Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το χρήμα είναι η κινητήριος δύναμη όλων των συνδιαλλαγών. Λειτουργεί όχι μόνο ως διαμεσολαβητικός κρίκος ανταλλαγής προϊόντων αλλά και ως κριτήριο της αξίας κάθε προϊόντος, αφού η τελική του τιμή δεν είναι μόνο η έκφραση μιας εμπορικής επικοινωνίας ανάμεσα στον παραγωγό ή τον έμπορο και τον καταναλωτή, αλλά και το εμπορικό ανάστημα του ίδιου του προϊόντος μέσα στις αγορές. Κι εδώ βέβαια δεν μιλάμε για το μέγεθος της χρηστικής αξίας, γιατί άλλο η χρηστική αξία κι άλλο η εμπορική αξία. Εδώ μιλάμε για τη συνολική δαπάνη της εργασιακής δύναμης που απαιτείται για την παραγωγή ή τη μεταφορά των προϊόντων, δηλαδή για την ποσότητα των εργατοωρών και των πρώτων υλών που δαπανώνται. Νομοτελειακά το χρήμα είναι ο εκφραστής της αξίας, ο μετατροπέας της διαμορφωμένης παραγωγικής διαδικασίας σε χειροπιαστή, μετρήσιμη κι ως εκ τούτου ανταλλάξιμη ύλη. Φυσικά, δεν είναι ο δημιουργός της αξίας, είναι η μονάδα μέτρησής της αξίας, κι ως μονάδα μέτρησης, είναι προφανές ότι από μόνο του δεν έχει καμία αξία. Πράγματι, αν το χρήμα χάσει την ανταλλακτική του χρήση, χάσει δηλαδή την ανταπόκρισή του στα προϊόντα, δεν είναι παρά ένα κομμάτι χαρτί, γιατί η δύναμη του χρήματος δεν κρύβεται στην δική του αυτοτελή αξία, αλλά στο εύρος της πρόσβασης που εξασφαλίζει στα προϊόντα. Έτσι, δεν είναι παρά ο διευκολυντής της ανταλλαξιμότητας, η επινοημένη παρέμβαση εξυπηρέτησης των συναλλαγών, με δυο λόγια το όργανο της άμεσης μετατροπής των προϊόντων σε άλλα προϊόντα. Θα λέγαμε ότι είναι το λάδι που κινεί την εμπορευματική μηχανή. Το κάθε προϊόν, ως φορέας συσσωρευμένης αξίας, με την πώλησή του μετατρέπεται σε χρήμα, το οποίο επαναμετατρέπεται σε προϊόν με την επόμενη αγορά. Έτσι, ο καθένας εμφανίζεται διαρκώς στο αγοραστικό στερέωμα άλλοτε ως πουλητής κι άλλοτε ως αγοραστής προϊόντων και η όλη διαδικασία δεν είναι παρά η τελική ανταλλαγή προϊόντων που διασφαλίζουν την κοινωνική αυτάρκεια. Βρισκόμαστε δηλαδή μπροστά στην εξίσωση Ε – Χ – Ε (εμπόρευμα – χρήμα – εμπόρευμα) που καθορίζει όλες τις συναλλαγές: «Σύμφωνα με το υλικό της περιεχόμενο η κίνηση καταλήγει σε Ε – Ε, σε ανταλλαγή εμπορεύματος με εμπόρευμα, σε ανταλλαγή της ύλης της κοινωνικής εργασίας».
Η εμπορευματοποίηση αφορά τα προϊόντα που ανταλλάσσονται κι όχι το ίδιο το χρήμα που δεν λειτουργεί ως προϊόν αλλά ως διαμεσολαβητής προϊόντων. Με την εξέλιξη του κεφαλαιοκρατικού συστήματος όμως, είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι το ίδιο το χρήμα άρχισε να αποτελεί εμπόρευμα. Η ίδια η λειτουργία των τραπεζών, που δανείζουν χρήμα απαιτώντας περισσότερο χρήμα, δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης. Το θέμα των τραπεζών είναι τόσο ξεκάθαρο που Μαρξ ούτε που το αναφέρει. Ο Μαρξ προχωρά στην ίδια την κεφαλαιοκρατική παραγωγή που στηρίζεται αποκλειστικά στην ποσότητα του συσσωρευμένου χρήματος, που μετατρέπει δηλαδή το χρήμα από ανταλλακτικό μέσο σε εργαλείο παραγωγής. Το χρήμα, μετατρεπόμενο άμεσα σε οτιδήποτε, ρίχνεται στην παραγωγή ως κτιριακή υποδομή, μηχανήματα, εργατική δύναμη κτλ, και παράγει προϊόντα μαζικά, δημιουργώντας νέες αξίες, δημιουργώντας δηλαδή νέες μεγαλύτερες χρηματικές ποσότητες. Το χρήμα γεννά χρήμα και στην ουσία το ίδιο το προϊόν περνά σε δεύτερη μοίρα, αφού η παραγωγή του μετατρέπεται σε διαμεσολαβητικός κρίκος για την αναπαραγωγή του χρήματος. Ο κεφαλαιοκράτης αδιαφορεί παντελώς τόσο για την ουσία, όσο και για τη φύση ή τη χρηστική αξία του προϊόντος. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η γρήγορη πώλησή του, δηλαδή η αμεσότητα της επαναμετατροπής του σε χρήμα. Μοιραία η εξίσωση Ε – Χ – Ε μετατρέπεται σε Χ – Ε – Χ: «Ο κύκλος Ε – Χ – Ε ξεκινάει από το εμπόρευμα και κλείνει μ’ ένα άλλο εμπόρευμα που βγαίνει από την κυκλοφορία και περιέρχεται στην κατανάλωση. Ο τελικός σκοπός είναι λοιπόν η κατανάλωση, η ικανοποίηση αναγκών, με δυο λόγια η αξία χρήσης. Αντίθετα, ο κύκλος Χ – Ε – Χ ξεκινάει από το χρήμα και ξαναγυρνάει τελικά στο ίδιο το χρήμα. Γι’ αυτό, το κίνητρό του και ο καθοριστικός σκοπός του είναι η ίδια η ανταλλακτική αξία».
Η μετατροπή του χρήματος από διαμεσολαβητής εμπορευμάτων σε εργαλείο παραγωγής, δηλαδή σε κεφάλαιο, είναι η ολοκληρωτική εμπορευματοποίησή του, αφού κάθε εργαλείο είναι εμπορευματικό προϊόν, και η μετατροπή της εξίσωσης Ε –Χ –Ε σε Χ – Ε – Χ είναι η μετατροπή του χρήματος σε αυτοσκοπό με δυο λόγια η οριστική θεοποίηση του χρήματος. Κι αυτή ακριβώς είναι η βαθύτερη ουσία του καπιταλισμού και η μέγιστη αλλοτρίωση του σύγχρονου καπιταλιστικού ανθρώπου, η θεοποίηση του χρήματος, που αναπαράγεται και γιγαντώνεται μόνο με την ωφέλιμη χρήση άλλου χρήματος. Όταν όμως εμπορευματοποιείται το χρήμα, όταν δηλαδή γίνεται μέσο και στόχος παραγωγής τότε εμπορευματοποιούνται τα πάντα, με την προϋπόθεση ότι μπορούν να γεννήσουν χρήμα, και αυτού του είδους η εμπορευματική νοοτροπία σηματοδοτεί την οριστική ισοπέδωση κάθε αξίας. Η φύση, η εκπαίδευση, η υγεία, η πολιτική και τελικά ο ίδιος ο άνθρωπος μετατρέπονται σε αντικείμενα συναλλαγής, δηλαδή σε είδη εμπορίου. Ο άνθρωπος – καταναλωτής είναι ο διεκπεραιωτής της όλης διαδικασίας κι αυτό είναι η μέγιστη αποξένωση. Υπό αυτούς τους όρους η απληστία μετατρέπεται σε επιχειρηματικό προσόν, αφού ο αμοραλισμός είναι η βασικότερη προϋπόθεση της ανεξέλεγκτης κερδοφορίας κι ο σύγχρονος αδυσώπητος παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός είναι η ιδεολογική του υπόσταση. Κάπως έτσι όλα οφείλουν να προσαρμοστούν στα κεφαλαιοκρατικά καλούπια και κάπως έτσι εξαθλιώνονται οι λαοί, αφανίζεται η φύση και πάει λέγοντας. Και φυσικά, όλοι οφείλουν να μετατραπούν σε υπάλληλοι των πολυεθνικών, δηλαδή να εξαρτώνται απόλυτα από αυτές. Κάθε αυτόνομος παραγωγός αξίας που βιοπορίζεται από την ατομική – οικογενειακή του επιχείρηση αποτελεί παραφωνία του κεφαλαίου και αργά ή γρήγορα οφείλει να εξαφανιστεί. Ο ιδιώτης γιατρός που μετατρέπεται σε υπάλληλος πολυεθνικής που επενδύει σε πολυιατρεία είναι ίσως το κλασικότερο παράδειγμα και η ταυτόχρονη δραματική υποβάθμιση των δημόσιων νοσοκομείων δεν είναι συμπτωματική. Είναι η άλωση των πάντων από το κεφάλαιο.
Ο Μαρξ προκειμένου να τεκμηριώσει την αλλοτρίωση του ανθρώπου από τη μετατροπή του χρήματος σε αυτοσκοπό καταφεύγει στον Αριστοτέλη και συγκεκριμένα σ’ ένα χωρίο του από τα «Πολιτικά». «Ο Αριστοτέλης αντιπαρατάσσει τη χρηματιστική στην οικονομική. Ξεκινάει από την οικονομική. Εφόσον πρόκειται για τέχνη προς πορισμόν περιορίζεται στην προμήθεια των αγαθών που είναι απαραίτητα για τη ζωή και ωφέλιμα για το σπίτι ή το κράτος. Υπάρχει όμως ένα δεύτερο είδος πορισμού, που κατά προτίμηση και δικαιολογημένα ονομάζεται χρηματιστική, για την οποία φαίνεται να μην υπάρχει κανένα όριο για τον πλούτο και την απόκτηση. Το εμπόριο (εννοεί λιανικό εμπόριο) από τη φύση του δεν ανήκει στη χρηματιστική, γιατί εδώ η ανταλλαγή περιορίζεται μόνο σ’ αυτό που είναι απαραίτητο γι’ αυτούς (τον αγοραστή και τον πουλητή). Γι’ αυτό – εξηγεί παραπέρα ο Αριστοτέλης – η αρχική μορφή του εμπορίου ήταν το ανταλλακτικό εμπόριο, με την επέκτασή του όμως γεννήθηκε με αναγκαιότητα το χρήμα. Με την εφεύρεση του χρήματος το ανταλλακτικό εμπόριο εξελίχθηκε με αναγκαιότητα σε καπηλική, στο εμπόριο των εμπορευμάτων και το εμπόριο αυτό, αντιφάσκοντας στην αρχική του τάση, εξελίχθηκε στη χρηματιστική, στην τέχνη να δημιουργεί χρήμα. Και φαίνεται σαν να περιστρέφεται γύρω από το χρήμα, γιατί το χρήμα είναι η αρχή και το τέλος αυτού του τρόπου ανταλλαγής. Επομένως είναι απεριόριστος ο πλούτος, που επιδιώκει η χρηματιστική. Όριο έχει η οικονομική κι όχι η χρηματιστική η πρώτη επιδιώκει κάτι διαφορετικό από το ίδιο το χρήμα, η δεύτερη την αύξηση του χρήματος. Η σύγχυση των δύο μορφών που η μια περνάει στην άλλη κάνει μερικούς να θεωρούν σαν τελικό σκοπό της οικονομικής τη διατήρηση και τον πολλαπλασιασμό του χρήματος στο άπειρο».
Καρλ Μαρξ. Το Κεφάλαιο
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου