Ο Έρως είναι φιλό-σοφος
Στις σύγχρονες κοινωνίες, με τη μοντέρνα δουλεία και αυτοδουλεία σωμάτων και ψυχών, το φαινόμενο του Έρωτα έχει σχεδόν καταλήξει να ταυτίζεται με την επιθυμία του σεξουαλικού ενστίκτου. Αυτή η επιθυμία στις μέρες μας έχει εκφυλιστεί περαιτέρω σε έναν ανεξέλεγκτο βιασμό της συνείδησης και καθιδρύεται πια στην καθημερινή βίωση ως η πιο «άμετρη ακολασία» (Φαίδρος 238), που αντιστρατεύεται πλήρως την ανθρώπινη ουσία και ύπαρξη (ό.π.). Πιο ειδικά, σύμφωνα με τον Πλατωνικό μύθο, αν η εν λόγω επιθυμία στην αρχέγονη εκδήλωσή της, απέβλεπε στην άρση της διαίρεσης του αρχικού, σφαιρικού ανθρώπου σε δύο μέρη: σε αρσενικό και θηλυκό, στις σημερινές κοινωνίες παραπέμπει, κατά κανόνα, στην ολική διαστροφή παρανοϊκών βιαστών και βάρβαρων εξουσιαστών. Συμβαίνει συχνά, άθλια γεννήματα μηχανισμών και συναφώς διεστραμμένων ψυχοδομών, «μεγαλωμένα κάπου ανάμεσα σε μαουνιέρηδες, που ποτέ δεν έχουν γνωρίσει κανέναν ευγενή έρωτα» (ό.π., 243) να έχουν αναγάγει την επιθυμία του σεξουαλικού ενστίκτου σε υπέρτατη αρχή μιας κοινωνίας υπανθρώπων, που απεικονίζει την πιο αναίσθητη παραφορά τους, την πιο «εξευτελιστική και αηδιαστική παράσταση εραστή και ερωμένου» (ό.π.).
Έχοντας επίγνωση ο Πλάτων ότι το φαινόμενο του έρωτα δεν είναι απλή σύμβαση δύο ανθρώπων που κατασπαράσσονται από την αγριότητα των σεξουαλικών τους ενστίκτων, έθεσε επιτακτικά το ερώτημα: τι είναι ο έρως; Από τότε έως και σήμερα αυτό το ερώτημα διατηρεί ακέραια την ισχύ του, την αξία του, την ιδιαίτερη σημασία του. Γιατί; Επειδή επιχειρεί να αποσπάσει την ιδέα του Έρωτα από τον εκχυδαϊστικό και εκχυδαϊσμένο κύκλο της ακολασίας. Από πού προέρχεται αυτή η ακολασία; Από την απαιδευσία, την ακαλλιεργησία, την παγίδευση των κοινών θνητών στα κατώτερα ένστικτά τους. Ο κατά Πλάτωνα έρωτας παραπέμπει σε μια ανικανοποίητη επιθυμία, αλλά μια επιθυμία όχι του ζωώδους, του βίαιου, του χυδαίου παρά εκείνου του πράγματος που είναι ουσιώδες για την ολοκλήρωση του ανθρώπου και το οποίο ο τελευταίος αισθάνεται να στερείται. Από την άποψη λοιπόν της συναίσθησης αυτής της στέρησης, ο έρωτας είναι ανεπάρκεια, ένδεια, πενία.
Στο Συμπόσιο ο Έρως αποκαθίσταται στον αυθεντικό του θρόνο: ο Πλάτων τον παρουσιάζει
1) ως πενία, να απέχει από το να είναι τρυφερός, ευαίσθητος και ωραίος: συγκατοικεί με τη φτώχεια, την στέρηση και την έλλειψη·
2) τη φύση του να μην είναι μονοσήμαντα θνητή ή αθάνατη: άλλοτε ο έρως έχει εξάψεις ομορφιάς, άνθησης, πνευματικής ζωτικότητας, άλλοτε είναι ετοιμοθάνατος ·
3) να είναι το μεταξύ: κάτι ανάμεσα στον πλούτο και την φτώχεια, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είναι ποτέ από τη φύση του φτωχός, αλλά ούτε και πλούσιος παρά γίνεται κάθε φορά αυτό που είναι. Είναι έτσι η μέση οδός ανάμεσα στη γνώση και την άγνοια. Ως τέτοια οδός είναι πόρος, πέρασμα. Στο ερώτημα λοιπόν τι είναι Έρως, ο Πλάτων απαντά: είναι ο γιος του πόρου και της πενίας. Ο έρως δεν έχει την ομορφιά και είναι πένης, όμως την επιθυμεί και γι’ αυτό αγαπά αυτό που δεν έχει. Την επιθυμεί, γιατί είναι εραστής του ωραίου. Επομένως, ως γιος του πόρου και της πενίας, ως εραστής του ωραίου και ως έχων συναίσθηση της στέρησης του ωραίου είναι φιλό‒σοφος.
Σαν τον έρωτα, ο φιλό‒σοφος λαχταρά τη γνώση που δεν έχει. Και τη λαχταρά, επειδή έχει συναίσθηση της άγνοιάς του. Ο φιλόσοφος έρως, ή πράγμα που είναι το ίδιο, ο έρως φιλόσοφος κινείται ανάμεσα στους πνευματικούς πόρους –που διαθέτει και οι οποίοι του επιτρέπουν να ποθεί το ωραίο ως τέτοιο– και στη στέρηση αυτών των πόρων, η οποία όμως αναπληρώνεται, λόγω της πνευματικότητας του εραστή φιλοσόφου, από τον πόθο για τα ωραία πράγματα. Μέσα από τον πόθο για τα ωραία πράγματα μαθαίνουμε να ποθούμε το ωραίο καθαυτό και με τη φιλοσοφία να αξιώνουμε την πραγμάτωσή του επί θνητού εδάφους. Η πραγμάτωση τούτη διέρχεται ανάλογες κλίμακες και απαιτεί τη χάραξη της σωστής πορείας. Ποιες είναι αυτές οι κλίμακες και η σωστή πορεία;
1. Το πέρασμα από την αγάπη στον έρωτα μέσα από την έλξη που γεννά το ωραίο σώμα.
2. Από το κάλλος του σώματος στο κάλλος ως τέτοιο, στο ωραίο καθόλου.
3. Για να επιτευχθεί αυτό, απαιτείται συνδυασμός του ωραίου σώματος με την ομορφιά της ψυχής.
4. Η ψυχική ομορφιά είναι ανώτερη από τη σωματική ομορφιά, γι’ αυτό και προκαλεί την ερωτική έλξη και για το σώμα που δεν διαθέτει το αντίστοιχο κάλλος. Να γιατί και όμορφα, εκ πρώτης όψεως, σώματα, χωρίς την απαραίτητη εσωτερική ανταύγεια, αποτελούν απλώς διακοσμητικά πετρώματα για κάθε χρήση. Η απουσία αυτής της κατά Πλάτωνα ερωτικής έλξης γεννά όλα τα αντι-ερωτικά τερατουργήματα του σήμερα, αλλά και του χθες, τα οποία μάλιστα προβάλλουν την ολική τους διαστροφή, καθώς και την αντίστοιχη αντιαισθητικότητά τους, για περισσή ερωτική αρμονία. Ένα τέτοιο σώμα, δηλαδή ο άνθρωπος με ανεπτυγμένο το κάλλος της ψυχής σε ενδοσυνάφεια με αυτό του σώματος, με τους ωραίους λόγους, τις ωραίες σκέψεις του, αλλά και με την καλλιεργημένη ερωτική ψυχή, γίνεται φωτεινός οδοδείκτης για τους άλλους και για τους νέους, π.χ. ο Σωκράτης· παράλληλα δίνει νέα ποιοτική ώθηση στην πράξη του έρωτα, ως πλήρωση του Εαυτού, μαζί και του Εαυτού του άλλου. Τότε συμβαίνει ο Έρως να κατακτά κυριολεκτικά τη ζωή και να καθιστά την ερωτική συμβίωση ευ-λογία και όχι αβάσταχτη ύβρι, που πνίγει το ωραίο μέσα στο βόρβορο των επιτηδευμένα χρωματισμένων σωμάτων των άχρωμων όντων του μαζικού θεάματος. Σε μια κλιμακούμενη πορεία, ο βίος του ανθρώπου αποκτά ανώτερη αξία, όταν είναι, μια για πάντα, ακατάλυτη ερωτική ζωή. Μια τέτοια ερωτική ζωή δεν κυλιέται, σαν το χοίρο, μέσα στη λάσπη της μαζικής υστερίας, αλλά διανοίγεται, οντολογικά πλέον, στο να αντικρίζει με ευκρίνεια και καθαρότητα το ωραίο, να ανάγει το κάλλος της ψυχής και του σώματος, άρα τον Έρωτα, σε ύψιστη αρχή της ανθρώπινης ύπαρξης και να αντιπαλεύει με ασίγαστο πάθος τα φανταχτερά στολίδια της εικονικής πραγματικότητας, τις ψευδαισθητικές παραστάσεις της κοινωνίας του θεάματος.
Στις σύγχρονες κοινωνίες, με τη μοντέρνα δουλεία και αυτοδουλεία σωμάτων και ψυχών, το φαινόμενο του Έρωτα έχει σχεδόν καταλήξει να ταυτίζεται με την επιθυμία του σεξουαλικού ενστίκτου. Αυτή η επιθυμία στις μέρες μας έχει εκφυλιστεί περαιτέρω σε έναν ανεξέλεγκτο βιασμό της συνείδησης και καθιδρύεται πια στην καθημερινή βίωση ως η πιο «άμετρη ακολασία» (Φαίδρος 238), που αντιστρατεύεται πλήρως την ανθρώπινη ουσία και ύπαρξη (ό.π.). Πιο ειδικά, σύμφωνα με τον Πλατωνικό μύθο, αν η εν λόγω επιθυμία στην αρχέγονη εκδήλωσή της, απέβλεπε στην άρση της διαίρεσης του αρχικού, σφαιρικού ανθρώπου σε δύο μέρη: σε αρσενικό και θηλυκό, στις σημερινές κοινωνίες παραπέμπει, κατά κανόνα, στην ολική διαστροφή παρανοϊκών βιαστών και βάρβαρων εξουσιαστών. Συμβαίνει συχνά, άθλια γεννήματα μηχανισμών και συναφώς διεστραμμένων ψυχοδομών, «μεγαλωμένα κάπου ανάμεσα σε μαουνιέρηδες, που ποτέ δεν έχουν γνωρίσει κανέναν ευγενή έρωτα» (ό.π., 243) να έχουν αναγάγει την επιθυμία του σεξουαλικού ενστίκτου σε υπέρτατη αρχή μιας κοινωνίας υπανθρώπων, που απεικονίζει την πιο αναίσθητη παραφορά τους, την πιο «εξευτελιστική και αηδιαστική παράσταση εραστή και ερωμένου» (ό.π.).
Έχοντας επίγνωση ο Πλάτων ότι το φαινόμενο του έρωτα δεν είναι απλή σύμβαση δύο ανθρώπων που κατασπαράσσονται από την αγριότητα των σεξουαλικών τους ενστίκτων, έθεσε επιτακτικά το ερώτημα: τι είναι ο έρως; Από τότε έως και σήμερα αυτό το ερώτημα διατηρεί ακέραια την ισχύ του, την αξία του, την ιδιαίτερη σημασία του. Γιατί; Επειδή επιχειρεί να αποσπάσει την ιδέα του Έρωτα από τον εκχυδαϊστικό και εκχυδαϊσμένο κύκλο της ακολασίας. Από πού προέρχεται αυτή η ακολασία; Από την απαιδευσία, την ακαλλιεργησία, την παγίδευση των κοινών θνητών στα κατώτερα ένστικτά τους. Ο κατά Πλάτωνα έρωτας παραπέμπει σε μια ανικανοποίητη επιθυμία, αλλά μια επιθυμία όχι του ζωώδους, του βίαιου, του χυδαίου παρά εκείνου του πράγματος που είναι ουσιώδες για την ολοκλήρωση του ανθρώπου και το οποίο ο τελευταίος αισθάνεται να στερείται. Από την άποψη λοιπόν της συναίσθησης αυτής της στέρησης, ο έρωτας είναι ανεπάρκεια, ένδεια, πενία.
Στο Συμπόσιο ο Έρως αποκαθίσταται στον αυθεντικό του θρόνο: ο Πλάτων τον παρουσιάζει
1) ως πενία, να απέχει από το να είναι τρυφερός, ευαίσθητος και ωραίος: συγκατοικεί με τη φτώχεια, την στέρηση και την έλλειψη·
2) τη φύση του να μην είναι μονοσήμαντα θνητή ή αθάνατη: άλλοτε ο έρως έχει εξάψεις ομορφιάς, άνθησης, πνευματικής ζωτικότητας, άλλοτε είναι ετοιμοθάνατος ·
3) να είναι το μεταξύ: κάτι ανάμεσα στον πλούτο και την φτώχεια, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είναι ποτέ από τη φύση του φτωχός, αλλά ούτε και πλούσιος παρά γίνεται κάθε φορά αυτό που είναι. Είναι έτσι η μέση οδός ανάμεσα στη γνώση και την άγνοια. Ως τέτοια οδός είναι πόρος, πέρασμα. Στο ερώτημα λοιπόν τι είναι Έρως, ο Πλάτων απαντά: είναι ο γιος του πόρου και της πενίας. Ο έρως δεν έχει την ομορφιά και είναι πένης, όμως την επιθυμεί και γι’ αυτό αγαπά αυτό που δεν έχει. Την επιθυμεί, γιατί είναι εραστής του ωραίου. Επομένως, ως γιος του πόρου και της πενίας, ως εραστής του ωραίου και ως έχων συναίσθηση της στέρησης του ωραίου είναι φιλό‒σοφος.
Σαν τον έρωτα, ο φιλό‒σοφος λαχταρά τη γνώση που δεν έχει. Και τη λαχταρά, επειδή έχει συναίσθηση της άγνοιάς του. Ο φιλόσοφος έρως, ή πράγμα που είναι το ίδιο, ο έρως φιλόσοφος κινείται ανάμεσα στους πνευματικούς πόρους –που διαθέτει και οι οποίοι του επιτρέπουν να ποθεί το ωραίο ως τέτοιο– και στη στέρηση αυτών των πόρων, η οποία όμως αναπληρώνεται, λόγω της πνευματικότητας του εραστή φιλοσόφου, από τον πόθο για τα ωραία πράγματα. Μέσα από τον πόθο για τα ωραία πράγματα μαθαίνουμε να ποθούμε το ωραίο καθαυτό και με τη φιλοσοφία να αξιώνουμε την πραγμάτωσή του επί θνητού εδάφους. Η πραγμάτωση τούτη διέρχεται ανάλογες κλίμακες και απαιτεί τη χάραξη της σωστής πορείας. Ποιες είναι αυτές οι κλίμακες και η σωστή πορεία;
1. Το πέρασμα από την αγάπη στον έρωτα μέσα από την έλξη που γεννά το ωραίο σώμα.
2. Από το κάλλος του σώματος στο κάλλος ως τέτοιο, στο ωραίο καθόλου.
3. Για να επιτευχθεί αυτό, απαιτείται συνδυασμός του ωραίου σώματος με την ομορφιά της ψυχής.
4. Η ψυχική ομορφιά είναι ανώτερη από τη σωματική ομορφιά, γι’ αυτό και προκαλεί την ερωτική έλξη και για το σώμα που δεν διαθέτει το αντίστοιχο κάλλος. Να γιατί και όμορφα, εκ πρώτης όψεως, σώματα, χωρίς την απαραίτητη εσωτερική ανταύγεια, αποτελούν απλώς διακοσμητικά πετρώματα για κάθε χρήση. Η απουσία αυτής της κατά Πλάτωνα ερωτικής έλξης γεννά όλα τα αντι-ερωτικά τερατουργήματα του σήμερα, αλλά και του χθες, τα οποία μάλιστα προβάλλουν την ολική τους διαστροφή, καθώς και την αντίστοιχη αντιαισθητικότητά τους, για περισσή ερωτική αρμονία. Ένα τέτοιο σώμα, δηλαδή ο άνθρωπος με ανεπτυγμένο το κάλλος της ψυχής σε ενδοσυνάφεια με αυτό του σώματος, με τους ωραίους λόγους, τις ωραίες σκέψεις του, αλλά και με την καλλιεργημένη ερωτική ψυχή, γίνεται φωτεινός οδοδείκτης για τους άλλους και για τους νέους, π.χ. ο Σωκράτης· παράλληλα δίνει νέα ποιοτική ώθηση στην πράξη του έρωτα, ως πλήρωση του Εαυτού, μαζί και του Εαυτού του άλλου. Τότε συμβαίνει ο Έρως να κατακτά κυριολεκτικά τη ζωή και να καθιστά την ερωτική συμβίωση ευ-λογία και όχι αβάσταχτη ύβρι, που πνίγει το ωραίο μέσα στο βόρβορο των επιτηδευμένα χρωματισμένων σωμάτων των άχρωμων όντων του μαζικού θεάματος. Σε μια κλιμακούμενη πορεία, ο βίος του ανθρώπου αποκτά ανώτερη αξία, όταν είναι, μια για πάντα, ακατάλυτη ερωτική ζωή. Μια τέτοια ερωτική ζωή δεν κυλιέται, σαν το χοίρο, μέσα στη λάσπη της μαζικής υστερίας, αλλά διανοίγεται, οντολογικά πλέον, στο να αντικρίζει με ευκρίνεια και καθαρότητα το ωραίο, να ανάγει το κάλλος της ψυχής και του σώματος, άρα τον Έρωτα, σε ύψιστη αρχή της ανθρώπινης ύπαρξης και να αντιπαλεύει με ασίγαστο πάθος τα φανταχτερά στολίδια της εικονικής πραγματικότητας, τις ψευδαισθητικές παραστάσεις της κοινωνίας του θεάματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου