Πολλά ταξίδια προς τη μοναξιά ξεκινούν σε περιόδους μετάβασης και αλλαγής. Οι πρωτοετείς φοιτητές νιώθουν συνήθως μεγάλη μοναξιά όταν φτάνουν για πρώτη φορά στο πανεπιστήμιο, περιτριγυρισμένοι από άγνωστα πρόσωπα, μακριά από το σπίτι τους και την οικειότητα των φιλικών τους σχέσεων. Το διαζύγιο, ο χωρισμός και το πένθος, ειδικά όταν συμβαίνουν αναπάντεχα, μπορούν να μας αφήσουν εντελώς απροετοίμαστους μπροστά στη μοναξιά που
συνοδεύει τέτοιες απώλειες.
Όταν η εργασία και οι συνάδελφοι αποτελούν την πρωταρχική πηγή κοινωνικής δέσμευσης και συναναστροφής, η απώλεια της δουλειάς σημαίνει ότι το άτομο χάνει ολόκληρο το κοινωνικό σύστημα υποστήριξής του τη στιγμή ακριβώς που το χρειάζεται περισσότερο. Οι μεταθέσεις και οι μετακομίσεις χαρακτηρίζονται συχνά από μεγάλες περιόδους μοναξιάς, καθώς προσπαθούμε να δημιουργήσουμε ένα νέο κοινωνικό δίκτυο υποστήριξης από την αρχή.
Σε καθεμιά από αυτές τις περιπτώσεις, συνήθως βγαίνουμε από τη μοναξιά, μόλις προσαρμοστούμε στη νέα πραγματικότητα και ξαναχτίσουμε τις κοινωνικές υποδομές μας. Οι περισσότεροι πρωτοετείς κάνουν τελικά νέους φίλους, οι χωρισμένοι αρχίζουν να ξαναβγαίνουν ραντεβού περίπου έναν χρόνο μετά τον χωρισμό (αν και απαιτείται περισσότερος χρόνος στην περίπτωση πένθους), η εύρεση νέας δουλειάς απαιτεί συναναστροφή με ανθρώπους με τους οποίους έχουμε χάσει την επαφή και οι περισσότεροι συνήθως δημιουργούμε κοινωνικές και στενές σχέσεις στην καινούρια πόλη ή στην κοινότητα.
Ωστόσο, μερικές φορές, η μοναξιά εκτείνεται πολύ πέρα από την περίοδο προσαρμογής. Παγιδευόμαστε σε αυτή, παραλύουμε από κύματα συναισθηματικού πόνου, καταβαλλόμαστε από συναισθήματα ανικανότητας και απελπισίας και κατακλυζόμαστε από το καταστροφικό κενό της βαθιάς κοινωνικής και συναισθηματικής μας απομόνωσης.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Τι είναι αυτό που εμποδίζει ορισμένους να σπάσουν τα δεσμά της μοναξιάς και να επαναφέρουν τη ζωή τους στη σωστή πορεία; Η απάντηση είναι ότι εκτός από τις οδυνηρά εσφαλμένες αντιλήψεις, η μοναξιά μας οδηγεί και σε κύκλους αυτοπροστασίας και αποφυγής, που μας κάνουν να δημιουργούμε αυτοϊκανοποιητικές προφητείες και να απομακρύνουμε απροσδόκητα εκείνους τους ανθρώπους που ελπίζουμε να συναναστραφούμε.
Η Σερένα, μια καθηγήτρια γυμνασίου με την οποία εργάστηκα πρόσφατα, έπεσε σε έναν τέτοιο φαύλο κύκλο που η ίδια αγνοούσε εντελώς. Αυτό που την οδήγησε στην ψυχοθεραπεία ήταν η «ανύπαρκτη ερωτική της ζωή». Αρχικά, δεν καταλάβαινα γιατί δεν είχε ποτέ μια σοβαρή σχέση. Ήταν τριάντα πέντε χρόνων και επιπλέον ήταν απλώς εκθαμβωτική. Ήμουν σίγουρος ότι οι άντρες την πρόσεχαν πολύ.
Σύντομα έμαθα ότι η εμφάνιση της Σερένα είχε υποστεί ριζική μεταμόρφωση τέσσερα χρόνια πριν, όταν έχασε σαράντα κιλά. «Ήμουν παχιά όλη μου τη ζωή. Οι άντρες με προσπερνούσαν σαν να μη με έβλεπαν ακόμη κι αν ήμουν στον χώρο. Και πίστεψέ με», πρόσθεσε η Σερένα με ένα νοσταλγικό χαμόγελο, «καταλάμβανα πολύ χώρο. Τώρα κοιτάζουν, χαμογελούν, κλείνουν το μάτι και κατά κάποιο τρόπο εξακολουθώ να αισθάνομαι το ίδιο. Σαν να αντιδρούν στην εμφάνισή μου, αλλά όταν πρόκειται για το ποια είμαι σαν άνθρωπος, εξακολουθούν να με προσπερνούν».
Η Σερένα ήθελε απελπισμένα να βρει έναν σύζυγο, αλλά ήταν εξίσου αποφασισμένη να μην πληγωθεί. Ενώ η διστακτικότητα και η δυσπιστία της ήταν σίγουρα δικαιολογημένες έπειτα από τα χρόνια απόρριψης και μοναξιάς που είχε βιώσει, οι φόβοι της την έκαναν να δείχνει μονόχνοτη, αμυντική και καχύποπτη. Ως αποτέλεσμα, τα ραντεβού της με τους άντρες ήταν συχνά τεταμένα και αμήχανα, και ελάχιστοι εξέφραζαν ενδιαφέρον να τη δουν ξανά.
Η αποτυχία επιβεβαίωνε τις υποψίες της Σερένα ότι ποτέ δεν τους ενδιέφερε η «πραγματική Σερένα». Το ότι η «πραγματική Σερένα» περνούσε κάθε στιγμή του ραντεβού προσπαθώντας να κρύβεται πίσω από ένα ψυχολογικό τείχος και δεν ήταν ποτέ πραγματικά παρούσα, ήταν κάτι που ποτέ δεν αντιλήφθηκε ότι έκανε.
Ο λόγος που παγιδευόμαστε σε τέτοιους κύκλους είναι ότι η μοναξιά συμβάλλει στην ανισορροπία των κοινωνικών κινήτρων μας. Όταν νιώθουμε ευάλωτοι και κοινωνικά αποκομμένοι, γινόμαστε πολύ αυτο-προστατευτικοί και προσπαθούμε να ελαχιστοποιήσουμε τυχόν αρνητικές απαντήσεις ή απόρριψη από τους άλλους.
Έτσι, προσεγγίζουμε τους ανθρώπους με δυσπιστία, καχυποψία, κυνισμό και άγχος, ή προσπαθούμε να τους αποφύγουμε εντελώς. Επειδή δεν περιμένουμε οι κοινωνικές συναναστροφές μας να είναι θετικές, καταβάλλουμε λιγότερες προσπάθειες να τις αναζητήσουμε και ανταποκρινόμαστε λιγότερο σε αυτές όταν συμβαίνουν. Δυστυχώς, όσο περισσότερο διαρκεί η μοναξιά μας, τόσο πιο δύσκολο γίνεται να αλλάξουμε τις αντιλήψεις και τις συμπεριφορές μας και να σπάσουμε τον κύκλο των αυτοκαταστροφικών σκέψεων και συμπεριφορών που τη διαιωνίζουν.
Καταλήγουμε να συμπεριφερόμαστε με τρόπους που απομακρύνουν εκείνους τους ανθρώπους που θα μπορούσαν να ανακουφίσουν τη μοναξιά μας και τότε βλέπουμε την αποστασιοποίησή τους ως περαιτέρω απόδειξη της αντιπάθειάς τους απέναντί μας. Ως αποτέλεσμα, αισθανόμαστε παθητικά θύματα σε έναν σκληρό κόσμο και δεν καταλαβαίνουμε σε τι βαθμό ευθυνόμαστε για την κατάστασή μας.
συνοδεύει τέτοιες απώλειες.
Όταν η εργασία και οι συνάδελφοι αποτελούν την πρωταρχική πηγή κοινωνικής δέσμευσης και συναναστροφής, η απώλεια της δουλειάς σημαίνει ότι το άτομο χάνει ολόκληρο το κοινωνικό σύστημα υποστήριξής του τη στιγμή ακριβώς που το χρειάζεται περισσότερο. Οι μεταθέσεις και οι μετακομίσεις χαρακτηρίζονται συχνά από μεγάλες περιόδους μοναξιάς, καθώς προσπαθούμε να δημιουργήσουμε ένα νέο κοινωνικό δίκτυο υποστήριξης από την αρχή.
Σε καθεμιά από αυτές τις περιπτώσεις, συνήθως βγαίνουμε από τη μοναξιά, μόλις προσαρμοστούμε στη νέα πραγματικότητα και ξαναχτίσουμε τις κοινωνικές υποδομές μας. Οι περισσότεροι πρωτοετείς κάνουν τελικά νέους φίλους, οι χωρισμένοι αρχίζουν να ξαναβγαίνουν ραντεβού περίπου έναν χρόνο μετά τον χωρισμό (αν και απαιτείται περισσότερος χρόνος στην περίπτωση πένθους), η εύρεση νέας δουλειάς απαιτεί συναναστροφή με ανθρώπους με τους οποίους έχουμε χάσει την επαφή και οι περισσότεροι συνήθως δημιουργούμε κοινωνικές και στενές σχέσεις στην καινούρια πόλη ή στην κοινότητα.
Ωστόσο, μερικές φορές, η μοναξιά εκτείνεται πολύ πέρα από την περίοδο προσαρμογής. Παγιδευόμαστε σε αυτή, παραλύουμε από κύματα συναισθηματικού πόνου, καταβαλλόμαστε από συναισθήματα ανικανότητας και απελπισίας και κατακλυζόμαστε από το καταστροφικό κενό της βαθιάς κοινωνικής και συναισθηματικής μας απομόνωσης.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Τι είναι αυτό που εμποδίζει ορισμένους να σπάσουν τα δεσμά της μοναξιάς και να επαναφέρουν τη ζωή τους στη σωστή πορεία; Η απάντηση είναι ότι εκτός από τις οδυνηρά εσφαλμένες αντιλήψεις, η μοναξιά μας οδηγεί και σε κύκλους αυτοπροστασίας και αποφυγής, που μας κάνουν να δημιουργούμε αυτοϊκανοποιητικές προφητείες και να απομακρύνουμε απροσδόκητα εκείνους τους ανθρώπους που ελπίζουμε να συναναστραφούμε.
Η Σερένα, μια καθηγήτρια γυμνασίου με την οποία εργάστηκα πρόσφατα, έπεσε σε έναν τέτοιο φαύλο κύκλο που η ίδια αγνοούσε εντελώς. Αυτό που την οδήγησε στην ψυχοθεραπεία ήταν η «ανύπαρκτη ερωτική της ζωή». Αρχικά, δεν καταλάβαινα γιατί δεν είχε ποτέ μια σοβαρή σχέση. Ήταν τριάντα πέντε χρόνων και επιπλέον ήταν απλώς εκθαμβωτική. Ήμουν σίγουρος ότι οι άντρες την πρόσεχαν πολύ.
Σύντομα έμαθα ότι η εμφάνιση της Σερένα είχε υποστεί ριζική μεταμόρφωση τέσσερα χρόνια πριν, όταν έχασε σαράντα κιλά. «Ήμουν παχιά όλη μου τη ζωή. Οι άντρες με προσπερνούσαν σαν να μη με έβλεπαν ακόμη κι αν ήμουν στον χώρο. Και πίστεψέ με», πρόσθεσε η Σερένα με ένα νοσταλγικό χαμόγελο, «καταλάμβανα πολύ χώρο. Τώρα κοιτάζουν, χαμογελούν, κλείνουν το μάτι και κατά κάποιο τρόπο εξακολουθώ να αισθάνομαι το ίδιο. Σαν να αντιδρούν στην εμφάνισή μου, αλλά όταν πρόκειται για το ποια είμαι σαν άνθρωπος, εξακολουθούν να με προσπερνούν».
Η Σερένα ήθελε απελπισμένα να βρει έναν σύζυγο, αλλά ήταν εξίσου αποφασισμένη να μην πληγωθεί. Ενώ η διστακτικότητα και η δυσπιστία της ήταν σίγουρα δικαιολογημένες έπειτα από τα χρόνια απόρριψης και μοναξιάς που είχε βιώσει, οι φόβοι της την έκαναν να δείχνει μονόχνοτη, αμυντική και καχύποπτη. Ως αποτέλεσμα, τα ραντεβού της με τους άντρες ήταν συχνά τεταμένα και αμήχανα, και ελάχιστοι εξέφραζαν ενδιαφέρον να τη δουν ξανά.
Η αποτυχία επιβεβαίωνε τις υποψίες της Σερένα ότι ποτέ δεν τους ενδιέφερε η «πραγματική Σερένα». Το ότι η «πραγματική Σερένα» περνούσε κάθε στιγμή του ραντεβού προσπαθώντας να κρύβεται πίσω από ένα ψυχολογικό τείχος και δεν ήταν ποτέ πραγματικά παρούσα, ήταν κάτι που ποτέ δεν αντιλήφθηκε ότι έκανε.
Ο λόγος που παγιδευόμαστε σε τέτοιους κύκλους είναι ότι η μοναξιά συμβάλλει στην ανισορροπία των κοινωνικών κινήτρων μας. Όταν νιώθουμε ευάλωτοι και κοινωνικά αποκομμένοι, γινόμαστε πολύ αυτο-προστατευτικοί και προσπαθούμε να ελαχιστοποιήσουμε τυχόν αρνητικές απαντήσεις ή απόρριψη από τους άλλους.
Έτσι, προσεγγίζουμε τους ανθρώπους με δυσπιστία, καχυποψία, κυνισμό και άγχος, ή προσπαθούμε να τους αποφύγουμε εντελώς. Επειδή δεν περιμένουμε οι κοινωνικές συναναστροφές μας να είναι θετικές, καταβάλλουμε λιγότερες προσπάθειες να τις αναζητήσουμε και ανταποκρινόμαστε λιγότερο σε αυτές όταν συμβαίνουν. Δυστυχώς, όσο περισσότερο διαρκεί η μοναξιά μας, τόσο πιο δύσκολο γίνεται να αλλάξουμε τις αντιλήψεις και τις συμπεριφορές μας και να σπάσουμε τον κύκλο των αυτοκαταστροφικών σκέψεων και συμπεριφορών που τη διαιωνίζουν.
Καταλήγουμε να συμπεριφερόμαστε με τρόπους που απομακρύνουν εκείνους τους ανθρώπους που θα μπορούσαν να ανακουφίσουν τη μοναξιά μας και τότε βλέπουμε την αποστασιοποίησή τους ως περαιτέρω απόδειξη της αντιπάθειάς τους απέναντί μας. Ως αποτέλεσμα, αισθανόμαστε παθητικά θύματα σε έναν σκληρό κόσμο και δεν καταλαβαίνουμε σε τι βαθμό ευθυνόμαστε για την κατάστασή μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου