Αφού ο Ζαρατούστρα είχε πει τα λόγια αυτά, κοίταξε ξανά τον λαό και σώπασε. «Δες τους», είπε στην καρδιά του, «στέκονται εκεί και γελούν: δεν με καταλαβαίνουν, δεν είμαι το στόμα για τούτα τ’ αφτιά.
Θα πρέπει κανείς να τους σπάσει πρώτα τ’ αφτιά, για να μάθουν να ακούνε με τα μάτια; Θα πρέπει κανείς να θορυβεί σαν τα τύμπανα και τους κήρυκες της μετάνοιας; Ή πιστεύουν μόνο αυτόν που τραυλίζει;
Έχουν κάτι, που τους κάνει περήφανους. Λοιπόν, πώς το λένε αυτό, που τους κάνει περήφανους; Πολιτισμό/παιδεία (Bildung) το αποκαλούν, είναι αυτό που τους διακρίνει από τους γιδοβοσκούς.
Γι’ αυτό δεν τους αρέσει, όταν μιλούν γι’ αυτούς, να ακούνε τη λέξη «περιφρόνηση». Τότε λοιπόν θα μιλήσω στην περηφάνια τους.
Έτσι θα τους μιλήσω για το πιο περιφρονητικό πλάσμα: αυτό όμως είναι ο τελευταίος άνθρωπος».
Και έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα στο λαό:
Είναι πια καιρός για τον άνθρωπο να καθορίσει τον σκοπό του. Είναι πια καιρός για τον άνθρωπο να φυτέψει το σπόρο της πιο υψηλής ελπίδας του.
Το έδαφός του συνεχίζει να είναι αρκετά πλούσιο γι’ αυτό το πράγμα. Αλλά μια μέρα αυτό το έδαφος θα γίνει φτωχό και άγονο και κανένα ψηλό δέντρο δεν θα μπορέσει πια να αναπτυχθεί πάνω σ’ αυτό.
Αλίμονο! Πλησιάζει η ώρα, που ο άνθρωπος δεν θα ρίχνει πια το βέλος της επιθυμίας του πάνω από τον άνθρωπο και η χορδή του τόξου του θα ξεμάθει να σφυρίζει!
Σας λέω: πρέπει κανείς να έχει ακόμα χάος μέσα του, για να μπορεί να γεννήσει ένα χορευτικό αστέρι. Σας λέω: εσείς έχετε ακόμα χάος μέσα σας.
Αλίμονο! Πλησιάζει η ώρα, που ο άνθρωπος δεν θα μπορεί να γεννήσει πια κανένα αστέρι. Αλίμονο! Πλησιάζει η ώρα του πιο αξιοκαταφρόνητου ανθρώπου, που δεν θα μπορεί πλέον να περιφρονεί τον ίδιο τον εαυτό του.
Δέστε! Σας δείχνω τον τελευταίο άνθρωπο.
«Τι είναι αγάπη; Τι είναι δημιουργία; Τι είναι επιθυμία; Τι είναι αστέρι;» –έτσι ρωτά ο τελευταίος άνθρωπος και κλείνει το μάτι.
Τότε η γη θα ’χει γίνει μικρή και πάνω της θα πηδά ο τελευταίος άνθρωπος, που όλα τα κάνει μικρά. Το γένος του είναι ανεξάλειπτο σαν του ψύλλου· ο τελευταίος άνθρωπος ζει πιο πολύ από όλους.
«Έχουμε εφεύρει την ευτυχία» –λένε οι τελευταίοι άνθρωποι και κλείνουν το μάτι.
Έχουν εγκαταλείψει τις περιοχές, όπου ήταν σκληρή η ζωή: γιατί χρειάζεται κανείς τη ζεστασιά. Ακόμη αγαπά τον γείτονά του και τρίβεται πάνω του: γιατί χρειάζεται τη ζεστασιά.
Το ν’ αρρωστήσεις και το να έχεις δυσπιστία για εκείνους λογίζεται αμαρτία: με προσοχή προχωράει κανείς. Τρελός λοιπόν είναι όποιος ακόμα σκοντάφτει πάνω σε πέτρες ή ανθρώπους!
Λίγο δηλητήριο κάπου κάπου: προξενεί ευχάριστα όνειρα. Και πολύ δηλητήριο στο τέλος για έναν ευχάριστο θάνατο.
Δουλεύουν ακόμα, γιατί η δουλειά είναι διασκέδαση. Αλλά φροντίζουν, να μην τους κουράσει η διασκέδαση.
Δεν γίνονται πια φτωχοί και πλούσιοι: και τα δυο είναι πολύ επαχθή. Ποιος θέλει ακόμα να κυβερνά; Ποιος θέλει ακόμα να υπακούει; Και τα δυο είναι πολύ επαχθή.
Κανένας βοσκός και ένα κοπάδι! Όλοι θέλουν το ίδιο, όλοι είναι ίσοι: όποιος έχει άλλα συναισθήματα, πηγαίνει εθελοντικά στο τρελάδικο.
«Άλλοτε όλος ο κόσμος ήταν τρελός» –λένε οι πιο πονηροί και κλείνουν το μάτι.
Είναι έξυπνοι και ξέρουν όλα όσα έχουν συμβεί: έτσι μπορούν ασταμάτητα να κοροϊδεύουν. Εξακολουθούν να τσακώνονται, αλλά σύντομα συμφιλιώνονται –αλλιώς τους χαλάει το στομάχι.
Έχουν τη μικρή ευχαρίστησή τους για την ημέρα και τη μικρή ευχαρίστησή τους για τη νύχτα: αλλά σέβονται την υγεία.
«Έχουμε εφεύρει την ευτυχία» –λένε οι τελευταίοι άνθρωποι και κλείνουν το μάτι.
Κι εδώ τελείωσε η πρώτη ομιλία του Ζαρατούστρα, που τον λένε επίσης «ο Πρόλογος»: γιατί στο σημείο αυτό τον διέκοψαν οι κραυγές και η χαρά του πλήθους. «Δώσε μας αυτόν τον τελευταίο άνθρωπο, ω Ζαρατούστρα», έτσι φώναζαν, «κάνε εμάς αυτούς τους τελευταίους ανθρώπους! Τότε σου χαρίζουμε τον υπεράνθρωπο!» Και όλος ο λαός αλάλαζε και κροτάλιζε τη γλώσσα. Ο Ζαρατούστρα όμως γέμισε λύπη και είπε στην καρδιά του:
«Δεν με καταλαβαίνουν: δεν είμαι το στόμα για τούτα τα’ αυτιά.
Πολύ, φαίνεται, έζησα στο βουνό, πολύ αφουγκράστηκα τα ρυάκια και τα δέντρα: και τώρα μιλάω σ’ αυτούς σαν σε γιδοβοσκούς.
Ήρεμη είναι η ψυχή μου και φωτεινή σαν το βουνό το πρωί. Αλλά τούτοι νομίζουν πως είμαι ψυχρός και ένας χλευαστής που κάνει φρικτά αστεία.
Και τώρα με κοιτάζουν και γελούν: και καθώς γελούν, με μισούν κι από πάνω. Πάγος είναι το γέλιο τους.»
Ερμηνεία – κατανόηση «Ο τελευταίος άνθρωπος»
Είναι πλέον κοινός τόπος πως το συγκεκριμένο έργο του Νίτσε, έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, αλλά και το συνολικό του έργο, δεν προσφέρει μια συστηματική γνώση που απαγορεύει την παραμικρή παρέκκλιση. Απεναντίας είναι ένα ανοικτό βιβλίο και γι’ αυτό προορίζεται, κατά την ρήση του ίδιου του φιλοσόφου, για όλους και για κανέναν. Για όλους, όταν είναι σε θέση να ανακαλύψουν εδώ μέσα απελευθερωτικά μονοπάτια της σκέψης, για κανέναν, όταν οι πολλοί, αυτοί δηλαδή οι «όλοι», περιμένουν από το βιβλίο να τους κάνει κατήχηση και όχι να τους απελευθερώσει τη σκέψη. Από τι να την απελευθερώσει; Από την απαιδευσία του πολιτισμού και της παιδείας (Bildung). Αυτή η παιδεία ή ο πολιτισμός είναι η υπέρτατη αξία, κατά την Ομιλία 5 του Ζαρατούστρα, για την καθιερωμένη τάξη πραγμάτων· διακρίνει, υποτίθεται, τον λαό, τους εν λόγω πολλούς από τους γιδοβοσκούς. Τους απελευθερώνει δηλαδή τη σκέψη. Ισχύει στ’ αλήθεια αυτό;
Σύμφωνα με τον Νίτσε, ένας τέτοιος πολιτισμός μεταδίδει τη μέγιστη απαιδευσία, την απόλυτη αποβλάκωση του πλήθους. Γιατί; Επειδή πρόκειται για τη θεσμοθετημένη «κουλτούρα» μιας εμπορικής κατά τον φιλόσοφο –και με σημερινούς όρους– μιας εμπορευματικής κοινωνίας. Σε αυτή την «κουλτούρα» ανήκουν, πιο συγκεκριμένα εδώ, τα ύψιστα και τα πιο πνευματικά προϊόντα της ανθρώπινης δραστηριότητας, τα οποία εκφράζουν, αλλά και ενισχύουν το αξιακό σύστημα μιας καθορισμένης ομάδας ή και ενός ευρύτερου ανθρώπινου συνόλου. Τέτοιου είδους προϊόντα είναι η ηθική, η θρησκεία, η τέχνη, οι φιλοσοφικές και επιστημονικές ιδέες, οι πολιτικές και οι κυβερνήσεις τους με τις ιδεολογικές κατασκευές κ.λπ. Όσο κυριαρχεί μια τέτοια κουλτούρα, οδηγεί την ανθρωπότητα στην καταστροφή, γιατί διαβρώνει και ισοπεδώνει τα στοιχεία εκείνα που καθιστούν το κάθε ξεχωριστό άτομο πηγαία ύπαρξη. Αναλογικά εξαφανίζει την ατομικότητα του εμπνευσιακού και «μαντικού» ενστίκτου και την αναγκάζει να τρέφεται με αυταπάτες.
Να γιατί ο Ζαρατούστρα, στην παρούσα ομιλία του, υποψιάζεται πως ένα τέτοιο πλήθος νιώθει περήφανο για την κουλτούρα που το μετατρέπει σε κοπάδι, ακόμη κι αν το ίδιο πιστεύει πως αυτή το διαφοροποιεί από τους γιδοβοσκούς. Επειδή όμως ο Ζαρατούστρα δεν έχει ως αποστολή την καθοδήγηση ή την κατήχηση του πλήθους, αλλά πρωτίστως την αυτο-ερμήνευση, την αυτοδιαύγαση, καταδείχνοντας συγχρόνως μια καθιδρυμένη γενική παραφροσύνη, αναλαμβάνει να μιλήσει στον κόσμο για τον έσχατο και τον πιο θανάσιμο κίνδυνο: τον τελευταίο άνθρωπο. Αυτή-εδώ η κατηγορία ανθρώπων αντιστοιχεί στο τελευταίο επίπεδο ανάπτυξης του ανθρώπου και της ανθρωπότητας πριν τον υπεράνθρωπο. Πρόκειται όμως για ένα τέτοιο επίπεδο που ακυρώνει κάθε αυθεντική ανάπτυξη, καθώς ετούτοι οι άνθρωποι αυτοπαρουσιάζονται ως εκείνοι που έχουν εφεύρει την ευτυχία και με τούτο εννοούν να απορροφήσουν πλήρως όλο τον κόσμο μέσα στον δικό τους τρόπο σκέψης και δράσης.
Με την αλληγορική τούτη γλώσσα, ο Νίτσε, ασκεί, μεταξύ άλλων, οξύτατη κριτική στην κατ’ επίφαση δημοκρατία, που γέννημα και εκφραστής της είναι η αντενεργός μάζα των τελευταίων ανθρώπων και την οποία σήμερα γνωρίζουμε ως μαζική «δημοκρατία», με κύριο χαρακτηριστικό: «Κανένας βοσκός και ένα κοπάδι! Όλοι θέλουν το ίδιο, όλοι είναι ίσοι: όποιος έχει άλλα συναισθήματα, πηγαίνει εθελοντικά στο τρελάδικο». Ποια είναι εν τέλει, από πλευράς ενεργούς δράσης, η εν λόγω μάζα των τελευταίων ανθρώπων; Είναι εκείνη η μάζα που θέτει πάνω απ’ όλα το ατομικό συμφέρον και την εγωιστική επικράτηση του αδύναμου Εγώ πάνω στο ποιοτικά κραταιό. Γι’ αυτό βολεύεται και εφησυχάζει μέσα στους υφιστάμενους μηχανισμούς των έτοιμων ιδεών, των ριζωμένων προκαταλήψεων, των τεχνητών και όχι ανα-τρεπτικών παρεμβάσεων στη ζωή, της ισοπεδωτικής εξίσωσης των πάντων. Κύριο μέλημά της είναι εκείνο της προσαρμογής, της χρησιμοθηρίας, της μηχανικής και συμφεροντολογικής τακτοποίησης, της μηχανιστικής κοσμοαντίληψης. Όλα αυτά τα γνωρίσματα και άλλα παρόμοια συνθέτουν μια επινοημένη ευτυχία, η οποία δεν αφήνει ασυγκίνητες τις ευρύτερες μάζες. Έτσι βλέπουμε τις τελευταίες να θέλουν, μετά τον θάνατο του θεού, να ταυτίζονται με τον τελευταίο άνθρωπο, δηλαδή με την τελική τους εθελοδουλεία και όχι με τον υπεράνθρωπο, την ροδαυγή της αυτοκατάφασής τους.
Θα πρέπει κανείς να τους σπάσει πρώτα τ’ αφτιά, για να μάθουν να ακούνε με τα μάτια; Θα πρέπει κανείς να θορυβεί σαν τα τύμπανα και τους κήρυκες της μετάνοιας; Ή πιστεύουν μόνο αυτόν που τραυλίζει;
Έχουν κάτι, που τους κάνει περήφανους. Λοιπόν, πώς το λένε αυτό, που τους κάνει περήφανους; Πολιτισμό/παιδεία (Bildung) το αποκαλούν, είναι αυτό που τους διακρίνει από τους γιδοβοσκούς.
Γι’ αυτό δεν τους αρέσει, όταν μιλούν γι’ αυτούς, να ακούνε τη λέξη «περιφρόνηση». Τότε λοιπόν θα μιλήσω στην περηφάνια τους.
Έτσι θα τους μιλήσω για το πιο περιφρονητικό πλάσμα: αυτό όμως είναι ο τελευταίος άνθρωπος».
Και έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα στο λαό:
Είναι πια καιρός για τον άνθρωπο να καθορίσει τον σκοπό του. Είναι πια καιρός για τον άνθρωπο να φυτέψει το σπόρο της πιο υψηλής ελπίδας του.
Το έδαφός του συνεχίζει να είναι αρκετά πλούσιο γι’ αυτό το πράγμα. Αλλά μια μέρα αυτό το έδαφος θα γίνει φτωχό και άγονο και κανένα ψηλό δέντρο δεν θα μπορέσει πια να αναπτυχθεί πάνω σ’ αυτό.
Αλίμονο! Πλησιάζει η ώρα, που ο άνθρωπος δεν θα ρίχνει πια το βέλος της επιθυμίας του πάνω από τον άνθρωπο και η χορδή του τόξου του θα ξεμάθει να σφυρίζει!
Σας λέω: πρέπει κανείς να έχει ακόμα χάος μέσα του, για να μπορεί να γεννήσει ένα χορευτικό αστέρι. Σας λέω: εσείς έχετε ακόμα χάος μέσα σας.
Αλίμονο! Πλησιάζει η ώρα, που ο άνθρωπος δεν θα μπορεί να γεννήσει πια κανένα αστέρι. Αλίμονο! Πλησιάζει η ώρα του πιο αξιοκαταφρόνητου ανθρώπου, που δεν θα μπορεί πλέον να περιφρονεί τον ίδιο τον εαυτό του.
Δέστε! Σας δείχνω τον τελευταίο άνθρωπο.
«Τι είναι αγάπη; Τι είναι δημιουργία; Τι είναι επιθυμία; Τι είναι αστέρι;» –έτσι ρωτά ο τελευταίος άνθρωπος και κλείνει το μάτι.
Τότε η γη θα ’χει γίνει μικρή και πάνω της θα πηδά ο τελευταίος άνθρωπος, που όλα τα κάνει μικρά. Το γένος του είναι ανεξάλειπτο σαν του ψύλλου· ο τελευταίος άνθρωπος ζει πιο πολύ από όλους.
«Έχουμε εφεύρει την ευτυχία» –λένε οι τελευταίοι άνθρωποι και κλείνουν το μάτι.
Έχουν εγκαταλείψει τις περιοχές, όπου ήταν σκληρή η ζωή: γιατί χρειάζεται κανείς τη ζεστασιά. Ακόμη αγαπά τον γείτονά του και τρίβεται πάνω του: γιατί χρειάζεται τη ζεστασιά.
Το ν’ αρρωστήσεις και το να έχεις δυσπιστία για εκείνους λογίζεται αμαρτία: με προσοχή προχωράει κανείς. Τρελός λοιπόν είναι όποιος ακόμα σκοντάφτει πάνω σε πέτρες ή ανθρώπους!
Λίγο δηλητήριο κάπου κάπου: προξενεί ευχάριστα όνειρα. Και πολύ δηλητήριο στο τέλος για έναν ευχάριστο θάνατο.
Δουλεύουν ακόμα, γιατί η δουλειά είναι διασκέδαση. Αλλά φροντίζουν, να μην τους κουράσει η διασκέδαση.
Δεν γίνονται πια φτωχοί και πλούσιοι: και τα δυο είναι πολύ επαχθή. Ποιος θέλει ακόμα να κυβερνά; Ποιος θέλει ακόμα να υπακούει; Και τα δυο είναι πολύ επαχθή.
Κανένας βοσκός και ένα κοπάδι! Όλοι θέλουν το ίδιο, όλοι είναι ίσοι: όποιος έχει άλλα συναισθήματα, πηγαίνει εθελοντικά στο τρελάδικο.
«Άλλοτε όλος ο κόσμος ήταν τρελός» –λένε οι πιο πονηροί και κλείνουν το μάτι.
Είναι έξυπνοι και ξέρουν όλα όσα έχουν συμβεί: έτσι μπορούν ασταμάτητα να κοροϊδεύουν. Εξακολουθούν να τσακώνονται, αλλά σύντομα συμφιλιώνονται –αλλιώς τους χαλάει το στομάχι.
Έχουν τη μικρή ευχαρίστησή τους για την ημέρα και τη μικρή ευχαρίστησή τους για τη νύχτα: αλλά σέβονται την υγεία.
«Έχουμε εφεύρει την ευτυχία» –λένε οι τελευταίοι άνθρωποι και κλείνουν το μάτι.
Κι εδώ τελείωσε η πρώτη ομιλία του Ζαρατούστρα, που τον λένε επίσης «ο Πρόλογος»: γιατί στο σημείο αυτό τον διέκοψαν οι κραυγές και η χαρά του πλήθους. «Δώσε μας αυτόν τον τελευταίο άνθρωπο, ω Ζαρατούστρα», έτσι φώναζαν, «κάνε εμάς αυτούς τους τελευταίους ανθρώπους! Τότε σου χαρίζουμε τον υπεράνθρωπο!» Και όλος ο λαός αλάλαζε και κροτάλιζε τη γλώσσα. Ο Ζαρατούστρα όμως γέμισε λύπη και είπε στην καρδιά του:
«Δεν με καταλαβαίνουν: δεν είμαι το στόμα για τούτα τα’ αυτιά.
Πολύ, φαίνεται, έζησα στο βουνό, πολύ αφουγκράστηκα τα ρυάκια και τα δέντρα: και τώρα μιλάω σ’ αυτούς σαν σε γιδοβοσκούς.
Ήρεμη είναι η ψυχή μου και φωτεινή σαν το βουνό το πρωί. Αλλά τούτοι νομίζουν πως είμαι ψυχρός και ένας χλευαστής που κάνει φρικτά αστεία.
Και τώρα με κοιτάζουν και γελούν: και καθώς γελούν, με μισούν κι από πάνω. Πάγος είναι το γέλιο τους.»
Ερμηνεία – κατανόηση «Ο τελευταίος άνθρωπος»
Είναι πλέον κοινός τόπος πως το συγκεκριμένο έργο του Νίτσε, έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, αλλά και το συνολικό του έργο, δεν προσφέρει μια συστηματική γνώση που απαγορεύει την παραμικρή παρέκκλιση. Απεναντίας είναι ένα ανοικτό βιβλίο και γι’ αυτό προορίζεται, κατά την ρήση του ίδιου του φιλοσόφου, για όλους και για κανέναν. Για όλους, όταν είναι σε θέση να ανακαλύψουν εδώ μέσα απελευθερωτικά μονοπάτια της σκέψης, για κανέναν, όταν οι πολλοί, αυτοί δηλαδή οι «όλοι», περιμένουν από το βιβλίο να τους κάνει κατήχηση και όχι να τους απελευθερώσει τη σκέψη. Από τι να την απελευθερώσει; Από την απαιδευσία του πολιτισμού και της παιδείας (Bildung). Αυτή η παιδεία ή ο πολιτισμός είναι η υπέρτατη αξία, κατά την Ομιλία 5 του Ζαρατούστρα, για την καθιερωμένη τάξη πραγμάτων· διακρίνει, υποτίθεται, τον λαό, τους εν λόγω πολλούς από τους γιδοβοσκούς. Τους απελευθερώνει δηλαδή τη σκέψη. Ισχύει στ’ αλήθεια αυτό;
Σύμφωνα με τον Νίτσε, ένας τέτοιος πολιτισμός μεταδίδει τη μέγιστη απαιδευσία, την απόλυτη αποβλάκωση του πλήθους. Γιατί; Επειδή πρόκειται για τη θεσμοθετημένη «κουλτούρα» μιας εμπορικής κατά τον φιλόσοφο –και με σημερινούς όρους– μιας εμπορευματικής κοινωνίας. Σε αυτή την «κουλτούρα» ανήκουν, πιο συγκεκριμένα εδώ, τα ύψιστα και τα πιο πνευματικά προϊόντα της ανθρώπινης δραστηριότητας, τα οποία εκφράζουν, αλλά και ενισχύουν το αξιακό σύστημα μιας καθορισμένης ομάδας ή και ενός ευρύτερου ανθρώπινου συνόλου. Τέτοιου είδους προϊόντα είναι η ηθική, η θρησκεία, η τέχνη, οι φιλοσοφικές και επιστημονικές ιδέες, οι πολιτικές και οι κυβερνήσεις τους με τις ιδεολογικές κατασκευές κ.λπ. Όσο κυριαρχεί μια τέτοια κουλτούρα, οδηγεί την ανθρωπότητα στην καταστροφή, γιατί διαβρώνει και ισοπεδώνει τα στοιχεία εκείνα που καθιστούν το κάθε ξεχωριστό άτομο πηγαία ύπαρξη. Αναλογικά εξαφανίζει την ατομικότητα του εμπνευσιακού και «μαντικού» ενστίκτου και την αναγκάζει να τρέφεται με αυταπάτες.
Να γιατί ο Ζαρατούστρα, στην παρούσα ομιλία του, υποψιάζεται πως ένα τέτοιο πλήθος νιώθει περήφανο για την κουλτούρα που το μετατρέπει σε κοπάδι, ακόμη κι αν το ίδιο πιστεύει πως αυτή το διαφοροποιεί από τους γιδοβοσκούς. Επειδή όμως ο Ζαρατούστρα δεν έχει ως αποστολή την καθοδήγηση ή την κατήχηση του πλήθους, αλλά πρωτίστως την αυτο-ερμήνευση, την αυτοδιαύγαση, καταδείχνοντας συγχρόνως μια καθιδρυμένη γενική παραφροσύνη, αναλαμβάνει να μιλήσει στον κόσμο για τον έσχατο και τον πιο θανάσιμο κίνδυνο: τον τελευταίο άνθρωπο. Αυτή-εδώ η κατηγορία ανθρώπων αντιστοιχεί στο τελευταίο επίπεδο ανάπτυξης του ανθρώπου και της ανθρωπότητας πριν τον υπεράνθρωπο. Πρόκειται όμως για ένα τέτοιο επίπεδο που ακυρώνει κάθε αυθεντική ανάπτυξη, καθώς ετούτοι οι άνθρωποι αυτοπαρουσιάζονται ως εκείνοι που έχουν εφεύρει την ευτυχία και με τούτο εννοούν να απορροφήσουν πλήρως όλο τον κόσμο μέσα στον δικό τους τρόπο σκέψης και δράσης.
Με την αλληγορική τούτη γλώσσα, ο Νίτσε, ασκεί, μεταξύ άλλων, οξύτατη κριτική στην κατ’ επίφαση δημοκρατία, που γέννημα και εκφραστής της είναι η αντενεργός μάζα των τελευταίων ανθρώπων και την οποία σήμερα γνωρίζουμε ως μαζική «δημοκρατία», με κύριο χαρακτηριστικό: «Κανένας βοσκός και ένα κοπάδι! Όλοι θέλουν το ίδιο, όλοι είναι ίσοι: όποιος έχει άλλα συναισθήματα, πηγαίνει εθελοντικά στο τρελάδικο». Ποια είναι εν τέλει, από πλευράς ενεργούς δράσης, η εν λόγω μάζα των τελευταίων ανθρώπων; Είναι εκείνη η μάζα που θέτει πάνω απ’ όλα το ατομικό συμφέρον και την εγωιστική επικράτηση του αδύναμου Εγώ πάνω στο ποιοτικά κραταιό. Γι’ αυτό βολεύεται και εφησυχάζει μέσα στους υφιστάμενους μηχανισμούς των έτοιμων ιδεών, των ριζωμένων προκαταλήψεων, των τεχνητών και όχι ανα-τρεπτικών παρεμβάσεων στη ζωή, της ισοπεδωτικής εξίσωσης των πάντων. Κύριο μέλημά της είναι εκείνο της προσαρμογής, της χρησιμοθηρίας, της μηχανικής και συμφεροντολογικής τακτοποίησης, της μηχανιστικής κοσμοαντίληψης. Όλα αυτά τα γνωρίσματα και άλλα παρόμοια συνθέτουν μια επινοημένη ευτυχία, η οποία δεν αφήνει ασυγκίνητες τις ευρύτερες μάζες. Έτσι βλέπουμε τις τελευταίες να θέλουν, μετά τον θάνατο του θεού, να ταυτίζονται με τον τελευταίο άνθρωπο, δηλαδή με την τελική τους εθελοδουλεία και όχι με τον υπεράνθρωπο, την ροδαυγή της αυτοκατάφασής τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου