Αν η νίκη είναι αδύνατη, θα πρέπει να την περιφρονούμε. Το μυστικό της γαλήνης δεν είναι να ευθυγραμμίσουμε τα επιτεύγματα μας με το επίπεδο των επιθυμιών μας αλλά να υποβιβάσουμε τις επιθυμίες στο επίπεδο των επιτευγμάτων μας. «Αν αυτό που έχεις νομίζεις πως δεν σου αρκεί» λέει ο Ρωμαίος στωικός Σενέκας (πέθανε το 65 μ.Χ.) «τότε, ακόμα και αν κατακτήσεις όλο τον κόσμο, θα είσαι δυστυχισμένος».
Ο Επίκουρος, λέει ο Φενελόν «αγόρασε έναν όμορφο κήπο, που τον καλλιεργούσε μόνος του. Εκεί ίδρυσε τη σχολή του, και ζούσε ήρεμα, περνώντας ευχάριστα τις μέρες του με τους μαθητές του. τους οποίους δίδασκε καθώς περπατούσε και δούλευε…
Ήταν ευγενικός και φιλικός με όλους… Πίστευε ότι δεν υπήρχε τίποτα ευγενέστερο από το να αφοσιωθεί κανείς στη φιλοσοφία». Αφετηρία του ήταν η πεποίθηση ότι η απάθεια είναι αδύνατη, και ότι η απόλαυση -όχι απαραίτητα η αισθητηριακή απόλαυση— είναι ο μοναδικός εφικτός και απόλυτα θεμιτός σκοπός της ζωής και της δράσης. «Η φύση ωθεί κάθε οργανισμό να προτιμά το δικό του καλό από κάθε άλλο καλό» – ακόμα και ο στωικός ανακαλύπτει μια αδιόρατη απόλαυση στην απάρνηση. «Δεν πρέπει να αποφεύγουμε τις απολαύσεις, αλλά πρέπει να είμαστε επιλεκτικοί μ’ αυτές».
Ο Επίκουρος, λοιπόν, δεν είναι «επικούρειος». Εξαιρεί τις χαρές της διανοητικής ζωής μάλλον παρά των αισθήσεων. Συμβουλεύει να αποφεύγονται οι απολαύσεις που προκαλούν έξαψη και ταραχή στην ψυχή, η οποία πρέπει να είναι ήρεμη και καταπραϋμένη. Τελικά, προτείνει να επιδιώκουμε όχι την απόλαυση με τη συνήθη έννοια αλλά την αταραξία – τη γαλήνη, την ηρεμία, την ησυχία του νου. Όμως όλ’ αυτά αγγίζουν τα όρια της απάθειας του Ζήνωνα.
Οι Ρωμαίοι, ερχόμενοι για να λεηλατήσουν την Ελλάδα το 146 π.Χ.. βρήκαν αυτές τις αντίπαλες σχολές να συγκρούονται στο φιλοσοφικό πεδίο. Και καθώς οι ίδιοι δεν είχαν ούτε τον ελεύθερο χρόνο ούτε τη λεπτότητα σκέψης που απαιτείται για τέτοιες εικασίες, γυρνώντας στη Ρώμη έφεραν μαζί με τα υπόλοιπα λάφυρά τους και αυτές τις φιλοσοφίες. Εκείνοι που διακρίνονται στην οργάνωση, όπως και εκείνοι που αναγκαστικά γίνονται δούλοι, τείνουν προς τον στωικισμό: φαίνεται δύσκολο να είναι κανείς αφέντης ή υπηρέτης αν είναι ευαίσθητος. Έτσι, η όποια φιλοσοφία της Ρώμης ακολουθούσε κυρίως τη σχολή του Ζήνωνα, είτε επρόκειτο για τη φιλοσοφία του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου είτε για εκείνη του δούλου Επίκτητου.
Ακόμα και ο Λουκρήτιος μιλούσε για τον επικουρισμό στωικά (κάτι σαν τον Άγγλο του Χάινε που βιώνει τις απολαύσεις θλιμμένος), και ολοκλήρωσε την αυστηρή του διδασκαλία περί απολαύσεων αυτοκτονώντας. Το εξαιρετικό έπος του De rerum natura (Περί της φύσεως των πραγμάτων) ακολουθεί το παράδειγμα του Επίκουρου καταδικάζοντας τις απολαύσεις με αμυδρώς επαινετικά λόγια. Ήταν σχεδόν σύγχρονος του Καίσαρα και του Πομπήιου. και έτσι έζησε ταραχές και αναστατώσεις. Η ανήσυχη πένα του απευθύνει συνεχώς προσευχές για γαλήνη και ηρεμία.
Τον φαντάζεται κανείς συνεσταλμένο — καθώς τα νεανικά του χρόνια σημαδεύτηκαν από θρησκευτικούς φόβους· γι’ αυτό και δεν κουράζεται ποτέ να τονίζει στους αναγνώστες του ότι δεν υπάρχει Κόλαση παρά μόνο στη γη, ότι δεν υπάρχουν θεοί πέρα από εκείνους που ζουν με αξιοπρέπεια και ευγένεια σε έναν κήπο του Επίκουρου στα σύννεφα, χωρίς να αναμειγνύονται στις υποθέσεις των ανθρώπων.
Στη θρησκεία του Παραδείσου και της Κόλασης, που βρίσκεται σε άνοδο στη Ρώμη, αντιδιαστέλλει έναν ανελέητο υλισμό. Η ψυχή και ο νους εξελίσσονται μαζί με το σώμα, αναπτύσσονται με τη δική του ανάπτυξη, αρρωσταίνουν με τις αρρώστιες του και πεθαίνουν με τον θάνατό του. Δεν υπάρχει τίποτα πέρα από τα άτομα της ύλης, τον χώρο και τον νόμο· και ο νόμος των νόμων είναι αυτός της πανταχού παρούσας εξέλιξης και κατάρρευσης.
Τίποτα δεν είναι σταθερό, τα πάντα ρέουν.
Θραύσματα κολλούν το ένα στ’ άλλο, έτσι τα πράγματα αναπτύσσονται μέχρι που τα γνωρίζουμε και τα ονομάζουμε. Βαθμιαία λιώνουν, και παύουν να είναι τα πράγματα που ξέρουμε.
Σαν σφαίρες από άτομα, να πέφτουν αργά ή γρήγορα βλέπω τους ήλιους, βλέπω τα συστήματα να υψώνουν τις μορφές τους· και ακόμα και τα συστήματα και οι ήλιοι τους θα επιστρέφουν αργά αργά στο αιώνιο ρεύμα.
Κι εσύ. ω Γη -οι αυτοκρατορίες σου. οι θάλασσες και οι στεριές σου-ελάχιστη. με τα άστρα σου. απ’ όλους τους γαλαξίες, σφαίρα φτιαγμένη απ’ το ρεύμα όπως αυτά, κι εσύ όπως αυτά θα χαθείς. Χάνεσαι, ώρα με την ώρα. σαν κι αυτά.
Τίποτα δεν μένει. Οι θάλασσές σου μέσα σε αραιή καταχνιά χάνονται, εκείνες οι σεληνοειδείς αμμουδιές σου ξεχνούν τη θέση τους-κι εκεί που είναι τώρα. άλλες θάλασσες με τη σεψά τους θα θερίζουν με τα λευκά δρεπάνια τους άλλους κόλπους.
Στην εξέλιξη και κατάρρευση των άστρων ας προσθέσουμε τώρα και την καταγωγή και εξάλειψη των ειδών.
Πολλά τέρατα προσπάθησε επίσης να παραγάγει η αρχαία γη. πλάσματα με παράξενα πρόσωπα και μέλη… μερικά χωρίς πόδια, μερικά χωρίς χέρια, μερικά χωρίς στόμα, μερικά χωρίς μάτια…
Κάθε λογής τέρας… έφτιαχνε η γη. αλλά μάταια. Γιατί η φύση απαγόρευε την αύξησή τους, δεν μπορούσαν να φτάσουν στο πολυπόθητο άνθος της ηλικίας τους, ούτε να βρουν τροφή ούτε να ενωθούν σε γάμο·… και έτσι πολλές φυλές ζωντανών πλασμάτων πρέπει, λοιπόν, να έχουν εξαφανιστεί μην μπορώντας να γεννήσουν και να συνεχίσουν τη γενιά τους.
Γιατί όλα τα όντα που βλέπεις να αναπνέουν την πνοή της ζωής είτε η ικανότητα είτε το θάρρος είτε η ταχύτητα τα προστάτεψε ήδη από την αρχή της ύπαρξής τους και διατήρησε κάθε ιδιαίτερη φυλή…
Εκείνα στα οποία η φύση δεν έδωσε καμία από αυτές τις ιδιότητες κείτονταν εκτεθειμένα σαν θήραμα και λάφυρο για τα άλλα, μέχρι που οδήγησε το είδος τους στην εξαφάνιση.
Αλλά και τα έθνη, όπως τα άτομα, μεγαλώνουν σιγά σιγά και αναπόφευκτα πεθαίνουν: «μερικά έθνη μεγαλώνουν, ενώ άλλα μικραίνουν, και μέσα σε σύντομο διάστημα οι φυλές των ζωντανών πλασμάτων αλλάζουν, και σαν δρομείς παραδίδουν σε άλλες τον λύχνο της ζωής». Έτσι, ερχόμενος αντιμέτωπος με τον πόλεμο και τον αναπόφευκτο θάνατο η μόνη σοφή επιλογή σου είναι η αταραξία – «να ατενίζεις τα πάντα με γαλήνιο νου». Προφανώς, έχει ξεχαστεί η παλιά παγανιστική χαρά της ζωής, και ένα μάλλον πρωτόγνωρο πνεύμα κρατάει πια τη σπασμένη λύρα. Η Ιστορία, που διακρίνεται για το χιούμορ της, ποτέ δεν είχε τέτοια κέφια όσο όταν έδινε σε αυτό τον λιτοδίαιτο και ηρωικό πεσιμιστή τον χαρακτηρισμό του επικούρειου.
Και αν αυτή είναι η διάθεση ενός οπαδού του Επίκουρου, φανταστείτε την ευφορική αισιοδοξία των δηλωμένων στωικών όπως ο Αυρήλιος ή ο Επίκτητος. Δεν υπάρχει σε όλη τη λογοτεχνία τόσο καταθλιπτικό έργο όσο οι Διατριβές του δούλου Επίκτητου – εκτός ίσως από τα Εις εαυτόν του αυτοκράτορα. «Μη ζητάς να γίνονται τα πράγματα όπως θέλεις εσύ, αλλά να θέλεις να γίνονται όπως γίνονται, και τότε θα ζήσεις καλά». Αναμφίβολα, με αυτό τον τρόπο μπορεί κανείς να ζει με την αυταπάτη ότι υπαγορεύει το μέλλον, και ότι δίνει εντολές στο σύμπαν.
Λέγεται ότι ο αφέντης του Επίκτητου, που του φερόταν απάνθρωπα, μια μέρα άρχισε να του στρίβει το πόδι για να περάσει την ώρα του. «Αν συνεχίσεις» του επισήμανε ο Επίκτητος ήρεμα «θα μου σπάσεις το πόδι». Ο αφέντης του συνέχισε, και έτσι το πόδι έσπασε. «Δεν σου επισήμανα» είπε μειλίχια ο Επίκτητος «ότι θα μου σπάσεις το πόδι;»
Όμως υπάρχει μια ορισμένη μυστικιστική ευγένεια σε αυτή τη φιλοσοφία, όπως και στην ήρεμη γενναιότητα κάποιου φιλήσυχου ήρωα του Ντοστογέφσκι. «Ποτέ μη λες για κάτι “το έχασα” αλλά “το επέστρεψα”. Πέθανε το παιδί σου; Επιστράφηκε. Πέθανε η γυναίκα σου; Επιστράφηκε. Σου πήραν το χωράφι; Κι αυτό επιστράφηκε»., Σε τέτοια εδάφια αισθανόμαστε την εγγύτητα του χριστιανισμού και των ατρόμητων μαρτύρων του.
Πραγματικά, δεν ήταν η χριστιανική ηθική της αυταπάρνησης, το χριστιανικό πολιτικό ιδεώδες μιας σε μεγάλο βαθμό κοινοτιστικής αδελφοσύνης και η χριστιανική εσχατολογία της τελικής καταστροφής του κόσμου στοιχεία στωικών διδασκαλιών που επέπλεαν στο ρεύμα της σκέψης;
Στον Επίκτητο, η ελληνορωμαϊκή ψυχή έχει αποτινάξει τον παγανισμό της και είναι έτοιμη για μια νέα πίστη. Το βιβλίο του είχε την τιμή να υιοθετηθεί ως θρησκευτικό εγχειρίδιο από την πρώιμη χριστιανική Εκκλησία. Οι Διατριβές του Επίκτητου και τα Εις εαυτόν του Μάρκου Αυρηλίου δεν απέχουν παρά ένα βήμα από τη Μίμηση του Χριστού (The Imitation of Christ) του Θωμά του εκ Κέμπης.
Στο μεταξύ το ιστορικό υπόβαθρο άλλαζε. Υπάρχει ένα εξαιρετικό εδάφιο στον Λουκρήτιο που περιγράφει την παρακμή της γεωργίας στο ρωμαϊκό κράτος, και την αποδίδει στην εξάντληση του εδάφους. Όποιο κι αν ήταν το αίτιο, ο πλούτος της Ρώμης μετατράπηκε σε φτώχεια, η οργάνωση σε αποσύνθεση, η δύναμη και η περηφάνια σε παρακμή και απάθεια. Πόλεις έσβησαν από τον χάρτη, οι δρόμοι παραμελήθηκαν και δεν έσφυζαν πια από εμπορική κίνηση· οι μικρές οικογένειες των μορφωμένων Ρωμαίων υποσκελίστηκαν από τα ακμαία και αμόρφωτα γερμανικά φύλα που εισέρρεαν συνεχώς από τα σύνορα. Η παγανιστική κουλτούρα υπέκυψε στις εξ Ανατολών λατρείες, και σχεδόν αδιόρατα η Αυτοκρατορία πέρασε στον έλεγχο του παπισμού.
Στους πρώτους αιώνες της ύπαρξής της, η Εκκλησία είχε τη στήριξη αυτοκρατόρων. των οποίων τη δύναμη απορρόφησε βαθμιαία και αναπτύχθηκε γρήγορα σε αριθμούς, σε πλούτο και σε εύρος επιρροής. Τον 13ο αιώνα είχε στην ιδιοκτησία της το ένα τρίτο των εδαφών της Ευρώπης και τα ταμεία της ξεχείλιζαν από τις δωρεές πλούσιων και φτωχών. Επί χίλια χρόνια ένωνε τους περισσότερους λαούς της ηπείρου χάρη στην έλξη μιας αμετάβλητης πίστης. Ποτέ πριν ή μετά δεν υπήρξε άλλος οργανισμός τόσο εκτεταμένος και με τέτοιο φιλειρηνικό χαρακτήρα.
Όμως η Εκκλησία θεωρούσε πως αυτή η ενότητα απαιτούσε μια κοινή πίστη ενισχυόμενη από μεταφυσικές κυρώσεις, ανεξάρτητα από τις μεταβολές και τις φθορές από τον χρόνο. Έτσι, το δόγμα της. οριστικό και καθορισμένο, απλώθηκε σαν κέλυφος πάνω από την εφηβική σκέψη της μεσαιωνικής Ευρώπης. Μέσα στα στενά όρια αυτού του κελύφους. η σχολαστική φιλοσοφία κινούνταν από την πίστη στη λογική και αντίστροφα, διαγράφοντας έναν παράδοξο κύκλο άκριτων παραδοχών και προκαθορισμένων συμπερασμάτων.
Κατά τον 13ο αιώνα, ολόκληρη η χριστιανοσύνη ξαφνιάστηκε και κινητοποιήθηκε από αραβικές και εβραϊκές μεταφράσεις του Αριστοτέλη. Όμως η δύναμη της Εκκλησίας ήταν ακόμη αρκετή ώστε να προβεί. μέσω του Θωμά Ακινάτη και άλλους στη μεταμόρφωση του Αριστοτέλη σε μεσαιωνικό θεολόγο. Το αποτέλεσμα χαρακτηριζόταν μεν από οξύνοια, αλλά όχι από σοφία.
«Το πνεύμα και η σκέψη του ανθρώπου» όπως το έθεσε ο Μπέικον «αν έχουν ως αντικείμενο ενασχόλησής τους την όλη, λειτουργούν σύμφωνα με αυτή και περιορίζονται από αυτή. Αν όμως η λειτουργία τους έχει ως στόχο τα ίδια, όπως η αράχνη δουλεύει τον δικό της ιστό, τότε είναι απέραντα, και παράγουν ιστούς μάθησης αξιοθαύμαστους ως προς τη λεπτότητα του νήματος και την εργασία, αλλά χωρίς ουσία ή όφελος».
Αργά ή γρήγορα ο πνευματικός κόσμος της Ευρώπης θα έσπαζε αυτό το κέλυφος.
Ο Επίκουρος, λέει ο Φενελόν «αγόρασε έναν όμορφο κήπο, που τον καλλιεργούσε μόνος του. Εκεί ίδρυσε τη σχολή του, και ζούσε ήρεμα, περνώντας ευχάριστα τις μέρες του με τους μαθητές του. τους οποίους δίδασκε καθώς περπατούσε και δούλευε…
Ήταν ευγενικός και φιλικός με όλους… Πίστευε ότι δεν υπήρχε τίποτα ευγενέστερο από το να αφοσιωθεί κανείς στη φιλοσοφία». Αφετηρία του ήταν η πεποίθηση ότι η απάθεια είναι αδύνατη, και ότι η απόλαυση -όχι απαραίτητα η αισθητηριακή απόλαυση— είναι ο μοναδικός εφικτός και απόλυτα θεμιτός σκοπός της ζωής και της δράσης. «Η φύση ωθεί κάθε οργανισμό να προτιμά το δικό του καλό από κάθε άλλο καλό» – ακόμα και ο στωικός ανακαλύπτει μια αδιόρατη απόλαυση στην απάρνηση. «Δεν πρέπει να αποφεύγουμε τις απολαύσεις, αλλά πρέπει να είμαστε επιλεκτικοί μ’ αυτές».
Ο Επίκουρος, λοιπόν, δεν είναι «επικούρειος». Εξαιρεί τις χαρές της διανοητικής ζωής μάλλον παρά των αισθήσεων. Συμβουλεύει να αποφεύγονται οι απολαύσεις που προκαλούν έξαψη και ταραχή στην ψυχή, η οποία πρέπει να είναι ήρεμη και καταπραϋμένη. Τελικά, προτείνει να επιδιώκουμε όχι την απόλαυση με τη συνήθη έννοια αλλά την αταραξία – τη γαλήνη, την ηρεμία, την ησυχία του νου. Όμως όλ’ αυτά αγγίζουν τα όρια της απάθειας του Ζήνωνα.
Οι Ρωμαίοι, ερχόμενοι για να λεηλατήσουν την Ελλάδα το 146 π.Χ.. βρήκαν αυτές τις αντίπαλες σχολές να συγκρούονται στο φιλοσοφικό πεδίο. Και καθώς οι ίδιοι δεν είχαν ούτε τον ελεύθερο χρόνο ούτε τη λεπτότητα σκέψης που απαιτείται για τέτοιες εικασίες, γυρνώντας στη Ρώμη έφεραν μαζί με τα υπόλοιπα λάφυρά τους και αυτές τις φιλοσοφίες. Εκείνοι που διακρίνονται στην οργάνωση, όπως και εκείνοι που αναγκαστικά γίνονται δούλοι, τείνουν προς τον στωικισμό: φαίνεται δύσκολο να είναι κανείς αφέντης ή υπηρέτης αν είναι ευαίσθητος. Έτσι, η όποια φιλοσοφία της Ρώμης ακολουθούσε κυρίως τη σχολή του Ζήνωνα, είτε επρόκειτο για τη φιλοσοφία του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου είτε για εκείνη του δούλου Επίκτητου.
Ακόμα και ο Λουκρήτιος μιλούσε για τον επικουρισμό στωικά (κάτι σαν τον Άγγλο του Χάινε που βιώνει τις απολαύσεις θλιμμένος), και ολοκλήρωσε την αυστηρή του διδασκαλία περί απολαύσεων αυτοκτονώντας. Το εξαιρετικό έπος του De rerum natura (Περί της φύσεως των πραγμάτων) ακολουθεί το παράδειγμα του Επίκουρου καταδικάζοντας τις απολαύσεις με αμυδρώς επαινετικά λόγια. Ήταν σχεδόν σύγχρονος του Καίσαρα και του Πομπήιου. και έτσι έζησε ταραχές και αναστατώσεις. Η ανήσυχη πένα του απευθύνει συνεχώς προσευχές για γαλήνη και ηρεμία.
Τον φαντάζεται κανείς συνεσταλμένο — καθώς τα νεανικά του χρόνια σημαδεύτηκαν από θρησκευτικούς φόβους· γι’ αυτό και δεν κουράζεται ποτέ να τονίζει στους αναγνώστες του ότι δεν υπάρχει Κόλαση παρά μόνο στη γη, ότι δεν υπάρχουν θεοί πέρα από εκείνους που ζουν με αξιοπρέπεια και ευγένεια σε έναν κήπο του Επίκουρου στα σύννεφα, χωρίς να αναμειγνύονται στις υποθέσεις των ανθρώπων.
Στη θρησκεία του Παραδείσου και της Κόλασης, που βρίσκεται σε άνοδο στη Ρώμη, αντιδιαστέλλει έναν ανελέητο υλισμό. Η ψυχή και ο νους εξελίσσονται μαζί με το σώμα, αναπτύσσονται με τη δική του ανάπτυξη, αρρωσταίνουν με τις αρρώστιες του και πεθαίνουν με τον θάνατό του. Δεν υπάρχει τίποτα πέρα από τα άτομα της ύλης, τον χώρο και τον νόμο· και ο νόμος των νόμων είναι αυτός της πανταχού παρούσας εξέλιξης και κατάρρευσης.
Τίποτα δεν είναι σταθερό, τα πάντα ρέουν.
Θραύσματα κολλούν το ένα στ’ άλλο, έτσι τα πράγματα αναπτύσσονται μέχρι που τα γνωρίζουμε και τα ονομάζουμε. Βαθμιαία λιώνουν, και παύουν να είναι τα πράγματα που ξέρουμε.
Σαν σφαίρες από άτομα, να πέφτουν αργά ή γρήγορα βλέπω τους ήλιους, βλέπω τα συστήματα να υψώνουν τις μορφές τους· και ακόμα και τα συστήματα και οι ήλιοι τους θα επιστρέφουν αργά αργά στο αιώνιο ρεύμα.
Κι εσύ. ω Γη -οι αυτοκρατορίες σου. οι θάλασσες και οι στεριές σου-ελάχιστη. με τα άστρα σου. απ’ όλους τους γαλαξίες, σφαίρα φτιαγμένη απ’ το ρεύμα όπως αυτά, κι εσύ όπως αυτά θα χαθείς. Χάνεσαι, ώρα με την ώρα. σαν κι αυτά.
Τίποτα δεν μένει. Οι θάλασσές σου μέσα σε αραιή καταχνιά χάνονται, εκείνες οι σεληνοειδείς αμμουδιές σου ξεχνούν τη θέση τους-κι εκεί που είναι τώρα. άλλες θάλασσες με τη σεψά τους θα θερίζουν με τα λευκά δρεπάνια τους άλλους κόλπους.
Στην εξέλιξη και κατάρρευση των άστρων ας προσθέσουμε τώρα και την καταγωγή και εξάλειψη των ειδών.
Πολλά τέρατα προσπάθησε επίσης να παραγάγει η αρχαία γη. πλάσματα με παράξενα πρόσωπα και μέλη… μερικά χωρίς πόδια, μερικά χωρίς χέρια, μερικά χωρίς στόμα, μερικά χωρίς μάτια…
Κάθε λογής τέρας… έφτιαχνε η γη. αλλά μάταια. Γιατί η φύση απαγόρευε την αύξησή τους, δεν μπορούσαν να φτάσουν στο πολυπόθητο άνθος της ηλικίας τους, ούτε να βρουν τροφή ούτε να ενωθούν σε γάμο·… και έτσι πολλές φυλές ζωντανών πλασμάτων πρέπει, λοιπόν, να έχουν εξαφανιστεί μην μπορώντας να γεννήσουν και να συνεχίσουν τη γενιά τους.
Γιατί όλα τα όντα που βλέπεις να αναπνέουν την πνοή της ζωής είτε η ικανότητα είτε το θάρρος είτε η ταχύτητα τα προστάτεψε ήδη από την αρχή της ύπαρξής τους και διατήρησε κάθε ιδιαίτερη φυλή…
Εκείνα στα οποία η φύση δεν έδωσε καμία από αυτές τις ιδιότητες κείτονταν εκτεθειμένα σαν θήραμα και λάφυρο για τα άλλα, μέχρι που οδήγησε το είδος τους στην εξαφάνιση.
Αλλά και τα έθνη, όπως τα άτομα, μεγαλώνουν σιγά σιγά και αναπόφευκτα πεθαίνουν: «μερικά έθνη μεγαλώνουν, ενώ άλλα μικραίνουν, και μέσα σε σύντομο διάστημα οι φυλές των ζωντανών πλασμάτων αλλάζουν, και σαν δρομείς παραδίδουν σε άλλες τον λύχνο της ζωής». Έτσι, ερχόμενος αντιμέτωπος με τον πόλεμο και τον αναπόφευκτο θάνατο η μόνη σοφή επιλογή σου είναι η αταραξία – «να ατενίζεις τα πάντα με γαλήνιο νου». Προφανώς, έχει ξεχαστεί η παλιά παγανιστική χαρά της ζωής, και ένα μάλλον πρωτόγνωρο πνεύμα κρατάει πια τη σπασμένη λύρα. Η Ιστορία, που διακρίνεται για το χιούμορ της, ποτέ δεν είχε τέτοια κέφια όσο όταν έδινε σε αυτό τον λιτοδίαιτο και ηρωικό πεσιμιστή τον χαρακτηρισμό του επικούρειου.
Και αν αυτή είναι η διάθεση ενός οπαδού του Επίκουρου, φανταστείτε την ευφορική αισιοδοξία των δηλωμένων στωικών όπως ο Αυρήλιος ή ο Επίκτητος. Δεν υπάρχει σε όλη τη λογοτεχνία τόσο καταθλιπτικό έργο όσο οι Διατριβές του δούλου Επίκτητου – εκτός ίσως από τα Εις εαυτόν του αυτοκράτορα. «Μη ζητάς να γίνονται τα πράγματα όπως θέλεις εσύ, αλλά να θέλεις να γίνονται όπως γίνονται, και τότε θα ζήσεις καλά». Αναμφίβολα, με αυτό τον τρόπο μπορεί κανείς να ζει με την αυταπάτη ότι υπαγορεύει το μέλλον, και ότι δίνει εντολές στο σύμπαν.
Λέγεται ότι ο αφέντης του Επίκτητου, που του φερόταν απάνθρωπα, μια μέρα άρχισε να του στρίβει το πόδι για να περάσει την ώρα του. «Αν συνεχίσεις» του επισήμανε ο Επίκτητος ήρεμα «θα μου σπάσεις το πόδι». Ο αφέντης του συνέχισε, και έτσι το πόδι έσπασε. «Δεν σου επισήμανα» είπε μειλίχια ο Επίκτητος «ότι θα μου σπάσεις το πόδι;»
Όμως υπάρχει μια ορισμένη μυστικιστική ευγένεια σε αυτή τη φιλοσοφία, όπως και στην ήρεμη γενναιότητα κάποιου φιλήσυχου ήρωα του Ντοστογέφσκι. «Ποτέ μη λες για κάτι “το έχασα” αλλά “το επέστρεψα”. Πέθανε το παιδί σου; Επιστράφηκε. Πέθανε η γυναίκα σου; Επιστράφηκε. Σου πήραν το χωράφι; Κι αυτό επιστράφηκε»., Σε τέτοια εδάφια αισθανόμαστε την εγγύτητα του χριστιανισμού και των ατρόμητων μαρτύρων του.
Πραγματικά, δεν ήταν η χριστιανική ηθική της αυταπάρνησης, το χριστιανικό πολιτικό ιδεώδες μιας σε μεγάλο βαθμό κοινοτιστικής αδελφοσύνης και η χριστιανική εσχατολογία της τελικής καταστροφής του κόσμου στοιχεία στωικών διδασκαλιών που επέπλεαν στο ρεύμα της σκέψης;
Στον Επίκτητο, η ελληνορωμαϊκή ψυχή έχει αποτινάξει τον παγανισμό της και είναι έτοιμη για μια νέα πίστη. Το βιβλίο του είχε την τιμή να υιοθετηθεί ως θρησκευτικό εγχειρίδιο από την πρώιμη χριστιανική Εκκλησία. Οι Διατριβές του Επίκτητου και τα Εις εαυτόν του Μάρκου Αυρηλίου δεν απέχουν παρά ένα βήμα από τη Μίμηση του Χριστού (The Imitation of Christ) του Θωμά του εκ Κέμπης.
Στο μεταξύ το ιστορικό υπόβαθρο άλλαζε. Υπάρχει ένα εξαιρετικό εδάφιο στον Λουκρήτιο που περιγράφει την παρακμή της γεωργίας στο ρωμαϊκό κράτος, και την αποδίδει στην εξάντληση του εδάφους. Όποιο κι αν ήταν το αίτιο, ο πλούτος της Ρώμης μετατράπηκε σε φτώχεια, η οργάνωση σε αποσύνθεση, η δύναμη και η περηφάνια σε παρακμή και απάθεια. Πόλεις έσβησαν από τον χάρτη, οι δρόμοι παραμελήθηκαν και δεν έσφυζαν πια από εμπορική κίνηση· οι μικρές οικογένειες των μορφωμένων Ρωμαίων υποσκελίστηκαν από τα ακμαία και αμόρφωτα γερμανικά φύλα που εισέρρεαν συνεχώς από τα σύνορα. Η παγανιστική κουλτούρα υπέκυψε στις εξ Ανατολών λατρείες, και σχεδόν αδιόρατα η Αυτοκρατορία πέρασε στον έλεγχο του παπισμού.
Στους πρώτους αιώνες της ύπαρξής της, η Εκκλησία είχε τη στήριξη αυτοκρατόρων. των οποίων τη δύναμη απορρόφησε βαθμιαία και αναπτύχθηκε γρήγορα σε αριθμούς, σε πλούτο και σε εύρος επιρροής. Τον 13ο αιώνα είχε στην ιδιοκτησία της το ένα τρίτο των εδαφών της Ευρώπης και τα ταμεία της ξεχείλιζαν από τις δωρεές πλούσιων και φτωχών. Επί χίλια χρόνια ένωνε τους περισσότερους λαούς της ηπείρου χάρη στην έλξη μιας αμετάβλητης πίστης. Ποτέ πριν ή μετά δεν υπήρξε άλλος οργανισμός τόσο εκτεταμένος και με τέτοιο φιλειρηνικό χαρακτήρα.
Όμως η Εκκλησία θεωρούσε πως αυτή η ενότητα απαιτούσε μια κοινή πίστη ενισχυόμενη από μεταφυσικές κυρώσεις, ανεξάρτητα από τις μεταβολές και τις φθορές από τον χρόνο. Έτσι, το δόγμα της. οριστικό και καθορισμένο, απλώθηκε σαν κέλυφος πάνω από την εφηβική σκέψη της μεσαιωνικής Ευρώπης. Μέσα στα στενά όρια αυτού του κελύφους. η σχολαστική φιλοσοφία κινούνταν από την πίστη στη λογική και αντίστροφα, διαγράφοντας έναν παράδοξο κύκλο άκριτων παραδοχών και προκαθορισμένων συμπερασμάτων.
Κατά τον 13ο αιώνα, ολόκληρη η χριστιανοσύνη ξαφνιάστηκε και κινητοποιήθηκε από αραβικές και εβραϊκές μεταφράσεις του Αριστοτέλη. Όμως η δύναμη της Εκκλησίας ήταν ακόμη αρκετή ώστε να προβεί. μέσω του Θωμά Ακινάτη και άλλους στη μεταμόρφωση του Αριστοτέλη σε μεσαιωνικό θεολόγο. Το αποτέλεσμα χαρακτηριζόταν μεν από οξύνοια, αλλά όχι από σοφία.
«Το πνεύμα και η σκέψη του ανθρώπου» όπως το έθεσε ο Μπέικον «αν έχουν ως αντικείμενο ενασχόλησής τους την όλη, λειτουργούν σύμφωνα με αυτή και περιορίζονται από αυτή. Αν όμως η λειτουργία τους έχει ως στόχο τα ίδια, όπως η αράχνη δουλεύει τον δικό της ιστό, τότε είναι απέραντα, και παράγουν ιστούς μάθησης αξιοθαύμαστους ως προς τη λεπτότητα του νήματος και την εργασία, αλλά χωρίς ουσία ή όφελος».
Αργά ή γρήγορα ο πνευματικός κόσμος της Ευρώπης θα έσπαζε αυτό το κέλυφος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου