Η ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΟΥ ΑΛΙΑΚΜΟΝΑ
ΑΛΙΑΚΜΩΝ
Το ποτάμι είναι πανάρχαιο, όπως και το όνομα του. Το όνομα Αλιάκμονας είναι σύνθετο και προέρχεται από το άλς (άλας, θάλασσα) και από το ακμών (αμόνι). Σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία ο Αλιάκμονας ήταν ένας από τους ποτάμιους θεούς, που είχε γεννηθεί από τον Ωκεανό και την Τηθύ. Ο Ωκεανός ήταν ένας τεράστιος ποταμός που περιέβαλλε τη γη από παντού. Η δε Τηθύς ήταν μία από τις Τιτανίδες, κόρη του Ουρανού και της Γης. Υπάρχει και άλλη εκδοχή κατά την οποία πατέρας του Αλιάκμονα ήταν ο βασιλιάς της Θράκης, ο Παλαιστίνος και μητέρα του η Πιερίδα, που ήταν μία από τις εννιά θνητές κόρες του βασιλιά της Πιερίας, Πίερου και της Ευδίππης…
Ο Παλαιστίνος αγαπούσε πολύ το γιο του, τον Αλιάκμονα. Όταν έμαθε το φόνο του (Αλιάκμονα) σε κάποια μάχη, έπεσε στον ποταμό Κονασό που μετονομάστηκε Παλαιστίνος (σήμερα Στρυμόνας). Ακόμα, υπάρχει μια αρχαία παράδοση που λέει ότι όσα πρόβατα έπιναν νερό από τον Αλιάκμονα, άλλαζαν χρώμα και γίνονταν λευκά. Η παράδοση αυτή επιβεβαιώνεται από μια καταγραφή του Λατίνου συγγραφέα Πλίνιου (23 - 79 μ.Χ.), που μεταφρασμένη από τα Λατινικά, λέει: "Ωσαύτως εν Μακεδονία, όσοι θέλουσι να έχωσι πρόβατα λευκά άγουσιν εις τον Αλιάκμονα, όσοι δε μέλανα εις τον Αξιόν".
Αλιάκμων, ο μεγαλύτερος σε μήκος ποταμός εντός Ελληνικών συνόρων (297 χλμ. έως τις εκβολές του στο Θερμαϊκό κόλπο), έχει αλλοιωθεί από τα φράγματα στο βωμό της αντιμετώπισης του ενεργειακού προβλήματος της χώρας. Στις κοιλάδες και τις πεδινές ζώνες του Αλιάκμονα, ιδιαίτερα σε αυτή του μέσου ρου, αναπτύχθηκαν ήδη από τα Προϊστορικά χρόνια σημαντικές εγκαταστάσεις, οι οποίες εξελίχθηκαν σε σημαντικές πόλεις στα πρώτα ιστορικά χρόνια. Στα φαράγγια και τις στενωπούς του αναπτύχθηκαν από τα Βυζαντινά χρόνια τα κάστρα - φρούρια, οι πόλεις κοντά σε αυτά και οι μοναστηριακές εγκαταστάσεις στα πιο δυσπρόσιτα σημεία.
Το πρόγραμμα διάσωσης, έρευνας και μελέτης που αρχίσε εδώ και δεκαετίες (από το 1985) αφορά στις δεκάδες θέσεις (οι περισσότερες Προϊστορικές) κατά μήκος του μέσου ρου του Αλιάκμονα από την Αιανή έως το Βελβεντό, που καλύπτονται σήμερα για πολλούς μήνες από τα νερά της τεχνητής λίμνης του φράγματος Πολυφύτου, από την Αιανής έως το Βελβεντό. Το νερό του ποταμού έρεε ολοχρονίς, η ιχθυοπανίδα ήταν πάντα πλούσια, ενώ παράλληλα ο ποταμός πρόσφερε επικοινωνία από ρηχά περάσματα, η γη ήταν ιδιαίτερα εύφορη στα παραποτάμια ανοίγματα, η χλωρίδα και πανίδα των διπλανών δασών ήταν άφθονη και επέτρεπε την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας και το κυνήγι και τέλος η υλοτομία συνέβαλε τόσο στις κατασκευές όσο και ως θερμαντική ύλη.
Η συνεχής παρουσία του ανθρώπου στο χώρο διαφαίνεται και από το γεγονός ότι το φυσικό χώμα εμφανίστηκε σε βάθος 5,50 μ. από επιφάνεια εδάφους, κάτω από παχιές ανθρωπογενείς επιχώσεις, οι οποίες περιέχουν χαρακτηριστική κεραμεική διαφόρων ιστορικών περιόδων. Σε αρκετά μεγάλη έκταση οι αρχαιότητες της Αρχαϊκής, Κλασικής και Ελληνιστικής Εποχής έχουν διαταραχθεί σχεδόν στο σύνολό τους, αλλά η κεραμεική και τα κινητά ευρήματα (χρυσά, αργυρά, χάλκινα) ήταν ενδιαφέροντα. Στα αδιατάρακτα στρώματα της Νεολιθικής Εποχής και της Εποχής Χαλκού αποκαλύφθηκαν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα κατοικιών με συνοδευτικούς λάκκους, πίθους και εστίες, εγχυτρισμοί, δηλαδή ταφές σε πιθοειδή αγγεία.
ΑΛΙΑΚΜΩΝ
Το ποτάμι είναι πανάρχαιο, όπως και το όνομα του. Το όνομα Αλιάκμονας είναι σύνθετο και προέρχεται από το άλς (άλας, θάλασσα) και από το ακμών (αμόνι). Σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία ο Αλιάκμονας ήταν ένας από τους ποτάμιους θεούς, που είχε γεννηθεί από τον Ωκεανό και την Τηθύ. Ο Ωκεανός ήταν ένας τεράστιος ποταμός που περιέβαλλε τη γη από παντού. Η δε Τηθύς ήταν μία από τις Τιτανίδες, κόρη του Ουρανού και της Γης. Υπάρχει και άλλη εκδοχή κατά την οποία πατέρας του Αλιάκμονα ήταν ο βασιλιάς της Θράκης, ο Παλαιστίνος και μητέρα του η Πιερίδα, που ήταν μία από τις εννιά θνητές κόρες του βασιλιά της Πιερίας, Πίερου και της Ευδίππης…
Ο Παλαιστίνος αγαπούσε πολύ το γιο του, τον Αλιάκμονα. Όταν έμαθε το φόνο του (Αλιάκμονα) σε κάποια μάχη, έπεσε στον ποταμό Κονασό που μετονομάστηκε Παλαιστίνος (σήμερα Στρυμόνας). Ακόμα, υπάρχει μια αρχαία παράδοση που λέει ότι όσα πρόβατα έπιναν νερό από τον Αλιάκμονα, άλλαζαν χρώμα και γίνονταν λευκά. Η παράδοση αυτή επιβεβαιώνεται από μια καταγραφή του Λατίνου συγγραφέα Πλίνιου (23 - 79 μ.Χ.), που μεταφρασμένη από τα Λατινικά, λέει: "Ωσαύτως εν Μακεδονία, όσοι θέλουσι να έχωσι πρόβατα λευκά άγουσιν εις τον Αλιάκμονα, όσοι δε μέλανα εις τον Αξιόν".
Αλιάκμων, ο μεγαλύτερος σε μήκος ποταμός εντός Ελληνικών συνόρων (297 χλμ. έως τις εκβολές του στο Θερμαϊκό κόλπο), έχει αλλοιωθεί από τα φράγματα στο βωμό της αντιμετώπισης του ενεργειακού προβλήματος της χώρας. Στις κοιλάδες και τις πεδινές ζώνες του Αλιάκμονα, ιδιαίτερα σε αυτή του μέσου ρου, αναπτύχθηκαν ήδη από τα Προϊστορικά χρόνια σημαντικές εγκαταστάσεις, οι οποίες εξελίχθηκαν σε σημαντικές πόλεις στα πρώτα ιστορικά χρόνια. Στα φαράγγια και τις στενωπούς του αναπτύχθηκαν από τα Βυζαντινά χρόνια τα κάστρα - φρούρια, οι πόλεις κοντά σε αυτά και οι μοναστηριακές εγκαταστάσεις στα πιο δυσπρόσιτα σημεία.
Το πρόγραμμα διάσωσης, έρευνας και μελέτης που αρχίσε εδώ και δεκαετίες (από το 1985) αφορά στις δεκάδες θέσεις (οι περισσότερες Προϊστορικές) κατά μήκος του μέσου ρου του Αλιάκμονα από την Αιανή έως το Βελβεντό, που καλύπτονται σήμερα για πολλούς μήνες από τα νερά της τεχνητής λίμνης του φράγματος Πολυφύτου, από την Αιανής έως το Βελβεντό. Το νερό του ποταμού έρεε ολοχρονίς, η ιχθυοπανίδα ήταν πάντα πλούσια, ενώ παράλληλα ο ποταμός πρόσφερε επικοινωνία από ρηχά περάσματα, η γη ήταν ιδιαίτερα εύφορη στα παραποτάμια ανοίγματα, η χλωρίδα και πανίδα των διπλανών δασών ήταν άφθονη και επέτρεπε την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας και το κυνήγι και τέλος η υλοτομία συνέβαλε τόσο στις κατασκευές όσο και ως θερμαντική ύλη.
Η συνεχής παρουσία του ανθρώπου στο χώρο διαφαίνεται και από το γεγονός ότι το φυσικό χώμα εμφανίστηκε σε βάθος 5,50 μ. από επιφάνεια εδάφους, κάτω από παχιές ανθρωπογενείς επιχώσεις, οι οποίες περιέχουν χαρακτηριστική κεραμεική διαφόρων ιστορικών περιόδων. Σε αρκετά μεγάλη έκταση οι αρχαιότητες της Αρχαϊκής, Κλασικής και Ελληνιστικής Εποχής έχουν διαταραχθεί σχεδόν στο σύνολό τους, αλλά η κεραμεική και τα κινητά ευρήματα (χρυσά, αργυρά, χάλκινα) ήταν ενδιαφέροντα. Στα αδιατάρακτα στρώματα της Νεολιθικής Εποχής και της Εποχής Χαλκού αποκαλύφθηκαν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα κατοικιών με συνοδευτικούς λάκκους, πίθους και εστίες, εγχυτρισμοί, δηλαδή ταφές σε πιθοειδή αγγεία.
Στα κινητά ευρήματα ανήκουν πήλινα αγγεία, από τα οποία τα περισσότερα είναι μεγάλα αποθηκευτικά, ενώ ο κατάλογος των μικροευρημάτων περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό αντικειμένων που κατανέμονται σε πολλά είδη. Τα πήλινα ειδώλια (ανθρωπόμορφα, ζωόμορφα, αγκυρόσχημα, πτηνόμορφα), αποτελούν ενδιαφέρον σύνολο. Στα εργαλεία περιλαμβάνονται λίθινα τριπτά και πελεκητά, εργαλεία από πυριτόλιθο και οψιανό, υλικό σπάνιο στην περιοχή μας, καθώς και οστέινα. Η υφαντική δραστηριότητα δηλώνεται από τα υφαντικά βάρη, δηλαδή τις αγνύθες, τα αποστρογγυλεμένα όστρακα με οπή αλλά και από τα σφονδύλια και τα πηνία, καθώς και τις οστέινες βελόνες.
Η ΠΕΡΙΟΧΗ
Φυσικό και Ανθρωπογενές Περιβάλλον
Η κοιλάδα του μέσου ρου του Αλιάκμονα αποτελεί το νοτιότερο τμήμα της ευρύτερης γεωλογικής λεκάνης Κοζάνης - Σερβίων, η οποία ορίζεται από τους ορεινούς όγκους του Βούρινου στα δυτικά, του Σκοπού στα βορειοανατολικά, των Πιερίων και των Καμβουνίων στα ανατολικά και νότια, και του υψίπεδου της πόλης της Κοζάνης στα βορειοδυτικά. Η περιοχή έχει κλίση βορειοδυτικά - νοτιοανατολικά και διαρρέεται από μεγάλο αριθμό ρεμάτων, με συνεχή ή εποχική ροή, τα οποία ξεκινούν από τα γύρω βουνά και εκρέουν στον Αλιάκμονα. Ανάμεσά τους διαμορφώνονται στενά ή πιο εκτεταμένα επιμήκη πλατώματα ή λοφίσκοι, στα οποία αναπτύσσονται οι σύγχρονοι και παλιότεροι οικισμοί, σχηματίζοντας ευδιάκριτες υψομετρικές ζώνες ή γεωμορφολογικές συγκεντρώσεις.
Η κοιλάδα του μέσου ρου του Αλιάκμονα αποτελεί το νοτιότερο τμήμα της ευρύτερης γεωλογικής λεκάνης Κοζάνης - Σερβίων, η οποία ορίζεται από τους ορεινούς όγκους του Βούρινου στα δυτικά, του Σκοπού στα βορειοανατολικά, των Πιερίων και των Καμβουνίων στα ανατολικά και νότια, και του υψίπεδου της πόλης της Κοζάνης στα βορειοδυτικά. Η περιοχή έχει κλίση βορειοδυτικά - νοτιοανατολικά και διαρρέεται από μεγάλο αριθμό ρεμάτων, με συνεχή ή εποχική ροή, τα οποία ξεκινούν από τα γύρω βουνά και εκρέουν στον Αλιάκμονα. Ανάμεσά τους διαμορφώνονται στενά ή πιο εκτεταμένα επιμήκη πλατώματα ή λοφίσκοι, στα οποία αναπτύσσονται οι σύγχρονοι και παλιότεροι οικισμοί, σχηματίζοντας ευδιάκριτες υψομετρικές ζώνες ή γεωμορφολογικές συγκεντρώσεις.
Εξίσου κατοικημένα, συχνά από παραδοσιακές ομάδες κτηνοτρόφων, είναι και τα οροπέδια που διαμορφώνονται πάνω στους ορεινούς όγκους που ορίζουν τη λεκάνη, οι πρόποδες των βουνών, κάποια ψηλά και συχνά δυσπρόσιτα σημεία τους, οι μικρές παραποτάμιες κοιλάδες στα όρια της κοιλάδας και οι μικρότερες κατά μήκος ορισμένων μεγάλων ρεμάτων. Στους πρόποδες των Πιερίων και των Καμβουνίων, με θέα τον Αλιάκμονα, χωροθετούνται οι κωμοπόλεις Βελβεντού και Σερβίων, ενώ στην αντίπερα όχθη, στις υπώρειες του Βούρινου, συναντάμε την κωμόπολη της Αιανής.
Η οικιστική αυτή εικόνα, που σύμφωνα με τα ιστορικά δεδομένα διαμορφώθηκε σε βάθος χρόνου, σε διάρκεια 1.000 και πλέον ετών, προκύπτει από τη συνύπαρξη μεγάλου αριθμού οικισμών, που διαφοροποιούνται ως προς μια σειρά παραμέτρων: τη χωροθέτηση, το μέγεθος, την εσωτερική χωροοργάνωση, το χρόνο, το λόγο και τον τρόπο ίδρυσής τους, τη διάρκεια της κατοίκησης, τη διαδικασία της εξέλιξης, τη βάση της οικονομίας, το ρόλο και τη σημασία τους στο ιστορικό και κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι, την πολιτισμική τους παράδοση αλλά και τις ιδεολογικές αντιλήψεις των κατοίκων τους.
Προβάδισμα στην αρχαιότητα ίδρυσης στη σημερινή του θέση, φαίνεται να έχει το Βελβεντό, που κατοικήθηκε πιθανόν από τον 8ο αιώνα, από κατοίκους που διέμεναν λίγα χιλιόμετρα νοτιότερα, με βεβαιότητα όμως από τον 12ο αιώνα, περίοδο στην οποία ανάγονται κάποια από τα Βυζαντινά εκκλησιαστικά μνημεία του. Ακολουθούν η Αιανή και η μικρή κοινότητα της Καισαρειάς, που ιδρύθηκαν στις αρχές του 11ου αιώνα, όπως βεβαιώνουν και οι Βυζαντινές εκκλησίες της Αιανής, μετά την καταστροφή του Ρωμαϊκού και Βυζαντινού οικισμού που υπήρχε στη θέση Παλαιόκαστρο Καισαρειάς.
Η Κοζάνη, πρωτεύουσα σήμερα του νομού (Π.Ε. Κοζάνης), φαίνεται να δημιουργήθηκε κυρίως κατά την Τουρκοκρατία, με βασικό πυρήνα μια μικρή ομάδα φυγάδων από την Ήπειρο, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Σκίρκας, το 1390. Στη συνέχεια, ο πληθυσμός της αυξήθηκε με διαδοχικές μετοικεσίες οικογενειών ή μεγαλύτερων πληθυσμιακών ομάδων από τη γύρω περιοχή, με σημαντικότερη τη μετοικεσία των κατοίκων του Κτενίου, μετά την καταστροφή του Βυζαντινού οικισμού του Κάστρου από τους Αλβανούς.
Στην περιοχή όμως που καλύπτει η σημερινή πόλη, κοντά στην περιοχή της Σκίρκας, τα ιστορικά δεδομένα μαρτυρούν την ύπαρξη δύο μικρών Βυζαντινών οικισμών, στις θέσεις Σώποτο και Τρίδενδρο, αναγόμενων στους πρώτους αιώνες της 2ης χιλιετίας, ενώ τα αρχαιολογικά δεδομένα δίνουν και μια τρίτη σύγχρονη ή ίσως παλιότερη εγκατάσταση, καθώς δεν μαρτυρείται ιστορικά η ύπαρξή της, στην Πλατεία 25ης Μαρτίου. Οι κάτοικοι του πρώτου οικισμού μεταφέρθηκαν στην Κοζάνη γύρω στο 1450, ενώ ο οικισμός του Τρίδενδρου είναι πιθανό να συνέχισε χωρίς διακοπή στην ίδια θέση, καθιστώντας το σημείο αυτό της πόλης, κατ’ επέκταση και την ίδια, μία από τις μακροβιότερες σύγχρονες πόλεις της περιοχής, με συνεχόμενη διάρκεια ζωής στην ίδια θέση για περισσότερο από μία χιλιετία.
Τη ζωή της Βυζαντινής πόλης που είχε αναπτυχθεί στο Κάστρο, της «σημαντικότερης από τις Μεσαιωνικές πόλεις - κάστρα στο σημερινό νομό Κοζάνης», συνεχίζουν τα Σέρβια, στους πρόποδες του λόφου, με χρονολογία ίδρυσης το 1430. Ανάλογη διάρκεια ζωής, 600 περίπου ετών, φαίνεται να έχουν και πολλοί άλλοι μικρότεροι οικισμοί στην περιοχή του Τσαρσιαμπά, νότια της Κοζάνης, οι κάτοικοι των οποίων μετακινήθηκαν για διάφορους λόγους στις σημερινές τους θέσεις, εγκαταλείποντας αυτές της Βυζαντινής περιόδου, που εντοπίζονται συνήθως στην άμεση γειτονιά τους, μαρτυρώντας την ιστορική και δημογραφική συνέχεια.
Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας όμως, με διάρκεια ζωής 300 - 600 ετών, ανάγονται και πολλοί άλλοι από τους σημερινούς οικισμούς, καθώς ο εποικισμός της περιοχής από Κονιάρους και Γιαρούκους Τούρκους, που έγινε στα τέλη του 14ου αιώνα, οδήγησε σε μια έντονη δημογραφική ανακατάταξη. Οι ντόπιοι κάτοικοι, που διέμεναν αρχικά στην εύφορη κοιλάδα του Αλιάκμονα, πάνω σε οδικές αρτηρίες και κοντά στα μεγάλα κέντρα, εκδιώχθηκαν ή εξαναγκάστηκαν σε φυγή, ιδρύοντας νέους οικισμούς σε ορεινές και δυσπρόσιτες περιοχές, ενώ τις θέσεις τους κατέλαβαν οι εισβολείς. Στις περιοχές των οικισμών αυτών αλλά και σε άλλες όμορες θέσεις, στις αρχές του 20ού αιώνα με την ανταλλαγή των πληθυσμών, εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες, ιδρύοντας νέους οικισμούς.
Ο νεότερος όμως οικισμός της περιοχής είναι αυτός της Νεράιδας, που ιδρύθηκε το 1972 από τους κατοίκους του ομώνυμου παραποτάμιου οικισμού που κατακλύστηκε από τα νερά της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου. Παράλληλα, πολλοί ορεινοί οικισμοί που εγκαταλείφθηκαν μέσα στον 20ό αιώνα για διάφορους λόγους, ανάμεσά τους και η Λάβα στις αρχές της δεκαετίας του 1970, λόγω καθίζησης του εδάφους, οι κάτοικοι των οποίων είχαν εγκατασταθεί σε συνοικισμούς εντός υφιστάμενων οικισμών ή είχαν ιδρύσει νέους σε άλλες θέσεις, τείνουν σήμερα να ξανασυγκεντρώσουν τους κατοίκους τους, με διαφορετικό όμως χαρακτήρα κατοίκησης. Αυτό που προκύπτει από τα παραπάνω, είναι μια συνέχεια στην κατοίκηση της κοιλάδας από ντόπιους πληθυσμούς, για μιάμιση τουλάχιστον χιλιετία.
Η οικιστική αυτή εικόνα, που σύμφωνα με τα ιστορικά δεδομένα διαμορφώθηκε σε βάθος χρόνου, σε διάρκεια 1.000 και πλέον ετών, προκύπτει από τη συνύπαρξη μεγάλου αριθμού οικισμών, που διαφοροποιούνται ως προς μια σειρά παραμέτρων: τη χωροθέτηση, το μέγεθος, την εσωτερική χωροοργάνωση, το χρόνο, το λόγο και τον τρόπο ίδρυσής τους, τη διάρκεια της κατοίκησης, τη διαδικασία της εξέλιξης, τη βάση της οικονομίας, το ρόλο και τη σημασία τους στο ιστορικό και κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι, την πολιτισμική τους παράδοση αλλά και τις ιδεολογικές αντιλήψεις των κατοίκων τους.
Προβάδισμα στην αρχαιότητα ίδρυσης στη σημερινή του θέση, φαίνεται να έχει το Βελβεντό, που κατοικήθηκε πιθανόν από τον 8ο αιώνα, από κατοίκους που διέμεναν λίγα χιλιόμετρα νοτιότερα, με βεβαιότητα όμως από τον 12ο αιώνα, περίοδο στην οποία ανάγονται κάποια από τα Βυζαντινά εκκλησιαστικά μνημεία του. Ακολουθούν η Αιανή και η μικρή κοινότητα της Καισαρειάς, που ιδρύθηκαν στις αρχές του 11ου αιώνα, όπως βεβαιώνουν και οι Βυζαντινές εκκλησίες της Αιανής, μετά την καταστροφή του Ρωμαϊκού και Βυζαντινού οικισμού που υπήρχε στη θέση Παλαιόκαστρο Καισαρειάς.
Η Κοζάνη, πρωτεύουσα σήμερα του νομού (Π.Ε. Κοζάνης), φαίνεται να δημιουργήθηκε κυρίως κατά την Τουρκοκρατία, με βασικό πυρήνα μια μικρή ομάδα φυγάδων από την Ήπειρο, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Σκίρκας, το 1390. Στη συνέχεια, ο πληθυσμός της αυξήθηκε με διαδοχικές μετοικεσίες οικογενειών ή μεγαλύτερων πληθυσμιακών ομάδων από τη γύρω περιοχή, με σημαντικότερη τη μετοικεσία των κατοίκων του Κτενίου, μετά την καταστροφή του Βυζαντινού οικισμού του Κάστρου από τους Αλβανούς.
Στην περιοχή όμως που καλύπτει η σημερινή πόλη, κοντά στην περιοχή της Σκίρκας, τα ιστορικά δεδομένα μαρτυρούν την ύπαρξη δύο μικρών Βυζαντινών οικισμών, στις θέσεις Σώποτο και Τρίδενδρο, αναγόμενων στους πρώτους αιώνες της 2ης χιλιετίας, ενώ τα αρχαιολογικά δεδομένα δίνουν και μια τρίτη σύγχρονη ή ίσως παλιότερη εγκατάσταση, καθώς δεν μαρτυρείται ιστορικά η ύπαρξή της, στην Πλατεία 25ης Μαρτίου. Οι κάτοικοι του πρώτου οικισμού μεταφέρθηκαν στην Κοζάνη γύρω στο 1450, ενώ ο οικισμός του Τρίδενδρου είναι πιθανό να συνέχισε χωρίς διακοπή στην ίδια θέση, καθιστώντας το σημείο αυτό της πόλης, κατ’ επέκταση και την ίδια, μία από τις μακροβιότερες σύγχρονες πόλεις της περιοχής, με συνεχόμενη διάρκεια ζωής στην ίδια θέση για περισσότερο από μία χιλιετία.
Τη ζωή της Βυζαντινής πόλης που είχε αναπτυχθεί στο Κάστρο, της «σημαντικότερης από τις Μεσαιωνικές πόλεις - κάστρα στο σημερινό νομό Κοζάνης», συνεχίζουν τα Σέρβια, στους πρόποδες του λόφου, με χρονολογία ίδρυσης το 1430. Ανάλογη διάρκεια ζωής, 600 περίπου ετών, φαίνεται να έχουν και πολλοί άλλοι μικρότεροι οικισμοί στην περιοχή του Τσαρσιαμπά, νότια της Κοζάνης, οι κάτοικοι των οποίων μετακινήθηκαν για διάφορους λόγους στις σημερινές τους θέσεις, εγκαταλείποντας αυτές της Βυζαντινής περιόδου, που εντοπίζονται συνήθως στην άμεση γειτονιά τους, μαρτυρώντας την ιστορική και δημογραφική συνέχεια.
Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας όμως, με διάρκεια ζωής 300 - 600 ετών, ανάγονται και πολλοί άλλοι από τους σημερινούς οικισμούς, καθώς ο εποικισμός της περιοχής από Κονιάρους και Γιαρούκους Τούρκους, που έγινε στα τέλη του 14ου αιώνα, οδήγησε σε μια έντονη δημογραφική ανακατάταξη. Οι ντόπιοι κάτοικοι, που διέμεναν αρχικά στην εύφορη κοιλάδα του Αλιάκμονα, πάνω σε οδικές αρτηρίες και κοντά στα μεγάλα κέντρα, εκδιώχθηκαν ή εξαναγκάστηκαν σε φυγή, ιδρύοντας νέους οικισμούς σε ορεινές και δυσπρόσιτες περιοχές, ενώ τις θέσεις τους κατέλαβαν οι εισβολείς. Στις περιοχές των οικισμών αυτών αλλά και σε άλλες όμορες θέσεις, στις αρχές του 20ού αιώνα με την ανταλλαγή των πληθυσμών, εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες, ιδρύοντας νέους οικισμούς.
Ο νεότερος όμως οικισμός της περιοχής είναι αυτός της Νεράιδας, που ιδρύθηκε το 1972 από τους κατοίκους του ομώνυμου παραποτάμιου οικισμού που κατακλύστηκε από τα νερά της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου. Παράλληλα, πολλοί ορεινοί οικισμοί που εγκαταλείφθηκαν μέσα στον 20ό αιώνα για διάφορους λόγους, ανάμεσά τους και η Λάβα στις αρχές της δεκαετίας του 1970, λόγω καθίζησης του εδάφους, οι κάτοικοι των οποίων είχαν εγκατασταθεί σε συνοικισμούς εντός υφιστάμενων οικισμών ή είχαν ιδρύσει νέους σε άλλες θέσεις, τείνουν σήμερα να ξανασυγκεντρώσουν τους κατοίκους τους, με διαφορετικό όμως χαρακτήρα κατοίκησης. Αυτό που προκύπτει από τα παραπάνω, είναι μια συνέχεια στην κατοίκηση της κοιλάδας από ντόπιους πληθυσμούς, για μιάμιση τουλάχιστον χιλιετία.
Κατά περιόδους, και για λόγους που έχουν να κάνουν με την έλλειψη ασφάλειας των κατοίκων και της περιουσίας τους, λόγω των επικίνδυνων ιστορικών συνθηκών που είχαν δημιουργηθεί, παρατηρείται έντονη κινητικότητά τους εντός των ορίων της λεκάνης, σε θέσεις γειτονικές ή πιο απομακρυσμένες. Σε όσες εγκαταλείπονται, με βίαιο τρόπο ή προς αναζήτηση καλύτερης τύχης, παράγοντας που καθόρισε εν πολλοίς και την επιλογή των νέων θέσεων των οικισμών, η ζωή συνεχίζεται, δημογραφικά όμως διαφοροποιημένη. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην περίπτωση των προσφύγων, η νέα κατοίκηση δεν εντοπίζεται πάνω στους προϋπάρχοντες οικισμούς, αλλά σε όμορες θέσεις.
Η δημογραφική σύνθεση πολλών υφιστάμενων σήμερα ντόπιων οικισμών προέκυψε είτε από τη διάσπαση άλλων μεγαλύτερων, είτε από τη συνένωση μικρότερων οικιστικών μονάδων, συνήθως γειτονικών, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις τον βασικό πυρήνα αποτέλεσαν μικρές πληθυσμιακές ή οικογενειακές ομάδες, από διαφορετικούς οικισμούς. Το ποσοστό των οικισμών που οφείλεται σε οργανωμένη μετεγκατάσταση πληθυσμών από μακρινές περιοχές ανέρχεται στο ίδιο περίπου ποσοστό με αυτό των ντόπιων οικισμών, ενώ σχεδόν μηδαμινό είναι αυτό της «αυτόβουλης» μετοικεσίας πληθυσμιακών ομάδων - φυγάδων από μακρινές περιοχές.
Η εξέλιξη και η ανάπτυξη των υφιστάμενων σήμερα οικισμών, καθώς και ο ρόλος και η σημασία τους στη ζωή της περιοχής, δεν συνδέονται απαραίτητα ή αποκλειστικά με την αρχαιότητά τους, ούτε με τη σημασία των παλιότερων οικισμών που αντικατέστησαν, ούτε και με τη γεωγραφική ή γεωμορφολογική τους θέση, καθόσον μάλιστα η αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων της αποτελεί άμεση συνάρτηση του πολιτισμικού, οικονομικού και τεχνολογικού επιπέδου των κατοίκων κάθε εποχής. Είναι απόρροια ενός συνόλου παραμέτρων, με σημαντικό παράγοντα την οικονομία, οι οποίοι σε συνάρτηση με τις εκάστοτε ιστορικές συνθήκες, ανήγαγαν κατά περιόδους ορισμένους οικισμούς σε οικονομικά και διοικητικά κέντρα και οδήγησαν άλλους σε παρακμή ή εγκατάλειψη και ερήμωση.
Ιδιαίτερου αρχαιολογικού ενδιαφέροντος είναι το γεγονός ότι οι θέσεις που επιλέχθηκαν για την ίδρυση των υφιστάμενων σήμερα οικισμών, σε λίγες μόνο περιπτώσεις, με βάση τα μέχρι τώρα δεδομένα της έρευνας, εντοπίζονται πάνω σε αρχαίους οικισμούς, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον αρχικό πυρήνα τους. Οι οικισμοί των Ρωμαϊκών χρόνων, που σχεδόν όλοι είχαν ιδρυθεί σε διαφορετικές θέσεις από αυτές των Ελληνιστικών και συχνά συνέχιζαν τη ζωή τους και μέσα στην πρώιμη Βυζαντινή περίοδο, εγκαταλείφθηκαν γύρω στα τέλη της 1ης χιλιετίας μ.Χ., εκτός ίσως από ελάχιστες εξαιρέσεις (όπως πιθανόν ο οικισμός στη θέση Τρίδενδρο της Κοζάνης).
Η εξέλιξη και η ανάπτυξη των υφιστάμενων σήμερα οικισμών, καθώς και ο ρόλος και η σημασία τους στη ζωή της περιοχής, δεν συνδέονται απαραίτητα ή αποκλειστικά με την αρχαιότητά τους, ούτε με τη σημασία των παλιότερων οικισμών που αντικατέστησαν, ούτε και με τη γεωγραφική ή γεωμορφολογική τους θέση, καθόσον μάλιστα η αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων της αποτελεί άμεση συνάρτηση του πολιτισμικού, οικονομικού και τεχνολογικού επιπέδου των κατοίκων κάθε εποχής. Είναι απόρροια ενός συνόλου παραμέτρων, με σημαντικό παράγοντα την οικονομία, οι οποίοι σε συνάρτηση με τις εκάστοτε ιστορικές συνθήκες, ανήγαγαν κατά περιόδους ορισμένους οικισμούς σε οικονομικά και διοικητικά κέντρα και οδήγησαν άλλους σε παρακμή ή εγκατάλειψη και ερήμωση.
Ιδιαίτερου αρχαιολογικού ενδιαφέροντος είναι το γεγονός ότι οι θέσεις που επιλέχθηκαν για την ίδρυση των υφιστάμενων σήμερα οικισμών, σε λίγες μόνο περιπτώσεις, με βάση τα μέχρι τώρα δεδομένα της έρευνας, εντοπίζονται πάνω σε αρχαίους οικισμούς, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον αρχικό πυρήνα τους. Οι οικισμοί των Ρωμαϊκών χρόνων, που σχεδόν όλοι είχαν ιδρυθεί σε διαφορετικές θέσεις από αυτές των Ελληνιστικών και συχνά συνέχιζαν τη ζωή τους και μέσα στην πρώιμη Βυζαντινή περίοδο, εγκαταλείφθηκαν γύρω στα τέλη της 1ης χιλιετίας μ.Χ., εκτός ίσως από ελάχιστες εξαιρέσεις (όπως πιθανόν ο οικισμός στη θέση Τρίδενδρο της Κοζάνης).
Ενώ οι θέσεις των οικισμών των Ελληνιστικών, Κλασικών και Αρχαϊκών χρόνων, που εντοπίζονται συνήθως πάνω σε ψηλούς και συχνά οχυρούς λόφους αλλά και σε εκτεταμένα πλατώματα ή πλαγιές λόφων, δεν φαίνεται να παρείχαν τις απαιτούμενες κατά τη 2η χιλιετία μ.Χ. προϋποθέσεις για κατοίκηση. Τα αρχαιολογικά ευρήματα που μας είναι γνωστά μέχρι σήμερα προέρχονται από μικρό αριθμό οικισμών, χωρίς αυτό να οφείλεται απαραίτητα σε ελλιπή έλεγχο της σύγχρονης δόμησης, και αποτελούν συνήθως κτερίσματα τάφων της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου (του τέλους της 2ης και των αρχών της 1ης χιλιετίας π.Χ.) ή λίγο πρωιμότερων, της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (β΄ μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ.).
Η χωρική αυτή ταύτιση των συγκεκριμένων περιόδων με σύγχρονους οικισμούς εκτιμούμε ότι είναι περισσότερο τυχαία, λόγω της μεγάλης διασποράς και του μικρού μεγέθους των οικισμών που χαρακτηρίζουν κατά τις εποχές αυτές την κατοίκηση στην περιοχή, παρά υπαγορευόμενη, εκτός ίσως από ένα μικρό ποσοστό, από παρόμοιους λόγους ίδρυσης των οικισμών. Σε λίγες περιπτώσεις εντοπίστηκαν τάφοι ή οικιστικά κατάλοιπα της Ρωμαϊκής εποχής, σπανιότερα και της Ελληνιστικής, ενώ μοναδική παραμένει, τουλάχιστον προς το παρόν, η περίπτωση της Νεράιδας, που ιδρύθηκε πάνω σε ψηλό λόφο με κατοίκηση κατά την Ελληνιστική και την Προϊστορική εποχή.
Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί, ότι η πόλη της Κοζάνης, πιθανόν και άλλοι μεγάλοι σύγχρονοι οικισμοί της λεκάνης Κοζάνης - Σερβίων, συμπεριέλαβε και κάλυψε σε επόμενες επεκτάσεις της και περιοχές που είχαν κατοικηθεί προηγουμένως κατά την Αρχαϊκή - Κλασική - Ελληνιστική και Ρωμαϊκή εποχή, χωρίς όμως αυτό να συνδέεται με το λόγο της σύγχρονης εγκατάστασης στη θέση ή τη διάρκεια ζωής του υφιστάμενου οικισμού. Η διαχρονική ωστόσο κατοίκηση ή άλλη λειτουργία μιας συγκεκριμένης θέσης ή ενός ευρύτερου χώρου, υποδηλώνει σύμπτωση μεγάλου αριθμού παραγόντων που τον καθιστούν κατάλληλο για τη συγκεκριμένη χρήση, κατατάσσοντάς τον έτσι, εύλογα, μεταξύ των σημαντικότερων μιας περιοχής.
Η οικιστική αυτή εικόνα που περιγράψαμε, αναλογικά, μοιάζει να χάνεται στα βάθη των αιώνων, στις πρώτες γεωργοκτηνοτροφικές εγκαταστάσεις και να χαρακτηρίζει διαχρονικά την κατοίκηση στην περιοχή, με μικρότερη ή μεγαλύτερη διασπορά κατά χρονική περίοδο και με διαφοροποιήσεις κοινωνικοοικονομικού και ιδεολογικού περιεχομένου. Παραποτάμιοι οικισμοί σε πλατώματα ή λοφίσκους, οικισμοί κατά μήκος των ρεμάτων, στους πρόποδες των βουνών, στις μικρές κοιλάδες αλλά και στα οροπέδια.
Η διάρκεια ζωής στην ίδια θέση, στις περισσότερες περιπτώσεις είναι μικρότερη των 500 ετών, ενώ εντοπίζονται και αρκετοί μακροβιότεροι οικισμοί, μιας χιλιετίας περίπου, καθώς και θέσεις που ξανακατοικήθηκαν ή ξαναχρησιμοποιήθηκαν σε επόμενη/-ες φάση/-εις, ύστερα από μια περίοδο εγκατάλειψης, αυξάνοντας σημαντικά τη συνολική διάρκεια ζωής ή χρήσης του χώρου. Η σημασία και ο ρόλος που διαδραμάτισε ο καθένας από αυτούς στο πλέγμα των σύγχρονών του οικισμών, όπως και οι λόγοι της εκάστοτε επιλογής, αποτελούν συνάρτηση πολλών παραγόντων, με τη γεωγραφική του θέση συχνά να προδιαγράφει τη μοίρα του, το βαθμό και το χαρακτήρα της ανάπτυξής του.
Στο πλαίσιο αυτό, τα ερείπια επτά κάστρων, τα περισσότερα αβέβαιης μέχρι τώρα χρονολόγησης, που διέφυγαν την πλήρη διάλυση και λιθολόγηση, κτισμένα πάνω σε πολύ ψηλούς και φυσικά οχυρούς λόφους στα όρια της λεκάνης, φαίνεται να αποτέλεσαν στην εποχή τους σημεία αναφοράς για την ευρύτερη περιοχή, παρέχοντας προστασία στους κατοίκους της σε δύσκολες ιστορικές στιγμές. Πρόκειται για το Παλαιόκαστρο (ή Παλαιογράτσανο) Βελβεντού στα ανατολικά, το Κάστρο Λευκάρων στα βορειοανατολικά, το Κάστρο Οινόης στα βόρεια και τα Κάστρα Κτενίου, Ροδιανής και Λευκοπηγής στα δυτικά. Επιπλέον, το Βυζαντινό Κάστρο των Σερβίων, στην ένωση Πιερίων και Καμβουνίων, αλλά και το μικρότερο του Βελβεντού στα Πιέρια, μοιάζουν να ελέγχουν ακόμα τις ορεινές διαβάσεις.
Στο νότιο όριο της λεκάνης εντοπίζεται η φυσική δίοδος του Σαρανταπόρου. Ένα από τα σημαντικότερα φυσικά περάσματα της Δυτικής Μακεδονίας που συνδέει διαχρονικά την ευρύτερη περιοχή με τη Θεσσαλία και τη Νότια Ελλάδα, ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας κατά τους ιστορικούς χρόνους και με αδιαμφισβήτητα σημαντικό κοινωνικοοικονομικό ρόλο κατά την Προϊστορική εποχή. Το πέρασμα έχει δύο εξόδους προς την περιοχή του Αλιάκμονα, τη δίοδο του Κάστρου των Σερβίων και του Στενού «Πόρτες», επωνυμία που έλαβε η θέση λόγω της πύλης που έκλεινε το πέρασμα κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας.
Σημαντική ποτάμια οδό για τις μετακινήσεις από τα ανατολικά προς τα δυτικά και αντίστροφα αποτελούσε ο Αλιάκμονας, ο οποίος πριν από τη δημιουργία της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου διέρρεε την περιοχή με διεύθυνση νοτιοδυτικά - βορειοανατολικά, ενώ σύντομη διέξοδος προς τη θάλασσα εξασφαλιζόταν, όπως και σήμερα, μέσω των διόδων των Πιερίων. Ο παραποτάμιος χώρος καλυπτόταν από πυκνό δάσος με πλατάνια, λεύκες και φτελιές, ενώ εύφορες καλλιεργήσιμες εκτάσεις απλώνονταν κατά μήκος και των δύο οχθών του ποταμού, ιδιαίτερα στα δεξιά της ροής του, όπου έφταναν σε πλάτος το 1,5 χλμ.
Η επικοινωνία μεταξύ των κατοίκων των αντίπερα περιοχών, μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα και σύμφωνα με το σύνολο των δεδομένων, ήταν εφικτή μόνο όταν η ροή του ποταμού ήταν μειωμένη, κατά τη θερινή κυρίως περίοδο, ενώ το υπόλοιπο διάστημα ο Αλιάκμονας οριοθετούσε και διαχώριζε τις δύο περιοχές, επιφυλάσσοντας συχνά γι’ αυτές διαφορετική ιστορική πορεία και πολιτισμική εξέλιξη. Το πέρασμα του ποταμού, ο οποίος στο μεγαλύτερο τμήμα του εντός της κοιλάδας είχε αρκετό πλάτος και σχετικά μικρό βάθος, γινόταν από πολλά ρηχά σημεία του, όπου υπήρχαν περάσματα ευρύτερης ή πιο τοπικής σημασίας, σε άμεση συνάρτηση με τους χερσαίους δρόμους.
Ένα από τα σημαντικότερα, στο οποίο κατέληγαν πολλοί δρόμοι από το βορειοδυτικό τμήμα της λεκάνης, εντοπιζόταν στο ύψος του Ρυμνίου, στο ρηχότερο σημείο του ποταμού, όπου κατά τους νεότερους χρόνους υπήρχε καρόδρομος που ονομαζόταν «πόρος». Ιδιαίτερης επίσης σημασίας, τουλάχιστον κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ήταν και το πέρασμα - «πόρος» του Σπάρτου, στη θέση Παλιόχανο, όπου υπήρχε χάνι για τη στάθμευση των διερχομένων. Το πέρασμα, εκτός από τις γύρω κοινότητες, εξυπηρετούσε και όλη την περιοχή της Κοζάνης καθώς και τους υπόλοιπους νομούς (Π.Ε.) της Δυτικής Μακεδονίας.
Ήταν το μοναδικό για την ευρύτερη περιοχή (μέχρι και την Αμυγδαλιά στα ανατολικά) και το συντομότερο για τη Θεσσαλία, ακριβώς απέναντι από τη θέση Κρυόβρυση Κρανιδίων και τα Στενά «Πόρτες» κοντά στο Προσήλιο, όπου επίσης υπήρχαν χάνια που εξυπηρετούσαν τους ταξιδιώτες. Ανάλογα ρηχά σημεία - περάσματα, πιο τοπικής ή λιγότερο διαχρονικής σημασίας, υπήρχαν στην Καισαρειά, στη θέση Παλαιόκαστρο, όπου εντοπίζεται ο Ρωμαϊκός και Βυζαντινός οικισμός, στο Βελβεντό, που συνέδεε την περιοχή με τους απέναντι οικισμούς της μικρής κοιλάδας των Ιμέρων, και στα Σέρβια.
Στο ύψος των Σερβίων, στο στενότερο σημείο του ποταμού, κατασκευάστηκε η πρώτη γέφυρα το 1912, η οποία καταστράφηκε το 1941 από τους Εγγλέζους για να εμποδίσουν τους Γερμανούς. Την ίδια τύχη είχε και η επόμενη πρόχειρη ξύλινη γέφυρα, η οποία καταστράφηκε το 1943 από τους Έλληνες αντάρτες για να εμποδίσουν τους Ιταλούς. Το 1950 κατασκευάστηκε από το Στρατό μία σιδερένια γέφυρα, η οποία το 1974 κατακλύστηκε από τα νερά της τεχνητής λίμνης, ενώ στο ενδιάμεσο διάστημα η διάβαση γινόταν με «καρούλι». Μια δεύτερη όμοια κατασκευή υπήρχε και σωζόταν μέχρι πρόσφατα, πριν από την κατασκευή του Φράγματος Μέσου Αλιάκμονα από τη ΔΕΗ, στη μικρή κοιλάδα της Μονής Ιλαρίωνα, στο νοτιοδυτικό όριο της λεκάνης.
Σήμερα, τη θέση της σιδερένιας γέφυρας καταλαμβάνει η «Υψηλή Γέφυρα Σερβίων», μήκους 1.372 μ., ένα από τα σημαντικότερα τεχνολογικά επιτεύγματα της σύγχρονης εποχής αλλά και ένα από τα αξιοθέατα της περιοχής, ενώ μια δεύτερη παρόμοια κατασκευάστηκε την ίδια περίοδο στον «πόρο» Ρυμνίου, επιβεβαιώνοντας τη λειτουργικότητα και τη διαχρονικότητα των δύο περασμάτων, πάντα σε άμεση συνάρτηση με τους σύγχρονους οδικούς άξονες και το επίπεδο της τεχνολογίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην κοιλάδα του μέσου ρου του Αλιάκμονα το μεγάλο πλάτος του ποταμού και η αυξημένη ροή του όχι μόνο δεν επέτρεψαν την κατασκευή πέτρινων γεφυριών, αλλά και η δεύτερη σιδερένια γέφυρα που κατασκευάστηκε από το Στρατό στο ύψος του Ρυμνίου, κατέρρευσε στο πρώτο πλημμύρισμά του.
Πολύ περισσότερο, κατά την άποψή μας, φαίνεται δύσκολη, εάν όχι αδύνατη και ίσως χωρίς ουσιαστικό λόγο, η με οποιοδήποτε τρόπο προσπάθεια και επίτευξη γεφύρωσης του ποταμού πριν από τον 20ό αιώνα, καθόσον μάλιστα δεν υπάρχουν και σχετικές πληροφορίες. Η διαχρονική ωστόσο, από την αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο, κατοίκηση της περιοχής και η συγκέντρωση οικισμών και στις δύο όχθες του ποταμού, στο σημείο αυτό, υποδηλώνουν τουλάχιστον την ύπαρξη και μακρόχρονη λειτουργία κάποιου σημαντικού φυσικού περάσματος.
Το γεωλογικό υπόβαθρο της λεκάνης Κοζάνης - Σερβίων συνίσταται από χερσαίες και λιμναίες ιζηματογενείς αποθέσεις, όπως κροκαλοπαγή, άμμους, αργίλους, μάργες, πηλούς, κοκκινόχωμα κ.ά., ενώ μέσω του πυκνού υδρογραφικού της δικτύου καταλήγουν σ’ αυτήν διάφορα πετρώματα από τα γύρω βουνά. Έτσι, κατά μήκος των ρεμάτων κυρίως, συναντώνται ασβεστόλιθοι, ψαμμίτες, σχιστόλιθοι, γνεύσιοι, πυριτόλιθοι και οφιόλιθοι, πετρώματα κατάλληλα για την οικοδομική δραστηριότητα και τον εργαλειακό εξοπλισμό των κατοίκων.
Από το 1974 και εξής, με την ολοκλήρωση και λειτουργία του Υδροηλεκτρικού Σταθμού Πολυφύτου από τη ΔΕΗ, τα νερά της τεχνητής λίμνης κατέκλυσαν το νότιο τμήμα της λεκάνης, αλλοιώνοντας ριζικά, σχεδόν «σοκαριστικά», το ποτάμιο οικοσύστημα του Αλιάκμονα και των άμεσα συνδεδεμένων με αυτό ρεμάτων, και καταστρέφοντας την ιδιαίτερου κάλλους παραποτάμια περιοχή. Μαζί τους κατακλύστηκε ή αποκαλύφθηκε βίαια και διαβρώθηκε το σύνολο σχεδόν των υλικών καταλοίπων του παραποτάμιου πολιτισμού, σηματοδοτώντας μία από τις μεγαλύτερες πολιτισμικές καταστροφές, σε πανελλήνια τουλάχιστον κλίμακα.
Στα χρόνια που ακολούθησαν το σχηματισμό της λίμνης, ένα νέο οικοσύστημα δημιουργήθηκε, νέες αναπτυξιακές δυνατότητες παρουσιάστηκαν για την περιοχή και η οικονομία όπως και η διαβίωση προσαρμόστηκαν στο νέο «τεχνητό» ή ανθρωπογενές περιβάλλον. Παρόμοια, και η αρχαιολογική έρευνα επικεντρώθηκε στην παραλίμνια περιοχή, περισυλλέγοντας, διασώζοντας και αξιοποιώντας τα αποσπασματικά και απρόσμενα κομμάτια ιστορίας που ερήμην της αποκαλύφθηκαν. Η λίμνη είναι επιμήκης, με μέση έκταση 74 τετρ. χλμ. Έχει μέγιστο πλάτος 2,5 χλμ. και μήκος που κυμαίνεται μεταξύ 31 και 22 χλμ., ανάλογα με τη στάθμη του υδάτινου όγκου, η οποία παρουσιάζει σοβαρή αυξομείωση 21 μ., με μέγιστο υψόμετρο τα 291 μ. και ελάχιστο τα 270 μ.
Πέρα όμως από αυτά τα τεχνικά χαρακτηριστικά, οι μετρήσεις που έγιναν μέχρι τώρα στους ανασκαμμένους αρχαιολογικούς χώρους και η επιφανειακή έρευνα των τελευταίων ετών, έδειξαν επιπλέον ότι η περιοχή που καλύπτεται από τη λίμνη αυξάνεται συνεχώς και ανεξέλεγκτα, λόγω του μεγάλου όγκου των φερτών επιχώσεων που επικάθονται στον πυθμένα της. Οι επιχώσεις αυτές προκύπτουν από τη συνεχή διάβρωση των οχθών της λίμνης, από τον κυματισμό και την αυξομείωση της στάθμης της, καθώς και από τα φερτά υλικά του ποταμού και των ρεμάτων της λεκάνης απορροής.
Το αποτέλεσμα είναι ολοένα και περισσότερες από τις εντοπισμένες θέσεις να κινδυνεύουν με πλήρη διάλυση ή οριστικό κατακλυσμό από τα νερά και παράλληλα νέες άγνωστες θέσεις να έρχονται συνεχώς στο φως, με τον κατάλογο των πληττόμενων χώρων να μοιάζει πως δεν έχει τέλος. Πιο ευνοημένες, υπό αυτές τις συνθήκες και με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα, φαίνεται να είναι οι θέσεις που καλύφθηκαν μόνιμα από τα νερά, η επιβεβαίωση όμως της υπόθεσης όπως και ο προσδιορισμός του ακριβούς αριθμού τους εναπόκειται στους αρχαιολόγους του μέλλοντος.
Προς το παρόν, η σταθεροποίηση της στάθμης της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου που αναμένεται να συμβεί σύντομα, με τη λειτουργία του νέου φράγματος της ΔΕΗ στον Ιλαρίωνα (Φράγμα Μέσου Αλιάκμονα), φαίνεται να αποτελεί τη μόνη λύση, τουλάχιστον για τη οριστικοποίηση του αριθμού των πληττόμενων χώρων.
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ
Το Ιστορικό της Έρευνας
Η έναρξη της Προϊστορικής έρευνας στην κοιλάδα του μέσου ρου του Αλιάκμονα τοποθετείται στο 1930, με την ανασκαφή του «Προϊστορικού οικισμού των Σερβίων» από τον W. Heurtley. Ο οικισμός είχε εντοπιστεί το 1909 από τον A. Wace, σε παραποτάμιο πλάτωμα στα δεξιά του ρου του Αλιάκμονα. Στη συνέχεια, η κατασκευή του Υδροηλεκτρικού Έργου Πολυφύτου από τη ΔΕΗ υπαγόρευσε μια μεγάλη σειρά σωστικών επεμβάσεων που πραγματοποιήθηκαν σε δύο φάσεις. Κατά την πρώτη περίοδο, 1968 - 1980, οι εργασίες επικεντρώθηκαν στο ύψος της γέφυρας Σερβίων και ήταν:
α) Η δεύτερη ανασκαφή του «οικισμού των Σερβίων» (1971 - 1973), ο οποίος στη συνέχεια κατακλύστηκε από τα νερά της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου.
β) Η επιφανειακή εξερεύνηση της γύρω περιοχής, κατά την οποία εντοπίστηκαν ένας Νεολιθικός οικισμός σε όμορο πλάτωμα και ένα σπήλαιο με νεολιθική κατοίκηση στην ανατολική πλαγιά του λόφου του Προφήτη Ηλία.
γ) Η ανασκαφή του Ελληνιστικού οικισμού στην κορυφή του ίδιου λόφου, όπου έγινε η μετεγκατάσταση του ομώνυμου παραποτάμιου οικισμού της Νεράιδας, ο οποίος επίσης κατακλύστηκε από τα νερά.
Μετά το 1980 και την επταετή διάβρωση του παραποτάμιου χώρου από την αυξομείωση των νερών της τεχνητής λίμνης, άρχισαν να έρχονται στο φως οι πρώτες κατεστραμμένες αρχαιότητες, ενδείξεις για την τεράστια πολιτισμική καταστροφή που είχε ήδη αρχίσει. Το 1984, υποδεικνύονται δύο διαβρωμένοι προϊστορικοί οικισμοί, ενώ το 1985 η παράδοση αγγείων από διαλυμένους τάφους της περιοχής, επιβεβαίωσε την καταστροφή σημαντικού αριθμού αρχαιολογικών χώρων.
Μπροστά σ’ αυτήν τη μη αναστρέψιμη κατάσταση, η ΙΖ΄ ΕΠΚΑ Έδεσσας και, από το 2003, η Λ΄ ΕΠΚΑ Αιανής, έθεσαν σε εφαρμογή ένα εκτεταμένο σωστικό πρόγραμμα, που είναι σε εξέλιξη, με σκοπό να περισωθεί ό,τι είναι δυνατόν από τις αρχαιότητες του παραποτάμιου χώρου και τα στοιχεία που συνέθεταν τον πολιτισμό του. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της έρευνας αποτελούν η άμεση εξάρτησή της από τους ταχείς ρυθμούς διάβρωσης του χώρου και από τη στάθμη των νερών της τεχνητής λίμνης, η οποία μειώνεται για σύντομο χρονικό διάστημα και σε ακατάλληλη για έρευνα εποχή, κυρίως το Νοέμβριο, και όχι πάντα στο ίδιο υψόμετρο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Το σωστικό αυτό πρόγραμμα περιλαμβάνει:
α) Εντοπισμό των αρχαιολογικών χώρων, με εντατική επιφανειακή έρευνα, και
β) Ανασκαφική έρευνα στους σημαντικότερους από τους άμεσα πληττόμενους χώρους, με την προϋπόθεση να διατηρούν μέρος της επίχωσής τους και να βρίσκονται εκτός λίμνης, για όσο διάστημα απαιτεί η περιορισμένης συνήθως έκτασης ανασκαφική έρευνα που προγραμματίζεται, χωρίς να χρειαστεί να διακοπεί βίαια, αν και αυτό δεν αποφεύγεται πάντα.
Η ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗ ΕΡΕΥΝΑ
Περιοχή Έρευνας και Μελέτης
Η επιφανειακή έρευνα στην κοιλάδα του μέσου ρου του Αλιάκμονα άρχισε το 1985 και συνεχίστηκε πιο εντατικά από το 1990. Μέχρι σήμερα έχει ολοκληρωθεί ο έλεγχος όλης της παρόχθιας περιοχής, σε συνολικό μήκος 60 χλμ. περίπου. Το πλάτος ποικίλλει από 50 - 500 μ. (όσο και η περιοχή κατάκλυσης του φράγματος) στο μεγαλύτερο τμήμα της νότιας όχθης, 1500 μ. στη βόρεια όχθη και σε μικρό τμήμα της νότιας, και 5 χλμ. στην περιοχή του Ροδίτη. Από το σύνολο των παραπάνω εργασιών, η συστηματικά ερευνημένη περιοχή κατά μήκος της λίμνης ανέρχεται στα 70 τετρ. χλμ. περίπου. Στην έκταση αυτή θα πρέπει να προστεθούν δύο ακόμα συστηματικά ερευνημένες περιοχές:
α) Ο παραποτάμιος χώρος Αιανής, Ρυμνίου και Φρουρίου, στο τμήμα από τη Γέφυρα Ρυμνίου μέχρι τη μικρή κοιλάδα της Μονής Ιλαρίωνα, περιοχή που ελέγχθηκε στο πλαίσιο της κατασκευής του φράγματος Μέσου Αλιάκμονα-Ιλαρίωνα από τη ΔΕΗ, και
β) Η περιοχή γύρω από τη Λάβα, συμπεριλαμβανομένου και του αντίστοιχου τμήματος του περάσματος του Σαρανταπόρου, εργασία που έγινε πρόσφατα κατά τη διάρκεια της ανασκαφής στη θέση Κασιάνη.
Επιφανειακά, έχουν ερευνηθεί επίσης, κατά τη διάρκεια αυτοψιών ή υποδείξεων χώρων από αρχαιόφιλους, αρκετά αγροτεμάχια ή άλλες εκτάσεις, διάσπαρτες σε όλη τη λεκάνη Κοζάνης - Σερβίων. Οι εργασίες αυτές, συμπεριλαμβανομένης και της εξαντλητικά ερευνημένης περιοχής της Αιανής, καθιστούν τη γεωλογική λεκάνη Κοζάνης - Σερβίων και ιδιαίτερα την περιοχή της κοιλάδας του μέσου ρου του Αλιάκμονα μία από τις πιο ερευνημένες περιοχές του Ελλαδικού χώρου, τουλάχιστον σε επίπεδο εντοπισμού των χώρων.
Από τη μέχρι τώρα έρευνα στην περιοχή, ιδιαίτερα κατά μήκος των οχθών της τεχνητής λίμνης, ήρθε στο φως ένας πολύ μεγάλος αριθμός αρχαιολογικών χώρων, οικισμοί και νεκροταφεία, που μαρτυρούν την ανάπτυξη ενός αρχαιότατου και διαχρονικού πολιτισμού, με κύριο άξονα τον παραποτάμιο χώρο. Χρονολογικά, ανήκουν σε όλες τις περιόδους των Προϊστορικών και Ιστορικών χρόνων, με αρχή της κατοίκησης την αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο, από το 6430 π.Χ. περίπου, σύμφωνα με τις ραδιοχρονολογήσεις του Νεολιθικού οικισμού στη θέση Βαρεμένοι Γουλών. Η ανεύρεση ωστόσο ενός (πιθανού) παλαιολιθικού χειροπέλεκυ στη Γέφυρα Ρυμνίου και μιας παλαιολιθικής θέσης εκεί κοντά, ανάγει την κατοίκηση στην εποχή αυτή.
Στη συγκεκριμένη εργασία επιχειρείται μια πρώτη συνολική παρουσίαση των μέχρι τώρα εντοπισμένων θέσεων της κοιλάδας, κατά χρονολογική περίοδο, με επισήμανση των σημαντικότερων οικισμών ή οικιστικών συνόλων, με κριτήριο τη διάρκεια κατοίκησής τους, σε συνάρτηση με τη γεωγραφική και γεωμορφολογική τους θέση. Καθώς πρόκειται για μια πρώτη επεξεργασία του συνόλου των δεδομένων, αναμενόμενες θα πρέπει να είναι κάποιες μελλοντικές τροποποιήσεις στις χρονολογήσεις ορισμένων θέσεων, μετά την ολοκλήρωση της μελέτης της κεραμεικής και τον πιθανό εμπλουτισμό του διαθέσιμου δείγματος με περισσότερο και πιο χαρακτηριστικό υλικό, κατ’ επέκταση και στους απόλυτους αριθμούς των οικισμών κάθε περιόδου.
Αντίθετα, σε επίπεδο ποσοστών και γενικής χωροταξικής εικόνας της περιοχής, δεν αναμένεται να προκύψουν σοβαρές διαφοροποιήσεις. Σημειώνουμε, επίσης, ότι η ύπαρξη κι άλλων θέσεων εντός της περιοχής κατάκλυσης του φράγματος, ιδιαίτερα στην εκτεταμένη πεδινή έκταση που υπήρχε στα δεξιά του ρου του Αλιάκμονα, θα πρέπει να θεωρηθεί βέβαιη, όπως και η συνεχής αύξηση του συνολικού αριθμού, με την πρόοδο της έρευνας. Τα δεδομένα που συμπεριλήφθηκαν στην ανάλυση προέρχονται κυρίως από τις παραλίμνιες περιοχές των αντίστοιχων τοπικών κοινοτήτων και δημοτικών ενοτήτων των δήμων Κοζάνης και Σερβίων - Βελβεντού, και σε πολύ μικρότερο ποσοστό από την υπόλοιπη περιοχή.
Συγκεκριμένα, συμπεριλαμβάνονται οι παρακάτω οικισμοί ή περιοχές:
α) Παραλίμνια περιοχή Αιανής, Καισαρειάς, Ρυμνίου και Βελβεντού.
β) Το μέχρι τώρα σύνολο των δεδομένων Σπάρτου, Σταυρωτής, Πύργου, Ανατολής, Αμυγδαλιάς, Βαθυλάκκου, Μεσιανής, Ροδίτη, Λευκάρων, Ιμέρων, Αύρας, Νεράιδας, Πολυφύτου, Σερβίων, Καστανιάς, Παλαιογρατσάνου, Πλατανορρεύματος, Κρανιδίων, Γουλών και Λάβας.
γ) Περιοχή Μονής Ιλαρίωνα, συγκεκριμένα οι θέσεις Κάμπος Φρουρίου και Βέρβερη Αιανής.
Συγκριτικά, λαμβάνονται υπόψη οι διαθέσιμες πληροφορίες από τη μη παραλίμνια περιοχή Αιανής, η οποία αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης, από την ευρύτερη περιοχή της Κοζάνης και τους οικισμούς στα νότια και ανατολικά της πόλης, από τη μη παραλίμνια περιοχή Βελβεντού και από τους ορεινούς οικισμούς της δημοτικής ενότητας Καμβουνίων.
Η Ανάλυση των Δεδομένων της Επιφανειακής Έρευνας
Σύμφωνα με την ανάλυση των τοπογραφικών δεδομένων, στην ερευνημένη και υπό μελέτη περιοχή, όπως αυτή ορίστηκε παραπάνω, έχουν εντοπιστεί μέχρι τώρα 216 θέσεις αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, οικισμοί και νεκροταφεία. Από τις θέσεις αυτές, οι 112 βρίσκονται στις όχθες της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου και πλήττονται σε ποικίλο βαθμό από τα νερά της λίμνης, ενώ άλλες 25 έχουν διαταραχθεί από τη σύγχρονη δραστηριότητα. Η κατανομή τους στις μεγάλες περιόδους της ανθρώπινης δραστηριότητας στον ελλαδικό χώρο έχει ως εξής:
Στην προϊστορική εποχή (7η - 2η π.Χ. χιλιετία) ανήκουν 158 από τις 216 θέσεις και στους ιστορικούς χρόνους (1η π.Χ. χιλιετία έως και την εποχή της Τουρκοκρατίας) 134, από τις οποίες οι 75 εντάσσονται στην Αρχαϊκή, την Κλασική, την Ελληνιστική και τη Ρωμαϊκή εποχή και οι 59 στη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή. Πιο αναλυτικά:
Η Προϊστορική Εποχή
Οι 158 Προϊστορικές θέσεις αντιστοιχούν σε 152 οικισμούς (σε κάποιους από τους οποίους εντοπίζονται και νεκροταφεία ή μεμονωμένες ταφές, της ίδιας ή άλλης εποχής, παλαιότερης ή νεότερης), και σε πέντε (ή έξι) χωριστά νεκροταφεία. Σε 35 από αυτές εντοπίζεται κατοίκηση και κατά τους ιστορικούς χρόνους, συγκεκριμένα στην Αρχαϊκή, Κλασική, Ελληνιστική ή και Ρωμαϊκή εποχή, ενώ σε άλλες 14 εντοπίστηκαν νεκροταφεία. Παρόμοια, και η Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή εποχή εντοπίζονται σε 34 θέσεις, ενώ σε άλλες τρεις εντοπίστηκαν νεκροταφεία. Οι θέσεις αυτές κατανέμονται στις επιμέρους χρονικές περιόδους ως εξής:
Α) Νεολιθική Εποχή (7η - 4η χιλιετία π.Χ.)
Από τους 25 οικισμούς της Νεότερης Νεολιθικής πέντε μόνο συνεχίζουν στις θέσεις της Μέσης, μαρτυρώντας μικρή συνέχεια της κατοίκησης, στο 30% των θέσεων. Πρόκειται για θέσεις που εντοπίζονται κοντά ή πάνω στα ποτάμια περάσματα, όπως οι Βαρεμένοι Γουλών, η Βέρβερη και η Πάλλα Ράχη Αιανής, το Ρέμα Γλυκό Νερό Ροδίτη και ο «οικισμός των Σερβίων». Παράλληλα, ιδρύονται 20 νέοι οικισμοί, που αποτελούν το 80% των θέσεων της περιόδου, σε θέσεις σε παρόμοια γεωμορφολογικά και γεωγραφικά περιβάλλοντα, οι περισσότεροι παραποτάμια. Ο διπλασιασμός (πιθανόν πλασματικός, για μια σειρά λόγων) σχεδόν του αριθμού των οικισμών σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους είναι φανερός, όπως και το πολύ μεγάλο ποσοστό εγκατάλειψης και απομάκρυνσης από τις προηγούμενες θέσεις.
Στην Τελική Νεολιθική συνεχίζεται η κατοίκηση σε 15 οικισμούς της προηγούμενης περιόδου, στο 60% των θέσεων (σε δύο από τις οποίες εντοπίζεται συνεχής κατοίκηση από τη Μέση και σε άλλες δύο από την Αρχαιότερη Νεολιθική), σε τρεις θέσεις της Μέσης, από τις οποίες λείπει η Νεότερη, ενώ ιδρύονται και 10 νέοι οικισμοί, που αποτελούν το ένα τρίτο σχεδόν των 29 θέσεων της περιόδου. Μεταξύ της Νεότερης και της Τελικής Νεολιθικής παρατηρείται η μεγαλύτερη για τη Νεολιθική εποχή συνέχεια στην κατοίκηση των θέσεων, χωρίς ωστόσο αυτό να μπορεί να επιβεβαιωθεί με τα διαθέσιμα στοιχεία, λόγω της μακράς διάρκειας της τελευταίας περιόδου.
Η συνέχεια στην κατοίκηση παρατηρείται σε παραποτάμιες θέσεις, ανάμεσά τους και αυτές που βρίσκονται πάνω στα ποτάμια περάσματα, όπως οι Βαρεμένοι Γουλών, η Κρυόβρυση Κρανιδίων, η Πάλλα Ράχη Αιανής και άλλες, αλλά και σε θέσεις όπως η Βασιλάρα Ράχη Βελβεντού, τα Παλιάμπελα Αμυγδαλιάς και τα Πέντε Αλώνια Αιανής που εντοπίζονται σε χαμηλούς λοφίσκους, σχετικά μακριά από το ποτάμι. Κατά την περίοδο αυτή όμως κατοικούνται για πρώτη φορά κάποιοι πολύ ψηλοί και οχυροί παραποτάμιοι ή πιο απομακρυσμένοι λόφοι, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τους παραποτάμιους οικισμούς της Νεράιδας, της Μεταμόρφωσης Μεσιανής, του Προφήτη Ηλία και της Ψηλής Ράχης Καισαρειάς, αλλά και τον Άγιο Ελευθέριο Κοζάνης- Δρεπάνου.
Την περίοδο αυτή κατοικείται επίσης το Σπήλαιο της Νεράιδας, πιθανόν και το δεύτερο εντοπισμένο σπήλαιο στη θέση Παλιοχώρι της ίδιας τοπικής κοινότητας. Η ποικιλομορφία αυτή στις θέσεις κατοίκησης της περιόδου δεν έχει ακόμα ερμηνευτεί ικανοποιητικά από την έρευνα, ούτε φυσικά και οι λόγοι επιλογής των φυσικά οχυρωμένων λόφων, που αργότερα, κατά την Ελληνιστική εποχή, αποτελούν σχεδόν τον κανόνα. Με βάση τα παραπάνω, και κυρίως τη μακρά διάρκεια ζωής κάποιων οικισμών, οι οποίοι φαίνεται να υπερβαίνουν τη χιλιετία, ως σημαντικοί νεολιθικοί οικισμοί θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν οι Βαρεμένοι Γουλών, η Κρυόβρυση Κρανιδίων, η Βέρβερη και Πάλλα Ράχη Αιανής, το Παλιοχώρι Νεράιδας και το Ρέμα Γλυκό Νερό Ροδίτη.
Παρόμοια ή και μεγαλύτερη διάρκεια ζωής και ανάλογη σημασία, φαίνεται να είχαν και πολλοί άλλοι οικισμοί που κατοικήθηκαν κατά τη διάρκεια της Νεότερης και Τελικής Νεολιθικής, με σημαντικότερο παράδειγμα τη Βασιλάρα Ράχη Βελβεντού. Ακόμη, σημαντικές θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε και τις περιοχές στις οποίες παρατηρείται εντατική Νεολιθική κατοίκηση, με μετακίνηση σε γειτονικές θέσεις, με χαρακτηριστικό επιβεβαιωμένο παράδειγμα τον οικισμό της Ανάληψης Καισαρειάς. Όλοι οι παραπάνω οικισμοί κατέχουν σημαντικές γεωγραφικές θέσεις, πάνω σε φυσικά χερσαία ή ποτάμια περάσματα, χαρακτηριστικό που πιθανόν έπαιξε κάποιο ρόλο στην επιλογή τους, αλλά και στη μακροβιότητά τους.
Β) Εποχή του Χαλκού (3η - 2η π.Χ. Χιλιετία)
Εδώ ανήκουν 99 θέσεις οικισμών και τρεις νεκροταφείων. Οι 70 από τις 99 θέσεις είναι νέες θέσεις, ενώ οι 29 εντοπίζονται στις υπάρχουσες νεολιθικές, μαρτυρώντας μικρή συνέχεια της κατοίκησης ανάμεσα στις δύο περιόδους, στο ένα τρίτο περίπου των θέσεων. Από τις 99 θέσεις της Εποχής του Χαλκού, στην πρώιμη φάση (3000 - 2200 π.Χ. περίπου) ανήκουν 21 οικισμοί, στη Μέση (2200 - 1600 π.Χ. περίπου) 8 οικισμοί και δύο χωριστά νεκροταφεία (το ένα μέσα σε οικισμό της Πρώιμης), και στην Ύστερη (1600 - 1100 π.Χ. περίπου) 43 θέσεις οικισμών και πέντε νεκροταφεία.
Οι μισοί σχεδόν από τους οικισμούς της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (οι 10 από τους 21) συνεχίζουν στις νεολιθικές θέσεις και από αυτούς οι 8 σε θέσεις της Τελικής Νεολιθικής, μαρτυρώντας σχετικά μεγάλη συνέχεια κατοίκησης, στο 30% περίπου. Ωστόσο, σε τρεις μόνο θέσεις εμφανίζονται με βεβαιότητα οι πρώιμες φάσεις της περιόδου.
Αυτό που παρατηρείται στην Εποχή του Χαλκού είναι η μεγάλη ασυνέχεια στην κατοίκηση των θέσεων ανάμεσα στις επιμέρους χρονικές περιόδους. Κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού παρατηρείται μια τάση για χαμηλότερα υψόμετρα, ενώ αντίθετα στην Ύστερη επιλέγονται κυρίως ψηλές θέσεις, όπως και κατά τη Νεότερη και κυρίως την Τελική Νεολιθική περίοδο. Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό της περιόδου είναι η μεγάλη διασπορά και η μικρή έκταση των οικισμών της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, οι οποίοι σε κάποιες περιοχές εμφανίζουν συγκεντρώσεις, υποδηλώνοντας διαφοροποιήσεις στην κοινωνική οργάνωση.
Οι οικισμοί της Εποχής του Χαλκού είναι διάσπαρτοι σε όλη την κοιλάδα, χωρίς να ξεχωρίζουν κάποιοι ιδιαίτερα. Για την πρώιμη φάση αναφέρουμε ενδεικτικά, τους οικισμούς Πολεμίστρα Αιανής, Ψηλή Ράχη Καισαρειάς, Φαράγγι Μεσιανής, «οικισμός Σερβίων», Βασιλάρα Ράχη Βελβεντού, Κασιάνη Λάβας και Ξερόλακκας Αυλών. Για τη Μέση, τους οικισμούς Πολεμίστρα Αιανής, Παλιόχανο Σπάρτου, Ρέμα Γλυκονέρι Πύργου, Γέφυρα Σερβίων και Τούρλα Γουλών. Για την Ύστερη, τους οικισμούς Κρυόβρυση Κρανιδίων, Πέρασμα Σταυρωτής, Άγιος Κωνσταντίνος Καισαρειάς, Κάτω Μπράβας Βελβεντού, Κολιτσάκι Σερβίων, Κάμπος Φρουρίου, Σκαμνιές Σερβίων και Μερότοπος Σπάρτου.
Γ) Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (1100 - 700 π.Χ.)
Εδώ ανήκουν 19 θέσεις οικισμών, στα όρια των οποίων σε τέσσερις περιπτώσεις εντοπίζονται ισάριθμα νεκροταφεία της περιόδου, ενώ τρία ακόμα εντοπίζονται χωριστά και σε κάποια (μικρή μάλλον) απόσταση από τους οικισμούς. Από τις 19 θέσεις οι 11 είναι νέες, οι πέντε συνεχίζουν από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, μαρτυρώντας μικρή συνέχεια της κατοίκησης ανάμεσα στις δύο εποχές, στο ένα τέταρτο περίπου των θέσεων, ενώ οι τρεις είχαν ξανακατοικηθεί κατά τη Νεότερη ή και Τελική Νεολιθική. Η περίοδος αυτή είναι γνωστή κυρίως από νεκροταφεία, των οποίων ο μεγάλος αριθμός και η μικρή έκταση υποδηλώνουν ανάλογη κοινωνική οργάνωση, πιθανόν κατά γένη.
Χαρακτηριστικό της περιόδου είναι η επέκταση της κατοίκησης και στην καθαρά ορεινή ζώνη, κάτι που συνδέεται πιθανότατα με διαφοροποίηση στην οικονομία και με την ανάπτυξη μεγάλου αριθμού κτηνοτροφικών οικισμών. Δεν λείπουν ωστόσο και κάποιοι σχετικά μεγάλης έκτασης οικισμοί στην παραποτάμια περιοχή, όπως η Παλιοκαστανιά Σερβίων, με πιθανό κεντρικό ρόλο στη ζωή των κατοίκων. Άλλοι αξιοσημείωτοι οικισμοί της περιόδου εντοπίζονται στις θέσεις Κάμπος Φρουρίου και Μερότοπος Σπάρτου, μια περιοχή με εντατική κατοίκηση κατά την περίοδο αυτή, αλλά και την αμέσως προηγούμενη, ενώ χαρακτηριστική ορεινή θέση αποτελούν τα Παλιούρια Πολυφύτου.
Ιστορικοί Χρόνοι
Α) Αρχαϊκή - Κλασική - Ελληνιστική και Ρωμαϊκή Εποχή (700 π.Χ. - 300 μ.Χ.)
Στις περιόδους αυτές ανήκουν συνολικά 74 θέσεις, οι 63 από τις οποίες αποτελούν θέσεις οικισμών και οι 12 νεκροταφείων. Τα 6 από αυτά ανήκουν στη Ρωμαϊκή περίοδο. Οι 35 από τους 63 οικισμούς έχουν ιδρυθεί πάνω σε θέσεις που είχαν ξανακατοικηθεί κατά την Προϊστορική εποχή, ενώ οι 28, με βάση τα επιφανειακά δεδομένα, δεν δίνουν ανάλογα στοιχεία, χωρίς αυτό να αποκλείεται, όπως δείχνουν τα δεδομένα οικισμών που ανασκάφηκαν. Από τους 63 οικισμούς, οι 45 ανήκουν στην Ελληνιστική εποχή, με πιθανή χρήση και σε πρωιμότερους χρόνους, μέσα στην Αρχαϊκή ή και την Κλασική εποχή.
Οι οικισμοί αυτοί, σε επίπεδο χωροθέτησης, εμφανίζουν πολύ μικρή σχέση με τους Προϊστορικούς, καθώς 7 μόνο εντοπίζονται πάνω σε Νεολιθικές θέσεις, αριθμός που μειώνεται στο ελάχιστο εάν κατανεμηθούν στις επιμέρους χρονικές περιόδους. Με την Εποχή του Χαλκού η σχέση είναι μεγαλύτερη, σχεδόν διπλάσια, παραμένει ωστόσο σε μικρά ποσοστά και αφορά μόνο την πρώιμη και ύστερη φάση. Παντελής απουσία ταύτισης παρατηρείται με θέσεις της Μέσης Εποχής του Χαλκού και ελάχιστη με την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Οι Προϊστορικές θέσεις που επιλέγονται είναι αυτές που βρίσκονται πάνω στα φυσικά περάσματα, όπως ο οικισμός της Κασιάνης Λάβας και της Κρυόβρυσης Κρανιδίων.
Οι Ελληνιστικές θέσεις με βάση την έκτασή τους θα μπορούσαν να διακριθούν σε μεγάλες και μικρές, αλλά και σε οικιστικά σύνολα. Κατανέμονται σε όλη την έκταση της λεκάνης Κοζάνης-Σερβίων και σε ποικίλα γεωμορφολογικά και γεωγραφικά περιβάλλοντα. Μεγάλης έκτασης οικισμοί που ιδρύθηκαν σε εκτεταμένες επίπεδες περιοχές ή παραποτάμια πλατώματα και οι οποίοι θα μπορούσαν να αντιστοιχούν σε κεντρικούς οικισμούς εντοπίζονται στις θέσεις Κάμπος Φρουρίου, Πέρασμα Σταυρωτής, Παλιοκκλήσι Αμυγδαλιάς, Φαράγγι Μεσιανής, Λεύκαρα, Κρυόβρυση Κρανιδίων, Αη Λιας Λάβας, Κάτω Μπράβας Βελβεντού, Φαράγγι και Σκαμνιές Σερβίων, Κεραμοποιείο και Πλατάνια Γουλών και άλλες.
Στις σημαντικές θέσεις θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν η Κασιάνη Λάβας και η Νεράιδα, οικισμοί που αναπτύσσονται σε επάλληλα πλατώματα ψηλών λόφων. Σε όμοιας μορφής λόφους, αλλά πολύ μεγαλύτερους, έχουν ιδρυθεί και οι πιο σημαντικές από τις πόλεις της ευρύτερης περιοχής, όπως η Αιανή, πρωτεύουσα της αρχαίας επαρχίας της Ελίμειας, το Παλαιόκαστρο Βελβεντού, που πολλοί ερευνητές τον συνδέουν με τον μαρτυρούμενο από τις γραπτές πηγές αρχαίο οικισμό «Φυλακαί» και ο οικισμός του λόφου του Αγίου Ελευθερίου Κοζάνης-Δρεπάνου.
Σημαντικός επίσης οικισμός της περιόδου φαίνεται να είναι και αυτός που μαρτυρείται από το κλασικό νεκροταφείο της Κοζάνης και πιθανόν εντοπίζεται στην περιοχή της σημερινής πόλης. Στη Ρωμαϊκή περίοδο εντάσσονται 26 οικισμοί, οι 8 από τους οποίους συνεχίζουν στις Ελληνιστικές θέσεις, ενώ οι υπόλοιποι 18 ιδρύονται σε διαφορετικές, υποδηλώνοντας αρκετά μικρό ποσοστό συνέχειας στην κατοίκηση. Η χωροταξική σχέση των οικισμών αυτών με τις Προϊστορικές θέσεις είναι πολύ μικρή και μόνο με τη Νεότερη - Τελική Νεολιθική, την Ύστερη Εποχή του Χαλκού και την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου.
Ενώ η συνέχεια της κατοίκησης κατά τη Βυζαντινή εποχή δεν μαρτυρείται με βεβαιότητα, παρά μόνο σε δύο θέσεις. Αξιοσημείωτοι οικισμοί της περιόδου, μεγάλης έκτασης και με πιθανό σημαντικό ρόλο στη ζωή της περιοχής, φαίνεται να είναι οι οικισμοί Παλαιόκαστρο Καισαρειάς, Παλιόχανο και Μερότοπος Σπάρτου, Παλιοκκλήσι Αμυγδαλιάς, Κολιτσάκι Σερβίων, οικισμός Λευκάρων και άλλοι. Εντοπίζονται όλοι κοντά στα ποτάμια και χερσαία περάσματα.
Β) Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Εποχή (300 μ.Χ. και εξής)
Εδώ ανήκουν 48 θέσεις οικισμών, από τις οποίες οι 35 πιθανότατα είναι των Βυζαντινών χρόνων και 19 των Μεταβυζαντινών, καθώς και 10 νεκροταφεία. Οι οικισμοί της περιόδου, κυρίως οι Βυζαντινοί, εμφανίζουν σημαντική χωροταξική σχέση με τους Προϊστορικούς οικισμούς όλων των περιόδων. Αντίθετα, σε μικρά ποσοστά κυμαίνεται η συσχέτιση με τις Ελληνιστικές θέσεις, καθώς έξι μόνο από αυτές φαίνεται να ξαναεπιλέγονται για κατοίκηση.
Παρατηρήσεις
Η κοιλάδα του μέσου ρου του Αλιάκμονα αποτελεί μια πυκνοκατοικημένη περιοχή ήδη από την Αρχαιότερη Νεολιθική και καθ’ όλη τη διάρκεια των Προϊστορικών και Ιστορικών χρόνων, ενώ η ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή ανάγεται στην Παλαιολιθική εποχή. Σε όλες τις εποχές παρατηρείται έντονη μετακίνηση εντός της κοιλάδας, με συχνή αλλαγή στη θέση κατοίκησης, συχνά σε όμορα πλατώματα ή λοφίσκους, όπου και μπορεί κανείς, συχνά με σχετική ευκολία, να ανιχνεύσει τη συνέχεια της κατοίκησης. Οι θέσεις που επιλέγονται για την ίδρυση των οικισμών διαφέρουν από περίοδο σε περίοδο και από εποχή σε εποχή, με μικρή, μεγαλύτερη ή παντελή απουσία χωροταξικής σύμπτωσης μεταξύ τους.
Σημαντική διαφοροποίηση εμφανίζει επίσης και το ποσοστό συνέχειας στην κατοίκηση ανάμεσα στις διάφορες χρονικές περιόδους ή εποχές. Οι λόγοι επιλογής των θέσεων κάθε περιόδου αποτελούν ένα ενδιαφέρον ζήτημα προς διερεύνηση, ιδιαίτερα για τους προϊστορικούς χρόνους από τους οποίους λείπουν οι γραπτές πηγές. Η οικονομία, η κοινωνική και πολιτική κατάσταση αλλά και η ιδεολογία, πιθανόν σε σχέση και με τη δημογραφική σύνθεση των διάφορων οικισμών, θα μπορούσαν ίσως να είναι κάποιοι από τους παράγοντες που κατά περιόδους επέδρασαν καθοριστικά στη χωροθέτηση των οικισμών της κοιλάδας. Οι περιοχές που βρίσκονται πάνω ή κοντά σε φυσικές διόδους και σε ποτάμια περάσματα εμφανίζουν διαχρονικότητα στην κατοίκηση.
Η μεγαλύτερη ωστόσο διάρκεια ζωής ενός οικισμού, χωρίς διακοπή, δεν υπερβαίνει τη χιλιετία, ενώ πολλοί περισσότεροι είναι οι οικισμοί που κατοικούνται μόνο σε μία χρονική περίοδο, για 300-500 χρόνια. Επιπλέον, σε καμία περίπτωση μέχρι τώρα δεν έχει επιβεβαιωθεί ανασκαφικά η αδιάλειπτη συνέχεια της ζωής ενός οικισμού, ενώ πολύ πιθανή είναι και η εποχική κατοίκηση ορισμένων από αυτούς. Η συγκέντρωση θέσεων όλων των εποχών και χρονικών περιόδων σε κάποιες περιοχές, ιδιαίτερα πάνω σε φυσικά περάσματα, υποδηλώνει την ιδιαίτερη σημασία τους για τους κατοίκους της περιοχής και ανάγει τους αντίστοιχους οικισμούς σε σημαντικούς, με κεντρικό ίσως ρόλο στη ζωή της περιοχής.
Η ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ
Τα Δεδομένα από τις Ανασκαφές των Οικισμών
Η μέχρι σήμερα αρχαιολογική έρευνα στους παραποτάμιους αλλά και πιο ορεινούς οικισμούς της κοιλάδας του μέσου ρου του Αλιάκμονα, έφερε στο φως μια μεγάλη σειρά αρχαιολογικών ευρημάτων και πληροφοριών, που σκιαγραφούν την εικόνα της κατοίκησης στην περιοχή από την Προϊστορική εποχή μέχρι και το τέλος της αρχαιότητας. Οι περισσότεροι οικισμοί εντοπίζονται σε υπερυψωμένα παραποτάμια πλατώματα ή λοφίσκους, πολύ συχνά δίπλα σε μεγάλα ρέματα, από τα οποία και υδροδοτούνταν.
Συγκέντρωση και διαχρονική κατοίκηση παρατηρείται σε περιοχές που βρίσκονται πάνω στους οδικούς άξονες, σε συνάρτηση πάντα με τα ποτάμια περάσματα. Όλες οι ανασκαφές υπαγορεύτηκαν από σωστικούς λόγους. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων πρόκειται για θέσεις που έχουν διαβρωθεί σε ποικίλο βαθμό από τα νερά της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου. Η παρουσίαση που ακολουθεί, γίνεται από τα νοτιοδυτικά προς τα βορειοανατολικά και από τα αριστερά της ροής του ποταμού, κατά μήκος του οποίου αναπτύχθηκαν οι περισσότεροι οικισμοί.
Α) Ανασκαμμένοι Οικισμοί στα Αριστερά του Ρου του Αλιάκμονα
Δήμος Κοζάνης, δημοτική ενότητα Αιανής, θέση Πολεμίστρα:
Κάτω από ένα παχύ στρώμα (4 μ.) αλλουβιακών αποθέσεων, στην παρειά που σχηματίστηκε από τη διάβρωση της λίμνης, εντοπίστηκε οικισμός της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού και υστερότερο νεκροταφείο, της Μέσης Εποχής του Χαλκού, που σχετίζεται με τον οικισμό της περιόδου που αναπτύχθηκε σε όμορα μικρότερα πλατώματα. Κάποια ψηλότερα σημεία της περιοχής κατοικήθηκαν στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού και τη Ρωμαϊκή εποχή. Το 1994 πραγματοποιήθηκε συστηματική επιφανειακή έρευνα, στρωματογραφική μελέτη της θέσης και ανασκαφή του ενός από τα δύο εντοπισμένα κτίσματα.
Το κτίσμα, του οποίου η αρχική φάση είχε καταστραφεί από φωτιά, είχε λιθόκτιστο θεμέλιο και κρηπίδα, σωζόμενου ύψους 0,80 μ., κατασκευασμένα με την τεχνική του «ψαροκόκαλου», αρκετά διαδεδομένη στο πρώτο μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ. Η ανωδομή του ήταν από πλιθιά. Είχε επιμήκη κάτοψη, μήκους μέχρι 11 μ., με βάση το σωζόμενο μήκος των 9 μ. του ενός μακρού τοίχου, και πλάτος 3 μ. τουλάχιστον, προστώο στη μία (βόρεια) στενή πλευρά, διαστάσεων 1×3 μ., και πιθανό προσανατολισμό βόρεια - νότια, με είσοδο στα βόρεια. Στη νοτιοδυτική γωνία του προστώου βρέθηκε εγχυτρισμός μικρού παιδιού. Πάνω από το στρώμα καταστροφής του κτίσματος διασώθηκε τμήμα υστερότερου λίθινου κυκλικού περιβόλου. Η ραδιοχρονολόγηση τοποθετεί τα ευρήματα στο 1968 - 1765 π.Χ.
Δήμος Κοζάνης, δημοτική ενότητα Αιανής, θέση Πάλλα Ράχη:
Η θέση κατοικήθηκε κατά τη Μέση, Νεότερη και Τελική Νεολιθική περίοδο, την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού αλλά και κατά τους Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους. Το 1999, στο πλαίσιο κατασκευής της εθνικής οδού Κοζάνης - Ρυμνίου, διενεργήθηκε σωστική ανασκαφική έρευνα, η οποία έφερε στο φως διαλυμένες οικιστικές επιχώσεις των προϊστορικών χρόνων.
Δήμος Κοζάνης, δημοτική ενότητα Ελίμειας, τοπική κοινότητα Σπάρτου, θέση Δασύλλιο:
Το 1995 ερευνήθηκαν διαλυμένες οικιστικές επιχώσεις της Μέσης Εποχής του Χαλκού και των Βυζαντινών χρόνων. Στην αρχική φάση ανάγεται μια συγκέντρωση καμένου οικοδομικού υλικού και οστράκων, ενώ στη βυζαντινή εποχή δύο απορριμματικοί λάκκοι.
Δήμος Κοζάνης, δημοτική ενότητα Ελίμειας, τοπική κοινότητα Σπάρτου, θέση Παλιόχανο:
Πρόκειται για διαβρωμένο οικισμό της Μέσης Εποχής του Χαλκού. Η θέση κατοικήθηκε επίσης και κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική, τους ρωμαϊκούς και Βυζαντινούς χρόνους. Το 1996 εντοπίστηκε και ανασκάφηκε τμήμα υπόγειου ή ισόγειου χώρου κατοικίας της Μέσης Εποχής του Χαλκού, η οποία καταστράφηκε από φωτιά. Είχε ευθύγραμμη κάτοψη και ήταν κατασκευασμένη από πηλό και ξύλα. Στο φυσικό επικλινές έδαφος, που αποτελούσε και το δάπεδο του σωζόμενου χώρου, είχαν ανοιχτεί αρκετοί μικροί, κωνικοί λάκκοι, για άμεση αποθήκευση ή στήριξη αποθηκευτικών αγγείων.
Διασώθηκαν έξι από αυτούς, ο ένας από τους οποίους περιείχε απανθρακωμένα βελανίδια. Κάτω από το στρώμα καταστροφής βρέθηκαν δύο πήλινα κανθαρόσχημα αγγεία, υφαντικά βάρη και τμήματα πιθοειδών αγγείων. Η ραδιοχρονολόγηση τοποθετεί το κτίσμα στο 1880 - 1746 π.Χ. Στον ίδιο χώρο εντοπίστηκε και ανασκάφηκε διαλυμένος εγχυτρισμός της ίδιας περιόδου και, το 2001, μια σύγχρονη πιθανόν ταφή και δύο απορριμματικοί λάκκοι των Βυζαντινών χρόνων.
Δήμος Σερβίων - Βελβεντού, δημοτική ενότητα Σερβίων, τοπική κοινότητα Μεσσιανής, θέση Φαράγγι:
Το 1998 ερευνήθηκαν οικιστικές επιχώσεις διαβρωμένου από τη λίμνη οικισμού της Νεότερης και Τελικής Νεολιθικής, καθώς και των αρχών της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού. Η θέση κατοικήθηκε επίσης και κατά τους Κλασικούς και Ελληνιστικούς χρόνους. Ανασκάφηκαν 11 λάκκοι, οι περισσότεροι της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, ένας της Νεότερης Νεολιθικής και ένας των ελληνιστικών χρόνων. Ακόμη, 6 πιθοειδείς αποθηκευτικές κατασκευές, της Τελικής Νεολιθικής ή (πιθανότατα) της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού.
Όλοι σχεδόν οι λάκκοι της Εποχής του Χαλκού ήταν απορριμματικής χρήσης και ένας πιθανόν και ταφικής. Περιείχαν πλήθος ευρημάτων, όπως όστρακα αγγείων, κόκαλα ζώων, μικροευρήματα και αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Διαφοροποίηση εμφανίζει ένας επιμήκης λάκκος, διαστάσεων 2,50×3,50 μ. και σωζόμενου βάθους 0,25 μ., τα χαρακτηριστικά του οποίου παραπέμπουν σε χώρο κατοικίας. Η λειτουργία του μερικώς ανασκαμμένου νεολιθικού λάκκου δεν έχει αποσαφηνιστεί. Πιθανόν πρόκειται για υπόγειο χώρο κτίσματος, με δευτερογενή απορριμματική χρήση. Οι πιθοειδείς κατασκευές είναι ανοιγμένες στο φυσικό και έχουν σχήμα κυλινδρικό, με επίπεδο πυθμένα.
Τα τοιχώματά τους φέρουν παχύ επίχρισμα, πάχους 10 εκ. περίπου, από πορτοκαλόχρωμο πηλό. Η εξωτερική διάμετρός τους είναι 0,60 μ., ενώ το σωζόμενο ύψος τους 0,30-0,50 μ. Ερμηνεύονται ως αποθηκευτικοί χώροι. Ο οικισμός κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικός, λόγω της κατοίκησής του στα τέλη της Νεολιθικής περιόδου και στις αρχές της Εποχής του Χαλκού. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η κεραμική της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, η οποία δεν είναι η τυπική της κοιλάδας του Αλιάκμονα, αλλά χαρακτηριστική του πολιτισμού Baden, της Ουγγαρίας και Βουλγαρίας.
Δήμος Σερβίων - Βελβεντού, δημοτική ενότητα Σερβίων, τοπική κοινότητα Ροδίτη, θέση Παλιάμπελα:
Ο οικισμός έχει μορφή πολύ χαμηλής τούμπας και έκταση 30 στρεμμάτων. Εντοπίζεται στα βόρεια όρια της κοιλάδας, 5 χλμ. από τον Αλιάκμονα, σε πλάτωμα που διαμορφώνεται στους πρόποδες του ορεινού όγκου, στα αριστερά ενός μεγάλου ρέματος. Η περιορισμένης έκτασης σωστική ανασκαφή που διενεργήθηκε αποκάλυψε αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της Αρχαιότερης Νεολιθικής, ενώ το επιφανειακό υλικό από την ευρύτερη περιοχή υποδηλώνει κατοίκηση σε όλη τη Νεολιθική εποχή και σε κάποια φάση της Εποχής του Χαλκού.
Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που αποκαλύφθηκαν ορίζουν τρεις φάσεις χρήσης του χώρου και συνδέονται με χώρους οικοτεχνικής δραστηριότητας. Πρόκειται για τρία μικρά κυκλικά δάπεδα, σκαμμένα στο φυσικό, μέγιστης διαμέτρου 1,70 μ. και βάθους 10 εκ., με πασσαλότρυπες στην περιφέρειά τους, καθώς και μια μικρότερη κυκλική κατασκευή με έντονα ίχνη καύσης. Ανάμεσα και πάνω στα δάπεδα, ερευνήθηκε μάζα οικοδομικού υλικού από επάλληλα στρώματα πηλού και στάχτης. Το σύνολο διαταράσσεται από έναν μεγάλο υστερότερο λάκκο με μεγάλη ποσότητα αρχαιολογικού υλικού, στον πυθμένα του οποίου είχε ανοιχθεί μικρός λάκκος για την ταφή ενός νηπίου.
Από τα κινητά ευρήματα ξεχωρίζει μια ομάδα 10 μεγάλων πήλινων πηνίων, πιθανότατα υφαντικά βάρη, που εντοπίστηκαν πάνω σε ένα από τα δάπεδα και βεβαιώνουν την ανάπτυξη υφαντικής τέχνης στον οικισμό και στον συγκεκριμένο χώρο. Η ραδιοχρονολόγηση τοποθετεί τα ευρήματα στο 6220 - 5900 π.Χ.
Β) Ανασκαμμένοι Οικισμοί στα Δεξιά του Ρου του Αλιάκμονα
Δήμος Σερβίων - Βελβεντού, δημοτική ενότητα Καμβουνίων, τοπική κοινότητα Φρουρίου, θέση Κάμπος:
Στη μικρή παραποτάμια κοιλάδα που διαμορφώνεται στα δυτικά όρια της λεκάνης, η κατασκευή του Υδροηλεκτρικού Έργου Μέσου Αλιάκμονα (Ιλαρίωνα) από τη ΔΕΗ υπαγόρευσε την πραγματοποίηση επιφανειακής έρευνας και σωστικής ανασκαφής, κατά τα έτη 1994 - 1996. Στην περιοχή διαπιστώθηκε κατοίκηση κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου και τους ελληνιστικούς χρόνους. Στο χώρο των εργασιών ανασκάφηκαν εργαστηριακοί χώροι των Ρωμαϊκών χρόνων, συγκεκριμένα, ένας κλίβανος και ένα μικρό τετράγωνο κτίσμα, τα οποία είχαν κατασκευαστεί στη θέση δύο λαξευτών θολωτών τάφων με δρόμο, της Ύστερης Εποχής του Χαλκού και Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου.
Το πλήθος των πήλινων αγγείων με τα οποία ήταν κτερισμένοι οι νεκροί χρησιμοποιήθηκε για το μπάζωμα μιας φυσικής κοιλότητας. Στον ίδιο χώρο ανασκάφηκε επίσης ένας απορριμματικός λάκκος, ο οποίος με βάση μία ραδιοχρονολόγηση τοποθετείται στο 786 - 549 π.Χ. και συνδέεται με τον όμορο οικισμό της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου.
Δήμος Σερβίων - Βελβεντού, δημοτική ενότητα Σερβίων, τοπική κοινότητα Αυλών, θέση Ξερόλακκας ή Καμίνια:
Στα βόρεια όρια ενός οικισμού των αρχών της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού εντοπίστηκαν οκτώ κλίβανοι, από τους οποίους ανασκάφηκαν οι δύο. Έχουν κυκλική κάτοψη, διαμέτρου 2 μ., με δρόμο στα βορειοδυτικά και ορίζονται από πήλινο τοίχο, σωζόμενου ύψους 0,70 μ. Η χρονολόγησή τους παραμένει αβέβαιη.
Δήμος Σερβίων - Βελβεντού, δημοτική ενότητα Σερβίων, τοπική κοινότητα Κρανιδίων, θέση Κρυόβρυση:
Η θέση έχει διαβρωθεί σχεδόν ολοκληρωτικά από τα νερά της λίμνης. Ερευνήθηκε κατά τα έτη 1986, 1992, 1993 και 1997. Το επιφανειακό υλικό απλώνεται σε δύο πλατώματα και χρονολογείται στην Αρχαιότερη, Μέση και Τελική Νεολιθική περίοδο, καθώς και στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού, τη Γεωμετρική εποχή, τους Ελληνιστικούς και Βυζαντινούς χρόνους. Στη σημερινή επιφάνεια του ενός πλατώματος διαγράφεται μεγάλος αριθμός λάκκων ανοιγμένων στο φυσικό, καθώς και μία τάφρος. Ανασκαφικά ερευνήθηκαν επιχώσεις της Αρχαιότερης Νεολιθικής, σε μια φυσική κοιλότητα του εδάφους και πέντε λάκκοι διαφορετικής χρονολόγησης.
Οι δύο από αυτούς ανάγονται στη Μέση Νεολιθική και θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως απορριμματικοί, όπως και ένας παρόμοιος της Βυζαντινής εποχής. Στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού ανάγονται δύο μικρότεροι, αποθηκευτικής χρήσης, με λιγοστά ευρήματα και τοιχώματα επιχρισμένα με πηλό. Από το νεκροταφείο που βρίσκεται στον ίδιο χώρο, ερευνήθηκαν οκτώ κιβωτιόσχημοι τάφοι, οι περισσότεροι διαταραγμένοι, ενώ τα δύο Μυκηναϊκά αγγεία που διασώθηκαν το χρονολογούν στα τέλη της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Για την κατασκευή τεσσάρων από τους τάφους χρησιμοποιήθηκε σε δεύτερη χρήση ένα σύνολο 11 λίθινων ανθρωπόμορφων στηλών (ακέραιες ή τμήματά τους), που αποδίδουν πολύ σχηματικά την ανθρώπινη μορφή.
Η αρχική χρονολόγησή τους δεν είναι βέβαιη, θεωρούμε όμως πιθανή την τοποθέτησή τους στα τέλη των Νεολιθικών χρόνων. Ανάλογα ευρήματα από τρεις ακόμα θέσεις της κοιλάδας βεβαιώνουν την αρκετά διαδεδομένη σε κάποια χρονική περίοδο συνήθεια της κατασκευής ανθρωπόμορφων στηλών στην περιοχή και καθιστούν το σύνολο το μεγαλύτερο στον Ελλαδικό χώρο. Στο δεύτερο πλάτωμα εντοπίστηκαν τρία τμήματα τεφροδόχων αγγείων των γεωμετρικών χρόνων, τρία ακόμα αγγεία όμοιας πιθανόν χρήσης και ένας εγχυτρισμός. Ανασκάφηκε επίσης ορθογώνιος κλίβανος με δρόμο για ψήσιμο κεραμίδων στέγης, των Ελληνιστικών χρόνων, ενώ διαπιστώθηκε η ύπαρξη τριών ακόμη σύγχρονων, κυκλικών.
Δήμος Σερβίων - Βελβεντού, δημοτική ενότητα Σερβίων, τοπική κοινότητα Γουλών, θέση Βαρεμένοι ή Νησί:
Πρόκειται για παραποτάμιο νεολιθικό οικισμό με μορφή τούμπας και έκταση 30 στρεμμάτων. Η θέση κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο. Το 2001 ερευνήθηκαν στρώματα κατοίκησης που χρονολογούνται στις αρχές της Μέσης Νεολιθικής και στην Αρχαιότερη Νεολιθική. Ήρθαν στο φως κατόψεις πασσαλόπηκτων κατοικιών της Μέσης Νεολιθικής, μία ταφή καύσης της Αρχαιότερης και δέκα λάκκοι της Μέσης και Νεότερης ή Τελικής Νεολιθικής. Μια σειρά ραδιοχρονολογήσεων τοποθετεί το σύνολο των ευρημάτων στο 6430 - 5670 π.Χ. και την ταφή καύσης στο 6070 - 5920 π.Χ. Τα κτίσματα που αποκαλύφθηκαν έχουν ορθογώνια κάτοψη και προσανατολισμό βορειοανατολικά - νοτιοδυτικά.
Οι διαστάσεις τους είναι μικρές, περίπου 1,50×3 μ., σύμφωνα με το δάπεδο που αποκαλύφθηκε ολόκληρο. Οι τοίχοι έχουν πλάτος 30 - 40 εκ., ενώ για την κατασκευή τους χρησιμοποιήθηκαν πάσσαλοι διαμέτρου 10-20 εκ., πυκνά τοποθετημένοι ανά 10-20 εκ. μέσα σε τάφρο θεμελίωσης, η οποία στη συνέχεια μπαζώθηκε με πέτρες και χώμα. Στο εσωτερικό τους υπάρχουν λάκκοι, κάποιοι αποθηκευτικής χρήσης. Ανάμεσα στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα βρέθηκαν πολλά πήλινα αγγεία, κάποια με γραπτή διακόσμηση. Τα κινητά ευρήματα αποτελούν επίσης λίθινα και οστέινα εργαλεία, ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα ειδώλια, κοσμήματα και άλλα μικροευρήματα.
Δήμος Σερβίων - Βελβεντού, δημοτική ενότητα Σερβίων, θέση Σκαμνιές:
Το 1996 ερευνήθηκαν διαλυμένες οικιστικές επιχώσεις της ύστερης εποχής χαλκού και των Ελληνιστικών χρόνων.
Δήμος Σερβίων - Βελβεντού, δημοτική ενότητα Σερβίων, θέση Παλιοκαστανιά:
Πρόκειται για υπερυψωμένο και διαβρωμένο από τη λίμνη παραποτάμιο πλάτωμα. Η θέση ανασκάφηκε το 2000, το 2004 και το 2010. Αποκαλύφθηκαν πιθεώνες και ένα κτίσμα της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, απορριμματικοί λάκκοι των Ρωμαϊκών χρόνων, οι οποίοι συνδέονται με τον οικισμό της περιόδου που εντοπίστηκε σε όμορο πλάτωμα και μια θερμική πηλοκατασκευή της Τελικής Νεολιθικής (4500 - 3000 π.Χ. περίπου), που ανήκει σε γειτονικό οικισμό. Στη Βυζαντινή εποχή η θέση χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο, από το οποίο ανασκάφηκε ένας τάφος. Από τους τρεις εντοπισμένους αποθηκευτικούς χώρους, ο μεγαλύτερος ή ίσως καλύτερα σωζόμενος αποτελείται από 20 πίθους.
Όλοι είναι τοποθετημένοι σε λάκκους μέσα στο φυσικό. Έχουν σχήμα ωοειδές, οξυπύθμενο και καστανοκόκκινη επιφάνεια. Σώζονται κυρίως από το ύψος της κοιλιάς και κάποιοι από τον ώμο και κάτω. Μαρτυρούνται τρία μεγέθη, με μέγιστο ύψος το 1,50 μ. και μέγιστη διάμετρο το 1 μ. Κάποιοι φέρουν εγχάρακτη διακόσμηση πάνω στο χείλος ή στην κοιλιά. Καλύπτονταν με λίθινα καπάκια. Στο χώρο παρατηρήθηκαν τρεις λιθοσωροί από τους οποίους ερευνήθηκε ο νοτιότερος. Ανήκε σε λιθόκτιστο κτήριο, πιθανόν της Εποχής του Σιδήρου, θεμελιωμένο πάνω στο φυσικό.
Έχει προσανατολισμό νοτιοδυτικά-βορειοανατολικά, με αψιδωτή τη νοτιοδυτική στενή πλευρά και είσοδο μάλλον στη βορειοανατολική. Το μέγιστο σωζόμενο μήκος του είναι 11,60 μ., ενώ το πλάτος του έφτανε τα 6,40 μ. Οι εξωτερικοί τοίχοι έχουν πάχος 60 εκ. και είναι κατασκευασμένοι από μεγάλους λίθους. Το κτήριο διαιρούνταν σε δύο χώρους κατά μήκος, ενώ το σωζόμενο δάπεδο του αψιδωτού χώρου ήταν από πλάκες αλειμμένες με πηλό. Το σύνολο των δεδομένων του οικισμού οδηγεί σε μια χρονολόγηση σε πρώιμη φάση της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, γύρω δηλαδή στο 1100 π.Χ.
Ο οικισμός είναι ο πρώτος που ανασκάφηκε στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, όπου η περίοδος είναι γνωστή μόνο από νεκροταφεία. Τα χαρακτηριστικά του μαρτυρούν πως πρόκειται για έναν σημαντικό οικισμό, με κεντρικό χαρακτήρα στη ζωή των κατοίκων της περιοχής.
Δήμος Σερβίων - Βελβεντού, δημοτική ενότητα Σερβίων, θέση Γέφυρα, «προϊστορικός οικισμός Σερβίων»:
Η θέση βρίσκεται σήμερα στον πυθμένα της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου. Ανασκάφηκε το 1930 και το 1971 - 1973. Κατοικήθηκε κατά τη Μέση και Νεότερη Νεολιθική περίοδο, την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού και τη Βυζαντινή εποχή.
Η ανασκαφή έφερε στο φως πασσαλόπηκτα κτίσματα της Μέσης Νεολιθικής, τα οποία σε κάποιες φάσεις έφεραν πιθανότατα και έναν όροφο. Στα δάπεδα διαπιστώθηκε η χρήση σανίδων ξύλου, αντίθετα με τα δάπεδα από πηλό της Νεότερης Νεολιθικής. Οι εστίες και οι φούρνοι εντοπίζονταν έξω από τα σπίτια, σε αύλειους χώρους. Αποκαλύφθηκαν, επίσης, τάφροι της Μέσης Νεολιθικής και της Εποχής του Χαλκού, καθώς και λάκκοι όλων εποχών κατοίκησης της θέσης, με αποθηκευτική ή απορριμματική χρήση, αλλά και για τη στήριξη πασσάλων.
Δήμος Σερβίων - Βελβεντού, δημοτική ενότητα Σερβίων, τοπική κοινότητα Λάβας, θέση Κασιάνη:
Ο οικισμός εντοπίζεται στο ψηλότερο σημείο του φυσικού περάσματος του Σαρανταπόρου. Η ανασκαφή υπαγορεύτηκε από σωστικούς λόγους, καθώς η θέση κινδύνευε με κατάρρευση, όπως και έγινε, λόγω της άμεσης γειτνίασής της με το λιγνιτωρυχείο της Εταιρείας ΛΑΡΚΟ, η οποία χρηματοδότησε και την έρευνα. Πρόκειται για ψηλό λόφο που διαμορφώνεται σε πλατώματα. Κατοικήθηκε κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική, την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού και την Ελληνιστική εποχή. Διερευνήθηκαν διαταραγμένες κυρίως αρχαιολογικές επιχώσεις των δύο νεότερων περιόδων χρήσης του χώρου και σε μικρή έκταση αδιατάρακτο στρώμα της Αρχαιότερης Νεολιθικής.
Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα μαρτυρούν κατασκευή ελαφριών κτισμάτων κατά την προϊστορική εποχή, από ξύλο με πιθανή επάλειψη λεπτού στρώματος πηλού, και λιθόκτιστα ή με λίθινα θεμέλια και πασσαλόπηκτη ανωδομή στην Ελληνιστική. Σε ένα από τα χαμηλά πλατώματα της θέσης αποκαλύφθηκαν ένας μικρός απορριμματικός λάκκος και ένα πιθάρι των Ελληνιστικών χρόνων. Από τα σημαντικότερα κινητά ευρήματα της ανασκαφής είναι τα διάτρητα όστρακα τα οποία ανήκουν σε μικρά αγγεία της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, αδιάγνωστης χρήσης.
Η ιδιαίτερη σημασία της ανασκαφής της Λάβας έγκειται κυρίως στο γεγονός του εντοπισμού στη συγκεκριμένη γεωγραφική θέση ενός οικισμού της Αρχαιότερης Νεολιθικής, καθώς όχι μόνο πρόκειται για τον μοναδικό μέχρι τώρα εντοπισμένο οικισμό της περιόδου σε τόσο ψηλό υψόμετρο (950μ.), αλλά και γιατί αυτός βρίσκεται πάνω στο μοναδικό φυσικό πέρασμα που ενώνει διαχρονικά τη Θεσσαλία με τη Δυτική Μακεδονία. Αξιοσημείωτος είναι και ο Ελληνιστικός οικισμός, καθώς δεν αποκλείεται να συνδέεται με τη φύλαξη των δύο φυσικών διόδων που εντοπίζονται στην περιοχή, του Κάστρου Σερβίων και του Στενού «Πόρτες».
Δήμος Σερβίων - Βελβεντού, δημοτική ενότητα Βελβεντού, θέση Κάτω Μπράβας:
Το 1996 ερευνήθηκαν διαλυμένες από τη λίμνη επιχώσεις οικισμού των ελληνιστικών χρόνων. Στο ανασκαμμένο τμήμα του οικισμού διαπιστώθηκε κατοίκηση και κατά τη Νεότερη / Τελική Νεολιθική περίοδο όπως και την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Η ανασκαφή έφερε στο φως τμήματα υπόγειων ή ισόγειων χώρων που αποτελούσαν αποθηκευτικούς χώρους μεγάλων, διώροφων πιθανόν κτισμάτων καθώς και ισόγεια κτίσματα με εστίες στο εσωτερικό τους. Το νεότερο κτίσμα καταστράφηκε ξαφνικά, πιθανόν από σεισμό, στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. Στο στρώμα καταστροφής του, εκτός από τα πιθάρια που βρέθηκαν τοποθετημένα σε λάκκους ανοιγμένους στο φυσικό ή σε πρωιμότερα στρώματα κατοίκησης, βρέθηκαν και πολλά μεγάλα αγγεία, κάποια πεσμένα από τον πάνω όροφο.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αποθετικοί λάκκοι, που ανοίχτηκαν μετά την καταστροφή του κτηρίου για να θαφτούν κάποια από τα ιερά αντικείμενα του χώρου. Έτσι διασώθηκε μια σειρά οκτώ πήλινων λατρευτικών ίσως ειδωλίων, εντυπωσιακών για το μέγεθος και την καλλιτεχνική τους εμφάνιση, που αποδίδουν κεφάλια ή προτομές γυναικείων μορφών, πιθανότατα κάποιες θεές ή νύμφες, σχεδόν σε φυσικό μέγεθος. Τα ευρήματα αυτά, τα δεδομένα της κεραμικής και κάποια τυχαία ευρήματα από όμορα αγροτεμάχια, συνδέουν το κτίσμα με πιθανό χώρο ιερού, αφιερωμένου πιθανόν στη λατρεία του Δία Ύψιστου.
Δήμος Σερβίων - Βελβεντού, δημοτική ενότητα Βελβεντού, θέση Βασιλάρα Ράχη:
Η θέση κατοικήθηκε κατά τη Νεότερη και Τελική Νεολιθική περίοδο, καθώς και την Πρώιμη και Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Ο οικισμός αναπτύχθηκε στη νοτιοδυτική πλαγιά και την κορυφή ενός μικρού λόφου ανάμεσα σε δύο ρέματα. Έχει μορφή ψηλής τραπεζιόσχημης τούμπας και έκταση 20 περίπου στρέμματα. Κατά το 1994 - 1996 πραγματοποιήθηκε σωστική ανασκαφική έρευνα, λόγω των ποικίλων καταστροφών που έχει δεχτεί κατά καιρούς η θέση. Η ανασκαφή σε πέντε τομές έφερε στο φως αρχιτεκτονικά κατάλοιπα κυρίως της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού. Πρόκειται για πασσαλόπηκτες κατοικίες με δάπεδα από πηλό και με εστίες, πλατφόρμες και σε μια περίπτωση με έναν μικρό θολωτό φούρνο στο εσωτερικό τους.
Τα δάπεδα των εστιών και των φούρνων ήταν από πηλό πάνω στον οποίο υπήρχε επιφάνεια από όστρακα μεγάλων αγγείων επαλειμμένων με πηλό. Σε μία τομή τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα διακόπτονται από ένα μεγάλο υστερότερο λάκκο, με μεγάλη ποσότητα λίθων, ανάμεσά τους και πολλές μυλόπετρες. Τμήμα καμένου, κυκλικού δαπέδου με τρεις επάλληλες φάσεις, διαμέτρου 1,30 μ., και έντονα ίχνη ισχυρής καύσης, ανήκει πιθανότατα σε θερμαντική κατασκευή (ίσως κλίβανο) της Τελικής Νεολιθικής. Τα κινητά ευρήματα αποτελούν πλήθος από όστρακα αγγείων, λίγα ακέραια αγγεία, λίθινα και οστέινα εργαλεία, πολλές αγνύθες, πήλινα ειδώλια, κοσμήματα και άλλα.
Συμπεράσματα
Η έκταση των οικισμών εμφανίζει σε όλες σχεδόν τις περιόδους σημαντική διαφοροποίηση, με παράλληλη συνύπαρξη μικρών αλλά και πολύ μεγαλύτερων, πιθανόν σημαντικότερων οικισμών. Κατά περιόδους παρατηρούνται συγκεντρώσεις μικρών οικιστικών εγκαταστάσεων, οι οποίες συνιστούν πιθανότατα ενιαία οικιστικά σύνολα. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της Νεολιθικής Εποχής βεβαιώνουν την κατασκευή πασσαλόπηκτων κτισμάτων, με ευθύγραμμες κατόψεις, δάπεδα από πηλό ή σανίδες και βοηθητικές κατασκευές μέσα ή έξω από αυτά. Υπάρχουν ενδείξεις και για διώροφα.
Παρόμοια είναι και τα οικήματα της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, με μεγαλύτερες όμως διαστάσεις και πηλοκατασκευές στο εσωτερικό τους. Αλλαγή παρατηρείται κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού, οπότε σε κάποιους οικισμούς κατασκευάζονται επιμήκη οικήματα με προστώο και λίθινη κρηπίδα, ενώ σε άλλους διώροφα κτίσματα, με υπόγειους ή ισόγειους χώρους αποθήκευσης. Κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού και Πρώιμη Εποχή της Σιδήρου τα λιγοστά στοιχεία υποδεικνύουν κτίσματα από φθαρτά κυρίως υλικά, χωρίς όμως να λείπουν από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, τα λιθόκτιστα, τα οποία περιλαμβάνουν και μεγάλους πιθεώνες.
Για την Ελληνιστική εποχή τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα μαρτυρούν λιθόκτιστα κτίσματα, που αποτελούν τον κανόνα για την περίοδο αυτή, αλλά και πασσαλόπηκτα, σε κάποιους ορεινούς οικισμούς όπως αυτός της Λάβας, πιθανόν διαφορετικής λειτουργίας. Ενδείξεις για λατρευτικούς χώρους παρέχει ο οικισμός του Κάτω Μπράβα. Χαρακτηριστικό όλων των εποχών, από την Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο μέχρι και τη Βυζαντινή εποχή, η διάνοιξη και χρήση λάκκων εντός των οικισμών ή στα όριά τους, για απόληψη πηλού, απόρριψη ή εναπόθεση υλικών και αντικειμένων, πιθανόν ιδιαίτερης σημασίας ή προέλευσης, για άμεση ή έμμεση αποθήκευση (τοποθέτηση αγγείων), ταφή των νεκρών (κατά την Προϊστορική εποχή) και άλλα.
Συνηθισμένο επίσης κατά την Προϊστορική εποχή το σκάψιμο τάφρων, για παρόμοιους σκοπούς. Η κεραμεική των Προϊστορικών οικισμών της κοιλάδας του Αλιάκμονα ακολουθεί κατά κύριο λόγο το σχηματολόγιο και τη διακόσμηση του Θεσσαλικού πολιτισμού. Αξιοσημείωτη η παρουσία, κατά τη Νεότερη Νεολιθική, κεραμεικής που χαρακτηρίζει την Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία, καθώς και, στις αρχές της Εποχής του Χαλκού, κεραμεικής του βορειότερου πολιτισμού Baden, και στις δύο περιπτώσεις σε οικισμούς της βόρειας όχθης. Για τις ιστορικές περιόδους, τα ευρήματα δεν διαφοροποιούνται τυπολογικά από τους σύγχρονους οικισμούς της ευρύτερης περιοχής.
Περιλαμβάνουν προϊόντα ντόπιας παραγωγής αλλά και εισαγμένα. Μια μικρή ωστόσο ποιοτική διαφοροποίηση διαπιστώνει σχετική μελέτη, με υψηλότερη ποιότητα στην κεραμεική των οικισμών της βόρειας όχθης του Αλιάκμονα. Από τα μικροευρήματα των διάφορων οικισμών επισημαίνουμε τα ποικίλης μορφής πήλινα υφαντικά βάρη και σφοντύλια που βρέθηκαν και τα οποία μαρτυρούν την ανάπτυξη της υφαντικής τέχνης ήδη από την Αρχαιότερη Νεολιθική, μέσα στην 7η χιλιετία π.Χ.
Το σύνολο των δεδομένων των οικισμών της κοιλάδας του μέσου ρου του Αλιάκμονα βεβαιώνει την ανάπτυξη ενός σημαντικού και διαχρονικού πολιτισμού, με δυναμική παρουσία στη ζωή της ευρύτερης περιοχής, οφειλόμενη εν πολλοίς και στα πλεονεκτήματα που παρείχαν τα φυσικά χερσαία και ποτάμια περάσματα που εντοπίζονται στο χώρο της, και με οικονομικές, κοινωνικές και ιδεολογικές επαφές των κατοίκων με όλο τον κατά περιόδους γνωστό κόσμο της ευρύτερης περιοχής.
Η ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
Τα Δεδομένα από τις Ανασκαφές Νεκροταφείων και Μεμονωμένων Ταφών
Η αρχαιολογική έρευνα στην κοιλάδα του μέσου ρου του Αλιάκμονα, από το 1985 και εξής, είχε ως αποτέλεσμα τον εντοπισμό 41 θέσεων νεκροταφείων ή μεμονωμένων ταφών, οι οποίες χρονολογικά ανάγονται σε όλες σχεδόν τις περιόδους της ιστορίας και της προϊστορίας. Στον αριθμό αυτό δεν συμπεριλαμβάνονται, για διάφορους λόγους, άλλες 12 παραλίμνιες κυρίως θέσεις, που ανεβάζουν το συνολικό αριθμό στις 53. Λείπουν επίσης οι μη παραλίμνιες θέσεις Βελβεντού, Ρυμνίου και περιοχής Αιανής, οι οποίες αποτελούν αντικείμενο ξέχωρης μελέτης.
Οι περισσότερες εντοπίζονται κατά μήκος των οχθών της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου, από τα νερά της οποίας και πλήττονται σε ποικίλο βαθμό, ενώ κάποιες από αυτές έχουν ερευνηθεί και ανασκαφικά. Τα δεδομένα παρουσιάζονται με χρονολογική σειρά, σε μια προσπάθεια διαχρονικής προσέγγισης του θέματος της μεταχείρισης των νεκρών στην περιοχή.
Νεολιθική Εποχή (6700/6500 - 3300/3100 π.Χ.)
Οι ταφές που είναι γνωστές μέχρι σήμερα από την περιοχή ανέρχονται στις δύο. Η γνωστή Νεολιθική ταφή του «προϊστορικού οικισμού των Σερβίων» στην τελική δημοσίευση εντάσσεται στους Βυζαντινούς χρόνους, ενώ τα καμένα οστά της Αρχαιότερης Νεολιθικής στη θέση Βαρεμένοι Γουλών διαπιστώθηκε ότι ανήκουν σε ζώα.. Εντοπίζονται μέσα στους οικισμούς και χρονολογούνται στην Αρχαιότερη και Νεότερη Νεολιθική περίοδο. Στην Αρχαιότερη Νεολιθική ανήκει μία παιδική ταφή σε λάκκο, στον οικισμό της θέσης Παλιάμπελα Ροδίτη, ενώ στον οικισμό της θέσης Βαρεμένοι Γουλών εντοπίστηκε μία ταφή καύσης της Νεότερης Νεολιθικής, με τα οστά του νεκρού σε τεφροδόχο αγγείο.
Τα παραπάνω παραδείγματα αποτελούν μεμονωμένες ταφές εντός των οικισμών. Οργανωμένα νεκροταφεία έξω και σε απόσταση από τους οικισμούς δεν έχουν εντοπιστεί μέχρι τώρα στην περιοχή. Χρησιμοποιούνται οι πρακτικές του ενταφιασμού, σε συνεσταλμένη στάση, και της καύσης, με πιθανή διαφορετική μεταχείριση των παιδιών. Βέβαιη είναι η τοποθέτηση κτερισμάτων στις ταφές.
Εποχή του Χαλκού (3300/3100 - 1100 π.Χ.)
Τα ταφικά δείγματα που έχουν έρθει μέχρι τώρα στο φως ανήκουν σχεδόν αποκλειστικά στις προχωρημένες φάσεις της περιόδου, μέσα στη 2η π.Χ. χιλιετία. Στις αρχές της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού είναι πιθανό να ανήκει μία διαταραγμένη ταφή σε λάκκο δίπλα σε κτίσμα της περιόδου, στον οικισμό της θέσης Φαράγγι Μεσιανής. Στη Μέση Εποχή του Χαλκού ανήκουν δύο νεκροταφεία και τέσσερις μεμονωμένες ταφές. Το πρώτο νεκροταφείο βρίσκεται στη θέση Τούρλα Γουλών, σε απόσταση 300 μ. από τον οικισμό της περιόδου. Αν και εντοπίστηκε διαβρωμένο από τη λίμνη, η ανασκαφή του έφερε στο φως σημαντικά στοιχεία για τις ταφικές πρακτικές και την ιδεολογία της περιόδου.
Ερευνήθηκαν 43 ταφές, οι δύο από τις οποίες ήταν καύσεις, 14 ενταφιασμοί σε κιβωτιόσχημους τάφους, 26 εγχυτρισμοί σε μεγάλα πιθάρια ή μικρότερα πιθοειδή αγγεία και ένας λακκοειδής καλυμμένος με τμήματα πιθοειδών αγγείων. Οι 7 από τις 41 ταφές ανήκαν σε παιδιά. Οι τάφοι είναι σταθερά προσανατολισμένοι νοτιοδυτικά-βορειοανατολικά, με τα κεφάλια των νεκρών (και τα στόμια των ταφικών πίθων) στα νοτιοδυτικά. Το δεύτερο νεκροταφείο βρίσκεται στη θέση Πολεμίστρα Αιανής. Εδώ, κάτω από επίχωση 4 μ. στην παρειά που δημιούργησε η λίμνη, μέσα στις επιχώσεις προηγούμενου οικισμού και πολύ κοντά στον οικισμό της περιόδου, εντοπίστηκαν τέσσερις διαβρωμένες ταφές.
Πρόκειται για τρεις εγχυτρισμούς (ένας σε πιθάρι και δύο παιδικές ταφές σε μικρότερα αγγεία) και μία λακκοειδή ταφή με καλυπτήριες πλάκες. Το πιθάρι και η λακκοειδής ταφή ήταν όμοια προσανατολισμένα ανατολικά-δυτικά, με το στόμιο του αγγείου στα ανατολικά, όπου θα πρέπει να ήταν και το κεφάλι του νεκρού. Οι μεμονωμένες ταφές χωροθετούνται εντός των οικισμών, έξω ή δίπλα στην είσοδο των σπιτιών. Πρόκειται για δύο εγχυτρισμούς, ο ένας με παιδική ταφή, στον οικισμό της Πολεμίστρας Αιανής, και έναν διαλυμένο εγχυτρισμό και (πιθανόν) μία λακκοειδή ταφή, με το νεκρό σε συνεσταλμένη στάση, στον οικισμό της θέσης Παλιόχανο Σπάρτου.
Από τα ταφικά αυτά κατάλοιπα προκύπτουν για τη Μέση Εποχή του Χαλκού τα εξής: Συνηθίζεται, ίσως μόνο για τα παιδιά, η ταφή εντός των οικισμών, παράλληλα με τη χρήση εκτεταμένων οργανωμένων νεκροταφείων. Χρησιμοποιούνται τρεις τύποι τάφων, κιβωτιόσχημοι, λακκοειδείς με καλυπτήριες πλάκες ή τμήματα αγγείων και εγχυτρισμοί σε πιθάρια ή μικρότερα αγγεία. Στους εγχυτρισμούς, τα αγγεία τοποθετούνται σε πλάγια θέση. Οι τάφοι έχουν όμοιο προσανατολισμό. Χρησιμοποιούνται παράλληλα ο ενταφιασμός και η καύση, η δεύτερη όμως πρακτική σε πολύ μικρότερο ποσοστό.
Οι νεκροί ενταφιάζονται σε έντονα συνεσταλμένη στάση, προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά τους, πιθανόν ανάλογα με το φύλο, και στις περιπτώσεις των εγχυτρισμών με το κεφάλι προς το στόμιο του αγγείου. Οι νεκροί των οργανωμένων νεκροταφείων είναι συνήθως κτερισμένοι με ένα αγγείο και ελάχιστα κοσμήματα ή άλλα αντικείμενα. Στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού ανήκει με βεβαιότητα ένα μόνο νεκροταφείο. Εντοπίστηκε στη θέση Κρυόβρυση Κρανιδίων, μέσα στις επιχώσεις του νεολιθικού οικισμού. Ερευνήθηκαν οκτώ κιβωτιόσχημοι τάφοι, σχεδόν όλοι διαβρωμένοι από τη λίμνη και διαταραγμένοι.
Για τις μακρές πλευρές των τεσσάρων χρησιμοποιήθηκαν σε δεύτερη χρήση λίθινες ανθρωπόμορφες στήλες, πιθανόν Νεολιθικές, ενώ στις στενές όπως και στους υπόλοιπους μικρές πηλόπλακες. Όλοι οι τάφοι είναι σταθερά προσανατολισμένοι νοτιοδυτικά - βορειοανατολικά, με τα κεφάλια των νεκρών στη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Οι νεκροί ήταν ενήλικες, ενταφιασμένοι σε πλάγια θέση, με τα πόδια ελαφρώς λυγισμένα. Ήταν κτερισμένοι με πλούσια ή φτωχότερα κτερίσματα, ενώ ο μοναδικός τάφος που βρέθηκε αδιατάρακτος ήταν ακτέριστος.
Σύνηθες κτέρισμα αποτελούσε ένα πήλινο αγγείο, ενώ σε έναν από τους τάφους, ίσως στον πλουσιότερο, βρέθηκαν μαζί με μία μυκηναϊκή υψίποδη κύλικα, δύο τμήματα χρυσών κοσμημάτων, ένα χάλκινο δαχτυλίδι, τέσσερα πήλινα σφονδύλια και μία χάνδρα από κεχριμπάρι. Τα δύο Μυκηναϊκά αγγεία τοποθετούν τη χρήση του νεκροταφείου από τα μέσα του 13ου αιώνα π.Χ. έως τα μέσα του 11ου αιώνα π.Χ. Στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού είναι πιθανό, με βάση τα μέχρι τώρα ευρήματα και τα χαρακτηριστικά που μπορεί να αποδώσει κανείς στην περίοδο αυτή, να ανήκουν άλλα τρία μικρά και διαλυμένα από τη λίμνη νεκροταφεία.
Εντοπίζονται στις θέσεις Κάτω Μπράβας Βελβεντού (ανασκάφηκαν τρεις διαταραγμένοι τάφοι, λακκοειδείς με καλυπτήριες πλάκες και όμοιο προσανατολισμό), Σκαμνιές Σερβίων (εντοπίστηκε ένας διαλυμένος κιβωτιόσχημος τάφος) και Παλαιόκαστρο Καισαρειάς (ανασκάφηκε ένας λακκοειδής τάφος). Με βάση τα παραπάνω, η ταφή των νεκρών κατά το τέλος τουλάχιστον της Ύστερης Εποχής του Χαλκού παρουσιάζει την παρακάτω εικόνα: Οι νεκροί θάβονται σε νεκροταφεία μικρής έκτασης, πολύ κοντά ή δίπλα στον οικισμό. Οι τύποι των τάφων που χρησιμοποιούνται είναι οι κιβωτιόσχημοι και οι λακκοειδείς με καλυπτήριες πλάκες.
Οι τάφοι έχουν όμοιο προσανατολισμό. Διαπιστώνεται η ύπαρξη συστάδων, που πιθανόν απηχούν ανάλογη κοινωνική οργάνωση. Η ταφική πρακτική που επιλέγεται είναι ο ενταφιασμός, με τους νεκρούς σε πλάγια θέση και με ελαφρώς λυγισμένα τα πόδια. Είναι κτερισμένοι με αρκετά, και σε μερικές περιπτώσεις πλούσια, κτερίσματα. Το σύνολο των δεδομένων υποδηλώνει έντονη επιρροή του Μυκηναϊκού πολιτισμού στην περιοχή.
Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (1100 - 700 π.Χ.)
Στη μεταβατική περίοδο από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, τοποθετείται ένα νεκροταφείο που εντοπίστηκε και ανασκάφηκε στη θέση Κάμπος Φρουρίου, στην περιοχή του Φράγματος Μέσου Αλιάκμονα-Ιλαρίωνα. Πρόκειται για οργανωμένο νεκροταφείο, μικρής έκτασης, πολύ κοντά στον οικισμό. Αποκαλύφθηκαν συνολικά 6 τάφοι. Οι δύο είναι μεγάλων διαστάσεων, λαξευτοί στον φυσικό βράχο, με κυκλικό θάλαμο και επιμήκη δρόμο, με θολωτή πιθανότατα στέγαση. Είναι όμοια προσανατολισμένοι ανατολικά-δυτικά, με το δρόμο στα δυτικά.
Οι υπόλοιποι τέσσερις είναι μικροί, λαξευτοί, κυκλικοί και σώζουν ίχνη από δύο βαθμίδες στη μία πλευρά τους. Πιθανότατα η θέση τους δηλωνόταν με λιθοσωρούς. Το νεκροταφείο υπέστη σημαντική καταστροφή κατά τη δεύτερη χρήση του στους ρωμαϊκούς χρόνους, οπότε τα αγγεία με τα οποία ήταν κτερισμένοι οι νεκροί κατακερματίστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν για το μπάζωμα μιας φυσικής κοιλότητας. Ανάμεσά τους βρέθηκαν και 17 τμήματα χάλκινων κοσμημάτων (χάνδρες, τμήμα τριχολαβίδας, μία αιχμή δόρατος, μία «σύριγγα», ένα δαχτυλίδι). Οι νεκροί ήταν ενταφιασμένοι, ενώ οι δύο μεγάλοι τάφοι, που φαίνεται να χρησιμοποιήθηκαν για περισσότερες από μία ταφές, ήταν πιθανόν οικογενειακοί.
Η κεραμεική ήταν χειροποίητη στο σύνολό της, με σχηματολόγιο που παραπέμπει στο Μυκηναϊκό ρεπερτόριο, χωρίς να είναι άγνωστη και η ντόπια παράδοση. Το σύνολο των δεδομένων υποδηλώνει έντονη επιρροή της Μυκηναϊκής παράδοσης και χρονολογεί το νεκροταφείο μέσα στον 11ο αιώνα. Σε προχωρημένες φάσεις της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου ανήκουν τρία νεκροταφεία, όλα ολοκληρωτικά σχεδόν διαβρωμένα από τα νερά της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου. Το πρώτο εντοπίζεται στη θέση Μπαΐρ ή Κολιτσάκι Σερβίων. Ανασκάφηκαν τέσσερις κιβωτιόσχημοι τάφοι, όμοια προσανατολισμένοι ανατολικά - δυτικά, που περιείχαν ενταφιασμούς.
Οι νεκροί ήταν σε ύπτια θέση, με τα χέρια μπροστά στο στήθος και το κεφάλι στα ανατολικά, ενώ σε μία περίπτωση υπήρχε και ανακομιδή. Ήταν κτερισμένοι με 4 ή 5 πήλινα αγγεία και λίγα κοσμήματα, ανάμεσά τους κάποια με αμαυρόχρωμη διακόσμηση και ένας πρωτογεωμετρικός τροχήλατος σκύφος, που χρονολογούν ανάλογα το νεκροταφείο. Το δεύτερο βρίσκεται στη θέση Κρυόβρυση Κρανιδίων, σε όμορο πλάτωμα με αυτό του νεκροταφείου της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Από εδώ περισυλλέχθηκαν τρία τεφροδόχα αγγεία, ανάμεσά τους ένας τροχήλατος αμφορέας με γραπτή διακόσμηση πρωτογεωμετρικών χρόνων, που περιείχαν υπολείμματα καύσεων.
Τρία ακόμα, δύο τροχήλατοι αμφορείς με γραπτή διακόσμηση πρωτογεωμετρικών χρόνων και μία χειροποίητη υδρία, που βρέθηκαν εντελώς διαλυμένα, περιείχαν πιθανότατα καύσεις. Ερευνήθηκε επίσης ένας εγχυτρισμός μικρού παιδιού, σε χειροποίητο αμφορέα. Ο νεκρός ήταν σε συνεσταλμένη στάση, προς τα δεξιά του, με το κεφάλι στα βορειοδυτικά. Τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι πρόκειται για νεκροταφείο της Πρωτογεωμετρικής περιόδου, με συνηθέστερη ταφική πρακτική την καύση. Το τρίτο νεκροταφείο εντοπίζεται στη θέση Κάτω Μπράβας Βελβεντού. Ανασκάφηκαν τέσσερις κιβωτιόσχημοι τάφοι, χωρίς σταθερό προσανατολισμό. Από το ένα μη διαβρωμένο παράδειγμα προκύπτει ότι οι νεκροί ήταν ενταφιασμένοι, σε ύπτια θέση.
Στον ίδιο τάφο βρέθηκαν δύο ανακομιδές. Η νεότερη ταφή ανήκε σε γυναίκα, κτερισμένη με τρία αγγεία και αρκετά χάλκινα κοσμήματα, όπως οκτώσχημη πόρπη, σκουλαρίκια και διάφορα άλλα σπειροειδή κοσμήματα. Βρέθηκαν επίσης χάντρες από πηλό και γυαλί. Τα αγγεία ήταν χειροποίητα εκτός από μία τροχήλατη οπισθότμητη πρόχου, η οποία προσδιορίζει και το κατώτερο όριο χρήσης του νεκροταφείου, στα γεωμετρικά χρόνια. Στο χώρο διαπιστώθηκε η ύπαρξη λιθοσωρών που πιθανότατα αποτελούσαν σήματα των τάφων. Σύμφωνα με τα δεδομένα αυτά προκύπτουν για την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου τα εξής:
Παρατηρείται πολυμορφία στην τυπολογία των τάφων της περιόδου όπως και στις ταφικές πρακτικές, με συνάντηση δύο πολιτισμικών παραδόσεων: της πρωτογεωμετρικής τέχνης, από τη Ν. Ελλάδα, σε θέσεις που βρίσκονται πλησιέστερα στο φυσικό πέρασμα προς τη Θεσσαλία, και της ντόπιας (ή βορειότερης) τέχνης στις πιο απομακρυσμένες περιοχές, όπου η Μυκηναϊκή παράδοση επιζεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στις προχωρημένες φάσεις της περιόδου επικρατεί η ντόπια (ή βορειότερη) παράδοση. Οι νεκροί κατά την εποχή αυτή θάβονται σε εκτεταμένα οργανωμένα νεκροταφεία, αλλά και σε μικρότερα, πολύ κοντά στον οικισμό, στις αρχικές φάσεις της περιόδου, κατά την παράδοση της Ύστερης Εποχής του Χαλκού.
Ο τύπος του τάφου που φαίνεται να κυριαρχεί στις θέσεις που δεν επηρεάζονται από τη μυκηναϊκή παράδοση, όπου χρησιμοποιείται ο τύπος του λαξευτού κυκλικού τάφου, είναι ο κιβωτιόσχημος. Συναντώνται όμως και εγχυτρισμοί. Ο σταθερός προσανατολισμός των τάφων τείνει να μην ισχύει, τουλάχιστον στα νεότερα νεκροταφεία, των γεωμετρικών χρόνων. Εφαρμόζεται περισσότερο η ταφική πρακτική του ενταφιασμού, κυρίως στα νεκροταφεία των Γεωμετρικών χρόνων, όπου συναντώνται και ανακομιδές, αλλά και σε πρωιμότερα που ακολουθούν τη Μυκηναϊκή παράδοση.
Η καύση φαίνεται να αποτελεί τον κανόνα για την ταφή των ενηλίκων στα νεκροταφεία των πρωτογεωμετρικών χρόνων, που ακολουθούν τα νέα μηνύματα από τη Ν. Ελλάδα και στα οποία ο ενταφιασμός χρησιμοποιείται περιπτωσιακά, ίσως μόνο για τα μικρά παιδιά, και γίνεται σε ταφικά αγγεία. Οι νεκροί στους κιβωτιόσχημους τάφους τοποθετούνται σε ύπτια θέση, ενώ στους εγχυτρισμούς σε συνεσταλμένη. Κτερίσματα τοποθετούνται αρκετά στα νεκροταφεία των ενταφιασμών, δείχνουν όμως να λείπουν από αυτά των καύσεων. Πιθανή είναι η σηματοδότηση των τάφων ή ταφικών συνόλων με λιθοσωρούς.
Αρχαϊκή - Κλασική - Ελληνιστική Εποχή (700 - 30 π.Χ.)
Τα στοιχεία που έχουμε από την παραλίμνια περιοχή για τις δύο πρώτες περιόδους είναι λιγοστά, περιοριζόμενα σε κάποια αγγεία, κτερίσματα διαλυμένων από τη λίμνη τάφων, που βρέθηκαν στη θέση Κάτω Μπράβας Βελβεντού. Αντίθετα, πολύ περισσότερα είναι τα ευρήματα της Ελληνιστικής περιόδου. Εντοπίστηκαν τέσσερα νεκροταφεία, διαλυμένα σε ποικίλο βαθμό από τα νερά. Τα δύο από αυτά βρίσκονται σε όμορα πλατώματα στη θέση Γέφυρα της Νεράιδας, καλυμμένα συνήθως από τα νερά της λίμνης. Οι εντοπισμένοι τάφοι (4 και 7 αντίστοιχα) είναι κιβωτιόσχημοι, με ποικίλο προσανατολισμό και περιείχαν ενταφιασμούς.
Με το ένα από αυτά τα νεκροταφεία συνδέονται τέσσερα πήλινα γυναικεία ειδώλια, που οφείλονται σε παράδοση. Το τρίτο νεκροταφείο της περιόδου εντοπίζεται στη θέση Αγία Βαρβάρα Σερβίων. Εδώ ανασκάφηκε μία λακκοειδής ταφή μικρού παιδιού, το οποίο είχε ενταφιαστεί σε ύπτια θέση. Στην ταφή ανήκαν 9 πήλινα αγγεία που μας παραδόθηκαν, ενώ σε μια δεύτερη διαλυμένη άλλα 7. Στα δεξιά του νεκρού, στο ύψος της κεφαλής βρέθηκε πήλινο αγγείο (στάμνος), ενώ στο ύψος της κοιλιάς ένα πήλινο πώμα αγγείου. Στη θέση Παλιοχώρι Νεράιδας εντοπίζεται το τέταρτο νεκροταφείο. Οι τάφοι είναι κιβωτιόσχημοι, χωρίς σταθερό προσανατολισμό. Από το διασκορπισμένο στο χώρο οστεολογικό υλικό προκύπτει ότι πρόκειται για ενταφιασμούς.
Οι νεκροί ήταν κτερισμένοι. Περισυλλέχθηκαν οκτώ πήλινα αγγεία και κάποια σιδερένια αντικείμενα, κτερίσματα διαλυμένων τάφων. Στην Ελληνιστική εποχή ανήκουν τέσσερα ακόμα νεκροταφεία, που μαρτυρούνται από αγγεία ή άλλα αντικείμενα τα οποία παραδόθηκαν ή περισυλλέχθηκαν πρόσφατα, κατά τη διάρκεια αυτοψιών. Εντοπίζονται στην παραλίμνια θέση Κάτω Μπράβας Βελβεντού και σε τρεις άλλες της ευρύτερης περιοχής: Ακμαξίζ Λευκάρων, Παλαιογράτσανο και Παναγία Σερβίων. Στην τελευταία θέση οι τάφοι είναι πιθανόν κεραμοσκεπείς. Με βάση τα παραπάνω, προκύπτουν για την Ελληνιστική περίοδο τα εξής:
Η ταφή των νεκρών γίνεται σε εκτεταμένα οργανωμένα νεκροταφεία, μακριά από τον οικισμό. Ο τύπος του τάφου που έχει βεβαιωθεί μέχρι τώρα είναι ο κιβωτιόσχημος, ενώ υπάρχουν ενδείξεις και για κεραμοσκεπείς. Χρησιμοποιείται η ταφική πρακτική του ενταφιασμού. Στους τάφους δεν τηρείται σταθερός προσανατολισμός. Οι νεκροί είναι κτερισμένοι με πολλά αγγεία, ειδώλια και άλλα προσωπικά τους αντικείμενα.
Ρωμαϊκή Εποχή (30 π.Χ. - 300 μ.Χ.)
Στη Ρωμαϊκή εποχή τοποθετούνται έξι νεκροταφεία. Δύο από αυτά, το ένα αβέβαιης χρονολόγησης, εντοπίζονται στη θέση Κολιτσάκι ή Μπαΐρ Σερβίων. Στο πρώτο ανασκάφηκαν 25 τάφοι, σχεδόν όλοι λακκοειδείς, με ή χωρίς καλυπτήριες πλάκες, και ένας κεραμοσκεπής. Οι νεκροί ήταν σε ύπτια θέση, με τα χέρια κατά μήκος του σώματος. Ο προσανατολισμός των τάφων είναι σταθερός, βορειοανατολικά - νοτιοδυτικά, με τα κεφάλια των νεκρών στα νοτιοδυτικά. Οι περισσότεροι ήταν ακτέριστοι, κάποιοι είχαν χάλκινα νομίσματα και δύο από ένα πήλινο αγγείο. Στο δεύτερο ερευνήθηκε μικρή συστάδα τάφων, λακκοειδών με καλυπτήριες πλάκες. Το τρίτο νεκροταφείο εντοπίζεται στη θέση Βαρεμένοι Γουλών.
Πρόκειται για τέσσερις διαλυμένους τάφους, πιθανόν λακκοειδείς, που περιείχαν ενταφιασμούς. Με το νεκροταφείο, ως κτερίσματα τάφων, συνδέονται ένα χάλκινο νόμισμα και δύο τμήματα πήλινων αγγείων. Στη θέση Κεραμοποιείο Γουλών εντοπίζεται το τέταρτο νεκροταφείο, διαλυμένο από τη λίμνη και από λαθρανασκαφείς. Οι τάφοι ήταν κατασκευασμένοι από πέτρες και κεραμίδες, ενώ από το διάσπαρτο οστεολογικό υλικό προκύπτει ότι περιείχαν ενταφιασμούς. Από το χώρο έχουν παραδοθεί κάποια χάλκινα κοσμήματα και ένα αργυρό νόμισμα του Αλ. Σεβήρου, κτερίσματα των τάφων. Στη θέση Αγία Βαρβάρα Σερβίων ανασκάφηκε ένας κιβωτιόσχημος τάφος, με προσανατολισμό βορειοδυτικά-νοτιοανατολικά.
Ο νεκρός ήταν σε ύπτια θέση, με τα χέρια κατά μήκος του σώματος και το κεφάλι στα νοτιοανατολικά. Πάνω στη λεκάνη βρέθηκε αρυβαλλοειδές αγγείο και στον αριστερό μηρό μία οινοχόη. Ένα ακόμα διαλυμένο από τη λίμνη νεκροταφείο της περιόδου εντοπίζεται στη θέση Παλιά Άσφαλτος Ροδίτη. Εντοπίστηκαν οκτώ διαβρωμένοι λακκοειδείς τάφοι, που περιείχαν ενταφιασμούς. Είχαν όμοιο προσανατολισμό, βορειοδυτικά-νοτιοανατολικά, με το κεφάλι των νεκρών, στις τρεις σωζόμενες περιπτώσεις, στα βορειοδυτικά. Ο ένας από αυτούς ήταν κτερισμένος με δύο αγγεία τοποθετημένα στα πόδια του νεκρού. Από το χώρο μάς έχουν παραδοθεί πολλά πήλινα και κάποια γυάλινα αγγεία, που αποτελούσαν κτερίσματα τάφων.
Από τα παραδείγματα αυτά προκύπτουν για τους Ρωμαϊκούς χρόνους τα εξής: Η ταφή των νεκρών γίνεται σε εκτεταμένα ή μικρότερης έκτασης οργανωμένα νεκροταφεία, μακριά από τους οικισμούς. Οι τύποι των τάφων που συναντώνται είναι οι κιβωτιόσχημοι, οι λακκοειδείς με καλυπτήριες πλάκες και οι κεραμοσκεπείς. Οι νεκροί ενταφιάζονται σε ατομικούς τάφους, σε ύπτια θέση. Ο προσανατολισμός των τάφων είναι σταθερός. Τα κτερίσματα είναι ελάχιστα, συνήθως ένα πήλινο αγγείο και τα κοσμήματα του νεκρού, ενώ αρκετά διαδεδομένη είναι η συνήθεια της τοποθέτησης νομισμάτων.
Χριστιανικοί Χρόνοι (300 μ.Χ. και εξής)
Στην εποχή αυτή, από τα παλαιοχριστιανικά μέχρι και τα Υστεροβυζαντινά χρόνια, εντάσσονται πέντε νεκροταφεία, διαλυμένα από τα νερά της λίμνης. Εντοπίζονται στις θέσεις Κολιτσάκι ή Μπαΐρ Σερβίων (ανασκάφηκαν 32 τάφοι, οι περισσότεροι λακκοειδείς με καλυπτήριες πλάκες και λίγοι κιβωτιόσχημοι), Ξερόλακκας Αυλών (ανασκάφηκαν τρεις τάφοι, λακκοειδείς με καλυπτήριες πλάκες), Άγιος Κωνσταντίνος Καισαρειάς (ανασκάφηκαν 5 τάφοι, λακκοειδείς με καλυπτήριες πλάκες ή κιβωτιόσχημοι), Άγιος Νικόλαος Βελβεντού (ανασκάφηκαν 4 κιβωτιόσχημοι τάφοι), Παλιοκαστανιά Σερβίων (εντοπίστηκαν 17 κιβωτιόσχημοι τάφοι, από τους οποίους ανασκάφηκε ένας).
Τέσσερα ακόμα νεκροταφεία, που εντοπίζονται μακριά από τη λίμνη, ανήκουν στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Δύο από αυτά, στις θέσεις Μνήματα Βαθυλάκκου και Άγιος Γεώργιος Λευκάρων, είναι τούρκικα, ενώ τα άλλα δύο, στις θέσεις Ακμαξίζ Λευκάρων και Παλιομανάστηρο Πλατανορρεύματος, είναι Χριστιανικά. Με βάση τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει ότι κατά τους Χριστιανικούς χρόνους η ταφή των νεκρών γινόταν σε κιβωτιόσχημους τάφους ή σε λακκοειδείς με καλυπτήριες πλάκες. Οι τάφοι είναι σταθερά προσανατολισμένοι δυτικά - ανατολικά, με τα κεφάλια των νεκρών στα δυτικά.
Οι νεκροί ενταφιάζονται σε ύπτια θέση, με τα χέρια κατά μήκος του σώματος ή σταυρωμένα πάνω στο στήθος ή στην κοιλιακή χώρα, ενώ συναντώνται και ανακομιδές. Δεν τοποθετούνται κτερίσματα στους τάφους πλην των προσωπικών κοσμημάτων των νεκρών. Τα λίγα αγγεία που βρέθηκαν αποτελούν είτε κτερίσματα πρωιμότερων ταφών (Παλαιοχριστιανικών χρόνων) είτε σχετίζονται με ταφικές τελετουργίες.
Παρατηρήσεις – Συμπεράσματα
Τα ταφικά κατάλοιπα αποτελούν σημαντικό πεδίο έρευνας, ιδιαίτερα για την Προϊστορική εποχή, καθώς μέσα από τον τρόπο μεταχείρισης των νεκρών, ο οποίος διαφοροποιείται από εποχή σε εποχή και από κοινωνία σε κοινωνία, προβάλλεται όχι μόνο μια σειρά τελετουργικών πράξεων αλλά και οι ιδεολογικές αντιλήψεις που τις υπαγόρευσαν. Η διαχρονική προσέγγιση των μέχρι σήμερα ταφικών δεδομένων από την περιοχή της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου και τον άλλοτε παραποτάμιο χώρο υποδηλώνει ότι η μεταχείριση των νεκρών και η περί θανάτου ιδεολογία δεν διαφοροποιείται σημαντικά σε καμιά εποχή από όσα είναι γνωστά για τον υπόλοιπο Ελλαδικό χώρο.
Τα Πρωιμότερα ταφικά κατάλοιπα ανάγονται στην Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο. Μέχρι και τα τέλη σχεδόν της 3ης π.Χ. χιλιετίας οι εντοπισμένες ταφές είναι λίγες. Πρόκειται κυρίως για μεμονωμένους ενταφιασμούς εντός των οικισμών. Η απουσία νεκροταφείων των περιόδων αυτών αλλά και ανάλογου με τον υπολογιζόμενο πληθυσμό αριθμού ταφών υποδηλώνει πιθανή διαφορετική ταφική μεταχείριση των περισσότερων, με τρόπους που ίσως δεν ανιχνεύονται αρχαιολογικά. Εκτεταμένα οργανωμένα νεκροταφεία έξω και μακριά από τους οικισμούς εμφανίζονται, με τα μέχρι τώρα δεδομένα, στις αρχές της Μέσης Εποχής του Χαλκού, γύρω στο 2000 π.Χ.
Η ταφή ωστόσο εντός των οικισμών αποτελεί μια ταφική πρακτική που συνεχίζεται και στο πρώτο μισό της 1ης π.Χ. χιλιετίας, ίσως μόνο για παιδιά. Κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού και την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου διαπιστώνονται μικρές συστάδες τάφων αλλά και μεγάλοι οικογενειακοί τάφοι, που παραπέμπουν σε ανάλογη κοινωνική οργάνωση. Οι τύποι των τάφων που επιλέγονται για τους ενταφιασμούς ποικίλλουν όχι μόνο ανάμεσα στις διάφορες χρονικές περιόδους, αλλά και ανάμεσα σε σύγχρονα νεκροταφεία ή ταφές του ίδιου νεκροταφείου. Διαπιστώνεται σημαντική τυπολογική ποικιλία:
Κιβωτιόσχημοι, λακκοειδείς με ή χωρίς καλυπτήριες πλάκες, κεραμοσκεπείς, εγχυτρισμοί σε πιθάρια ή μικρότερα αγγεία, κυκλικοί λαξευτοί, με δρόμο ή χωρίς, και κτιστοί. Λείπουν από το διαθέσιμο δείγμα οι μνημειακές κατασκευές των Ιστορικών χρόνων. Ο ενταφιασμός και η καύση αποτελούν τις δύο κυρίαρχες και διαπιστωμένες μέχρι τώρα αρχαιολογικά ταφικές πρακτικές στην περιοχή, οι οποίες συχνά εφαρμόζονται παράλληλα. Οι λόγοι της εκάστοτε επιλογής και της διαφοροποίησης ανάγονται στην ιδεολογία. Η συνηθέστερη και μακροβιότερη πρακτική είναι ο ενταφιασμός, ο οποίος συχνά επιλέγεται για την ταφή των μικρών παιδιών ακόμα και σε νεκροταφεία καύσεων.
Οι νεκροί κατά την Προϊστορική εποχή ενταφιάζονται σε συνεσταλμένη στάση, ενώ από το τέλος της Ύστερης Εποχής του Χαλκού αρχίζει να κυριαρχεί η ύπτια. Ανακομιδές διαπιστώνονται στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου και τους Χριστιανικούς χρόνους. Η καύση εμφανίζεται ήδη από τη Νεότερη Νεολιθική. Συναντάται επίσης στη Μέση Εποχή του Χαλκού και τους πρωτογεωμετρικούς χρόνους. Μπορεί να είναι πρωτογενής, με ταφή των καταλοίπων κοντά ή στη θέση της καύσης, ή δευτερογενής σε άλλη θέση, με χρήση τεφροδόχου αγγείου. Ο σταθερός προσανατολισμός των τάφων των οργανωμένων νεκροταφείων δείχνει να επιδιώκεται κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού, την Ύστερη και τις αρχές της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου.
Ενώ εγκαταλείπεται στις επόμενες περιόδους, έως ότου καθιερωθεί οριστικά στους Χριστιανικούς χρόνους. Παρόμοια, ιδεολογικοί λόγοι υπαγορεύουν και τον προσανατολισμό και τη στάση των νεκρών. Η τοποθέτηση κτερισμάτων εμφανίζεται ήδη από την Αρχαιότερη Νεολιθική, συνεχίζεται μέχρι και τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, ενώ στη συνέχεια εγκαταλείπεται. Η τοποθέτηση κάποιου είδους σήματος πάνω από τους τάφους θα πρέπει να θεωρηθεί βέβαιη σε όλες σχεδόν τις χρονικές περιόδους, αφού οι ταφές σε καμιά περίπτωση δεν διαταράσσονται από άλλες νεότερες. Για την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου υπάρχουν στοιχεία για λιθοσωρούς.
Στο χώρο της λεκάνης του Λογκά έχουν ανασκαφθεί γύρω στους 100 ταφικούς περιβόλους και λιθοσωροί της Πρώιμης και Μέσης Εποχής Χαλκού, ενώ με βεβαιότητα το νεκροταφείο εκτείνεται σε πολύ μεγαλύτερη έκταση. Αποκαλύφθηκαν 100 ανθρώπινες ταφές καθώς και σκελετοί ιπποειδών που συνοδεύουν τους νεκρούς. Οι λίθινοι περίβολοι περιέχουν λακκοειδείς ταφές, κιβωτιόσχημες ή ταφές σε αγγεία πιθοειδή και αμφορόσχημα (εγχυτρισμοί). Ως κτερίσματα φέρουν οπλισμό ή λίθινα περίαπτα και όστρεα. Σημαντικότατο εύρημα αποτελεί ένα χάλκινο τριγωνικό εγχειρίδιο με τρεις οπές για την προσήλωσή του σε λαβή από άλλο υλικό.
Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί, ότι η πόλη της Κοζάνης, πιθανόν και άλλοι μεγάλοι σύγχρονοι οικισμοί της λεκάνης Κοζάνης - Σερβίων, συμπεριέλαβε και κάλυψε σε επόμενες επεκτάσεις της και περιοχές που είχαν κατοικηθεί προηγουμένως κατά την Αρχαϊκή - Κλασική - Ελληνιστική και Ρωμαϊκή εποχή, χωρίς όμως αυτό να συνδέεται με το λόγο της σύγχρονης εγκατάστασης στη θέση ή τη διάρκεια ζωής του υφιστάμενου οικισμού. Η διαχρονική ωστόσο κατοίκηση ή άλλη λειτουργία μιας συγκεκριμένης θέσης ή ενός ευρύτερου χώρου, υποδηλώνει σύμπτωση μεγάλου αριθμού παραγόντων που τον καθιστούν κατάλληλο για τη συγκεκριμένη χρήση, κατατάσσοντάς τον έτσι, εύλογα, μεταξύ των σημαντικότερων μιας περιοχής.
Η οικιστική αυτή εικόνα που περιγράψαμε, αναλογικά, μοιάζει να χάνεται στα βάθη των αιώνων, στις πρώτες γεωργοκτηνοτροφικές εγκαταστάσεις και να χαρακτηρίζει διαχρονικά την κατοίκηση στην περιοχή, με μικρότερη ή μεγαλύτερη διασπορά κατά χρονική περίοδο και με διαφοροποιήσεις κοινωνικοοικονομικού και ιδεολογικού περιεχομένου. Παραποτάμιοι οικισμοί σε πλατώματα ή λοφίσκους, οικισμοί κατά μήκος των ρεμάτων, στους πρόποδες των βουνών, στις μικρές κοιλάδες αλλά και στα οροπέδια.
Η διάρκεια ζωής στην ίδια θέση, στις περισσότερες περιπτώσεις είναι μικρότερη των 500 ετών, ενώ εντοπίζονται και αρκετοί μακροβιότεροι οικισμοί, μιας χιλιετίας περίπου, καθώς και θέσεις που ξανακατοικήθηκαν ή ξαναχρησιμοποιήθηκαν σε επόμενη/-ες φάση/-εις, ύστερα από μια περίοδο εγκατάλειψης, αυξάνοντας σημαντικά τη συνολική διάρκεια ζωής ή χρήσης του χώρου. Η σημασία και ο ρόλος που διαδραμάτισε ο καθένας από αυτούς στο πλέγμα των σύγχρονών του οικισμών, όπως και οι λόγοι της εκάστοτε επιλογής, αποτελούν συνάρτηση πολλών παραγόντων, με τη γεωγραφική του θέση συχνά να προδιαγράφει τη μοίρα του, το βαθμό και το χαρακτήρα της ανάπτυξής του.
Στο πλαίσιο αυτό, τα ερείπια επτά κάστρων, τα περισσότερα αβέβαιης μέχρι τώρα χρονολόγησης, που διέφυγαν την πλήρη διάλυση και λιθολόγηση, κτισμένα πάνω σε πολύ ψηλούς και φυσικά οχυρούς λόφους στα όρια της λεκάνης, φαίνεται να αποτέλεσαν στην εποχή τους σημεία αναφοράς για την ευρύτερη περιοχή, παρέχοντας προστασία στους κατοίκους της σε δύσκολες ιστορικές στιγμές. Πρόκειται για το Παλαιόκαστρο (ή Παλαιογράτσανο) Βελβεντού στα ανατολικά, το Κάστρο Λευκάρων στα βορειοανατολικά, το Κάστρο Οινόης στα βόρεια και τα Κάστρα Κτενίου, Ροδιανής και Λευκοπηγής στα δυτικά. Επιπλέον, το Βυζαντινό Κάστρο των Σερβίων, στην ένωση Πιερίων και Καμβουνίων, αλλά και το μικρότερο του Βελβεντού στα Πιέρια, μοιάζουν να ελέγχουν ακόμα τις ορεινές διαβάσεις.
Στο νότιο όριο της λεκάνης εντοπίζεται η φυσική δίοδος του Σαρανταπόρου. Ένα από τα σημαντικότερα φυσικά περάσματα της Δυτικής Μακεδονίας που συνδέει διαχρονικά την ευρύτερη περιοχή με τη Θεσσαλία και τη Νότια Ελλάδα, ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας κατά τους ιστορικούς χρόνους και με αδιαμφισβήτητα σημαντικό κοινωνικοοικονομικό ρόλο κατά την Προϊστορική εποχή. Το πέρασμα έχει δύο εξόδους προς την περιοχή του Αλιάκμονα, τη δίοδο του Κάστρου των Σερβίων και του Στενού «Πόρτες», επωνυμία που έλαβε η θέση λόγω της πύλης που έκλεινε το πέρασμα κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας.
Σημαντική ποτάμια οδό για τις μετακινήσεις από τα ανατολικά προς τα δυτικά και αντίστροφα αποτελούσε ο Αλιάκμονας, ο οποίος πριν από τη δημιουργία της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου διέρρεε την περιοχή με διεύθυνση νοτιοδυτικά - βορειοανατολικά, ενώ σύντομη διέξοδος προς τη θάλασσα εξασφαλιζόταν, όπως και σήμερα, μέσω των διόδων των Πιερίων. Ο παραποτάμιος χώρος καλυπτόταν από πυκνό δάσος με πλατάνια, λεύκες και φτελιές, ενώ εύφορες καλλιεργήσιμες εκτάσεις απλώνονταν κατά μήκος και των δύο οχθών του ποταμού, ιδιαίτερα στα δεξιά της ροής του, όπου έφταναν σε πλάτος το 1,5 χλμ.
Η επικοινωνία μεταξύ των κατοίκων των αντίπερα περιοχών, μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα και σύμφωνα με το σύνολο των δεδομένων, ήταν εφικτή μόνο όταν η ροή του ποταμού ήταν μειωμένη, κατά τη θερινή κυρίως περίοδο, ενώ το υπόλοιπο διάστημα ο Αλιάκμονας οριοθετούσε και διαχώριζε τις δύο περιοχές, επιφυλάσσοντας συχνά γι’ αυτές διαφορετική ιστορική πορεία και πολιτισμική εξέλιξη. Το πέρασμα του ποταμού, ο οποίος στο μεγαλύτερο τμήμα του εντός της κοιλάδας είχε αρκετό πλάτος και σχετικά μικρό βάθος, γινόταν από πολλά ρηχά σημεία του, όπου υπήρχαν περάσματα ευρύτερης ή πιο τοπικής σημασίας, σε άμεση συνάρτηση με τους χερσαίους δρόμους.
Ένα από τα σημαντικότερα, στο οποίο κατέληγαν πολλοί δρόμοι από το βορειοδυτικό τμήμα της λεκάνης, εντοπιζόταν στο ύψος του Ρυμνίου, στο ρηχότερο σημείο του ποταμού, όπου κατά τους νεότερους χρόνους υπήρχε καρόδρομος που ονομαζόταν «πόρος». Ιδιαίτερης επίσης σημασίας, τουλάχιστον κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ήταν και το πέρασμα - «πόρος» του Σπάρτου, στη θέση Παλιόχανο, όπου υπήρχε χάνι για τη στάθμευση των διερχομένων. Το πέρασμα, εκτός από τις γύρω κοινότητες, εξυπηρετούσε και όλη την περιοχή της Κοζάνης καθώς και τους υπόλοιπους νομούς (Π.Ε.) της Δυτικής Μακεδονίας.
Ήταν το μοναδικό για την ευρύτερη περιοχή (μέχρι και την Αμυγδαλιά στα ανατολικά) και το συντομότερο για τη Θεσσαλία, ακριβώς απέναντι από τη θέση Κρυόβρυση Κρανιδίων και τα Στενά «Πόρτες» κοντά στο Προσήλιο, όπου επίσης υπήρχαν χάνια που εξυπηρετούσαν τους ταξιδιώτες. Ανάλογα ρηχά σημεία - περάσματα, πιο τοπικής ή λιγότερο διαχρονικής σημασίας, υπήρχαν στην Καισαρειά, στη θέση Παλαιόκαστρο, όπου εντοπίζεται ο Ρωμαϊκός και Βυζαντινός οικισμός, στο Βελβεντό, που συνέδεε την περιοχή με τους απέναντι οικισμούς της μικρής κοιλάδας των Ιμέρων, και στα Σέρβια.
Στο ύψος των Σερβίων, στο στενότερο σημείο του ποταμού, κατασκευάστηκε η πρώτη γέφυρα το 1912, η οποία καταστράφηκε το 1941 από τους Εγγλέζους για να εμποδίσουν τους Γερμανούς. Την ίδια τύχη είχε και η επόμενη πρόχειρη ξύλινη γέφυρα, η οποία καταστράφηκε το 1943 από τους Έλληνες αντάρτες για να εμποδίσουν τους Ιταλούς. Το 1950 κατασκευάστηκε από το Στρατό μία σιδερένια γέφυρα, η οποία το 1974 κατακλύστηκε από τα νερά της τεχνητής λίμνης, ενώ στο ενδιάμεσο διάστημα η διάβαση γινόταν με «καρούλι». Μια δεύτερη όμοια κατασκευή υπήρχε και σωζόταν μέχρι πρόσφατα, πριν από την κατασκευή του Φράγματος Μέσου Αλιάκμονα από τη ΔΕΗ, στη μικρή κοιλάδα της Μονής Ιλαρίωνα, στο νοτιοδυτικό όριο της λεκάνης.
Σήμερα, τη θέση της σιδερένιας γέφυρας καταλαμβάνει η «Υψηλή Γέφυρα Σερβίων», μήκους 1.372 μ., ένα από τα σημαντικότερα τεχνολογικά επιτεύγματα της σύγχρονης εποχής αλλά και ένα από τα αξιοθέατα της περιοχής, ενώ μια δεύτερη παρόμοια κατασκευάστηκε την ίδια περίοδο στον «πόρο» Ρυμνίου, επιβεβαιώνοντας τη λειτουργικότητα και τη διαχρονικότητα των δύο περασμάτων, πάντα σε άμεση συνάρτηση με τους σύγχρονους οδικούς άξονες και το επίπεδο της τεχνολογίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην κοιλάδα του μέσου ρου του Αλιάκμονα το μεγάλο πλάτος του ποταμού και η αυξημένη ροή του όχι μόνο δεν επέτρεψαν την κατασκευή πέτρινων γεφυριών, αλλά και η δεύτερη σιδερένια γέφυρα που κατασκευάστηκε από το Στρατό στο ύψος του Ρυμνίου, κατέρρευσε στο πρώτο πλημμύρισμά του.
Πολύ περισσότερο, κατά την άποψή μας, φαίνεται δύσκολη, εάν όχι αδύνατη και ίσως χωρίς ουσιαστικό λόγο, η με οποιοδήποτε τρόπο προσπάθεια και επίτευξη γεφύρωσης του ποταμού πριν από τον 20ό αιώνα, καθόσον μάλιστα δεν υπάρχουν και σχετικές πληροφορίες. Η διαχρονική ωστόσο, από την αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο, κατοίκηση της περιοχής και η συγκέντρωση οικισμών και στις δύο όχθες του ποταμού, στο σημείο αυτό, υποδηλώνουν τουλάχιστον την ύπαρξη και μακρόχρονη λειτουργία κάποιου σημαντικού φυσικού περάσματος.
Το γεωλογικό υπόβαθρο της λεκάνης Κοζάνης - Σερβίων συνίσταται από χερσαίες και λιμναίες ιζηματογενείς αποθέσεις, όπως κροκαλοπαγή, άμμους, αργίλους, μάργες, πηλούς, κοκκινόχωμα κ.ά., ενώ μέσω του πυκνού υδρογραφικού της δικτύου καταλήγουν σ’ αυτήν διάφορα πετρώματα από τα γύρω βουνά. Έτσι, κατά μήκος των ρεμάτων κυρίως, συναντώνται ασβεστόλιθοι, ψαμμίτες, σχιστόλιθοι, γνεύσιοι, πυριτόλιθοι και οφιόλιθοι, πετρώματα κατάλληλα για την οικοδομική δραστηριότητα και τον εργαλειακό εξοπλισμό των κατοίκων.
Από το 1974 και εξής, με την ολοκλήρωση και λειτουργία του Υδροηλεκτρικού Σταθμού Πολυφύτου από τη ΔΕΗ, τα νερά της τεχνητής λίμνης κατέκλυσαν το νότιο τμήμα της λεκάνης, αλλοιώνοντας ριζικά, σχεδόν «σοκαριστικά», το ποτάμιο οικοσύστημα του Αλιάκμονα και των άμεσα συνδεδεμένων με αυτό ρεμάτων, και καταστρέφοντας την ιδιαίτερου κάλλους παραποτάμια περιοχή. Μαζί τους κατακλύστηκε ή αποκαλύφθηκε βίαια και διαβρώθηκε το σύνολο σχεδόν των υλικών καταλοίπων του παραποτάμιου πολιτισμού, σηματοδοτώντας μία από τις μεγαλύτερες πολιτισμικές καταστροφές, σε πανελλήνια τουλάχιστον κλίμακα.
Στα χρόνια που ακολούθησαν το σχηματισμό της λίμνης, ένα νέο οικοσύστημα δημιουργήθηκε, νέες αναπτυξιακές δυνατότητες παρουσιάστηκαν για την περιοχή και η οικονομία όπως και η διαβίωση προσαρμόστηκαν στο νέο «τεχνητό» ή ανθρωπογενές περιβάλλον. Παρόμοια, και η αρχαιολογική έρευνα επικεντρώθηκε στην παραλίμνια περιοχή, περισυλλέγοντας, διασώζοντας και αξιοποιώντας τα αποσπασματικά και απρόσμενα κομμάτια ιστορίας που ερήμην της αποκαλύφθηκαν. Η λίμνη είναι επιμήκης, με μέση έκταση 74 τετρ. χλμ. Έχει μέγιστο πλάτος 2,5 χλμ. και μήκος που κυμαίνεται μεταξύ 31 και 22 χλμ., ανάλογα με τη στάθμη του υδάτινου όγκου, η οποία παρουσιάζει σοβαρή αυξομείωση 21 μ., με μέγιστο υψόμετρο τα 291 μ. και ελάχιστο τα 270 μ.
Πέρα όμως από αυτά τα τεχνικά χαρακτηριστικά, οι μετρήσεις που έγιναν μέχρι τώρα στους ανασκαμμένους αρχαιολογικούς χώρους και η επιφανειακή έρευνα των τελευταίων ετών, έδειξαν επιπλέον ότι η περιοχή που καλύπτεται από τη λίμνη αυξάνεται συνεχώς και ανεξέλεγκτα, λόγω του μεγάλου όγκου των φερτών επιχώσεων που επικάθονται στον πυθμένα της. Οι επιχώσεις αυτές προκύπτουν από τη συνεχή διάβρωση των οχθών της λίμνης, από τον κυματισμό και την αυξομείωση της στάθμης της, καθώς και από τα φερτά υλικά του ποταμού και των ρεμάτων της λεκάνης απορροής.
Το αποτέλεσμα είναι ολοένα και περισσότερες από τις εντοπισμένες θέσεις να κινδυνεύουν με πλήρη διάλυση ή οριστικό κατακλυσμό από τα νερά και παράλληλα νέες άγνωστες θέσεις να έρχονται συνεχώς στο φως, με τον κατάλογο των πληττόμενων χώρων να μοιάζει πως δεν έχει τέλος. Πιο ευνοημένες, υπό αυτές τις συνθήκες και με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα, φαίνεται να είναι οι θέσεις που καλύφθηκαν μόνιμα από τα νερά, η επιβεβαίωση όμως της υπόθεσης όπως και ο προσδιορισμός του ακριβούς αριθμού τους εναπόκειται στους αρχαιολόγους του μέλλοντος.
Προς το παρόν, η σταθεροποίηση της στάθμης της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου που αναμένεται να συμβεί σύντομα, με τη λειτουργία του νέου φράγματος της ΔΕΗ στον Ιλαρίωνα (Φράγμα Μέσου Αλιάκμονα), φαίνεται να αποτελεί τη μόνη λύση, τουλάχιστον για τη οριστικοποίηση του αριθμού των πληττόμενων χώρων.
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ
Το Ιστορικό της Έρευνας
Η έναρξη της Προϊστορικής έρευνας στην κοιλάδα του μέσου ρου του Αλιάκμονα τοποθετείται στο 1930, με την ανασκαφή του «Προϊστορικού οικισμού των Σερβίων» από τον W. Heurtley. Ο οικισμός είχε εντοπιστεί το 1909 από τον A. Wace, σε παραποτάμιο πλάτωμα στα δεξιά του ρου του Αλιάκμονα. Στη συνέχεια, η κατασκευή του Υδροηλεκτρικού Έργου Πολυφύτου από τη ΔΕΗ υπαγόρευσε μια μεγάλη σειρά σωστικών επεμβάσεων που πραγματοποιήθηκαν σε δύο φάσεις. Κατά την πρώτη περίοδο, 1968 - 1980, οι εργασίες επικεντρώθηκαν στο ύψος της γέφυρας Σερβίων και ήταν:
α) Η δεύτερη ανασκαφή του «οικισμού των Σερβίων» (1971 - 1973), ο οποίος στη συνέχεια κατακλύστηκε από τα νερά της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου.
β) Η επιφανειακή εξερεύνηση της γύρω περιοχής, κατά την οποία εντοπίστηκαν ένας Νεολιθικός οικισμός σε όμορο πλάτωμα και ένα σπήλαιο με νεολιθική κατοίκηση στην ανατολική πλαγιά του λόφου του Προφήτη Ηλία.
γ) Η ανασκαφή του Ελληνιστικού οικισμού στην κορυφή του ίδιου λόφου, όπου έγινε η μετεγκατάσταση του ομώνυμου παραποτάμιου οικισμού της Νεράιδας, ο οποίος επίσης κατακλύστηκε από τα νερά.
Μετά το 1980 και την επταετή διάβρωση του παραποτάμιου χώρου από την αυξομείωση των νερών της τεχνητής λίμνης, άρχισαν να έρχονται στο φως οι πρώτες κατεστραμμένες αρχαιότητες, ενδείξεις για την τεράστια πολιτισμική καταστροφή που είχε ήδη αρχίσει. Το 1984, υποδεικνύονται δύο διαβρωμένοι προϊστορικοί οικισμοί, ενώ το 1985 η παράδοση αγγείων από διαλυμένους τάφους της περιοχής, επιβεβαίωσε την καταστροφή σημαντικού αριθμού αρχαιολογικών χώρων.
Μπροστά σ’ αυτήν τη μη αναστρέψιμη κατάσταση, η ΙΖ΄ ΕΠΚΑ Έδεσσας και, από το 2003, η Λ΄ ΕΠΚΑ Αιανής, έθεσαν σε εφαρμογή ένα εκτεταμένο σωστικό πρόγραμμα, που είναι σε εξέλιξη, με σκοπό να περισωθεί ό,τι είναι δυνατόν από τις αρχαιότητες του παραποτάμιου χώρου και τα στοιχεία που συνέθεταν τον πολιτισμό του. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της έρευνας αποτελούν η άμεση εξάρτησή της από τους ταχείς ρυθμούς διάβρωσης του χώρου και από τη στάθμη των νερών της τεχνητής λίμνης, η οποία μειώνεται για σύντομο χρονικό διάστημα και σε ακατάλληλη για έρευνα εποχή, κυρίως το Νοέμβριο, και όχι πάντα στο ίδιο υψόμετρο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Το σωστικό αυτό πρόγραμμα περιλαμβάνει:
α) Εντοπισμό των αρχαιολογικών χώρων, με εντατική επιφανειακή έρευνα, και
β) Ανασκαφική έρευνα στους σημαντικότερους από τους άμεσα πληττόμενους χώρους, με την προϋπόθεση να διατηρούν μέρος της επίχωσής τους και να βρίσκονται εκτός λίμνης, για όσο διάστημα απαιτεί η περιορισμένης συνήθως έκτασης ανασκαφική έρευνα που προγραμματίζεται, χωρίς να χρειαστεί να διακοπεί βίαια, αν και αυτό δεν αποφεύγεται πάντα.
Η ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗ ΕΡΕΥΝΑ
Περιοχή Έρευνας και Μελέτης
Η επιφανειακή έρευνα στην κοιλάδα του μέσου ρου του Αλιάκμονα άρχισε το 1985 και συνεχίστηκε πιο εντατικά από το 1990. Μέχρι σήμερα έχει ολοκληρωθεί ο έλεγχος όλης της παρόχθιας περιοχής, σε συνολικό μήκος 60 χλμ. περίπου. Το πλάτος ποικίλλει από 50 - 500 μ. (όσο και η περιοχή κατάκλυσης του φράγματος) στο μεγαλύτερο τμήμα της νότιας όχθης, 1500 μ. στη βόρεια όχθη και σε μικρό τμήμα της νότιας, και 5 χλμ. στην περιοχή του Ροδίτη. Από το σύνολο των παραπάνω εργασιών, η συστηματικά ερευνημένη περιοχή κατά μήκος της λίμνης ανέρχεται στα 70 τετρ. χλμ. περίπου. Στην έκταση αυτή θα πρέπει να προστεθούν δύο ακόμα συστηματικά ερευνημένες περιοχές:
α) Ο παραποτάμιος χώρος Αιανής, Ρυμνίου και Φρουρίου, στο τμήμα από τη Γέφυρα Ρυμνίου μέχρι τη μικρή κοιλάδα της Μονής Ιλαρίωνα, περιοχή που ελέγχθηκε στο πλαίσιο της κατασκευής του φράγματος Μέσου Αλιάκμονα-Ιλαρίωνα από τη ΔΕΗ, και
β) Η περιοχή γύρω από τη Λάβα, συμπεριλαμβανομένου και του αντίστοιχου τμήματος του περάσματος του Σαρανταπόρου, εργασία που έγινε πρόσφατα κατά τη διάρκεια της ανασκαφής στη θέση Κασιάνη.
Επιφανειακά, έχουν ερευνηθεί επίσης, κατά τη διάρκεια αυτοψιών ή υποδείξεων χώρων από αρχαιόφιλους, αρκετά αγροτεμάχια ή άλλες εκτάσεις, διάσπαρτες σε όλη τη λεκάνη Κοζάνης - Σερβίων. Οι εργασίες αυτές, συμπεριλαμβανομένης και της εξαντλητικά ερευνημένης περιοχής της Αιανής, καθιστούν τη γεωλογική λεκάνη Κοζάνης - Σερβίων και ιδιαίτερα την περιοχή της κοιλάδας του μέσου ρου του Αλιάκμονα μία από τις πιο ερευνημένες περιοχές του Ελλαδικού χώρου, τουλάχιστον σε επίπεδο εντοπισμού των χώρων.
Από τη μέχρι τώρα έρευνα στην περιοχή, ιδιαίτερα κατά μήκος των οχθών της τεχνητής λίμνης, ήρθε στο φως ένας πολύ μεγάλος αριθμός αρχαιολογικών χώρων, οικισμοί και νεκροταφεία, που μαρτυρούν την ανάπτυξη ενός αρχαιότατου και διαχρονικού πολιτισμού, με κύριο άξονα τον παραποτάμιο χώρο. Χρονολογικά, ανήκουν σε όλες τις περιόδους των Προϊστορικών και Ιστορικών χρόνων, με αρχή της κατοίκησης την αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο, από το 6430 π.Χ. περίπου, σύμφωνα με τις ραδιοχρονολογήσεις του Νεολιθικού οικισμού στη θέση Βαρεμένοι Γουλών. Η ανεύρεση ωστόσο ενός (πιθανού) παλαιολιθικού χειροπέλεκυ στη Γέφυρα Ρυμνίου και μιας παλαιολιθικής θέσης εκεί κοντά, ανάγει την κατοίκηση στην εποχή αυτή.
Στη συγκεκριμένη εργασία επιχειρείται μια πρώτη συνολική παρουσίαση των μέχρι τώρα εντοπισμένων θέσεων της κοιλάδας, κατά χρονολογική περίοδο, με επισήμανση των σημαντικότερων οικισμών ή οικιστικών συνόλων, με κριτήριο τη διάρκεια κατοίκησής τους, σε συνάρτηση με τη γεωγραφική και γεωμορφολογική τους θέση. Καθώς πρόκειται για μια πρώτη επεξεργασία του συνόλου των δεδομένων, αναμενόμενες θα πρέπει να είναι κάποιες μελλοντικές τροποποιήσεις στις χρονολογήσεις ορισμένων θέσεων, μετά την ολοκλήρωση της μελέτης της κεραμεικής και τον πιθανό εμπλουτισμό του διαθέσιμου δείγματος με περισσότερο και πιο χαρακτηριστικό υλικό, κατ’ επέκταση και στους απόλυτους αριθμούς των οικισμών κάθε περιόδου.
Αντίθετα, σε επίπεδο ποσοστών και γενικής χωροταξικής εικόνας της περιοχής, δεν αναμένεται να προκύψουν σοβαρές διαφοροποιήσεις. Σημειώνουμε, επίσης, ότι η ύπαρξη κι άλλων θέσεων εντός της περιοχής κατάκλυσης του φράγματος, ιδιαίτερα στην εκτεταμένη πεδινή έκταση που υπήρχε στα δεξιά του ρου του Αλιάκμονα, θα πρέπει να θεωρηθεί βέβαιη, όπως και η συνεχής αύξηση του συνολικού αριθμού, με την πρόοδο της έρευνας. Τα δεδομένα που συμπεριλήφθηκαν στην ανάλυση προέρχονται κυρίως από τις παραλίμνιες περιοχές των αντίστοιχων τοπικών κοινοτήτων και δημοτικών ενοτήτων των δήμων Κοζάνης και Σερβίων - Βελβεντού, και σε πολύ μικρότερο ποσοστό από την υπόλοιπη περιοχή.
Συγκεκριμένα, συμπεριλαμβάνονται οι παρακάτω οικισμοί ή περιοχές:
α) Παραλίμνια περιοχή Αιανής, Καισαρειάς, Ρυμνίου και Βελβεντού.
β) Το μέχρι τώρα σύνολο των δεδομένων Σπάρτου, Σταυρωτής, Πύργου, Ανατολής, Αμυγδαλιάς, Βαθυλάκκου, Μεσιανής, Ροδίτη, Λευκάρων, Ιμέρων, Αύρας, Νεράιδας, Πολυφύτου, Σερβίων, Καστανιάς, Παλαιογρατσάνου, Πλατανορρεύματος, Κρανιδίων, Γουλών και Λάβας.
γ) Περιοχή Μονής Ιλαρίωνα, συγκεκριμένα οι θέσεις Κάμπος Φρουρίου και Βέρβερη Αιανής.
Συγκριτικά, λαμβάνονται υπόψη οι διαθέσιμες πληροφορίες από τη μη παραλίμνια περιοχή Αιανής, η οποία αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης, από την ευρύτερη περιοχή της Κοζάνης και τους οικισμούς στα νότια και ανατολικά της πόλης, από τη μη παραλίμνια περιοχή Βελβεντού και από τους ορεινούς οικισμούς της δημοτικής ενότητας Καμβουνίων.
Η Ανάλυση των Δεδομένων της Επιφανειακής Έρευνας
Σύμφωνα με την ανάλυση των τοπογραφικών δεδομένων, στην ερευνημένη και υπό μελέτη περιοχή, όπως αυτή ορίστηκε παραπάνω, έχουν εντοπιστεί μέχρι τώρα 216 θέσεις αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, οικισμοί και νεκροταφεία. Από τις θέσεις αυτές, οι 112 βρίσκονται στις όχθες της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου και πλήττονται σε ποικίλο βαθμό από τα νερά της λίμνης, ενώ άλλες 25 έχουν διαταραχθεί από τη σύγχρονη δραστηριότητα. Η κατανομή τους στις μεγάλες περιόδους της ανθρώπινης δραστηριότητας στον ελλαδικό χώρο έχει ως εξής:
Στην προϊστορική εποχή (7η - 2η π.Χ. χιλιετία) ανήκουν 158 από τις 216 θέσεις και στους ιστορικούς χρόνους (1η π.Χ. χιλιετία έως και την εποχή της Τουρκοκρατίας) 134, από τις οποίες οι 75 εντάσσονται στην Αρχαϊκή, την Κλασική, την Ελληνιστική και τη Ρωμαϊκή εποχή και οι 59 στη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή. Πιο αναλυτικά:
Η Προϊστορική Εποχή
Οι 158 Προϊστορικές θέσεις αντιστοιχούν σε 152 οικισμούς (σε κάποιους από τους οποίους εντοπίζονται και νεκροταφεία ή μεμονωμένες ταφές, της ίδιας ή άλλης εποχής, παλαιότερης ή νεότερης), και σε πέντε (ή έξι) χωριστά νεκροταφεία. Σε 35 από αυτές εντοπίζεται κατοίκηση και κατά τους ιστορικούς χρόνους, συγκεκριμένα στην Αρχαϊκή, Κλασική, Ελληνιστική ή και Ρωμαϊκή εποχή, ενώ σε άλλες 14 εντοπίστηκαν νεκροταφεία. Παρόμοια, και η Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή εποχή εντοπίζονται σε 34 θέσεις, ενώ σε άλλες τρεις εντοπίστηκαν νεκροταφεία. Οι θέσεις αυτές κατανέμονται στις επιμέρους χρονικές περιόδους ως εξής:
Α) Νεολιθική Εποχή (7η - 4η χιλιετία π.Χ.)
Εδώ ανήκουν 58 θέσεις, όλες οικισμών, ενώ σε δύο περιπτώσεις εντοπίστηκαν και σύγχρονες μεμονωμένες ταφές εντός των ορίων τους.
- Στην Αρχαιότερη Νεολιθική (6500 - 6000 π.Χ. περίπου) ανήκουν 12 θέσεις οικισμών. Οι πιο πολλοί εντοπίζονται πάνω ή πολύ κοντά σε φυσικά περάσματα, χερσαία ή ποτάμια, όπως για παράδειγμα οι οικισμοί Κασιάνη Λάβας, Κρυόβρυση Κρανιδίων, Βαρεμένοι Γουλών και «οικισμός Σερβίων», ενώ ένας μικρός αριθμός, όπως τα Παλιάμπελα Ροδίτη, έχει ιδρυθεί στους πρόποδες των γύρω βουνών. Στο τέλος της περιόδου, οι μισοί σχεδόν από αυτούς εγκαταλείπονται, ενώ οι άλλοι μισοί, ανάμεσά τους οι Βαρεμένοι Γουλών, η Κρυόβρυση Κρανιδίων, η Βέρβερη Αιανής, τα Αμπέλια Λευκάρων και τα Παλιάμπελα Μεσιανής, συνεχίζουν και στη Μέση Νεολιθική.
- Στη Μέση Νεολιθική (6000 - 5500 π.Χ. περίπου), στην οποία εντάσσονται συνολικά 15 θέσεις. Οι νέοι οικισμοί της περιόδου, οι μισοί σχεδόν του συνόλου, ιδρύονται σε παρόμοια γεωγραφικά και γεωμορφολογικά περιβάλλοντα, συχνά κοντά στις προηγούμενες θέσεις. Στο τέλος της περιόδου τα δύο τρίτα των οικισμών εγκαταλείπονται.
- Στη Νεότερη και Τελική Νεολιθική (5500 - 3000 π.Χ.) εντάσσονται συνολικά 38 θέσεις. Η διαίρεση της μακράς αυτής περιόδου σε δύο φάσεις δίνει για την πρώτη (Προδιμηνιακές φάσεις, 5500 - 4700 / 4500 π.Χ. περίπου) 25 θέσεις και για τη δεύτερη (Διμηνιακές φάσεις, 4700 / 4500 - 3000 π.Χ. περίπου) 29.
Από τους 25 οικισμούς της Νεότερης Νεολιθικής πέντε μόνο συνεχίζουν στις θέσεις της Μέσης, μαρτυρώντας μικρή συνέχεια της κατοίκησης, στο 30% των θέσεων. Πρόκειται για θέσεις που εντοπίζονται κοντά ή πάνω στα ποτάμια περάσματα, όπως οι Βαρεμένοι Γουλών, η Βέρβερη και η Πάλλα Ράχη Αιανής, το Ρέμα Γλυκό Νερό Ροδίτη και ο «οικισμός των Σερβίων». Παράλληλα, ιδρύονται 20 νέοι οικισμοί, που αποτελούν το 80% των θέσεων της περιόδου, σε θέσεις σε παρόμοια γεωμορφολογικά και γεωγραφικά περιβάλλοντα, οι περισσότεροι παραποτάμια. Ο διπλασιασμός (πιθανόν πλασματικός, για μια σειρά λόγων) σχεδόν του αριθμού των οικισμών σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους είναι φανερός, όπως και το πολύ μεγάλο ποσοστό εγκατάλειψης και απομάκρυνσης από τις προηγούμενες θέσεις.
Στην Τελική Νεολιθική συνεχίζεται η κατοίκηση σε 15 οικισμούς της προηγούμενης περιόδου, στο 60% των θέσεων (σε δύο από τις οποίες εντοπίζεται συνεχής κατοίκηση από τη Μέση και σε άλλες δύο από την Αρχαιότερη Νεολιθική), σε τρεις θέσεις της Μέσης, από τις οποίες λείπει η Νεότερη, ενώ ιδρύονται και 10 νέοι οικισμοί, που αποτελούν το ένα τρίτο σχεδόν των 29 θέσεων της περιόδου. Μεταξύ της Νεότερης και της Τελικής Νεολιθικής παρατηρείται η μεγαλύτερη για τη Νεολιθική εποχή συνέχεια στην κατοίκηση των θέσεων, χωρίς ωστόσο αυτό να μπορεί να επιβεβαιωθεί με τα διαθέσιμα στοιχεία, λόγω της μακράς διάρκειας της τελευταίας περιόδου.
Η συνέχεια στην κατοίκηση παρατηρείται σε παραποτάμιες θέσεις, ανάμεσά τους και αυτές που βρίσκονται πάνω στα ποτάμια περάσματα, όπως οι Βαρεμένοι Γουλών, η Κρυόβρυση Κρανιδίων, η Πάλλα Ράχη Αιανής και άλλες, αλλά και σε θέσεις όπως η Βασιλάρα Ράχη Βελβεντού, τα Παλιάμπελα Αμυγδαλιάς και τα Πέντε Αλώνια Αιανής που εντοπίζονται σε χαμηλούς λοφίσκους, σχετικά μακριά από το ποτάμι. Κατά την περίοδο αυτή όμως κατοικούνται για πρώτη φορά κάποιοι πολύ ψηλοί και οχυροί παραποτάμιοι ή πιο απομακρυσμένοι λόφοι, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τους παραποτάμιους οικισμούς της Νεράιδας, της Μεταμόρφωσης Μεσιανής, του Προφήτη Ηλία και της Ψηλής Ράχης Καισαρειάς, αλλά και τον Άγιο Ελευθέριο Κοζάνης- Δρεπάνου.
Την περίοδο αυτή κατοικείται επίσης το Σπήλαιο της Νεράιδας, πιθανόν και το δεύτερο εντοπισμένο σπήλαιο στη θέση Παλιοχώρι της ίδιας τοπικής κοινότητας. Η ποικιλομορφία αυτή στις θέσεις κατοίκησης της περιόδου δεν έχει ακόμα ερμηνευτεί ικανοποιητικά από την έρευνα, ούτε φυσικά και οι λόγοι επιλογής των φυσικά οχυρωμένων λόφων, που αργότερα, κατά την Ελληνιστική εποχή, αποτελούν σχεδόν τον κανόνα. Με βάση τα παραπάνω, και κυρίως τη μακρά διάρκεια ζωής κάποιων οικισμών, οι οποίοι φαίνεται να υπερβαίνουν τη χιλιετία, ως σημαντικοί νεολιθικοί οικισμοί θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν οι Βαρεμένοι Γουλών, η Κρυόβρυση Κρανιδίων, η Βέρβερη και Πάλλα Ράχη Αιανής, το Παλιοχώρι Νεράιδας και το Ρέμα Γλυκό Νερό Ροδίτη.
Παρόμοια ή και μεγαλύτερη διάρκεια ζωής και ανάλογη σημασία, φαίνεται να είχαν και πολλοί άλλοι οικισμοί που κατοικήθηκαν κατά τη διάρκεια της Νεότερης και Τελικής Νεολιθικής, με σημαντικότερο παράδειγμα τη Βασιλάρα Ράχη Βελβεντού. Ακόμη, σημαντικές θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε και τις περιοχές στις οποίες παρατηρείται εντατική Νεολιθική κατοίκηση, με μετακίνηση σε γειτονικές θέσεις, με χαρακτηριστικό επιβεβαιωμένο παράδειγμα τον οικισμό της Ανάληψης Καισαρειάς. Όλοι οι παραπάνω οικισμοί κατέχουν σημαντικές γεωγραφικές θέσεις, πάνω σε φυσικά χερσαία ή ποτάμια περάσματα, χαρακτηριστικό που πιθανόν έπαιξε κάποιο ρόλο στην επιλογή τους, αλλά και στη μακροβιότητά τους.
Β) Εποχή του Χαλκού (3η - 2η π.Χ. Χιλιετία)
Εδώ ανήκουν 99 θέσεις οικισμών και τρεις νεκροταφείων. Οι 70 από τις 99 θέσεις είναι νέες θέσεις, ενώ οι 29 εντοπίζονται στις υπάρχουσες νεολιθικές, μαρτυρώντας μικρή συνέχεια της κατοίκησης ανάμεσα στις δύο περιόδους, στο ένα τρίτο περίπου των θέσεων. Από τις 99 θέσεις της Εποχής του Χαλκού, στην πρώιμη φάση (3000 - 2200 π.Χ. περίπου) ανήκουν 21 οικισμοί, στη Μέση (2200 - 1600 π.Χ. περίπου) 8 οικισμοί και δύο χωριστά νεκροταφεία (το ένα μέσα σε οικισμό της Πρώιμης), και στην Ύστερη (1600 - 1100 π.Χ. περίπου) 43 θέσεις οικισμών και πέντε νεκροταφεία.
Οι μισοί σχεδόν από τους οικισμούς της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (οι 10 από τους 21) συνεχίζουν στις νεολιθικές θέσεις και από αυτούς οι 8 σε θέσεις της Τελικής Νεολιθικής, μαρτυρώντας σχετικά μεγάλη συνέχεια κατοίκησης, στο 30% περίπου. Ωστόσο, σε τρεις μόνο θέσεις εμφανίζονται με βεβαιότητα οι πρώιμες φάσεις της περιόδου.
- Στη Μέση Εποχή του Χαλκού συνεχίζουν να κατοικούνται ελάχιστες θέσεις της προηγούμενης περιόδου, μία μόνο επιβεβαιωμένη, ενώ ιδρύονται και 7 νέοι οικισμοί.
- Στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού η κατοίκηση συνεχίζεται και πάλι μόνο σε μία θέση της προηγούμενης περιόδου, ενώ ιδρύονται 43 νέοι οικισμοί. Κάποιοι βρίσκονται σε θέσεις παλιότερων, Νεολιθικών κυρίως οικισμών, δύο σε θέσεις της Αρχαιότερης Νεολιθικής, δύο της Μέσης, πέντε της Νεότερης, 8 της Τελικής, και μία μόνο σε θέση της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού.
Αυτό που παρατηρείται στην Εποχή του Χαλκού είναι η μεγάλη ασυνέχεια στην κατοίκηση των θέσεων ανάμεσα στις επιμέρους χρονικές περιόδους. Κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού παρατηρείται μια τάση για χαμηλότερα υψόμετρα, ενώ αντίθετα στην Ύστερη επιλέγονται κυρίως ψηλές θέσεις, όπως και κατά τη Νεότερη και κυρίως την Τελική Νεολιθική περίοδο. Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό της περιόδου είναι η μεγάλη διασπορά και η μικρή έκταση των οικισμών της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, οι οποίοι σε κάποιες περιοχές εμφανίζουν συγκεντρώσεις, υποδηλώνοντας διαφοροποιήσεις στην κοινωνική οργάνωση.
Οι οικισμοί της Εποχής του Χαλκού είναι διάσπαρτοι σε όλη την κοιλάδα, χωρίς να ξεχωρίζουν κάποιοι ιδιαίτερα. Για την πρώιμη φάση αναφέρουμε ενδεικτικά, τους οικισμούς Πολεμίστρα Αιανής, Ψηλή Ράχη Καισαρειάς, Φαράγγι Μεσιανής, «οικισμός Σερβίων», Βασιλάρα Ράχη Βελβεντού, Κασιάνη Λάβας και Ξερόλακκας Αυλών. Για τη Μέση, τους οικισμούς Πολεμίστρα Αιανής, Παλιόχανο Σπάρτου, Ρέμα Γλυκονέρι Πύργου, Γέφυρα Σερβίων και Τούρλα Γουλών. Για την Ύστερη, τους οικισμούς Κρυόβρυση Κρανιδίων, Πέρασμα Σταυρωτής, Άγιος Κωνσταντίνος Καισαρειάς, Κάτω Μπράβας Βελβεντού, Κολιτσάκι Σερβίων, Κάμπος Φρουρίου, Σκαμνιές Σερβίων και Μερότοπος Σπάρτου.
Γ) Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (1100 - 700 π.Χ.)
Εδώ ανήκουν 19 θέσεις οικισμών, στα όρια των οποίων σε τέσσερις περιπτώσεις εντοπίζονται ισάριθμα νεκροταφεία της περιόδου, ενώ τρία ακόμα εντοπίζονται χωριστά και σε κάποια (μικρή μάλλον) απόσταση από τους οικισμούς. Από τις 19 θέσεις οι 11 είναι νέες, οι πέντε συνεχίζουν από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, μαρτυρώντας μικρή συνέχεια της κατοίκησης ανάμεσα στις δύο εποχές, στο ένα τέταρτο περίπου των θέσεων, ενώ οι τρεις είχαν ξανακατοικηθεί κατά τη Νεότερη ή και Τελική Νεολιθική. Η περίοδος αυτή είναι γνωστή κυρίως από νεκροταφεία, των οποίων ο μεγάλος αριθμός και η μικρή έκταση υποδηλώνουν ανάλογη κοινωνική οργάνωση, πιθανόν κατά γένη.
Χαρακτηριστικό της περιόδου είναι η επέκταση της κατοίκησης και στην καθαρά ορεινή ζώνη, κάτι που συνδέεται πιθανότατα με διαφοροποίηση στην οικονομία και με την ανάπτυξη μεγάλου αριθμού κτηνοτροφικών οικισμών. Δεν λείπουν ωστόσο και κάποιοι σχετικά μεγάλης έκτασης οικισμοί στην παραποτάμια περιοχή, όπως η Παλιοκαστανιά Σερβίων, με πιθανό κεντρικό ρόλο στη ζωή των κατοίκων. Άλλοι αξιοσημείωτοι οικισμοί της περιόδου εντοπίζονται στις θέσεις Κάμπος Φρουρίου και Μερότοπος Σπάρτου, μια περιοχή με εντατική κατοίκηση κατά την περίοδο αυτή, αλλά και την αμέσως προηγούμενη, ενώ χαρακτηριστική ορεινή θέση αποτελούν τα Παλιούρια Πολυφύτου.
Ιστορικοί Χρόνοι
Α) Αρχαϊκή - Κλασική - Ελληνιστική και Ρωμαϊκή Εποχή (700 π.Χ. - 300 μ.Χ.)
Στις περιόδους αυτές ανήκουν συνολικά 74 θέσεις, οι 63 από τις οποίες αποτελούν θέσεις οικισμών και οι 12 νεκροταφείων. Τα 6 από αυτά ανήκουν στη Ρωμαϊκή περίοδο. Οι 35 από τους 63 οικισμούς έχουν ιδρυθεί πάνω σε θέσεις που είχαν ξανακατοικηθεί κατά την Προϊστορική εποχή, ενώ οι 28, με βάση τα επιφανειακά δεδομένα, δεν δίνουν ανάλογα στοιχεία, χωρίς αυτό να αποκλείεται, όπως δείχνουν τα δεδομένα οικισμών που ανασκάφηκαν. Από τους 63 οικισμούς, οι 45 ανήκουν στην Ελληνιστική εποχή, με πιθανή χρήση και σε πρωιμότερους χρόνους, μέσα στην Αρχαϊκή ή και την Κλασική εποχή.
Οι οικισμοί αυτοί, σε επίπεδο χωροθέτησης, εμφανίζουν πολύ μικρή σχέση με τους Προϊστορικούς, καθώς 7 μόνο εντοπίζονται πάνω σε Νεολιθικές θέσεις, αριθμός που μειώνεται στο ελάχιστο εάν κατανεμηθούν στις επιμέρους χρονικές περιόδους. Με την Εποχή του Χαλκού η σχέση είναι μεγαλύτερη, σχεδόν διπλάσια, παραμένει ωστόσο σε μικρά ποσοστά και αφορά μόνο την πρώιμη και ύστερη φάση. Παντελής απουσία ταύτισης παρατηρείται με θέσεις της Μέσης Εποχής του Χαλκού και ελάχιστη με την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Οι Προϊστορικές θέσεις που επιλέγονται είναι αυτές που βρίσκονται πάνω στα φυσικά περάσματα, όπως ο οικισμός της Κασιάνης Λάβας και της Κρυόβρυσης Κρανιδίων.
Οι Ελληνιστικές θέσεις με βάση την έκτασή τους θα μπορούσαν να διακριθούν σε μεγάλες και μικρές, αλλά και σε οικιστικά σύνολα. Κατανέμονται σε όλη την έκταση της λεκάνης Κοζάνης-Σερβίων και σε ποικίλα γεωμορφολογικά και γεωγραφικά περιβάλλοντα. Μεγάλης έκτασης οικισμοί που ιδρύθηκαν σε εκτεταμένες επίπεδες περιοχές ή παραποτάμια πλατώματα και οι οποίοι θα μπορούσαν να αντιστοιχούν σε κεντρικούς οικισμούς εντοπίζονται στις θέσεις Κάμπος Φρουρίου, Πέρασμα Σταυρωτής, Παλιοκκλήσι Αμυγδαλιάς, Φαράγγι Μεσιανής, Λεύκαρα, Κρυόβρυση Κρανιδίων, Αη Λιας Λάβας, Κάτω Μπράβας Βελβεντού, Φαράγγι και Σκαμνιές Σερβίων, Κεραμοποιείο και Πλατάνια Γουλών και άλλες.
Στις σημαντικές θέσεις θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν η Κασιάνη Λάβας και η Νεράιδα, οικισμοί που αναπτύσσονται σε επάλληλα πλατώματα ψηλών λόφων. Σε όμοιας μορφής λόφους, αλλά πολύ μεγαλύτερους, έχουν ιδρυθεί και οι πιο σημαντικές από τις πόλεις της ευρύτερης περιοχής, όπως η Αιανή, πρωτεύουσα της αρχαίας επαρχίας της Ελίμειας, το Παλαιόκαστρο Βελβεντού, που πολλοί ερευνητές τον συνδέουν με τον μαρτυρούμενο από τις γραπτές πηγές αρχαίο οικισμό «Φυλακαί» και ο οικισμός του λόφου του Αγίου Ελευθερίου Κοζάνης-Δρεπάνου.
Σημαντικός επίσης οικισμός της περιόδου φαίνεται να είναι και αυτός που μαρτυρείται από το κλασικό νεκροταφείο της Κοζάνης και πιθανόν εντοπίζεται στην περιοχή της σημερινής πόλης. Στη Ρωμαϊκή περίοδο εντάσσονται 26 οικισμοί, οι 8 από τους οποίους συνεχίζουν στις Ελληνιστικές θέσεις, ενώ οι υπόλοιποι 18 ιδρύονται σε διαφορετικές, υποδηλώνοντας αρκετά μικρό ποσοστό συνέχειας στην κατοίκηση. Η χωροταξική σχέση των οικισμών αυτών με τις Προϊστορικές θέσεις είναι πολύ μικρή και μόνο με τη Νεότερη - Τελική Νεολιθική, την Ύστερη Εποχή του Χαλκού και την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου.
Ενώ η συνέχεια της κατοίκησης κατά τη Βυζαντινή εποχή δεν μαρτυρείται με βεβαιότητα, παρά μόνο σε δύο θέσεις. Αξιοσημείωτοι οικισμοί της περιόδου, μεγάλης έκτασης και με πιθανό σημαντικό ρόλο στη ζωή της περιοχής, φαίνεται να είναι οι οικισμοί Παλαιόκαστρο Καισαρειάς, Παλιόχανο και Μερότοπος Σπάρτου, Παλιοκκλήσι Αμυγδαλιάς, Κολιτσάκι Σερβίων, οικισμός Λευκάρων και άλλοι. Εντοπίζονται όλοι κοντά στα ποτάμια και χερσαία περάσματα.
Β) Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Εποχή (300 μ.Χ. και εξής)
Εδώ ανήκουν 48 θέσεις οικισμών, από τις οποίες οι 35 πιθανότατα είναι των Βυζαντινών χρόνων και 19 των Μεταβυζαντινών, καθώς και 10 νεκροταφεία. Οι οικισμοί της περιόδου, κυρίως οι Βυζαντινοί, εμφανίζουν σημαντική χωροταξική σχέση με τους Προϊστορικούς οικισμούς όλων των περιόδων. Αντίθετα, σε μικρά ποσοστά κυμαίνεται η συσχέτιση με τις Ελληνιστικές θέσεις, καθώς έξι μόνο από αυτές φαίνεται να ξαναεπιλέγονται για κατοίκηση.
Παρατηρήσεις
Η κοιλάδα του μέσου ρου του Αλιάκμονα αποτελεί μια πυκνοκατοικημένη περιοχή ήδη από την Αρχαιότερη Νεολιθική και καθ’ όλη τη διάρκεια των Προϊστορικών και Ιστορικών χρόνων, ενώ η ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή ανάγεται στην Παλαιολιθική εποχή. Σε όλες τις εποχές παρατηρείται έντονη μετακίνηση εντός της κοιλάδας, με συχνή αλλαγή στη θέση κατοίκησης, συχνά σε όμορα πλατώματα ή λοφίσκους, όπου και μπορεί κανείς, συχνά με σχετική ευκολία, να ανιχνεύσει τη συνέχεια της κατοίκησης. Οι θέσεις που επιλέγονται για την ίδρυση των οικισμών διαφέρουν από περίοδο σε περίοδο και από εποχή σε εποχή, με μικρή, μεγαλύτερη ή παντελή απουσία χωροταξικής σύμπτωσης μεταξύ τους.
Σημαντική διαφοροποίηση εμφανίζει επίσης και το ποσοστό συνέχειας στην κατοίκηση ανάμεσα στις διάφορες χρονικές περιόδους ή εποχές. Οι λόγοι επιλογής των θέσεων κάθε περιόδου αποτελούν ένα ενδιαφέρον ζήτημα προς διερεύνηση, ιδιαίτερα για τους προϊστορικούς χρόνους από τους οποίους λείπουν οι γραπτές πηγές. Η οικονομία, η κοινωνική και πολιτική κατάσταση αλλά και η ιδεολογία, πιθανόν σε σχέση και με τη δημογραφική σύνθεση των διάφορων οικισμών, θα μπορούσαν ίσως να είναι κάποιοι από τους παράγοντες που κατά περιόδους επέδρασαν καθοριστικά στη χωροθέτηση των οικισμών της κοιλάδας. Οι περιοχές που βρίσκονται πάνω ή κοντά σε φυσικές διόδους και σε ποτάμια περάσματα εμφανίζουν διαχρονικότητα στην κατοίκηση.
Η μεγαλύτερη ωστόσο διάρκεια ζωής ενός οικισμού, χωρίς διακοπή, δεν υπερβαίνει τη χιλιετία, ενώ πολλοί περισσότεροι είναι οι οικισμοί που κατοικούνται μόνο σε μία χρονική περίοδο, για 300-500 χρόνια. Επιπλέον, σε καμία περίπτωση μέχρι τώρα δεν έχει επιβεβαιωθεί ανασκαφικά η αδιάλειπτη συνέχεια της ζωής ενός οικισμού, ενώ πολύ πιθανή είναι και η εποχική κατοίκηση ορισμένων από αυτούς. Η συγκέντρωση θέσεων όλων των εποχών και χρονικών περιόδων σε κάποιες περιοχές, ιδιαίτερα πάνω σε φυσικά περάσματα, υποδηλώνει την ιδιαίτερη σημασία τους για τους κατοίκους της περιοχής και ανάγει τους αντίστοιχους οικισμούς σε σημαντικούς, με κεντρικό ίσως ρόλο στη ζωή της περιοχής.
Η ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ
Τα Δεδομένα από τις Ανασκαφές των Οικισμών
Η μέχρι σήμερα αρχαιολογική έρευνα στους παραποτάμιους αλλά και πιο ορεινούς οικισμούς της κοιλάδας του μέσου ρου του Αλιάκμονα, έφερε στο φως μια μεγάλη σειρά αρχαιολογικών ευρημάτων και πληροφοριών, που σκιαγραφούν την εικόνα της κατοίκησης στην περιοχή από την Προϊστορική εποχή μέχρι και το τέλος της αρχαιότητας. Οι περισσότεροι οικισμοί εντοπίζονται σε υπερυψωμένα παραποτάμια πλατώματα ή λοφίσκους, πολύ συχνά δίπλα σε μεγάλα ρέματα, από τα οποία και υδροδοτούνταν.
Συγκέντρωση και διαχρονική κατοίκηση παρατηρείται σε περιοχές που βρίσκονται πάνω στους οδικούς άξονες, σε συνάρτηση πάντα με τα ποτάμια περάσματα. Όλες οι ανασκαφές υπαγορεύτηκαν από σωστικούς λόγους. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων πρόκειται για θέσεις που έχουν διαβρωθεί σε ποικίλο βαθμό από τα νερά της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου. Η παρουσίαση που ακολουθεί, γίνεται από τα νοτιοδυτικά προς τα βορειοανατολικά και από τα αριστερά της ροής του ποταμού, κατά μήκος του οποίου αναπτύχθηκαν οι περισσότεροι οικισμοί.
Α) Ανασκαμμένοι Οικισμοί στα Αριστερά του Ρου του Αλιάκμονα
Δήμος Κοζάνης, δημοτική ενότητα Αιανής, θέση Πολεμίστρα:
Κάτω από ένα παχύ στρώμα (4 μ.) αλλουβιακών αποθέσεων, στην παρειά που σχηματίστηκε από τη διάβρωση της λίμνης, εντοπίστηκε οικισμός της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού και υστερότερο νεκροταφείο, της Μέσης Εποχής του Χαλκού, που σχετίζεται με τον οικισμό της περιόδου που αναπτύχθηκε σε όμορα μικρότερα πλατώματα. Κάποια ψηλότερα σημεία της περιοχής κατοικήθηκαν στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού και τη Ρωμαϊκή εποχή. Το 1994 πραγματοποιήθηκε συστηματική επιφανειακή έρευνα, στρωματογραφική μελέτη της θέσης και ανασκαφή του ενός από τα δύο εντοπισμένα κτίσματα.
Το κτίσμα, του οποίου η αρχική φάση είχε καταστραφεί από φωτιά, είχε λιθόκτιστο θεμέλιο και κρηπίδα, σωζόμενου ύψους 0,80 μ., κατασκευασμένα με την τεχνική του «ψαροκόκαλου», αρκετά διαδεδομένη στο πρώτο μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ. Η ανωδομή του ήταν από πλιθιά. Είχε επιμήκη κάτοψη, μήκους μέχρι 11 μ., με βάση το σωζόμενο μήκος των 9 μ. του ενός μακρού τοίχου, και πλάτος 3 μ. τουλάχιστον, προστώο στη μία (βόρεια) στενή πλευρά, διαστάσεων 1×3 μ., και πιθανό προσανατολισμό βόρεια - νότια, με είσοδο στα βόρεια. Στη νοτιοδυτική γωνία του προστώου βρέθηκε εγχυτρισμός μικρού παιδιού. Πάνω από το στρώμα καταστροφής του κτίσματος διασώθηκε τμήμα υστερότερου λίθινου κυκλικού περιβόλου. Η ραδιοχρονολόγηση τοποθετεί τα ευρήματα στο 1968 - 1765 π.Χ.
Δήμος Κοζάνης, δημοτική ενότητα Αιανής, θέση Πάλλα Ράχη:
Η θέση κατοικήθηκε κατά τη Μέση, Νεότερη και Τελική Νεολιθική περίοδο, την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού αλλά και κατά τους Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους. Το 1999, στο πλαίσιο κατασκευής της εθνικής οδού Κοζάνης - Ρυμνίου, διενεργήθηκε σωστική ανασκαφική έρευνα, η οποία έφερε στο φως διαλυμένες οικιστικές επιχώσεις των προϊστορικών χρόνων.
Δήμος Κοζάνης, δημοτική ενότητα Ελίμειας, τοπική κοινότητα Σπάρτου, θέση Δασύλλιο:
Το 1995 ερευνήθηκαν διαλυμένες οικιστικές επιχώσεις της Μέσης Εποχής του Χαλκού και των Βυζαντινών χρόνων. Στην αρχική φάση ανάγεται μια συγκέντρωση καμένου οικοδομικού υλικού και οστράκων, ενώ στη βυζαντινή εποχή δύο απορριμματικοί λάκκοι.
Δήμος Κοζάνης, δημοτική ενότητα Ελίμειας, τοπική κοινότητα Σπάρτου, θέση Παλιόχανο:
Πρόκειται για διαβρωμένο οικισμό της Μέσης Εποχής του Χαλκού. Η θέση κατοικήθηκε επίσης και κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική, τους ρωμαϊκούς και Βυζαντινούς χρόνους. Το 1996 εντοπίστηκε και ανασκάφηκε τμήμα υπόγειου ή ισόγειου χώρου κατοικίας της Μέσης Εποχής του Χαλκού, η οποία καταστράφηκε από φωτιά. Είχε ευθύγραμμη κάτοψη και ήταν κατασκευασμένη από πηλό και ξύλα. Στο φυσικό επικλινές έδαφος, που αποτελούσε και το δάπεδο του σωζόμενου χώρου, είχαν ανοιχτεί αρκετοί μικροί, κωνικοί λάκκοι, για άμεση αποθήκευση ή στήριξη αποθηκευτικών αγγείων.
Διασώθηκαν έξι από αυτούς, ο ένας από τους οποίους περιείχε απανθρακωμένα βελανίδια. Κάτω από το στρώμα καταστροφής βρέθηκαν δύο πήλινα κανθαρόσχημα αγγεία, υφαντικά βάρη και τμήματα πιθοειδών αγγείων. Η ραδιοχρονολόγηση τοποθετεί το κτίσμα στο 1880 - 1746 π.Χ. Στον ίδιο χώρο εντοπίστηκε και ανασκάφηκε διαλυμένος εγχυτρισμός της ίδιας περιόδου και, το 2001, μια σύγχρονη πιθανόν ταφή και δύο απορριμματικοί λάκκοι των Βυζαντινών χρόνων.
Δήμος Σερβίων - Βελβεντού, δημοτική ενότητα Σερβίων, τοπική κοινότητα Μεσσιανής, θέση Φαράγγι:
Το 1998 ερευνήθηκαν οικιστικές επιχώσεις διαβρωμένου από τη λίμνη οικισμού της Νεότερης και Τελικής Νεολιθικής, καθώς και των αρχών της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού. Η θέση κατοικήθηκε επίσης και κατά τους Κλασικούς και Ελληνιστικούς χρόνους. Ανασκάφηκαν 11 λάκκοι, οι περισσότεροι της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, ένας της Νεότερης Νεολιθικής και ένας των ελληνιστικών χρόνων. Ακόμη, 6 πιθοειδείς αποθηκευτικές κατασκευές, της Τελικής Νεολιθικής ή (πιθανότατα) της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού.
Όλοι σχεδόν οι λάκκοι της Εποχής του Χαλκού ήταν απορριμματικής χρήσης και ένας πιθανόν και ταφικής. Περιείχαν πλήθος ευρημάτων, όπως όστρακα αγγείων, κόκαλα ζώων, μικροευρήματα και αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Διαφοροποίηση εμφανίζει ένας επιμήκης λάκκος, διαστάσεων 2,50×3,50 μ. και σωζόμενου βάθους 0,25 μ., τα χαρακτηριστικά του οποίου παραπέμπουν σε χώρο κατοικίας. Η λειτουργία του μερικώς ανασκαμμένου νεολιθικού λάκκου δεν έχει αποσαφηνιστεί. Πιθανόν πρόκειται για υπόγειο χώρο κτίσματος, με δευτερογενή απορριμματική χρήση. Οι πιθοειδείς κατασκευές είναι ανοιγμένες στο φυσικό και έχουν σχήμα κυλινδρικό, με επίπεδο πυθμένα.
Τα τοιχώματά τους φέρουν παχύ επίχρισμα, πάχους 10 εκ. περίπου, από πορτοκαλόχρωμο πηλό. Η εξωτερική διάμετρός τους είναι 0,60 μ., ενώ το σωζόμενο ύψος τους 0,30-0,50 μ. Ερμηνεύονται ως αποθηκευτικοί χώροι. Ο οικισμός κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικός, λόγω της κατοίκησής του στα τέλη της Νεολιθικής περιόδου και στις αρχές της Εποχής του Χαλκού. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η κεραμική της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, η οποία δεν είναι η τυπική της κοιλάδας του Αλιάκμονα, αλλά χαρακτηριστική του πολιτισμού Baden, της Ουγγαρίας και Βουλγαρίας.
Δήμος Σερβίων - Βελβεντού, δημοτική ενότητα Σερβίων, τοπική κοινότητα Ροδίτη, θέση Παλιάμπελα:
Ο οικισμός έχει μορφή πολύ χαμηλής τούμπας και έκταση 30 στρεμμάτων. Εντοπίζεται στα βόρεια όρια της κοιλάδας, 5 χλμ. από τον Αλιάκμονα, σε πλάτωμα που διαμορφώνεται στους πρόποδες του ορεινού όγκου, στα αριστερά ενός μεγάλου ρέματος. Η περιορισμένης έκτασης σωστική ανασκαφή που διενεργήθηκε αποκάλυψε αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της Αρχαιότερης Νεολιθικής, ενώ το επιφανειακό υλικό από την ευρύτερη περιοχή υποδηλώνει κατοίκηση σε όλη τη Νεολιθική εποχή και σε κάποια φάση της Εποχής του Χαλκού.
Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που αποκαλύφθηκαν ορίζουν τρεις φάσεις χρήσης του χώρου και συνδέονται με χώρους οικοτεχνικής δραστηριότητας. Πρόκειται για τρία μικρά κυκλικά δάπεδα, σκαμμένα στο φυσικό, μέγιστης διαμέτρου 1,70 μ. και βάθους 10 εκ., με πασσαλότρυπες στην περιφέρειά τους, καθώς και μια μικρότερη κυκλική κατασκευή με έντονα ίχνη καύσης. Ανάμεσα και πάνω στα δάπεδα, ερευνήθηκε μάζα οικοδομικού υλικού από επάλληλα στρώματα πηλού και στάχτης. Το σύνολο διαταράσσεται από έναν μεγάλο υστερότερο λάκκο με μεγάλη ποσότητα αρχαιολογικού υλικού, στον πυθμένα του οποίου είχε ανοιχθεί μικρός λάκκος για την ταφή ενός νηπίου.
Από τα κινητά ευρήματα ξεχωρίζει μια ομάδα 10 μεγάλων πήλινων πηνίων, πιθανότατα υφαντικά βάρη, που εντοπίστηκαν πάνω σε ένα από τα δάπεδα και βεβαιώνουν την ανάπτυξη υφαντικής τέχνης στον οικισμό και στον συγκεκριμένο χώρο. Η ραδιοχρονολόγηση τοποθετεί τα ευρήματα στο 6220 - 5900 π.Χ.
Β) Ανασκαμμένοι Οικισμοί στα Δεξιά του Ρου του Αλιάκμονα
Δήμος Σερβίων - Βελβεντού, δημοτική ενότητα Καμβουνίων, τοπική κοινότητα Φρουρίου, θέση Κάμπος:
Στη μικρή παραποτάμια κοιλάδα που διαμορφώνεται στα δυτικά όρια της λεκάνης, η κατασκευή του Υδροηλεκτρικού Έργου Μέσου Αλιάκμονα (Ιλαρίωνα) από τη ΔΕΗ υπαγόρευσε την πραγματοποίηση επιφανειακής έρευνας και σωστικής ανασκαφής, κατά τα έτη 1994 - 1996. Στην περιοχή διαπιστώθηκε κατοίκηση κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου και τους ελληνιστικούς χρόνους. Στο χώρο των εργασιών ανασκάφηκαν εργαστηριακοί χώροι των Ρωμαϊκών χρόνων, συγκεκριμένα, ένας κλίβανος και ένα μικρό τετράγωνο κτίσμα, τα οποία είχαν κατασκευαστεί στη θέση δύο λαξευτών θολωτών τάφων με δρόμο, της Ύστερης Εποχής του Χαλκού και Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου.
Το πλήθος των πήλινων αγγείων με τα οποία ήταν κτερισμένοι οι νεκροί χρησιμοποιήθηκε για το μπάζωμα μιας φυσικής κοιλότητας. Στον ίδιο χώρο ανασκάφηκε επίσης ένας απορριμματικός λάκκος, ο οποίος με βάση μία ραδιοχρονολόγηση τοποθετείται στο 786 - 549 π.Χ. και συνδέεται με τον όμορο οικισμό της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου.
Δήμος Σερβίων - Βελβεντού, δημοτική ενότητα Σερβίων, τοπική κοινότητα Αυλών, θέση Ξερόλακκας ή Καμίνια:
Στα βόρεια όρια ενός οικισμού των αρχών της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού εντοπίστηκαν οκτώ κλίβανοι, από τους οποίους ανασκάφηκαν οι δύο. Έχουν κυκλική κάτοψη, διαμέτρου 2 μ., με δρόμο στα βορειοδυτικά και ορίζονται από πήλινο τοίχο, σωζόμενου ύψους 0,70 μ. Η χρονολόγησή τους παραμένει αβέβαιη.
Δήμος Σερβίων - Βελβεντού, δημοτική ενότητα Σερβίων, τοπική κοινότητα Κρανιδίων, θέση Κρυόβρυση:
Η θέση έχει διαβρωθεί σχεδόν ολοκληρωτικά από τα νερά της λίμνης. Ερευνήθηκε κατά τα έτη 1986, 1992, 1993 και 1997. Το επιφανειακό υλικό απλώνεται σε δύο πλατώματα και χρονολογείται στην Αρχαιότερη, Μέση και Τελική Νεολιθική περίοδο, καθώς και στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού, τη Γεωμετρική εποχή, τους Ελληνιστικούς και Βυζαντινούς χρόνους. Στη σημερινή επιφάνεια του ενός πλατώματος διαγράφεται μεγάλος αριθμός λάκκων ανοιγμένων στο φυσικό, καθώς και μία τάφρος. Ανασκαφικά ερευνήθηκαν επιχώσεις της Αρχαιότερης Νεολιθικής, σε μια φυσική κοιλότητα του εδάφους και πέντε λάκκοι διαφορετικής χρονολόγησης.
Οι δύο από αυτούς ανάγονται στη Μέση Νεολιθική και θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως απορριμματικοί, όπως και ένας παρόμοιος της Βυζαντινής εποχής. Στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού ανάγονται δύο μικρότεροι, αποθηκευτικής χρήσης, με λιγοστά ευρήματα και τοιχώματα επιχρισμένα με πηλό. Από το νεκροταφείο που βρίσκεται στον ίδιο χώρο, ερευνήθηκαν οκτώ κιβωτιόσχημοι τάφοι, οι περισσότεροι διαταραγμένοι, ενώ τα δύο Μυκηναϊκά αγγεία που διασώθηκαν το χρονολογούν στα τέλη της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Για την κατασκευή τεσσάρων από τους τάφους χρησιμοποιήθηκε σε δεύτερη χρήση ένα σύνολο 11 λίθινων ανθρωπόμορφων στηλών (ακέραιες ή τμήματά τους), που αποδίδουν πολύ σχηματικά την ανθρώπινη μορφή.
Η αρχική χρονολόγησή τους δεν είναι βέβαιη, θεωρούμε όμως πιθανή την τοποθέτησή τους στα τέλη των Νεολιθικών χρόνων. Ανάλογα ευρήματα από τρεις ακόμα θέσεις της κοιλάδας βεβαιώνουν την αρκετά διαδεδομένη σε κάποια χρονική περίοδο συνήθεια της κατασκευής ανθρωπόμορφων στηλών στην περιοχή και καθιστούν το σύνολο το μεγαλύτερο στον Ελλαδικό χώρο. Στο δεύτερο πλάτωμα εντοπίστηκαν τρία τμήματα τεφροδόχων αγγείων των γεωμετρικών χρόνων, τρία ακόμα αγγεία όμοιας πιθανόν χρήσης και ένας εγχυτρισμός. Ανασκάφηκε επίσης ορθογώνιος κλίβανος με δρόμο για ψήσιμο κεραμίδων στέγης, των Ελληνιστικών χρόνων, ενώ διαπιστώθηκε η ύπαρξη τριών ακόμη σύγχρονων, κυκλικών.
Δήμος Σερβίων - Βελβεντού, δημοτική ενότητα Σερβίων, τοπική κοινότητα Γουλών, θέση Βαρεμένοι ή Νησί:
Πρόκειται για παραποτάμιο νεολιθικό οικισμό με μορφή τούμπας και έκταση 30 στρεμμάτων. Η θέση κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο. Το 2001 ερευνήθηκαν στρώματα κατοίκησης που χρονολογούνται στις αρχές της Μέσης Νεολιθικής και στην Αρχαιότερη Νεολιθική. Ήρθαν στο φως κατόψεις πασσαλόπηκτων κατοικιών της Μέσης Νεολιθικής, μία ταφή καύσης της Αρχαιότερης και δέκα λάκκοι της Μέσης και Νεότερης ή Τελικής Νεολιθικής. Μια σειρά ραδιοχρονολογήσεων τοποθετεί το σύνολο των ευρημάτων στο 6430 - 5670 π.Χ. και την ταφή καύσης στο 6070 - 5920 π.Χ. Τα κτίσματα που αποκαλύφθηκαν έχουν ορθογώνια κάτοψη και προσανατολισμό βορειοανατολικά - νοτιοδυτικά.
Οι διαστάσεις τους είναι μικρές, περίπου 1,50×3 μ., σύμφωνα με το δάπεδο που αποκαλύφθηκε ολόκληρο. Οι τοίχοι έχουν πλάτος 30 - 40 εκ., ενώ για την κατασκευή τους χρησιμοποιήθηκαν πάσσαλοι διαμέτρου 10-20 εκ., πυκνά τοποθετημένοι ανά 10-20 εκ. μέσα σε τάφρο θεμελίωσης, η οποία στη συνέχεια μπαζώθηκε με πέτρες και χώμα. Στο εσωτερικό τους υπάρχουν λάκκοι, κάποιοι αποθηκευτικής χρήσης. Ανάμεσα στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα βρέθηκαν πολλά πήλινα αγγεία, κάποια με γραπτή διακόσμηση. Τα κινητά ευρήματα αποτελούν επίσης λίθινα και οστέινα εργαλεία, ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα ειδώλια, κοσμήματα και άλλα μικροευρήματα.
Δήμος Σερβίων - Βελβεντού, δημοτική ενότητα Σερβίων, θέση Σκαμνιές:
Το 1996 ερευνήθηκαν διαλυμένες οικιστικές επιχώσεις της ύστερης εποχής χαλκού και των Ελληνιστικών χρόνων.
Δήμος Σερβίων - Βελβεντού, δημοτική ενότητα Σερβίων, θέση Παλιοκαστανιά:
Πρόκειται για υπερυψωμένο και διαβρωμένο από τη λίμνη παραποτάμιο πλάτωμα. Η θέση ανασκάφηκε το 2000, το 2004 και το 2010. Αποκαλύφθηκαν πιθεώνες και ένα κτίσμα της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, απορριμματικοί λάκκοι των Ρωμαϊκών χρόνων, οι οποίοι συνδέονται με τον οικισμό της περιόδου που εντοπίστηκε σε όμορο πλάτωμα και μια θερμική πηλοκατασκευή της Τελικής Νεολιθικής (4500 - 3000 π.Χ. περίπου), που ανήκει σε γειτονικό οικισμό. Στη Βυζαντινή εποχή η θέση χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο, από το οποίο ανασκάφηκε ένας τάφος. Από τους τρεις εντοπισμένους αποθηκευτικούς χώρους, ο μεγαλύτερος ή ίσως καλύτερα σωζόμενος αποτελείται από 20 πίθους.
Όλοι είναι τοποθετημένοι σε λάκκους μέσα στο φυσικό. Έχουν σχήμα ωοειδές, οξυπύθμενο και καστανοκόκκινη επιφάνεια. Σώζονται κυρίως από το ύψος της κοιλιάς και κάποιοι από τον ώμο και κάτω. Μαρτυρούνται τρία μεγέθη, με μέγιστο ύψος το 1,50 μ. και μέγιστη διάμετρο το 1 μ. Κάποιοι φέρουν εγχάρακτη διακόσμηση πάνω στο χείλος ή στην κοιλιά. Καλύπτονταν με λίθινα καπάκια. Στο χώρο παρατηρήθηκαν τρεις λιθοσωροί από τους οποίους ερευνήθηκε ο νοτιότερος. Ανήκε σε λιθόκτιστο κτήριο, πιθανόν της Εποχής του Σιδήρου, θεμελιωμένο πάνω στο φυσικό.
Έχει προσανατολισμό νοτιοδυτικά-βορειοανατολικά, με αψιδωτή τη νοτιοδυτική στενή πλευρά και είσοδο μάλλον στη βορειοανατολική. Το μέγιστο σωζόμενο μήκος του είναι 11,60 μ., ενώ το πλάτος του έφτανε τα 6,40 μ. Οι εξωτερικοί τοίχοι έχουν πάχος 60 εκ. και είναι κατασκευασμένοι από μεγάλους λίθους. Το κτήριο διαιρούνταν σε δύο χώρους κατά μήκος, ενώ το σωζόμενο δάπεδο του αψιδωτού χώρου ήταν από πλάκες αλειμμένες με πηλό. Το σύνολο των δεδομένων του οικισμού οδηγεί σε μια χρονολόγηση σε πρώιμη φάση της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, γύρω δηλαδή στο 1100 π.Χ.
Ο οικισμός είναι ο πρώτος που ανασκάφηκε στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, όπου η περίοδος είναι γνωστή μόνο από νεκροταφεία. Τα χαρακτηριστικά του μαρτυρούν πως πρόκειται για έναν σημαντικό οικισμό, με κεντρικό χαρακτήρα στη ζωή των κατοίκων της περιοχής.
Δήμος Σερβίων - Βελβεντού, δημοτική ενότητα Σερβίων, θέση Γέφυρα, «προϊστορικός οικισμός Σερβίων»:
Η θέση βρίσκεται σήμερα στον πυθμένα της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου. Ανασκάφηκε το 1930 και το 1971 - 1973. Κατοικήθηκε κατά τη Μέση και Νεότερη Νεολιθική περίοδο, την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού και τη Βυζαντινή εποχή.
Η ανασκαφή έφερε στο φως πασσαλόπηκτα κτίσματα της Μέσης Νεολιθικής, τα οποία σε κάποιες φάσεις έφεραν πιθανότατα και έναν όροφο. Στα δάπεδα διαπιστώθηκε η χρήση σανίδων ξύλου, αντίθετα με τα δάπεδα από πηλό της Νεότερης Νεολιθικής. Οι εστίες και οι φούρνοι εντοπίζονταν έξω από τα σπίτια, σε αύλειους χώρους. Αποκαλύφθηκαν, επίσης, τάφροι της Μέσης Νεολιθικής και της Εποχής του Χαλκού, καθώς και λάκκοι όλων εποχών κατοίκησης της θέσης, με αποθηκευτική ή απορριμματική χρήση, αλλά και για τη στήριξη πασσάλων.
Δήμος Σερβίων - Βελβεντού, δημοτική ενότητα Σερβίων, τοπική κοινότητα Λάβας, θέση Κασιάνη:
Ο οικισμός εντοπίζεται στο ψηλότερο σημείο του φυσικού περάσματος του Σαρανταπόρου. Η ανασκαφή υπαγορεύτηκε από σωστικούς λόγους, καθώς η θέση κινδύνευε με κατάρρευση, όπως και έγινε, λόγω της άμεσης γειτνίασής της με το λιγνιτωρυχείο της Εταιρείας ΛΑΡΚΟ, η οποία χρηματοδότησε και την έρευνα. Πρόκειται για ψηλό λόφο που διαμορφώνεται σε πλατώματα. Κατοικήθηκε κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική, την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού και την Ελληνιστική εποχή. Διερευνήθηκαν διαταραγμένες κυρίως αρχαιολογικές επιχώσεις των δύο νεότερων περιόδων χρήσης του χώρου και σε μικρή έκταση αδιατάρακτο στρώμα της Αρχαιότερης Νεολιθικής.
Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα μαρτυρούν κατασκευή ελαφριών κτισμάτων κατά την προϊστορική εποχή, από ξύλο με πιθανή επάλειψη λεπτού στρώματος πηλού, και λιθόκτιστα ή με λίθινα θεμέλια και πασσαλόπηκτη ανωδομή στην Ελληνιστική. Σε ένα από τα χαμηλά πλατώματα της θέσης αποκαλύφθηκαν ένας μικρός απορριμματικός λάκκος και ένα πιθάρι των Ελληνιστικών χρόνων. Από τα σημαντικότερα κινητά ευρήματα της ανασκαφής είναι τα διάτρητα όστρακα τα οποία ανήκουν σε μικρά αγγεία της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, αδιάγνωστης χρήσης.
Η ιδιαίτερη σημασία της ανασκαφής της Λάβας έγκειται κυρίως στο γεγονός του εντοπισμού στη συγκεκριμένη γεωγραφική θέση ενός οικισμού της Αρχαιότερης Νεολιθικής, καθώς όχι μόνο πρόκειται για τον μοναδικό μέχρι τώρα εντοπισμένο οικισμό της περιόδου σε τόσο ψηλό υψόμετρο (950μ.), αλλά και γιατί αυτός βρίσκεται πάνω στο μοναδικό φυσικό πέρασμα που ενώνει διαχρονικά τη Θεσσαλία με τη Δυτική Μακεδονία. Αξιοσημείωτος είναι και ο Ελληνιστικός οικισμός, καθώς δεν αποκλείεται να συνδέεται με τη φύλαξη των δύο φυσικών διόδων που εντοπίζονται στην περιοχή, του Κάστρου Σερβίων και του Στενού «Πόρτες».
Δήμος Σερβίων - Βελβεντού, δημοτική ενότητα Βελβεντού, θέση Κάτω Μπράβας:
Το 1996 ερευνήθηκαν διαλυμένες από τη λίμνη επιχώσεις οικισμού των ελληνιστικών χρόνων. Στο ανασκαμμένο τμήμα του οικισμού διαπιστώθηκε κατοίκηση και κατά τη Νεότερη / Τελική Νεολιθική περίοδο όπως και την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Η ανασκαφή έφερε στο φως τμήματα υπόγειων ή ισόγειων χώρων που αποτελούσαν αποθηκευτικούς χώρους μεγάλων, διώροφων πιθανόν κτισμάτων καθώς και ισόγεια κτίσματα με εστίες στο εσωτερικό τους. Το νεότερο κτίσμα καταστράφηκε ξαφνικά, πιθανόν από σεισμό, στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. Στο στρώμα καταστροφής του, εκτός από τα πιθάρια που βρέθηκαν τοποθετημένα σε λάκκους ανοιγμένους στο φυσικό ή σε πρωιμότερα στρώματα κατοίκησης, βρέθηκαν και πολλά μεγάλα αγγεία, κάποια πεσμένα από τον πάνω όροφο.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αποθετικοί λάκκοι, που ανοίχτηκαν μετά την καταστροφή του κτηρίου για να θαφτούν κάποια από τα ιερά αντικείμενα του χώρου. Έτσι διασώθηκε μια σειρά οκτώ πήλινων λατρευτικών ίσως ειδωλίων, εντυπωσιακών για το μέγεθος και την καλλιτεχνική τους εμφάνιση, που αποδίδουν κεφάλια ή προτομές γυναικείων μορφών, πιθανότατα κάποιες θεές ή νύμφες, σχεδόν σε φυσικό μέγεθος. Τα ευρήματα αυτά, τα δεδομένα της κεραμικής και κάποια τυχαία ευρήματα από όμορα αγροτεμάχια, συνδέουν το κτίσμα με πιθανό χώρο ιερού, αφιερωμένου πιθανόν στη λατρεία του Δία Ύψιστου.
Δήμος Σερβίων - Βελβεντού, δημοτική ενότητα Βελβεντού, θέση Βασιλάρα Ράχη:
Η θέση κατοικήθηκε κατά τη Νεότερη και Τελική Νεολιθική περίοδο, καθώς και την Πρώιμη και Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Ο οικισμός αναπτύχθηκε στη νοτιοδυτική πλαγιά και την κορυφή ενός μικρού λόφου ανάμεσα σε δύο ρέματα. Έχει μορφή ψηλής τραπεζιόσχημης τούμπας και έκταση 20 περίπου στρέμματα. Κατά το 1994 - 1996 πραγματοποιήθηκε σωστική ανασκαφική έρευνα, λόγω των ποικίλων καταστροφών που έχει δεχτεί κατά καιρούς η θέση. Η ανασκαφή σε πέντε τομές έφερε στο φως αρχιτεκτονικά κατάλοιπα κυρίως της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού. Πρόκειται για πασσαλόπηκτες κατοικίες με δάπεδα από πηλό και με εστίες, πλατφόρμες και σε μια περίπτωση με έναν μικρό θολωτό φούρνο στο εσωτερικό τους.
Τα δάπεδα των εστιών και των φούρνων ήταν από πηλό πάνω στον οποίο υπήρχε επιφάνεια από όστρακα μεγάλων αγγείων επαλειμμένων με πηλό. Σε μία τομή τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα διακόπτονται από ένα μεγάλο υστερότερο λάκκο, με μεγάλη ποσότητα λίθων, ανάμεσά τους και πολλές μυλόπετρες. Τμήμα καμένου, κυκλικού δαπέδου με τρεις επάλληλες φάσεις, διαμέτρου 1,30 μ., και έντονα ίχνη ισχυρής καύσης, ανήκει πιθανότατα σε θερμαντική κατασκευή (ίσως κλίβανο) της Τελικής Νεολιθικής. Τα κινητά ευρήματα αποτελούν πλήθος από όστρακα αγγείων, λίγα ακέραια αγγεία, λίθινα και οστέινα εργαλεία, πολλές αγνύθες, πήλινα ειδώλια, κοσμήματα και άλλα.
Συμπεράσματα
Η έκταση των οικισμών εμφανίζει σε όλες σχεδόν τις περιόδους σημαντική διαφοροποίηση, με παράλληλη συνύπαρξη μικρών αλλά και πολύ μεγαλύτερων, πιθανόν σημαντικότερων οικισμών. Κατά περιόδους παρατηρούνται συγκεντρώσεις μικρών οικιστικών εγκαταστάσεων, οι οποίες συνιστούν πιθανότατα ενιαία οικιστικά σύνολα. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της Νεολιθικής Εποχής βεβαιώνουν την κατασκευή πασσαλόπηκτων κτισμάτων, με ευθύγραμμες κατόψεις, δάπεδα από πηλό ή σανίδες και βοηθητικές κατασκευές μέσα ή έξω από αυτά. Υπάρχουν ενδείξεις και για διώροφα.
Παρόμοια είναι και τα οικήματα της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, με μεγαλύτερες όμως διαστάσεις και πηλοκατασκευές στο εσωτερικό τους. Αλλαγή παρατηρείται κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού, οπότε σε κάποιους οικισμούς κατασκευάζονται επιμήκη οικήματα με προστώο και λίθινη κρηπίδα, ενώ σε άλλους διώροφα κτίσματα, με υπόγειους ή ισόγειους χώρους αποθήκευσης. Κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού και Πρώιμη Εποχή της Σιδήρου τα λιγοστά στοιχεία υποδεικνύουν κτίσματα από φθαρτά κυρίως υλικά, χωρίς όμως να λείπουν από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, τα λιθόκτιστα, τα οποία περιλαμβάνουν και μεγάλους πιθεώνες.
Για την Ελληνιστική εποχή τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα μαρτυρούν λιθόκτιστα κτίσματα, που αποτελούν τον κανόνα για την περίοδο αυτή, αλλά και πασσαλόπηκτα, σε κάποιους ορεινούς οικισμούς όπως αυτός της Λάβας, πιθανόν διαφορετικής λειτουργίας. Ενδείξεις για λατρευτικούς χώρους παρέχει ο οικισμός του Κάτω Μπράβα. Χαρακτηριστικό όλων των εποχών, από την Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο μέχρι και τη Βυζαντινή εποχή, η διάνοιξη και χρήση λάκκων εντός των οικισμών ή στα όριά τους, για απόληψη πηλού, απόρριψη ή εναπόθεση υλικών και αντικειμένων, πιθανόν ιδιαίτερης σημασίας ή προέλευσης, για άμεση ή έμμεση αποθήκευση (τοποθέτηση αγγείων), ταφή των νεκρών (κατά την Προϊστορική εποχή) και άλλα.
Συνηθισμένο επίσης κατά την Προϊστορική εποχή το σκάψιμο τάφρων, για παρόμοιους σκοπούς. Η κεραμεική των Προϊστορικών οικισμών της κοιλάδας του Αλιάκμονα ακολουθεί κατά κύριο λόγο το σχηματολόγιο και τη διακόσμηση του Θεσσαλικού πολιτισμού. Αξιοσημείωτη η παρουσία, κατά τη Νεότερη Νεολιθική, κεραμεικής που χαρακτηρίζει την Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία, καθώς και, στις αρχές της Εποχής του Χαλκού, κεραμεικής του βορειότερου πολιτισμού Baden, και στις δύο περιπτώσεις σε οικισμούς της βόρειας όχθης. Για τις ιστορικές περιόδους, τα ευρήματα δεν διαφοροποιούνται τυπολογικά από τους σύγχρονους οικισμούς της ευρύτερης περιοχής.
Περιλαμβάνουν προϊόντα ντόπιας παραγωγής αλλά και εισαγμένα. Μια μικρή ωστόσο ποιοτική διαφοροποίηση διαπιστώνει σχετική μελέτη, με υψηλότερη ποιότητα στην κεραμεική των οικισμών της βόρειας όχθης του Αλιάκμονα. Από τα μικροευρήματα των διάφορων οικισμών επισημαίνουμε τα ποικίλης μορφής πήλινα υφαντικά βάρη και σφοντύλια που βρέθηκαν και τα οποία μαρτυρούν την ανάπτυξη της υφαντικής τέχνης ήδη από την Αρχαιότερη Νεολιθική, μέσα στην 7η χιλιετία π.Χ.
Το σύνολο των δεδομένων των οικισμών της κοιλάδας του μέσου ρου του Αλιάκμονα βεβαιώνει την ανάπτυξη ενός σημαντικού και διαχρονικού πολιτισμού, με δυναμική παρουσία στη ζωή της ευρύτερης περιοχής, οφειλόμενη εν πολλοίς και στα πλεονεκτήματα που παρείχαν τα φυσικά χερσαία και ποτάμια περάσματα που εντοπίζονται στο χώρο της, και με οικονομικές, κοινωνικές και ιδεολογικές επαφές των κατοίκων με όλο τον κατά περιόδους γνωστό κόσμο της ευρύτερης περιοχής.
Η ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
Τα Δεδομένα από τις Ανασκαφές Νεκροταφείων και Μεμονωμένων Ταφών
Η αρχαιολογική έρευνα στην κοιλάδα του μέσου ρου του Αλιάκμονα, από το 1985 και εξής, είχε ως αποτέλεσμα τον εντοπισμό 41 θέσεων νεκροταφείων ή μεμονωμένων ταφών, οι οποίες χρονολογικά ανάγονται σε όλες σχεδόν τις περιόδους της ιστορίας και της προϊστορίας. Στον αριθμό αυτό δεν συμπεριλαμβάνονται, για διάφορους λόγους, άλλες 12 παραλίμνιες κυρίως θέσεις, που ανεβάζουν το συνολικό αριθμό στις 53. Λείπουν επίσης οι μη παραλίμνιες θέσεις Βελβεντού, Ρυμνίου και περιοχής Αιανής, οι οποίες αποτελούν αντικείμενο ξέχωρης μελέτης.
Οι περισσότερες εντοπίζονται κατά μήκος των οχθών της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου, από τα νερά της οποίας και πλήττονται σε ποικίλο βαθμό, ενώ κάποιες από αυτές έχουν ερευνηθεί και ανασκαφικά. Τα δεδομένα παρουσιάζονται με χρονολογική σειρά, σε μια προσπάθεια διαχρονικής προσέγγισης του θέματος της μεταχείρισης των νεκρών στην περιοχή.
Νεολιθική Εποχή (6700/6500 - 3300/3100 π.Χ.)
Οι ταφές που είναι γνωστές μέχρι σήμερα από την περιοχή ανέρχονται στις δύο. Η γνωστή Νεολιθική ταφή του «προϊστορικού οικισμού των Σερβίων» στην τελική δημοσίευση εντάσσεται στους Βυζαντινούς χρόνους, ενώ τα καμένα οστά της Αρχαιότερης Νεολιθικής στη θέση Βαρεμένοι Γουλών διαπιστώθηκε ότι ανήκουν σε ζώα.. Εντοπίζονται μέσα στους οικισμούς και χρονολογούνται στην Αρχαιότερη και Νεότερη Νεολιθική περίοδο. Στην Αρχαιότερη Νεολιθική ανήκει μία παιδική ταφή σε λάκκο, στον οικισμό της θέσης Παλιάμπελα Ροδίτη, ενώ στον οικισμό της θέσης Βαρεμένοι Γουλών εντοπίστηκε μία ταφή καύσης της Νεότερης Νεολιθικής, με τα οστά του νεκρού σε τεφροδόχο αγγείο.
Τα παραπάνω παραδείγματα αποτελούν μεμονωμένες ταφές εντός των οικισμών. Οργανωμένα νεκροταφεία έξω και σε απόσταση από τους οικισμούς δεν έχουν εντοπιστεί μέχρι τώρα στην περιοχή. Χρησιμοποιούνται οι πρακτικές του ενταφιασμού, σε συνεσταλμένη στάση, και της καύσης, με πιθανή διαφορετική μεταχείριση των παιδιών. Βέβαιη είναι η τοποθέτηση κτερισμάτων στις ταφές.
Εποχή του Χαλκού (3300/3100 - 1100 π.Χ.)
Τα ταφικά δείγματα που έχουν έρθει μέχρι τώρα στο φως ανήκουν σχεδόν αποκλειστικά στις προχωρημένες φάσεις της περιόδου, μέσα στη 2η π.Χ. χιλιετία. Στις αρχές της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού είναι πιθανό να ανήκει μία διαταραγμένη ταφή σε λάκκο δίπλα σε κτίσμα της περιόδου, στον οικισμό της θέσης Φαράγγι Μεσιανής. Στη Μέση Εποχή του Χαλκού ανήκουν δύο νεκροταφεία και τέσσερις μεμονωμένες ταφές. Το πρώτο νεκροταφείο βρίσκεται στη θέση Τούρλα Γουλών, σε απόσταση 300 μ. από τον οικισμό της περιόδου. Αν και εντοπίστηκε διαβρωμένο από τη λίμνη, η ανασκαφή του έφερε στο φως σημαντικά στοιχεία για τις ταφικές πρακτικές και την ιδεολογία της περιόδου.
Ερευνήθηκαν 43 ταφές, οι δύο από τις οποίες ήταν καύσεις, 14 ενταφιασμοί σε κιβωτιόσχημους τάφους, 26 εγχυτρισμοί σε μεγάλα πιθάρια ή μικρότερα πιθοειδή αγγεία και ένας λακκοειδής καλυμμένος με τμήματα πιθοειδών αγγείων. Οι 7 από τις 41 ταφές ανήκαν σε παιδιά. Οι τάφοι είναι σταθερά προσανατολισμένοι νοτιοδυτικά-βορειοανατολικά, με τα κεφάλια των νεκρών (και τα στόμια των ταφικών πίθων) στα νοτιοδυτικά. Το δεύτερο νεκροταφείο βρίσκεται στη θέση Πολεμίστρα Αιανής. Εδώ, κάτω από επίχωση 4 μ. στην παρειά που δημιούργησε η λίμνη, μέσα στις επιχώσεις προηγούμενου οικισμού και πολύ κοντά στον οικισμό της περιόδου, εντοπίστηκαν τέσσερις διαβρωμένες ταφές.
Πρόκειται για τρεις εγχυτρισμούς (ένας σε πιθάρι και δύο παιδικές ταφές σε μικρότερα αγγεία) και μία λακκοειδή ταφή με καλυπτήριες πλάκες. Το πιθάρι και η λακκοειδής ταφή ήταν όμοια προσανατολισμένα ανατολικά-δυτικά, με το στόμιο του αγγείου στα ανατολικά, όπου θα πρέπει να ήταν και το κεφάλι του νεκρού. Οι μεμονωμένες ταφές χωροθετούνται εντός των οικισμών, έξω ή δίπλα στην είσοδο των σπιτιών. Πρόκειται για δύο εγχυτρισμούς, ο ένας με παιδική ταφή, στον οικισμό της Πολεμίστρας Αιανής, και έναν διαλυμένο εγχυτρισμό και (πιθανόν) μία λακκοειδή ταφή, με το νεκρό σε συνεσταλμένη στάση, στον οικισμό της θέσης Παλιόχανο Σπάρτου.
Από τα ταφικά αυτά κατάλοιπα προκύπτουν για τη Μέση Εποχή του Χαλκού τα εξής: Συνηθίζεται, ίσως μόνο για τα παιδιά, η ταφή εντός των οικισμών, παράλληλα με τη χρήση εκτεταμένων οργανωμένων νεκροταφείων. Χρησιμοποιούνται τρεις τύποι τάφων, κιβωτιόσχημοι, λακκοειδείς με καλυπτήριες πλάκες ή τμήματα αγγείων και εγχυτρισμοί σε πιθάρια ή μικρότερα αγγεία. Στους εγχυτρισμούς, τα αγγεία τοποθετούνται σε πλάγια θέση. Οι τάφοι έχουν όμοιο προσανατολισμό. Χρησιμοποιούνται παράλληλα ο ενταφιασμός και η καύση, η δεύτερη όμως πρακτική σε πολύ μικρότερο ποσοστό.
Οι νεκροί ενταφιάζονται σε έντονα συνεσταλμένη στάση, προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά τους, πιθανόν ανάλογα με το φύλο, και στις περιπτώσεις των εγχυτρισμών με το κεφάλι προς το στόμιο του αγγείου. Οι νεκροί των οργανωμένων νεκροταφείων είναι συνήθως κτερισμένοι με ένα αγγείο και ελάχιστα κοσμήματα ή άλλα αντικείμενα. Στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού ανήκει με βεβαιότητα ένα μόνο νεκροταφείο. Εντοπίστηκε στη θέση Κρυόβρυση Κρανιδίων, μέσα στις επιχώσεις του νεολιθικού οικισμού. Ερευνήθηκαν οκτώ κιβωτιόσχημοι τάφοι, σχεδόν όλοι διαβρωμένοι από τη λίμνη και διαταραγμένοι.
Για τις μακρές πλευρές των τεσσάρων χρησιμοποιήθηκαν σε δεύτερη χρήση λίθινες ανθρωπόμορφες στήλες, πιθανόν Νεολιθικές, ενώ στις στενές όπως και στους υπόλοιπους μικρές πηλόπλακες. Όλοι οι τάφοι είναι σταθερά προσανατολισμένοι νοτιοδυτικά - βορειοανατολικά, με τα κεφάλια των νεκρών στη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Οι νεκροί ήταν ενήλικες, ενταφιασμένοι σε πλάγια θέση, με τα πόδια ελαφρώς λυγισμένα. Ήταν κτερισμένοι με πλούσια ή φτωχότερα κτερίσματα, ενώ ο μοναδικός τάφος που βρέθηκε αδιατάρακτος ήταν ακτέριστος.
Σύνηθες κτέρισμα αποτελούσε ένα πήλινο αγγείο, ενώ σε έναν από τους τάφους, ίσως στον πλουσιότερο, βρέθηκαν μαζί με μία μυκηναϊκή υψίποδη κύλικα, δύο τμήματα χρυσών κοσμημάτων, ένα χάλκινο δαχτυλίδι, τέσσερα πήλινα σφονδύλια και μία χάνδρα από κεχριμπάρι. Τα δύο Μυκηναϊκά αγγεία τοποθετούν τη χρήση του νεκροταφείου από τα μέσα του 13ου αιώνα π.Χ. έως τα μέσα του 11ου αιώνα π.Χ. Στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού είναι πιθανό, με βάση τα μέχρι τώρα ευρήματα και τα χαρακτηριστικά που μπορεί να αποδώσει κανείς στην περίοδο αυτή, να ανήκουν άλλα τρία μικρά και διαλυμένα από τη λίμνη νεκροταφεία.
Εντοπίζονται στις θέσεις Κάτω Μπράβας Βελβεντού (ανασκάφηκαν τρεις διαταραγμένοι τάφοι, λακκοειδείς με καλυπτήριες πλάκες και όμοιο προσανατολισμό), Σκαμνιές Σερβίων (εντοπίστηκε ένας διαλυμένος κιβωτιόσχημος τάφος) και Παλαιόκαστρο Καισαρειάς (ανασκάφηκε ένας λακκοειδής τάφος). Με βάση τα παραπάνω, η ταφή των νεκρών κατά το τέλος τουλάχιστον της Ύστερης Εποχής του Χαλκού παρουσιάζει την παρακάτω εικόνα: Οι νεκροί θάβονται σε νεκροταφεία μικρής έκτασης, πολύ κοντά ή δίπλα στον οικισμό. Οι τύποι των τάφων που χρησιμοποιούνται είναι οι κιβωτιόσχημοι και οι λακκοειδείς με καλυπτήριες πλάκες.
Οι τάφοι έχουν όμοιο προσανατολισμό. Διαπιστώνεται η ύπαρξη συστάδων, που πιθανόν απηχούν ανάλογη κοινωνική οργάνωση. Η ταφική πρακτική που επιλέγεται είναι ο ενταφιασμός, με τους νεκρούς σε πλάγια θέση και με ελαφρώς λυγισμένα τα πόδια. Είναι κτερισμένοι με αρκετά, και σε μερικές περιπτώσεις πλούσια, κτερίσματα. Το σύνολο των δεδομένων υποδηλώνει έντονη επιρροή του Μυκηναϊκού πολιτισμού στην περιοχή.
Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (1100 - 700 π.Χ.)
Στη μεταβατική περίοδο από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, τοποθετείται ένα νεκροταφείο που εντοπίστηκε και ανασκάφηκε στη θέση Κάμπος Φρουρίου, στην περιοχή του Φράγματος Μέσου Αλιάκμονα-Ιλαρίωνα. Πρόκειται για οργανωμένο νεκροταφείο, μικρής έκτασης, πολύ κοντά στον οικισμό. Αποκαλύφθηκαν συνολικά 6 τάφοι. Οι δύο είναι μεγάλων διαστάσεων, λαξευτοί στον φυσικό βράχο, με κυκλικό θάλαμο και επιμήκη δρόμο, με θολωτή πιθανότατα στέγαση. Είναι όμοια προσανατολισμένοι ανατολικά-δυτικά, με το δρόμο στα δυτικά.
Οι υπόλοιποι τέσσερις είναι μικροί, λαξευτοί, κυκλικοί και σώζουν ίχνη από δύο βαθμίδες στη μία πλευρά τους. Πιθανότατα η θέση τους δηλωνόταν με λιθοσωρούς. Το νεκροταφείο υπέστη σημαντική καταστροφή κατά τη δεύτερη χρήση του στους ρωμαϊκούς χρόνους, οπότε τα αγγεία με τα οποία ήταν κτερισμένοι οι νεκροί κατακερματίστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν για το μπάζωμα μιας φυσικής κοιλότητας. Ανάμεσά τους βρέθηκαν και 17 τμήματα χάλκινων κοσμημάτων (χάνδρες, τμήμα τριχολαβίδας, μία αιχμή δόρατος, μία «σύριγγα», ένα δαχτυλίδι). Οι νεκροί ήταν ενταφιασμένοι, ενώ οι δύο μεγάλοι τάφοι, που φαίνεται να χρησιμοποιήθηκαν για περισσότερες από μία ταφές, ήταν πιθανόν οικογενειακοί.
Η κεραμεική ήταν χειροποίητη στο σύνολό της, με σχηματολόγιο που παραπέμπει στο Μυκηναϊκό ρεπερτόριο, χωρίς να είναι άγνωστη και η ντόπια παράδοση. Το σύνολο των δεδομένων υποδηλώνει έντονη επιρροή της Μυκηναϊκής παράδοσης και χρονολογεί το νεκροταφείο μέσα στον 11ο αιώνα. Σε προχωρημένες φάσεις της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου ανήκουν τρία νεκροταφεία, όλα ολοκληρωτικά σχεδόν διαβρωμένα από τα νερά της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου. Το πρώτο εντοπίζεται στη θέση Μπαΐρ ή Κολιτσάκι Σερβίων. Ανασκάφηκαν τέσσερις κιβωτιόσχημοι τάφοι, όμοια προσανατολισμένοι ανατολικά - δυτικά, που περιείχαν ενταφιασμούς.
Οι νεκροί ήταν σε ύπτια θέση, με τα χέρια μπροστά στο στήθος και το κεφάλι στα ανατολικά, ενώ σε μία περίπτωση υπήρχε και ανακομιδή. Ήταν κτερισμένοι με 4 ή 5 πήλινα αγγεία και λίγα κοσμήματα, ανάμεσά τους κάποια με αμαυρόχρωμη διακόσμηση και ένας πρωτογεωμετρικός τροχήλατος σκύφος, που χρονολογούν ανάλογα το νεκροταφείο. Το δεύτερο βρίσκεται στη θέση Κρυόβρυση Κρανιδίων, σε όμορο πλάτωμα με αυτό του νεκροταφείου της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Από εδώ περισυλλέχθηκαν τρία τεφροδόχα αγγεία, ανάμεσά τους ένας τροχήλατος αμφορέας με γραπτή διακόσμηση πρωτογεωμετρικών χρόνων, που περιείχαν υπολείμματα καύσεων.
Τρία ακόμα, δύο τροχήλατοι αμφορείς με γραπτή διακόσμηση πρωτογεωμετρικών χρόνων και μία χειροποίητη υδρία, που βρέθηκαν εντελώς διαλυμένα, περιείχαν πιθανότατα καύσεις. Ερευνήθηκε επίσης ένας εγχυτρισμός μικρού παιδιού, σε χειροποίητο αμφορέα. Ο νεκρός ήταν σε συνεσταλμένη στάση, προς τα δεξιά του, με το κεφάλι στα βορειοδυτικά. Τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι πρόκειται για νεκροταφείο της Πρωτογεωμετρικής περιόδου, με συνηθέστερη ταφική πρακτική την καύση. Το τρίτο νεκροταφείο εντοπίζεται στη θέση Κάτω Μπράβας Βελβεντού. Ανασκάφηκαν τέσσερις κιβωτιόσχημοι τάφοι, χωρίς σταθερό προσανατολισμό. Από το ένα μη διαβρωμένο παράδειγμα προκύπτει ότι οι νεκροί ήταν ενταφιασμένοι, σε ύπτια θέση.
Στον ίδιο τάφο βρέθηκαν δύο ανακομιδές. Η νεότερη ταφή ανήκε σε γυναίκα, κτερισμένη με τρία αγγεία και αρκετά χάλκινα κοσμήματα, όπως οκτώσχημη πόρπη, σκουλαρίκια και διάφορα άλλα σπειροειδή κοσμήματα. Βρέθηκαν επίσης χάντρες από πηλό και γυαλί. Τα αγγεία ήταν χειροποίητα εκτός από μία τροχήλατη οπισθότμητη πρόχου, η οποία προσδιορίζει και το κατώτερο όριο χρήσης του νεκροταφείου, στα γεωμετρικά χρόνια. Στο χώρο διαπιστώθηκε η ύπαρξη λιθοσωρών που πιθανότατα αποτελούσαν σήματα των τάφων. Σύμφωνα με τα δεδομένα αυτά προκύπτουν για την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου τα εξής:
Παρατηρείται πολυμορφία στην τυπολογία των τάφων της περιόδου όπως και στις ταφικές πρακτικές, με συνάντηση δύο πολιτισμικών παραδόσεων: της πρωτογεωμετρικής τέχνης, από τη Ν. Ελλάδα, σε θέσεις που βρίσκονται πλησιέστερα στο φυσικό πέρασμα προς τη Θεσσαλία, και της ντόπιας (ή βορειότερης) τέχνης στις πιο απομακρυσμένες περιοχές, όπου η Μυκηναϊκή παράδοση επιζεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στις προχωρημένες φάσεις της περιόδου επικρατεί η ντόπια (ή βορειότερη) παράδοση. Οι νεκροί κατά την εποχή αυτή θάβονται σε εκτεταμένα οργανωμένα νεκροταφεία, αλλά και σε μικρότερα, πολύ κοντά στον οικισμό, στις αρχικές φάσεις της περιόδου, κατά την παράδοση της Ύστερης Εποχής του Χαλκού.
Ο τύπος του τάφου που φαίνεται να κυριαρχεί στις θέσεις που δεν επηρεάζονται από τη μυκηναϊκή παράδοση, όπου χρησιμοποιείται ο τύπος του λαξευτού κυκλικού τάφου, είναι ο κιβωτιόσχημος. Συναντώνται όμως και εγχυτρισμοί. Ο σταθερός προσανατολισμός των τάφων τείνει να μην ισχύει, τουλάχιστον στα νεότερα νεκροταφεία, των γεωμετρικών χρόνων. Εφαρμόζεται περισσότερο η ταφική πρακτική του ενταφιασμού, κυρίως στα νεκροταφεία των Γεωμετρικών χρόνων, όπου συναντώνται και ανακομιδές, αλλά και σε πρωιμότερα που ακολουθούν τη Μυκηναϊκή παράδοση.
Η καύση φαίνεται να αποτελεί τον κανόνα για την ταφή των ενηλίκων στα νεκροταφεία των πρωτογεωμετρικών χρόνων, που ακολουθούν τα νέα μηνύματα από τη Ν. Ελλάδα και στα οποία ο ενταφιασμός χρησιμοποιείται περιπτωσιακά, ίσως μόνο για τα μικρά παιδιά, και γίνεται σε ταφικά αγγεία. Οι νεκροί στους κιβωτιόσχημους τάφους τοποθετούνται σε ύπτια θέση, ενώ στους εγχυτρισμούς σε συνεσταλμένη. Κτερίσματα τοποθετούνται αρκετά στα νεκροταφεία των ενταφιασμών, δείχνουν όμως να λείπουν από αυτά των καύσεων. Πιθανή είναι η σηματοδότηση των τάφων ή ταφικών συνόλων με λιθοσωρούς.
Αρχαϊκή - Κλασική - Ελληνιστική Εποχή (700 - 30 π.Χ.)
Τα στοιχεία που έχουμε από την παραλίμνια περιοχή για τις δύο πρώτες περιόδους είναι λιγοστά, περιοριζόμενα σε κάποια αγγεία, κτερίσματα διαλυμένων από τη λίμνη τάφων, που βρέθηκαν στη θέση Κάτω Μπράβας Βελβεντού. Αντίθετα, πολύ περισσότερα είναι τα ευρήματα της Ελληνιστικής περιόδου. Εντοπίστηκαν τέσσερα νεκροταφεία, διαλυμένα σε ποικίλο βαθμό από τα νερά. Τα δύο από αυτά βρίσκονται σε όμορα πλατώματα στη θέση Γέφυρα της Νεράιδας, καλυμμένα συνήθως από τα νερά της λίμνης. Οι εντοπισμένοι τάφοι (4 και 7 αντίστοιχα) είναι κιβωτιόσχημοι, με ποικίλο προσανατολισμό και περιείχαν ενταφιασμούς.
Με το ένα από αυτά τα νεκροταφεία συνδέονται τέσσερα πήλινα γυναικεία ειδώλια, που οφείλονται σε παράδοση. Το τρίτο νεκροταφείο της περιόδου εντοπίζεται στη θέση Αγία Βαρβάρα Σερβίων. Εδώ ανασκάφηκε μία λακκοειδής ταφή μικρού παιδιού, το οποίο είχε ενταφιαστεί σε ύπτια θέση. Στην ταφή ανήκαν 9 πήλινα αγγεία που μας παραδόθηκαν, ενώ σε μια δεύτερη διαλυμένη άλλα 7. Στα δεξιά του νεκρού, στο ύψος της κεφαλής βρέθηκε πήλινο αγγείο (στάμνος), ενώ στο ύψος της κοιλιάς ένα πήλινο πώμα αγγείου. Στη θέση Παλιοχώρι Νεράιδας εντοπίζεται το τέταρτο νεκροταφείο. Οι τάφοι είναι κιβωτιόσχημοι, χωρίς σταθερό προσανατολισμό. Από το διασκορπισμένο στο χώρο οστεολογικό υλικό προκύπτει ότι πρόκειται για ενταφιασμούς.
Οι νεκροί ήταν κτερισμένοι. Περισυλλέχθηκαν οκτώ πήλινα αγγεία και κάποια σιδερένια αντικείμενα, κτερίσματα διαλυμένων τάφων. Στην Ελληνιστική εποχή ανήκουν τέσσερα ακόμα νεκροταφεία, που μαρτυρούνται από αγγεία ή άλλα αντικείμενα τα οποία παραδόθηκαν ή περισυλλέχθηκαν πρόσφατα, κατά τη διάρκεια αυτοψιών. Εντοπίζονται στην παραλίμνια θέση Κάτω Μπράβας Βελβεντού και σε τρεις άλλες της ευρύτερης περιοχής: Ακμαξίζ Λευκάρων, Παλαιογράτσανο και Παναγία Σερβίων. Στην τελευταία θέση οι τάφοι είναι πιθανόν κεραμοσκεπείς. Με βάση τα παραπάνω, προκύπτουν για την Ελληνιστική περίοδο τα εξής:
Η ταφή των νεκρών γίνεται σε εκτεταμένα οργανωμένα νεκροταφεία, μακριά από τον οικισμό. Ο τύπος του τάφου που έχει βεβαιωθεί μέχρι τώρα είναι ο κιβωτιόσχημος, ενώ υπάρχουν ενδείξεις και για κεραμοσκεπείς. Χρησιμοποιείται η ταφική πρακτική του ενταφιασμού. Στους τάφους δεν τηρείται σταθερός προσανατολισμός. Οι νεκροί είναι κτερισμένοι με πολλά αγγεία, ειδώλια και άλλα προσωπικά τους αντικείμενα.
Ρωμαϊκή Εποχή (30 π.Χ. - 300 μ.Χ.)
Στη Ρωμαϊκή εποχή τοποθετούνται έξι νεκροταφεία. Δύο από αυτά, το ένα αβέβαιης χρονολόγησης, εντοπίζονται στη θέση Κολιτσάκι ή Μπαΐρ Σερβίων. Στο πρώτο ανασκάφηκαν 25 τάφοι, σχεδόν όλοι λακκοειδείς, με ή χωρίς καλυπτήριες πλάκες, και ένας κεραμοσκεπής. Οι νεκροί ήταν σε ύπτια θέση, με τα χέρια κατά μήκος του σώματος. Ο προσανατολισμός των τάφων είναι σταθερός, βορειοανατολικά - νοτιοδυτικά, με τα κεφάλια των νεκρών στα νοτιοδυτικά. Οι περισσότεροι ήταν ακτέριστοι, κάποιοι είχαν χάλκινα νομίσματα και δύο από ένα πήλινο αγγείο. Στο δεύτερο ερευνήθηκε μικρή συστάδα τάφων, λακκοειδών με καλυπτήριες πλάκες. Το τρίτο νεκροταφείο εντοπίζεται στη θέση Βαρεμένοι Γουλών.
Πρόκειται για τέσσερις διαλυμένους τάφους, πιθανόν λακκοειδείς, που περιείχαν ενταφιασμούς. Με το νεκροταφείο, ως κτερίσματα τάφων, συνδέονται ένα χάλκινο νόμισμα και δύο τμήματα πήλινων αγγείων. Στη θέση Κεραμοποιείο Γουλών εντοπίζεται το τέταρτο νεκροταφείο, διαλυμένο από τη λίμνη και από λαθρανασκαφείς. Οι τάφοι ήταν κατασκευασμένοι από πέτρες και κεραμίδες, ενώ από το διάσπαρτο οστεολογικό υλικό προκύπτει ότι περιείχαν ενταφιασμούς. Από το χώρο έχουν παραδοθεί κάποια χάλκινα κοσμήματα και ένα αργυρό νόμισμα του Αλ. Σεβήρου, κτερίσματα των τάφων. Στη θέση Αγία Βαρβάρα Σερβίων ανασκάφηκε ένας κιβωτιόσχημος τάφος, με προσανατολισμό βορειοδυτικά-νοτιοανατολικά.
Ο νεκρός ήταν σε ύπτια θέση, με τα χέρια κατά μήκος του σώματος και το κεφάλι στα νοτιοανατολικά. Πάνω στη λεκάνη βρέθηκε αρυβαλλοειδές αγγείο και στον αριστερό μηρό μία οινοχόη. Ένα ακόμα διαλυμένο από τη λίμνη νεκροταφείο της περιόδου εντοπίζεται στη θέση Παλιά Άσφαλτος Ροδίτη. Εντοπίστηκαν οκτώ διαβρωμένοι λακκοειδείς τάφοι, που περιείχαν ενταφιασμούς. Είχαν όμοιο προσανατολισμό, βορειοδυτικά-νοτιοανατολικά, με το κεφάλι των νεκρών, στις τρεις σωζόμενες περιπτώσεις, στα βορειοδυτικά. Ο ένας από αυτούς ήταν κτερισμένος με δύο αγγεία τοποθετημένα στα πόδια του νεκρού. Από το χώρο μάς έχουν παραδοθεί πολλά πήλινα και κάποια γυάλινα αγγεία, που αποτελούσαν κτερίσματα τάφων.
Από τα παραδείγματα αυτά προκύπτουν για τους Ρωμαϊκούς χρόνους τα εξής: Η ταφή των νεκρών γίνεται σε εκτεταμένα ή μικρότερης έκτασης οργανωμένα νεκροταφεία, μακριά από τους οικισμούς. Οι τύποι των τάφων που συναντώνται είναι οι κιβωτιόσχημοι, οι λακκοειδείς με καλυπτήριες πλάκες και οι κεραμοσκεπείς. Οι νεκροί ενταφιάζονται σε ατομικούς τάφους, σε ύπτια θέση. Ο προσανατολισμός των τάφων είναι σταθερός. Τα κτερίσματα είναι ελάχιστα, συνήθως ένα πήλινο αγγείο και τα κοσμήματα του νεκρού, ενώ αρκετά διαδεδομένη είναι η συνήθεια της τοποθέτησης νομισμάτων.
Χριστιανικοί Χρόνοι (300 μ.Χ. και εξής)
Στην εποχή αυτή, από τα παλαιοχριστιανικά μέχρι και τα Υστεροβυζαντινά χρόνια, εντάσσονται πέντε νεκροταφεία, διαλυμένα από τα νερά της λίμνης. Εντοπίζονται στις θέσεις Κολιτσάκι ή Μπαΐρ Σερβίων (ανασκάφηκαν 32 τάφοι, οι περισσότεροι λακκοειδείς με καλυπτήριες πλάκες και λίγοι κιβωτιόσχημοι), Ξερόλακκας Αυλών (ανασκάφηκαν τρεις τάφοι, λακκοειδείς με καλυπτήριες πλάκες), Άγιος Κωνσταντίνος Καισαρειάς (ανασκάφηκαν 5 τάφοι, λακκοειδείς με καλυπτήριες πλάκες ή κιβωτιόσχημοι), Άγιος Νικόλαος Βελβεντού (ανασκάφηκαν 4 κιβωτιόσχημοι τάφοι), Παλιοκαστανιά Σερβίων (εντοπίστηκαν 17 κιβωτιόσχημοι τάφοι, από τους οποίους ανασκάφηκε ένας).
Τέσσερα ακόμα νεκροταφεία, που εντοπίζονται μακριά από τη λίμνη, ανήκουν στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Δύο από αυτά, στις θέσεις Μνήματα Βαθυλάκκου και Άγιος Γεώργιος Λευκάρων, είναι τούρκικα, ενώ τα άλλα δύο, στις θέσεις Ακμαξίζ Λευκάρων και Παλιομανάστηρο Πλατανορρεύματος, είναι Χριστιανικά. Με βάση τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει ότι κατά τους Χριστιανικούς χρόνους η ταφή των νεκρών γινόταν σε κιβωτιόσχημους τάφους ή σε λακκοειδείς με καλυπτήριες πλάκες. Οι τάφοι είναι σταθερά προσανατολισμένοι δυτικά - ανατολικά, με τα κεφάλια των νεκρών στα δυτικά.
Οι νεκροί ενταφιάζονται σε ύπτια θέση, με τα χέρια κατά μήκος του σώματος ή σταυρωμένα πάνω στο στήθος ή στην κοιλιακή χώρα, ενώ συναντώνται και ανακομιδές. Δεν τοποθετούνται κτερίσματα στους τάφους πλην των προσωπικών κοσμημάτων των νεκρών. Τα λίγα αγγεία που βρέθηκαν αποτελούν είτε κτερίσματα πρωιμότερων ταφών (Παλαιοχριστιανικών χρόνων) είτε σχετίζονται με ταφικές τελετουργίες.
Παρατηρήσεις – Συμπεράσματα
Τα ταφικά κατάλοιπα αποτελούν σημαντικό πεδίο έρευνας, ιδιαίτερα για την Προϊστορική εποχή, καθώς μέσα από τον τρόπο μεταχείρισης των νεκρών, ο οποίος διαφοροποιείται από εποχή σε εποχή και από κοινωνία σε κοινωνία, προβάλλεται όχι μόνο μια σειρά τελετουργικών πράξεων αλλά και οι ιδεολογικές αντιλήψεις που τις υπαγόρευσαν. Η διαχρονική προσέγγιση των μέχρι σήμερα ταφικών δεδομένων από την περιοχή της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου και τον άλλοτε παραποτάμιο χώρο υποδηλώνει ότι η μεταχείριση των νεκρών και η περί θανάτου ιδεολογία δεν διαφοροποιείται σημαντικά σε καμιά εποχή από όσα είναι γνωστά για τον υπόλοιπο Ελλαδικό χώρο.
Τα Πρωιμότερα ταφικά κατάλοιπα ανάγονται στην Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο. Μέχρι και τα τέλη σχεδόν της 3ης π.Χ. χιλιετίας οι εντοπισμένες ταφές είναι λίγες. Πρόκειται κυρίως για μεμονωμένους ενταφιασμούς εντός των οικισμών. Η απουσία νεκροταφείων των περιόδων αυτών αλλά και ανάλογου με τον υπολογιζόμενο πληθυσμό αριθμού ταφών υποδηλώνει πιθανή διαφορετική ταφική μεταχείριση των περισσότερων, με τρόπους που ίσως δεν ανιχνεύονται αρχαιολογικά. Εκτεταμένα οργανωμένα νεκροταφεία έξω και μακριά από τους οικισμούς εμφανίζονται, με τα μέχρι τώρα δεδομένα, στις αρχές της Μέσης Εποχής του Χαλκού, γύρω στο 2000 π.Χ.
Η ταφή ωστόσο εντός των οικισμών αποτελεί μια ταφική πρακτική που συνεχίζεται και στο πρώτο μισό της 1ης π.Χ. χιλιετίας, ίσως μόνο για παιδιά. Κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού και την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου διαπιστώνονται μικρές συστάδες τάφων αλλά και μεγάλοι οικογενειακοί τάφοι, που παραπέμπουν σε ανάλογη κοινωνική οργάνωση. Οι τύποι των τάφων που επιλέγονται για τους ενταφιασμούς ποικίλλουν όχι μόνο ανάμεσα στις διάφορες χρονικές περιόδους, αλλά και ανάμεσα σε σύγχρονα νεκροταφεία ή ταφές του ίδιου νεκροταφείου. Διαπιστώνεται σημαντική τυπολογική ποικιλία:
Κιβωτιόσχημοι, λακκοειδείς με ή χωρίς καλυπτήριες πλάκες, κεραμοσκεπείς, εγχυτρισμοί σε πιθάρια ή μικρότερα αγγεία, κυκλικοί λαξευτοί, με δρόμο ή χωρίς, και κτιστοί. Λείπουν από το διαθέσιμο δείγμα οι μνημειακές κατασκευές των Ιστορικών χρόνων. Ο ενταφιασμός και η καύση αποτελούν τις δύο κυρίαρχες και διαπιστωμένες μέχρι τώρα αρχαιολογικά ταφικές πρακτικές στην περιοχή, οι οποίες συχνά εφαρμόζονται παράλληλα. Οι λόγοι της εκάστοτε επιλογής και της διαφοροποίησης ανάγονται στην ιδεολογία. Η συνηθέστερη και μακροβιότερη πρακτική είναι ο ενταφιασμός, ο οποίος συχνά επιλέγεται για την ταφή των μικρών παιδιών ακόμα και σε νεκροταφεία καύσεων.
Οι νεκροί κατά την Προϊστορική εποχή ενταφιάζονται σε συνεσταλμένη στάση, ενώ από το τέλος της Ύστερης Εποχής του Χαλκού αρχίζει να κυριαρχεί η ύπτια. Ανακομιδές διαπιστώνονται στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου και τους Χριστιανικούς χρόνους. Η καύση εμφανίζεται ήδη από τη Νεότερη Νεολιθική. Συναντάται επίσης στη Μέση Εποχή του Χαλκού και τους πρωτογεωμετρικούς χρόνους. Μπορεί να είναι πρωτογενής, με ταφή των καταλοίπων κοντά ή στη θέση της καύσης, ή δευτερογενής σε άλλη θέση, με χρήση τεφροδόχου αγγείου. Ο σταθερός προσανατολισμός των τάφων των οργανωμένων νεκροταφείων δείχνει να επιδιώκεται κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού, την Ύστερη και τις αρχές της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου.
Ενώ εγκαταλείπεται στις επόμενες περιόδους, έως ότου καθιερωθεί οριστικά στους Χριστιανικούς χρόνους. Παρόμοια, ιδεολογικοί λόγοι υπαγορεύουν και τον προσανατολισμό και τη στάση των νεκρών. Η τοποθέτηση κτερισμάτων εμφανίζεται ήδη από την Αρχαιότερη Νεολιθική, συνεχίζεται μέχρι και τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, ενώ στη συνέχεια εγκαταλείπεται. Η τοποθέτηση κάποιου είδους σήματος πάνω από τους τάφους θα πρέπει να θεωρηθεί βέβαιη σε όλες σχεδόν τις χρονικές περιόδους, αφού οι ταφές σε καμιά περίπτωση δεν διαταράσσονται από άλλες νεότερες. Για την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου υπάρχουν στοιχεία για λιθοσωρούς.
Στο χώρο της λεκάνης του Λογκά έχουν ανασκαφθεί γύρω στους 100 ταφικούς περιβόλους και λιθοσωροί της Πρώιμης και Μέσης Εποχής Χαλκού, ενώ με βεβαιότητα το νεκροταφείο εκτείνεται σε πολύ μεγαλύτερη έκταση. Αποκαλύφθηκαν 100 ανθρώπινες ταφές καθώς και σκελετοί ιπποειδών που συνοδεύουν τους νεκρούς. Οι λίθινοι περίβολοι περιέχουν λακκοειδείς ταφές, κιβωτιόσχημες ή ταφές σε αγγεία πιθοειδή και αμφορόσχημα (εγχυτρισμοί). Ως κτερίσματα φέρουν οπλισμό ή λίθινα περίαπτα και όστρεα. Σημαντικότατο εύρημα αποτελεί ένα χάλκινο τριγωνικό εγχειρίδιο με τρεις οπές για την προσήλωσή του σε λαβή από άλλο υλικό.
Μπορεί να συγκριθεί με παρόμοιο που είχε βρεθεί σε τάφο με ένταξη στα 2140 - 1680 π.Χ. στην παραλίμνια, επίσης, θέση Τούρλα Γουλών, δεξιά του ρου του Αλιάκμονα. Το μαχαίρι, πέρα από χρηστικό, όπλο ή εργαλείο, αποτελεί αντικείμενο κύρους, δύναμης και γοήτρου, ενώ το γεγονός της ανεύρεσης σε δύο ταφές δείχνει πλούσιες επαφές με το νότο, αφού η κύρια συγκέντρωση όμοιων απαντάται στην Κρήτη με μικρή διασπορά και εκτός του νησιού (Πολιόχνη Λήμνου, Λέρνα Αργολίδας, ένα στην Αλβανίας). Παρόμοιου τύπου αλλά υστερότερο της Μέσης Εποχής Χαλκού έχει βρεθεί στο Σέσκλο της Θεσσαλίας.
Σε άλλο τμήμα της λεκάνης του Λογκά ανασκάπτεται Νεκροταφείο Ύστερης Εποχής Χαλκού και Πρώιμης Εποχής Σιδήρου, με κιβωτιόσχημες ταφές πλούσια κτερισμένες με αγγεία και κοσμήματα. Η ανασκαφή πρέπει να ολοκληρωθεί, λίγο πριν ο χώρος πλημμυρίσει και μετατραπεί σε λίμνη. Για το λόγο αυτό η Αρχαιολογική Υπηρεσία καταβάλει υπεράνθρωπες προσπάθειες να περισώσει και να αναδείξει το πολιτισμικό παρελθόν με την πίστη ότι ο αρχαιολογικός πλούτος δεν αποτελεί τροχοπέδη στην εξέλιξη και την ενέργεια, αλλά αντίθετα χτίζει γερά θεμέλια για ένα αξιοπρεπές παρόν και μέλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου