Δεν ξέρω αν συμβαίνει σ’ όλους τους ανθρώπους -ή τουλάχιστον σε κάποιους. Για μένα πάντως λειτουργεί. Το ονομάζω «η ανατροπή των τέλειων σχεδίων» ή -πιο λαϊκά- «ποτέ δεν ξέρεις από πού θα σού ‘ρθει».
Δεν είναι σαν τον Νόμο του Μέρφυ «αν κάτι μπορεί να πάει στραβά, θα πάει». Γιατί κάποιες φορές τα πράγματα πάνε απροσδόκητα καλά.
Μάλλον όλη η ουσία αυτής της θολής -στο-μυαλό μου- σκέψης είναι ακριβώς αυτό το απροσδόκητο.
Ο Νόμος του Γελωτοποιού θα μπορούσε να ήταν: «Τίποτα δεν συμβαίνει ακριβώς όπως περίμενες να συμβεί». (+bonus feature: Χαλάρωσε κι απόλαυσε το.)
Δεν είναι αρνητική σκέψη (απαισιόδοξη) ούτε τ’ αντίθετο. Δυσάρεστη γίνεται μόνο αν νομίζεις ότι έχεις τον απόλυτο έλεγχο. Προσωπικά δεν έχω πλέον τέτοιου είδους χίμαιρες, αλλά υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που νομίζουν ότι μπορούν να ελέγξουν τα πάντα. Απ’ το πώς θα κυλήσει η μέρα τους (πριν παγώσουν οι σωλήνες και μείνει χωρίς νερό) μέχρι τι επάγγελμα θα κάνει το παιδί τους όταν μεγαλώσει (πριν τους πει: «Ξέρεις, πατέρα, εγώ δεν θέλω να γίνω επιστήμονας ούτε καλλιτέχνης ούτε επαναστάτης. Υδραυλικός θέλω να γίνω».)
Τελικά, αν αποδεχτείς ότι δεν έχεις τον απόλυτο έλεγχο, μπορείς ν’ απολαύσεις περισσότερο όλα εκείνα που τυχαίνουν. Αρκεί να σταματήσεις να έχεις στο μυαλό σου αυτό που νομίζεις ότι θα ήταν τέλειο να σου συμβεί. Και ν’ αποδεχτείς την ατέλεια και την ομορφιά της, να παίξεις μ’ αυτά που σου έρχονται, χωρίς να σε νοιάζει πολύ αν θα νικήσεις.
Άλλωστε όταν παίζεις είσαι χαρούμενος. Κι όταν είσαι χαρούμενος είσαι νικητής. Όχι σε σύγκριση με κάποιον άλλο (πάντα υπάρχει κάποιος που έχει καταφέρει κάτι περισσότερο, να το ξέρεις αυτό).
Ούτε καν σε σύγκριση με τον τελειομανή εαυτό σου, αν προσδοκείς ανάσταση νεκρών και παγκόσμια αέναη ειρήνη και όσκαρ πρώτου αντρικού ρόλου και μερικά εκατομμύρια στον τραπεζικό σου λογαριασμό.
Κάποιες φορές ένας υδραυλικός είναι πολύ πιο σημαντικός από ένα νομπελίστα -και πιο ευτυχισμένος.
Αυτό που έχουμε στο μυαλό μας ως τέλειο, όταν γίνεται εμμονή, μας εμποδίζει να δούμε, να ζήσουμε.
Η εμμονή της -υποτιθέμενης- τελειότητας, μας αποκλείει από την ομορφιά της ζωής. Αρκεί να πάρουμε μια ανάσα, να πατήσουμε restart στο νου μας (ένα backup θα ήταν χρήσιμο πριν) και να δούμε τον κόσμο έτσι όπως είναι, όχι όπως θα θέλαμε να είναι.
Κι επειδή μπορεί να σας φαίνεται ότι αερολογώ (δεν θα είχατε κι άδικο να το νομίζετε) θα σας γράψω την αληθινή ιστορία του ανθρώπου που έψαχνε μανιωδώς για το τέλειο κοχύλι.
Έψαχνε για το τέλειο κοχύλι. Θα ήταν πολύχρωμο, τροπικό, μ’ όλα τα χρώματα της ίριδος. Έτσι το φανταζόταν. Μεγάλο, όσο η γροθιά του περίπου, όσο κι η καρδιά του μάλλον. Γιατί έτσι λένε: Η καρδιά σου έχει το μέγεθος της γροθιάς σου. Κλειστής.
Όποτε βουτούσε στο Αιγαίο το ‘ψαχνε. Ήξερε ότι θα ‘βλεπε την τροπικότητά του από μακριά, μέσα στο οινόπνευμα του νερού. Μπλε οινόπνευμα, πιο μπλε κι απ’ το μπλε στα κείμενα του Γουλφ.
Θα ήταν εκεί για ‘κεινον και μόνο. Θα τον περίμενε, σαν τα κοχύλια στα βιβλία του Ρόμπινς, κοχύλι με προσωπικότητα, κοχύλι με πεπρωμένο. Το δικό του ξεχωριστό κοχύλι.
Βουτούσε και τραγουδούσε: «I have climbed the highest mountains, I have run through the fields…» Κι όταν έβγαινε έλεγε το ρεφραίν: «But I still haven’t found what I’m looking for».
Μα η ζωή δεν είναι μυθιστόρημα ούτε τραγούδι. Όσο κι αν το αναζητούσε, όσο κι αν το έψαχνε στα πιο ψηλά βουνά και στους βυθούς, έβρισκε μόνο μικρά, κοινότοπα, διόλου εξωτικά, ούτε ιδέα τροπικά, κανονικά κοχύλια.
Θα μπορούσε να κρατήσει ένα απ’ αυτά, και να το πει δικό του. Όμως τότε θ’ αναγκαζόταν να σταματήσει να ψάχνει, ενώ ακόμα δεν είχε βρει «what i ‘m looking for».
Τότε πίστευε ότι αυτό που έχει σημασία είναι να συνεχίσεις να ψάχνεις, όχι για να βρεις, αλλά για να συνεχίσεις. Μα η ζωή κάποτε είναι πιο μυθιστορηματική απ’ τα βιβλία, πιο ποιητική απ’ τους στίχους του αγαπημένου σου τραγουδιού.
Εκείνο το καλοκαίρι γνώρισε ένα κορίτσι με μάτια μπλε, μπλε σαν το οινόπνευμα, πιο μπλε απ’ το μπλε στα βιβλία του Γουλφ. Περνούσε περισσότερη ώρα στην αμμουδιά, δίπλα στο γυμνό της σώμα, παρά στη θάλασσα. Κι είχε σταματήσει να ψάχνει για κοχύλια.
Έτσι, απλά κι αβίαστα, ένα απόγεμα του Ιουλίου, μπροστά απ’ τους αμμόλοφους της Πλάκας, στη δυτική πλευρά της Νάξου, άπλωσε το χέρι του στην άμμο, παράλληλα με το δέρμα της.
Έκλεισε τη γροθιά του, που κλειστή ήταν όση περίπου κι η καρδιά του. Η άμμος γλίστρησε ανάμεσα απ’ τα δάχτυλα του, ναι, όπως γλιστράει κι ο χρόνος, τόσο κοινότοπα γλίστρησε, η άμμος κι ο χρόνος.
Κι όταν άνοιξε τη γροθιά του, είδε μες στην παλάμη του ένα κοχύλι. Χωρίς να ‘χει ψάξει γι’ αυτό. Μια λευκή σπείρα, τόσο αρμονική που θα έκανε τον Φιμπονάτσι ν’ αναφωνήσει «Εύρηκα!»
Ένα κοχύλι που δεν ήταν πολύχρωμο, δεν ήταν τροπικό, δεν ήταν καν πάλλευκο, όπως υποτίθεται ότι είναι οι κύκνοι στα ποτάμια της Ιρλανδίας. Ήταν άσπρο, με καφέ τελειώματα στις άκρες απ’ τα χείλη του.
Κι εύθραυστο, διάφανο στον ήλιο, με λεπτομέρειες που έλαμπαν σαν το μάρμαρο της Νάξου, τόσο κυκλαδίτικο, τόσο πελασγικό, τόσο απέριττο, τόσο θηλυκό.
Έμεινε να το θαυμάζει, για λίγο. Μετά το άφησε στην άκρη, για να μπορέσει να χαϊδέψει το ανθισμένο στήθος του κοριτσιού με τα οινοπνευματί μάτια.
Αργότερα, χρόνια μετά, που πέρασαν κοινότοπα, όπως κυλάει η άμμος ανάμεσα απ’ τα δάχτυλα, ανακάλυψε (τυχαία πάλι) ότι δεν ήταν μόνο όμορφο το κοχύλι εκείνο. Ήταν και σπάνιο, ειδικά για να το βρεις στην αμμουδιά.
Είναι η κατασκευή ενός αρχαίου καλλιτέχνη, ενός οκτάποδου που λέγεται «Αργοναύτης της Μεσογείου», ενός είδους που υπάρχει 300 εκατομμύρια χρόνια, ενός ζωντανού απολιθώματος.
Argonauta argo είναι η επιστημονική του ονομασία, κι είναι δανεισμένο απ’ τον Ιάσονα και τους Αργοναύτες, όταν έψαχναν στην Κολχίδα για το δέρας -και βρήκαν τη Μήδεια.
Μόνο το θηλυκό του είδους φτιάχνει αυτό το ψευδόστρακο, στη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής, για να προστατεύει τ’ αυγά του.
Έχω το κοχύλι του Αργοναύτη στη βιβλιοθήκη μου.
Κι ίσως αυτή η ιστορία ν’ ακούγεται υπερβολικά γλυκανάλατη για τους σκεπτικιστές, πολύ ρομαντική για τους ορθολογιστές, κοινότοπη για τους στυλίστες της πρωτοπορίας.
Όμως αν ανησυχούσα γι’ αυτούς δεν θα είχα γράψει ποτέ μια πρόταση, έστω κοινότοπη, έστω γλυκανάλατη, έστω ρομαντική.
Δεν θα ΄χα βρει το κοχύλι μου ούτε το κορίτσι με τα μπλε μάτια, πιο μπλε απ’ το μπλε του Τόμας Γουλφ.
Έτσι κι αλλιώς, όπως θα ΄λεγε κι ο Μποντλέρ, αναγνώστη, αδελφέ μου, υποκριτή, (Hypocrite lecteur, mon semblable, mon frère!) η άμμος κι ο χρόνος κυλάει ανάμεσα απ’ τα δάκτυλα μας. Τόσο κοινότοπα για όλους.
Δεν μένει κάτι.
(Ίσως μόνο ο έρωτας. Αυτός είναι ακαταμάχητος)
Δεν είναι σαν τον Νόμο του Μέρφυ «αν κάτι μπορεί να πάει στραβά, θα πάει». Γιατί κάποιες φορές τα πράγματα πάνε απροσδόκητα καλά.
Μάλλον όλη η ουσία αυτής της θολής -στο-μυαλό μου- σκέψης είναι ακριβώς αυτό το απροσδόκητο.
Ο Νόμος του Γελωτοποιού θα μπορούσε να ήταν: «Τίποτα δεν συμβαίνει ακριβώς όπως περίμενες να συμβεί». (+bonus feature: Χαλάρωσε κι απόλαυσε το.)
Δεν είναι αρνητική σκέψη (απαισιόδοξη) ούτε τ’ αντίθετο. Δυσάρεστη γίνεται μόνο αν νομίζεις ότι έχεις τον απόλυτο έλεγχο. Προσωπικά δεν έχω πλέον τέτοιου είδους χίμαιρες, αλλά υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που νομίζουν ότι μπορούν να ελέγξουν τα πάντα. Απ’ το πώς θα κυλήσει η μέρα τους (πριν παγώσουν οι σωλήνες και μείνει χωρίς νερό) μέχρι τι επάγγελμα θα κάνει το παιδί τους όταν μεγαλώσει (πριν τους πει: «Ξέρεις, πατέρα, εγώ δεν θέλω να γίνω επιστήμονας ούτε καλλιτέχνης ούτε επαναστάτης. Υδραυλικός θέλω να γίνω».)
Τελικά, αν αποδεχτείς ότι δεν έχεις τον απόλυτο έλεγχο, μπορείς ν’ απολαύσεις περισσότερο όλα εκείνα που τυχαίνουν. Αρκεί να σταματήσεις να έχεις στο μυαλό σου αυτό που νομίζεις ότι θα ήταν τέλειο να σου συμβεί. Και ν’ αποδεχτείς την ατέλεια και την ομορφιά της, να παίξεις μ’ αυτά που σου έρχονται, χωρίς να σε νοιάζει πολύ αν θα νικήσεις.
Άλλωστε όταν παίζεις είσαι χαρούμενος. Κι όταν είσαι χαρούμενος είσαι νικητής. Όχι σε σύγκριση με κάποιον άλλο (πάντα υπάρχει κάποιος που έχει καταφέρει κάτι περισσότερο, να το ξέρεις αυτό).
Ούτε καν σε σύγκριση με τον τελειομανή εαυτό σου, αν προσδοκείς ανάσταση νεκρών και παγκόσμια αέναη ειρήνη και όσκαρ πρώτου αντρικού ρόλου και μερικά εκατομμύρια στον τραπεζικό σου λογαριασμό.
Κάποιες φορές ένας υδραυλικός είναι πολύ πιο σημαντικός από ένα νομπελίστα -και πιο ευτυχισμένος.
Αυτό που έχουμε στο μυαλό μας ως τέλειο, όταν γίνεται εμμονή, μας εμποδίζει να δούμε, να ζήσουμε.
Η εμμονή της -υποτιθέμενης- τελειότητας, μας αποκλείει από την ομορφιά της ζωής. Αρκεί να πάρουμε μια ανάσα, να πατήσουμε restart στο νου μας (ένα backup θα ήταν χρήσιμο πριν) και να δούμε τον κόσμο έτσι όπως είναι, όχι όπως θα θέλαμε να είναι.
Κι επειδή μπορεί να σας φαίνεται ότι αερολογώ (δεν θα είχατε κι άδικο να το νομίζετε) θα σας γράψω την αληθινή ιστορία του ανθρώπου που έψαχνε μανιωδώς για το τέλειο κοχύλι.
Έψαχνε για το τέλειο κοχύλι. Θα ήταν πολύχρωμο, τροπικό, μ’ όλα τα χρώματα της ίριδος. Έτσι το φανταζόταν. Μεγάλο, όσο η γροθιά του περίπου, όσο κι η καρδιά του μάλλον. Γιατί έτσι λένε: Η καρδιά σου έχει το μέγεθος της γροθιάς σου. Κλειστής.
Όποτε βουτούσε στο Αιγαίο το ‘ψαχνε. Ήξερε ότι θα ‘βλεπε την τροπικότητά του από μακριά, μέσα στο οινόπνευμα του νερού. Μπλε οινόπνευμα, πιο μπλε κι απ’ το μπλε στα κείμενα του Γουλφ.
Θα ήταν εκεί για ‘κεινον και μόνο. Θα τον περίμενε, σαν τα κοχύλια στα βιβλία του Ρόμπινς, κοχύλι με προσωπικότητα, κοχύλι με πεπρωμένο. Το δικό του ξεχωριστό κοχύλι.
Βουτούσε και τραγουδούσε: «I have climbed the highest mountains, I have run through the fields…» Κι όταν έβγαινε έλεγε το ρεφραίν: «But I still haven’t found what I’m looking for».
Μα η ζωή δεν είναι μυθιστόρημα ούτε τραγούδι. Όσο κι αν το αναζητούσε, όσο κι αν το έψαχνε στα πιο ψηλά βουνά και στους βυθούς, έβρισκε μόνο μικρά, κοινότοπα, διόλου εξωτικά, ούτε ιδέα τροπικά, κανονικά κοχύλια.
Θα μπορούσε να κρατήσει ένα απ’ αυτά, και να το πει δικό του. Όμως τότε θ’ αναγκαζόταν να σταματήσει να ψάχνει, ενώ ακόμα δεν είχε βρει «what i ‘m looking for».
Τότε πίστευε ότι αυτό που έχει σημασία είναι να συνεχίσεις να ψάχνεις, όχι για να βρεις, αλλά για να συνεχίσεις. Μα η ζωή κάποτε είναι πιο μυθιστορηματική απ’ τα βιβλία, πιο ποιητική απ’ τους στίχους του αγαπημένου σου τραγουδιού.
Εκείνο το καλοκαίρι γνώρισε ένα κορίτσι με μάτια μπλε, μπλε σαν το οινόπνευμα, πιο μπλε απ’ το μπλε στα βιβλία του Γουλφ. Περνούσε περισσότερη ώρα στην αμμουδιά, δίπλα στο γυμνό της σώμα, παρά στη θάλασσα. Κι είχε σταματήσει να ψάχνει για κοχύλια.
Έτσι, απλά κι αβίαστα, ένα απόγεμα του Ιουλίου, μπροστά απ’ τους αμμόλοφους της Πλάκας, στη δυτική πλευρά της Νάξου, άπλωσε το χέρι του στην άμμο, παράλληλα με το δέρμα της.
Έκλεισε τη γροθιά του, που κλειστή ήταν όση περίπου κι η καρδιά του. Η άμμος γλίστρησε ανάμεσα απ’ τα δάχτυλα του, ναι, όπως γλιστράει κι ο χρόνος, τόσο κοινότοπα γλίστρησε, η άμμος κι ο χρόνος.
Κι όταν άνοιξε τη γροθιά του, είδε μες στην παλάμη του ένα κοχύλι. Χωρίς να ‘χει ψάξει γι’ αυτό. Μια λευκή σπείρα, τόσο αρμονική που θα έκανε τον Φιμπονάτσι ν’ αναφωνήσει «Εύρηκα!»
Ένα κοχύλι που δεν ήταν πολύχρωμο, δεν ήταν τροπικό, δεν ήταν καν πάλλευκο, όπως υποτίθεται ότι είναι οι κύκνοι στα ποτάμια της Ιρλανδίας. Ήταν άσπρο, με καφέ τελειώματα στις άκρες απ’ τα χείλη του.
Κι εύθραυστο, διάφανο στον ήλιο, με λεπτομέρειες που έλαμπαν σαν το μάρμαρο της Νάξου, τόσο κυκλαδίτικο, τόσο πελασγικό, τόσο απέριττο, τόσο θηλυκό.
Έμεινε να το θαυμάζει, για λίγο. Μετά το άφησε στην άκρη, για να μπορέσει να χαϊδέψει το ανθισμένο στήθος του κοριτσιού με τα οινοπνευματί μάτια.
Αργότερα, χρόνια μετά, που πέρασαν κοινότοπα, όπως κυλάει η άμμος ανάμεσα απ’ τα δάχτυλα, ανακάλυψε (τυχαία πάλι) ότι δεν ήταν μόνο όμορφο το κοχύλι εκείνο. Ήταν και σπάνιο, ειδικά για να το βρεις στην αμμουδιά.
Είναι η κατασκευή ενός αρχαίου καλλιτέχνη, ενός οκτάποδου που λέγεται «Αργοναύτης της Μεσογείου», ενός είδους που υπάρχει 300 εκατομμύρια χρόνια, ενός ζωντανού απολιθώματος.
Argonauta argo είναι η επιστημονική του ονομασία, κι είναι δανεισμένο απ’ τον Ιάσονα και τους Αργοναύτες, όταν έψαχναν στην Κολχίδα για το δέρας -και βρήκαν τη Μήδεια.
Μόνο το θηλυκό του είδους φτιάχνει αυτό το ψευδόστρακο, στη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής, για να προστατεύει τ’ αυγά του.
Έχω το κοχύλι του Αργοναύτη στη βιβλιοθήκη μου.
Κι ίσως αυτή η ιστορία ν’ ακούγεται υπερβολικά γλυκανάλατη για τους σκεπτικιστές, πολύ ρομαντική για τους ορθολογιστές, κοινότοπη για τους στυλίστες της πρωτοπορίας.
Όμως αν ανησυχούσα γι’ αυτούς δεν θα είχα γράψει ποτέ μια πρόταση, έστω κοινότοπη, έστω γλυκανάλατη, έστω ρομαντική.
Δεν θα ΄χα βρει το κοχύλι μου ούτε το κορίτσι με τα μπλε μάτια, πιο μπλε απ’ το μπλε του Τόμας Γουλφ.
Έτσι κι αλλιώς, όπως θα ΄λεγε κι ο Μποντλέρ, αναγνώστη, αδελφέ μου, υποκριτή, (Hypocrite lecteur, mon semblable, mon frère!) η άμμος κι ο χρόνος κυλάει ανάμεσα απ’ τα δάκτυλα μας. Τόσο κοινότοπα για όλους.
Δεν μένει κάτι.
(Ίσως μόνο ο έρωτας. Αυτός είναι ακαταμάχητος)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου