Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2018

Το αγεφύρωτο χάσμα Ελληνισμού και Χριστιανισμού

1. Εισαγωγή Είναι γεγονός ότι η χριστιανική θεολογία διαμόρφωσε τα δόγματά της διαπράττοντας λογοκλοπή όρων και ιδεών από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Πολλοί αρέσκονται να μιλούν για «δάνεια» αντί «λογοκλοπής». Φρονώ ότι ο πρώτος όρος είναι αδόκιμος και διαστρέφει την ιστορική αλήθεια. Όποιος δανείζεται, επιστρέφει το «δάνειο». Οι εκκλησιαστικοί όμως συγγραφείς όχι μόνο δεν έπραξαν τούτο, αλλά επιπλέον δυσφήμησαν με τον χειρότερο τρόπο το ελληνικό πνεύμα, αποδίδοντας τα ελληνικά επιτεύγματα στους Εβραίους και στους χριστιανούς. Οι αποδείξεις θα παρουσιαστούν παρακάτω από πρωτογενείς πηγές. Βέβαια, οι σημερινοί θεολόγοι, σε εποχή που τα πράγματα έχουν πλέον ξεκαθαριστεί, παραδέχονται το σφάλμα των πατέρων.

Οι φιλοσοφικοί όροι λοιπόν, σε αρκετά σημεία πήραν διαφορετικό νόημα στην θεολογία. Ο Χριστιανισμός, έχοντας ιδιοποιηθεί τα ιουδαϊκά θρησκευτικά κείμενα, νομοτελειακά ασπάζεται εβραϊκές ιδέες, τις οποίες παρουσιάζει μεταπλασμένες και παραμορφωμένες. Αυτό συμβαίνει κυρίως κατά τα πρώτα χρόνια, όπως αντανακλάται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης (ή επί το ορθότερο «Κενής»), αλλά και στα συγγράμματα των «αποστολικών πατέρων». Αργότερα, όταν πια άρχισε προοδευτικά και με την αυτοκρατορική στήριξη να γίνεται εξουσία, περίοδος που συμπίπτει (όχι τυχαία) με την περίοδο της αποκρυστάλλωσης των χριστιανικών δογμάτων και της καταδίκης των ετεροφρονούντων, από τον 4ο αιώνα και εφεξής, χρειάστηκε να παρουσιάσει προς τα έξω την χριστιανική πίστη με «φιλοσοφικό» τω τρόπω. Αυτό που κατάφερε, ήταν να παρουσιάσει μία θεολογική καρικατούρα και σίγουρα μία νόθα «φιλοσοφία», που καμία σχέση δεν έχει με την πολυποίκιλη Ελληνική σοφία.

Ως εκ τούτου, δεν είναι ορθό να γίνεται λόγος περί «ελληνοχριστιανικού» πολιτισμού και «ελληνοχριστιανικών» συνθέσεων, ούτε βεβαίως να παρουσιάζονται χριστιανοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς ως «προστάτες της ελληνικής παιδείας και των γραμμάτων», όπως ο Ιωάννης ο λεγόμενος «Χρυσόστομος», ο Βασίλειος ο επονομαζόμενος «Μέγας», και ο Γρηγόριος ο «Θεολόγος».

Στο άρθρο, θα παρουσιαστούν με όσο το δυνατόν τεκμηριωμένο λόγο, α) οι λόγοι που είναι αδύνατη η σύζευξη Ελληνισμού-Χριστιανισμού, β) τί είναι η φιλοσοφία και τί είναι ο Χριστιανισμός, γ) η μεταξύ τους διαφορά, δ) η διαφορετική σημασία των όρων «δόγμα» και «αίρεση» στην φιλοσοφία και στον Χριστιανισμό, ε) οι απόψεις των άγνωστων συγγραφέων της Βίβλου για την αληθινή και την ψευδή σοφία, στ) η θέση των πρώτων απολογητών του Χριστιανισμού και οι δόλιες παρερμηνείες τους.

Επίσης, θα παρουσιαστούν, α) η νοθεία της ελληνικής σκέψης που συντελέστηκε κατά τους επόμενους αιώνες όταν η φιλοσοφία έγινε θεραπαινίδα της θεολογίας, και β) η περιφρονητική στάση των εκκλησιαστικών «πατέρων» έναντι της φιλοσοφίας.

Σκοπός του άρθρου είναι να απαντήσει πρώτα σε όλους εκείνους που θεωρούν ότι ο Χριστιανισμός είναι η συνέχεια της ελληνικής σκέψεως και δεύτερον, να δείξει το πόσο πολύ καταπολεμήθηκε ο Ελληνισμός από τους χριστιανούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς, δείχνοντάς το μέσα από τα ίδια τους τα κείμενα.

2. Γιατί είναι αδύνατη η σύνθεση Ελληνισμού και Χριστιανισμού;
Ελληνισμός και Χριστιανισμός πρεσβεύουν δύο διαφορετικές κοσμοθεάσεις. Η οποιαδήποτε προσπάθεια συνενώσεώς τους έχει ως αποτέλεσμα την νοθεία. Και το πνευματικό μέγεθος που νοθεύεται είναι ο Ελληνισμός, εφόσον ο Χριστιανισμός είναι που θεωρείται «αποκάλυψη». Κάτι τέτοιο, επιχειρήθηκε από τους πρώτους απολογητές, που ήταν διανοούμενοι που δέχτηκαν χριστιανικές διδασκαλίες. Για αυτούς και τα άτοπα που έγραψαν, θα γίνει λόγος παρακάτω.

Γράφοντας για Ελληνισμό, δεν αναφέρομαι αποκλειστικά στην φυλή, αλλά κυρίως στην ιδέα, τις αξίες, και την παιδεία που απορρέει από τον Ελληνισμό. Βεβαίως, δεν μπορεί να είναι άλλη η πηγή όλων αυτών, παρά οι ίδιοι οι Έλληνες. Η αρχαία διάκριση «πας μη Έλλην, βάρβαρος» είχε αξία κάποτε διότι πράγματι αντανακλούσε μία αλήθεια. Σήμερα όμως δεν έχει καμία πρακτική ή θεωρητική αξία. Δυστυχώς, η πνευματική διαφορά που διαχωρίζει τους αρχαίους Έλληνες από τους σημερινούς Νεοέλληνες είναι αβυσσαλέα. Το μεταξύ τους χρονικό διάστημα, το πληρώνει η Ρωμαιοκρατία και η Τουρκοκρατία. Μετά την πτώση της Αχαϊκής Συμπολιτείας το 146 π. κ. ε και την υποταγή στους Ρωμαίους κατακτητές μέχρι και την επίσημη αναγνώριση του νεοελληνικού κράτους το 1830 με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, μεσολάβησαν πάρα πολλά που νόθευσαν και αλλοίωσαν την πολιτιστική ταυτότητα του Έλληνα. Από κυρίαρχος και πρωτοπόρος, κατάντησε ραγιάς. Και όχι μόνο επειδή υποδουλώθηκε σε άλλους λαούς, αλλά έγινε ραγιάς και δούλος στο φρόνημα.

Αργότερα, η επιβολή του Χριστιανισμού ήταν καταλυτική. Αιώνες επί αιώνων πλύσης εγκεφάλου από το Χριστιανικό κήρυγμα, ο Νεοέλληνας κατάντησε ο έσχατος πάντων. Το ομηρικό «αιέν αριστεύειν», δηλαδή «πάντα να αριστεύεις», αντικαταστάθηκε από το ευαγγελικό «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι» και ο ορθολογισμός, από την πίστη στο υπερβατικό.

Χωρίς να θέλω να εξωραΐσω τα πράγματα παρουσιάζοντας τον Ελληνισμό ως το τέλειο, δεν μπορώ να παραβλέψω ότι όντως ο Ελληνισμός κατά την αρχαιότητα έπαιξε πολύ ρόλο στην πνευματική εξέλιξη της ανθρωπότητας, ώστε δικαίως ο Νίτσε να γράψει ότι «Οι Έλληνες είναι οι δικαιωτές του φιλοσόφου, γιατί μόνο ανάμεσά τους αυτός δεν ήταν ποτέ κομήτης» (Η φιλοσοφία στα χρόνια της αρχαιοελληνικής τραγωδίας, εκδόσεις Gutenberg, σ. 48).

Όσοι από τους βαρβάρους -δηλαδή τους μη Έλληνες- επηρεάζονταν από το ελληνικό αξιακό σύστημα και την ελληνική σκέψη, καλούνταν «ελληνιστές». Ο Διογένης ο Λαέρτιος γράφει, ότι «Οι Έλληνες λοιπόν, είναι εκείνοι που δημιούργησαν τη φιλοσοφία, της οποίας και αυτό το όνομα, δεν αποδίδεται ξενικά» (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων, εκ. Πάπυρος, σ. 25). Και μαζί με την φιλοσοφία, τα γράμματα, τις τέχνες, την ποίηση, τις επιστήμες, και τους υπόλοιπους τομείς στους οποίους δραστηριοποιείται το ανθρώπινο πνεύμα.

Ο Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός δεν θα μπορέσουν ποτέ να βρουν κοινό σημείο επαφής, να «αλληλοπεριχωρηθούν» όπως αρέσκονται να λένε οι σύγχρονοι απολογητές, διότι η «ουσία» τους είναι εκ θεμελίων αντίθετη. Δεν ανακατεύεται, όπως δεν ανακατεύεται το νερό με το λάδι.

Η λεγόμενη «αλληλοπεριχώρηση», είναι στην ουσία μια επιλεκτική χρήση φιλοσοφικών στοιχείων που προσαρμόζεται στον Εβραϊκό τρόπο αντίληψης, και ο λεγόμενος «ελληνοχριστιανικός» πολιτισμός, ένα επίπλαστο και κίβδηλο δόγμα, χωρίς πραγματικό αντίκρισμα. Αυτή η επιλεκτική χρήση στοιχείων από την ελληνική φιλοσοφική σκέψη, δεν υπήρχε εξ αρχής στον Χριστιανισμό. Οι γνώμες διίσταντο κατά τους πρώτους αιώνες. Με την αποκρυστάλλωση των δογμάτων από τον 4ο αιώνα και εξής, αρχίζει να παγιώνεται από τους εκκλησιαστικούς η εκλεκτική χρήση της φιλοσοφίας, χωρίς τούτο να σημαίνει και γνήσια συνέχισή της. Έχουμε σαφέστατα νοθεία, εφόσον στον χριστιανισμό κυριαρχεί η εβραϊκή σκέψη, δεδομένου ότι οι θεωρητικοί του Χριστιανισμού θεολογούν έχοντας ως βάση τις «ιερές» Γραφές των Ιουδαίων, και τα κείμενα της Καινής Διαθήκης.

Όπως γράφει και ο καθηγητής πατρολογίας Στ. Παπαδόπουλος,
Οι Πατέρες κατά συνέπεια θεολόγησαν έχοντας θεμέλιο τη Γραφή. Το μέγιστο μέρος του σπουδαίου έργου τους αφορούσε τις όψεις της αλήθειας που απαντούν στην Γραφή. Και τούτο διότι στην συνείδηση των Πατέρων η Γραφή αποτελούσε το θεόπνευστο βιβλίο που εξέφραζε τη γνήσια και μοναδική πραγματικότητα.
(Παπαδόπουλος Α΄ τόμος, σ. 37, εκδόσεις Παρουσία)
Δυνατό παράδειγμα αποτελεί ο Γρηγόριος ο Νύσσης, ο κατεξοχήν φιλοσοφών εκκλησιαστικός πατέρας ο οποίος κάποτε δέχτηκε και την επίπληξη του Αθανασίου Αλεξανδρείας ακριβώς επειδή είχε επιδοθεί στην μελέτη της θύραθεν σκέψεως. Ακόμα και αυτός, είναι εξαρτημένος από τις «θεόπνευστες αλήθειες» της Βίβλου. Η όπια χρήση της φιλοσοφίας, γίνεται επιλεκτικά.

Γράφει, ότι…
εμείς είμαστε άμοιροι τέτοιας εξουσίας, του να λέγουμε δηλαδή ό, τι θέλουμε, εφόσον χρησιμοποιούμε ως κανόνα και νόμο παντός δόγματος την Αγία Γραφή, αποβλέποντες αναγκαίως προς αυτήν, τούτο δεχόμεθα μόνο, ό, τι είναι σύμφωνο με τον σκοπό των γεγραμμένων.
(Άπαντα, Διάλογος Περί ψυχής και αναστάσεως, ΕΠΕ 1, σ. 253)
Οι βασικές αντιθέσεις που δεν επιτρέπουν τις «ελληνοχριστιανικές» συνθέσεις, μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:

1. Ο Ελληνισμός έχει ως εργαλείο τον ορθό λόγο. Ο Χριστιανισμός την «θεία αποκάλυψη». Για αυτόν τον λόγο, ένας δογματικός Αριστοτέλης είναι σε θέση να αμφισβητήσει ακόμα και τον εαυτό του αν αποδειχθεί λάθος, γράφοντας ότι «πάντα γαρ ενδέχεται και άλλως έχειν» (Ηθικά Νικομάχεια, 1140a 40), σε αντίθεση με έναν δογματικό εκκλησιαστικό δάσκαλο που θα πρέπει να ερμηνεύει πάντα με τα «θεοπνεύστως» παραδεδομένα δόγματα, εφόσον ο 19ος κανόνας της ΣΤ΄ «οικουμενικής» συνόδου ρητά αναφέρει: «μη παρεκβαίνοντας τους ήδη τεθέντας όρους, ή την εκ των θεοφόρων Πατέρων παράδοσιν» (Πηδάλιο Νικόδημου αγιορείτη, έκδοση 4η υπό Απ. Φερετόπουλου, σ. 195).

Παρακάτω, θα γίνει λόγος για την διαφορά του «δόγματος» και της «αίρεσης» στον Ελληνισμό και στον Χριστιανισμό.

2. Ο Ελληνισμός διακρίνεται από τα ποικίλα ρεύματα σκέψης. Συνεπώς, η σκέψη δεν μπαίνει σε «καλούπια», αλλά είναι ελεύθερη. Οι διαφωνίες και οι διαφορές αποτελούν υγιή φαινόμενο, εφόσον κανείς δεν διεκδικεί την απόλυτη αλήθεια. Στον Χριστιανισμό, η διαφορετική άποψη αναθεματίζεται. Κάθε τι που αποκλίνει από το δόγμα, καλείται «αίρεση». Οι διαφωνίες των φιλοσόφων και οι «κόντρες» τους, δεν έχουν χαρακτήρα καταδίκης και αναθέματος όπως στον Χριστιανισμό.

3. Ο Ελληνισμός διακρίνεται από τον διάλογο και την πειθώ. Ο Χριστιανισμός από αυτό που επιβάλλει η εξουσία, είτε θρησκευτική είτε πολιτική. Παράδειγμα είναι η προοδευτική επικράτηση μιας μερίδας του αρχικά πολυμορφικού Χριστιανισμού, και των απόψεών του, τα οποία έγιναν «θεία δόγματα» κατά τον 4ο–6ο αιώνα.

4. Ο Ελληνισμός δεν επιβάλλει τις ιδέες του. Διακρίνεται από πνεύμα ελευθερίας. Ο Χριστιανισμός επιβάλλει τα δόγματά του (βλ. τα σχετικά έδικτα των χριστιανών αυτοκρατόρων, που επεβλήθησαν ως νόμοι του κράτους).

5. Ο Ελληνισμός δεν έχει καμία σχέση με το εβραϊκό μοντέλο σκέψης, κάτι με το οποίο όμως σχετίζεται άμεσα ο Χριστιανισμός, ως «αποστατήσαντα» τέκνο του Ιουδαϊσμού. Για παράδειγμα, η χριστιανική αντίληψη περί της εκ του μη όντος δημιουργίας, είναι εβραϊκής προελεύσεως. Ασυμβίβαστη με την ελληνική που δέχεται ότι η ύλη υπάρχει από πάντα. Ο χρόνος κατά την εβραϊκή αντίληψη είναι ευθύγραμμος με αρχή και τέλος, κατά την χριστιανική «σταυρικός»(!) και κατά την ελληνική κυκλικός, άνευ αρχής και τέλους. Η φιλοσοφία δέχεται την διαμόρφωση των όντων από κάποια προϋπάρχουσα κοσμική ύλη και όχι από ύλη που δημιουργήθηκε από το τίποτα, τάχα από ένα εξωσυμπαντικό Ον. (βλ. Πλατωνικό διάλογο «Τίμαιος», την κοσμογονία του Ησιόδου και λοιπές κοσμογονίες, τους προπλατωνικούς κ.α). Ακόμα και η χρήση των λέξεων «φύση» και «κτίση», δείχνει την διαφορετική κοσμοαντίληψη. «Φύση» ιερή και αιώνια από την μία μεριά, «κτίση» δούλη με χρονική αρχή από την άλλη. Ο άνθρωπος λαμβάνει εντολή από τον «Πλάστη» να «κατακυριεύσει» στην κτίση! (Γένεση, 1:28).

6. Ο Ελληνισμός έχει κέντρο την φύση και τον άνθρωπο. Κινείται δηλαδή λογικώς και φυσιολογικώς. Ο Χριστιανισμός, τον κατασκευασμένο «θεάνθρωπο» Ιησού. Κινείται επομένως, στο ψεύδος και στην απάτη.

3. Τί είναι η φιλοσοφία και τί είναι ο Χριστιανισμός
Κατά καιρούς, από την αρχαιότητα μέχρι την εποχή μας, έχουν δοθεί διάφορες σημασίες στον όρο «φιλοσοφία», ανάλογα με το πνευματικό υπόβαθρο εκείνου που έδινε την ερμηνεία. Όλες όμως συγκλίνουν στο εξής· ότι φιλοσοφία είναι «το φιλείν, αγαπάν την σοφίαν ήτοι την γνώσιν, την μόρφωσιν προς το ειδέναι». Επίσης, είναι «έρευνα, ζήτησις προς εύρεσιν της αληθείας αναφορικώς προς τα επιστητά ή και προς τα κατά θεωρίαν μόνον ληπτά» (Μέγα Λεξικό όλης της Ελληνικής γλώσσης, Δ. Δημητράκου, τ. ΙΕ΄, σ. 7643, εκδόσεις Δομή).

Αφετηρία της φιλοσοφίας, είναι το «απορείν» και το «θαυμάζειν, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος στο σημαντικό έργο του «Περί του Ει του εν Δελφοίς»: «Επεί δε του φιλοσοφείν, έφη, το ζητείν αρχήν, του δε ζητείν το θαυμάζειν και απορείν» (Ηθικά Πλουτάρχου, τ. 10, σ. 192, Κάκτος). Θαυμάζω και απορώ, και αρχίζω να φιλοσοφώ, ζητώντας την εξήγηση.

Ας θυμηθούμε την παύλεια ρήση που θα εξετάσουμε και παρακάτω. «Έλληνες σοφίαν ζητούσιν». Επομένως, η φιλοσοφία είναι μια καθαρά ανθρώπινη προσπάθεια ερμηνείας του κόσμου, με βάση την λογική και την παρατήρηση.

Από την άλλη μεριά, ο Χριστιανισμός ισχυρίζεται ότι είναι η «αποκάλυψη» του αληθινού Θεού στον άνθρωπο. Σύμφωνα με τον «άγιο» Μακάριο τον Αιγύπτιο, «Ο Χριστιανισμός είναι βρώση και πόση, και όσο κάποιος τρώγει απ’ αυτόν, περισσότερο διεγείρεται ο νους από τη γλυκύτητα, γίνεται ασυγκράτητος και αχόρταγος, και επιδιώκει με απληστία να τρώει» (Ομιλία ΙΖ΄, ΕΠΕ τ. 7, Μακάριος ο Αιγύπτιος, σ. 325, εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς).

Σύμφωνα με τον μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ιερόθεου Βλάχου, δεινού ερμηνευτή της φιλοκαλικής παραδόσεως, «ο Χριστιανισμός δεν είναι ούτε φιλοσοφία ούτε θρησκεία με την έννοια που χαρακτηρίζουν τις φυσικές θρησκείες, αλλά είναι κυρίως θεραπεία. Είναι θεραπεία του ανθρώπου από τα πάθη του για να φθάση στην συνέχεια σε κοινωνία και ενότητα με τον Θεό» (Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία, κεφ. 1, εκδόσεις Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου).

Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι ο Χριστιανισμός είναι η βίωση της «θείας εμπειρίας» (κάτι που ισχυρίζονται και όλες οι υπόλοιπες θρησκείες), θεραπεία (κάτι που δεν ισχύει από την στιγμή που ακόμα και στην καρδιά της ορθόδοξης πνευματικότητας, στο λεγόμενο «άγιο» όρος, παίρνουν ψυχοφάρμακα), και δυνατότητα μετοχής στην κατά χάρη θέωση. Αυτό το τελευταίο, αν εξαιρέσουμε την χριστιανική διάκριση «κτιστού-ακτίστου», υπήρχε ήδη στους πλατωνικούς και στους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους.

4. Ποια η διαφορά της φιλοσοφίας από τον Χριστιανισμό, σύμφωνα με τους ίδιους τους χριστιανούς

Σε αυτό το σημείο, ας εξετάσουμε τι λένε επώνυμοι θεολόγοι, λόγιοι κληρικοί, και καθηγητές της δογματικής.

Παναγιώτης Τρεμπέλας
Άλλως όμως έχει το πράγμα ως προς την θεολογίαν ήτις ουδέποτε υπήρξε κυριολεκτικώς μέρος της φιλοσοφίας, έχει δε το υποκείμενον αυτήν εκ θείας αυθεντίας, ουχί απλώς ως τι ιστορικώς δεδομένον αυτή, αλλ’ ως ιστορικώς αποκεκαλυμμένον εκ θεού. Την περί του όντως Όντος γνώσιν αυτής, την περί του παντός θεωρίαν, την περί θεού και ανθρώπου, την περί προορισμού του ανθρώπου και περί της συστάσεως αυτού, την περί του τελικού αιτίου των πάντων γνώσιν και πληροφορίαν αυτής η θεολογία δεν αποκτά δια των εκζητήσεων του ανθρωπίνου λόγου, αλλά προσλαμβάνει αυτήν έτοιμην και πλήρη δια της πίστεως προς τας εκ θείας αποκαλύψεως αληθείας.
(Εγκυκλοπαίδεια της θεολογίας, εκδόσεις Σωτήρ, σ. 183)
Ο «όσιος» Ιουστίνος Πόποβιτς, αρχιμανδρίτης και καθηγητής δογματικής…
Όλοι οι ευρωπαϊκοί ουμανισμοί, από τους προ της Αναγεννήσεως, της Αναγεννήσεως και περαιτέρω, οι προτεσταντικοί, φιλοσοφικοί, θρησκευτικοί, κοινωνικοί, επιστημονικοί, πολιτιστικοί και πολιτικοί, επεδίωκον εν γνώσει ή εν αγνοία και αδιακόπως επιδιώκουν, ένα πράγμα: να αντικαταστήσουν την πίστιν εις τον Θεάνθρωπον με την πίστιν εις τον άνθρωπον, να αντικαταστήσουν το Ευαγγέλιον του Θεανθρώπου με το ευαγγέλιον κατ’ άνθρωπον, την φιλοσοφίαν κατά Θεάνθρωπον με την φιλοσοφίαν κατ’ άνθρωπον, την κουλτούραν κατά Θεάνθρωπον με την κουλτούραν κατ’ άνθρωπον. με μίαν λέξιν, να αντικαταστήσουν την ζωήν κατά Θεάνθρωπον με την ζωήν κατ’ άνθρωπον.
(Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, εκδόσεις Ορθόδοξος κυψέλη)
Μητροπολίτης Ναυπάκτου, κ. Ιερόθεος Βλάχος…
Κυρίως η διαφορά του Χριστιανισμού από την φιλοσοφία φαίνεται στο σημείο ότι η δεύτερη είναι στοχασμός ανθρώπινος ενώ ο Χριστιανισμός είναι αποκάλυψη Θεού.

Οι αιρέσεις που συντάραξαν την Εκκλησία του Χριστού οφείλονται σ’ αυτήν την αλαζονική έπαρση της λογικής. Γι’ αυτό τονίζεται από τους Πατέρας ότι οι άγιοι δεν θεολογούν αριστοτελικώς, δηλαδή με τη λογική και την φιλοσοφία, αλλά αλιευτικώς, δηλαδή με την εμπειρία, ύστερα από εσωτερική κάθαρση και αποκάλυψη του νου.
(Ορθόδοξη ψυχοθεραπεία, εκδόσεις Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου)
Στυλιανός Παπαδόπουλος, καθηγητής πατρολογίας…
Απορρίπτουμε την γνωστή αντίληψη ότι ο σκοπός των Πατέρων ήταν η σύνδεση του χριστιανισμού με τον ελληνισμό ή και η ένδυση του μηνύματος της Βίβλου με τις μορφές της ελληνικής φιλοσοφίας.
(Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, τόμος Α΄, σ. 55, εκδόσεις Παρουσία)

Οι Πατέρες υποχρεωμένοι να είναι παραδοσιακοί, γίνονται φορείς και μόνον ερμηνευτές της αληθείας, την οποία μάλιστα δεν απέκτησαν με ζήτηση επίπονη, αλλά έλαβαν από την Εκκλησία ή την αποκάλυψη του Θεού. Με τους φιλοσόφους συμβαίνει το αντίθετο.
Οι φιλόσοφοι αναζητούν με άπειρη αγωνία την αλήθεια, που οι Πατέρες έχουν έτοιμη.
(ο. π. σ. 58)
5. Δόγμα και αίρεση στην φιλοσοφία και στον Χριστιανισμό
Στην φιλοσοφία οι λέξεις «δόγμα» και «αίρεση» έχουν διαφορετική σημασία σε σχέση με την χριστιανική θεολογία. Αυτή την διαφορά μπορούμε να την καταλάβουμε εύκολα, αν σκεφτούμε ότι η θεολογία διεκδικεί την «μόνη αλήθεια».

Ο Διογένης ο Λάερτιος, στους «Βίους των φιλοσόφων», αναφέρει τα εξής· «Οι φιλόσοφοι διαιρούνται ακόμη εις δογματικούς και σκεπτικούς. Και όσοι μεν αποφαίνονται ότι τα πράγματα είναι γνωριστά και καταληπτά, λέγονται δογματικοί· όσοι αναστέλλουν την σκέψη τους για τα πράγματα, επειδή είναι ακατάληπτα, αυτοί είναι σκεπτικοί» (Βιβλίο Α΄, εκδόσεις Πάπυρος, σ. 33).

Ο Σέξτος ο Εμπειρικός, στις «Πυρρώνειες Υποτυπώσεις», γράφει: «Για όσους ερευνούν κάποιο αντικείμενο το φυσιολογικό είναι ή να το ανακαλύψουν ή να αρνηθούν ότι μπορούν να το ανακαλύψουν και να παραδεχτούν ότι δεν το αντιλαμβάνονται με βεβαιότητα ή να επιμένουν στην έρευνα. Για τούτο ίσως και στην περίπτωση των αντικειμένων έρευνας της φιλοσοφίας άλλοι ισχυρίστηκαν ότι βρήκαν το αληθές, άλλοι αποφάνθηκαν ότι τούτο είναι αδύνατον να γίνει αντιληπτό με βεβαιότητα και άλλοι το αναζητούν ακόμη. Ότι το βρήκαν θεωρούν αυτοί που ιδιαιτέρως αποκαλούνται δογματικοί…» (Άπαντα Σέξτου, τ. 1, σ. 43, Κάκτος).

Από αυτά, καθίσταται σαφές ότι «δόγμα» στην φιλοσοφία, είναι ο καρπός του ανθρώπινου στοχασμού. Είναι γνώμη και φρόνιμα που διαμορφώνεται κατόπιν ενδελεχούς ερεύνης.

Στην χριστιανική θεολογία όμως, δεν είναι απλά η γνώμη. Ας δούμε τι αναφέρει ο δογματολόγος καθηγητής Ι. Καρμίρης…
Η δογματική διδασκαλία της Αγίας Γραφής πρώτον και είτα των αρχαίων οικουμενικών συνόδων μετά των υπ’ αυτών επικυρωθεισών και ούτως οικουμενικόν προσκτησαμένων κύρος τοπικών συνόδων αποτελεί το περιεχόμενον της πίστεως του ορθοδόξου χριστιανικού κόσμου και την αδαμάντινην βάσιν του ορθοδόξου δογματικού συστήματος, ως και πάντων των μεταγενεστέρων δογματικοσυμβολικών κειμένων της Ορθοδόξου καθολικής Εκκλησίας. Την υψίστη ταύτη σημασίαν ευλόγως αποδίδουσι οι Ορθόδοξοι εις τας επτά αρχαίας Οικουμενικάς Συνόδους, διότι πιστεύουσι ότι αύται εδογμάτισαν υπό την επίπνοιαν και επιστασίαν του αγίου Πνεύματος επί τη βάσει της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως…
(Δογματικά και συμβολικά μνημεία, τ. Α΄, σ. 110)
Ο Α. Αλεβιζόπουλος, γνωστός απολογητής και «αιρεσιολόγος», γράφει…
Τα δογματικά κείμενα της Εκκλησίας μας ονομάζονται «όροι», γιατί οριοθετούν την πίστη. […] Τα δόγματα της Εκκλησίας δεν αποτελούν ανθρώπινη ανακάλυψη, αλλά αποκάλυψη του Υιού. Για αυτό υπερβαίνουν τις διανοητικές ικανότητες του ανθρώπου.
(Η Ορθοδοξία μας, εκδόσεις Διάλογος, σ. 59)
Αυτά ήταν υποχρεωτικά για όλους, στο θεοκρατικό Βυζάντιο. Για παράδειγμα, ο Ι. Καρμίρης αναφέρει: «Ο Ιουστινιανός Α΄ εθεώρει τα μεν δόγματα των Οικουμενικών Συνόδων ως τον λόγον του Θεού, τους δε κανόνας αυτών ως νόμους του Κράτους. Δια ταύτα οι αυτοκράτορες εδημοσίευον τας συνοδικάς αποφάσεις και περιέβαλλον δια του αυτού και τους πολιτικούς νόμους κύρος» (Δογματικά και συμβολικά μνημεία, τ. Α΄, σ. 113).

Το ίδιο και με την έννοια «αίρεση». Στην φιλοσοφία, είναι η προτίμηση, η εκλογή μεταξύ πολλών. Έτσι, έχουμε πολλές και διαφορετικές φιλοσοφικές αιρέσεις, όπου κατατάσσονται οι δογματικοί. Για παράδειγμα, αναφέρει ο Σέξτος ο Εμπειρικός: «Σχολή (κείμενο: αίρεσιν) είναι προσχώρηση σε αριθμό δογμάτων, που εξαρτώνται λογικά το ένα από το άλλο» (Πυρρώνειες Υποτυπώσεις, Α΄, σ. 51, Κάκτος). Στην χριστιανική θεολογία, είναι η απόκλιση από την παραδεδομένη «αλήθεια». Όπως γράφει ο Βασίλειος Καισαρείας στον Αμφιλόχιο Ικονίου, «Αιρέσεις μεν, τους παντελώς απερρηγμένους και κατ’ αυτήν την πίστιν απηλλοτριωμένους» (Πηδάλιο, σ. 475, Έκδοση 1886).

6. Οι απόψεις των συγγραφέων της Βίβλου για την «αληθινή» σοφία
Αφού διευκρινίστηκαν τα παραπάνω, ας δούμε τι θεωρεί η Βίβλος ως «σοφία» αληθινή και ψευδή, για να μπούμε περισσότερο στην χριστιανική νοοτροπία. Η αληθινή «σοφία», έχει άμεση σχέση με τον Γιαχβέ. «Παρ’ αυτώ σοφία και δύναμις, αυτώ βουλή και σύνεσις» (Ιώβ, 12:13). «Πάσα σοφία παρά Κυρίου» (Σοφία Σειράχ, 1:1). Κανένας θνητός δεν ξέρει που να την βρει· «η δε σοφία πόθεν ευρεθή, ποιός δε τόπος εστίν της επιστήμης ουκ οίδεν βροτός, οδόν αυτής ουδέ μη ευρεθή εν ανθρώποις» (Ιώβ, 28:12-13). Για αυτό, μόνο ο θεός την δίνει, «Κύριος δίδωσιν σοφίαν» (Παροιμίες, 2:6). Στις εντολές του, βρίσκεται η «σοφία»· «Δέδειχα υμίν δικαιώματα και κρίσεις καθά ενετείλατό μοι Κύριος ποιήσαι ούτως εν τη γη εις ην υμείς εισπορεύεσθε εκεί κληρονομείν αυτήν και φυλάξεσθε και ποιήσετε ότι αύτη η σοφία υμών και η σύνεσις εναντίον πάντων των εθνών όσοι εάν ακούσωσιν πάντα τα δικαίωματα ταύτα και ερούσιν, ιδού λαός σοφός και επιστήμων το έθνος το μέγα τούτο» (Δευτερονόμιο, 4:5-6). Επίσης, βρίσκεται στον σεβασμό του Γιαχβέ· «ιδού η θεοσέβεια εστίν σοφία» (Ιώβ, 28:28) και στον φόβο του, καθώς «αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» (Ψαλμός, 110:10 & Παροιμίες, 1:7, 9:10). Επίσης, δίδεται στον πιστό μέσω της προσευχής· «Επεκαλεσάμην, και ελθέ μοι πνεύμα σοφίας» (Σοφία Σολομώντος, 7:7). Και σχετίζεται άμεσα με αποκάλυψη· «Ρίζα σοφίας τίνι απεκαλύφθη;» (Σοφία Σειράχ, 1:6). Κατά τον συγγραφέα της προς Κολοσσαείς επιστολής, «εν ω εισίν πάντες οι θησαυροί της σοφίας και γνώσεως απόκρυφοι» (2:3). Δηλαδή, στον Χριστό είναι όλοι οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως. Αργότερα, ο ίδιος ο Χριστός θα θεωρηθεί ως η Σοφία που ενσαρκώθηκε…

7. Οι απόψεις των συγγραφέων της Βίβλου για την «ψεύτικη» σοφία
Αντιθέτως, ψευδής σοφία χαρακτηρίζεται η σοφία άνευ του Θεού. Στο βιβλίο της Γενέσεως, στο κεφάλαιο 3, οι «πρωτόπλαστοι» διώχνονται από την Εδέμ και γίνονται αντικείμενα κατάρας από τον Θεό, επειδή γεύθηκαν από τον καρπό της γνώσεως του καλού και του κακού. Στον μύθο της Βαβέλ, ο Θεός φθονεί την εφευρετικότητα του ανθρώπου, φοβάται μη τυχών με την γνώση κατορθώσει και άλλα, και για αυτό αποφασίζει να επιφέρει σύγχυση στην γλώσσα τους. Επίσης, αφαιρεί την σοφία των ανθρώπων με… φύσημα, «ενεφύσησεν γαρ αυτοίς και εξηράνθησαν, απώλοντο παρά το μη έχειν αυτούς σοφίαν» (Ιώβ, 4:21). Όποιος μισεί τον φόβο του Θεού, μισεί την σοφία, όπως μας λέει ο Παροιμιαστής· «εμίσησαν γαρ σοφίαν, τον δε φόβον του Κυρίου ου προείλαντο» (Παροιμίες, 1:29). Η μελέτη του φυσικού κόσμου χαρακτηρίζεται ως «πονηρός περισπασμός», από το βιβλίο που κατατάσσεται από τους θεολόγους ως μέρος της Εβραϊκής σοφίας(!)· «και έδωκα την καρδίαν μου του εκζητήσαι και του κατασκέψασθαι εν τη σοφία περί πάντων των γινομένων υπό τον ουρανόν, ότι περισπασμόν πονηρόν έδωκεν ο θεός τοις υιοίς του ανθρώπου του περισπάσθαι εν αυτώ» (Εκκλησιαστής, 1:13). Για αυτόν τον λόγο, αποτρέπεται ο άνθρωπος από την γνώση, διότι «ο προστιθεις γνωσιν προσθησει αλγημα», δηλαδή πόνο (ο.π. 1:18). Οι λόγοι των σοφών χαρακτηρίζονται ως «βούκεντρα» και «καρφιά» φυτεμένα (ο.π. 12:11). Ο άνθρωπος πρέπει να φυλάγεται από το να γράφει πολλά βιβλία, καθώς αυτά δεν έχουν τέλος, και η πολλή μελέτη είναι κούραση στο σώμα (ο.π. 12:12). Σε άλλο σημείο, ο Γιαχβέ απειλεί ότι θα κάνει να χαθεί η σοφία των σοφών. «Απολώ την σοφίαν των σοφών και την σύνεσιν των συνετών κρύψω» (Ησαΐας, 29:14). Σε άλλο σημείο, μας καθίσταται σαφές ότι οι σοφοί ντράπηκαν διότι αποδοκίμασαν τον λόγο του Κυρίου. «Ησχύνθησαν σοφοί και επτοήθησαν και εάλωσαν ότι τον λόγον Κυρίου απεδοκίμασαν, σοφία τις εστίν εν αυτοίς» (Ιερεμίας, 8:9). Ο άγνωστος συγγραφέας της προς Κολοσσαείς επιστολής, δίνει οδηγίες στους πιστούς να προσέχουν από τις πλάνες της φιλοσοφίας που καλείται και «κενή απάτη». «Βλεπετε μη τις υμας εσται ο συλαγωγων δια της φιλοσοφιας και κενης απατης κατα την παραδοσιν των ανθρωπων κατα τα στοιχεια του κοσμου και ου κατα Χριστον» (Κολοσσαείς, 2:8).

Η πιο συνοπτική, όμως, παρουσίαση της αντίθεσης μεταξύ Ελληνισμού και Χριστιανισμού, που μάλλον σκοπίμως αποσιωπούν οι θιασώτες των δήθεν «ελληνοχριστιανικών» συνθέσεων, βρίσκεται σε περικοπές από την πρώτη προς Κορινθίους επιστολής του Παύλου.
γεγραπται γαρ· “απολω την σοφιαν των σοφων και την συνεσιν των συνετων αθετησω· που σοφος, που γραμματευς, που συζητητης του αιωνος τουτου”· ουχι εμωρανεν ο θεος την σοφιαν του κοσμου; επειδη γαρ εν τη σοφια του θεου ουκ εγνω ο κοσμος δια της σοφιας τον θεον, ευδοκησεν ο θεος δια της μωριας του κηρυγματος σωσαι τους πιστευοντας. Επειδη και Ιουδαιοι σημεια αιτουσιν και Ελληνες σοφιαν ζητουσιν· ημεις δε κηρυσσομεν Χριστον εσταυρωμενον ιουδαιοις μεν σκανδαλον εθνεσιν δε μωριαν, αυτοις δε τοις κλητοις ιουδαιοις τε και ελλησιν χριστον θεου δυναμιν και θεου σοφιαν· οτι το μωρον του θεου σοφωτερον των ανθρωπων εστιν και το ασθενες του θεου ισχυροτερον των ανθρωπων· βλεπετε γαρ την κλησιν υμων αδελφοι οτι ου πολλοι σοφοι κατα σαρκα ου πολλοι δυνατοι ου πολλοι ευγενεις, αλλα τα μωρα του κοσμου εξελεξατο ο θεος ινα καταισχυνη τους σοφους και τα ασθενη του κοσμου εξελεξατο ο θεος ινα καταισχυνη τα ισχυρα και τα αγενη του κοσμου και τα εξουθενημενα εξελεξατο ο θεος τα μη οντα ινα τα οντα καταργηση οπως μη καυχησηται πασα σαρξ ενωπιον του θεου· εξ αυτου δε υμεις εστε εν Χριστω Ιησου ος εγενηθη σοφια ημιν απο θεου δικαιοσυνη τε και αγιασμος και απολυτρωσι ινα καθως γεγραπται ο καυχωμενος εν Κυριω καυχασθω.
(Α΄Κορινθίους, 1:19-31)
Ο παύλειος λόγος είναι «καταπέλτης» και σαφής. Με βάση αυτά, κατανοούμε τα εξής:

1. Με βάση την ερμηνεία του σε περικοπή από το βιβλίο του «Ησαία» (κεφάλαιο 33,18), ο Θεός έκανε ανόητη την σοφία του κόσμου. Συνεπώς, άχρηστη.

2. Αν μελετήσουμε τα παραπάνω εδάφια προσεκτικά, παρατηρούμε ότι μιλάει για τρείς ομάδες ανθρώπων. Τους Ιουδαίους (και γενικότερα όσους έχουν τον ιουδαϊκό τρόπο σκέψης), τους Έλληνες και όσους έχουν τον ελληνικό (προσέξτε ότι εναλλάσσονται οι όροι «έθνεσι» και «έλλησιν»), και μια νέα κατηγορία που αποτελείται από Ιουδαίους και Έλληνες αλλά δέχονται τον Ιησού ως την «σοφία» του Θεού. Αυτοί οι τελευταίοι έχουν αρνηθεί τις προγονικές τους παραδόσεις και αυτό εκφράζεται με την φράση, «Ιουδαιοι σημεια αιτουσιν και Ελληνες σοφιαν ζητουσιν· ημεις δε κηρυσσομεν Χριστον εσταυρωμενον ιουδαιοις μεν σκανδαλον εθνεσιν δε μωριαν, αυτοις δε τοις κλητοις ιουδαιοις τε και ελλησιν Χριστον Θεου δυναμιν και θεου σοφια». Ως γνωστόν, οι Έλληνες δεν είχαν καμία σχέση με τον «μεσσιανισμό», ενώ οι Ιουδαίοι είχαν άλλη αντίληψη περί του «Μεσσία» σε σχέση με τον Χριστιανισμό.

3. Σε άλλο σημείο από τις επιστολές του Παύλου, μας εξηγείται με ποιο τρόπο γίνεται αυτή η απάρνηση του Ελληνισμού και οτιδήποτε αυτή η έννοια περιλαμβάνει, όπως και η απάρνηση του Ιουδαϊσμού που αφορά Ιουδαίους και ιουδαΐζοντες, προκειμένου να υπάρξει ένα μίγμα ομοιογενές. Ο τρόπος είναι με το βάπτισμα και την ένταξη στην Εκκλησία. «Όσοι γαρ εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε. Ουκ εν Ιουδαίος ουδέ Έλλην· ουκ ενί δούλος, ουδέ ελεύθερος· ου ενί άρσεν και θήλυ· πάντες γαρ υμείς εις έστε εν Χριστώ Ιησού. Ει δε υμείς Χριστού, άρα του Αβραάμ σπέρμα εστέ, και κατ’ επαγγελίαν κληρονόμοι» (Γαλάτας, 3:27-29).

Παρ’ όλα αυτά, ο Παύλος δεν παραλείπει να συνδέσει τις θεωρίες του με την Παλαιά Διαθήκη, εξ ου και η αναφορά στον Αβραάμ. Όσοι λοιπόν μπαίνουν στην «ποίμνη» δια του βαπτίσματος, ενδύονται τον Χριστό και είναι πνευματικοί απόγονοι του Αβραάμ, του γενάρχη των Εβραίων κατά την Παλαιά Διαθήκη. Η προσπάθεια του Παύλου να παρουσιάσει μια νέα εκδοχή του Ιουδαϊσμού που θα περιλαμβάνει και μη Εβραίους, είναι εμφανής. Πριν από αυτά, έχει πει ότι ο Νόμος του Μωυσή δόθηκε ως παιδαγωγός, αλλά επειδή «ήρθε ο Χριστός», δεν είμαστε πλέον υπό τον Νόμο (ο.π. στ. 23-26).

4. Επίσης, δίνει τα εκ διαμέτρου αντίθετα χαρακτηριστικά Ελληνισμού και Ιουδαϊσμού. Ο Ελληνισμός ζητά ενεργητικά, ενώ ο Ιουδαϊσμός «αιτεί», που σημαίνει ότι περιμένει παθητικά ουρανόθεν τις απαντήσεις δια θείων σημείων.

5. Η σοφία των πιστών είναι ο «Χριστός», που ντροπιάζει την ελληνική σοφία που στηρίζεται στον ορθό λόγο. Πέρα από αυτά, υπάρχουν και άλλα σημεία. «Η πιστις υμων μη η εν σοφια ανθρωπων» (Α΄ Κορινθίους, 2:4). χριστιανική πίστη και ανθρώπινη σοφία, σε πλήρη αντίθεση. Σε άλλο σημείο, αναφέρει ότι οι διαλογισμοί των σοφών είναι μάταιοι (Α΄ Κορινθίους, 3:20). Στην πλαστογραφημένη επιστολή (δήθεν) του Ιάκωβου, του «πρώτου» επισκόπου Ιερουσαλήμ, γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ της «άνωθεν κατερχομένης σοφίας» και της επίγειας, που χαρακτηρίζεται «δαιμονική» (Ιακώβου, 3:15).

8. Οι πρώτοι απολογητές διαστρέφουν τους Έλληνες φιλοσόφους και διανοούμενους για να τους παρουσιάσουν ως προ Χριστού «χριστιανούς».
Οι απολογητές ήταν οι πρώτοι λόγιοι χριστιανοί που προσπάθησαν να συστήσουν την νέα θρησκεία, παρουσιάζοντάς την ως μια νέα φιλοσοφία που ωστόσο έχει αρκετά κοινά σημεία με τις πρότερες παραδόσεις. Παρ’ όλα αυτά, είναι ανώτερη διότι περιέχει κάτι που δεν έχουν οι άλλες· την τελειότητα και την ολοκλήρωση. Κινήθηκαν σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση σε σχέση με τον Παύλο, διότι αυτό…τους εξυπηρετούσε.

Γράφει ο Παναγιώτης Τρεμπέλας…
Κοινή θέσις, υποστηριζομένη υπό πάντων των Απολογητών, είναι, ότι το Ευαγγέλιον περιέχει την νέαν και τελείαν φιλοσοφίαν, περί της αλήθειας της οποίας εγγυάται η μαρτυρούσα περί αυτής θεία Αποκάλυψις. Η ιδέα αύτη, ότι ο χριστιανισμός είναι φιλοσοφία, παρατηρεί ο Fisher, διήκει δια πάσης της απολογητικής γραμματείας (Εγκυκλοπαίδεια της θεολογίας, εκδόσεις Σωτήρ, σ. 5).
Για παράδειγμα, αναφέρει ο καθηγητής Πατρολογίας Π. Χρήστου, ότι «Η θεολογία του Αριστείδου διαμορφώνεται και διατυπώνεται υπό την επίδρασιν της φιλοσοφικής του προελεύσεως και της χριστιανικής του πίστεως» (Πατρολογία Β΄ τόμος, εκδόσεις Κυρομάνος, σελ. 536). Σύμφωνα με τον απολογητή Αθηναγόρα, οι φιλόσοφοι και οι ποιητές κινήθηκαν στοχαστικά με την έμπνευση του Θεού. «Ποιηταί γαρ και φιλόσοφοι, ως και τοις άλλοις, επέβαλον στοχαστικώς, κινηθένετες μεν κατά συμπάθειαν της παρά του Θεού πνοής» (ο. π σελ. 580).

Ο Ιουστίνος, διαστρέφοντας τους Έλληνες διανοητές, τους παρουσιάζει ως «προ Χριστού χριστιανούς». Ισχυρίζεται ότι «λέγουμε τα ίδια με τους Έλληνες» (Άπαντα Ιουστίνου, Α΄ Απολογία, 24:1, εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς), και ότι «οι διαβιώσαντες συμφώνως προς τον Λόγον είναι χριστιανοί, ακόμη και αν θεωρήθηκαν άθεοι, όπως στους Έλληνες ο Σωκράτης και ο Ηράκλειτος» (ο.π. 46:3). Όποιος έχει μελετήσει τους ίδιους τους φιλοσόφους, καταλαβαίνει τα χονδροειδή ψεύδη του χριστιανού απολογητή (ίσως κάποια στιγμή ασχοληθούμε ειδικότερα με το θέμα). Ο ίδιος αναγνωρίζει, ήδη από τον δεύτερο αιώνα, τις ομοιότητες μεταξύ του Χριστιανισμού και του θύραθεν περιβάλλοντος, τις οποίες αποδίδει στους δαίμονες. Όπως γράφει στην πρώτη του «Απολογία» προς τον αυτοκράτορα Αντωνίνο τον Ευσεβή, περίπου το 150, «μάλιστα αποδεικνύουμε ότι οι μύθοι αυτοί έχουν λεχθή κατ’ ενέργεια των φαύλων δαιμόνων προς εξαπάτηση και παραπλάνηση του ανθρωπίνου γένους» (ο. π. σελ. 169). Αυτή η θέση του όμως έρχεται σε αντίθεση με την θεωρία του περί του σπερματικού λόγου, που αναφέρει στην δεύτερη «Απολογία» του, το 160, προς τον φιλόσοφο και μέλος της διακυβέρνησης της αυτοκρατορίας, Μάρκο Αυρήλιο, κατά την οποία «όσα κατά καιρούς διακήρυξαν καλώς και βρήκαν οι φιλόσοφοι και νομοθέτες, φιλοτεχνήθηκαν από αυτούς δι’ ευρέσεως και θεωρίας κατά μέρος του λόγου» (ο. π σελ. 218). Δηλαδή, από την μία μεριά υποστηρίζει ότι οι ομοιότητες οφείλονται στους δαίμονες προς παραπλάνηση, και από την άλλη στον Θεό μέσω του σπερματικού λόγου. Δηλαδή, ο λόγος της αλήθειας δόθηκε σπερματικά σε κάποιους προκειμένου να εκφράσουν αλήθειες που αργότερα θα ολοκλήρωνε το χριστιανικό κήρυγμα. Σε άλλα σημεία αναφέρει κάτι διαφορετικό από αυτά. Ότι η αλήθεια δόθηκε στον Μωυσή και στους προφήτες, και οι φιλόσοφοι τα πήραν από εκείνον. «Ταύτα λέχθηκαν και μεταξύ των Ελλήνων και μεταξύ όλων των εθνών, όπου πληροφορούνταν ότι οι προφήτες προκήρυσσαν ότι θα πιστευθή περισσότερο ο Χριστός» (ο. π σελ. 169). Στα ίδια πλαίσια κινείται και ο Κλήμης Αλεξανδρείας, που γράφει: «Από κάθε φιλοσοφία η αρχαιότατη είναι η εβραϊκή φιλοσοφία» (Άπαντα Κλήμη Αλεξανδρείας, Στρωματείς λόγος Α΄, εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς, ΕΠΕ 3, σ. 123).

Η Εκκλησία, βλέποντας αργότερα τα τραγικά αδιέξοδα και τις αντιφάσεις αυτών των απόψεων, δεν τις υιοθέτησε. Στο πρώτο τόμο της πατρολογίας του, αναφέρει ο Σ. Παπαδόπουλος: «Πρέπει να σημειώσωμε ότι το ένα από τα δύο θέματα που απασχόλησαν τον Ιουστίνο, το θέμα της ενότητος της αληθείας (σπερματικός λόγος και Λόγος) και της καταλλαγής του Χριστιανισμού με τη φιλοσοφική σκέψη, δεν λύθηκε ικανοποιητικά από τον ιερό συγγραφέα μας και η θεολογία του επί του προκειμένου δεν έγινε η θεολογία της Εκκλησίας» (σελ. 235). Στην επόμενη σελίδα (την 236), γράφει: «Συχνά καταγγέλλει ότι όσα ορθά είπαν οι Έλληνες φιλόσοφοι τα έλαβαν από τους προφήτες της ΠΔ κι επομένως είναι “ημών των χριστιανών”. Αλλά σε καμία περίπτωση δε μας εξηγεί το λόγο, για τον οποίο οι Έλληνες αναγκάστηκαν να δανεισθούν από τους προφήτες, παρά το γεγονός ότι η σπερματική αλήθεια υπήρχε πάντοτε και για όλους». Στον τρίτο τόμο της δογματικής και συμβολικής θεολογίας, ο καθηγητής δογματικής Ν. Ματσούκας, αναφέρει: «Οι πρώτοι χριστιανοί απολογητές του δευτέρου αιώνα, δεν έχουν δίκαιο υποστηρίζοντας ότι ο Πλάτων, λόγου χάρη, και άλλοι σοφοί της Αρχαίας Ελλάδας είχαν συλήσει τις ιδέες του Μωυσή» (σελ. 105).

Έχουμε αναφερθεί εκτεταμένα στο χάσμα μεταξύ Ελληνισμού και Χριστιανισμού και έχουμε δείξει ότι αυτό οφείλεται στην ουσία των δύο αυτών μεγεθών που δεν έχουν κανένα κοινό σημείο αναφοράς. Αυτό το  έχουμε στηρίξει κυρίως σε πρωτογενείς πηγές και δευτερευόντως σε θέσεις επιφανών ορθοδόξων. Ακόμα, έχουμε δει τι θεωρείται σοφία «αληθινή» και τι «ψεύτικη» μέσα από τα κείμενα των αγνώστων συντακτών και διασκευαστών των βιβλίων της Βίβλου, προκειμένου να κατανοήσουμε την κατοπινή πατερική σκέψη, την ποτισμένη στα «θεία» αυτά διδάγματα, με σκοπό να αντιληφθούμε σαφέστερα τι εννοούν οι θεωρητικοί του Χριστιανισμού όταν αναφέρονται στην «φιλοσοφία». Σε αυτό το μέρος, θα ολοκληρώσουμε την μικρή μελέτη μας, αναφερόμενοι στην νοθεία της ελληνικής σκέψης που επιχειρήθηκε κατά την εκχριστιανισμένη ρωμαϊκή περίοδο της ιστορίας.
 
1. Η νοθεία της ελληνικής σκέψης από τον Χριστιανισμό – Όταν η φιλοσοφία έγινε θεραπαινίδα της φιλοσοφίας, επί Βυζαντίου
Η εκλεκτική θέση ορισμένων από τους πρώτους απολογητές του Χριστιανισμού, όπως δείξαμε στο προηγούμενο μέρος, που ήταν αντίθετη με την καταδικαστική θέση του Παύλου ως προς την φιλοσοφία, έδωσε το έναυσμα στους μεταγενέστερους εκκλησιαστικούς να νοθεύσουν επισήμως την έννοια της «φιλοσοφίας», κάνοντας λόγο για «κατά Χριστόν φιλοσοφία», «ημετέρα φιλοσοφία» διακρινόμενη σαφώς από την «θύραθεν». Τέτοιες διακρίσεις θα είναι πια πολύ συχνές στην χριστιανική γραμματεία. Η φιλοσοφία πια κατευθύνεται στα «θεία», με αφετηρία την Βίβλο.

Ο «άγιος» Διάδοχος Φωτικής, φτάνει στο σημείο να γράψει στα «Κεφάλαια Γνωστικά», ότι «Δεν υπάρχει τίποτε πτωχότερο από μια διάνοια που φιλοσοφεί τα θεία εκτός Θεού» (Άπαντα, Φ. ΕΠΕ 9, σελ. 119, εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς). Όπως είχε πει και ο Ευσέβιος Καισαρείας στην «Ευαγγελική προπαρασκευή», «ο Χριστιανισμός, ούτε Ελληνισμός ων ούτε Ιουδαϊσμός, αλλά τις καινή και αληθής θεοσοφία» (1,5,12).

Φιλοσοφία θεωρείται πλέον η ίδια η θεολογία, και μάλιστα η χριστιανική. Ένας επιπλέον λόγος για τον οποίο δεν μπορούμε να ισχυριστούμε τα περί συνθέσεως, είναι ότι ο Χριστιανισμός πήρε στοιχεία κυρίως από τον Αριστοτελισμό και τον Πλατωνισμό. Όμως, η ελληνική φιλοσοφία δεν αποτελείται μόνο από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Υπάρχει πλήθος ρευμάτων και σχολών, όπως ο Επικουρισμός, οι σοφιστές, οι Ίωνες φυσικοί φιλόσοφοι, οι ατομικοί κ.ά.

Αυτές οι ενέργειες έχουν ως αποτέλεσμα την δημιουργία του νόθου. Αυτό το νόθο, αποκαλείται από τους εκκλησιαστικούς «νέα φιλοσοφία»(!).

Ο γνωστός για τις ανθελληνικές του θέσεις, πρωτοπρεσβύτερος και νυν «κεκοιμημένος» Ι. Ρωμανίδης, γράφει, ότι «Ο Γεώργιος Φλορόφσκι ορθώς υποστηρίζει ότι οι Έλληνες Πατέρες εδημιούργησαν μίαν νέαν φιλοσοφίαν, πολύ διάφορον του Πλατωνισμού και του Αριστοτελισμού, η οπουδήποτε άλλου συστήματος σκέψεως» (Το προπατορικό αμάρτημα, σ. 25, εκδόσεις Πουρναρά).

Όπως αναφέρει σχετικά ο λόγιος αρχιμανδρίτης Επιφάνειος Θεοδωρόπουλος…
Ο Έλλην έχει βεβαίως την θέσιν αυτού (ως και πας λαός) εν τω Χριστιανισμώ. Η θέσις όμως αυτή είναι θέσις οπαδού και μαθητού και ταπεινού υπηρέτου και ουχί θέσις συνεταίρου! Αν δε προπαρεσκεύασεν ούτως ή άλλως το έδαφος δια την διάδοσιν του Χριστιανισμού, εαυτόν πρώτον ωφέλησε, διότι απηλλάγη εκ του βορβόρου και ανυψώθη εξ αθλιότητος ασύλληπτου.
(Περί τας «Ελληνοxριστιανικάς συνθέσεις», Άρθρα – Μελέται Επιστολαί. Τόμος Α’, Αθήνα 1986)
Αλλά και ο καθηγητής πατρολογίας, Στυλιανός Παπαδόπουλος, που αναφέρει…
Δια να συναντήσουν οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς τον άνθρωπο του κόσμου μίλησαν τη γλώσσα του. Εάν συγχρόνως δεν νόθευσαν την αλήθεια του Ευαγγελίου, συνέβη διότι οι συγγραφείς μας είχαν βαθειά συνείδηση της απόλυτης διαφοράς μεταξύ των δύο μεγεθών, του χριστιανισμού και της θύραθεν ποικίλης σκέψεως. Όσο καλύτερα ο συγγραφέας γνώριζε κι αναγνώριζε τη διαφορά αυτή, τόσο γνησιότερη διαφύλαττε τη χριστιανική αλήθεια. Στο θέμα δημιουργήθηκε συχνά παρεξήγηση με διπλή κατεύθυνση. Η μία οδήγησε προς την απόλυτη απόρριψη της πνευματικής γλώσσας της εποχής, η άλλη προς την αδιάκριτη και χωρίς προϋποθέσεις πρόσληψή της. [..] Στο προκείμενο θέμα ορθόδοξοι αποδείχτηκαν όσοι διέθεταν βαθειά γνώση και συνείδηση τόσο των πραγμάτων όσο και των ορίων, στα οποία μπορούσε να κινηθεί ο κήρυκας του Ευαγγελίου. Αυτοί ήσαν κατ’ εξοχήν οι Πατέρες και Διδάσκαλοι. Χρησιμοποίησαν την ορολογία, τις δομές σκέψεως, και κήρυξαν με τη βοήθεια των παραστάσεων της εποχής τους, αλλά στις κρίσιμες για την αλήθεια στιγμές άφηναν να νοηθεί ή σημείωναν ότι η ορολογία εδώ είχε άλλο περιεχόμενο, οι δομές και οι παραστάσεις στο χώρο της Εκκλησίας έχουν συμβατικό χαρακτήρα.
(Ά Τόμος Πατρολογίας Στ. Παπαδόπουλου, εκδόσεις Παρουσία, σελ. 52-53)
Ο ιστορικός Γ. Κορδάτος…
Η επικράτηση του Χριστιανισμού ανέβασε τη θεολογία πάνω από κάθε εμπειρία και επιστήμη. Έτσι η θεολογία, μια που κηδεμόνευσε όλα τα είδη του Λόγου, στάθηκε τροχοπέδη στην ελεύθερη σκέψη, γι’ αυτό έφερε και τον πνευματικό μαρασμό
(Ακμή και παρακμή του Βυζαντίου, σ. 153, εκδ. Μπουκουμάνη)
Όσο και αν στα χρόνια αυτά παρατηρήθηκε μεγάλη επίδοση στην μελέτη των αρχαίων ελλήνων συγγραφέων και ποιητών, οι πιο πολλοί διανοούμενοι του Βυζαντίου δεν μπόρεσαν να χειραφετηθούν από την θεολογούσα φιλοσοφία. […] Οι πιο πολλοί βυζαντινοί φιλόσοφοι και ελληνιστές μελετούσαν τα αρχαία κείμενα για να βρουν επιχειρήματα που να αποδείχνουν αλάνθαστα τα δόγματα της ορθοδοξίας. Η φιλοσοφία, όπως και στην Δύση, κατήντησε υπηρέτρια της θεολογίας.
(ο. π. σ. 374)
Αλλά και ο δογματολόγος Χρήστος Ανδρούτσος, αναφέρεται στην υποταγή της φιλοσοφίας στην θεολογία. Την υποταγή δηλαδή της ελεύθερης σκέψης στα δόγματα: «Η δε υπηρεσία αύτη του ανθρωπίνου λόγου ανεγνωρίσθη έκπαλαι ως αναγκαία και απαραίτητος επικουρία εις κατοχύρωσιν των θείων αληθειών κατά της απιστίας» (Δογματική της Ανατολικής Ορθοδόξου εκκλησίας, Χρήστου Ανδρούτσου, σ. 19)

Ας δούμε τώρα, ορισμένες πατερικές περικοπές που δείχνουν την επιλεκτική χρήση της φιλοσοφίας…

Ο Ιουστίνος, σύμφωνα με την θέση του «σπερματικού λόγου», διακρίνει τα «καλώς λεχθέντα» από τα (προφανώς) «κακά λεχθέντα» των φιλοσόφων. Τα μεν πρώτα είναι χριστιανικά(!), τα δε δεύτερα είναι απορριπτέα.
Όχι ότι τα διδάγματα του Πλάτωνος είναι ξένα προς τα του Χριστού, αλλά διότι δεν είναι εντελώς όμοια, όπως ούτε τα των άλλων, των Στωικών, των ποιητών και των συγγραφέων. Διότι ο καθένας από αυτούς βλέποντας εκ του σπερματικού θείου λόγου ό, τι ήταν συγγενές με την φύση του, καλώς αποφάνθηκε. Λέγοντας όμως πράγματα ενάντια προς αλλήλους σε κυριότατα σημεία, φαίνονται ότι δεν έχουν αποκτήσει επιστήμη και γνώση αναμφισβήτητη. Όσα λοιπόν έχουν λεχθεί από όλους καλώς, ανήκουν σε μας τους Χριστιανούς.
(ΕΠΕ 1, Β΄ Απολογία, σελ. 226, εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς)
Ο Κλήμης ο Αλεξανδρείας, που πολλές φορές προβάλλεται ως παράδειγμα εκκλησιαστικού διδασκάλου που προσπαθεί να συμφιλιώσει την ελληνική φιλοσοφία με τον Χριστιανισμό, όχι μόνο τα ξεχωρίζει, αλλά θεωρεί επιπλέον ότι ο Χριστιανισμός είναι ανώτερος. Γράφει…
Διακρίνεται η ελληνική αλήθεια από τη δική μας, αν και βέβαια έχει το ίδιο όνομα, και ως προς το ύψος της γνώσης, και ως προς την εγκυρότερη απόδειξη, και ως προς τη θεία δύναμη, και ως προς τα όμοια. Γιατί εμείς είμαστε θεοδίδακτοι, εφόσον διδαχτήκαμε πράγματι τα ιερά γράμματα από τον Υιό του Θεού.
(Στρωματείς, Λόγος Α΄, ΕΠΕ 3, σ. 121, εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς)
Σε άλλο σημείο, αναφέρεται…
Είτε λοιπόν λένε κάπου κάπου ότι οι Έλληνες διατύπωσαν κάτι από την αληθινή φιλοσοφία, και αυτά ήταν μια εκδήλωση της θείας οικονομίας.
(ο. π. σ. 115)
Για την επιλεκτικότητα του Κλήμη Αλεξανδρείας, μαρτυρεί και ο Ευσέβιος Καισαρείας, ο οποίος γράφει ότι, «Εις τους Στρωματείς λοιπόν όχι μόνο προβαίνει σε στρώση εκ της θείας Γραφής, αλλά επίσης μνημονεύει και ό, τι ωφέλιμο έχει λεχθεί από τους Έλληνες κατά την κρίση του» (Άπαντα Ευσεβίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, ΕΠΕ 2, σ. 251, εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς).

Ο Κλήμης αναφέρεται ως παράδειγμα εκκλησιαστικού δασκάλου, ο οποίος προσπάθησε να συνδυάσει τον Ελληνισμό με τον Χριστιανισμό. Όμως δεν το έκανε χωρίς να παραχαράξει τον πρώτο. Τα μη ωφέλιμα που δεν μνημόνευσε στα έργα του, προφανώς ήσαν ασυμβίβαστα με τον Χριστιανισμό.

Ο Βασίλειος Καισαρείας, ένας από τους «μεγάλους» Καππαδόκες Πατέρες, αναφέρεται και αυτός στην επιλεκτική χρήση της φιλοσοφίας. «Στην ζωή αυτή λοιπόν οδηγούν οι άγιες Γραφές, με το να μας παιδαγωγούν με απόρρητες αλήθειες» (Προς τους νέους· Πως μπορούν να ωφεληθούν από τα ελληνικά γράμματα, ΕΠΕ 7, σ. 321).

Και συνεχίζει:

«Και εμείς ας είμαστε σώφρονες, αφού αποκομίσουμε απ’ αυτά όσον μας είναι οικείο και συγγενεύει προς την αλήθεια, τα υπόλοιπα θα τα παρατρέξουμε. Και , όπως, όταν κόβουμε από την τριανταφυλλιά το άνθος, παραμερίζουμε τα αγκάθια, έτσι και στην περίπτωση των συγγραμμάτων αυτών, αφού καρπωθούμε από αυτά όσον είναι χρήσιμο, ας προφυλαχθούμε από το βλαβερό» (ο. π. σ. 327).

Ο Σωκράτης ο Σχολαστικός, αναφέρεται και αυτός στην μίξη της χριστιανικής θεολογίας με στοιχεία της ελληνικής σκέψης. Από την ανάγνωση ολόκληρης της σχετικής παραγράφου, γίνεται φανερό ότι αναφέρεται στα διατάγματα του αυτοκράτορα Ιουλιανού, όπου απαγόρευε στους χριστιανούς να διδάσκουν τα ελληνικά μαθήματα. Και τούτο, διότι θεωρούσε (ο Ιουλιανός) υποκριτικό να διδάσκει κανείς κάτι το οποίο δεν αποδέχεται, αλλά να το κάνει μόνο και μόνο για βιοποριστικούς λόγους. Από τα λόγια του Σωκράτη, προκύπτει η επιλεκτικότητα όσων στοιχείων είναι συμβατά με τα χριστιανικά δόγματα, και η απόρριψη όσων δεν είναι. Για παράδειγμα, η επικούρεια φιλοσοφία -εξίσου ελληνική- απορρίπτεται διότι προωθεί την απρονοησία του Θεού. Άξιο παρατηρήσεως είναι ότι ταυτίζει την «ελληνική παιδεία» με τα όσα «φιλοσόφησαν οι Έλληνες», δείχνοντας έτσι τον εθνικό χαρακτήρα του ονόματος «Έλληνες» και όχι τον θρησκευτικό. Δεν θα είχε κάποια λογική συνέπεια αν το «Ελληνική» σήμαινε…«ειδωλολατρική», καθώς λέει ότι «πολλοί γαρ των παρ’ Έλλησι φιλοσοφησάντων ου μακράν του γνώναι τον Θεόν εγένοντο».

Επίσης, ότι χαρακτηρίζονται ως «πολέμιοι», δηλαδή ως «εχθροί», όσοι έχουν αντίθετες απόψεις από τις χριστιανικές. Το κριτήριο είναι πάντα η «αποκαλυπτική αλήθεια», και εντοπίζεται στην φράση «το δε καλόν και την αλήθειαν έχοντες, πάντα προσλαμβάνομεν δοκιμάζοντες».
Η Ελληνική παίδευσις ούτε παρά του Χριστού, ούτε παρά των αυτού μαθητών ή ως θεόπνευστος εδέχθη, ή ως επιβλαβής εξεβλήθη. Και τούτο, ως ηγούμαι, ουκ απρονοήτως εποίησαν· πολλοί γαρ των παρ’ Έλλησι φιλοσοφησάντων ου μακράν του γνώναι τον Θεόν εγένοντο. Και γαρ και προς τους απρονοησίαν εισάγοντας, οίον Επικούρειους, ή άλλως εριστικούς, μετά της λογικής επιστήμης γενναίως απήντησαν, την αμάθειαν αυτών ανατρέποντες…
(Εκκλησιαστική Ιστορία, 3.16).
Τούτο δε ουκ αν πεισόμεθα, ειμή όπλα των πολεμίων κτησαίμεθα, και εν τω κτάσθαι μη τα των πολεμίων φρονώμεν, αλλά το μεν κακόν εκτρεπόμεθα, το δε καλόν και την αλήθειαν έχοντες, πάντα προσλαμβάνομεν δοκιμάζοντες· το γαρ καλόν, ένθα αν η, ίδιον της αληθείας εστί.
(ο. π. 3,16)
Είναι ενδεικτικό και το απόσπασμα του Γρηγορίου Παλαμά, από τον Α’ Λόγο «Υπέρ των Ιερώς Ησυχαζόντων», όπου η φιλοσοφία είναι καλή…μόνο όπου εξυπηρετεί τα «θεία δόγματα»…
Εάν όμως κάποιος, επειδή η φιλοσοφία είναι φυσική, λέγει ότι αυτή δόθηκε από τον Θεό, είναι σωστό αυτό που λέγει και δεν διαφωνεί με μας και δεν εξαιρεί από την κατηγορία αυτούς που την χρησιμοποίησαν κακώς και τέλος την κατάντησαν στο παρά φύση· αυξάνει μάλιστα περισσότερο την καταδίκη αυτών, γιατί δεν χρησιμοποίησαν με τρόπο αγαπητό στο Θεό τα δοσμένα από αυτόν. Άλλωστε και ο δαιμόνιος νους, αφού έχει δημιουργηθεί από τον Θεό, έχει κατά φυσικό τρόπο τη φρόνηση του Θεού, αλλά δεν θα πούμε ότι έχει από τον Θεό και την ενέργειά του, αν και έχει από τον Θεό τη δυνατότητα της ενέργειας· γι’ αυτό και δίκαια θα χαρακτηρίζονταν αυτή παραφροσύνη μάλλον, παρά φρόνηση. Έτσι λοιπόν, και ο νους των έξω φιλοσόφων είναι θείο δώρο έχοντας έμφυτη τη φρόνιμη σοφία, επειδή όμως εκτράπηκε εξ αιτίας των διαβολών του πονηρού, μετασχηματίστηκε σε μωρή και πονηρή και ανόητη σοφία, σαν προϊσταμένη τέτοιων δογμάτων. Και αν κάποιος πάλι έλεγε ότι ούτε η επιθυμία και η γνώση των δαιμόνων είναι κάτι εντελώς κακό, γιατί αυτοί ποθούν να υπάρχουν και να ζουν και να σκέπτονται, πρώτον βέβαια δίκαια θα αντακούσει πάλι από εμάς εκείνο, ότι δεν δυσανασχετεί δικαιολογημένα, όταν εμείς αποκαλούμε δίκαια την ελληνική σοφία μαζί με τον Αδελφόθεο δαιμονιώδη, επειδή είναι γεμάτη από έριδα και περιέχει κάθε σχεδόν φαύλο δόγμα, εφόσον μάλιστα έχει εκπέσει και από τον σκοπό της, τη θεογνωσία δηλαδή· γιατί και έτσι θα γίνει μέτοχη του αγαθού κατά το τελευταίο και αμυδρό απήχημα. Έπειτα απαιτούμε να σκεφθεί αυτός και αυτό, ότι κανένα κακό δεν είναι κακό, καθότι υπάρχει, αλλά καθότι εξέπεσε από την κατάλληλη και πρέπουσα ενέργεια και τον σκοπό της ενέργειας. Ποιο είναι λοιπόν το έργο και ο σκοπός εκείνων που αναζητούν τη σοφία του Θεού στα κτίσματα; Δεν είναι η εύρεση της αλήθειας και η δοξολογία του Δημιουργού; Είναι φανερό στον κάθε ένα. Αλλά η γνώση των έξω φιλοσόφων απέτυχε και στα δύο. Υπάρχει όμως και κάτι χρήσιμο σε αυτήν για μας; Βεβαιότατα. Άλλωστε και στα αφαιρούμενα από τις σάρκες των φιδιών υπάρχει πολύ δραστικό και θεραπευτικό υλικό και οι γιατροί θεωρούν άριστο και χρησιμότατο αντίδοτο το παρασκεύασμα από αυτά. Και στα δηλητήρια που παρασκευάζονται προς εξαπάτηση αναμιγνύονται και τα γλυκύτερα από τα φαγώσιμα, επειδή μπορούν να συγκαλύψουν την περίτεχνη κατασκευή. Υπάρχει λοιπόν κάτι χρήσιμο σε αυτά, και ίσως μάλιστα πολύ, σαν μέλι που αναμίχθηκε με κώνειο, αλλά υπάρχει και πολύς φόβος, μήπως, ξεχωριζόμενο από εκεί το χρήσιμο, παραληφθεί μαζί κατά λάθος κάποιο θανατηφόρο υπόλειμμα.
(Άπαντα Γρηγορίου Παλαμά, ΕΠΕ 2, σελ. 87- 91, εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς)
Όπως αναφέρει ο Αναστάσιος ο Σιναΐτης, στο έργο του «Οδηγός»…
Έπρεπε όμως πριν από όλα να γνωρίζουν, ότι η παράδοση της καθολικής Εκκλησίας δεν συμφωνεί, ούτε ακολουθεί σε όλα τους φιλοσοφικούς όρους των Ελλήνων, ιδιαίτερα μάλιστα στο μυστήριο για τον Χριστό και στο λόγο για την αγία Τριάδα. Αντίθετα συμβαδίζει, όπως πρέπει στον Θεό, με κάποιο ιδιαίτερο, ευαγγελικό και αποστολικό κανόνα.
(Φιλοκαλία τ. 13 Α΄, σ. 39, εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς)
Αν δεν ακολουθεί σε όλα, άρα ακολουθεί σε ορισμένα. Όμως, το λυπηρότερο της όλης υποθέσεως, είναι ότι οι εκκλησιαστικοί πατέρες καταφρόνησαν και καταδίκασαν την ελληνική σκέψη στην ουσία της. Αυτό θα καταδειχθεί μέσα από τα έργα των ιδίων.

2. Στην πραγματικότητα οι εκκλησιαστικοί πατέρες ήταν περιφρονητές της αρχαίας ελληνικής σκέψης – Αποδείξεις από τα πατερικά κείμενα
Ο λόγιος αρχιμανδρίτης, Επιφάνειος Θεοδωρόπουλος, με ειλικρίνεια συνοψίζει την πατερική γραμμή…
Τόσον η ταπεινότης μου, όσον και πολλοί άλλοι, δεν βλέπομεν συγγενείας και συζεύξεις μεταξύ Ελληνισμού και Χριστιανισμού, αλλά χάσματα και αβύσσους. Ο δεύτερος, ως νομίζομεν, είναι άρνησις και καταδίκη της ουσίας του πρώτου.

 Η ελληνική σοφία λαμβανομένη αυτοτελώς (άνευ ουδεμιάς, δηλαδή, συγκρίσεως προς το ευαγγέλιον), είναι αξία τιμής, ενίοτε δε και θαυμασμού. Έχει ποιαν τινα αξίαν και ωφέλειαν, ως έχει και το φέγγος των αστέρων εν τη νυκτί, οπότε ο ήλιος απουσιάζει. Αλλ’ όπως, ανατελλούσης της ημέρας και του ηλίου φαινομένου, το φέγγος των αστέρων εκμηδενίζεται πάμπαν, ούτω και ενώπιον του άδυτου και ανεσπέρου της Αληθείας Ηλίου, του Σωτήρος Χριστού, η ελληνική σοφία, ως και πάσα ανθρώπινη σοφία, αποδεικνύεται μωρία απύθμενος. Εμωράνθησαν πλέον (ως ψάλλομεν εν τω Ακαθίστω) οι δεινοί συζητηταί, άμα δ’ εμαράνθησαν οι των μύθων ποιηταί. Άσοφοι οι φιλόσοφοι εδείχθησαν, άλογοι δ’ οι τεχνολόγοι ηλέχθησαν. Διεσπάσθησαν αι των Αθηναίων σοφών και ρητόρων πλοκαί, και μόνον των αλιέων της Γαλιλαίος αι σαγήναι δεν έμειναν κεναί. Οσάκις λοιπόν οι Πατέρες χαρίζονται εις την Ελληνικήν σοφίαν και βλέπουσιν ωφέλειαν τινα εις αυτήν, λαμβάνουσιν αυτήν αυτοτελώς.

Και ότι η ελληνική σοφία, αυτοτελώς κρινομένη, έχει αξίαν τινά, είναι αναμφισβήτητον. Υπάρχει όμως χωρίον των μεγάλων Πατέρων, ένθα αυτή επαινείται, θεωρούμενη εν συγκρίσει προς τον Χριστιανισμόν; Υπάρχει χωρίον των Πατέρων ομιλούν περί του δυνατού συζεύξεως Ελληνικού και Χριστιανικού πνεύματος, περί του δυνατού συγκράσεως ελληνικών και Χριστιανικών στοιχείων; Οι Πατέρες, οσάκις βλέπουσι την Ελληνικήν σοφίαν εν αντιπαραβολή και συγκρίσει προς τον Χριστιανισμόν, δεν πλέκουσι δι’ αυτήν στεφάνους, αλλά μαστίγια, δεν ευρίσκουσιν αυτήν σοφίαν, αλλά μωρίαν και άνοιαν, δεν ετοιμάζουσι δι’ αυτήν θρόνους παρά ή, έστω, υπό τον θρόνον του Χριστιανισμού (ως πράττομεν ημείς δια των «Ελληνοχριστιανικών» συνθέσεων), αλλά βάραθρα, εις ά και καταρρίπτουσιν αυτήν ως ματαίαν και άχρηστον.
(Περί τας «Ελληνοxριστιανικάς συνθέσεις», Άρθρα – Μελέται Επιστολαί. Τόμος Α’. Αθήνα 1986)
Ας ξεκινήσουμε από τους τρεις «Ιεράρχες», τους σημαντικότερους Πατέρες που θεωρούνται ως τιμητές των γραμμάτων και της ελληνικής παιδείας.

Ο πρωτοπρεσβύτερος Ι. Ρωμανίδης, ο άνθρωπος που συνετέλεσε στην στροφή της ορθόδοξης θεολογίας στην Ελλάδα στους αρχαίους εκκλησιαστικούς Πατέρες, γράφει σχετικά για τους τρεις «Ιεράρχες» των ελληνικών γραμμάτων:
Εδώ στην Ελλάδα το μόνο κριτήριο μεγαλειότητος είναι το αν είναι κάτι από την αρχαία Ελλάδα. Γι’ αυτό και η εορτή των Τριών Ιεραρχών εδώ στην Ελλάδα έχει πάρει αυτήν την μορφή που έχει, ότι δηλαδή οι Τρεις Ιεράρχες είναι συνεχιστές του μεγάλου Ελληνικού πνεύματος της αρχαίας Ελλάδος. Αν όμως διαβάσει κανείς τους Τρεις Ιεράρχες και προ παντός τον ιερό Χρυσόστομο, θα δη ότι ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος συνέχεια επικρίνει τους αρχαίους Έλληνες. Ο Χρυσόστομος είναι μεγάλος «υβριστής» των αρχαίων Ελλήνων. Για τον Χρυσόστομο δηλαδή το όνομα Έλληνας, που είχε καταλήξει να σημαίνει ειδωλολάτρης, είναι μία βρισιά και τίποτε άλλο. Αλλά και ο Μέγας Βασίλειος, όπως και ο Γρηγόριος ο Νύσσης δεν πάνε πολύ πίσω στο θέμα αυτό.
(Πατερική θεολογία, κεφ. 16, εκδόσεις Παρακαταθήκη)
Κατά τον Γρηγόριο Νύσσης, ο θείος λόγος είναι ανώτερος της φιλοσοφίας…
Κάθε ανθρώπινη σοφία και γνώση των όντων και κάθε δύναμη διανοητική και αντιληπτική φαντασία βρίσκεται σε αδυναμία να σταθεί συγκρινόμενη δίπλα στην απλούστερη τροφή των θείων διδασκαλιών. Το γάλα δηλαδή προέρχεται από τους μαστούς και είναι τροφή των νηπίων, ενώ το κρασί το απολαμβάνουν οι ωριμότεροι για τόνωση και θερμότητα. Αλλά όμως το τέλειο της εξωτερικής σοφίας είναι ευτελέστερο από τη διδασκαλία του θείου λόγου για τα νήπια.
(Ερμηνεία στο Άσμα Ασμάτων, ΕΠΕ 7, σ. 45, εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς)
Ο Βασίλειος Καισαρείας, του οποίου η φιλοσοφική παιδεία προβάλλεται από τους ημιμαθείς ως δήθεν απόδειξη των «ελληνοχριστιανικών συνθέσεων», παραλληλίζει το κάλλος της θύραθεν διδαχής με το κάλλος της πόρνης!

«Διότι όσο προτιμότερο είναι το κάλλος των αγνών γυναικών από το κάλλος των πορνών, τόση είναι και η διαφορά της δική μας διδαχής από την έξω» (Άπαντα Βασιλείου, Εξαήμερος, ΕΠΕ 4, σ. 135, εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς).

Σε άλλο σημείο, με θλίψη και απογοήτευση αναφέρεται στα νεανικά του χρόνια όπου μαθήτευσε στην ελληνική φιλοσοφία. Χαμένα χρόνια, σύμφωνα με τον ίδιο τον Βασίλειο τον «Μέγα»…
Εγώ δαπάνησα πολύ χρόνο εις την ματαιότητα και αφάνισα σχεδόν όλη την νεότητά μου εις την ματαιοπονία, εις την οποία διέτριψα ασχολούμενος με την πρόσληψη των διδαγμάτων της υπό του Θεού μωρανθείσας σοφίας. Όταν κάποτε, σαν να σηκώθηκα από βαθύ ύπνο, κοίταξα μεν προς το θαυμαστό φως της αλήθειας του Ευαγγελίου, είδα το άχρηστο της σοφίας των αρχόντων του αιώνος τούτου των καταργουμένων, θρήνησα για την ελεεινή μου ζωή και ευχήθηκα να μου προσφερθεί χειραγωγία, για να εισαχθώ στα δόγματα της ευσέβειας.
(Άπαντα Βασιλείου Καισαρείας, Επιστολή προς Ευστάθιο Σεβαστηνό, ΕΠΕ 2, σ. 71, εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς)
Ο Ιωάννης ο «Χρυσόστομος», πρωτοστάτης και υποκινητής των χριστιανικών βανδαλισμών, αφού έπειθε τις πλούσιες χριστιανές να προσφέρουν τον «οβολό» της καταστροφής, αναφέρει ότι από το στόμα των Ελλήνων βγαίνουν λόγοι μάταιοι και ακάθαρτοι.

«Οι λόγοι που απορρέουν από το στόμα των Ελλήνων είναι μάταιοι και ακάθαρτοι» (Άπαντα Ι. Χρυσοστόμου, Ομιλία 4η Εις την Α΄ Κορινθίους, ΕΠΕ 18, σ. 113, εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς).

Ο Ελληνισμός παρουσιάζεται ως ληστής που κλέβει ψυχές, αλλά καταλύθηκε από την δύναμη του Χριστού!

«Ο μεν γαρ Ελληνισμός πανταχού της γης εκταθείς και τας απάντων ανθρώπων ψυχάς κατάσχων, ούτως ύστερον μετά την τοσαύτην ισχύν και την επίδοσιν υπό της του Χριστού κατελύθη δυνάμεως» (Ομιλία εις Μακάριον Βαβύλαν, ΕΠΕ 34, σ. 428, εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς).

Σε άλλα σημεία, γράφει:
«Γιατί λοιπόν μεγαλοφρονείς για το θέμα, για το οποίο έπρεπε να ντρέπεσαι; Εάν δηλαδή η σοφία αυτή πολεμά τον σταυρό και μάχεται τα ευαγγέλια, δεν πρέπει να επαίρεσαι για αυτήν, αλλά απεναντίας να αισθάνεσαι ντροπή· διότι η αιτία για την οποία οι απόστολοι δεν υπήρξαν κατά κόσμο σοφοί, δεν είναι η αδυναμία του χαρίσματος, αλλά η πρόνοια να μην βλαφτεί το κήρυγμα».
(Άπαντα Ι. Χρυσόστομου, Ομιλία 3η εις την Α΄ Κορινθίους, ΕΠΕ 18, σ. 71, εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς)
«Όπου λοιπόν υπάρχει η σοφία του Θεού, δεν χρειάζεται πλέον η ανθρώπινη σοφία» (Άπαντα Χρυσοστόμου, Ομιλία 4η εις την Α΄ Κορινθίους, ΕΠΕ 18, σ. 93, εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς).

Ο Γρηγόριος Νύσσης, άλλος ένας εκκλησιαστικός διδάσκαλος που προβάλλεται ως συμφιλιωτής της ελληνικής σκέψης με τον Χριστιανισμό, γράφει..
Γιατί αληθινά είναι άγονη η εξωτερική μόρφωση που πάντοτε έχει ωδίνες και ποτέ δεν γεννά ζωντανό παιδί. Ποιος είναι ο καρπός των πολύχρονων πόνων της που μας έδειξε άξιος για τόσους και τέτοιους πόνους; Δεν είναι όλοι ανεμογεννήματα κι όλοι ανολοκλήρωτοι που αποβάλλονται πριν φτάσουν στο φως της θεογνωσίας, που θα μπορούσαν ίσως να γίνουν άνθρωποι, αν δεν κλείνονταν καθόλου στους κόλπους της άγονης σοφίας. […] Αν ασχολούμαστε κατά τον καιρό της μόρφωσής μας με τους εξωτερικούς λόγους, να μη μένουμε δίχως το γάλα της Εκκλησίας.
(ΕΠΕ 9, σ. 193, Στον βίο του Μωυσή, λόγος Β΄, εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς)
Άγονη, λοιπόν, η θύραθεν σοφία, άνευ των Γραφών.

Ο Γρηγόριος ο «Θεολόγος», θεωρεί ότι οι επιστημονικές γνώσεις είναι άχρηστες: «Να θυμάσαι το εξής· ότι δηλαδή από όλους αυτούς που εξάγουν συμπεράσματα, ή ασχολούνται με την γεωμετρία ή την αστρονομία, δεν θα ωφεληθεί καθόλου η ζωή μας» (Εις Ήρωνα τον φιλόσοφο, Άπαντα Γρηγορίου, ΕΠΕ 3, σ. 263).

Ο εκκλησιαστικός επίσκοπος Θεοδώρητος Κύρου, εξιστορώντας τα σχετικά με την δοξασία του Αρείου, θεωρεί ότι «ο παμπόνηρος και βάσκανος δαίμων» πλάνησε με την Ελληνική φιλοσοφία «άνδρας της μεν Χριστιανικής προσηγορίας ηξιωμένους, φιλοτιμία δε και κενή δόξη δεδουλωμένους», τους οποίους και «όργανα τούτους των οικείων απέφηνε τεχνασμάτων». Με αυτόν τον τρόπο «την Ελληνικήν πλάνην δήλη γεγενημένην και φωραθέντα τα ποικίλα των δαιμόνων τεχνάσματα», κατόρθωσε να κάνει ορισμένους χριστιανούς όχι πια να λατρεύουν την κτίση όπως στα προχριστιανικά χρόνια, αλλά «τον Ποιητήν και δημιουργόν συνταχθήναι τη κτίσει κατασκευάσας» (Τόμος Α΄ εκκλησιαστικής ιστορίας). Αποκαλεί την ελληνική κοσμοαντίληψη ως «πλάνην» και «δαιμόνων τεχνάσματα». Δηλαδή, συνδέει τις αποκλίσεις από το «ορθόδοξο» δόγμα με επιρροές από τους αρχαίους Έλληνες φιλόσοφους. Από αυτό φαίνονται δύο πράγματα: Αφενός υπήρχε εποχή όπου δεν έχουμε ακόμα αυστηρά καθορισμένα δόγματα πίστεως, παρά μόνο ποικίλες θεολογικές απόψεις και αφετέρου ότι η ελληνική σκέψη επηρεάζει ακόμα τους χριστιανούς θεολόγους. Στο ίδιο έργο, αναφέρεται στον Εφραίμ τον Σύριο και τον Δίδυμο τον τυφλό. Για τον πρώτο αναφέρει ότι «τους πολυσχιδείς των Ελλήνων διήλεγξε πλάνους», και για τον δεύτερο ότι «ποιητικών και ρητορικών μετέλαχε παιδευμάτων, αριθμητικής τε και γεωμετρίας και αστρονομίας και των Αριστοτέλους συλλογισμών και της Πλάτωνος ευεπείας», αλλά «ουχ ως αλήθειαν εκπαιδεύοντα, αλλ’ ως όπλα της αληθείας κατά του ψεύδους γιγνόμενα» (ο. π. τ. 4).

Ο Μακάριος ο Αιγύπτιος, διευκρινίζει την διαφορά της «αληθινής» σοφίας της οποίας η δύναμη έγκειται από την θεία δύναμη, από την σοφία των Ελλήνων που βρίσκεται μόνο στον λόγο. Ένα άλλο Πατερικό χωρίο, όπου καθίσταται φανερό, ότι η «πραγματική» φιλοσοφία έχει πια ταυτιστεί με την θεολογία.
Διότι εκείνοι είναι πραγματικά σοφοί και πολεμιστές και ανδρείοι και φιλόσοφοι του Θεού που οδηγούνται και ποιμαίνονται ως προς τον εσωτερικό άνθρωπο από την θεϊκή δύναμη. Διότι οι φιλόσοφοι των Ελλήνων μαθαίνουν λόγους, ενώ άλλοι είναι «απαίδευτοι στον λόγο», ευφραίνονται και νιώθουν αγαλλίαση με την χάρη του Θεού, και είναι άνδρες θεοσεβείς. Ας ξεχωρίσουμε λοιπόν ποιοι είναι καλύτεροι. «Με έργα και θεία δύναμη», λέγει, «εγκαθίσταται η βασιλεία του Θεού στις ψυχές» όχι με λόγια, αλλά με έργα και θεία δύναμη (ΙΖ΄ ομιλία, Φιλοκαλία τ. 7, εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς).
Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει και από τον «Ασκητικό λόγο» του Νείλου του μοναχού…
Επιχείρησαν πολλοί, και Εθνικοί και Ιουδαίοι, να φιλοσοφήσουν. Μόνο όμως οι μαθητές του Χριστού προσπάθησαν να μάθουν την αληθινή φιλοσοφία, γιατί, μόνο αυτοί είχαν δάσκαλο τη Σοφία (το Χριστό), που έδειξε με έργα την επιμέλεια και την εργασία της αληθινής φιλοσοφίας. Οι πρώτοι, δηλ. οι Έλληνες, σαν να έπαιζαν δράμα πάνω στη σκηνή φόρεσαν ξένο προσωπείο, έχοντας άδειο όνομα φιλοσοφίας, χωρίς να έχουν την αληθινή φιλοσοφία και επιδεικνύοντας τη φιλοσοφικότητά τους με το να φορούν τρίβωνα και να έχουν γενειάδα και ραβδί. […] Γιατί, φιλοσοφία είναι ορθή τοποθέτηση του χαρακτήρα, ενωμένη με αληθινή γνώση περί του Όντος, δηλαδή Θεού. Απ’ αυτή πλανήθηκαν και οι δύο, Ιουδαίοι και Έλληνες, γιατί αποποιήθηκαν την Σοφία που ήρθε από τον ουρανό και προσπάθησαν να φιλοσοφήσουν χωρίς Χριστό, που είναι ο μόνος που μας έδειξε με έργο και με λόγο την αληθινή φιλοσοφία.
(Φιλοκαλία των Νηπτικών, εκδόσεις Το περιβόλι της Παναγίας, τόμος Α΄, σ. 235)
Στον «Ακάθιστο» ύμνο, που ψάλλεται από τους χριστιανούς προς τιμήν της «Θεοτόκου» σε όλους τους ορθόδοξους ναούς κατά τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, αναφέρονται μεταξύ των άλλων, και οι εξής «χαιρετισμοί»:
Χαίρε, φιλοσόφους ασόφους δεικνύουσα· Χαίρε, τεχνολόγους αλόγους ελέγχουσα· Χαίρε, ότι εμωράνθησαν οι δεινοί συζητηταί· Χαίρε, ότι εμαράνθησαν οι των μύθων ποιηταί· Χαίρε, των Αθηναίων τας πλοκάς διασπώσα· Χαίρε, των αλιέων τας σαγήνας πληρούσα.
Με αυτά τα ανιστόρητα και πλήρη γελώτων άσματα, ευφραίνονται όσοι τα καταλαβαίνουν από το χριστεπώνυμο πλήρωμα.

Ο Τατιανός, ένας Σύριος απολογητής και μέγας ανθέλληνας αλλά και νοθευτής των ευαγγελίων (το «Διατεσσάρων» ευαγγέλιο -μια νοθευμένη σύνθεση των τεσσάρων κανονικών ευαγγελίων σε ένα- ήταν σε χρήση από την χριστιανική Εκκλησία ως τον 5ο αιώνα), στο έργο του «Λόγος προς Έλληνας» το οποίο «ο Ευσέβιος εξεχώρισεν από όλα τα συγράμματα του Τατιανού (…) δια να τον επαινέση ιδιαιτέρως ως κάλλιστον και ωφελιμώτατον και να τον χαρακτηρίση ως διαβόητον» (Τατιανός, Απολογητές, ΕΠΕ 2, εισαγωγή, εκδόσεις Γρηγόριος ο Παλαμάς), γράφει τα εξής:

«Μη έχετε τόσον εχθρικήν διάθεσιν προς τους βαρβάρους, ω Έλληνες, μήτε να περιφρονείτε τα δόγματά των. Διότι ποιος θεσμός σας δεν ανάγει την σύστασίν του εις τους βαρβάρους;» (ο. π σ. 29).

«Διότι τι αξιόλογον διετυπώσατε φιλοσοφούντες; Ποιος δε από τους πολύ σπουδαίους απέφυγε την αλαζονείαν;»
(σελ.31).

Οι Έλληνες έχουν αλλόκοτη γνώμη και ακολουθούν τους δαίμονες.

«Τοιούτοι τινές εστέ και υμείς , ω Έλληνες, ρήμασι μεν στώμυλοι (= ευφραδείς), γνώμιν δε έχοντες αλλόκοτον (…) ισχυροίς νομίζοντες τοις δαίμοσι κατακολουθείν» (ο. π σ. 54).

Ο Θεόφιλος Αντιοχείας, επίσκοπος του 2ου αιώνος, στα έργα του «Προς Αυτόλυκον», αφενός κάνει χρήση του όρου «Έλληνες» σε επίπεδο έθνους, αφετέρου καθυβρίζει και μάλιστα ονομαστικά.

Αναφέρεται στο πρώτο βιβλίο: «Ει δε και Έλληνας είποις και τα λοιπά έθνη, σέβονται λίθους και ξύλα και την λοιπήν ύλην» (Απολογητές ΕΠΕ 2, σ. 340, εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς).

Μωρός και κενός ο ελληνικός λόγος, και αν υπάρχει κάτι αληθινό, είναι ανακατεμένο με την πλάνη:

«Δοκεί δε τα υπό των φιλοσόφων ή συγγραφέων και ποιητών ειρημένα αξιόπιστα μεν είναι παρά το φράσει κεκαλλωπίσθαι· μωρός δε και κενός ο λόγος αυτών δείκνυται, ότι πολλή μεν πληθύς της φλυαρίας αυτών εστίν, το τυχόν δε της αληθείας εν αυτοίς ουχ ευρίσκεται. Και γαρ ει τι δοκεί αληθές δι’ αυτών εκπεφωνήσθαι, σύγκρασιν έχει τη πλάνη» (ο. π. σ. 384).

Για τον Αθανάσιο Αλεξανδρείας, τον λεγόμενο «στύλο της Ορθοδοξίας», ο σταυρός του Ιησού είναι ανώτερος της ελληνικής σκέψης, η οποία χαρακτηρίζεται ως «αληθοφανής», πράγμα που σημαίνει ότι στο βάθος της είναι ψεύτικη.
Οι φιλόσοφοι των Ελλήνων έγραψαν πολλά με αληθοφάνεια και τέχνη· παρουσίασαν λοιπόν κάτι τόσο μέγα όσο ο σταυρός του Χριστού; Διότι μέχρι του θανάτου των τα σοφίσματά των είχαν την αληθοφάνεια, αλλά και όσα θεωρούσαν όταν ήσαν ζώντες, ότι έχουν ισχύν, ήσαν αντικείμενα ανταγωνισμού μεταξύ των και φιλονικούσαν μεταξύ των δια την θεωρία των.
(Άπαντα Αθανασίου, Περί Ενανθρωπήσεως, ΕΠΕ 1, σ.359, εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς)
Πότε μωράθηκε η σοφία των Ελλήνων, παρά όταν η αληθής Σοφία του θεού φανερώθηκε επί της γης;
(ο. π. σ. 347).
Η σοφία των Ελλήνων δεν προκόβει πια και η υπάρχουσα στο εξής εξαφανίζεται.
(ο. π. σ. 369)
Όσοι εκ των Ελλήνων προσχωρούν ακόμη και τώρα στην Εκκλησία, αφού εγκαταλείψουν την δεισιδαιμονία των ειδώλων, δεν λαμβάνουν την ονομασία εκ του ονόματος αυτών οι οποίοι τους κατηχούν, αλλά του Σωτήρα, και αρχίζουν να ονομάζονται αντί Έλληνες Χριστιανοί.
(Άπαντα Αθανασίου, Κατά Αρειανών Α΄, ΕΠΕ 2, σ. 35, εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς)
Σημειώνουμε εδώ, ότι όχι μόνο δεν συμβιβάζονται, αλλά ακόμα και το όνομα αλλάζει.

«Έτσι και οι Έλληνες, αν και ομολογούν με το στόμα τον Θεόν, όμως υπόκεινται στην κατηγορία της αθεΐας (κείμενο: «αθεότητος έχουσι το έγκλημα»), διότι δεν γνωρίζουν τον πραγματικά υπάρχοντα και αληθινό Θεό» (ο. π. σ. 335).

Απορίας άξιο, το πώς υπάρχουν άνθρωποι που τολμούν να λένε ότι ο Χριστιανισμός είναι συνέχεια του Ελληνισμού, προάγγελος, από την στιγμή που ξεκάθαρα ο Αθανάσιος λέει ότι οι Έλληνες δεν είχαμε ιδέα περί του αληθινού θεού. Τα ίδια αναφέρει και αλλού.

«Οι Έλληνες και οι αιρετικοί δεν έχουν θεογνωσία, αλλά μόνη η καθολική Εκκλησία» (Άπαντα Αθανασίου, Προς Μαρκελλίνο, ΕΠΕ 5, σ. 53, εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς).

Ο Ευσέβιος Καισαρείας, διαχωρίζει εντελώς την διδασκαλία των φιλοσόφων (που χαρακτηρίζονται «άθεοι»), από αυτήν των Γραφών.
Εγκαταλείψαντες τας αγίας Γραφάς του Θεού, ασχολούνται ε την γεωμετρία, με την δικαιολογία ότι είναι εκ της γης, λαλούν περί της γης και αγνοούν τον ερχόμενο από άνω. Ο Ευκλείδης λοιπόν γεωμετρεί φιοπόνως ανάμεσα σε μερικούς από αυτούς, ο Αριστοτέλης και ο Θεόφραστος, θαυμάζονται, ενώ ο Γαληνός ίσως και προσκυνείταιαπό μερικούς. Τι χρειάζεται και να πούμε ότι αυτοί οι οποίοι κάνουν κατάχρηση των τεχνών των απίστων χάριν της διδασκαλίας της αιρέσεώς τους και απαλλάσσουν την άδολη πίστη των θείων Γραφών με την πανουργία των αθέων, δεν είναι ούτε πλησίον της πίστεως;
(Άπαντα Ευσεβίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, ΕΠΕ 2, σ. 215, εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς)
Ο Μάξιμος ο Ομολογητής, σε αλληγορική φράση του Γρηγορίου του «Θεολόγου» που αναφέρει ότι «δεν ανέχομαι μια πηγή να φράζει και το χείμαρρο να κυλά», εξηγεί ότι «πηγή είναι η ευαγγελική διδασκαλία, που πάντα αναβλύζει με την πίστη, ενώ χείμαρρος η εξωτερική φιλοσοφία, που αντλεί την πειθώ της μόνο από το λόγο» (Απάντα Μάξιμου, Ερωταποκρίσεις, ΕΠΕ 14 Α΄, σ.155, εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς). Με άλλα λόγια, η φιλοσοφία δεν είναι ανεκτή στο να κυλά.

Για τον ίδιο τον Μάξιμο, αναφέρεται στον βίο του, ότι «ασκήθηκε με πολλή επιμέλεια στη γραμματική και την άλλη εκπαίδευση, τη ρητορική και την τέχνη του λόγου την έφτασε στο ακρότατο σημείο, και άκουσε μαθήματα φιλοσοφίας με τόση φιλοπονία, ώστε κανένα δεν άφησε να τον πλησιάσει έστω κι από μακριά». Η επιλεκτική χρήση της, ωστόσο, φαίνεται λίγο παρακάτω, όπου αναφέρεται: «Όμως όχι έτσι όπως τύχαινε και χωρίς διάκριση, αλλά, αφού απομάκρυνε και απέβαλε το σοφιστικό της μέρος και ό, τι σχετιζόταν με απάτη και παραλογισμούς, αποδέχθηκε ό, τι αναφερόταν σε λόγους και δόγματα και λογικές μεθόδους και αποδείξεις» (Εις τον βίο του Μάξιμου του Ομολογητού, σ. 279, ΕΠΕ 15Γ, εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς).

Ο Φώτιος, αν και είναι από τις λιγοστές εξαιρέσεις λόγιου χριστιανού ιεράρχη που αγαπά την ελληνική φιλοσοφία, εντούτοις στα έργα του φαίνεται η διάκριση της «καθ’ ημάς» φιλοσοφίας (δηλαδή της χριστιανικής) και της «θύραθεν» (Αμφιλόχια, Μυριόβιβλος).

Αναφερόμενος στον Ανδρονικιανό, γράφει ότι «είναι της φιλοσοφίας εραστής στο ήθος, στη σκέψη και στη μορφή του λόγου του, ως προς την πίστη όμως είναι Χριστιανός» (Άπαντα Φωτίου, Μυριόβιβλος, ΕΠΕ 5, σ. 59, εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς).

Στην «Ευαγγελική Προπαρασκευή», ο Ευσέβιος αντιδιαστέλλει τον Εβραϊσμό από τον Ελληνισμό, λέγοντας ότι οι χριστιανοί προτίμησαν την εβραϊκή σκέψη! Συνεπώς και εδώ φαίνεται το ασυμβίβαστο. «Τισί ποτέ λόγοις την καθ’ Εβραίους φιλοσοφίαν της Ελληνικής προτετιμήκαμεν» (Α,1). Και στην θεολογία το ίδιο: «Μη άνευ λόγου σώφρονος δευτέρα θέμενοι τα της Ελλήνων φιλοσοφίας, την παρ’ Εβραίους θεολογίαν προτετιμήκαμεν» (Δ 1).

Ο Αναστάσιος ο Σιναίτης γράφει: «Ούτε ο διάβολος θα τολμήσει να προτιμήσει την Ελληνική σοφία πάνω από την Μωσαική και προφητική και ευαγγελική και αποστολική παράδοση» (Άπαντα Αναστασίου Σιναίτη, Οδηγός, Φιλοκαλία τ. 13 Α΄, σ. 119, εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς).

Στο ψευδεπίγραφο βιβλίο των «Αποστολικών Διαταγών», οι χριστιανοί προτρέπονται στα εξής:
Να μένεις μακριά από τα εθνικά βιβλία. Τι σου χρειάζονται άλλωστε τα ξένα λόγια ή οι νόμοι ή οι ψευδοπροφήτες, τα οποία μάλιστα και απομακρύνουν από την πίστη τους ελαφρόμυαλους; Τι δηλαδή σου λείπει στο νόμο του Θεού, για να στραφείς προς εκείνα τα ειδωλολατρικά παραμύθια; Γιατί είτε ιστορικά γεγονότα θέλεις να διαβάσεις, έχεις τα βιβλία των Βασιλειών· είτε φιλοσοφικά και ποιητικά, έχεις τους Προφήτες, τον Ιώβ και τον συγγραφέα των Παροιμιών, στους οποίους βρίσκεις περίσσεια σκέψη ποιήσεως και σοφίας, γιατί είναι λόγια του μόνου σοφού Κυρίου. Εάν πάλι έχεις όρεξη για ασματικά κείμενα, έχεις τους Ψαλμούς· εάν θέλεις να μάθεις για τη δημιουργία των αρχαίων, έχεις τη Γένεση· είτε, τέλος, θέλεις να γνωρίσεις νόμους και εντολές, έχεις τον ένδοξο Νόμο του Κυρίου. Μείνε με δύναμη λοιπόν μακριά από όλα τα ξένα και διαβολικά.
(Αποστολικοί Πατέρες, ΕΠΕ 1,σ. 43)
Ο Κύριλλος Αλεξανδρείας, ισχυρίζεται ότι ο φιλοσοφικός λόγος είναι ασύνετος. «Των Ελλήνων σοφοίς γραώδη και ασύνετον λόγον» (Ερμηνεία στον Ησαία, ΕΠΕ 17, σ. 265, εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς).

Τα ελληνικά δόγματα είναι αλλόκοτα και μη πρέποντα σε έναν φιλόθεο νου: «Ο μεν ουν φιλόθεος νους και των αλλοκότων απηλλαγμένων δογμάτων Ελληνικής τε ως πορρωτάτω δεισιδαιμονίας αναφυγώ» (Εις τον κατά Ιωάννην ευαγγέλιον, τ. Ε΄)

Τα άπαντα των Ελλήνων είναι ψευδή: «Ψευδή δε και των Ελλήνων άπαντα, σοφία και λόγοι» (Εις τους Ψαλμούς, ια΄)

Οι σοφοί των Ελλήνων δεν δίδαξαν τίποτα το αναγκαίο: «Οι παρ’ Ελλησι σοφοί ουδέν των αναγκαίων ημάς δίδαξαν. […] Η γαρ πνευματική ευτροφία ανθίστασθαι αυτών ποιεί και ακαθάρτοις πνεύμασι και της εν πλάνης δασκάλοις». (Εις τους Ψαλμούς, κβ΄)

Και κλείνουμε το άρθρο με τα λόγια του «κατεξοχήν δογματολόγου» της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τον Ιωάννη Δαμασκηνό…
Τα προσκυνούμε και τα αγκαλιάζουμε και τα καταφιλούμε και τα ασπαζόμαστε με τα μάτια και τα χείλη και την καρδιά, όπως επίσης και ολόκληρη την Παλαιά και Καινή Διαθήκη και τους λόγους των αγίων και διακεκριμένων πατέρων, ενώ τα αισχρά και βδελυρά και ακάθαρτα γραφόμενα των καταραμένων Μανιχαίων και των Ελλήνων και των άλλων αιρέσεων, τα αποστρεφόμαστε και τα απορρίπτουμε, επειδή περιέχουν ψεύτικα και μάταια πράγματα και έχουν εφευρεθεί για τη δόξα και χαρά του Διαβόλου και των δαιμόνων του.
(Άπαντα Ι. Δαμασκηνού, Περί εικόνων Β΄ λόγος, ΕΠΕ 3, σ. 125, εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς)
Συμπληρωματικές απαντήσεις εις τα περί ελληνοχριστιανικών συνθέσεων – Απαντήσεις σε νέα ψευδο-επιχειρήματα

Έχουμε παρουσιάσει χωρία από τους πατέρες της Εκκλησίας στα οποία είτε αποκηρύσσουν την ελληνική φιλοσοφία στο σύνολό της, είτε μέρος της -με την προϋπόθεση ότι οτιδήποτε αποδεκτό δεν μπορεί να μπει παραπάνω από την «αποκάλυψη» όπως έχει αποκρυσταλλωθεί στις Γραφές. Πιο συγκεκριμένα, παρουσιάσαμε αποσπάσματα από «πατέρες της ερήμου» (όπως τον Διάδοχο Φωτικής, τον Αναστάσιο τον Σιναϊτη), από τους πρώτους απολογητές (όπως τον Ιουστίνο) και από πατέρες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο ως προς τη διαμόρφωση των ορθόδοξων χριστιανικών δογμάτων (όπως τον Βασίλειο Καισαρείας, Κύριλλο Αλεξανδρείας, Αθανάσιο Αλεξανδρείας, Γρηγόριο Νύσσης, Γρηγόριο τον Θεολόγο, Ιωάννη «Χρυσόστομο», Γρηγόριο Παλαμά). Πάντα με την συμμαρτυρία επιφανών καθηγητών της πατρολογίας και της δογματικής (Στ. Παπαδόπουλο, Παν. Χρήστου, Χρ. Ανδρούτσο) και επιφανών σύγχρονων εκκλησιαστικών (Ι. Ρωμανίδη, Φλορόφσκι, Επ. Θεοδωρόπουλου, Ι. Βλάχου. Α. Αλεβιζόπουλου). Ως εκ τούτων, οι πατέρες της Εκκλησίας δεν μπορούν να θεωρούνται συνεχιστές της ελληνικής φιλοσοφίας, όπως διατείνονται οι νεο-απολογητές. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, ως παραποιητές της.

Ένα νέο ψευδο-επιχείρημα που διαβάζουμε στους απολογητικούς ιστοτόπους, είναι ότι στην πατερική παράδοση διατηρείται η φιλοσοφία ως μέθοδος γνώσης του κόσμου. Και αυτό όμως είναι λάθος. Όπως έχουμε πάλι δείξει (στα ανωτέρω αναφερθέντα άρθρα), η μόνη μέθοδος κατανόησης του κόσμου που δέχονται οι Γραφές, είναι αυτή που συμφωνεί με την «αποκάλυψη» του Θεού. Δηλαδή, η θεολογία δεν αφορά μόνο την «εμπειρική» γνώση για τον Θεό που δίδεται κατά χάρη στους «καθαρούς τη καρδία» (όπως διδάσκει η ορθόδοξη νηπτική- μυστική παράδοση), αλλά αφορά εξίσου και τον «κτιστό» κόσμο. Αυτό το είχαμε αποδείξει με εδάφια από τα ίδια τα κείμενα. Κάθε άλλη προσέγγιση αποδοκιμάζεται. 

Είχαμε γράψει…

Η μελέτη του φυσικού κόσμου χαρακτηρίζεται ως «πονηρός περισπασμός», από το βιβλίο που κατατάσσεται από τους θεολόγους ως μέρος της Εβραϊκής σοφίας (!)· «και έδωκα την καρδίαν μου του εκζητήσαι και του κατασκέψασθαι εν τη σοφία περί πάντων των γινομένων υπό τον ουρανόν, ότι περισπασμόν πονηρόν έδωκεν ο θεός τοις υιοίς του ανθρώπου του περισπάσθαι εν αυτώ» (Εκκλησιαστής 1,13). Για αυτό το λόγο, αποτρέπεται ο άνθρωπος από την γνώση, διότι «ο προστιθεις γνωσιν προσθησει αλγημα», δηλαδή πόνο (ο. π 1,18). Οι λόγοι των σοφών χαρακτηρίζονται ως «βούκεντρα» και «καρφιά» φυτεμένα (ο. π 12,11). Ο άνθρωπος πρέπει να φυλάγεται από το να γράφει πολλά βιβλία, καθώς αυτά δεν έχουν τέλος, και η πολλή μελέτη είναι κούραση στο σώμα (ο. π 12, 12). Σε άλλο σημείο, ο Γιαχβέ απειλεί ότι θα κάνει να χαθεί η σοφία των σοφών. «Απολώ την σοφίαν των σοφών και την σύνεσιν των συνετών κρύψω» (Ησαίας 29,14). Σε άλλο σημείο, μας καθίσταται σαφές ότι οι σοφοί ντράπηκαν διότι αποδοκίμασαν τον λόγο του Κυρίου. «Ησχύνθησαν σοφοί και επτοήθησαν και εάλωσαν ότι τον λόγον Κυρίου απεδοκίμασαν, σοφία τις εστίν εν αυτοίς» (Ιερεμίας, 8,9).

Εφόσον οι εκκλησιαστικοί πατέρες θεολογούν με βάση τις Γραφές, έπεται ότι δεν μπορούν να υπερβούν και τα παραπάνω. Εκτός από αυτά, ο συγγραφέας της «προς Εβραίους» επιστολής της Καινής Διαθήκης, είναι κατηγορηματικός ως προς την απόρριψη των επιστημονικών μεθόδων (για την εποχή εκείνη) και την υιοθέτηση της πίστης για την ερμηνεία του φυσικού κόσμου. «Πίστει νοοῦμεν κατηρτίσθαι τοὺς αἰῶνας ῥήματι θεοῦ εἰς τὸ μὴ ἐκ φαινομένων τά βλεπόμενα γεγονέναι» (11:3).

Σε αυτά, μπορούμε να προσθέσουμε επιπλέον στοιχεία από το πολύ γνωστό έργο του Βασιλείου «Εξαήμερος». Ο καθηγητής Στέργιος Σακκός, στην εισαγωγή του έργου, αναφέρει: «Ο Μ. Βασίλειος δεν ασχολείται αποκλειστικώς με την ερμηνείαν του κειμένου της Γραφής· παρουσιάζει, και είτε δέχεται είτε αποκρούει, τας φιλοσοφικάς και επιστημονικάς αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων… Φαίνεται καλώς ότι εμελέτησε πολύ και ήντλησε πληροφορίας εκ των βιβλίων κυρίως μεν τεσσάρων, Αριστοτέλους, Πλουτάρχου, Αιλιανού, και Διογένους Λαερτίου» (Άπαντα Βασιλειου, τ. 4σ. 18, εκδ. ΕΠΕ).

Αυτό το κάνει με γνώμονα τις Γραφές. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι ότι ο Βασίλειος μέμφεται τους ατομικούς φιλοσόφους και την ατομική θεωρία, πάνω στην οποία βασίζεται όλη η σύγχρονη φυσική, επειδή δεν συμφωνεί με… τον Μωυσή.

Διότι αυτοί που αγνόησαν τον Θεό, δεν παραδέχτηκαν ότι εις την γένεση του παντός επιστατεί μια σκεπτόμενη Αιτία, αλλά αναλόγως προς την αρχική άγνοιά τους συνήγαγαν και τα επακολουθούντα συμπεράσματά των. Για αυτό άλλοι μεν κατέφυγαν εις την άποψιν ότι οι υποδομές του κόσμου είναι υλικές, υποστηρίζοντας ότι η αιτία του παντός είναι τα υλικά στοιχεία του κόσμου. Άλλοι φαντάστηκαν ότι η ορατή φύση αποτελείται από άτομα και αδιαίρετα σωματίδια, και από όγκους και πόρους· και ότι, καθώς τα αδιαίρετα σωματίδια άλλοτε μεν ενώνονται μεταξύ τους άλλοτε δε αποχωρίζονται απ’ αλλήλων, συντελείται η γένεση και η φθορά. Και ότι η ισχυρότερη συμπλοκή ατόμων των διαρκέστερων μαζών γίνεται η αιτία της διατηρήσεως του κόσμου. Πραγματικά ιστό αράχνης υφαίνουν αυτοί που τα γράφουν αυτά, αυτοί που θέλουν ως θεμέλια του ουρανού και της γης και της θάλασσας τόσο λεπτά και σχεδόν ανύπαρκτα αρχικά σωματίδια.
(ο. π. σ . 29)

Παρόμοια σημεία μπορούμε να βρούμε και άλλα, όπου ο Βασίλειος απορρίπτει τις επιστημονικές απόψεις όταν αυτές αντιτίθενται στο «ιερό γράμμα».

Όταν ο Βασίλειος προσπαθεί να εξηγήσει τον κύκλο του νερού, επικαλείται κάποια ασαφή χωρία των Γραφών (ασαφή, διότι οι συγγραφείς τους δεν ασχολήθηκαν επιστημονικά με το θέμα), ανατρέχει σε ό,τι είπαν σχετικά οι αρχαίοι φιλόσοφοι. Παρ’ ότι δεν έχει κανέναν λόγο να διαφωνήσει μαζί τους, εντούτοις θέτει υψηλότερα την «απλότητα» των Γραφών. Ενώ παραδέχεται το κάλλος των φιλοσοφικών λόγων, παρόλα αυτά (σε σύγκριση με τις Γραφές), το υποβιβάζει σε κάλλος «πορνών»!

Δεν θέλω κανείς να συγκρίνει τα απλά και απέριττα αυτά πνευματικά λόγια με τις πολύπλοκες θεωρίες αυτών που φιλοσόφησαν περί ουρανού. Διότι όσον προτιμότερο είναι το κάλλος των αγνών γυναικών από το κάλλος των πορνών, τόση είναι η διαφορά της δικής μας διδαχής από την έξω. Διότι οι μεν εξωτερικοί επικολλούν στα λόγια τους την πειστικότητα με βεβιασμένο τρόπο, ενώ τα δικά μας τα περιβάλλει η αλήθεια γυμνή από τεχνάσματα.
(ο. π. σ. 135)

Ο Γρηγόριος ο Παλαμάς, αιώνες μετά τον Βασίλειο, δίνει απόλυτη αυθεντία στον Μωυσή, γράφοντας:

Γνωρίζουμε επίσης την αρχή και όλων εκείνων που συνέγραψαν για οτιδήποτε, και δεν βλέπουμε κανέναν από αυτούς να ξεπερνά την γένεση του κόσμου και του χρόνου, την οποία ιστόρησε ο Μωυσής. Και ο ίδιος ο Μωυσής, που περιέγραψε την αρχή της γενέσεως του κόσμου, πρόσφερε αναντίρρητες μαρτυρίες της φιλαλήθειάς του με τόσα εξαίσια έργα και λόγια, ώστε όλο σχεδόν το γένος των ανθρώπων να το καταστήσει ευπειθές και να το πείσει να περιγελά τους σοφιζόμενους τα αντίθετα. (ΕΠΕ 8, σ. 75)

Μάλιστα, ο Παλαμάς αν και διακρίνει μεταξύ πνευματικής και φυσικής γνώσης, εντούτοις θεωρεί ότι από την θεολογία, «την διδασκαλία του Πνεύματος» όπως λέει, λάβαμε όχι μόνο την πνευματική γνώση, αλλά και την φυσική. Δηλαδή, ένας από τους μεγαλύτερους εκκλησιαστικούς πατέρες και θεολόγους, διαψεύδει τους νεο-απολογητές.

Προσέξτε τι γράφει:

Δια του νου συλλέγουμε από την αίσθηση και τη φαντασία όχι μόνο τα σχετικά με τη σελήνη, αλλά και τα σχετικά με τον ήλιο, τις εκλείψεις του και τους συνδυασμούς κατ’ αυτές, τις παραλλαγές των άλλων πλανητών του ουρανού και τις διαστάσεις και τους πολυειδής σχηματισμούς κατ’ αυτές, και γενικά όσα από τα πράγματα στον ουρανό γνωρίζουμε, κι επιπλέον τους λόγους της φύσεως, όλες τις μεθόδους και τις τέχνες και γενικά κάθε γνώση όλων των πραγμάτων, συγκεντρωμένη από μερικές καταλήψεις· και καμία γνώση δεν θα μπορούσε ποτέ να ονομαστεί πνευματική, αλλά μάλλον φυσική, που δεν χωρεί τα πνευματικά. Από πού μάθαμε για τον Θεό; Από πού μάθαμε για όλον τον κόσμο; Από πού μάθαμε για τους εαυτούς μας κάτι βέβαιο και απλάνευτο; Όχι από τη διδασκαλία του Πνεύματος; Διότι αυτή μας δίδαξε ότι μόνο ο Θεός είναι ο όντως ων και πάντοτε ων και αμετάβλητος ων, που ούτε από τα μη όντα έλαβε την ύπαρξη ούτε προς το μη ον απέρχεται, και ότι είναι τρισυπόστατος και παντοδύναμος, ο οποίος σε έξι ημέρες παρήγαγε με το λόγο τα όντα από τα μη όντα, μάλλον δε τους έδωσε υπόσταση μέσα σε μία στιγμή, όπως λέγει ο Μωυσής· ¨στην αρχή έκανε ο θεός τον ουρανό και τη γη¨, τον ακούσαμε να λέγει, όχι όμως αδειανό ούτε χωρίς να υπάρχουν τα ενδιάμεσα. Διότι η γη ήταν ανάμικτη με ύδωρ, το καθένα από τα δύο στοιχεία ήταν παραγωγικό αέρος και ζώων μαζί και φυτών κατά τα είδη τους, ο δε ουρανός ήταν γεμάτος από τα διάφορα φώτα και πυρά, με τα οποία είναι στερεωμένο το σύμπαν. Έτσι λοιπόν, ¨ο θεός έκανε στην αρχή τον ουρανό και τη γη¨, σαν ύλη παντοδόχο που φέρει μέσα της τα πάντα εν δυνάμη, ραπίζοντας πολύ σωστά από πολύ πιο πριν εκείνους που κακώς νομίζουν ότι η ύλη προϋφίσταται καθ’ εαυτήν». (ο. π. σ. 97)

Μια ακόμα θεωρία που επικαλούνται οι νεο-απολογητές, είναι η θέση που διετύπωσαν ορισμένοι από τους πρώτους χριστιανούς απολογητές, περί «σπερματικού» λόγου. Ότι δηλαδή, ο Θεός άφησε να διαρρεύσει μέρος της «θείας αλήθειας» στα ανήσυχα πνεύματα που έζησαν στην προχριστιανική εποχή. Κατεξοχήν εκφραστής αυτής της θέσης, είναι ο Ιουστίνος στην απολογία του προς τον Μάρκο Αυρήλιο το 160 κ.ε. Με αυτόν τον τρόπο θέλει να δικαιολογήσει τις τρομερές ομοιότητες μεταξύ εθνικού κόσμου και Χριστιανισμού. Ασφαλώς, αυτή η θεωρία αποτέλεσε διορθωτική κίνηση της αρχικής του θεωρίας που θέλει τις ομοιότητες να οφείλονται σε διαβολική πλάνη ή σε λογοκλοπή των ελλήνων φιλοσόφων από τον Μωυσή. Αυτό είχε διατυπωθεί σε προγενέστερη απολογία του προς τον Αντωνίνο τον Ευσεβή, το 150 κ.ε. Η θεωρία λοιπόν των «προ Χριστού χριστιανών», έχει καταρριφθεί ήδη από τους δημιουργούς της, ενώ έχει απορριφθεί από τους μεταγενέστερους εκκλησιαστικούς συγγραφείς (όπως ο Ειρηναίος με την θεολογία της ανακεφαλαιώσεως), και φυσικά από τους σύγχρονους θεολόγους. Μόνο οι νέο- απολογητές έμειναν να την προασπίζονται, όταν είναι προς το συμφέρον της εκκλησίας.

Για του λόγου το ασφαλές, γράφει ο Π. Χρήστου στην εισαγωγή των έργων του Ιουστίνου τα εξής: «Εις την πρώτην απολογίαν ο Ιουστίνος είχεν ισχυρισθή ότι μερικοί Έλληνες φιλόσοφοι και ποιηταί επλησίασαν κατά καιρούς την αλήθειαν δια δανεισμού από τους προφήτας ή εμπνεύσεως υπό των δαιμόνων. Ήδη όμως αναπτύσσει διάφορον θεωρίαν, την περί σπερματικού λόγου, της οποίας η διαμόρφωσις απήτει μεταβολήν εμπειρίας και παρέλευσιν ορισμένου χρόνου από της προηγούμενης απολογίας, εις την οποίαν μόνον εις ασαφής υπαινιγμός απαντάται» (ΕΠΕ 1, σελ. 47). Την ανεπάρκεια και το προβληματικό των δύο αυτών προσωπικών θέσεων του Ιουστίνου αναφέρουν τόσο ο καθηγητής πατρολογίας Σ. Παπαδόπουλος, όσο και ο καθηγητής Δογματικής Ν. Ματσούκας.

Στο πρώτο τόμο της πατρολογίας του, αναφέρει ο Σ. Παπαδόπουλος: «Πρέπει να σημειώσωμε ότι το ένα από τα δύο θέματα που απασχόλησαν τον Ιουστίνο, το θέμα της ενότητος της αληθείας (σπερματικός λόγος και Λόγος) και της καταλλαγής του Χριστιανισμού με τη φιλοσοφική σκέψη, δε λύθηκε ικανοποιητικά από τον ιερό συγγραφέα μας και η θεολογία του επί του προκειμένου δεν έγινε η θεολογία της Εκκλησίας» (σελ. 235).

Στην επόμενη σελίδα (την 236), γράφει: «Συχνά καταγγέλλει ότι όσα ορθά είπαν οι Έλληνες φιλόσοφοι τα έλαβαν από τους προφήτες της ΠΔ κι επομένως είναι “ημών των χριστιανών”. Αλλά σε καμία περίπτωση δε μας εξηγεί το λόγο, για τον οποίο οι Έλληνες αναγκάστηκαν να δανεισθούν από τους προφήτες, παρά το γεγονός ότι η σπερματική αλήθεια υπήρχε πάντοτε και για όλους».

Στον τρίτο τόμο της δογματικής και συμβολικής θεολογίας, ο καθηγητής Ν. Ματσούκας, αναφέρει: «Οι πρώτοι χριστιανοί απολογητές του δευτέρου αιώνα, δεν έχουν δίκαιο υποστηρίζοντας ότι ο Πλάτων, λόγου χάρη, και άλλοι σοφοί της Αρχαίας Ελλάδας είχαν συλήσει τις ιδέες του Μωυσή» (σελ. 105).

Τέλος, ένα ακόμα επιχείρημα που προτάσσουν, είναι οι εικονογραφήσεις-τοιχογραφίες Ελλήνων φιλοσόφων σε χριστιανικούς ναούς, κάτι που σχετίζεται με όσα γράψαμε περί του «σπερματικού» λόγου. Θεωρείται σπουδαίο και δυνατό επιχείρημα υπέρ της συμπόρευσης Ελληνισμού και Χριστιανισμού. Κάτι τέτοιο, βέβαια, δεν μπορεί να σταθεί, όπως είδαμε. Εφόσον έχουμε τα ίδια τα πατερικά γραπτά που καταδικάζουν την φιλοσοφική σκέψη (ή στην καλύτερη των περιπτώσεων την νοθεύουν παίρνοντας το ένα και απορρίπτοντας το άλλο για χάρη των Γραφών και της Εβραϊκής σκέψης), έπεται ότι αλλού πρέπει να αναζητηθεί ο λόγος.

Πρέπει να έχουμε υπόψη μας τα εξής:

1. Η απεικόνιση των αρχαίων φιλοσόφων σε ναούς σχετίζεται (κυρίως) με την δήθεν προοιώνιση της ελεύσεως του Χριστού. Με την ενσάρκωση του Θεού-Λόγου.
2. Αυτή η συσχέτιση βασίζεται σε πλαστογραφημένα κείμενα που χρονολογούνται τον 5ο μετα-χριστιανικό αιώνα.
3. Σύμφωνα με την εργασία της Γ. Μυλωνά που παρουσιάστηκε στο Β΄ Πανελλήνιο Συμπόσιο «Η Αριστοτελική Σκέψη» το 1987 στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής, το φαινόμενο της απεικόνισης το συναντούμε από τον 16ο αιώνα και εξής. Δηλαδή, πολύ αργότερα, όταν το φαινόμενο των ελληνοχριστιανικών συνθέσεων γίνεται ολοένα εντονότερο.
4. Σημαντικό στοιχείο των εικονογραφιών αυτών, είναι όσα γράφονται στα ειλητάρια που κρατούν οι φιλόσοφοι.

Βλέπουμε δηλαδή, ότι η Εκκλησία προσπαθεί να οικειοποιηθεί τους μεγάλους αρχαίους άνδρες. Αυτό είναι πλαστογράφηση της φιλοσοφίας και της ίδιας της ιστορίας. Είναι απάτη, και καταδεικνύεται εύκολα. Το κλειδί είναι τα ειλητάρια και το τι γράφεται σε αυτά.

Για παράδειγμα, σε τοιχογραφία της Μονής Βατοπεδίου, παρουσιάζεται ο Απόλλων να «προφητεύει» την γέννηση του Χριστού. Αναγράφεται στο ειλητάριο του: «Εγώ γαρ εφετμεύω, τρισένα μόνον υψιμέδοντα θεόν· ουν λόγος άφθιτος εν αδαή κόρη έγκυμος έσεται».

Ο Πλάτων (στην ίδια Μονή), παρουσιάζεται να λέει: «Ο παλαιός νέος και ο νέος ο αρχαίος, ο πατήρ εν τω γόνω και ο γόνος εν τω πατρί. Το εν διαιρείται εις τρία και τα τρία εις εν».

Ο Αριστοτέλης (πάλι στην ίδια Μονή), παρουσιάζεται να λέει: «Ακάματος φύσει θεού γέννησις εξ αυτού γαρ ο αυτός ουσιούται λόγος».

Ο Σοφοκλής σε νάρθηκα του παρεκκλησίου της Πορταϊτίσσης στην Μονή Ιβήρων, παρουσιάζεται να λέει: «Εστί θεός άναρχος, απλούς τη φύσει».

Και δεν είναι μόνο αυτοί. Πολλοί ακόμα αρχαίοι Έλληνες στοχαστές παρουσιάζονται με ενδυμασίες και μηνύματα που δεν είναι δικά τους. Ακόμα και οι Σίβυλλες επιστρατεύτηκαν, παρότι έχει πλέον αποδειχτεί ότι οι χρησμοί που έχουμε σήμερα στα χειρόγραφα είναι προϊόν πλαστογραφίας και παραχάραξης.

Πολλές αποδιδόμενες ρήσεις στους αρχαίους φιλοσόφους, όπως παρουσιάζονται στις τοιχογραφίες, όχι μόνο δεν βρίσκονται πουθενά στα έργα τους, όχι μόνο έρχονται σε ευθεία αντίθεση με όσα έχουμε σήμερα γραπτώς στα χέρια μας από τα σωζόμενα έργα τους, αλλά είναι –πραγματικά- δημιουργημένα «εκ του μηδενός». Για αυτόν τον λόγο, κανείς δεν δίνει ποτέ και πουθενά καμία παραπομπή σε κάποιο αρχαίο σύγγραμμά τους.

Για παράδειγμα, υπάρχει ένα εκκλησιαστικό έργο με τίτλο «Περί του Ναού και περί των διδασκαλείων και των θεάτρων των εν Αθήναις», γραμμένο δήθεν από τον Αθανάσιο Αλεξανδρείας. Σε αυτό, υποτίθεται ότι διασώζονται χρησμοί κάποιου αρχαίου μάντη Απόλλωνα, ο οποίος έκανε τους χρησμούς αφού πρώτα έκτισε ναό στον βωμό στον οποίο έγραψε «τω αγνώστω θεώ». Τότε συγκεντρώθηκαν οι σοφοί για να τον ρωτήσουν. Και τότε προανήγγειλε τα περί του Χριστού και της Μαρίας. Όμως, στην πραγματικότητα το συγκεκριμένο έργο είναι του 5ου αιώνος, νόθο, και αγνώστου προελεύσεως.

Το αστείο είναι ότι βάζει μαζί σοφούς άνδρες που έζησαν σε διαφορετικές εποχές και που είναι αδύνατο να συνάντησε ο ένας τον άλλο. Κατ’ επέκταση, καμία ρήση δεν αντιστοιχεί πραγματικά στα πρόσωπα αυτά. Συγκεκριμένα, φέρονται να συναντήθηκαν ο Βίας ο Πριηνεύς (625-540 π.κ.ε.), ο Σόλων (639-559 π.κ.ε.) ο Χείλων ο Λακεδαιμόνιος (600-520 π.κ.ε.), ο Θουκυδίδης (460-398 π.κ.ε.), ο Μένανδρος (342-292 π.κ.ε.), Πλάτων (427-347 π.κ.ε.).

Οι χριστιανοί όμως δεν διστάζουν να υπερασπίζονται τέτοια ψεύδη με τόσο ανέντιμα μέσα, χάριν της…«αλήθειας» (τους).

ΔΕΣ:
 Άγιοι καταστροφείς

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου