Καρλ Σμιτ: 1888-1985
Το Πολιτικό: αντίθεση φίλου και εχθρού
Ο Κ. Σμιτ είναι ένας από τους πιο σημαντικούς αλλά και αμφιλεγόμενους ταυτόχρονα Γερμανούς διανοητές του 20ου αιώνα. Σήμερα λογίζεται ως ένας από τους κλασικούς της πολιτικής σκέψης. Οι ιδέες του διακρίνονται για τη μοναδική τους σαφήνεια και συλλαμβάνουν με ασύλληπτη διεισδυτικότητα την κρίση της δεκαετίας του 1920. Πρόκειται για μια καθολική και εκρηκτική κρίση, βασικά χαρακτηριστικά της οποίας επανέρχονται, με τις σύγχρονες αναλογίες, στην παρούσα οδυνηρή περίοδο κρίσης. Η θεμελιώδης αντίθεση του Πολιτικού ενυπάρχει, στην υπαρξιακή της σύσταση, ως αντίθεση ή αντιπαράθεση φίλου και εχθρού. Ετούτη η σύλληψη τινάζει στον αέρα όλες τις κανονιστικές θεμελιώσεις των σύγχρονων κοινωνιών. Οποιαδήποτε επίκληση του κανονιστικού θεμελίου ή κριτηρίου αποδεικνύεται ένας ελιγμός επικάλυψης –ή παραλυτική αδυναμία διάγνωσης– της φοβερής φθοράς και διαφθοράς της δημόσιας σφαίρας. Η τελευταία τούτη είναι σε τέτοιο βαθμό διαβρωμένη από τα πολυσχιδή συμφέροντα τάξεων, συντεχνιών και ιδιωτών, ώστε οι κυβερνήσεις να έχουν μόνο ένα ρόλο: να υπηρετούν τα ιδιωτικά συμφέροντα των εκάστοτε ισχυρών. Έτσι, η χροιά του Πολιτικού, κατά τον Σμίτ, υπερβαίνει την ορισμένη και περιορισμένη λογική των ταξικών συμφερόντων, για να θέσει το πρόβλημα σε μια ευρύτερη και βαθύτερη διάσταση: η πολιτική, κυβερνητική, κρατική έκφραση υπηρετεί ιδιοτελή συμφέροντα των εκάστοτε ανερχομένων στην εξουσία τάξεων ή συντεχνιών χωρίς χρώμα και διάκριση.
Εάν υποθέσουμε ότι η αντιπαράθεση φίλου και εχθρού συμβολίζει την αντιπαράθεση κράτους και ιδιωτικών συμφερόντων, τότε τα τελευταία είναι εκείνα πάντοτε, που επιβάλλουν την κυριαρχία τους με ολοκληρωτικό τρόπο. Ολοκληρωτικά σημαίνει πως η θετική συμβολή του κράτους, το ευρύτερο καλό του, ταυτίζεται πλήρως με τις βλέψεις και επιλογές αυτών των συμφερόντων. Το δημόσιο συμφέρον, κατ’ αυτό το πνεύμα, δεν μπορεί πλέον να προσδιοριστεί ούτε κατ’ ελάχιστο ως κάτι το καθολικό, ως υπερβαίνον το ιδιωτικό, με αποτέλεσμα να λείπει εκείνο το συνεκτικό αγαθό, που είναι σε θέση να συντονίσει την κοινωνία και να διασφαλίσει την τάξη της. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε πολιτική είναι θνησιγενής και οι εκάστοτε κοινότητες ή κοινωνίες δεν μπορούν να έχουν προδιαγεγραμμένες αξίες και να κινούνται πάνω σε αυτές. Με βάση επομένως την αρχή του φίλου και του εχθρού, ό,τι μπορεί ίσως να εγγυάται ένα είδος συνέχειάς μας ως κοινότητας είναι η δική μας απόφαση υπεράσπισης του εαυτού μας, τουτέστι η εναντίωσή μας και η επικράτησή μας έναντι των άλλων. Μια τέτοια επικράτηση, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να είναι απλώς ένας πόλεμος όλων εναντίον όλων, παρά μια προσήλωση στην πολιτική τάξη, στο κράτος, που αυτό καθεαυτό αποτελεί την εγγύηση για τη διασφάλιση οποιασδήποτε άλλης απόλαυσής μας. Ο καθένας λοιπόν, είτε είναι μέλος της μιας ή της άλλης ιδιωτικής οργάνωσης προσβλέπει και πάντοτε προσβλέπει στην επικράτηση της πολιτικής τάξης. Και τούτο ισχύει ακόμη περισσότερο, όταν π.χ. η δημοκρατία ή ο φιλελευθερισμός δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως αξίες πολιτικής τάξης, γιατί δεν συμφωνούν αντικειμενικά όλοι οι ορθόφρονες άνθρωποι. Συμπερασματικά: Η αναγκαία πολιτική τάξη μπορεί να επιβληθεί μόνο μέσα από τη διαθέσιμη δύναμη ή ισχύ μιας δεδομένης κοινότητας, καθώς η λεγόμενη συναίνεση, σε επίπεδο κοινωνίας, δεν είναι αρκούντως βαθιά, για να λειτουργήσει ως δικαιοκριτικό έρεισμα της πολιτικής τάξης.
Το Πολιτικό: αντίθεση φίλου και εχθρού
Ο Κ. Σμιτ είναι ένας από τους πιο σημαντικούς αλλά και αμφιλεγόμενους ταυτόχρονα Γερμανούς διανοητές του 20ου αιώνα. Σήμερα λογίζεται ως ένας από τους κλασικούς της πολιτικής σκέψης. Οι ιδέες του διακρίνονται για τη μοναδική τους σαφήνεια και συλλαμβάνουν με ασύλληπτη διεισδυτικότητα την κρίση της δεκαετίας του 1920. Πρόκειται για μια καθολική και εκρηκτική κρίση, βασικά χαρακτηριστικά της οποίας επανέρχονται, με τις σύγχρονες αναλογίες, στην παρούσα οδυνηρή περίοδο κρίσης. Η θεμελιώδης αντίθεση του Πολιτικού ενυπάρχει, στην υπαρξιακή της σύσταση, ως αντίθεση ή αντιπαράθεση φίλου και εχθρού. Ετούτη η σύλληψη τινάζει στον αέρα όλες τις κανονιστικές θεμελιώσεις των σύγχρονων κοινωνιών. Οποιαδήποτε επίκληση του κανονιστικού θεμελίου ή κριτηρίου αποδεικνύεται ένας ελιγμός επικάλυψης –ή παραλυτική αδυναμία διάγνωσης– της φοβερής φθοράς και διαφθοράς της δημόσιας σφαίρας. Η τελευταία τούτη είναι σε τέτοιο βαθμό διαβρωμένη από τα πολυσχιδή συμφέροντα τάξεων, συντεχνιών και ιδιωτών, ώστε οι κυβερνήσεις να έχουν μόνο ένα ρόλο: να υπηρετούν τα ιδιωτικά συμφέροντα των εκάστοτε ισχυρών. Έτσι, η χροιά του Πολιτικού, κατά τον Σμίτ, υπερβαίνει την ορισμένη και περιορισμένη λογική των ταξικών συμφερόντων, για να θέσει το πρόβλημα σε μια ευρύτερη και βαθύτερη διάσταση: η πολιτική, κυβερνητική, κρατική έκφραση υπηρετεί ιδιοτελή συμφέροντα των εκάστοτε ανερχομένων στην εξουσία τάξεων ή συντεχνιών χωρίς χρώμα και διάκριση.
Εάν υποθέσουμε ότι η αντιπαράθεση φίλου και εχθρού συμβολίζει την αντιπαράθεση κράτους και ιδιωτικών συμφερόντων, τότε τα τελευταία είναι εκείνα πάντοτε, που επιβάλλουν την κυριαρχία τους με ολοκληρωτικό τρόπο. Ολοκληρωτικά σημαίνει πως η θετική συμβολή του κράτους, το ευρύτερο καλό του, ταυτίζεται πλήρως με τις βλέψεις και επιλογές αυτών των συμφερόντων. Το δημόσιο συμφέρον, κατ’ αυτό το πνεύμα, δεν μπορεί πλέον να προσδιοριστεί ούτε κατ’ ελάχιστο ως κάτι το καθολικό, ως υπερβαίνον το ιδιωτικό, με αποτέλεσμα να λείπει εκείνο το συνεκτικό αγαθό, που είναι σε θέση να συντονίσει την κοινωνία και να διασφαλίσει την τάξη της. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε πολιτική είναι θνησιγενής και οι εκάστοτε κοινότητες ή κοινωνίες δεν μπορούν να έχουν προδιαγεγραμμένες αξίες και να κινούνται πάνω σε αυτές. Με βάση επομένως την αρχή του φίλου και του εχθρού, ό,τι μπορεί ίσως να εγγυάται ένα είδος συνέχειάς μας ως κοινότητας είναι η δική μας απόφαση υπεράσπισης του εαυτού μας, τουτέστι η εναντίωσή μας και η επικράτησή μας έναντι των άλλων. Μια τέτοια επικράτηση, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να είναι απλώς ένας πόλεμος όλων εναντίον όλων, παρά μια προσήλωση στην πολιτική τάξη, στο κράτος, που αυτό καθεαυτό αποτελεί την εγγύηση για τη διασφάλιση οποιασδήποτε άλλης απόλαυσής μας. Ο καθένας λοιπόν, είτε είναι μέλος της μιας ή της άλλης ιδιωτικής οργάνωσης προσβλέπει και πάντοτε προσβλέπει στην επικράτηση της πολιτικής τάξης. Και τούτο ισχύει ακόμη περισσότερο, όταν π.χ. η δημοκρατία ή ο φιλελευθερισμός δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως αξίες πολιτικής τάξης, γιατί δεν συμφωνούν αντικειμενικά όλοι οι ορθόφρονες άνθρωποι. Συμπερασματικά: Η αναγκαία πολιτική τάξη μπορεί να επιβληθεί μόνο μέσα από τη διαθέσιμη δύναμη ή ισχύ μιας δεδομένης κοινότητας, καθώς η λεγόμενη συναίνεση, σε επίπεδο κοινωνίας, δεν είναι αρκούντως βαθιά, για να λειτουργήσει ως δικαιοκριτικό έρεισμα της πολιτικής τάξης.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου