Πώς νοείται ο δούλος μέσα στην κοινότητα;
Η δουλεία στην αρχαία ελληνική πόλη-κράτος ανήκει σε εκείνα τα πολιτικά και κοινωνικά φαινόμενα μιας πρωτοφανέρωτης ιστορικά ελευθεριακής κοινότητας ανθρώπων, που η βαθύτερη κατανόησή τους είναι άμεσα συνυφασμένη με τη συνειδητή πρόσληψη του ελευθεριακού χαρακτήρα της εν λόγω ανθρώπινης κοινότητας. Η αρχαία ελληνική πόλις, και μάλιστα εκείνη των κλασικών χρόνων, είναι κυρίως μια κοινότητα πολιτών, με μια σχεδόν απόλυτη αυτονομία. Αυτή-εδώ είναι τόσο απόλυτη, ώστε η υπεράσπισή της να αποτελεί τον καθοριστικό κανόνα της κοινοτικής ζωής, του λογισμού της, της διαδρομής της, της δράσης της. Η υπεράσπιση εν τέλει της κοινοτικής αυτονομίας αποδεικνυόταν εν τοις πράγμασι ριζοσπαστική, στο μέτρο που εκτυλισσόταν επίσης ως ανα-τρεπτική κριτική και των δικών της νοημάτων, ιδεών και πρακτικών κυριαρχίας. Μόνο δυνάμει αυτής της προς τα έξω και προς τα μέσα θεωρητικο-πρακτικής κριτικής της κυριαρχίας μπορούσε η αρχαιοελληνική κοινότητα των πολιτών να διατηρεί τον χαρακτήρα της πόλεως ως πολιτικής συνεννόησης των ανθρώπων μεταξύ τους, χωρίς οι τελευταίοι να εξαρτώνται από κανέναν πολιτικό δεσμό υποταγής: με σημερινούς όρους, χωρίς να καταφεύγουν στους ποικιλώνυμους κρατικούς, κομματικούς, πολιτικούς, ιδεολογικούς, συνδικαλιστικούς, επικοινωνιακούς κ.α. μηχανισμούς αναπαραγωγής της κυριαρχίας.
Στις εποχές μας, οι συγκεκριμένοι μηχανισμοί δεν εμφανίζονται ως τέτοιοι που είναι: ως απάνθρωποι και άκρως ανελεύθεροι, εξουσιαστικοί μηχανισμοί, παρά εγκαθιδρύονται στο κέντρο της κοινωνικο-πολιτικής ζωής με το προσωπείο «δημοκρατικών» συλλογικοτήτων, «αυτόνομων» κινήσεων πολιτών ή «κοινοτήτων», όχι λιγότερο δε και με τη μορφή θεσμικών συμβολισμών. Τέτοιου είδους μετα-νεωτερικά «κοινοτικά» μορφώματα δεν έχουν καμιά σχέση με τις κοινοτικές μορφές ζωής της αρχαίας Ελλάδας. Παρά το γεγονός ότι νυχθημερόν μιλούν για ελευθερία, το λεξιλόγιό τους είναι το πιο οικείο στη/με τη λογική της κυριαρχίας και πάντοτε σύμφωνο με την αναπαραγωγή δουλικών συνειδήσεων ή δουλικών μορφών ζωής μεταμοντέρνας εκδοχής. Απεναντίας, οι αρχαιοελληνικές κοινοτικές θεσμίσεις εμπεριέχουν τον δούλο όχι ως αποτέλεσμα, ως κατηγορική προσταγή της δομικής-οντο-λογικής τους ύπαρξης, παρά ως μια μη ανεκτή συνθήκη –μη-ανεκτή για την κριτική κοινοτική σκέψη (Ξενοφών, Πλάτων κ.λπ.)– αλλά (κατ)-αναγκαστική για τη θεσμική κατοχύρωση της κοινοτικότητας της αυτοσυνείδησης, πολιτ-ικής [=των πολιτών] και πολιτει-ακής [=της πόλεως]. Με άλλα λόγια: η παρ-ουσία του δούλου στην κοινότητα των αρχαίων Ελλήνων –υπό διάφορες μορφές: του οικιακού βοηθού, του τεχνίτη, του αγροτο-εργάτη, του παιδαγωγού κ.α., συνοπτικά: του εργαζόμενου– έχει, λιγότερο ή περισσότερο, τον χαρακτήρα εκείνης της ουσίας, απέναντι στην οποία πραγματώνεται η ουσία του άλλου, δηλαδή του ελεύθερου πολίτη ως αυτοσυνείδησης, η οποία ακριβώς μέσα στην παρ-ουσία του δούλου αναγνωρίζει τη δική της ελευθερία, αυτονομία, κυριαρχία και εν τέλει εξάρτηση από τη συγκεκριμένη δουλική παρ-ουσία.
Στην πράξη έχουμε να κάνουμε με την εγελιανή διαλεκτική κυρίου και δούλου, όπως παρουσιάζεται στη Φαινομενολογία του πνεύματος (βλ, Φαινομενολογία Ι, § 178-196), αλλά σε μια αρχαιογνωστική κατ’ αρχήν μορφή. Ας αποσαφηνιστεί περαιτέρω αυτή η διαλεκτική σχέση: ο ελεύθερος χρόνος των ελεύθερων πολιτών, η σχόλη τους, ας πούμε, εξαρτιόταν από την παρ-ουσία του δούλου. Χάρη στη σχόλη αυτή μπορούσαν οι πολίτες, όπως αναφέρει ο Περικλής στον Επιτάφιο, να φροντίζουν τόσο τις ιδιωτικές τους υποθέσεις όσο και τις δημόσιες: να ασχολούνται με την πολιτική όχι ως επαγγελματίες πολιτικοί που κατασπαράζουν τον δημόσιο πλούτο και προκαλούν σχίσμα ανάμεσα στο ιδιωτικό και δημόσιο συμφέρον, αλλά ως αυτοσυνείδητοι πολίτες, που με κοινοτική συνείδηση αναπτύσσουν εκείνη την κοινωνικο-πολιτική δραστηριότητα, που τους επιτρέπει, όπως γράφει ο Μαρξ στη Γερμανική Ιδεολογία, να κάνουν ένα πράγμα σήμερα και άλλο αύριο: να κυνηγούν το πρωί, να ψαρεύουν το απόγευμα, να φροντίζουν τα ζώα το βράδυ, να κάνουν κριτική μετά το δείπνο, χωρίς να είναι διόλου επαγγελματίες –και να θέλουν ή να πρέπει να είναι– κυνηγοί, ψαράδες, κριτικοί κ.λπ. Η πιο πάνω δηλαδή σχόλη τους καθιστά καθολικούς και όχι μονοδιάστατους ανθρώπους. Στο πλαίσιο λοιπόν της προαναφερθείσας εξάρτησης από τον δούλο και της καθολικής τους αυτοσυνειδησίας αναγνωρίζουν τον δούλο ως το οικείο πρόσωπο και τον εγκαθιστούν στον οίκο τους: του παρέχουν ορισμένως τη δυνατότητα να κινείται ως δική τους εγνωσμένη ουσία: ως τέτοια που να συνοδεύει τα παιδιά στο γυμναστήριο, να φέρει την ευθύνη για την αγωγή τους κ.λπ.
Σε αντίθεση με την αρχαία εποχή, ο σύγχρονος δούλος είναι η πιο απάνθρωπη συνθήκη της ανθρώπινης κατάστασης. Εάν ο αρχαίος δούλος ανήκε στον οίκο [=στο νοικοκυριό] και λογιζόταν οικιακό άτομο δίπλα στον άντρα, στα παιδιά, τη γυναίκα του οίκου· εάν κατά κανόνα συνέλεγε εμπειρίες ανθρώπινης συμπεριφοράς, στις σύγχρονες μορφές ζωής το ανθρώπινο άτομο δεν απολαμβάνει καμιά φροντίδα, ουδεμία ανθρωπινότητα. Γιατί; Διότι, πάνω απ’ όλα, είναι σκλάβος της μισθωτής εργασίας: ένας ιδιότυπος σκλάβος. Από τη μια εξαρτά απ’ αυτή την απρόσωπη εργασιακή του σχέση το πιο προσωπικό του Dasein και γι’ αυτό δίνει τα πάντα για να ενταχθεί σε μια τέτοια σχέση. Από την άλλη, στο πλαίσιο του καταμερισμού της εργασίας, κατακερματίζει ολοσχερώς την ουσία του και χάνει την προσωπικότητά του. Παράλληλα, ο σύγχρονος άνθρωπος είναι σκλάβος μέσα στο σκλαβοπάζαρο των ιδεολογικών ή φαντασιακών θεσμίσεων. Συμβαίνει τότε να γίνεται διπλά δούλος: αφενός του ιδεολογικο-πολιτικού φορτίου, που άλλοι καθορίζουν προς ίδιον όφελος και αυτός πρόθυμα αναλαμβάνει, ως ψευδής συνείδηση πλέον, να πραγματώσει στην πράξη ως το ύψιστο «ιδανικό» της ζωής του· αφετέρου του τυχαίου [σκοπού, καθήκοντος κ.λπ.], έξωθεν καθοριζόμενου ή επιβαλλόμενου, το οποίο δεν μπορεί να ελέγξει, να προσδιορίσει ο ίδιος, παρά μόνο να το υπηρετήσει με τη σάρκα του από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής του. Πέραν των μνημονευθέντων μορφών ή εκδηλώσεων σύγχρονης δουλείας υπάρχουν ακόμη άπειρες μορφές. Όλες ή σχεδόν όλες –εκδηλωμένες ή ανεκδήλωτες, ορατές ή αδιόρατες, απατηλές ή «ορθολογικές»– θα μπορούσε κανείς να τις εντάξει στη μεγάλη κατηγορία της ανεστιότητας: ανέστιος, ανάλογα και με το βαθμό συνειδητοποίησης της δικής του οντο-λογικής συμπεριφοράς: ως αφέντη και δούλου, είναι και ο ξεριζωμένος από την πατρίδα του άπατρις, όπως επίσης και ο εγχώριος άπατρις.
Η δουλεία στην αρχαία ελληνική πόλη-κράτος ανήκει σε εκείνα τα πολιτικά και κοινωνικά φαινόμενα μιας πρωτοφανέρωτης ιστορικά ελευθεριακής κοινότητας ανθρώπων, που η βαθύτερη κατανόησή τους είναι άμεσα συνυφασμένη με τη συνειδητή πρόσληψη του ελευθεριακού χαρακτήρα της εν λόγω ανθρώπινης κοινότητας. Η αρχαία ελληνική πόλις, και μάλιστα εκείνη των κλασικών χρόνων, είναι κυρίως μια κοινότητα πολιτών, με μια σχεδόν απόλυτη αυτονομία. Αυτή-εδώ είναι τόσο απόλυτη, ώστε η υπεράσπισή της να αποτελεί τον καθοριστικό κανόνα της κοινοτικής ζωής, του λογισμού της, της διαδρομής της, της δράσης της. Η υπεράσπιση εν τέλει της κοινοτικής αυτονομίας αποδεικνυόταν εν τοις πράγμασι ριζοσπαστική, στο μέτρο που εκτυλισσόταν επίσης ως ανα-τρεπτική κριτική και των δικών της νοημάτων, ιδεών και πρακτικών κυριαρχίας. Μόνο δυνάμει αυτής της προς τα έξω και προς τα μέσα θεωρητικο-πρακτικής κριτικής της κυριαρχίας μπορούσε η αρχαιοελληνική κοινότητα των πολιτών να διατηρεί τον χαρακτήρα της πόλεως ως πολιτικής συνεννόησης των ανθρώπων μεταξύ τους, χωρίς οι τελευταίοι να εξαρτώνται από κανέναν πολιτικό δεσμό υποταγής: με σημερινούς όρους, χωρίς να καταφεύγουν στους ποικιλώνυμους κρατικούς, κομματικούς, πολιτικούς, ιδεολογικούς, συνδικαλιστικούς, επικοινωνιακούς κ.α. μηχανισμούς αναπαραγωγής της κυριαρχίας.
Στις εποχές μας, οι συγκεκριμένοι μηχανισμοί δεν εμφανίζονται ως τέτοιοι που είναι: ως απάνθρωποι και άκρως ανελεύθεροι, εξουσιαστικοί μηχανισμοί, παρά εγκαθιδρύονται στο κέντρο της κοινωνικο-πολιτικής ζωής με το προσωπείο «δημοκρατικών» συλλογικοτήτων, «αυτόνομων» κινήσεων πολιτών ή «κοινοτήτων», όχι λιγότερο δε και με τη μορφή θεσμικών συμβολισμών. Τέτοιου είδους μετα-νεωτερικά «κοινοτικά» μορφώματα δεν έχουν καμιά σχέση με τις κοινοτικές μορφές ζωής της αρχαίας Ελλάδας. Παρά το γεγονός ότι νυχθημερόν μιλούν για ελευθερία, το λεξιλόγιό τους είναι το πιο οικείο στη/με τη λογική της κυριαρχίας και πάντοτε σύμφωνο με την αναπαραγωγή δουλικών συνειδήσεων ή δουλικών μορφών ζωής μεταμοντέρνας εκδοχής. Απεναντίας, οι αρχαιοελληνικές κοινοτικές θεσμίσεις εμπεριέχουν τον δούλο όχι ως αποτέλεσμα, ως κατηγορική προσταγή της δομικής-οντο-λογικής τους ύπαρξης, παρά ως μια μη ανεκτή συνθήκη –μη-ανεκτή για την κριτική κοινοτική σκέψη (Ξενοφών, Πλάτων κ.λπ.)– αλλά (κατ)-αναγκαστική για τη θεσμική κατοχύρωση της κοινοτικότητας της αυτοσυνείδησης, πολιτ-ικής [=των πολιτών] και πολιτει-ακής [=της πόλεως]. Με άλλα λόγια: η παρ-ουσία του δούλου στην κοινότητα των αρχαίων Ελλήνων –υπό διάφορες μορφές: του οικιακού βοηθού, του τεχνίτη, του αγροτο-εργάτη, του παιδαγωγού κ.α., συνοπτικά: του εργαζόμενου– έχει, λιγότερο ή περισσότερο, τον χαρακτήρα εκείνης της ουσίας, απέναντι στην οποία πραγματώνεται η ουσία του άλλου, δηλαδή του ελεύθερου πολίτη ως αυτοσυνείδησης, η οποία ακριβώς μέσα στην παρ-ουσία του δούλου αναγνωρίζει τη δική της ελευθερία, αυτονομία, κυριαρχία και εν τέλει εξάρτηση από τη συγκεκριμένη δουλική παρ-ουσία.
Στην πράξη έχουμε να κάνουμε με την εγελιανή διαλεκτική κυρίου και δούλου, όπως παρουσιάζεται στη Φαινομενολογία του πνεύματος (βλ, Φαινομενολογία Ι, § 178-196), αλλά σε μια αρχαιογνωστική κατ’ αρχήν μορφή. Ας αποσαφηνιστεί περαιτέρω αυτή η διαλεκτική σχέση: ο ελεύθερος χρόνος των ελεύθερων πολιτών, η σχόλη τους, ας πούμε, εξαρτιόταν από την παρ-ουσία του δούλου. Χάρη στη σχόλη αυτή μπορούσαν οι πολίτες, όπως αναφέρει ο Περικλής στον Επιτάφιο, να φροντίζουν τόσο τις ιδιωτικές τους υποθέσεις όσο και τις δημόσιες: να ασχολούνται με την πολιτική όχι ως επαγγελματίες πολιτικοί που κατασπαράζουν τον δημόσιο πλούτο και προκαλούν σχίσμα ανάμεσα στο ιδιωτικό και δημόσιο συμφέρον, αλλά ως αυτοσυνείδητοι πολίτες, που με κοινοτική συνείδηση αναπτύσσουν εκείνη την κοινωνικο-πολιτική δραστηριότητα, που τους επιτρέπει, όπως γράφει ο Μαρξ στη Γερμανική Ιδεολογία, να κάνουν ένα πράγμα σήμερα και άλλο αύριο: να κυνηγούν το πρωί, να ψαρεύουν το απόγευμα, να φροντίζουν τα ζώα το βράδυ, να κάνουν κριτική μετά το δείπνο, χωρίς να είναι διόλου επαγγελματίες –και να θέλουν ή να πρέπει να είναι– κυνηγοί, ψαράδες, κριτικοί κ.λπ. Η πιο πάνω δηλαδή σχόλη τους καθιστά καθολικούς και όχι μονοδιάστατους ανθρώπους. Στο πλαίσιο λοιπόν της προαναφερθείσας εξάρτησης από τον δούλο και της καθολικής τους αυτοσυνειδησίας αναγνωρίζουν τον δούλο ως το οικείο πρόσωπο και τον εγκαθιστούν στον οίκο τους: του παρέχουν ορισμένως τη δυνατότητα να κινείται ως δική τους εγνωσμένη ουσία: ως τέτοια που να συνοδεύει τα παιδιά στο γυμναστήριο, να φέρει την ευθύνη για την αγωγή τους κ.λπ.
Σε αντίθεση με την αρχαία εποχή, ο σύγχρονος δούλος είναι η πιο απάνθρωπη συνθήκη της ανθρώπινης κατάστασης. Εάν ο αρχαίος δούλος ανήκε στον οίκο [=στο νοικοκυριό] και λογιζόταν οικιακό άτομο δίπλα στον άντρα, στα παιδιά, τη γυναίκα του οίκου· εάν κατά κανόνα συνέλεγε εμπειρίες ανθρώπινης συμπεριφοράς, στις σύγχρονες μορφές ζωής το ανθρώπινο άτομο δεν απολαμβάνει καμιά φροντίδα, ουδεμία ανθρωπινότητα. Γιατί; Διότι, πάνω απ’ όλα, είναι σκλάβος της μισθωτής εργασίας: ένας ιδιότυπος σκλάβος. Από τη μια εξαρτά απ’ αυτή την απρόσωπη εργασιακή του σχέση το πιο προσωπικό του Dasein και γι’ αυτό δίνει τα πάντα για να ενταχθεί σε μια τέτοια σχέση. Από την άλλη, στο πλαίσιο του καταμερισμού της εργασίας, κατακερματίζει ολοσχερώς την ουσία του και χάνει την προσωπικότητά του. Παράλληλα, ο σύγχρονος άνθρωπος είναι σκλάβος μέσα στο σκλαβοπάζαρο των ιδεολογικών ή φαντασιακών θεσμίσεων. Συμβαίνει τότε να γίνεται διπλά δούλος: αφενός του ιδεολογικο-πολιτικού φορτίου, που άλλοι καθορίζουν προς ίδιον όφελος και αυτός πρόθυμα αναλαμβάνει, ως ψευδής συνείδηση πλέον, να πραγματώσει στην πράξη ως το ύψιστο «ιδανικό» της ζωής του· αφετέρου του τυχαίου [σκοπού, καθήκοντος κ.λπ.], έξωθεν καθοριζόμενου ή επιβαλλόμενου, το οποίο δεν μπορεί να ελέγξει, να προσδιορίσει ο ίδιος, παρά μόνο να το υπηρετήσει με τη σάρκα του από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής του. Πέραν των μνημονευθέντων μορφών ή εκδηλώσεων σύγχρονης δουλείας υπάρχουν ακόμη άπειρες μορφές. Όλες ή σχεδόν όλες –εκδηλωμένες ή ανεκδήλωτες, ορατές ή αδιόρατες, απατηλές ή «ορθολογικές»– θα μπορούσε κανείς να τις εντάξει στη μεγάλη κατηγορία της ανεστιότητας: ανέστιος, ανάλογα και με το βαθμό συνειδητοποίησης της δικής του οντο-λογικής συμπεριφοράς: ως αφέντη και δούλου, είναι και ο ξεριζωμένος από την πατρίδα του άπατρις, όπως επίσης και ο εγχώριος άπατρις.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου