Σύμφωνα με τον Καντ, το μεγαλύτερο μειονέκτημα της ιδιωτικής αγωγής είναι ότι η εξουσία κατανέμεται μεταξύ των παιδαγωγών και των γονέων. Οι παιδαγωγοί είναι συνήθως έμμισθα πρόσωπα και το παιδί οφείλει «να συμμορφώνεται προς τα παραγγέλματα του παιδαγωγού αλλά και ν’ ακολουθεί τις ιδιοτροπίες των γονέων.» Στην ιδιωτική αγωγή είναι αναγκαίο οι γονείς να παραιτούνται από την άσκηση της εξουσίας τους, «υπέρ του παιδαγωγού.» Γενικότερα, ο Καντ θεωρεί ότι η δημόσια εκπαίδευση είναι καλύτερη από την «οικιακή», όχι μόνο ως προς τις ικανότητες που αποκτά ο μαθητής αλλά και «ως προς τον χαρακτήρα» που θα διαμορφώσει ως πολίτης· η οικιακή αγωγή, πολύ συχνά, «ουδόλως αποτρέπει τα οικογενειακά ελαττώματα, αλλ’ απεναντίας τα ευνοεί.» (παρ. 25)
Πόσον χρόνο χρειάζεται να διαρκεί η εκπαίδευση; «Μέχρι την εποχή κατά την οποία η «φύση» όρισε να διευθύνει μόνος ο άνθρωπος τον εαυτό του, μέχρι ν’ αναπτυχθεί το ένστικτο του φύλου, περίπου στα δεκαέξι χρόνια, όταν μπορεί ο ίδιος να γίνει πατέρας και «ν’ αναλάβει τη διατροφή άλλων.» Μετά τα 16 χρόνια, μπορούμε να μεταχειριζόμαστε «βοηθητικώς» την παιδεία και να επιβάλλουμε «μυστική πειθαρχία», όχι όμως και «κανονική εκπαίδευση.» (παρ. 26)
Κατά την πρώτη περίοδο της εκπαίδευσης, ο μαθητής οφείλει να επιδείξει «υποταγή και θετική υπακοή»· κατά τη δεύτερη, επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει τη σκέψη και την ελευθερία του, ακολουθώντας όμως ορισμένους κανόνες. Στην πρώτη περίοδο έχουμε «μηχανική βία» και στη δεύτερη «ηθική». Ο μαθητής υποτάσσεται «θετικά» ή «αρνητικά»· στην πρώτη περίπτωση, το παιδί οφείλει να πράττει ό,τι του λένε, διότι κατέχει μόνο την «ικανότητα» της μίμησης και δεν μπορεί να κρίνει μόνο του (αφ’ εαυτού)· αν πράττει διαφορετικά, κινδυνεύει να τιμωρηθεί. Η αγωγή είναι «αρνητική», όταν το παιδί πρέπει να πράττει ότι θέλουν οι άλλοι, εάν θέλει να κάνουν κι αυτοί κάτι «ευχάριστο» γι’ αυτό – σε αυτή την περίπτωση, κινδυνεύει να μην επιτύχει «το ποθούμενο» αποτέλεσμα. Σε ολόκληρη την πρώτη περίοδο, αν και ο μαθητής είναι σε θέση να σκέφτεται, εξαρτάται ακόμη από τη διάθεσή του για παιχνίδι και διασκέδαση. (παρ. 28)
Η παιδεία καλείται να λύσει ακόμη ένα μεγάλο πρόβλημα: πώς μπορούμε να συμβιβάσουμε την υποταγή στο «κράτος του νόμου» με την «άσκηση της ελευθερίας»; Εφόσον ο περιορισμός της είναι λίγο πολύ αναγκαίος, πώς μπορεί να καλλιεργηθεί η ελευθερία σε συνθήκες περιορισμού; Ο μαθητής, γράφει ο Καντ, έχει καθήκον να συνηθίσει και «ν’ ανέχεται» τέτοιους περιορισμούς· χωρίς αυτό το σημαντικό στοιχείο, τα πάντα λειτουργούν εξωτερικά, ως «απλός μηχανισμός», και όποιος δεν εκπαιδευτεί δεν γνωρίζει να μεταχειρίζεται την ελευθερία του. «Δέον είναι», ο άνθρωπος να «αισθανθεί» την αναπότρεπτη και αναμενόμενη αντίσταση της κοινωνίας», προκειμένου να μάθει στην πράξη πόσο δύσκολο είναι να συντηρεί τον εαυτό του και να υπομένει τις στερήσεις· μόνον έτσι θα κατακτήσει την ανεξαρτησία με την προσωπική του αξία. (παρ. 29).
Για να πετύχουμε τα προηγούμενα, καλό είναι να έχουμε υπόψη μας τα εξής:
α) Οφείλουμε, από την πρώτη παιδική ηλικία, ν’ αφήνουμε το παιδί «ελεύθερο σε όλα», εκτός αν πρόκειται να βλάψει τον εαυτό του (λ.χ. όταν πιάσει ένα κοφτερό μαχαίρι) κι εφόσον οι πράξεις και οι ενέργειές του δεν έρχονται σε αντίθεση με την ελευθερία των άλλων (λ.χ. όταν κραυγάζει, όταν η χαρά του εκδηλώνεται θορυβωδώς ή παρενοχλεί τους άλλους).
β) Πρέπει να υποδείξουμε στο παιδί, ότι δεν μπορεί να πετύχει τον σκοπό του με τέτοια μέσα, παρεμβάλλοντας εμπόδια στην «εκπλήρωση του σκοπού των άλλων»: λ.χ. δεν θα το ευχαριστήσουμε, αν δεν κάνει εκείνο που θέλουμε, οφείλει να εκπαιδεύεται κλπ..
γ) Χρειάζεται να κάνουμε φανερό και ξεκάθαρο στο παιδί, ότι οι περιορισμοί που του επιβάλλονται χρησιμεύουν στο να μάθει να διαχειρίζεται την ελευθερία του, ώστε να μπορέσει στο τέλος να γίνει πραγματικά ελεύθερο, δηλαδή «να μην έχει πλέον ανάγκη τις φροντίδες των άλλων.» Αυτό το τελευταίο, η πραγματική ελευθερία κατά τον Καντ, έρχεται πολύ αργότερα, διότι τα παιδιά αργούν πολύ να κάνουν τη σκέψη, ότι στο μέλλον θα χρειαστεί να φροντίζουν τα ίδια για τη συντήρησή τους. Τα παιδιά «νομίζουν ότι θα είναι πάντοτε όπως στο σπίτι των γονιών τους, θα τρώνε και θα πίνουν χωρίς ν’ αναγκάζονται να φροντίσουν γι’ αυτό.»
Δίχως κατάλληλη διαπαιδαγώγηση, ιδίως οι μαθητές που έχουν γονείς ηγεμόνες ή πλούσιους, θα παραμείνουν παιδιά σε όλη τους τη ζωή, «όπως οι κάτοικοι της Οταϊτής». Ως προς αυτά, είναι «οφθαλμοφανώς προτιμητέα» η δημόσια εκπαίδευση, διότι τα παιδιά διδάσκονται από νωρίς «να μετρούν τις δυνάμεις τους» και να «γνωρίζουν τα όρια που διαγράφουν τα δικαιώματα των άλλων.»
Δύσκολο είναι ακόμη, να «προλάβει» η εκπαίδευση «την γνώση των γενετήσιων ζητημάτων, ώστε ν αποτρέψει πιθανά «ελαττώματα», πριν από τη είσοδο στην ηλικία της εφηβείας.» (παρ. 30).
Στη δημόσια εκπαίδευση, οι μαθητές δεν απολαμβάνουν ιδιαίτερα προνόμια, αφού αισθάνονται από παντού την «αντίσταση» στις (απεριόριστες) επιθυμίες τους· διακρίνονται μόνον όταν προοδεύουν «δια της εργασίας τους.» (παρ. 30). Η παιδεία τέτοιου είδους παρέχει και το «καλύτερο πρότυπο» του μελλοντικού πολίτη.
Πόσον χρόνο χρειάζεται να διαρκεί η εκπαίδευση; «Μέχρι την εποχή κατά την οποία η «φύση» όρισε να διευθύνει μόνος ο άνθρωπος τον εαυτό του, μέχρι ν’ αναπτυχθεί το ένστικτο του φύλου, περίπου στα δεκαέξι χρόνια, όταν μπορεί ο ίδιος να γίνει πατέρας και «ν’ αναλάβει τη διατροφή άλλων.» Μετά τα 16 χρόνια, μπορούμε να μεταχειριζόμαστε «βοηθητικώς» την παιδεία και να επιβάλλουμε «μυστική πειθαρχία», όχι όμως και «κανονική εκπαίδευση.» (παρ. 26)
Κατά την πρώτη περίοδο της εκπαίδευσης, ο μαθητής οφείλει να επιδείξει «υποταγή και θετική υπακοή»· κατά τη δεύτερη, επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει τη σκέψη και την ελευθερία του, ακολουθώντας όμως ορισμένους κανόνες. Στην πρώτη περίοδο έχουμε «μηχανική βία» και στη δεύτερη «ηθική». Ο μαθητής υποτάσσεται «θετικά» ή «αρνητικά»· στην πρώτη περίπτωση, το παιδί οφείλει να πράττει ό,τι του λένε, διότι κατέχει μόνο την «ικανότητα» της μίμησης και δεν μπορεί να κρίνει μόνο του (αφ’ εαυτού)· αν πράττει διαφορετικά, κινδυνεύει να τιμωρηθεί. Η αγωγή είναι «αρνητική», όταν το παιδί πρέπει να πράττει ότι θέλουν οι άλλοι, εάν θέλει να κάνουν κι αυτοί κάτι «ευχάριστο» γι’ αυτό – σε αυτή την περίπτωση, κινδυνεύει να μην επιτύχει «το ποθούμενο» αποτέλεσμα. Σε ολόκληρη την πρώτη περίοδο, αν και ο μαθητής είναι σε θέση να σκέφτεται, εξαρτάται ακόμη από τη διάθεσή του για παιχνίδι και διασκέδαση. (παρ. 28)
Η παιδεία καλείται να λύσει ακόμη ένα μεγάλο πρόβλημα: πώς μπορούμε να συμβιβάσουμε την υποταγή στο «κράτος του νόμου» με την «άσκηση της ελευθερίας»; Εφόσον ο περιορισμός της είναι λίγο πολύ αναγκαίος, πώς μπορεί να καλλιεργηθεί η ελευθερία σε συνθήκες περιορισμού; Ο μαθητής, γράφει ο Καντ, έχει καθήκον να συνηθίσει και «ν’ ανέχεται» τέτοιους περιορισμούς· χωρίς αυτό το σημαντικό στοιχείο, τα πάντα λειτουργούν εξωτερικά, ως «απλός μηχανισμός», και όποιος δεν εκπαιδευτεί δεν γνωρίζει να μεταχειρίζεται την ελευθερία του. «Δέον είναι», ο άνθρωπος να «αισθανθεί» την αναπότρεπτη και αναμενόμενη αντίσταση της κοινωνίας», προκειμένου να μάθει στην πράξη πόσο δύσκολο είναι να συντηρεί τον εαυτό του και να υπομένει τις στερήσεις· μόνον έτσι θα κατακτήσει την ανεξαρτησία με την προσωπική του αξία. (παρ. 29).
Για να πετύχουμε τα προηγούμενα, καλό είναι να έχουμε υπόψη μας τα εξής:
α) Οφείλουμε, από την πρώτη παιδική ηλικία, ν’ αφήνουμε το παιδί «ελεύθερο σε όλα», εκτός αν πρόκειται να βλάψει τον εαυτό του (λ.χ. όταν πιάσει ένα κοφτερό μαχαίρι) κι εφόσον οι πράξεις και οι ενέργειές του δεν έρχονται σε αντίθεση με την ελευθερία των άλλων (λ.χ. όταν κραυγάζει, όταν η χαρά του εκδηλώνεται θορυβωδώς ή παρενοχλεί τους άλλους).
β) Πρέπει να υποδείξουμε στο παιδί, ότι δεν μπορεί να πετύχει τον σκοπό του με τέτοια μέσα, παρεμβάλλοντας εμπόδια στην «εκπλήρωση του σκοπού των άλλων»: λ.χ. δεν θα το ευχαριστήσουμε, αν δεν κάνει εκείνο που θέλουμε, οφείλει να εκπαιδεύεται κλπ..
γ) Χρειάζεται να κάνουμε φανερό και ξεκάθαρο στο παιδί, ότι οι περιορισμοί που του επιβάλλονται χρησιμεύουν στο να μάθει να διαχειρίζεται την ελευθερία του, ώστε να μπορέσει στο τέλος να γίνει πραγματικά ελεύθερο, δηλαδή «να μην έχει πλέον ανάγκη τις φροντίδες των άλλων.» Αυτό το τελευταίο, η πραγματική ελευθερία κατά τον Καντ, έρχεται πολύ αργότερα, διότι τα παιδιά αργούν πολύ να κάνουν τη σκέψη, ότι στο μέλλον θα χρειαστεί να φροντίζουν τα ίδια για τη συντήρησή τους. Τα παιδιά «νομίζουν ότι θα είναι πάντοτε όπως στο σπίτι των γονιών τους, θα τρώνε και θα πίνουν χωρίς ν’ αναγκάζονται να φροντίσουν γι’ αυτό.»
Δίχως κατάλληλη διαπαιδαγώγηση, ιδίως οι μαθητές που έχουν γονείς ηγεμόνες ή πλούσιους, θα παραμείνουν παιδιά σε όλη τους τη ζωή, «όπως οι κάτοικοι της Οταϊτής». Ως προς αυτά, είναι «οφθαλμοφανώς προτιμητέα» η δημόσια εκπαίδευση, διότι τα παιδιά διδάσκονται από νωρίς «να μετρούν τις δυνάμεις τους» και να «γνωρίζουν τα όρια που διαγράφουν τα δικαιώματα των άλλων.»
Δύσκολο είναι ακόμη, να «προλάβει» η εκπαίδευση «την γνώση των γενετήσιων ζητημάτων, ώστε ν αποτρέψει πιθανά «ελαττώματα», πριν από τη είσοδο στην ηλικία της εφηβείας.» (παρ. 30).
Στη δημόσια εκπαίδευση, οι μαθητές δεν απολαμβάνουν ιδιαίτερα προνόμια, αφού αισθάνονται από παντού την «αντίσταση» στις (απεριόριστες) επιθυμίες τους· διακρίνονται μόνον όταν προοδεύουν «δια της εργασίας τους.» (παρ. 30). Η παιδεία τέτοιου είδους παρέχει και το «καλύτερο πρότυπο» του μελλοντικού πολίτη.
Εμμανουήλ Κάντιου, Περί Παιδαγωγικής
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου