Στά Απομνημονεύματα τοϋ Ξενοφώντα η αλληγορία γιά τον «'Ηρακλή στό τρίστρατο», ένα άριστούργημα παραινετικής ρητορικής μέ τεράστια απήχηση στην παγκόσμια γραμματεία, είναι ένταγμένη σέ μιά συζήτηση του Σωκράτη μέ τον ’Αρίστιππο άπό τήν Κυρήνη καί- αποτελεί μέρος τής επιχειρηματολογίας τοϋ πρώτου άπέναντι στον άκρατο ήδονισμό του δευτέρου. Ή βασική ιδέα της άλληγορίας, δηλαδή ή εκλογή άνάμεσα στούς δύο δρόμους τοϋ καλού καί του κακού, άπαντά ήδη στόν Ησίοδο, Έργα και 'Ημεραι, ένώ άλλα στοιχεία της άνιχνεύονται στόν Σιμωνίδη καί στό σατυρικό δράμα του Σοφοκλή Κρίσις (ένν. τοΰ Πάριδος). Στήν άλληγορία τοϋ Προδίκου ό μυθικός ήρωας παρουσιάζεται ώς ένας κοινός θνητός πού καλείται νά διαλέξει άνάμεσα στό δύσβατο μονοπάτι τής ένάρετης πράξης καί στόν, αδιέξοδο ουσιαστικά, δρόμο τής εύκολης ζωής. 'Υπό τήν έκδοχή της αυτή ή μορφή του Ηρακλή θά εμφανιστεί άργότερα στήν κυνική, καί τή στωική, γραμματεία, ώστε βάσιμα νά υποστηρίζεται ότι οί Ωρες προετοίμασαν τήν πραγματεία του ’Αντισθένη γιά τον 'Ηρακλή.
(Μιλάει ο Σωκράτης)
Κι ο Πρόδικος ο σοφός, στο δοκίμιό του για τον Ηρακλή, αυτό πού το παρουσιάζει στον πολύ κόσμο, εκφράζει την ίδια γνώμη για την αρετή, χρησιμοποιώντας, όσο θυμάμαι, τα έξης πάνω κάτω λόγια.
Λέει δηλαδή ότι ο 'Ηρακλής, όταν πήγαινε να γίνει από παιδί έφηβος —την ώρα εκείνη πού οι νέοι, καθώς αρχίζουν πια να είναι κύριοι του εαυτού τους, δείχνουν αν θα ακολουθήσουν στη ζωή τους τον καλό δρόμο ή τον κακό— αποτραβήχτηκε να βρει ησυχία και κοντοστάθηκε, μη ξέροντας ποιόν από τούς δύο δρόμους να ακολουθήσει · κι ότι παρουσιάστηκαν δύο γυναίκες, ως εκεί πάνω ψηλές, οι όποιες τον πλησίασαν.
Της μιας ή εμφάνιση ήταν καλή και επιβλητική. Είχε για στολίδια το καθαρό σώμα της, την ντροπαλοσύνη στα μάτια της, τη σεμνότητα στο παρουσιαστικό της· φορούσε φόρεμα λευκό.
Η άλλη, πάλι, ήταν καλοθρεμμένη, με παχιά κι απαλή σάρκα, φτιασιδωμένη ώστε να φαίνεται πιο αφράτη και πιο ροδαλή απ’ ότι πραγματικά ήταν, κορδωνόταν για να δείχνει πιο στητή απ’ όσο ήταν το φυσικό της, με μια προστυχιά στο βλέμμα, κι ένα φόρεμα πού άφηνε να φανεί όσο το δυνατό πιο έντονα πώς ήταν επάνω στον ανθό τής νιότης της. Κοιταζόταν ολοένα, προσέχοντας αν την κοιτούν και οι άλλοι, και γύριζε συχνά να ρίξει μια ματιά στη σκιά της.
Καθώς πλησίαζαν στον Ηρακλή, η πρώτη εξακολούθησε να βαδίζει όπως πριν, ή άλλη όμως, θέλοντας να την προλάβει, έτρεξε προς τον 'Ηρακλή και τού είπε:
«Βλέπω, 'Ηρακλή, ότι βρίσκεσαι σέ απορία, ποιο δρόμο να ακολουθήσεις στη ζωή. Έ, λοιπόν: Αν με κάνεις φίλη σου και με ακολουθήσεις, θα σού δείξω τον πιο ευχάριστο και τον πιο εύκολο δρόμο’ δεν θα μείνει απόλαυση πού να μη τη γευτείς και θα διαβείς τη ζωή χωρίς να δοκιμάσεις τις δυσκολίες της. Γιατί, πρώτον, δεν θα σκοτίζεσαι για πολέμους και για άλλες μπλεγμένες υποθέσεις, αλλά όλη σου ή έγνοια θα είναι πάντα τί φαΐ ή τί πιοτό θα βρεις πού να σου αρέσει, ή πώς θα δεις ή θα ακούσεις κάτι πού θα σέ ευχαριστήσει, ποιανού το άρωμα ή το άγγιγμα θα σού. δώσει χαρά, ποιανού αγαπημένου ή συναναστροφή θα σέ ευφράνει πιο πολύ, πώς θα κοιμάσαι στα πούπουλα και πώς όλα αυτά θα τα πετυχαίνεις όσο το δυνατό πιο ακόπιαστα. Αν κάποια στιγμή παρουσιαστεί έστω και υποψία πώς κάτι από εκείνα πού φέρνουν αυτές τις απολαύσεις πάει να λείψει, μη φοβηθείς πώς θα σέ υποχρεώσω να τα εξασφαλίζεις αυτά με κόπους και ταλαιπωρίες σωματικές και ψυχικές- απεναντίας, αυτά πού οι άλλοι τα κατακτούν με το μόχθο τής εργασίας τους, εσύ θα τα χρησιμοποιείς χωρίς να σού λείπει κανένα πράγμα, από το όποιο θα ήταν δυνατό να βγάλεις κάποιο κέρδος. Γιατί σε όσους είναι κοντά μου δίνω τη δύναμη να ωφελούνται από’’ όλες τις μεριές».
Κι ο Ηρακλής, μόλις τα άκουσε αυτά, «Κυρά μου», είπε, «πώς είναι το όνομά σου;»
Κι εκείνη, «Οι φίλοι μου», αποκρίθηκε, «με φωνάζουν Ευδαιμονία, ενώ αυτοί πού με μισούν με λένε, χαϊδευτικά Κακία».
Εκείνη τη στιγμή πλησίασε ή άλλη γυναίκα και είπε:
Έχω έλθει κι εγώ κοντά σου, 'Ηρακλή· γνωρίζω τούς γονείς σου, κι έχω πολύ καλά αντιληφθεί το χαρακτήρα σου στη διάρκεια τής αγωγής σου, κι αυτά με κάνουν να ελπίζω πώς, αν πάρεις το δρόμο πού οδηγεί σέ μένα, θα γίνεις ένας σπουδαίος δουλευτής όμορφων και ευγενικών έργων —κι εγώ από τη μεριά μου θα λάβω ακόμη μεγαλύτερες τιμές και διακρίσεις για όσα καλά προσφέρω. Δεν θα σέ παραπλανήσω με προλόγους περί ηδονής, αλλά θα σου εκθέσω πώς στ’ αλήθεια όρισαν οι θεοί τα πράγματα. Χωρίς κόπο και φροντίδα οι θεοί δεν χορηγούν στους ανθρώπους κανένα από τα καλά και όμορφα πράγματα: Αν θέλεις οι θεοί να σέ σπλαχνίζονται, πρέπει να τούς λατρεύεις τούς θεούς· αν θέλεις να είσαι αγαπητός στους φίλους σου, πρέπει στους φίλους να κάνεις καλοσύνες· αν έχεις την επιθυμία να αποκτήσεις τιμές σέ κάποια πόλη, πρέπει στην πόλη αυτή να προσφέρεις υπηρεσίες’ αν έχεις την αξίωση να σέ θαυμάζει όλη ή Ελλάδα για την αρετή σου, πρέπει να προσπαθήσεις να την ευεργετήσεις την Ελλάδα· αν πάλι θέλεις να σού δώσει ή γη άφθονους καρπούς, πρέπει να την καλλιεργήσεις τη γη, αν νομίζεις πώς πρέπει να πλουτίσεις από τη ζωοτροφία, πρέπει να τα φροντίζεις τα ζώα, αν επιχειρείς να αποκτήσεις δύναμη με τον πόλεμο και θέλεις να είναι στο χέρι σου να απελευθερώνεις τούς φίλους και να υποδουλώνεις τούς εχθρούς, πρέπει να μάθεις τις πολεμικές τέχνες από αυτούς πού τις κατέχουν, και πρέπει να εξασκηθείς πώς να τις χρησιμοποιείς· κι να πάλι θέλεις να αποκτήσεις δυνατό σώμα, πρέπει να συνηθίσεις το σώμα σου να υπηρετεί το μυαλό και να το γυμνάσεις με κόπους και ιδρώτα».
Στο σημείο αυτό ή Κακία, καθώς λέει ο Πρόδικος, την διέκοψε: «Αντιλαμβάνεσαι, 'Ηρακλή, για πόσο επίπονο και μακρύ δρόμο, να είναι να φτάσεις κάποτε ως τις απολαύσεις της, σού μιλάει αυτή ή γυναίκα; Ενώ εγώ θα σε οδηγήσω στην ευτυχία από εύκολο και σύντομο δρόμο».
Και τότε είπε ή Αρετή: «Αλόγιαστη, τι καλό έχεις να προσφέρεις εσύ; Ή ποιαν ευχαρίστηση, αφού ούτε γι’ αυτό δεν είσαι διατεθειμένη να κάνεις κάτι; Εσύ πού δεν περιμένεις καν να εκδηλωθεί ή επιθυμία για τα ευχάριστα πράγματα αλλά σπεύδεις να τα ικανοποιήσεις όλα προτού κιόλας αισθανθείς την επιθυμία για κάτι: τρως προτού πεινάσεις, πίνεις προτού διψάσεις, σοφίζεσαι μαγείρους για να φας απολαυστικά, και για να απολαύσεις το πιοτό προμηθεύεσαι πανάκριβα κρασιά και ψάχνεις καλοκαιριάτικα από ’δω κι από ’κει για πάγο, για να κοιμηθείς απολαυστικά δεν εφοδιάζεσαι μόνο με στρώματα μαλακά αλλά και με τα κατάλληλα κρεβάτια και τις βάσεις τους" στ’ αλήθεια, τον ύπνο δεν τον αποζητάς από κούραση, αλλά επειδή δεν έχεις τί να κάνεις. Προσπαθείς να διεγείρεις τις σαρκικές επιθυμίες προτού καν αισθανθείς φυσικά την ανάγκη για αυτές: σοφίζεσαι τα πάντα και χρησιμοποιείς για γυναίκες τούς άνδρες* κακομεταχειρίζεσαι τούς αγαπητικούς σου, τούς παρασύρεις τη νύχτα και μετά χάνουν, εξαιτίας σου, το πιο πολύτιμο κομμάτι τής ημέρας στον, ύπνο. Κι ενώ είσαι αθάνατη, οι θεοί σ’ έχουν κάνει πέρα, και οι σωστοί άνθρωποι σέ καταφρονούν. Δεν έχεις ποτέ σου δοκιμάσει το πιο γλυκό άκουσμα: Το να σέ παινεύουν, και δεν έχεις ποτέ σου αντικρύσει το πιο ευχάριστο θέαμα: Ένα όμορφο δικό σου έργο. Ποιος θα ’δίνε πίστη σέ κάτι απ' όσα λες; Ποιος θα ανταποκρινόταν σέ κάποια επιθυμία σου; Ή, πάλι, ποιος λογικός άνθρωπος θα το τολμούσε να ’ρθει στη συντροφιά σου-; Μόνο νέοι μέ άσθενικό σώμα καί άμυαλοι γέροι — άτομα πού άκόπιαστα πορεύτηκαν στά νιάτα τους μέσα στήν ευμάρεια καί πού μέ κόπο περνούν την ξεραΐλα των γηρατιών τους, άνθρωποι πού ντρέπονται γιά όσα έχουν πράξει καί πού καταθλίβονται γιά όσα πράττουν τώρα, άνθρωποι πού εξάντλησαν τις άπολαύσεις όσο ή σαν νέοι καί πού άφησαν τά δυσάρεστα γιά τά γηρατιά τους.
Απεναντίας, έγώ συντροφεύω τούς θεούς, συντροφεύω καί τούς καλούς άνθρώπους. Κανένα εύγενικό έργο, θεϊκό ή άνθρώπινο, δεν μπορεί νά γίνει χωρίς έμένα. Κι όλοι μέ τιμούν μέ το παραπάνω, καί οί θεοί καί οι άνθρωποι πού έχουν άρετή: Γιά τούς τεχνίτες είμαι ή καλοδεχούμενη συνεργάτιδα, γιά τούς οικοδεσπότες ο πιστός φύλακας, γιά τούς δούλους ό σπλαχνικός συντρέχτης, ό πολύτιμος συνεργάτης στά ειρηνικά έργα, ό άταλάντευτος σύμμαχος στά έργα τού πολέμου, καί ό ιδανικός φίλος. Οί δικοί μου φίλοι άπολαμβάνουν μέ εύχαρίστηση καί χωρίς ένοχλήσεις ό,τι τρώνε κι ό,τι πίνουν γιατί δοκιμάζουν το φαΐ καί το πιοτό όσο χρόνο διαρκεΐ ή επιθυμία τους γι’ αύτά. 'Ο ύπνος τους είναι πιο γλυκός άπό τον ύπνο των άκαμάτηδων κι ούτε δυσανασχετούν, όταν τούς λείψει, ούτε παραμελούν τις ύποχρεώσεις τους έξαιτίας του. Οί νέοι αισθάνονται χαρά πού τούς έπαινοΰν οί γεροντότεροι, καί οί μεγαλύτεροι στην ηλικία νιώθουν αγαλλίαση πού οί νέοι τούς τιμούν. Καί ξαναθυμοΰνται μέ χαρά πράξεις παλιές καί χαίρουνται γι’ αυτό πού κάνουν τώρα — φιλιωμένοι χάρη σ’ έμένα μέ τούς θεούς, άγαπητοί στούς φίλους, τιμημένοι άπό την πατρίδα. Καί σάν έλθει τό μοιραίο τέλος, δέν κείτονται στη λησμονιά καί την καταφρόνια, άλλά τούς εξυμνούν παντοτινά, κι ή μνήμη γι’ αύτούς είναι πάντοτε χλωρή. Άν τά προσπαθήσεις αύτά, Ηρακλή, παιδί άπό γονείς καλούς, θά σοΰ δοθεί η δυνατότητα να κατακτήσεις τήν πιο πολυζήλευτη ευτυχία».
Κάπως έτσι είχε φτιάξει ό Πρόδικος τη διδαχή πού έκανε ή ’Αρετή στον Ηρακλή· βέβαια, τα διανοήματά του τα στόλιζε με λεκτικό πιο μεγαλόπρεπο απ’ ότι εγώ τώρα.
Ξενοφών – Απομνημονεύματα