Η τηλεόραση και η διαφήμιση εκμεταλλεύονται ένα βασικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης: τη νοσηρή ανάγκη να συγκρινόμαστε με τους άλλους. Μπορεί κανείς να κλαίει ειλικρινά μπροστά στη δυστυχία του άλλου, και ταυτόχρονα να ζηλεύει κάποιον που τα καταφέρνει καλύτερα από τον ίδιο. Σε ένα εργαστηριακό πείραμα όπου ρωτήθηκαν για τις προτιμήσεις τους, οι φοιτητές ενός αμερικανικού πανεπιστημίου απάντησαν ότι θα προτιμούσαν να κερδίσουν 50.000 δολάρια, αν οι συνάδελφοί τους κέρδιζαν 25.000 δολάρια, από το να κερδίσουν 100.000 δολάρια αν οι άλλοι κέρδιζαν 200.000. Τα αποτελέσματα αυτού του πειράματος παρατηρούνται και στην πραγματική ζωή. Η ευτυχία εξαρτάται από τις συγκρίσεις που κάνει καθένας μας με μια ομάδα αναφοράς, φίλους ή συναδέλφους. Στις αμερικανικές οικογένειες έγινε μια εκπληκτική διαπίστωση: μια γυναίκα έχει περισσότερες πιθανότητες να εργαστεί αν ο σύζυγος της αδελφής της κερδίζει περισσότερα από τον δικό της σύζυγο. Έχει ανάγκη να αντισταθμίσει την υστέρηση που αισθάνεται απέναντι στην ίδια της την αδελφή…
Το ευτύχημα είναι ότι ο ανθρώπινος ανταγωνισμός δεν εκδηλώνεται σε όλα τα επίπεδα. Εξαφανίζεται, για παράδειγμα, στο ζήτημα του ελεύθερου χρόνου. Στους ίδιους αμερικανούς φοιτητές τέθηκαν δύο επιλογές: 1) έχετε δύο εβδομάδες διακοπών, και οι συνάδελφοί σας μόνο μία, ή 2) έχετε τέσσερις εβδομάδες διακοπών, και οι συνάδελφοί σας οκτώ. Όλοι επέλεξαν το δεύτερο, τις τέσσερις εβδομάδες. Δεν παρατηρείται εδώ μιμητική συμπεριφορά. Ο ανταγωνισμός αφορά μόνο τις ορατές πλευρές της κοινωνικής επιτυχίας. Δεν τροφοδοτείται από τη σιωπηρή ευτυχία των άλλων, όπως το να έχουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο.
Ο οικονομολόγος Bruno Frey έχει προτείνει μια πολύ χρήσιμη διαφοροποίηση για την κατανόηση των μηχανισμών που λειτουργούν όταν συγκρινόμαστε με τους άλλους. Υπάρχουν τα «εξωγενή αγαθά» και τα «εγγενή αγαθά». Τα πρώτα περιλαμβάνουν το κύρος, τον πλούτο: είναι τα εξωτερικά γνωρίσματα της κοινωνικής επιτυχίας, η κοινωνική κληρονομιά που συσσωρεύει κανείς σε όλη τη διάρκεια της ζωής του και η οποία σηματοδοτεί τη θέση του στην κοινωνία. Τα εγγενή αγαθά παραπέμπουν στη σχέση με τους άλλους (relatedness), την αγάπη, το αίσθημα ότι έχει κανείς έναν σκοπό στη ζωή… Πρόκειται για τις «ρευστές» εμπειρίες, που γλιστρούν μαζί με τον χρόνο που περνά. Τα εξωγενή αγαθά οξύνουν τον κοινωνικό ανταγωνισμό, ενώ τα εγγενή αγαθά αυξάνουν, σιωπηρά, την ευημερία.
Αν δεν είναι κανείς άγιος ή μέλος της υψηλής κοινωνίας, χρειάζεται σίγουρα και τα δύο για να είναι ευτυχισμένος… (Ο Σοπενάουερ έλεγε: αν δεν είναι κανείς «στωικός ή μακιαβελικός»…).
Το πρόβλημα είναι ότι δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε τα ίδια μας τα συναισθήματα, υποτιμώντας συστηματικά τα πλεονεκτήματα των εγγενών αγαθών. Πολλοί είναι εκείνοι που ονειρεύονται ένα όμορφο σπίτι και επιλέγουν να απομακρυνθούν από το κέντρο της πόλης για να βρουν μια καλύτερη σχέση ποιότητας-τιμής. Αγνοούν όμως το ψυχολογικό κόστος της καθημερινής μετακίνησης, καταλήγοντας συχνά, χωρίς να θέλουν να το παραδεχτούν, να μετανιώσουν για την επιλογή τους.
Γιατί είναι τόσο δύσκολο να αντιληφθούμε τι είναι καλό για μας; Με το ζήτημα έχει ασχοληθεί ο Daniel Kahneman, που έχει σπουδάσει ψυχολογία και έχει βραβευθεί με το Νόμπελ Οικονομίας. Αποδεικνύει, λοιπόν, ότι τείνουμε να συγκρατούμε μόνο δύο στιγμές: την πιο έντονη και την τελευταία. Από τις διακοπές , συγκρατούμε μόνο τον αποχαιρετισμό στην αποβάθρα και την πιο συναρπαστική ημέρα. Όλα τα άλλα εξατμίζονται μέσα στην άλω της ζωής που περνά. Αυτό το μοντέλο peak-end («αποκορύφωμα-τέλος») καταδικάζει στη λήθη τις ενδιάμεσες στιγμές. Με αυτό τον τρόπο, προβάλλοντας τον εαυτό μας στο μέλλον, τείνουμε επίσης να αγνοούμε τη «διάρκεια» της ζωής. Προβάλλουμε τον εαυτό μας στις εμπειρίες με «ισχυρή κορύφωση», υποβαθμίζοντας τις άλλες, τις εμπειρίες με «ισχυρή ροή». Η μνήμη δυσκολεύεται να συγκρατήσει τις σιωπηρές συγκινήσεις της καθημερινότητας. Η ιδιοφυΐα του Προυστ στο έργο του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο έγκειται στο ότι δείχνει τη μάχη που πρέπει να δίνει κανείς με τον εαυτό του για να ξεπερνά τη φυσική προδιάθεση να συγκρατεί μόνο τις σημαντικές στιγμές… Ο «χαμένος χρόνος» έχει τη διπλή έννοια του χρόνου που έχει περάσει και νομίζουμε ότι τον έχουμε ξεχάσει, και του χρόνου που νομίζουμε ότι τον έχουμε χάσει με ασήμαντα πράγματα, τα οποία εντούτοις αποτελούν την ουσία…
Το ευτύχημα είναι ότι ο ανθρώπινος ανταγωνισμός δεν εκδηλώνεται σε όλα τα επίπεδα. Εξαφανίζεται, για παράδειγμα, στο ζήτημα του ελεύθερου χρόνου. Στους ίδιους αμερικανούς φοιτητές τέθηκαν δύο επιλογές: 1) έχετε δύο εβδομάδες διακοπών, και οι συνάδελφοί σας μόνο μία, ή 2) έχετε τέσσερις εβδομάδες διακοπών, και οι συνάδελφοί σας οκτώ. Όλοι επέλεξαν το δεύτερο, τις τέσσερις εβδομάδες. Δεν παρατηρείται εδώ μιμητική συμπεριφορά. Ο ανταγωνισμός αφορά μόνο τις ορατές πλευρές της κοινωνικής επιτυχίας. Δεν τροφοδοτείται από τη σιωπηρή ευτυχία των άλλων, όπως το να έχουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο.
Ο οικονομολόγος Bruno Frey έχει προτείνει μια πολύ χρήσιμη διαφοροποίηση για την κατανόηση των μηχανισμών που λειτουργούν όταν συγκρινόμαστε με τους άλλους. Υπάρχουν τα «εξωγενή αγαθά» και τα «εγγενή αγαθά». Τα πρώτα περιλαμβάνουν το κύρος, τον πλούτο: είναι τα εξωτερικά γνωρίσματα της κοινωνικής επιτυχίας, η κοινωνική κληρονομιά που συσσωρεύει κανείς σε όλη τη διάρκεια της ζωής του και η οποία σηματοδοτεί τη θέση του στην κοινωνία. Τα εγγενή αγαθά παραπέμπουν στη σχέση με τους άλλους (relatedness), την αγάπη, το αίσθημα ότι έχει κανείς έναν σκοπό στη ζωή… Πρόκειται για τις «ρευστές» εμπειρίες, που γλιστρούν μαζί με τον χρόνο που περνά. Τα εξωγενή αγαθά οξύνουν τον κοινωνικό ανταγωνισμό, ενώ τα εγγενή αγαθά αυξάνουν, σιωπηρά, την ευημερία.
Αν δεν είναι κανείς άγιος ή μέλος της υψηλής κοινωνίας, χρειάζεται σίγουρα και τα δύο για να είναι ευτυχισμένος… (Ο Σοπενάουερ έλεγε: αν δεν είναι κανείς «στωικός ή μακιαβελικός»…).
Το πρόβλημα είναι ότι δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε τα ίδια μας τα συναισθήματα, υποτιμώντας συστηματικά τα πλεονεκτήματα των εγγενών αγαθών. Πολλοί είναι εκείνοι που ονειρεύονται ένα όμορφο σπίτι και επιλέγουν να απομακρυνθούν από το κέντρο της πόλης για να βρουν μια καλύτερη σχέση ποιότητας-τιμής. Αγνοούν όμως το ψυχολογικό κόστος της καθημερινής μετακίνησης, καταλήγοντας συχνά, χωρίς να θέλουν να το παραδεχτούν, να μετανιώσουν για την επιλογή τους.
Γιατί είναι τόσο δύσκολο να αντιληφθούμε τι είναι καλό για μας; Με το ζήτημα έχει ασχοληθεί ο Daniel Kahneman, που έχει σπουδάσει ψυχολογία και έχει βραβευθεί με το Νόμπελ Οικονομίας. Αποδεικνύει, λοιπόν, ότι τείνουμε να συγκρατούμε μόνο δύο στιγμές: την πιο έντονη και την τελευταία. Από τις διακοπές , συγκρατούμε μόνο τον αποχαιρετισμό στην αποβάθρα και την πιο συναρπαστική ημέρα. Όλα τα άλλα εξατμίζονται μέσα στην άλω της ζωής που περνά. Αυτό το μοντέλο peak-end («αποκορύφωμα-τέλος») καταδικάζει στη λήθη τις ενδιάμεσες στιγμές. Με αυτό τον τρόπο, προβάλλοντας τον εαυτό μας στο μέλλον, τείνουμε επίσης να αγνοούμε τη «διάρκεια» της ζωής. Προβάλλουμε τον εαυτό μας στις εμπειρίες με «ισχυρή κορύφωση», υποβαθμίζοντας τις άλλες, τις εμπειρίες με «ισχυρή ροή». Η μνήμη δυσκολεύεται να συγκρατήσει τις σιωπηρές συγκινήσεις της καθημερινότητας. Η ιδιοφυΐα του Προυστ στο έργο του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο έγκειται στο ότι δείχνει τη μάχη που πρέπει να δίνει κανείς με τον εαυτό του για να ξεπερνά τη φυσική προδιάθεση να συγκρατεί μόνο τις σημαντικές στιγμές… Ο «χαμένος χρόνος» έχει τη διπλή έννοια του χρόνου που έχει περάσει και νομίζουμε ότι τον έχουμε ξεχάσει, και του χρόνου που νομίζουμε ότι τον έχουμε χάσει με ασήμαντα πράγματα, τα οποία εντούτοις αποτελούν την ουσία…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου