή.
Οι μήνες περνούσαν και έφτασε ο καιρός να γεννηθεί ο Ηρακλής. Η Ήρα είχε μάθει όμως την απιστία του Δια και έβαλε στο μυαλό της να εκδικηθεί τον άπιστο σύζυγο, εξαπατώντας τον όπως τo συνήθιζε. Τη μέρα λοιπόν που θα γεννούσε η Αλκμήνη, ο Δίας φώναξε τους άλλους θεούς γύρω του στον Όλυμπο και καυχήθηκε πως το παιδί που θα έφερνε τη μέρα εκείνη στο φως η Ειλείθυια, η θεά της γέννας, θα εξουσίαζε όλους τους άλλους, γιατί θα ήταν από τους άντρες που ο η γενιά τους κρατάει από τον ίδιο. Η Ήρα όμως, που είχε βάλει κιόλας στο μυαλό της ένα σχέδιο για να τον εξαπατήσει, καμώθηκε πως δεν τον πίστευε και τον προκάλεσε να ορκιστεί ότι πραγματικά αυτός που τη μέρα εκείνη θα έπεφτε ανάμεσα στα πόδια της μάνας του, θα κυριαρχούσε σε όλους τους γείτονες. Ο Δίας δεν έβαλε τίποτα στο νου του, γατί δεν φαντάστηκε τους δολερούς σκοπούς της Ήρας, και έκανε τον πιο δυνατό όρκο. Μόλις έγινε αυτό, αμέσως έφυγε η Ήρα από τον Όλυμπο και πήγε στο Άργος, όπου η Νικίππη, η γυναίκα του Σθένελου, βρισκόταν στον έβδομο μήνα της. Σκοπός της εκδίκησης της Ήρας ήταν να μην εξουσιάσει ο Ηρακλής- αυτό όμως θα γινόταν μόνο αν δεν γεννιόταν πρώτος τη μέρα εκείνη, αλλά τον προλάβαινε κάποιος άλλος. Η Ήρα διάλεξε το γιο του Σθένελου. Τώρα έπρεπε από τη μια να καθυστερήσει τη γέννα της Αλκμήνης, που ήταν κιόλας στην ώρα της, και από την άλλη να επιταχύνει τη γέννα της Νικίππης. Διέταξε λοιπόν τις Μοίρες και την Ειλείθυια, που είχαν καθίσει κιόλας μπροστά από το δωμάτιο της Αλκμήνης περιμένοντάς την να γεννήσει, να καθυστερήσουν τη γέννηση του Ηρακλή ώσπου να γεννήσει η Νικίππη. Αυτές κάθισαν τότε κάτω και έδεσαν τα χέρια τους γύρω από τα γόνατα για να «δέσουν» τους πόνους της Αλκμήνης και να την εμποδίσουν να γεννήσει, ενώ επιτάχυναν τους πόνους της Νικίππης, ώστε να γεννήσει τον Ευρυσθέα πριν της ώρας του, στους εφτά μήνες. Καθώς όμως οι Μοίρες και η Ειλείθυια κάθονταν με σταυρωμένα τα χέρια εμποδίζοντας έτσι την Αλκμήνη, πέρασε μια νυφίτσα από μπροστά τους και τότε αυτές τρόμαξαν και έλυσαν τα χέρια τους. Αμέσως «λύθηκαν» και οι πόνοι της Αλκμήνης και γεννήθηκε ο Ηρακλής. (Από το γεγονός αυτό διηγούνταν αργότερα πως η πρώτη τροφός του Ηρακλή ήταν μια νυφίτσα). Παρ’ όλα αυτά η Ήρα είχε πετύχει το σκοπό της: στο μεταξύ είχε προλάβει να γεννηθεί ο Ευρυσθέας και σύμφωνα με τον όρκο που είχε δώσει ο Δίας – και που δεν μπορούσε να τον πάρει πίσω – έπρεπε αυτός να τους εξουσιάζει όλους και ο Ηρακλής να υπηρετήσει τον Ευρυσθέα. Από το γεγονός αυτό προήλθε η παροιμία «τετράδι γέγονας» που λέγεται για όσους κοπιάζουν και υπηρετούν άλλους, επειδή ο Ηρακλής με το να γεννηθεί την τέταρτη μέρα έπρεπε να κοπιάζει για τον Ευρυσθέα. Μια μέρα μετά τον Ηρακλή γεννήθηκε και ο γιος του Αμφιτρύωνα, ο Ιφικλής.
Την ίδια νύχτα όμως γύρισε και ο Αμφιτρύωνας από τον πόλεμο και περίμενε να τον υποδεχτεί η Αλκμήνη με ανυπομονησία και πόθο. Διαπίστωσε όμως, όταν κοιμήθηκε μαζί της, ότι δεν ήταν τρυφερή μαζί του, δυσαρεστήθηκε πολύ και ζήτησε να μάθει το λόγο. Η Αλκμήνη παραξενεύτηκε, και με τη σειρά της τον ρώτησε γιατί παραπονιόταν αφού πριν λίγο είχε πλαγιάσει μαζί της και μάλιστα της έφερε και δώρο το χρυσό κύπελλο. Ο Αμφιτρύωνας όμως το αρνιόταν και ορκιζόταν πως δεν είχε ξανάρθει το ίδιο βράδυ στο δωμάτιό της και δεν της είχε δώσει κανένα χρυσό κύπελλο. Απόδειξη για όλα αυτά, έλεγε, ήταν ότι το χρυσό κύπελλο που της έφερνε δώρο από τα λάφυρα βρισκόταν ακόμα μέσα στο κιβώτιό του. Όταν όμως άνοιξε το κιβώτιο για να της δείξει το κύπελλο, δεν βρήκε τίποτα μέσα και έτσι φάνηκε πως είχε δίκιο η Αλκμήνη. Ο Αμφιτρύωνας δεν ήξερε πια τι να βάλει με το νου του. Στην αμηχανία του κατέφυγε στο μάντη Τειρεσία, ο οποίος του φανέρωσε ότι ο Δίας είχε έρθει με τη δική του μορφή και είχε κοιμηθεί με την Αλκμήνη. Έτσι τη μακριά αυτή νύχτα η Αλκμήνη ενώθηκε με τον Δια, που έσπειρε τον Ηρακλή, και με τον Αμφιτρύωνα, από τον οποίο συνέλαβε τον Ιφικλή, που ήταν μια νύχτα νεότερος από τον Ηρακλή.
Οι μήνες περνούσαν και έφτασε ο καιρός να γεννηθεί ο Ηρακλής. Η Ήρα είχε μάθει όμως την απιστία του Δια και έβαλε στο μυαλό της να εκδικηθεί τον άπιστο σύζυγο, εξαπατώντας τον όπως τo συνήθιζε. Τη μέρα λοιπόν που θα γεννούσε η Αλκμήνη, ο Δίας φώναξε τους άλλους θεούς γύρω του στον Όλυμπο και καυχήθηκε πως το παιδί που θα έφερνε τη μέρα εκείνη στο φως η Ειλείθυια, η θεά της γέννας, θα εξουσίαζε όλους τους άλλους, γιατί θα ήταν από τους άντρες που ο η γενιά τους κρατάει από τον ίδιο. Η Ήρα όμως, που είχε βάλει κιόλας στο μυαλό της ένα σχέδιο για να τον εξαπατήσει, καμώθηκε πως δεν τον πίστευε και τον προκάλεσε να ορκιστεί ότι πραγματικά αυτός που τη μέρα εκείνη θα έπεφτε ανάμεσα στα πόδια της μάνας του, θα κυριαρχούσε σε όλους τους γείτονες. Ο Δίας δεν έβαλε τίποτα στο νου του, γατί δεν φαντάστηκε τους δολερούς σκοπούς της Ήρας, και έκανε τον πιο δυνατό όρκο. Μόλις έγινε αυτό, αμέσως έφυγε η Ήρα από τον Όλυμπο και πήγε στο Άργος, όπου η Νικίππη, η γυναίκα του Σθένελου, βρισκόταν στον έβδομο μήνα της. Σκοπός της εκδίκησης της Ήρας ήταν να μην εξουσιάσει ο Ηρακλής- αυτό όμως θα γινόταν μόνο αν δεν γεννιόταν πρώτος τη μέρα εκείνη, αλλά τον προλάβαινε κάποιος άλλος. Η Ήρα διάλεξε το γιο του Σθένελου. Τώρα έπρεπε από τη μια να καθυστερήσει τη γέννα της Αλκμήνης, που ήταν κιόλας στην ώρα της, και από την άλλη να επιταχύνει τη γέννα της Νικίππης. Διέταξε λοιπόν τις Μοίρες και την Ειλείθυια, που είχαν καθίσει κιόλας μπροστά από το δωμάτιο της Αλκμήνης περιμένοντάς την να γεννήσει, να καθυστερήσουν τη γέννηση του Ηρακλή ώσπου να γεννήσει η Νικίππη. Αυτές κάθισαν τότε κάτω και έδεσαν τα χέρια τους γύρω από τα γόνατα για να «δέσουν» τους πόνους της Αλκμήνης και να την εμποδίσουν να γεννήσει, ενώ επιτάχυναν τους πόνους της Νικίππης, ώστε να γεννήσει τον Ευρυσθέα πριν της ώρας του, στους εφτά μήνες. Καθώς όμως οι Μοίρες και η Ειλείθυια κάθονταν με σταυρωμένα τα χέρια εμποδίζοντας έτσι την Αλκμήνη, πέρασε μια νυφίτσα από μπροστά τους και τότε αυτές τρόμαξαν και έλυσαν τα χέρια τους. Αμέσως «λύθηκαν» και οι πόνοι της Αλκμήνης και γεννήθηκε ο Ηρακλής. (Από το γεγονός αυτό διηγούνταν αργότερα πως η πρώτη τροφός του Ηρακλή ήταν μια νυφίτσα). Παρ’ όλα αυτά η Ήρα είχε πετύχει το σκοπό της: στο μεταξύ είχε προλάβει να γεννηθεί ο Ευρυσθέας και σύμφωνα με τον όρκο που είχε δώσει ο Δίας – και που δεν μπορούσε να τον πάρει πίσω – έπρεπε αυτός να τους εξουσιάζει όλους και ο Ηρακλής να υπηρετήσει τον Ευρυσθέα. Από το γεγονός αυτό προήλθε η παροιμία «τετράδι γέγονας» που λέγεται για όσους κοπιάζουν και υπηρετούν άλλους, επειδή ο Ηρακλής με το να γεννηθεί την τέταρτη μέρα έπρεπε να κοπιάζει για τον Ευρυσθέα. Μια μέρα μετά τον Ηρακλή γεννήθηκε και ο γιος του Αμφιτρύωνα, ο Ιφικλής.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου