ΞΕ. ἰὼ ἰώ μοι, [στρ. γ]
975 τὰς ὠγυγίους κατιδόντες
στυγνὰς Ἀθάνας πάντες ἑνὶ πιτύλῳ,
ἐἕ, ἐἕ, τλάμονες ἀσπαίρουσι χέρσῳ.
ΧΟ. ἦ καὶ τὸν Πέρσαν αὐτοῦ
τὸν σὸν πιστὸν πάντ᾽ ὀφθαλμὸν
980 μυρία μυρία πεμπαστὰν
Βατανώχου παῖδ᾽ Ἄλπιστον
τοῦ Σησάμα τοῦ Μεγαβάτα,
Πάρθον τε μέγαν τ᾽ Οἰβάρην
985 ἔλιπες ἔλιπες; ὢ ὢ ‹ὢ› δᾴων.
Πέρσαις ἀγαυοῖς κακὰ πρόκακα λέγεις.
ΞΕ. ἴυγγά μοι δῆτ᾽ [ἀντ. γ.]
ἀγαθῶν ἑτάρων ὑπορίνεις,
990 ‹ἄλαστ᾽› ἄλαστα στυγνὰ πρόκακα λέγων.
βοᾷ βοᾷ ‹μοι› μελέων ἔντοσθεν ἦτορ.
ΧΟ. καὶ μὴν ἄλλους γε ποθοῦμεν,
Μάρδων ἀνδρῶν μυριοταγὸν
Ξάνθην, Ἀρίων τ᾽ Ἀγχάρην,
995 Δίαιξίν τ᾽ ἠδ᾽ Ἀρσάκην
ἱππιάνακτας,
κἠγδαδάταν καὶ Λυθίμναν
Τόλμον τ᾽ αἰχμᾶς ἀκόρεστον.
1000 ἔταφον ἔταφον, οὐκ ἀμφὶ σκηναῖς
τροχηλάτοις, ‹οὐκ› ὄπιθεν ἑπομένους.
***
ΞΕΡΞΗΣ
Οϊμέ, οϊμένα την πανάρχαια
την μισητήν Αθήνα ήταν να δούνε
κι όλοι τους τώρα μια βουτιά,
αλί μου, αλί μου, στη στεριά
οι δόλιοι σπαρταρούνε.
ΧΟΡΟΣ
Κι ακόμα και τον πάντα σου πιστό
μες στους πιστούς, τον οφθαλμό σου,
980 που μύριους μύριους σού μετρούσε το στρατό
τον Άλπιστο το γιο του Βατανώχου
και το Σησάμα του Μεγάβατου παιδί,
τον Πάρθο το μεγάλο κι Οϊβάρη
τους άφησες, τους άφησες κι αυτούς εκεί,
αλί στους δύστυχους, αλί,
συμφορές πιο από συμφορές
στους ξακουστούς Πέρσες να λες.
ΞΕΡΞΗΣ
Ωχ, τί λαχτάρα και καημό
για τους γενναίους μου τους συντρόφους
μου ζωντανεύεις, όσο λες
990 τ᾽ αξέχαστα μαύρα κακά!
βογγάει μέσα μου η καρδιά.
ΧΟΡΟΣ
Μ᾽ ακόμα πόσους κι άλλους λαχταρώ·
τον π᾽ οδηγούσε μύριους Μάρδους Ξάνθη
και τον Αγχάρη και τον πολεμόχαρο
Διάιξη και τον Αρσάμη
τον αρχικαβαλάρη,
και το Δαδάκη και το Λύθιμνο,
τον Τόρμο τον αχόρταγο στη μάχη.
χάνω το νου, χάνω το νου,
1000 που γύρω από το τροχόσυρτο
κουβούκλι σου δε σ᾽ ακλουθούν.
975 τὰς ὠγυγίους κατιδόντες
στυγνὰς Ἀθάνας πάντες ἑνὶ πιτύλῳ,
ἐἕ, ἐἕ, τλάμονες ἀσπαίρουσι χέρσῳ.
ΧΟ. ἦ καὶ τὸν Πέρσαν αὐτοῦ
τὸν σὸν πιστὸν πάντ᾽ ὀφθαλμὸν
980 μυρία μυρία πεμπαστὰν
Βατανώχου παῖδ᾽ Ἄλπιστον
τοῦ Σησάμα τοῦ Μεγαβάτα,
Πάρθον τε μέγαν τ᾽ Οἰβάρην
985 ἔλιπες ἔλιπες; ὢ ὢ ‹ὢ› δᾴων.
Πέρσαις ἀγαυοῖς κακὰ πρόκακα λέγεις.
ΞΕ. ἴυγγά μοι δῆτ᾽ [ἀντ. γ.]
ἀγαθῶν ἑτάρων ὑπορίνεις,
990 ‹ἄλαστ᾽› ἄλαστα στυγνὰ πρόκακα λέγων.
βοᾷ βοᾷ ‹μοι› μελέων ἔντοσθεν ἦτορ.
ΧΟ. καὶ μὴν ἄλλους γε ποθοῦμεν,
Μάρδων ἀνδρῶν μυριοταγὸν
Ξάνθην, Ἀρίων τ᾽ Ἀγχάρην,
995 Δίαιξίν τ᾽ ἠδ᾽ Ἀρσάκην
ἱππιάνακτας,
κἠγδαδάταν καὶ Λυθίμναν
Τόλμον τ᾽ αἰχμᾶς ἀκόρεστον.
1000 ἔταφον ἔταφον, οὐκ ἀμφὶ σκηναῖς
τροχηλάτοις, ‹οὐκ› ὄπιθεν ἑπομένους.
***
ΞΕΡΞΗΣ
Οϊμέ, οϊμένα την πανάρχαια
την μισητήν Αθήνα ήταν να δούνε
κι όλοι τους τώρα μια βουτιά,
αλί μου, αλί μου, στη στεριά
οι δόλιοι σπαρταρούνε.
ΧΟΡΟΣ
Κι ακόμα και τον πάντα σου πιστό
μες στους πιστούς, τον οφθαλμό σου,
980 που μύριους μύριους σού μετρούσε το στρατό
τον Άλπιστο το γιο του Βατανώχου
και το Σησάμα του Μεγάβατου παιδί,
τον Πάρθο το μεγάλο κι Οϊβάρη
τους άφησες, τους άφησες κι αυτούς εκεί,
αλί στους δύστυχους, αλί,
συμφορές πιο από συμφορές
στους ξακουστούς Πέρσες να λες.
ΞΕΡΞΗΣ
Ωχ, τί λαχτάρα και καημό
για τους γενναίους μου τους συντρόφους
μου ζωντανεύεις, όσο λες
990 τ᾽ αξέχαστα μαύρα κακά!
βογγάει μέσα μου η καρδιά.
ΧΟΡΟΣ
Μ᾽ ακόμα πόσους κι άλλους λαχταρώ·
τον π᾽ οδηγούσε μύριους Μάρδους Ξάνθη
και τον Αγχάρη και τον πολεμόχαρο
Διάιξη και τον Αρσάμη
τον αρχικαβαλάρη,
και το Δαδάκη και το Λύθιμνο,
τον Τόρμο τον αχόρταγο στη μάχη.
χάνω το νου, χάνω το νου,
1000 που γύρω από το τροχόσυρτο
κουβούκλι σου δε σ᾽ ακλουθούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου