Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

Ο Γκυστάβ Λε Μπον και οι ομαδικές παραισθήσεις

Στα λεξικά, ως παραίσθηση ορίζεται η αισθητηριακή αντίληψη που συνίσταται σε εσφαλμένη ερμηνεία του εξωτερικού ερεθίσματος που την προκαλεί, με αποτέλεσμα να αντιλαμβάνεται κάποιος τα πράγματα διαφορετικά από ό,τι είναι στην πραγματικότητα· μια τέτοια σφαλερή αντίληψη πιθανό να οφείλεται σε ψυχικές ασθένειες, στο φόβο ή την υπερβολική ευαισθησία, ακόμα και  σε διάφορες ουσίες ή φάρμακα.
 
Η ψευδαίσθηση παρουσιάζεται κάπως διαφορετικά: λέγεται το φαινόμενο κατά το οποίο, χωρίς να υπάρχει εξωτερικό ερέθισμα, σχηματίζεται στη συνείδησή μας μια μνημονική ή φανταστική παράσταση, μια εικόνα, με τόση σαφήνεια και ζωηρότητα, ώστε να την αντιλαμβανόμαστε και να τη θεωρούμε πραγματική·  Η ψευδαίσθηση είναι λοιπόν η αντίληψη πράγματος ή γεγονότος το οποίο δεν υπάρχει, η αντίληψη χωρίς να προηγηθεί σαφής και διακριτός  εξωτερικός ερεθισμός.

Ο Γάλλος ψυχολόγος χρησιμοποιεί τον όρο ομαδική παραίσθηση και  παραμόρφωση, καθώς ασχολείται κυρίως με την ψυχολογία της μάζας.
 
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του, ο μηχανισμός αυτών των ομαδικών παραισθήσεων, τις οποίες συναντούμε τόσο συχνά, έχει σχέση με τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τα πράγματα όσοι εντάσσονται, έστω για λίγο, σε μια μάζα ανθρώπων. Από τη στιγμή που βρίσκονται στη μάζα, γράφει, ο αδαής και ο σοφός γίνονται το ίδιο ανίκανοι για παρατήρηση.
 
«Η Όμορφη Όρνιθα»
Τα παραδείγματα που χρησιμοποιεί για να στηρίξει τους συλλογισμούς του φέρουν όλους τους κλασικούς χαρακτήρες της γνησιότητας, αφού πρόκειται για φαινόμενα που τα μαρτύρησαν πάρα πολλοί και διαφορετικοί άνθρωποι: χιλιάδες Χριστιανοί στρατιώτες είδαν τον Άγιο Γεώργιο να καλπάζει ξιφήρης πάνω στα τείχη της Ιερουσαλήμ· ολόκληρο το πλήρωμα, με σώας τας φρένας, μαζί με τον καπετάνιο  του πλοίου «Η Όμορφη Όρνιθα» αντίκρυσαν ολοκάθαρα μια σχεδία με ναυαγούς να επιπλέει αβοήθητη στο ανοιχτό πέλαγος· οι γείτονες, ο κουνιάδος, ο δάσκαλος του σχολείου και η μητέρα κάνουν λάθος όταν καλούνται να αναγνωρίσουν το πτώμα ενός παιδιού που βρέθηκε νεκρό.
Αν τα προηγούμενα αφορούσαν αγράμματους ναύτες, εύπιστες μητέρες και παιδιά με τάση στο ψέμα, την μυθοπλασία και την υπερβολή, η περίπτωση των διακεκριμένων επιστημόνων που συγκέντρωσε ο ψυχολόγος  Μ. Davy θέτει ερωτήματα άλλου τύπου. Το “πείραμα”, ας το πούμε έτσι, εξελίχθηκε ως εξής:
 
«Ένας ευφυής ψυχολόγος, ο Μ. Davy, μας προσφέρει ένα αρκετά περίεργο παράδειγμα, που αναφέρεται στα Χρονικά των Φυσικών Επι­στημών και που αξίζει να μνημονευθεί εδώ. Αφού συγκάλεσε μια σύνοδο διακεκριμένων παρατηρητών, μεταξύ των οποίων ήταν κι ένας από τους πρώτους επιστήμονες της Αγγλίας, ο Ουάλας, εκτέλεσε μπροστά τους, και αφού τους είχε αφήσει να εξετάσουν τα αντικείμενα και να θέσουν σφραγίδες όπου ήθελαν, όλα τα κλασικά φαινόμενα των πνευμα­τιστών: υλοποίηση των πνευμάτων, γραφή πάνω σε πλάκες κλπ. Αφού στη συνέχεια εξασφάλισε από αυτούς τους επιφανείς παρατηρητές γρα­πτές αναφορές, που βεβαίωναν ότι τα φαινόμενα που παρατηρήθηκαν δεν μπορούσαν να εξασφαλιστούν παρά μόνο με υπερφυσικά μέσα, τους αποκάλυψε ότι αυτά ήταν το αποτέλεσμα πολύ απλών δόλων».
 
«Το πιο εντυπωσιακό της έρευνας του Davy», γράφει ο συγγραφέας της αναφοράς, «δεν είναι το θαυμαστό των τεχνασμάτων καθαυτών, αλλά η εξαι­ρετική αδυναμία των αναφορών που έκαναν γι’ αυτά οι μη μυημένοι μάρτυρες. Επομένως, συνεχίζει, οι μάρτυρες μπορούν να κάνουν πολλές και θετικές παρατηρήσεις που είναι τελείως εσφαλμένες, αλλά των οποίων το αποτέ­λεσμα είναι ότι, αν κάποιος δεχτεί τις περιγραφές τους ως ακριβείς, τα φαινόμενα που καταγράφουν δεν μπορούν να εξηγηθούν από το δόλο».
 
Η εξουσία του υπνωτιστή
Οι μέθοδοι που επινόησε ο Davy ήταν τόσο απλές, που εκπλησσόμαστε που βρήκε το θάρρος να τις χρησιμοποιήσει, γράφει ο Λε Μπον, και συμπεραίνει ότι ο ψυχολόγος είχε τέτοια εξουσία πάνω στο πνεύμα της μάζας, που μπορούσε να την πείσει ότι έβλεπε αυτό που στην πραγματικότητα δεν έβλεπε. Ο Davy υπνωτίζει όχι θρησκόληπτους και δεισιδαίμονες χωρικούς αλλά δύσπιστους επιστήμονες, με ό,τι σημαίνει αυτό για την εποχή του:
 
“Αυτή είναι πάντα η εξουσία του υπνωτιστή πάνω στον υπνωτιζόμενο. Όταν όμως τη βλέπουμε να ασκείται πάνω σε ανώτερα πνεύματα που εκ των προτέρων είναι δύσπιστα, καταλαβαίνουμε με πόση ευκολία εξαπατώνται οι συνηθισμένες μάζες.”

Ένας αριθμός ατόμων, υπό ορισμένες συνθήκες αποτελούν μια μάζα. Η μάζα μπορεί να αποτελείται από εργάτες ναύτες, ψαράδες, κληρικούς, επιστήμονες ή οτιδήποτε άλλο.  Ακόμα κι αν όλα τα άτομα  είναι διακεκριμένοι σοφοί, εντός της μάζας, ενδύονται όλους τους χαρακτήρες των μαζών για τα θέματα πέρα από την ειδικότητα τους.
 
Η ικανότητα παρατήρησης και το κριτικό πνεύμα που ενδεχομένως διαθέτει καθένας από αυτούς χωριστά  εξαφανίζονται μπροστά στη δύναμη της υποβολής. Το σημείο εκκίνησης μιας τέτοιας διαδικασίας είναι η αυταπάτη. Ένας, τουλάχιστον, πρέπει πραγματικά να πιστέψει ότι αυτό που βλέπει συμβαίνει στην πραγματικότητα:
 
«Η πρώτη παραμόρφωση, που συλλαμβάνει ένας από αυτούς, αποτελεί τον πυρήνα της μεταδοτικής υποβολής. Προτού ο Άγιος Γεώργιος εμφανιστεί πάνω στα τείχη της Ιερουσαλήμ σε όλους τους σταυροφόρους, δεν τον είδε βεβαίως παρά ένας από τους παριστάμενους. Με την υποβολή και τη μεταδοτικότητα το διάσημο θαύμα έγινε αμέσως αποδεκτό από όλους».
 
Ακολουθεί η μετάδοση της εσφαλμένης εντύπωσης και η ανάκληση μιας εικόνας που παραλύει την κριτική ικανότητα. Κάποια ιδιαιτερότητα, μια ουλή ή μια λεπτομέρεια στην ενδυμασία, ένα σημάδι ή μια σύμπτωση είναι συχνά αρκετές, ώστε οι μάρτυρες να ανακαλέσουν στη μνήμη του την ιδέα ενός άλλου προσώπου:
 
«Στις παρόμοιες περιπτώσεις, το σημείο εκκίνησης μιας υποβολής είναι πάντα η αυταπάτη που προκαλείται σε ένα άτομο από μνήμες περισσότερο ή λιγότερο ασαφείς, και κατόπιν έρχεται η μετάδοση, με τη βεβαίωση αυτής της πρωταρχικής αυταπάτης. Αν ο πρώτος παρατηρητής είναι πολύ ευαίσθητος, θα αρκέσει ότι το πτώμα, που νομίζει ότι αναγνωρίζει, παρουσιάζε -πέρα από κάθε πραγματική ομοιότητα- κάποια ιδιαιτερότητα, μια ουλή ή μια λεπτομέρεια στην ενδυμασία, ικανή να ανακαλέσει στη μνήμη του την ιδέα ενός άλλου προσώπου. Αυτή η ιδέα που ανακαλείται, γίνεται λοιπόν ο πυρήνας ενός είδους αποκρυστάλλωσης, που κατακλύζει το πεδίο της νόησης και παραλύει κάθε κριτική ικανότητα. Αυτό λοιπόν που βλέπει ο παρατηρητής, δεν είναι πια το ίδιο το αντικείμενο, αλλά η εικόνα που ανακαλείται μέσα στο πνεύμα του.

Έτσι εξηγούνται οι εσφαλμένες αναγνωρίσεις πτωμάτων παιδιών από την ίδια τους τη μητέρα, και παρόμοια είναι η επόμενη, ήδη παλιά υπόθεση, όπου και βλέπουμε να εκδηλώνονται ακριβώς οι δύο τάξεις υποβολής, των οποίων μόλις προσδιόρισα το μηχανισμό».
 
Ο Λε Μπον εξαρτά λοιπόν την πίστη σε θαύματα, ψευδαισθήσεις ή συμβάντα ανεξήγητα με μια πρώτη ματιά από τη συμμετοχή ενός υποκειμένου στη μάζα. Θεωρεί δηλαδή ότι το άτομο σε διαφορετική κατάσταση πιθανόν δεν θα έπεφτε σε παρόμοιες πλάνες ή τέλος πάντων αυτό δεν θα συνέβαινε στην ίδια έκταση και με τον ίδιο τρόπο.  Βεβαίως, με μια απλή και νηφάλια επισκόπηση της ιστορίας των θρησκειών, μπορούμε να εντοπίσουμε πρακτικά άπειρες περιπτώσεις στις οποίες εκατομμύρια άνθρωποι υιοθέτησαν μια μεταφυσική ερμηνεία του κόσμου, χωρίς απαραιτήτως να βρίσκονται σε κατάσταση “μάζας” ή να είναι δεισιδαίμονες και θρησκόληπτοι.
 
Θαύματα έκαναν όλοι ή οι  περισσότεροι θεοί που σεβόταν τον αυτό τους- αν μπορούμε να πούμε κάτι τέτοιο για τους θεούς- και ήταν απολύτως επόμενο οι θνητοί, σε όλες τις εποχές, να  συγκλονίζονται  μπροστά στη θέα ενός ουρανοκατέβατου αγγέλου ή ακόμα και του Θεού αυτοπροσώπως. Θα ήταν λοιπόν επιπόλαιο να πούμε ότι όλοι όσοι ισχυρίζονται παρόμοια  απλώς ψεύδονται ή πλανώνται, αν και διακεκριμένες περιπτώσεις οργανωμένης απάτης αποκαλύπτονται συνεχώς και η θαυματουργία παραμένει μια εξαιρετικά κερδοφόρα υπόθεση.
 
Το θαύμα προϋποθέτει την πίστη -οποιαδήποτε πίστη- ειδάλλως το γεγονός μένει απλώς χωρίς ερμηνεία, ανεξήγητο. Μια υποτιθέμενη ορθολογική θέαση του κόσμου και της Ιστορίας καθίσταται πρακτικά αδύνατη, καθώς θα σήμαινε ότι όλοι οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα με το ίδιο τρόπο, δηλαδή λογικά. Η έννοια ωστόσο της λογικής μπορεί να ισχύει μόνο για την περίπτωση της τυπικής λογικής, της χρήσης δηλαδή ενός συστήματος συμβόλων που κάνει δυνατόν, καταρχήν, να επικοινωνούν μεταξύ τους  υποκείμενα που έχουν συνείδηση της ύπαρξης τους. Από ‘κει και πέρα, οι άνθρωποι – στην ατέλειωτη ποικιλομορφία τους – βλέπουν τον κόσμο με τα δικά τους μάτια.
 
Ομαδικές παραισθήσεις
Η δημιουργία των παραδόσεων που κυκλοφορούν τόσο εύκολα ανά­μεσα στις μάζες δεν είναι το αποτέλεσμα μόνο μιας πλήρους ευπιστίας, αλλά επίσης τεράστιων παραμορφώσεων, που υφίστανται τα γεγονότα στη φαντασία των συναθροισμένων ανθρώπων. Το πιο απλό γεγονός, όταν το βλέπει η μάζα, γίνεται μετά από λίγο ένα παραμορφωμένο γεγο­νός. Η μάζα σκέφτεται με εικόνες, και η εικόνα που ανακαλείται ανακα­λεί η ίδια μια σειρά από άλλες δίχως κανένα λογικό δεσμό με την πρώτη, θα καταλάβουμε εύκολα αυτή την κατάσταση, αν σκεφτούμε τις παρά­δοξες ακολουθίες των ιδεών, στις οποίες μας οδηγεί ενίοτε η ανάκληση στη μνήμη κάποιου γεγονότος. Ο λόγος αποδεικνύει την ασυναρτησία παρόμοιων εικόνων, όμως η μάζα δεν τη βλέπει και αυτό που η παρα­μορφωτική της φαντασία προσθέτει στο γεγονός, αυτή θα το μπερδέ­ψει με το τελευταίο. Ανίκανη να διαχωρίσει το υποκειμενικό από το αντι­κειμενικό, δέχεται ως πραγματικές τις εικόνες που ανακαλούνται στο πνεύμα της, και που, πολύ συχνά, δεν έχουν παρά μια μακρινή συγγένεια με το γεγονός που παρατηρεί.
 
Οι παραμορφώσεις που μια μάζα προκαλεί σε ένα οποιοδήποτε γε­γονός, του οποίου είναι μάρτυρας, θα έπρεπε, καθώς φαίνεται, να είναι αναρίθμητες και με διάφορες μορφές, μιας που οι άνθρωποι που τη συν­θέτουν έχουν πολύ διαφορετικούς χαρακτήρες. Όμως δεν έχουν έτσι τα πράγματα. Εξαιτίας της μεταδοτικότητας, οι παραμορφώσεις είναι της ίδιας φύσης και μορφής για όλα τα άτομα της ομάδας. Η πρώτη παρα­μόρφωση, που συλλαμβάνει ένας από αυτούς, αποτελεί τον πυρήνα της μεταδοτικής υποβολής. Προτού ο Άγιος Γεώργιος εμφανιστεί πάνω στα τείχη της Ιερουσαλήμ σε όλους τους σταυροφόρους, δεν τον είδε βε­βαίως παρά ένας από τους παριστάμενους. Με την υποβολή και τη με­ταδοτικότητα το διάσημο θαύμα έγινε αμέσως αποδεκτό από όλους.

* Τα πρόσωπα που ήταν παρόντα στην πολιορκία του Παρισιού είδαν πολλά πα­ραδείγματα αυτής της ευπιστίας των μαζών για πράγματα απολύτως απίθανα Ένα κερί αναμμένο στον τελευταίο όροφο ενός σπιτιού το θεωρούσαν πάραυτα ως ένα σινιάλο που γινόταν για τους πολιορκητές. Δύο δευτερόλεπτα σκέψης θα τους είχαν αποδείξει, εντούτοις, ότι ήταν απολύτως αδύνατο σε αυτούς να διακρίνουν από την πολύ μεγάλη απόσταση τη λάμψη αυτού του κεριού.
 
Τέτοιος είναι ο μηχανισμός αυτών των ομαδικών παραισθήσεων, των τόσο συχνών μέσα στην ιστορία, και οι οποίες μοιάζουν να έχουν όλους τους κλασικούς χαρακτήρες της γνησιότητας, αφού πρόκειται για φαι­νόμενα που τα μαρτύρησαν χιλιάδες ατόμων.
 
Η πνευματική υπεροχή των ατόμων από τα οποία αποτελείται η μά­ζα δεν αντιβαίνει σε αυτή την αρχή. Αυτή η υπεροχή είναι άνευ σημα­σίας. Από τη στιγμή που βρίσκονται στη μάζα ο αδαής και ο σοφός γί­νονται το ίδιο ανίκανοι για παρατήρηση.
 
Η θέση μπορεί να φανεί παράδοξη. Για να την αποδείξω θα έπρεπε να ξαναπιάσω έναν μεγάλο αριθμό ιστορικών γεγονότων, και, γι’ αυτό, δεν θα επαρκούσαν πολλοί τόμοι.
 
«Η Όμορφη Όρνιθα»
Εντούτοις, επειδή δεν θέλω να αφήσω τον αναγνώστη με την εντύ­πωση των αποφάνσεων χωρίς τεκμήρια, θα του δώσω κάποια παραδείγματα παρμένα στην τύχη, μεταξύ όλων αυτών που θα μπορούσε κανείς να παραθέσει.
 
Το γεγονός που ακολουθεί είναι ένα από τα πιο τυπικά, γιατί είναι επι­λεγμένο μεταξύ των ομαδικών παραισθήσεων που ενέσκηψαν σε μια μά­ζα, στην οποία υπήρχαν άτομα όλων των ειδών, αδαή όπως και πεπαι­δευμένα Αναφέρεται παρεμπιπτόντως από τον υποπλοίαρχο Ζιλιέν Φελίξ, στο βιβλίο του για τα ρεύματα της θάλασσας.
 
Η φρεγάτα «Η Όμορφη Όρνιθα» περιπλανιόταν στη θάλασσα για να ξαναβρεί την κορβέτα «Το Λίκνο», από την οποία την είχε χωρίσει μια ορμητική καταιγίδα. Ήταν ημέρα και είχε λιακάδα. Ξαφνικά ο σκοπός ειδοποιεί για ένα πλοιάριο εγκαταλελειμμένο. Οι άντρες του πληρώματος στρέφουν το βλέμμα τους προς το προσδιορισμένο σημείο και όλοι, αξιω­ματικοί και ναύτες, διέκριναν καθαρά μια σχεδία φορτωμένη ανθρώ­πους, ρυμουλκούμενη από πλοιάρια πάνω στα οποία κυμάτιζαν σημαίες κινδύνου. Ο ναύαρχος εξόπλισε ένα πλοιάριο για να σπεύσει σε βοήθεια των ναυαγών. Καθώς πλησίαζαν, οι ναύτες και οι αξιωματικοί που επέ­βαιναν σε αυτό έβλεπαν «μάζες ανθρώπων να παραδέρνουν, να τείνουν τα χέρια, και άκουγαν τον υπόκωφο και συγκεχυμένο θόρυβο ενός με­γάλου αριθμού φωνών». Όταν έφτασαν απέναντι από την υποτιθέμενη σχεδία, βρέθηκαν απλώς μπροστά σε κάποια κλαδιά δέντρων, καλυμ­μένα με φύλλα που είχαν αποσπαστεί από τη γειτονική ακτή. Μπροστά σε κάτι τόσο προφανές, η παραίσθηση εξαφανίζεται.

Αυτό το παράδειγμα αποκαλύπτει αρκετά καθαρά το μηχανισμό της ομαδικής παραίσθησης όπως τον έχουμε εξηγήσει. Από τη μια πλευρά μάζα σε κατάσταση γεμάτης προσδοκία ετοιμότητας, από την άλλη υποβολή που προκλήθηκε από το σκοπιωρό που έκανε σήμα για ένα πλοίο διαλυμένο στη θάλασσα, υποβολή που γίνεται δεκτή διαμέ­σου της μεταδοτικότητας από όλους τους παρόντες, αξιωματικούς ή ναύτες.
 
Μια μάζα, για να καταστραφεί η ικανότητά της να βλέπει σωστά, και τα πραγματικά γεγονότα να αντικατασταθούν από παραισθήσεις δίχως συγγένεια μαζί τους, δεν είναι ανάγκη να είναι πολυπληθής. Κάποια άτο­μα συγκεντρωμένα αποτελούν μια μάζα και, ακόμα και αν ήταν διακε­κριμένοι σοφοί, ενδύονται όλους τους χαρακτήρες των μαζών για τα θέ­ματα πέρα από την ειδικότητα τους. Η ικανότητα παρατήρησης και το κριτικό πνεύμα που διαθέτει καθένας από αυτούς εξαφανίζονται.
 
Ένας ευφυής ψυχολόγος, ο Μ. Davy, μας προσφέρει ένα αρκετά πε­ρίεργο παράδειγμα, που αναφέρεται στα Χρονικά των Φυσικών Επι­στημών και που αξίζει να μνημονευθεί εδώ. Αφού συγκάλεσε μια σύνο­δο διακεκριμένων παρατηρητών, μεταξύ των οποίων ήταν κι ένας από τους πρώτους επιστήμονες της Αγγλίας, ο Ουάλας, εκτέλεσε μπροστά τους, και αφού τους είχε αφήσει να εξετάσουν τα αντικείμενα και να θέ­σουν σφραγίδες όπου ήθελαν, όλα τα κλασικά φαινόμενα των πνευμα­τιστών: υλοποίηση των πνευμάτων, γραφή πάνω σε πλάκες κλπ. Αφού στη συνέχεια εξασφάλισε από αυτούς τους επιφανείς παρατηρητές γρα­πτές αναφορές, που βεβαίωναν ότι τα φαινόμενα που παρατηρήθηκαν δεν μπορούσαν να εξασφαλιστούν παρά μόνο με υπερφυσικά μέσα, τους αποκάλυψε ότι αυτά ήταν το αποτέλεσμα πολύ απλών δόλων.
 
«Το πιο εντυπωσιακό της έρευνας του Davy», γράφει ο συγγραφέας της ανα­φοράς, «δεν είναι το θαυμαστό το των τεχνασμάτων καθαυτών, αλλά η εξαι­ρετική αδυναμία των αναφορών που έκαναν γι’ αυτά οι μη μυημένοι μάρ­τυρες. Επομένως, λέει, οι μάρτυρες μπορούν να κάνουν πολλές και θειικές παρατηρήσεις που είναι τελείως εσφαλμένες, αλλά των οποίων το αποτέ­λεσμα είναι ότι, αν κάποιος δεχτεί τις περιγραφές τους ως ακριβείς, τα φαινόμενα που καταγράφουν δεν μπορούν να εξηγηθούν από το δόλο». Οι μέθοδοι που επινόησε ο Davy ήταν τόσο απλές, που εκπλησσόμαστε που βρήκε το θάρρος να τις χρησιμοποιήσει όμως είχε μια τέτοια εξου­σία πάνω στο πνεύμα της μάζας, που μπορούσε να την πείσει ότι έβλεπε αυτό που αυτή δεν έβλεπε. Αυτή είναι πάντα η εξουσία του υπνωτιστή πάνω στον υπνωτιζόμενο. Όταν όμως τη βλέπουμε να ασκείται πάνω σε ανώτερα πνεύματα που έκτων προτέρων είναι δύσπιστα, καταλαβαίνου­με με πόση ευκολία εξαπατώνται οι συνηθισμένες μάζες.
 
Τα ανάλογα παραδείγματα είναι αναρίθμητα. Πριν από μερικά χρό­νια, οι εφημερίδες αναδημοσίευσαν την ιστορία δύο μικρών κοριτσιών που ανασύρθηκαν πνιγμένα από το Σηκουάνα. Αυτά τα παιδιά αναγνω­ρίστηκαν καταρχήν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο από μια ντουζίνα μάρτυρες. Μπροστά στις τόσο σύμφωνες βεβαιωτικές μαρτυρίες, μέσα στο μυαλό του ανακριτή δεν είχε μείνει καμιά αμφιβολία. Έδωσε την άδεια να γίνει η κηδεία. Όμως, τη στιγμή που ήταν να προχωρήσουν στον ενταφιασμό, κατά τύχη ανακάλυψαν ότι τα υποτιθέμενα θύματα ήταν τελείως ζωντανά, και δεν είχαν άλλωστε παρά μια πολύ μακρινή ομοιότη­τα με τις μικρές πνιγμένες. Όπως σε πολλά παραδείγματα που αναφέρ­θηκαν νωρίτερα, η βεβαίωση του πρώτου μάρτυρα, του θύματος μιας αυταπάτης, άρκεσε για να υποβάλει όλους τους άλλους.
 
Στις παρόμοιες περιπτώσεις, το σημείο εκκίνησης μιας υποβολής εί­ναι πάντα η αυταπάτη που προκαλείται σε ένα άτομο από μνήμες περισ­σότερο ή λιγότερο ασαφείς, και κατόπιν έρχεται η μετάδοση, με τη βε­βαίωση αυτής της πρωταρχικής αυταπάτης. Αν ο πρώτος παρατηρητής είναι πολύ ευαίσθητος, θα αρκέσει ότι το πτώμα, που νομίζει ότι ανα­γνωρίζει, παρουσιάζε -πέρα από κάθε πραγματική ομοιότητα- κάποια ιδιαιτερότητα μια ουλή ή μια λεπτομέρεια στην ενδυμασία, ικανή να ανα­καλέσει στη μνήμη του την ιδέα ενός άλλου προσώπου. Αυτή η ιδέα που ανακαλείται, γίνεται λοιπόν ο πυρήνας ενός είδους αποκρυστάλλωσης, που κατακλύζει το πεδίο της νόησης και παραλύει κάθε κριτική ικανό­τητα. Αυτό λοιπόν που βλέπει ο παρατηρητής, δεν είναι πια το ίδιο το αντικείμενο, αλλά η εικόνα που ανακαλείται μέσα στο πνεύμα του. Έτσι εξηγούνται οι εσφαλμένες αναγνωρίσεις πτωμάτων παιδιών από την ίδια τους τη μητέρα, και παρόμοια είναι η επόμενη, ήδη παλιά υπόθεση, όπου και βλέπουμε να εκδηλώνονται ακριβώς οι δύο τάξεις υποβολής, των οποίων μόλις προσδιόρισα το μηχανισμό.
 
Το παιδί αναγνωρίστηκε από ένα άλλο παιδί – που έκανε λάθος. Ξετυλίχτηκε τότε η σειρά των ανακριβών αναγνωρίσεων.
 
Και είδαμε ένα πράγμα πολύ παράδοξο. Την επομένη της ημέρας που ένας μαθητής το είχε αναγνωρίσει, μια γυναίκα ανέκραξε: «Αχ! θεέ μου, αυτό είναι το παιδί μου».
 
Την πηγαίνουν κοντά στο πτώμα, αυτή εξετάζει τα τραύμα­τα, διαπιστώνει μια ουλή στο μέτωπο. «Είναι», λέει, «ο φτωχός μου γιος, χαμένος από τον περασμένο Ιούλιο. Μου τον έκλεψαν και μου τον σκότωσαν!»
 
Η γυναίκα ήταν θυρωρός στην οδό Four και ονομαζόταν Chavandret. Κάλεσαν τον κουνιάδο της που, χωρίς δισταγμό, λέει: «Να ο μικρός Philibert». Πολλοί κάτοικοι της γειτονιάς ανα­γνώρισαν τον Philibert Chavandret στο παιδί, δίχως να υπολογί­σουμε τον δάσκαλό του στο σχολείο, για τον οποίο το μετάλλιο ήταν μια ένδοξη.
 
Λοιπόν! Οι γείτονες, ο κουνιάδος, ο δάσκαλος του σχο­λείου και η μητέρα έκαναν λάθος. Έξι εβδομάδες αργότερα η ταυτότητα του παιδιού αποδείχτηκε. Επρόκειτο για ένα παιδί από το Μπορντό, δολοφονημένο στο Μπορντό και που, από τις υπη­ρεσίες ταχυδρομικών αμαξών, μεταφέρθηκε στο Παρίσι.
 
Ας σημειώσουμε ότι αυτές οι αναγνωρίσεις γίνονται γενικά από γυ­ναίκες και παιδιά, δηλαδή ακριβώς από τις υπάρξεις τις πιο ευαίσθητες. Αυτές δείχνουν αυτό που μπορούν να αξίζουν για τη δικαιοσύνη τέτοιες μαρτυρίες. Κυρίως τις μαρτυρίες των παιδιών, ποτέ δεν θα έπρεπε να τις επικαλούνται. Οι δικαστές επαναλαμβάνουν ως έναν κοινό τόπο ότι σε αυτήν την ηλικία ο άνθρωπος δεν λέει ψέματα. Μια ψυχολογική καλ­λιέργεια λίγο λιγότερο συνοπτική θα τους μάθαινε ότι σε αυτή την ηλι­κία, αντίθετα, ο άνθρωπος ψεύδεται σχεδόν πάντα. Το ψέμα, χωρίς αμ­φιβολία, είναι αθώο, αλλά δεν είναι λιγότερο ψέμα. Προτιμότερο θα ήταν να παίζουν κορώνα-γράμματα την καταδίκη ενός κατηγορουμένου, από το να την αποφασίζουν, όπως κάνουν τόσες φορές, σύμφωνα με τη μαρ­τυρία ενός παιδιού.
 
Για να ξαναγυρίσουμε στις παρατηρήσεις που έγιναν από τις μάζες, θα συμπεράνουμε ότι οι ομαδικές παρατηρήσεις είναι οι πιο εσφαλμέ­νες από όλες, και αντιπροσωπεύουν τις πιο πολλές φορές την απλή αυ­ταπάτη ενός ατόμου, την οποία έχει, διαμέσου της μεταδοτικότητας, υποβάλει τους άλλους.
 
Αναρίθμητα γεγονότα αποδεικνύουν την πλήρη δυσπιστία που πρέ­πει να έχουμε για τη μαρτυρία των μαζών. Χιλιάδες ανθρώπων παρέστη­σαν στη διάσημη έφοδο του ιππικού της μάχης του Σεντάν, και εντούτοις είναι αδύνατο, επειδή υπήρχαν οι πιο αντιφατικές οπτικές μαρτυρίες, να ξέρουμε από ποιον διατάχθηκε. Σε ένα πρόσφατο βιβλίο, ο Άγγλος στρα­τηγός Wolseley απέδειξε ότι, μέχρι τώρα, τα πιο σοβαρά λάθη είχαν δια­πραχθεί ως προς τα σημαντικότερα γεγονότα της μάχης του Βατερλό, γε­γονότα που εντούτοις πιστοποιήθηκαν από εκατοντάδες μαρτύρων.
 
Όλα αυτά τα παραδείγματα δείχνουν, το επαναλαμβάνω, τι αξίζει η μαρτυρία των μαζών. Οι λογικές συμβάσεις ανάγουν την ομοφωνία πολλών μαρτύρων στην κατηγορία των αποδείξεων, των περισσότερο αποδεικτικών της ακρίβειας ενός γεγονότος. Όμως, αυτό που γνωρίζουμε για την ψυχολογία των μαζών, δείχνει πόσο αυταπατώνται πάνω σε αυτό το σημείο. Τα πιο αμφίβολα γεγονότα είναι σίγουρα αυτά που έχουν παρατηρηθεί από τον πιο μεγάλο αριθμό προσώπων. Να πούμε ότι ένα γεγονός διαπιστώθηκε ταυτόχρονα από χιλιάδες μαρτύρων είναι σαν να λέμε ότι το πραγματικό γεγονός είναι γενικά πολύ διαφορετικό από την υιοθετημένη αφήγηση.
 
Γνωρίζουμε, για μια έστω μάχη, πώς ακριβώς εκτυλίχθηκε; Αμφιβάλλω έντο­να. Γνωρίζουμε ποιοι υπήρξαν οι νικητές και οι νικημένοι αλλά, όπως φαίνεται, τί­ποτα περισσότερο. Αυτό που ο Μ. d’Harcourt, πρωταγωνιστής και μάρτυρας, αναφέρει από τη μάχη του Σολφερίνο, μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις μάχες: «Οι στρατηγοί (πληροφορημένοι φυσικά από εκατοντάδες μαρτυριών) διαβιβά­ζουν τις επίσημες αναφορές τους· οι αξιωματικοί που είναι επιφορτισμένοι να με­ταφέρουν τις διαταγές μεταποιούν αυτά τα έγγραφα και συντάσσουν το οριστι­κό σχέδιο· ο αρχηγός του επιτελείου το αμφισβητεί και το διορθώνει με καινούργιες απώλειες. Το πηγαίνει στον στρατάρχη, αυτός φωνάζει: “Πλανάστε απολύτως!” και το αντικαθιστά με ένα καινούργιο σχέδιο. Δεν απομένει σχεδόν τίποτε από τα πρώτα πρακτικά». Ο Μ. d’ Harcourt αναφέρει αυτό το γεγονός ως μια απόδειξη της αδυναμίας στην οποία βρίσκεται κανείς να θεμελιώσει την αλήθεια πάνω στο πιο συναρπαστικό γεγονός, το καλύτερα παρατηρημένο.
 
Απορρέει καθαρά από αυτά που προηγήθηκαν ότι οφείλουμε να θεω­ρούμε τα βιβλία Ιστορίας ως έργα καθαρής φαντασίας. Πρόκειται για πα­ράδοξες αφηγήσεις γεγονότων άσχημα παρατηρημένων, που συνοδεύο­νται από ερμηνείες επινοημένες κατόπιν εορτής. Αν το παρελθόν δεν μας είχε κληροδοτήσει τα φιλολογικά, καλλιτεχνικά και μνημειακά του έργα, δεν θα γνωρίζαμε από αυτό τίποτε το πραγματικό. Γνωρίζουμε έστω και μια μόνο αλήθεια σχετικά με τη ζωή των μεγάλων ανθρώπων, που έπαιξαν τους επικρατέστερους ρόλους στην ανθρωπότητα, ανθρώ­πων όπως ο Ηρακλής, ο Βούδας, ο Ιησούς ή ο Μωάμεθ; Πολύ πιθανόν όχι. Κατά βάθος, άλλωστε, η αληθινή τους ζωή λίγο μας ενδιαφέρει. Οι υπάρξεις που εντυπωσίασαν τις μάζες υπήρξαν μυθικοί ήρωες, και όχι πραγματικοί ήρωες.
 
Δυστυχώς οι παραδόσεις δεν έχουν, καθαυτές, καμιά σταθερότητα. Η φαντασία των μαζών τις μεταμορφώνει αδιάκοπα ανάλογα με τις επο­χές, και κυρίως ανάλογα με τις φυλές. Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμε­σα στον αιμοχαρή Ιεχωβά της Βίβλου και το θεό της αγάπης της Αγίας Τερέζας, και ο Βούδας που λατρεύουν στην Κίνα δεν έχει πια κανένα κοι­νό χαρακτηριστικό με αυτόν που τιμούν στην Ινδία.
 
Επίσης, δεν είναι ανάγκη να έχουν περάσει οι αιώνες πάνω από τους ήρωες, για να μεταμορφωθεί ο μύθος τους από τη φαντασία των μαζών. Η μεταμόρφωση επιτελείται ενίοτε μέσα σε μερικά χρόνια. Στις μέρες μας, είδαμε το μύθο ενός από τους πιο μεγάλους ιστορικούς ήρωες να μεταβάλλεται πολλές φορές σε λιγότερο από πενήντα χρόνια. Υπό το κα­θεστώς των Βουρβόνων, ο Ναπολέων έγινε ένα είδος ειδυλλιακής προ­σωπικότητας, φιλάνθρωπος και φιλελεύθερος, φίλος των ταπεινών, οι οποίοι, κατά τα ρήματα των ποιητών, έπρεπε να διατηρούν την ανάμνη­ση του κάτω από την καλύβα για πολύ καιρό. Τριάντα χρόνια μετά, ο άκα­κος ήρωας είχε γίνει ένας αιμοχαρής δεσπότης, σφετεριστής της εξου­σίας και της ελευθερίας, που θυσίασε τρία εκατομμύρια ατόμων αποκλειστικά στη φιλοδοξία του.
 
Επί του παρόντος, ο μύθος μεταβάλ­λεται ακόμη. Όταν κάποιες δεκάδες αιώνων θα έχουν περάσει από πά­νω του, οι επιστήμονες του μέλλοντος, εν όψει αυτών των αντιφατικών αφηγήσεων, θα αμφιβάλουν ίσως για την ύπαρξη του ήρωα, όπως εμείς αμφιβάλλουμε ενίοτε για αυτήν του Βούδα, και δεν θα δουν σε αυτόν πα­ρά κάποιον ηλιακό μύθο ή μια εξέλιξη του μύθου του Ηρακλή, θα παρη­γορηθούν εύκολα δίχως αμφιβολία γι’ αυτή την αβεβαιότητα, γιατί, κα­λύτερα μυημένοι από σήμερα στην ψυχολογία των μαζών, θα ξέρουν ότι η ιστορία δεν μπορεί να διαιωνίσει άλλο από μύθους.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου