Αν κάποιος μας ρωτούσε σε τι χρησιμεύουν οι φωτεινές επιγραφές στο δρόμο, στα καταστήματα, στα μεγάλα ή και μικρά κτίρια, στα αξιοθέατα ή και στα σπίτια, θα λέγαμε απλά για να ξέρουμε πού βρισκόμαστε. Για να αναγνωρίζουμε την τοποθεσία στην οποία στεκόμαστε. Γιατί πάντα είναι χρήσιμο κι ενίοτε ανακουφιστικό να ξέρεις το όνομα –έστω κι αυτό το τυπικό στην ταμπέλα– αυτών που σε περιβάλλουν. Αυτό που δε λέμε στους άλλους και τις περισσότερες φορές και στον εαυτό μας είναι ότι χρειαζόμαστε τις επιγραφές για να απαλλάξουμε τον εαυτό μας απ’ το ψάξιμο.
Είτε όταν είμαστε στο δρόμο και ζητάμε οδηγίες που θα μας βοηθήσουν να φτάσουμε κάπου, είτε όταν τα φώτα της μαρκίζας μας καθησυχάζουν ότι εδώ είμαστε, είτε όταν βάζουμε οι ίδιοι την ταμπέλα για να ξέρουν πού να μας βρουν. Η ίδια διαδικασία ισχύει και στις ταμπέλες που βάζουμε στους άλλους, τους τίτλους με τους οποίους τους αναφέρουμε, τις λέξεις που χρησιμοποιούμε για να τους προσδιορίσουμε.
Μιας και οι λέξεις είναι τόσο εύκολο να σχηματιστούν όσο το να πάρουμε ανάσα, το ίδιο εύκολα ξεχνάμε ότι αυτές που χρησιμοποιούμε για τους άλλους στην ουσία χαρακτηρίζουν εμάς. Είναι ίσως το αρχαιότερο μπούμερανγκ στην ιστορία και δεδομένου ότι θεωρείται παιχνίδι αναψυχής –να πηγαινοέρχεται σε μας– το ίδιο έφτασαν να θεωρούνται κι οι λέξεις.
Αν εξαιρέσουμε τις πολύ θετικές που όλοι με έναν περίεργο τρόπο πάντα αφορίζουμε όταν ξεστομίζονται, ίσως γιατί μας είναι πιο εύκολο να πιστέψουμε τις αρνητικές και τις απλές καθημερινές που χρησιμοποιούνται κατά κόρον, μένουν οι πολύ συγκεκριμένες οι οποίες συνήθως είναι κι οι πιο εύκολες να γίνουν ταμπέλες ή μέρος αυτής.
Αυτό που πάλι δε λέμε στον εαυτό μας είναι ότι οι λέξεις αυτές έχουν χρησιμοποιηθεί τόσο που κατέληξαν να είναι συγκεκριμένες ενώ στην ουσία είναι το λιγότερο μειονοτικές, αν όχι άδικες. Σπεύδουμε αμέσως να πούμε ότι εμείς ποτέ δε θα τις χρησιμοποιούσαμε, τουλάχιστον όχι σκοπίμως κι εκεί είναι η παγίδα που πέφτει κι ο πιο προσεκτικός νους. Γιατί οι λέξεις αυτές είναι αναπόφευκτα εγκατεστημένες στον εγκέφαλό μας, μιας κι έχουν γίνει συνήθεια.
Κοίτα γύρω και πάρε απλά παραδείγματα και θα καταλάβεις ότι αυτό που βλέπεις δεν ξεκινάει απ’ την όραση σαν αίσθηση, αλλά απ’ τη γενικότερη αίσθηση που επικρατεί. Ένας άνθρωπος με πολλά παραπάνω κιλά στο δρόμο που περνάει μπροστά μας τρώγοντας είναι αυτομάτως από χοντρός ως βουβάλι. Μια κοπέλα με βαθύ ντεκολτέ που καπνίζει στο δρόμο με λίγο παραπάνω μακιγιάζ είναι αμέσως από αλήτισσα μέχρι τσούλα, ένας ηλικιωμένος που κοιτάει στραβά τις παρέες ωρυόμενων νεαρών στο δρόμο είναι από παλιόγερος μέχρι πεθαμένος που δεν το ξέρει. Μια μητέρα που διαφωνεί με το παιδί της και λογομαχεί στο δρόμο είναι από υστερική μέχρι ανάξια μάνα κι ένας άντρας που πιάνει κουβέντα σε μια άγνωστη στη στάση του μετρό είναι από λιγούρης ως βαρεμένος. Πόσες τέτοιες ταμπέλες δε φτιάξαμε αλήθεια από απλούς περαστικούς μέχρι κι ανθρώπους δικούς μας όταν δεν τους καταλαβαίναμε;
Γιατί η ακόμη βαθύτερη προέλευση κι απ’ την επικρατούσα αίσθηση, η πηγή όλων, είναι η αντίληψή μας η οποία κρίνεται καθημερινά ελλιπής και καθημερινά ανανεώσιμη. Έτσι, βάζουμε λεζάντες γιατί η χρήση αντίληψης προϋποθέτει και το βασικότερο αγαθό όλων, που είναι ο χρόνος.
Θέλει χρόνο ουσιαστικό κι όχι απλό σπατάλημα της ώρας το να καθίσουμε να καταλάβουμε, να νιώσουμε κι εν τέλει να μάθουμε απ’ τις ατέλειωτες πιθανότητες που παρουσιάζει η μη χρήση ταμπελών, ο αφοπλισμός κάθε σκέψης ότι ξέρουμε ήδη τους άλλους, ότι στο βάθος υπάρχουν κι άλλες τόσες κι άλλες ακόμη χωρίς ποτέ να τελειώνει ο αριθμός τους.
Ο κάθε άνθρωπος εκεί έξω είναι ένα αναρίθμητο σύνολο πραγμάτων, δεδομένων κι εναλλαγών, που θα ήταν αν όχι απίθανο, σίγουρα ανώφελο να πούμε ότι καταφέραμε να τα βάλουμε όλα σε μια λέξη. Ούτως ή άλλως στην πλειοψηφία τους, αν όχι όλοι, δεν έχουν καμιά φορά ούτε κι οι ίδιοι ιδέα ότι είναι τόσα πολλά πράγματα σε ένα μόνο σώμα, σε μια μόνο ζωή.
Λογικά ούτε κι εσύ έχεις, έχεις όμως χρόνο να τους ανακαλύψεις και να σε ανακαλύψουν κι αυτοί, κρατάει λιγότερο από μια κακή ταμπέλα κι έχει μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Όμως γι’ αυτό είχες μια ιδέα ήδη πριν βάλεις την ταμπέλα, έτσι δεν είναι;
Είτε όταν είμαστε στο δρόμο και ζητάμε οδηγίες που θα μας βοηθήσουν να φτάσουμε κάπου, είτε όταν τα φώτα της μαρκίζας μας καθησυχάζουν ότι εδώ είμαστε, είτε όταν βάζουμε οι ίδιοι την ταμπέλα για να ξέρουν πού να μας βρουν. Η ίδια διαδικασία ισχύει και στις ταμπέλες που βάζουμε στους άλλους, τους τίτλους με τους οποίους τους αναφέρουμε, τις λέξεις που χρησιμοποιούμε για να τους προσδιορίσουμε.
Μιας και οι λέξεις είναι τόσο εύκολο να σχηματιστούν όσο το να πάρουμε ανάσα, το ίδιο εύκολα ξεχνάμε ότι αυτές που χρησιμοποιούμε για τους άλλους στην ουσία χαρακτηρίζουν εμάς. Είναι ίσως το αρχαιότερο μπούμερανγκ στην ιστορία και δεδομένου ότι θεωρείται παιχνίδι αναψυχής –να πηγαινοέρχεται σε μας– το ίδιο έφτασαν να θεωρούνται κι οι λέξεις.
Αν εξαιρέσουμε τις πολύ θετικές που όλοι με έναν περίεργο τρόπο πάντα αφορίζουμε όταν ξεστομίζονται, ίσως γιατί μας είναι πιο εύκολο να πιστέψουμε τις αρνητικές και τις απλές καθημερινές που χρησιμοποιούνται κατά κόρον, μένουν οι πολύ συγκεκριμένες οι οποίες συνήθως είναι κι οι πιο εύκολες να γίνουν ταμπέλες ή μέρος αυτής.
Αυτό που πάλι δε λέμε στον εαυτό μας είναι ότι οι λέξεις αυτές έχουν χρησιμοποιηθεί τόσο που κατέληξαν να είναι συγκεκριμένες ενώ στην ουσία είναι το λιγότερο μειονοτικές, αν όχι άδικες. Σπεύδουμε αμέσως να πούμε ότι εμείς ποτέ δε θα τις χρησιμοποιούσαμε, τουλάχιστον όχι σκοπίμως κι εκεί είναι η παγίδα που πέφτει κι ο πιο προσεκτικός νους. Γιατί οι λέξεις αυτές είναι αναπόφευκτα εγκατεστημένες στον εγκέφαλό μας, μιας κι έχουν γίνει συνήθεια.
Κοίτα γύρω και πάρε απλά παραδείγματα και θα καταλάβεις ότι αυτό που βλέπεις δεν ξεκινάει απ’ την όραση σαν αίσθηση, αλλά απ’ τη γενικότερη αίσθηση που επικρατεί. Ένας άνθρωπος με πολλά παραπάνω κιλά στο δρόμο που περνάει μπροστά μας τρώγοντας είναι αυτομάτως από χοντρός ως βουβάλι. Μια κοπέλα με βαθύ ντεκολτέ που καπνίζει στο δρόμο με λίγο παραπάνω μακιγιάζ είναι αμέσως από αλήτισσα μέχρι τσούλα, ένας ηλικιωμένος που κοιτάει στραβά τις παρέες ωρυόμενων νεαρών στο δρόμο είναι από παλιόγερος μέχρι πεθαμένος που δεν το ξέρει. Μια μητέρα που διαφωνεί με το παιδί της και λογομαχεί στο δρόμο είναι από υστερική μέχρι ανάξια μάνα κι ένας άντρας που πιάνει κουβέντα σε μια άγνωστη στη στάση του μετρό είναι από λιγούρης ως βαρεμένος. Πόσες τέτοιες ταμπέλες δε φτιάξαμε αλήθεια από απλούς περαστικούς μέχρι κι ανθρώπους δικούς μας όταν δεν τους καταλαβαίναμε;
Γιατί η ακόμη βαθύτερη προέλευση κι απ’ την επικρατούσα αίσθηση, η πηγή όλων, είναι η αντίληψή μας η οποία κρίνεται καθημερινά ελλιπής και καθημερινά ανανεώσιμη. Έτσι, βάζουμε λεζάντες γιατί η χρήση αντίληψης προϋποθέτει και το βασικότερο αγαθό όλων, που είναι ο χρόνος.
Θέλει χρόνο ουσιαστικό κι όχι απλό σπατάλημα της ώρας το να καθίσουμε να καταλάβουμε, να νιώσουμε κι εν τέλει να μάθουμε απ’ τις ατέλειωτες πιθανότητες που παρουσιάζει η μη χρήση ταμπελών, ο αφοπλισμός κάθε σκέψης ότι ξέρουμε ήδη τους άλλους, ότι στο βάθος υπάρχουν κι άλλες τόσες κι άλλες ακόμη χωρίς ποτέ να τελειώνει ο αριθμός τους.
Ο κάθε άνθρωπος εκεί έξω είναι ένα αναρίθμητο σύνολο πραγμάτων, δεδομένων κι εναλλαγών, που θα ήταν αν όχι απίθανο, σίγουρα ανώφελο να πούμε ότι καταφέραμε να τα βάλουμε όλα σε μια λέξη. Ούτως ή άλλως στην πλειοψηφία τους, αν όχι όλοι, δεν έχουν καμιά φορά ούτε κι οι ίδιοι ιδέα ότι είναι τόσα πολλά πράγματα σε ένα μόνο σώμα, σε μια μόνο ζωή.
Λογικά ούτε κι εσύ έχεις, έχεις όμως χρόνο να τους ανακαλύψεις και να σε ανακαλύψουν κι αυτοί, κρατάει λιγότερο από μια κακή ταμπέλα κι έχει μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Όμως γι’ αυτό είχες μια ιδέα ήδη πριν βάλεις την ταμπέλα, έτσι δεν είναι;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου