Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

Η σχέση του «καλού χριστιανού» με την ψυχοθεραπεία

Η μεγάλη πλειοψηφία όσων αυτό-αναγνωρίζονται ως «χριστιανοί», συμπεριλαμβανομένων πολλών κληρικών, υποτιμούν και αντιτάσσονται στην ψυχοθεραπεία, στην ψυχολογία και στους ψυχολόγους. Προσωπικά κι εγώ ο ίδιος ενοχλούμαι ιδιαιτέρως από το ήθος, την «γνώση», και τον τρόπο αρκετών ψυχοθεραπευτικών σχολών, και της «ψυχολογίστικης» νοοτροπίας των διαφόρων θιασωτών της ψυχοθεραπευτικής «ιδεολογίας» και πρακτικής.
 
Οι λόγοι όμως που οι «γιαλαντζί» χριστιανοί ενοχλούνται από την ψυχοθεραπεία είναι τελείως διαφορετικοί από τους δικούς μου.

Οι λόγοι που είναι πολέμιοι των ψυχοθεραπευτών είναι οι εξής:

1. Η υγιής ψυχοθεραπεία προκαλεί & προσκαλεί την αυτεπίγνωση. Ακριβώς αυτό που αποφεύγουν με «κάθε θυσία» οι «για λαντζί» χριστιανοί.

2. Η επίγνωση των βαθύτερων ψυχολογικών κινήτρων που καθορίζουν τις σκέψεις και την συμπεριφορά μας είναι ένας από τους στόχους της ψυχοθεραπείας.

Αντίθετα, οι «χριστιανοί» που γεμίζουν τις εκκλησίες, κάνουν αμέτρητες μετάνοιες, και λατρεύουν –όχι τον Χριστό- αλλά την ευλάβεια τους, γίναν -και είναι- οπαδοί της εκκλησίας ακριβώς για να αναπαύσουν την έγνοια της ασυνείδητης ενοχής τους στο μαξιλαράκι της ανάγκη τους για αυτοδικαίωση:

Δηλαδή, επειδή δεν ξέρουν πως ο Χριστός τους αγάπησε μόνο και μόνο επειδή απλά «είναι», κι όχι επειδή είναι, ή θα γίνουν «καλοί», πασχίζουν να βιώσουν τον εαυτό τους ως άμεμπτο, άρα και άξιο να αγαπηθεί. Φυσικά, σε καμιά περίπτωση δεν θέλουν -για τους παραπάνω λόγους- να κοιτάξουν σε βάθος τα κίνητρα της συμπεριφοράς τους.

3. Ο βασικός στόχος της ψυχοθεραπείας είναι η -μέσα από την γνώση των αληθινών ψυχικών ποιοτήτων του θεραπευόμενου- αυτοαποδοχή και το άνοιγμα της ψυχής του σε μεγαλύτερη ποικιλία υπαρξιακών επιλογών ελευθερίας.

Αντίθετα, οι παραπάνω «χριστιανοί», ασυνείδητα, φοβούνται όσο τίποτε άλλο την αυτοαποδοχή. Γι' αυτό, καθιστούν την καταναγκαστική τους ευλάβεια ως στόχο των πρακτικών τους, και, έχοντας ενδοβάλει τον Θεό ως κριτή και τιμωρό της ανεπίγνωστης εγκληματικότητάς τους, σε καμία περίπτωση δεν θα Του επιτρέψουν να τους αγαπήσει, αφού έτσι θα «αναγκαστούν» να αγαπήσουν οι ίδιοι τον εαυτό τους, που θεωρούν εκ προοιμίου ασυγχώρητο κι αναξιαγάπητο.

4. Η ψυχοθεραπεία προϋποθέτει την ανάγκη και την ικανότητα του υποψήφιου θεραπευόμενου –σε μικρότερο ή σε μεγαλύτερο βαθμό- να μπει σε ουσιαστική σχέση με τον ψυχοθεραπευτή του. Το πρόβλημα όμως που αποτρέπει κάποιον από το να κτίσει μια κατ' ουσίαν σχέση βάθους με έναν άλλον άνθρωπο είναι πως μια τέτοια συνθήκη αναδεικνύει απροκάλυπτα τις σχεσιακές ατέλειες, ανεπάρκειες αλλά και τα ενδοψυχικά ζητήματα του ατόμου.

Επίσης η είσοδος σ' αυτήν την σχέση φωτίζει τους τρόπους με τους οποίους κανείς βιώνει την βασική ασφάλεια και την εμπιστοσύνη με τους άλλους ανθρώπους. Ο «καλός χριστιανός» φοβάται τις ανθρώπινες σχέσεις και ειδικότερα αυτές που έχουν την δυναμική να ανατρέψουν καίρια την καλή του ψευδο-αυτοεικόνα.


5. Η ψυχοθεραπεία όχι μόνο επιτρέπει, αλλά και προάγει την αμφισβήτηση και τη ανατροπή. Αντίθετα, ο «καλός χριστιανός» υπαρξιακά σφιχταγκαλιασμένος με την διαστρεβλωμένη και βολική -για τον συγκεκαλυμμένο εγωισμό του- «υπακοή», αρνείται να αμφιβάλλει, υποτασσόμενος σε ένα δικό του, εσωτερικευμένο σύστημα ψυχαναγκασμού, που τον απαλλάσσει από την προσωπική ευθύνη των επιλογών του.

Εμπνεόμενος απ' αυτό το σύστημα κανόνων που εξυπηρετεί τις ιδεοληψίες του, νιώθει «ασφαλής» πως η ανατροπή της ασθενούς προσωπικότητάς του, και η επακόλουθη αποκατάστασή της με την υγιέστερη αυτεπίγνωση, θα καθυστερήσει, ή θα αποφευχθεί εντελώς.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου