Timor mortis conturbat me (Ο φόβος του θανάτου με τρομάζει).
Αυτός ο στίχος του Σκοτσέζου ποιητή William Dunbar (1459-1520) περικλείει μια πανανθρώπινη αλήθεια: τίποτε στη ζωή δεν μας απασχολεί τόσο πολύ όσο το τέλος της. Ζούμε διαρκώς στη σκιά του θανάτου και πολλά από αυτά που κάνουμε και σκεφτόμαστε είναι επηρεασμένα από το ότι οι ζωές μας είναι πεπερασμένες και αναπόφευκτα θα τελειώσουν αργά ή γρήγορα.
Μια παγκόσμια, ίσως, αλήθεια, αλλά καθόλου ξεκάθαρη. Για τη λέξη «θάνατος» υπάρχουν δύο πολύ διαφορετικές έννοιες. Ο θάνατος τον οποίο συναντάμε τελικά είναι ένα γεγονός, ή πιο συγκεκριμένα μια διαδικασία, που φέρνει τέλος στη ζωή. Και ενώ ο θάνατος υπ’ αυτή την έννοια εξ ορισμού σηματοδοτεί τον τερματισμό της ζωής, είναι επίσης μέρος της ζωής. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι κάτι που μας προβληματίζει στη ζωή μας. Ο θάνατος μπορεί επίσης να αναφέρεται στη μεταθανάτια κατάσταση στην οποία έχουμε υπεισέλθει όταν, με την πρώτη έννοια του θανάτου έχει τερματιστεί η ζωή μας. Ή, πιο συγκεκριμένα, η λέξη θάνατος μπορεί να περιγράψει μια κατάσταση στην οποία δεν υπάρχει το «εγώ» ή το «εμείς» ως όντα τα οποία υπήρξαν κάποτε.
Πρέπει, αλήθεια, να φοβόμαστε τον θάνατο; Είναι λογικός αυτός ο φόβος; Αυτά τα ερωτήματα μπορεί να σημαίνουν πολύ διαφορετικά πράγματα, ανάλογα με το αν εννοούμε τη διαδικασία τού να πεθαίνει κάποιος ή την κατάσταση του νεκρού. Δεν υπάρχει τίποτε παράλογο αναφορικά με τον φόβο της διαδικασίας του θανάτου, το τελικό στάδιο της ζωής. Μπορεί να πεθάνουμε ξαφνικά και ανώδυνα στον ύπνο μας, όμως, δυστυχώς, ο θάνατος είναι συχνά μια δυσάρεστη, οδυνηρή και αναξιοπρεπής διαδικασία. Μερικοί άνθρωποι μπορεί να αντιμετωπίζουν πιο στωικά την προοπτική ενός δυσάρεστου θανάτου, αλλά σαφώς ο θάνατος μπορεί να κάνει κάποιον να αισθάνεται νευρικός και πνιγμένος στο άγχος.
Τι σημαίνει, όμως, το να είναι κάποιος νεκρός; Ή το να έχει σταματήσει να υπάρχει; Ή ότι έχει τελειώσει η ζωή του στη γη; Μερικοί άνθρωποι πιστεύουν ότι το τέλος της γήινης ύπαρξής μας είναι ένα σημείο μετάβασης σε κάποιο είδος μετά θάνατον ζωής – μια μετάβαση σε μια άλλη ζωή, η οποία μπορεί να είναι καλύτερη ή χειρότερη, σίγουρα όμως διαφορετική από τη ζωή μας στη γη. Άλλα άτομα, χωρίς θρησκευτικές ή πνευματικές πεποιθήσεις, θεωρούν πως ο θάνατος είναι το φυσιολογικό τέλος της ζωής, απλά και ξεκάθαρα, και πιστεύουν ότι μετά τον θάνατο δεν μας περιμένει τίποτα πέρα από τη φυσική εξόντωση. Οι συνέπειες της άποψης που έχετε για το θέμα δεν θα μπορούσαν παρά να είναι τεράστιες.
Ελπίδα και φόβος, παράδεισος και κόλαση
Επομένως, εάν πιστεύουμε ότι η ζωή μας στη γη δεν είναι η μόνη που υπάρχει, ότι δηλαδή υπάρχει κάποιο είδος μετά θάνατον ζωής, η πεποίθησή μας αυτή μπορεί να μας δώσει βάσιμους λόγους για φόβο ή ελπίδα, ανάλογα με τι αναμένουμε μετά θάνατον. Πολλοί πολιτισμοί υποθέτουν ότι υπάρχει ένα πνευματικό συστατικό, η ψυχή, η οποία επιβιώνει μετά τον θάνατο του φυσικού σώματος. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι εκτελούσαν σύνθετα τελετουργικά για να προετοιμάσουν τους νεκρούς τους για τη μετά θάνατον ζωή. Ο Πλάτων πίστευε ότι η ψυχή υπήρχε πριν από τη γέννηση και μετά τον θάνατο του σώματος. Όσο για τους σύγχρονους Ινδουισιές, Χριστιανούς, Εβραίους και Μουσουλμάνους, έχουν όλοι εξαιρετικά περίπλοκες πεποιθήσεις για την επιβίωση μετά τον θάνατο.
Ο Πλάτων υποστηρίζει ότι η ψυχή υπάρχει και μετά θάνατον.
Ο Επίκουρος λέει ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε τον θάνατο.
Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει μια ρητή σχέση μεταξύ της ποιότητας της γήινης ζωής ενός ατόμου και της μοίρας που το περιμένει στη συνέχεια. Οι Ινδουιστές, για παράδειγμα, υποθέτουν ότι το κάθε άτομο αναγεννιέται (μετενσάρκωση), ενώ η διάρκεια και η μορφή αυτών των αναγεννήσεων καθορίζονται από το κάρμα του, δηλαδή την αναλογία των καλών και κακών πράξεων που πραγματοποίησε σης προηγούμενες μετενσαρκώσεις του.
Από την άλλη, ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ έχουν περίτεχνα οράματα του παράδεισου και της κόλασης, όπου τα άτομα ανταμείβονται ή τιμωρούνται, αναλόγως, για τη συμπεριφορά τους στη γη. Για τους οπαδούς αυτών των θρησκειών, η προοπτική ζωής πέρα από τον επίγειο θάνατο, προσφέρει στο άτομο λόγους για φόβο και ελπίδα, και πιθανόν να έχει και τη μεγαλύτερη επιρροή στην ηθική στάση ζωής που θα δείξει κατά τη διάρκεια της ζωής του στη γη.
Είναι ο θάνατος κάτι κακά για εμάς;
Πρέπει οι άνθρωποι που δεν πιστεύουν στη μεταθανάτια ζωή να φοβούνται τον θάνατο; Και μήπως έχει κάποιο νόημα να διασκεδάζουν τους φόβους τους για το μέλλον ενός κόσμου στον οποίο δεν θα υπάρχουν;
Ο Επίκουρος, θέλοντας να δείξει ότι αυτός ο φόβος είναι ουσιαστικά άστοχος, υποστήριξε ότι ένας τέτοιος φόβος είναι άκαιρος: «Παρότι ο θάνατος θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα κακά, δεν πρέπει να σημαίνει τίποτε για εμάς, μιας και υπάρχουμε όταν δεν υπάρχει ο θάνατος και σταματάμε να υπάρχουμε όταν ο θάνατος έρθει».
Με άλλα λόγια, ο θάνατος δεν μπορεί να μας αγγίξει, επειδή όταν επέλθει ο θάνατος εμείς παύουμε να υπάρχουμε και επομένως δεν μπορεί να μας βλάψει. Άρα, είναι ανόητο να φοβόμαστε κάτι που δεν μπορεί να μας βλάψει. Στην πραγματικότητα, υποστηρίζει, ο χρόνος μετά θάνατον δεν έχει καμία διαφορά από τον χρόνο πριν από τη γέννησή μας και, όντας αδιάφοροι στον χρόνο πριν από τη γέννησή μας, θα έπρεπε να είμαστε αδιάφοροι και για μετά.
Φυσικά, δεν πείθονται όλοι από το επιχείρημα του Επίκουρου. Ο Αμερικανός φιλόσοφος Τόμας Νέιτζελ και άλλοι υποστηρίζουν ότι ο θάνατος είναι κακός για εμάς επειδή βλάπτει τα συμφέροντά μας. Για την ακρίβεια, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το να είναι κανείς νεκρός ή να μην υπάρχει, δεν είναι από μόνο του κακό – το κακό είναι ότι μας εμποδίζει να έχουμε τα διάφορα καλά πράγματα που θα είχαμε αν ζούσαμε, επειδή κάποιες από τις επιθυμίες μας ίσως δεν έχουν υλοποιηθεί και επειδή μερικά από τα σχέδια που κάναμε και θα έδιναν αξία στη ζωή μας δεν έχουν ολοκληρωθεί.
“Carpe diem, quam minimum credula postero” — Αδράξτε τη μέρα, δείξτε λίγη εμπιστοσύνη στο αύριο… Οράτιος. Ρωμαίος ποιητής, 1ος αιώνας π,Χ.
Μπορούμε, λοιπόν, να θεωρήσουμε ότι ο θάνατος είναι επιβλαβής, επειδή είναι μια οριστική διακοπή της ζωής μας, που συνεπάγεται τη στέρηση κάποιων καλών πραγμάτων. Αυτός είναι και ο λόγος που έχουμε διαφορετική άποψη για τον χρόνο πριν από τη γέννησή μας και για τον χρόνο μετά τον θάνατο μας. 0 πρώτος, σε αντίθεση με τον δεύτερο, δεν μας στερεί τίποτε, δεν είμαστε αποκομμένοι από την απόλαυση, από πράγματα που διαφορετικά θα μπορούσαμε να είχαμε. Με τον ίδιο τρόπο, φυσικά, ο θάνατος μπορεί να μας κάνει καλό, γιατί μας ανακουφίζει από καταστάσεις που θα υποφέραμε αν ζούσαμε.
Ζήστε τη ζωή
Επομένως, αν αυτό είναι το είδος της βλάβης που προκαλείται από τον θάνατο, ο καλύτερος τρόπος να μειωθεί η ζημιά είναι να επέρχεται όσο το δυνατόν αργότερα.
Πώς θα διαχειριστούμε κάτι τέτοιο; Διάγοντας, για παράδειγμα, πιο υγιεινή ζωή και αναλαμβάνοντας λιγότερα ρίσκα. Αυτά όμως είναι θέματα σύνεσης και όχι ηθικής. Πέρα από αυτές τις σκέψεις δεν υπάρχει τίποτε που μπορούμε να κάνουμε για να επηρεάσουμε τον χρόνο έλευσης του θανάτου.
Στον βαθμό, λοιπόν, που δεν έχει νόημα να ανησυχούμε για πράγματα πέρα από τον έλεγχο μας, ίσως τελικά ο Επίκουρος να είχε δίκιο. Αν ο θάνατος είναι μια αναπόφευκτη στέρηση των καλών πραγμάτων, τότε η λύπη και όχι ο φόβος πρέπει να είναι η πιο κατάλληλη απάντηση στο αν πρέπει να φοβόμαστε τον θάνατο, και ίσως το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να ακολουθήσουμε τη συμβουλή του πάντα αισιόδοξου χαρακτήρα στο θεατρικό έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ Η Μάνα, ο οποίος λέει: «Μη φοβάστε τόσο τον θάνατο όσο την ανεπαρκή ζωή».
Πρέπει, λοιπόν, να ζούμε τη ζωή στο έπακρο, αδράχνοντας τις ευκαιρίες που μας δίνει, και να εστιάζουμε περισσότερο στο τι κάνουμε παρά στο ή τι δεν κάνουμε.
Αυτός ο στίχος του Σκοτσέζου ποιητή William Dunbar (1459-1520) περικλείει μια πανανθρώπινη αλήθεια: τίποτε στη ζωή δεν μας απασχολεί τόσο πολύ όσο το τέλος της. Ζούμε διαρκώς στη σκιά του θανάτου και πολλά από αυτά που κάνουμε και σκεφτόμαστε είναι επηρεασμένα από το ότι οι ζωές μας είναι πεπερασμένες και αναπόφευκτα θα τελειώσουν αργά ή γρήγορα.
Μια παγκόσμια, ίσως, αλήθεια, αλλά καθόλου ξεκάθαρη. Για τη λέξη «θάνατος» υπάρχουν δύο πολύ διαφορετικές έννοιες. Ο θάνατος τον οποίο συναντάμε τελικά είναι ένα γεγονός, ή πιο συγκεκριμένα μια διαδικασία, που φέρνει τέλος στη ζωή. Και ενώ ο θάνατος υπ’ αυτή την έννοια εξ ορισμού σηματοδοτεί τον τερματισμό της ζωής, είναι επίσης μέρος της ζωής. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι κάτι που μας προβληματίζει στη ζωή μας. Ο θάνατος μπορεί επίσης να αναφέρεται στη μεταθανάτια κατάσταση στην οποία έχουμε υπεισέλθει όταν, με την πρώτη έννοια του θανάτου έχει τερματιστεί η ζωή μας. Ή, πιο συγκεκριμένα, η λέξη θάνατος μπορεί να περιγράψει μια κατάσταση στην οποία δεν υπάρχει το «εγώ» ή το «εμείς» ως όντα τα οποία υπήρξαν κάποτε.
Πρέπει, αλήθεια, να φοβόμαστε τον θάνατο; Είναι λογικός αυτός ο φόβος; Αυτά τα ερωτήματα μπορεί να σημαίνουν πολύ διαφορετικά πράγματα, ανάλογα με το αν εννοούμε τη διαδικασία τού να πεθαίνει κάποιος ή την κατάσταση του νεκρού. Δεν υπάρχει τίποτε παράλογο αναφορικά με τον φόβο της διαδικασίας του θανάτου, το τελικό στάδιο της ζωής. Μπορεί να πεθάνουμε ξαφνικά και ανώδυνα στον ύπνο μας, όμως, δυστυχώς, ο θάνατος είναι συχνά μια δυσάρεστη, οδυνηρή και αναξιοπρεπής διαδικασία. Μερικοί άνθρωποι μπορεί να αντιμετωπίζουν πιο στωικά την προοπτική ενός δυσάρεστου θανάτου, αλλά σαφώς ο θάνατος μπορεί να κάνει κάποιον να αισθάνεται νευρικός και πνιγμένος στο άγχος.
Τι σημαίνει, όμως, το να είναι κάποιος νεκρός; Ή το να έχει σταματήσει να υπάρχει; Ή ότι έχει τελειώσει η ζωή του στη γη; Μερικοί άνθρωποι πιστεύουν ότι το τέλος της γήινης ύπαρξής μας είναι ένα σημείο μετάβασης σε κάποιο είδος μετά θάνατον ζωής – μια μετάβαση σε μια άλλη ζωή, η οποία μπορεί να είναι καλύτερη ή χειρότερη, σίγουρα όμως διαφορετική από τη ζωή μας στη γη. Άλλα άτομα, χωρίς θρησκευτικές ή πνευματικές πεποιθήσεις, θεωρούν πως ο θάνατος είναι το φυσιολογικό τέλος της ζωής, απλά και ξεκάθαρα, και πιστεύουν ότι μετά τον θάνατο δεν μας περιμένει τίποτα πέρα από τη φυσική εξόντωση. Οι συνέπειες της άποψης που έχετε για το θέμα δεν θα μπορούσαν παρά να είναι τεράστιες.
Ελπίδα και φόβος, παράδεισος και κόλαση
Επομένως, εάν πιστεύουμε ότι η ζωή μας στη γη δεν είναι η μόνη που υπάρχει, ότι δηλαδή υπάρχει κάποιο είδος μετά θάνατον ζωής, η πεποίθησή μας αυτή μπορεί να μας δώσει βάσιμους λόγους για φόβο ή ελπίδα, ανάλογα με τι αναμένουμε μετά θάνατον. Πολλοί πολιτισμοί υποθέτουν ότι υπάρχει ένα πνευματικό συστατικό, η ψυχή, η οποία επιβιώνει μετά τον θάνατο του φυσικού σώματος. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι εκτελούσαν σύνθετα τελετουργικά για να προετοιμάσουν τους νεκρούς τους για τη μετά θάνατον ζωή. Ο Πλάτων πίστευε ότι η ψυχή υπήρχε πριν από τη γέννηση και μετά τον θάνατο του σώματος. Όσο για τους σύγχρονους Ινδουισιές, Χριστιανούς, Εβραίους και Μουσουλμάνους, έχουν όλοι εξαιρετικά περίπλοκες πεποιθήσεις για την επιβίωση μετά τον θάνατο.
Ο Πλάτων υποστηρίζει ότι η ψυχή υπάρχει και μετά θάνατον.
Ο Επίκουρος λέει ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε τον θάνατο.
Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει μια ρητή σχέση μεταξύ της ποιότητας της γήινης ζωής ενός ατόμου και της μοίρας που το περιμένει στη συνέχεια. Οι Ινδουιστές, για παράδειγμα, υποθέτουν ότι το κάθε άτομο αναγεννιέται (μετενσάρκωση), ενώ η διάρκεια και η μορφή αυτών των αναγεννήσεων καθορίζονται από το κάρμα του, δηλαδή την αναλογία των καλών και κακών πράξεων που πραγματοποίησε σης προηγούμενες μετενσαρκώσεις του.
Από την άλλη, ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ έχουν περίτεχνα οράματα του παράδεισου και της κόλασης, όπου τα άτομα ανταμείβονται ή τιμωρούνται, αναλόγως, για τη συμπεριφορά τους στη γη. Για τους οπαδούς αυτών των θρησκειών, η προοπτική ζωής πέρα από τον επίγειο θάνατο, προσφέρει στο άτομο λόγους για φόβο και ελπίδα, και πιθανόν να έχει και τη μεγαλύτερη επιρροή στην ηθική στάση ζωής που θα δείξει κατά τη διάρκεια της ζωής του στη γη.
Είναι ο θάνατος κάτι κακά για εμάς;
Πρέπει οι άνθρωποι που δεν πιστεύουν στη μεταθανάτια ζωή να φοβούνται τον θάνατο; Και μήπως έχει κάποιο νόημα να διασκεδάζουν τους φόβους τους για το μέλλον ενός κόσμου στον οποίο δεν θα υπάρχουν;
Ο Επίκουρος, θέλοντας να δείξει ότι αυτός ο φόβος είναι ουσιαστικά άστοχος, υποστήριξε ότι ένας τέτοιος φόβος είναι άκαιρος: «Παρότι ο θάνατος θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα κακά, δεν πρέπει να σημαίνει τίποτε για εμάς, μιας και υπάρχουμε όταν δεν υπάρχει ο θάνατος και σταματάμε να υπάρχουμε όταν ο θάνατος έρθει».
Με άλλα λόγια, ο θάνατος δεν μπορεί να μας αγγίξει, επειδή όταν επέλθει ο θάνατος εμείς παύουμε να υπάρχουμε και επομένως δεν μπορεί να μας βλάψει. Άρα, είναι ανόητο να φοβόμαστε κάτι που δεν μπορεί να μας βλάψει. Στην πραγματικότητα, υποστηρίζει, ο χρόνος μετά θάνατον δεν έχει καμία διαφορά από τον χρόνο πριν από τη γέννησή μας και, όντας αδιάφοροι στον χρόνο πριν από τη γέννησή μας, θα έπρεπε να είμαστε αδιάφοροι και για μετά.
Φυσικά, δεν πείθονται όλοι από το επιχείρημα του Επίκουρου. Ο Αμερικανός φιλόσοφος Τόμας Νέιτζελ και άλλοι υποστηρίζουν ότι ο θάνατος είναι κακός για εμάς επειδή βλάπτει τα συμφέροντά μας. Για την ακρίβεια, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το να είναι κανείς νεκρός ή να μην υπάρχει, δεν είναι από μόνο του κακό – το κακό είναι ότι μας εμποδίζει να έχουμε τα διάφορα καλά πράγματα που θα είχαμε αν ζούσαμε, επειδή κάποιες από τις επιθυμίες μας ίσως δεν έχουν υλοποιηθεί και επειδή μερικά από τα σχέδια που κάναμε και θα έδιναν αξία στη ζωή μας δεν έχουν ολοκληρωθεί.
“Carpe diem, quam minimum credula postero” — Αδράξτε τη μέρα, δείξτε λίγη εμπιστοσύνη στο αύριο… Οράτιος. Ρωμαίος ποιητής, 1ος αιώνας π,Χ.
Μπορούμε, λοιπόν, να θεωρήσουμε ότι ο θάνατος είναι επιβλαβής, επειδή είναι μια οριστική διακοπή της ζωής μας, που συνεπάγεται τη στέρηση κάποιων καλών πραγμάτων. Αυτός είναι και ο λόγος που έχουμε διαφορετική άποψη για τον χρόνο πριν από τη γέννησή μας και για τον χρόνο μετά τον θάνατο μας. 0 πρώτος, σε αντίθεση με τον δεύτερο, δεν μας στερεί τίποτε, δεν είμαστε αποκομμένοι από την απόλαυση, από πράγματα που διαφορετικά θα μπορούσαμε να είχαμε. Με τον ίδιο τρόπο, φυσικά, ο θάνατος μπορεί να μας κάνει καλό, γιατί μας ανακουφίζει από καταστάσεις που θα υποφέραμε αν ζούσαμε.
Ζήστε τη ζωή
Επομένως, αν αυτό είναι το είδος της βλάβης που προκαλείται από τον θάνατο, ο καλύτερος τρόπος να μειωθεί η ζημιά είναι να επέρχεται όσο το δυνατόν αργότερα.
Πώς θα διαχειριστούμε κάτι τέτοιο; Διάγοντας, για παράδειγμα, πιο υγιεινή ζωή και αναλαμβάνοντας λιγότερα ρίσκα. Αυτά όμως είναι θέματα σύνεσης και όχι ηθικής. Πέρα από αυτές τις σκέψεις δεν υπάρχει τίποτε που μπορούμε να κάνουμε για να επηρεάσουμε τον χρόνο έλευσης του θανάτου.
Στον βαθμό, λοιπόν, που δεν έχει νόημα να ανησυχούμε για πράγματα πέρα από τον έλεγχο μας, ίσως τελικά ο Επίκουρος να είχε δίκιο. Αν ο θάνατος είναι μια αναπόφευκτη στέρηση των καλών πραγμάτων, τότε η λύπη και όχι ο φόβος πρέπει να είναι η πιο κατάλληλη απάντηση στο αν πρέπει να φοβόμαστε τον θάνατο, και ίσως το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να ακολουθήσουμε τη συμβουλή του πάντα αισιόδοξου χαρακτήρα στο θεατρικό έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ Η Μάνα, ο οποίος λέει: «Μη φοβάστε τόσο τον θάνατο όσο την ανεπαρκή ζωή».
Πρέπει, λοιπόν, να ζούμε τη ζωή στο έπακρο, αδράχνοντας τις ευκαιρίες που μας δίνει, και να εστιάζουμε περισσότερο στο τι κάνουμε παρά στο ή τι δεν κάνουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου