Ο δούλος: έγινε δραπέτης-όχι και ελεύθερος
Εξηγητικές υποτυπώσεις
Ποιος είναι ο Μιχάλης Κατσαρός; Είναι ο ποιητής που δεν «παραδέχτηκε την ήττα» της μεταπολεμικής γενιάς, αλλά τη βίωσε ως πραγματική αφορμή –άκρως οδυνηρή βεβαίως– για να ξαναστήσει τον άνθρωπο, ως ανθρώπινο Είναι, οντολογικά δηλαδή, στο θρόνο του ελεύθερου οραματιστή, του μαχόμενου ποιητικού Εγώ [=δημιουργού] ενάντια βασικά στις απολογητικές ενοχές της καθεστωτικής «αριστεράς». Γιατί ενάντια σε αυτές; Επειδή με τη μάσκα ενός «ακαταμάχητου απελευθερωτικού» λόγου αναπαρήγαγαν και διαρκώς αναπαράγουν αστικοφεουδαρχικά κηρύγματα περί «ελευθερίας». Το αποτέλεσμα είναι να φενακίζουν τις συνειδήσεις. Η ιδεολογική ηγεμονία της καθεστωτικής «αριστεράς», καθ’ όλη τη μεταπολεμική περίοδο έως και σήμερα, δεν κήρυξε το τέλος του παλαιού βασιλείου κυριαρχίας, αλλά τον εξωραϊσμό του. Αποδυνάμωσε έτσι από μέσα κάθε αυθεντική επαναστατική ιδέα και ακινητοποίησε τεράστιες μάζες εντός των τειχών αυτού του βασιλείου. Όπως δείχνει ο Μ. Κατσαρός στο ποίημά του ο δούλος, τέτοια κηρύγματα-ιδεολογικές διαστροφές υποκαθιστούν την αυθεντική ελευθερία με τη δραπέτευση. Ο δούλος που δραπετεύει δεν παύει να είναι δούλος, ενόσω δεν έχει απελευθερωθεί από το όλο συλλογικό πλέγμα δουλείας, που εκφράζεται με το κοινωνικό-πολιτικό σύστημα, και ενόσω δεν έχει συνείδηση μιας τέτοιας απελευθέρωσης.
Η δραπέτευση στο παρόν ποίημα προβιβάζει την ατομική διάθεση του δούλου να ξεφύγει από τα δεσμά της δουλικής του συμπεριφοράς απέναντι στους δημίους του, αλλά δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τη συστημική τυραννία πάσης φύσεως, δεν οδηγεί σε κάποια αυθεντικά απελευθερωτική συλλογικότητα. Η διερώτηση επομένως, που διατρέχει την ποιητική σκέψη του Μ. Κατσαρού και με κάποιο τρόπο εμφανίζεται στο παρόν αλλά και σε κάθε ποίημά του τίθεται περίπου ως εξής: τι είναι η «συλλογικότητα» και το πλήθος; Αμφότερα τούτα είναι μορφώματα που στερούνται την ενεργό δύναμη των ριζικών αλλαγών: εκφράζουν την αδρανοποιημένη μάζα, την έντρομη και απαίσια, την αβέβαιη και πονηρή, που φρουρεί [=υπηρετεί] τους πύργους των τυράννων, κρατά την αναπνοή της μπροστά στην επισημότητά τους, επευφημεί τις παρελαύνουσες συνωμοσίες τους, ευχαριστιέται με τις αυλοκολακείες της. Το έμβλημα αυτής της συλλογικότητας ή αυτού του πλήθους είναι ο δούλος που ενώνει μέσα του τον έμπιστο κουβαλητή μιας υποτιμημένης ζωής και τον καχεκτικό υμνολόγο κάθε επερχόμενης βαρβαρότητας. Η στάση του δούλου απηχεί ένα ακρωτηριασμένο αγαλμάτιο της καταπιεσμένης ύπαρξης και φωτίζει τον φθοροποιό χαρακτήρα των συλλογικοτήτων καθεστωτικής πνοής, ακόμη κι αν οι τελευταίες προβάλλουν με «αριστερή» μεταμφίεση.
Ο ποιητής φιλοτεχνεί, με μια κοφτή αλλά πυκνή σε σχήματα ποιητική γλώσσα, το πορτρέτο του δούλου, απέναντι στο οποίο το ποιητικό Εγώ ορθώνεται ως άρνηση και ως εξ-έγερση. Αρνείται, αυτό που δεν δύναται να αρνηθεί, αλλά ενσαρκώνει ο δούλος, δηλαδή τον υπαρκτό και τον επερχόμενο μεσαίωνα, και εξ-εγείρεται απέναντι σε αυτόν-εδώ: «σηκώνει έναν άλλο πύργο ατίθασο». Όσο ορατός κι αν γίνεται αυτός ο μεσαίωνας στο παρόν ποίημα, δεν παύει να είναι η πιο σκοτεινή όψη της κοινωνίας, που συγκαλύπτει τους ενόχους και ενοχοποιεί τους αθώους. Να γιατί το ποιητικό Εγώ βαδίζει μονάχο, ως ένας ρομαντικός επαναστάτης που πάντοτε θέλει να ανακαλύπτει τη δράση πέραν της αστικής αποξένωσης, καθώς και πέραν της καπηλείας από τους ιδεολογικούς συντρόφους ή πέραν της κιβδηλίας τους. Ακριβώς επειδή το ποιητικό Εγώ δρα ως ρομαντικός επαναστάτης, είναι πάντοτε υποψιασμένο· διαφορετικά θα ήταν μια επί πλέον μυλόπετρα στο μύλο των δόλιων συντεχνιών. Ετούτο το υποψιασμένο-Είναι του ποιητή δίνει έμφαση σε μια προσωπική πορεία, που υψώνεται απελευθερωτικά απέναντι στη δουλική υποταγή:
«Το ζήτημα πια έχει τεθεί:
Ή θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε
όπως αυτός ο δραπέτης
ή θα σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο
απέναντί τους»
Ο Δούλος
Ο Δούλος που δραπέτευσε
έλεγε προσευχές στους φιλήσυχους πολίτες
γονατίζοντας σε λιγδωμένα προσκέφαλα.
Εγώ δεν ήλπιζα πως μπορεί να σωθεί.
Οι χωροφύλακες έχουν γερή όραση –
δε διαλύονται με αυταπάτες και ψυχοσάββατα.
Τώρα αυτός που επέμενε να ρωτάει
φαίνεται θα ’ταν αποφασισμένος για θάνατο
ή θα ’ταν κρυφός κατάσκοπος που δεν φοβάται.
Εγώ πάντως
εξακολουθούσα να βλέπω τον επερχόμενο
μεσαίωνα
με φάλαγγες πιστών
με αργυρά δισκοπότηρα αφρίζοντα αίμα
με σημαιοστολισμούς και παρελάσεις
με ραβδούχους καλοθρεμμένους καλόγερους
εικόνες από παλιές εκστρατείες
και τυφεκισμούς
ήρωες με αυστηρά βλέμματα
Άμες δε γ’ εσόμεθα
πληρωμένη εκπαίδευση
θεός αγέρας τα στοιχεία της φύσεως
κλειδωμένα στην εποχή σε χάλκινα θησαυροφυλάκια.
Αν άξαφνα σας γεννηθεί το ερώτημα
πως τα κατάφερε αυτός ο θνητός
μέσα σ’ αυτό το βαρύγδουπο διαπασών των ύμνων
να δραπετεύσει με αληθινό λαμπερόν ήλιο
με αληθινές εξαρτήσεις του βίου –
αν δεν μπορείτε να καταλάβετε
τι τον οδήγησε σ’ αυτό το τελευταίο διάβημα
που βρήκε την έξοδο αφού γύρω ήταν μπετόν
αφού γύρω τραγούδαγε η φοιτήτρια
ένα τραγούδι ιστορικό παλιών ηρώων
τότε
δε θα ’χετε δει κάτι κρυφές μικρές πόρτες
όμως ολοφάνερες στα μάτια των ειδικών
δε θα ’χετε δει το ραγισμένο τοίχο
όπου βλασταίνουν κάτι φυτά
πάνω σ’ ασβέστη κίτρινο απ’ την πολυκαιρία.
Το ζήτημα πια έχει τεθεί:
Ή θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε
όπως αυτός ο δραπέτης
ή θα σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο
απέναντί τους.
Εξηγητικές υποτυπώσεις
Ποιος είναι ο Μιχάλης Κατσαρός; Είναι ο ποιητής που δεν «παραδέχτηκε την ήττα» της μεταπολεμικής γενιάς, αλλά τη βίωσε ως πραγματική αφορμή –άκρως οδυνηρή βεβαίως– για να ξαναστήσει τον άνθρωπο, ως ανθρώπινο Είναι, οντολογικά δηλαδή, στο θρόνο του ελεύθερου οραματιστή, του μαχόμενου ποιητικού Εγώ [=δημιουργού] ενάντια βασικά στις απολογητικές ενοχές της καθεστωτικής «αριστεράς». Γιατί ενάντια σε αυτές; Επειδή με τη μάσκα ενός «ακαταμάχητου απελευθερωτικού» λόγου αναπαρήγαγαν και διαρκώς αναπαράγουν αστικοφεουδαρχικά κηρύγματα περί «ελευθερίας». Το αποτέλεσμα είναι να φενακίζουν τις συνειδήσεις. Η ιδεολογική ηγεμονία της καθεστωτικής «αριστεράς», καθ’ όλη τη μεταπολεμική περίοδο έως και σήμερα, δεν κήρυξε το τέλος του παλαιού βασιλείου κυριαρχίας, αλλά τον εξωραϊσμό του. Αποδυνάμωσε έτσι από μέσα κάθε αυθεντική επαναστατική ιδέα και ακινητοποίησε τεράστιες μάζες εντός των τειχών αυτού του βασιλείου. Όπως δείχνει ο Μ. Κατσαρός στο ποίημά του ο δούλος, τέτοια κηρύγματα-ιδεολογικές διαστροφές υποκαθιστούν την αυθεντική ελευθερία με τη δραπέτευση. Ο δούλος που δραπετεύει δεν παύει να είναι δούλος, ενόσω δεν έχει απελευθερωθεί από το όλο συλλογικό πλέγμα δουλείας, που εκφράζεται με το κοινωνικό-πολιτικό σύστημα, και ενόσω δεν έχει συνείδηση μιας τέτοιας απελευθέρωσης.
Η δραπέτευση στο παρόν ποίημα προβιβάζει την ατομική διάθεση του δούλου να ξεφύγει από τα δεσμά της δουλικής του συμπεριφοράς απέναντι στους δημίους του, αλλά δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τη συστημική τυραννία πάσης φύσεως, δεν οδηγεί σε κάποια αυθεντικά απελευθερωτική συλλογικότητα. Η διερώτηση επομένως, που διατρέχει την ποιητική σκέψη του Μ. Κατσαρού και με κάποιο τρόπο εμφανίζεται στο παρόν αλλά και σε κάθε ποίημά του τίθεται περίπου ως εξής: τι είναι η «συλλογικότητα» και το πλήθος; Αμφότερα τούτα είναι μορφώματα που στερούνται την ενεργό δύναμη των ριζικών αλλαγών: εκφράζουν την αδρανοποιημένη μάζα, την έντρομη και απαίσια, την αβέβαιη και πονηρή, που φρουρεί [=υπηρετεί] τους πύργους των τυράννων, κρατά την αναπνοή της μπροστά στην επισημότητά τους, επευφημεί τις παρελαύνουσες συνωμοσίες τους, ευχαριστιέται με τις αυλοκολακείες της. Το έμβλημα αυτής της συλλογικότητας ή αυτού του πλήθους είναι ο δούλος που ενώνει μέσα του τον έμπιστο κουβαλητή μιας υποτιμημένης ζωής και τον καχεκτικό υμνολόγο κάθε επερχόμενης βαρβαρότητας. Η στάση του δούλου απηχεί ένα ακρωτηριασμένο αγαλμάτιο της καταπιεσμένης ύπαρξης και φωτίζει τον φθοροποιό χαρακτήρα των συλλογικοτήτων καθεστωτικής πνοής, ακόμη κι αν οι τελευταίες προβάλλουν με «αριστερή» μεταμφίεση.
Ο ποιητής φιλοτεχνεί, με μια κοφτή αλλά πυκνή σε σχήματα ποιητική γλώσσα, το πορτρέτο του δούλου, απέναντι στο οποίο το ποιητικό Εγώ ορθώνεται ως άρνηση και ως εξ-έγερση. Αρνείται, αυτό που δεν δύναται να αρνηθεί, αλλά ενσαρκώνει ο δούλος, δηλαδή τον υπαρκτό και τον επερχόμενο μεσαίωνα, και εξ-εγείρεται απέναντι σε αυτόν-εδώ: «σηκώνει έναν άλλο πύργο ατίθασο». Όσο ορατός κι αν γίνεται αυτός ο μεσαίωνας στο παρόν ποίημα, δεν παύει να είναι η πιο σκοτεινή όψη της κοινωνίας, που συγκαλύπτει τους ενόχους και ενοχοποιεί τους αθώους. Να γιατί το ποιητικό Εγώ βαδίζει μονάχο, ως ένας ρομαντικός επαναστάτης που πάντοτε θέλει να ανακαλύπτει τη δράση πέραν της αστικής αποξένωσης, καθώς και πέραν της καπηλείας από τους ιδεολογικούς συντρόφους ή πέραν της κιβδηλίας τους. Ακριβώς επειδή το ποιητικό Εγώ δρα ως ρομαντικός επαναστάτης, είναι πάντοτε υποψιασμένο· διαφορετικά θα ήταν μια επί πλέον μυλόπετρα στο μύλο των δόλιων συντεχνιών. Ετούτο το υποψιασμένο-Είναι του ποιητή δίνει έμφαση σε μια προσωπική πορεία, που υψώνεται απελευθερωτικά απέναντι στη δουλική υποταγή:
«Το ζήτημα πια έχει τεθεί:
Ή θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε
όπως αυτός ο δραπέτης
ή θα σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο
απέναντί τους»
Ο Δούλος
Ο Δούλος που δραπέτευσε
έλεγε προσευχές στους φιλήσυχους πολίτες
γονατίζοντας σε λιγδωμένα προσκέφαλα.
Εγώ δεν ήλπιζα πως μπορεί να σωθεί.
Οι χωροφύλακες έχουν γερή όραση –
δε διαλύονται με αυταπάτες και ψυχοσάββατα.
Τώρα αυτός που επέμενε να ρωτάει
φαίνεται θα ’ταν αποφασισμένος για θάνατο
ή θα ’ταν κρυφός κατάσκοπος που δεν φοβάται.
Εγώ πάντως
εξακολουθούσα να βλέπω τον επερχόμενο
μεσαίωνα
με φάλαγγες πιστών
με αργυρά δισκοπότηρα αφρίζοντα αίμα
με σημαιοστολισμούς και παρελάσεις
με ραβδούχους καλοθρεμμένους καλόγερους
εικόνες από παλιές εκστρατείες
και τυφεκισμούς
ήρωες με αυστηρά βλέμματα
Άμες δε γ’ εσόμεθα
πληρωμένη εκπαίδευση
θεός αγέρας τα στοιχεία της φύσεως
κλειδωμένα στην εποχή σε χάλκινα θησαυροφυλάκια.
Αν άξαφνα σας γεννηθεί το ερώτημα
πως τα κατάφερε αυτός ο θνητός
μέσα σ’ αυτό το βαρύγδουπο διαπασών των ύμνων
να δραπετεύσει με αληθινό λαμπερόν ήλιο
με αληθινές εξαρτήσεις του βίου –
αν δεν μπορείτε να καταλάβετε
τι τον οδήγησε σ’ αυτό το τελευταίο διάβημα
που βρήκε την έξοδο αφού γύρω ήταν μπετόν
αφού γύρω τραγούδαγε η φοιτήτρια
ένα τραγούδι ιστορικό παλιών ηρώων
τότε
δε θα ’χετε δει κάτι κρυφές μικρές πόρτες
όμως ολοφάνερες στα μάτια των ειδικών
δε θα ’χετε δει το ραγισμένο τοίχο
όπου βλασταίνουν κάτι φυτά
πάνω σ’ ασβέστη κίτρινο απ’ την πολυκαιρία.
Το ζήτημα πια έχει τεθεί:
Ή θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε
όπως αυτός ο δραπέτης
ή θα σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο
απέναντί τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου