Σάββατο 28 Ιουλίου 2018

Albert Camus: Οι γιοι του Κάιν

Η μεταφυσική εξέγερση, στην κυριολεξία της, φανερώνεται συγκεκριμένα στην ιστορία των ιδεών μόνο στο τέλος του 18ου αιώνα. Οι σύγχρονοι καιροί ξεπρόβαλαν τότε μέσα σ’ ένα μεγάλο θόρυβο από τείχη που γκρεμίζονταν. Αλλά από εκείνη τη στιγμή οι συνέπειές της ξετυλίγονται ασταμάτητα και δεν είναι υπερβολικό να σκεφτούμε ότι μορφοποίησαν την Ιστορία της εποχής μας.

Αυτό σημαίνει ότι η μεταφυσική εξέγερση δεν είχε νόημα πριν από εκείνη τη χρονολογία; Κι όμως τα πρότυπά της είναι αρκετά παλιά αφού μας αρέσει να αποκαλούμε την εποχή μας προμηθεϊκή.

Είναι όμως έτσι πραγματικά;

Οι πρώτες θεογονίες μας δείχνουν τον Προμηθέα αλυσοδεμένο σ’ ένα βράχο στα άκρα του κόσμου, αιώνιο μάρτυρα, εξορισμένο για πάντα από έναν αφέντη που αρνιέται να υπηρετήσει. Ο Αισχύλος μεγαλώνει πιο πολύ το ανάστημα του ήρωα, παρουσιάζει το ξάστερο πνεύμα του («καμιά δυστυχία δε θα με χτυπήσει που να μην την έχω από τα πριν μαντέψει»), τον βάζει να φωνάζει το μίσος του ενάντια σ’ όλους τους θεούς και βυθίζοντάς τον σε «μιά φουρτουνιασμένη θάλασσα μοιραίας απελπισίας» τον προσφέρει στις αστραπές και τους κεραυνούς να τον αποτελειώσουν: «Αχ! βλέπετε τί αδικία υπομένω!»

Δεν μπορούμε λοιπόν να ισχυριστούμε πώς οι αρχαίοι αγνοούσαν τη μεταφυσική επανάσταση. Ζωγράφισαν πολύ πριν απ’ το Σατανά μιά πονεμένη κι ευγενική εικόνα του Στασιαστή και μας έδωσαν το μεγαλύτερο μύθο της επαναστατημένης διανόησης. Η ανεξάντλητη ελληνική μεγαλοφυΐα που αφιέρωσε τόσο πολλούς μύθους στήν υπακοή και την ταπεινοφροσύνη μπόρεσε όμως να φτιάξει κι ένα πρότυπο εξέγερσης. Αναντίρρητα μερικά από τα χαρακτηριστικά του Προμηθέα ξαναζούν πάλι την ιστορία επανάστασης που ζούμε: η πάλη ενάντια στο θάνατο («Ελευθέρωσα τους ανθρώπους από την ψύχωση του θανάτου»),ο μεσσιανισμός («Στήριξα μέσα τους τυφλές ελπίδες»), η φιλανθρωπία («Εχθρός τού Δία... γιατί πολύ αγάπησα τους ανθρώπους»).

Δεν μπορούμε όμως να ξεχάσουμε ότι στον «Προμηθέα πυρφόρο», τελευταίο μέρος της τριλογίας του Αισχύλου, αγγέλλεται η βασιλεία του συγχωρημένου επαναστάτη. Οι Έλληνες δε νοθεύουν τίποτα. Στα πιο ακραία τολμήματά τους έμεναν πιστοί στο μέτρο που είχαν θεοποιήσει. Η εξέγερσή τους δε στρέφεται ενάντια σ’ όλη τη δημιουργία αλλά ενάντια στο Δία που δεν είναι τίποτα περισσότερο από τους άλλους θεούς και που οι μέρες του είναι μετρημένες. Κι ο Προμηθέας ο ίδιος είναι ένας ημίθεος. Πρόκειται γιά μια ιδιωτική υπόθεση, μια αμφισβήτηση για το καλό κι όχι για μια πάλη του καλού και του κακού στον κόσμο.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι αρχαίοι πιστεύοντας στο πεπρωμένο, πίστευαν πρώτα απ’ όλα στη φύση όπου ένοιωθαν να μετέχουν. Η εξέγερση ενάντια στη φύση γίνεται στο τέλος εξέγερση ενάντια στον ίδιο τον εαυτό σου. Είναι σα να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο οπότε η μόνη συνεπής εξέγερση είναι η αυτοκτονία. Η ίδια η ελληνική μοίρα είναι μιά τυφλή δύναμη που την ανέχονται όπως και τις δυνάμεις της φύσης. Το κορύφωμα του παράδοξου για έναν Έλληνα είναι να χτυπά κάποιος με βέργες τη θάλασσα. Το θεωρεί βαρβαρική τρέλα. Ο Έλληνας περιγράφει βέβαια την παράβαση του μέτρου, αφού υπάρχει, αλλά της δίνει τη θέση και τα όρια της. Η πρόκληση του Αχιλλέα μετά το θάνατο του Πατρόκλου, οι κατάρες των τραγικών ηρώων ενάντια στο πεπρωμένο τους δεν προκαλούν την ολοκληρωτική καταδίκη.

Ο Οιδίπους ξέρει πώς δεν είναι αθώος. Είναι ένοχος χωρίς να το θέλει, ανήκει κι αυτός στη μοίρα. Παραπονιέται αλλά δεν προφέρει Ανεπανόρθωτες φράσεις. Κι η Αντιγόνη η ίδια επαναστατεί αλλά στ’ όνομα της παράδοσης, για να βρουν τ’ αδέρφια της την ανάπαυση στον τάφο και να τηρηθούν οι τελετουργικοί κανόνες. Από μια άποψη πρόκειται για μιά αντιδραστική εξέγερση. Η ελληνική σκέψη που έχει πάντα δύο πρόσωπα αφήνει πάντα ν’ ακούγεται σαν αντίστροφη υπόκρουση κάτω απ’ τις πιο απελπισμένες της μελωδίες ο αιώνιος λόγος του Οιδίποδα, που, τυφλός κι εξαθλιωμένος, αναγνωρίζει πως όλα πάνε καλά. Το ναι ισορροπεί με το όχι. Ακόμα κι όταν ο Πλάτωνας προσχεδιάζει στον Καλλικλή τον κοινό τύπο του νιτσεϊκού, ακόμα κι όταν εκείνος φωνάζει: «Ας φανερωθεί λοιπόν ένας άνθρωπος με το φυσικό που πρέπει, ξεφεύγει απ’ τον εαυτό του, καταπατάει τους κανόνες μας, τις μαγείες μας, τα ξόρκια μας κι αυτούς τους νόμους που όλοι, χωρίς εξαίρεση, είναι αντίθετοι στη φύση. Ο δούλος μας ξεσηκώθηκε κι ανακάλυψε πώς είναι αφέντης», Ακόμα και τότε προφέρει τη λέξη φύση όταν αρνιέται το νόμο.

Είναι γιατί η μεταφυσική επανάσταση προϋποθέτει μιά απλοποιημένη δράση της δημιουργίας που οι Έλληνες δεν θα μπορούσαν να έχουν. Δεν υπήρχαν γι’ αυτούς οι θεοί από τη μιά και οι άνθρωποι από την άλλη, αλλά βαθμίδες που οδηγούσαν απ’ τους τελευταίους στους πρώτους. Η ιδέα της αθωότητας σε αντίθεση με την ενοχή, τ’ όραμα μιας ολόκληρης ιστορίας πού συνοψίζεται στην πάλη του καλού και του κακού τους ήταν άγνωστα. Μέσα στο σύμπαν τους υπάρχουν περισσότερο σφάλματα παρά εγκλήματα, με μοναδικό οριστικό έγκλημα το ξεπέρασμα του μέτρου. Στον ολοκληρωτικά ιστορικό κόσμο, πού πλησιάζει να γίνει ο δικός μας, δεν υπάρχουν πια σφάλματα αντίθετα υπάρχουν μόνο εγκλήματα και το φοβερότερο απ’ αυτά είναι το μέτρο. Έτσι καταλαβαίνουμε το περίεργο μίγμα αγριότητας κι επιείκειας πού αποπνέει ο ελληνικός μύθος.

Οι Έλληνες δε θεώρησαν ποτέ τη σκέψη — κι αυτό μας υποβιβάζει σε σχέση μ’ αυτούς - έναν αποκομμένο απ’ τον κόσμο χώρο. Άλλωστε η εξέγερση είναι ακατανόητη αν δε στρέφετε ενάντια σε κάποιον. Μόνο η έννοια ενός θεού με πρόσωπο, δημιουργού κι υπεύθυνου των πραγμάτων, δίνει σημασία και περιεχόμενο στην ανθρώπινη διαμαρτυρία. Γι' αυτό μπορούμε να πούμε — χωρίς να είναι παραδοξολογία — ότι η ιστορία της εξέγερσης στο δυτικό κόσμο είναι αξεχώριστη Απ’ τήν ιστορία του χριστιανισμού. Πρέπει πραγματικά να περιμένουμε τις τελευταίες στιγμές της αρχαίας σκέψης για να δούμε πώς η εξέγερση αρχίζει να εκφράζεται τούς στοχαστές της μεταβατικής περιόδου και περισσότερο στον Επίκουρο και το Λουκρήτιο.

Η φοβερή θλίψη του Επίκουρου βγάζει κιόλας ένα νέο ήχο. Γεννιέται αναμφίβολα από το άγχος του θανάτου, που δεν είναι ξένο στο ελληνικό πνεύμα. Αλλά ο παθητικός τόνος πού παίρνει τούτο το άγχος είναι αποκαλυπτικός.

«Μπορούμε να εξασφαλιστούμε ενάντια σ’ όλων των λογιών τα πράγματα αλλά όσο για το θάνατο μένουμε όλοι σαν τους κατοίκους μιας κυριευμένης ακρόπολης.»

Ο Λουκρήτιος διευκρινίζει: «Η ουσία τούτου του ευρύχωρου κόσμου είναι μόνο ο θάνατος, η καταστροφή.» Γιατί λοιπόν ν’ αναβάλει κανείς την απόλαυση γι’ αργότερα; «Από προσμονή σε προσμονή, λέει ο Επίκουρος, ξοδεύουμε τη ζωή μας και πεθαίνουμε όλοι μέ πόνο.» Πρέπει λοιπόν ν’ απολαμβάνουμε. Αλλά τι παράξενη απόλαυση! Έρχεται με το να εθελοτυφλούμε μπροστά στα τείχη της ακρόπολης, με το να εξασφαλίζουμε νερό και ψωμί μέσα στη σιωπηλή σκιά. Αφού ο θάνατος μας απειλεί πρέπει ν’ αποδείξουμε πώς ο θάνατος δεν είναι τίποτα. ‘Όπως ο Επίκτητος κι ο Μάρκος Αυρήλιος, ο Επίκουρος εξορίζει το θάνατο από την ύπαρξη. Ο θάνατος δεν είναι τίποτα σε σχέση με μας γιατί αυτό που είναι διαλυμένο είναι ανίκανο να αισθανθεί κι ό,τι δέν αισθάνεται καθόλου δεν είναι τίποτα για μας.»

Είναι μήπως το μηδέν; Όχι, γιατί όλα είναι ύλη σ’ αυτό τόν κόσμο και ο θάνατος σημαίνει επιστροφή στο στοιχείο. Η ύπαρξη είναι η πέτρα.

Η παράξενη ηδονή που γι' αυτή μιλάει ο Επίκουρος υπάρχει κυρίως στην απουσία του πόνου: είναι η ευτυχία της πέτρας. Για να ξεφύγει από το πεπρωμένο, μ’ ένα θαυμαστό ελιγμό που ξαναβρίσκουμε στους μεγάλους κλασικούς μας, ο Επίκουρος σκοτώνει την ευαισθησία. Και πρώτα απ’ όλα την πρώτη φωνή της ευαισθησίας που είναι η ελπίδα. Αυτό που λέει ο 'Έλληνας φιλόσοφος για τους θεούς δεν εξηγείται διαφορετικά. Όλη η δυστυχία των ανθρώπων έρχεται από την ελπίδα που τους βγάζει από τη σιωπή της ακρόπολης και τους στήνει στις επάλξεις να προσμένουν τη σωτηρία. Αυτές οι παράλογες χειρονομίες δεν έχουν άλλο αποτέλεσμα από το να ξανανοίγουν πληγές με φροντίδα σκεπασμένες. Γι' αυτό ο Επίκουρος δεν αρνιέται τους θεούς, τους απομακρύνει μόνο, αλλά τόσο έντονα κι δραστικά που η ψυχή δεν έχει άλλη διέξοδο παρά να κλειστεί πάλι στα τείχη. «Η ευτυχισμένη και αθάνατη ύπαρξη δεν έχει καθόλου έννοιες ούτε και προκαλεί τέτοιες σε κανένα.» Κι ο Λουκρήτιος προσθέτει: «Είναι αναμφισβήτητο πώς οι θεοί, από την ίδια τους τη φύση, απολαμβάνουν την αθανασία μέσα στην πιο βαθιά γαλήνη ξένοι κι απόμακροι από τις έννοιές μας και τις υποθέσεις μας.» Ας ξεχάσουμε λοιπόν τους θεούς, ας μην τους σκεφτούμε ποτέ πια και «ούτε οι σκέψεις μας της μέρας ούτε τα όνειρά μας της νύχτας θα φέρουν πια στενοχώρια.»

Θα συναντήσουμε πάλι αργότερα, αλλά με πιο σημαντικές αποχρώσεις, το αιώνιο θέμα της εξέγερσης. Ένας θεός χωρίς ανταμοιβές καί τιμωρίες, ένας κουφός θεός είναι το μόνο θρησκευτικό όραμα των επαναστατημένων. Αλλά ενώ ο Βινύ θα καταταραστεί τη σιωπή της θεότητας, ο Επίκουρος κρίνει ότι, αφού πρέπει να πεθάνουμε, η σιωπή του ανθρώπου προετοιμάζει καλύτερα γι’ αυτή τη μοίρα από τα θεϊκά λόγια. Ή επίμονη προσπάθεια τούτου του περίεργου πνεύματος εξαντλείται γιά νά υψώσει τείχη γύρω από τον άνθρωπο, να ξανακλείσει την πύλη της ακρόπολης και να πνίξει ανελέητα την ακαταμάχητη κραυγή της ανθρώπινης ελπίδας. "Όταν αυτή η στρατηγική αναδίπλωση συμπληρωθεί, τότε μόνο ο Επίκουρος σαν ένας θεός ανάμεσα στους ανθρώπους, θα τραγουδήσει τη νίκη σε έναν ύμνο που δείχνει φανερά τον αμυντικό χαρακτήρα της επανάστασής του. «Ξεγέλασα τις παγίδες σου, ω μοίρα, έκλεισα όλους τους δρόμους από όπου μπορούσες να με φτάσεις. Δε θα αφεθούμε να νικηθούμε, ούτε από σένα ούτε από καμιά κακιά δύναμη. Κι όταν η ώρα της αναπόφευκτης αναχώρησης θα σημάνει, η περιφρόνησή μας για κείνους που αγκιστρώνονται μάταια στην ύπαρξη θα ξεσπάσει στ' ωραίο τραγούδι: "Ώ! πόσο άξια ζήσαμε!»

Μόνο ο Λουκρήτιος στην εποχή του οδηγεί πολύ μακρύτερα αυτή τη λογική και την πλησιάζει στη σύγχρονη διεκδίκηση. Στην ουσία δεν προσθέτει τίποτα στον Επίκουρο. Αρνιέται κι αυτός κάθε αρχή εξήγησης που δεν υπόκειται στις αισθήσεις. Το άτομο δεν είναι παρά το τελευταίο καταφύγιο όπου η ύπαρξη, αφού έχει αποδοθεί στα πρωτογενή της στοιχεία, θα συνεχίσει ένα είδος κουφής και τυφλής αθανασίας, ενός αθάνατου θανάτου, που για το Λουκρήτιο, όπως και για τον Επίκουρο, μοιάζει σαν η μοναδική δυνατή ευτυχία. Είναι αναγκασμένος όμως να παραδεχτεί ότι τα άτομα δεν ενώνονται μόνα τους σε ομάδες και, αντί να παραδεχτεί την ύπαρξη ενός ανώτερου νόμου στο πεπρωμένο που θέλει να αρνιέται, δέχεται μια τυχαία κίνηση, που σύμφωνα με αυτή τα άτομα συναντώνται καί χωρίζουν. Καιρός είναι νά παρατηρήσουμε ότι έχουμε εδώ το τόσο σύγχρονο πρόβλημα όπου η διανόηση ανακαλύπτει ότι αν αποσπάσει τον άνθρωπο από το πεπρωμένο την αφήνει στην τύχη. Γι αυτό προσπαθεί να του ξαναδώσει ένα ιστορικό τούτη τη φορά πεπρωμένο. Ό Ολονύκτιος δε φτάνει ως εκεί. Το μίσος του για το πεπρωμένο και για το θάνατο ικανοποιείται με μια μεθυσμένη γη, όπου τα μόρια ενώνονται, γιά νά δώσουν τήν ύπαρξη από σύμπτωση και όπου η ύπαρξη από σύμπτωση διαλύεται σε άτομα. Το λεξιλόγιό του όμως μαρτυρά μια καινούργια ευαισθησία. Ή τυφλή ακρόπολη γίνεται ένα περιχαρακωμένο στρατόπεδο. Moenia mundi, τα τείχη του κόσμου, είναι μια από τις εκφράσεις - κλειδιά της ρητορικής του Λουκρήτιου. Ή μεγάλη υπόθεση βέβαια σε αυτή το στρατόπεδο είναι η αποσιώπηση της ελπίδας.

Αλλά η μεθοδική άρνηση του Επίκουρου μεταμορφώνεται σε έναν ασκητισμό που δονείται και κορυφώνεται συχνά με κατάρες. Το έλεος για το Λουκρήτιο σημαίνει «νά μπορεί κανείς να κοιτάζει τα πάντα με ένα πνεύμα που δεν ταράζεται από τίποτα». Αλλά αυτό το πνεύμα τρέμει από την αδικία που γίνεται στον άνθρωπο. Κάτω από την πίεση της αγανάχτησης νέες αντιλήψεις του εγκλήματος, της αθωότητας, της ενοχής και της τιμωρίας περνάνε μέσα στο μεγάλο ποίημα «για τή φύση των πραγμάτων». ’Αναφέρεται «τό πρώτο έγκλημα της θρησκείας», η ’Ιφιγένεια και η δολοφονία της αθωότητάς της. Αυτό τό θείο στοιχείο που «συχνά περνά δίπλα από τους ενόχους και πάει, με μιά ανάξια τιμωρία, να στερήσει τη ζωή των αθώων». Αν ο Λουκρήτιος δεν ειρωνεύεται το φόβο της τιμωρίας στον άλλο κόσμο, δεν το κάνει, όπως ο Επίκουρος, με τη μορφή μιας αμυντικής επανάστασης, αλλά με ένα μαχητικό συλλογισμό: γιατί το κακό θα πρέπει να τιμωρείται, αφού από τώρα βλέπουμε ότι το καλό δεν αμείβεται;

Στο έπος του Λουκρήτιου ο Επίκουρος γίνεται εκπληκτικός επαναστάτης πού δεν ήταν στην πραγματικότητα. «Ενώ στα μάτια όλων, η ανθρωπότητα έκανε μιά τιποτένια ζωή πάνω στη γη, συνθλιμμένη από το βάρος μιας θρησκείας πού το πρόσωπό της παρουσιαζόταν ψηλά από τις ουράνιες περιοχές, απειλώντας τούς θνητούς με τη φοβερή της όψη, πρώτος ένας Έλληνας, ένας άνθρωπος, τόλμησε να σηκώσει τα θνητά μάτια του ενάντια της και να την πολεμήσει. Κι από τότε η θρησκεία ανατράπηκε και καταπατήθηκε, ενώ εμάς η νίκη μας ύψωσε στους ουρανούς.» Νοιώθουμε εδώ τη διαφορά που μπορεί να υπάρχει ανάμεσα σε τούτη τη νέα βλασφημία και την αρχαία κατάρα. Οι Έλληνες ήρωες μπορούσαν να επιθυμούν να γίνουν ήρωες αλλά δίπλα στους θεούς που υπήρχαν κιόλας. Τότε ήταν σα μιά προαγωγή. Ό άνθρωπος του Λουκρήτιου, αντίθετα, κάνει μιά επανάσταση. Αρνιέται τους ανάξιους κι εγκληματίες θεούς γιά να πάρει ο ίδιος τη θέση τους. Βγαίνει από το οχυρωμένο στρατόπεδο και αρχίζει τις πρώτες επιθέσεις ενάντια στη θεότητα στο όνομα τού ανθρώπινου πόνου. Μέσα στον αρχαίο κόσμο ο φόνος είναι το ανεξήγητο και το χωρίς εξιλασμό. Στο Λουκρήτιο το έγκλημα του ανθρώπου είναι απάντηση στο θείο έγκλημα. Καί δεν είναι τυχαίο που το ποίημα του Λουκρήτιου τελειώνει με μιά θαυμαστή εικόνα βωμών των θεών γεμάτων από πτώματα που κατηγορούν τους θεούς για το λοιμό.

Αυτή η νέα γλώσσα δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς την έννοια ενός όχι απρόσωπου θεού που αρχίζει αργά να σχηματοποιείται στην ευαισθησία των συγχρόνων του Επίκουρου και του Λουκρήτιου. Από το θεό - πρόσωπο ή επανάσταση μπορεί να ζητήσει λογαριασμό. "Από τη στιγμή που εκείνος βασιλεύει, αυτή υψώνεται, αγριεμένη κι αποφασισμένη, και προφέρει τ’ οριστικό όχι. Με τον Κάιν ή πρώτη επανάσταση συμπίπτει με το πρώτο έγκλημα. Η ιστορία της εξέγερσης, όπως τη ζούμε σήμερα, ταιριάζει πιο πολύ στα παιδιά του Κάιν παρά στους μαθητές του Προμηθέα.
 
Αντίθετα πρέπει κανείς να υποταχτεί στο Θεό του Αβραάμ, του Ισαάκ καί του Ιακώβ αφού διατρέξει, όπως ο Πασκάλ, όλη τη σταδιοδρομία της επαναστατημένης διανόηση ψυχή που αμφιβάλλει πιο πολύ τείνει εντονότερα στο γιανσενισμό.
 
Ο γνωστικισμός, που είναι καρπός μιας ελληνοχριστιανικής συνεργασίας, προσπάθησε επί δυο αιώνες, από αντίδραση στον ιουδαϊσμό, να τονώσει το ρεύμα. Ξέρουμε τους πολλαπλούς μεσολαβητές που φαντάστηκε ο Βαλεντίνος λόγου χάρη. Αλλά τα πνεύματα αυτού του μεταφυσικού πανηγυριού παίζουν τον ίδιο ρόλο με τις ενδιάμεσες άξιες στον ελληνισμό. Σκοπεύουν να μειώσουν τον παραλογισμό ενός τετ - ά -τετ ανάμεσα στον αξιοθρήνητο άνθρωπο και τον ασυγκίνητο θεό, που είναι Ιδιαίτερα ο ρόλος του δεύτερου σκληρού και  μαχητικού θεού του Μαρκίωνα. Αυτός ο δημιουργός έφτιαξε τον τελειωμένο κόσμο και το θάνατο. Πρέπει να τον μισούμε και ταυτόχρονα ν’ αρνιόμαστε τη δημιουργία του με τον ασκητισμό μέχρι που να την καταστρέφουμε με τη σεξουαλική αποχή. Πρόκειται λοιπόν γιά έναν ασκητισμό αλαζονικό κι επαναστατημένο.

Με λίγα λόγια ο Μαρκίωνας κατευθύνει την εξέγερση ενάντια σ’ έναν κατώτερο θεό για να υμνήσει καλύτερα τον ανώτερο. Η θεωρία του γνωστικισμού με τις ελληνικές καταβολές της παίρνει θέση συμφιλιωτική και τείνει να καταστρέφει την ιουδαϊκή κληρονομιά μέσα στο χριστιανισμό. Θέλησε ακόμα ν’ αποφύγει από τα πριν τον αύγουστινισμό, όσο δηλαδή εκείνος θα πρόσφερε επιχειρήματα σε οποιαδήποτε εξέγερση. Για το Βασιλίδη λόγου χάρη οι μάρτυρες αμάρτησαν καθώς καί ο ίδιος ο Χριστός αφού υποφέρουν. Παράξενη ιδέα που σκοπεύει ν’ αφαιρέσει την αδικία από τη δυστυχία. Στη θέση της αυθαίρετης και παντοδύναμης θείας χάρης οι γνωστικιστές θέλησαν μόνο να βάλουν την ελληνική ιδέα της μύησης πού δίνει στον άνθρωπο όλες τις δυνατότητες. Τό πλήθος των αιρέσεων στους γνωστικιστές της δεύτερης γενιάς εκφράζει την πολλαπλή και λυσσαλέα προσπάθεια της ελληνικής σκέψης να κάνει πιο προσιτό το χριστιανικό κόσμο και ν’ αφαιρέσει τις αιτίες που μπορούσε να δώσει αυτός σε μια εξέγερση, θεωρούμενη από τον ελληνισμό σαν το χειρότερο κακό. ’Αλλά η Εκκλησία καταδίκασε αυτή την προσπάθεια κι έτσι πολλαπλασίασε τους στασιαστές.

Μια και η φυλή του Κάιν γνώρισε όλο καί περισσότερους θριάμβους στο πέρασμα των αιώνων, μπορούμε να πούμε πως ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης είχε μιά ανέλπιστη τύχη. Οι βλάσφημοι, κατά παράδοξο τρόπο, ζωντανεύουν το ζηλιάρη θεό πού ο χριστιανισμός ήθελε να διώξει από τη σκηνή της ιστορίας. Μιά από τις σπουδαιότερες τολμηρές πράξεις τους ήταν ή προσάρτηση τού Χριστού στο στρατόπεδό τους μέ τό νά τερματίσουν τήν ιστορία του στήν κορυφή τού σταυρού καί στήν τρομερή κραυγή του πριν απ’ τήν αγωνία. Έτσι διατηρήθηκε ή ανελέητη μορφή ενός θεού τού μίσους, πού ταίριαζε καλύτερα στήν αντίληψη πού είχαν οι επαναστατημένοι γιά τη δημιουργία. Μέχρι το  Ντοστογιέφσκι και το Νίτσε η ανταρσία γίνεται ενάντια σε μιά σκληρή και γεμάτη ελαττώματα θεότητα που προτιμά, χωρίς πειστική δικαιολογία, τη θυσία του Αβελ αντί του Κάιν προκαλώντας έτσι το πρώτο έγκλημα. Ο Ντοστογιέφσκι στη φαντασία κι ο Νίτσε στην πράξη θ’ απλώσουν υπέρμετρα το πεδίο της επαναστατημένης σκέψης και θα ζητήσουν λογαριασμό από τον ίδιο το θεό της αγάπης. Ο Νίτσε θα θεωρήσει το Θεό νεκρό στις καρδιές των συγχρόνων του. Θα επιτεθεί τότε, πως ο πρόδρομός του Στιρνερ, στη χίμαιρα του Θεού που παραμένει κάτω από τη μορφή της ηθικής μέσα στο πνεύμα του αιώνα του. ’Αλλά μέχρι την εποχή τους η φιλελεύθερη σκέψη π.χ. αρκέστηκε ν’ αρνηθεί την Ιστορία του Χριστού («αυτό το ανιαρό μυθιστόρημα» σύμφωνα με το Σαντ) και  να διατηρήσει, με την άρνησή της, την παράδοση του τρομερού θεού.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου