HEGEL: Μια διαλεκτική αποτίμηση του Διαφωτισμού
1. Σύμφωνα με τον Hegel, η περίοδος του Διαφωτισμού αποτελεί σημαντικό στάδιο στην ανάπτυξη του νεωτερικού πολιτισμού. Είναι το αποκορύφωμα ενός πολιτισμού (Bildung), κατά την μακρά πορεία του οποίου ο αυτοπροσδιορισμός του ανθρώπινου πνεύματος διαμεσολαβείται από την αλλοτρίωση και τον αυτοδιχασμό του.
2. Αλλά πώς εννοεί ο φιλόσοφος το πνεύμα (Geist); Ως την ακατάλυτη μορφή της ανθρώπινης συνείδησης. Αυτή η μορφή δεν είναι απλώς συνείδηση του εαυτού, αλλά η συνείδηση, που μέσα από τον ιστορικο-φιλοσοφικό διάλογο έφτασε να γνωρίζει τον εαυτό της ως την αλήθεια του διέποντος τον κόσμο Λόγου.
3. Το πνεύμα έτσι, από άποψη αρχής, είναι η ολόκληρη πραγματικότητα, ο σύμπας κόσμος, ιδεατά ιδωμένος ως η απόλυτη ενότητα του περατού και του απείρου, του παραστασιακού και του νοητού. Στη ρεαλιστική του ύπαρξη, αυτό το πνεύμα το γνωρίζουμε να είναι η διχοτόμηση του κόσμου σε Πίστη και Λόγο (Glaube und Vernunft).
4. Η Πίστη αντιστοιχεί στο Λόγο της θρησκείας, ο Λόγος απηχεί τον Λόγο του Διαφωτισμού, τον διαφωτιστικό Λόγο του ανθρώπου. Αυτή η αντίθεση ομιλεί τη γλώσσα της διχασμένης συνείδησης του νεωτερικού κόσμου και συγχρόνως εκφράζει την αρχή του τέλους αυτής της αλλοτρίωσης.
5. Ενόσω αυτή η συνείδηση δεν έφτασε να γίνει φιλοσοφική συνείδηση, δηλαδή απόλυτη γνώση ή συμφιλίωση της υποκειμενικότητας και της αντικειμενικότητας υπό το νόημα της πνευματικής ολοκλήρωσης, η μεν Πίστη δραπετεύει σε ένα αφηρημένο επέκεινα, ο δε Λόγος περιορίζεται σε έναν κόσμο αισθητών πραγμάτων.
6. Έτσι ο μεν Λόγος της θρησκευτικής συνείδησης μας γνωρίζει με το απόλυτο ως μια κενή έννοια ενός υπέρτατου όντος, ο δε Λόγος του Διαφωτισμού μας καθηλώνει σε μια απολυτοποίηση της περατότητας. Αμφότερες οι μορφές του Λόγου παραγνωρίζουν τη σημασία του ανθρώπινου υποκειμένου.
7. Ούτε η Πίστη ούτε ο Λόγος μπορούν να συμφιλιώσουν τον αισθητό με τον νοητό κόσμο. Γι’ αυτό, το ζητούμενο παραμένει: η πρόοδος που επιφέρει ο Διαφωτισμός είναι πρόοδος της αλλοτρίωσης του πολιτισμού.
8. Αυτή η πρόοδος εγκλείει κριτική του χρόνου, εντός του οποίου συμβαίνει, ο Διαφωτισμός ως πολιτισμός να βιώνει αυτή την κριτική ως διαμάχη με τον εαυτό του: η κριτική του διαφωτιστικού Λόγου στην πίστη είναι στην πράξη μια κριτική του πολιτισμού που απευθύνεται στον εαυτό του.
9. Εν τέλει, αυτή η κριτική φέρνει σε ισχύ την αξίωση του Λόγου της νεωτερικής εποχής για διαλεκτικό εξορθολογισμό τόσο της ιστορικής πραγματικότητας όσο και των ανθρώπινων ατόμων που την αναζωογονούν. Τούτη η αξίωση στηρίζεται στη ρητή συνειδητοποίηση των προϋποθέσεων του πολιτισμού και στην αναγνώριση της γλώσσας του ως της σταθερής δύναμης ή ικανότητας του ιστορικού ανθρώπου να δια-λέγεται με τον εαυτό του και με τον κόσμο.
1. Σύμφωνα με τον Hegel, η περίοδος του Διαφωτισμού αποτελεί σημαντικό στάδιο στην ανάπτυξη του νεωτερικού πολιτισμού. Είναι το αποκορύφωμα ενός πολιτισμού (Bildung), κατά την μακρά πορεία του οποίου ο αυτοπροσδιορισμός του ανθρώπινου πνεύματος διαμεσολαβείται από την αλλοτρίωση και τον αυτοδιχασμό του.
2. Αλλά πώς εννοεί ο φιλόσοφος το πνεύμα (Geist); Ως την ακατάλυτη μορφή της ανθρώπινης συνείδησης. Αυτή η μορφή δεν είναι απλώς συνείδηση του εαυτού, αλλά η συνείδηση, που μέσα από τον ιστορικο-φιλοσοφικό διάλογο έφτασε να γνωρίζει τον εαυτό της ως την αλήθεια του διέποντος τον κόσμο Λόγου.
3. Το πνεύμα έτσι, από άποψη αρχής, είναι η ολόκληρη πραγματικότητα, ο σύμπας κόσμος, ιδεατά ιδωμένος ως η απόλυτη ενότητα του περατού και του απείρου, του παραστασιακού και του νοητού. Στη ρεαλιστική του ύπαρξη, αυτό το πνεύμα το γνωρίζουμε να είναι η διχοτόμηση του κόσμου σε Πίστη και Λόγο (Glaube und Vernunft).
4. Η Πίστη αντιστοιχεί στο Λόγο της θρησκείας, ο Λόγος απηχεί τον Λόγο του Διαφωτισμού, τον διαφωτιστικό Λόγο του ανθρώπου. Αυτή η αντίθεση ομιλεί τη γλώσσα της διχασμένης συνείδησης του νεωτερικού κόσμου και συγχρόνως εκφράζει την αρχή του τέλους αυτής της αλλοτρίωσης.
5. Ενόσω αυτή η συνείδηση δεν έφτασε να γίνει φιλοσοφική συνείδηση, δηλαδή απόλυτη γνώση ή συμφιλίωση της υποκειμενικότητας και της αντικειμενικότητας υπό το νόημα της πνευματικής ολοκλήρωσης, η μεν Πίστη δραπετεύει σε ένα αφηρημένο επέκεινα, ο δε Λόγος περιορίζεται σε έναν κόσμο αισθητών πραγμάτων.
6. Έτσι ο μεν Λόγος της θρησκευτικής συνείδησης μας γνωρίζει με το απόλυτο ως μια κενή έννοια ενός υπέρτατου όντος, ο δε Λόγος του Διαφωτισμού μας καθηλώνει σε μια απολυτοποίηση της περατότητας. Αμφότερες οι μορφές του Λόγου παραγνωρίζουν τη σημασία του ανθρώπινου υποκειμένου.
7. Ούτε η Πίστη ούτε ο Λόγος μπορούν να συμφιλιώσουν τον αισθητό με τον νοητό κόσμο. Γι’ αυτό, το ζητούμενο παραμένει: η πρόοδος που επιφέρει ο Διαφωτισμός είναι πρόοδος της αλλοτρίωσης του πολιτισμού.
8. Αυτή η πρόοδος εγκλείει κριτική του χρόνου, εντός του οποίου συμβαίνει, ο Διαφωτισμός ως πολιτισμός να βιώνει αυτή την κριτική ως διαμάχη με τον εαυτό του: η κριτική του διαφωτιστικού Λόγου στην πίστη είναι στην πράξη μια κριτική του πολιτισμού που απευθύνεται στον εαυτό του.
9. Εν τέλει, αυτή η κριτική φέρνει σε ισχύ την αξίωση του Λόγου της νεωτερικής εποχής για διαλεκτικό εξορθολογισμό τόσο της ιστορικής πραγματικότητας όσο και των ανθρώπινων ατόμων που την αναζωογονούν. Τούτη η αξίωση στηρίζεται στη ρητή συνειδητοποίηση των προϋποθέσεων του πολιτισμού και στην αναγνώριση της γλώσσας του ως της σταθερής δύναμης ή ικανότητας του ιστορικού ανθρώπου να δια-λέγεται με τον εαυτό του και με τον κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου