Ας αρχίσουμε από τα προβλήματα που γεννιώνται από συμπεριφορές των ομοφυλόφιλων. Αυτό που ενοχλεί πολλούς είναι η πάγια στάση του ομοφυλόφιλου ακτιβισμού να εμπνέεται ιδεολογικά αποκλειστικά από την μεταμοντέρνα νοοτροπία της δικαιωματικής ευρυχωρίας των πάντων προκειμένου να διεκδικήσει τη θέση του στην κοινωνία. Δεν ξεχνά βέβαια να την εμπλουτίσει με τη νεωτερική στάση του δικαιώματος όταν η διεκδίκηση λαμβάνει και νομικό χαρακτήρα, έτσι ώστε να συμμετάσχουν και οι ομοφυλόφιλοι στους θεσμούς και στις δομές της οικογενειακής ζωής...
Είναι φανερή η απουσία ενός, ηθικού προβληματισμού που θα οριοθετούσε κάποιες γραμμές οι οποίες υπερβαίνουν τις ατομικές επιθυμίες, αν μη τι άλλο τουλάχιστον για το ζήτημα της υιοθεσίας παιδιών από ζεύγη ομοφυλοφίλων. Η στάση αυτή («αν δύο ενήλικοι συναινούν κάθε άλλος περισσεύει») τείνει να εκλαμβάνει τις θρησκείες ως ενοχλητικά κατάλοιπα του παρελθόντος και να χαράσσει ηθικές δεσμεύσεις ερήμην τους.
Η νοοτροπία αυτή δεν είναι επιτρεπτό να αποτελέσει ηθικό κριτήριο. Αν, για παράδειγμα, ένας ναρκισσιστής ενήλικος έχει συνάψει ερωτική σχέση με μια ανώριμη ενήλικη που τον εξιδανικεύει, από την οποία (σχέση) αμφότεροι αντλούν ευχαρίστηση, η κατά νόμον ελευθερία και των δύο να χαίρονται μια τέτοια σχέση δεν μας στερεί το δικαίωμα να κρίνουμε τη στάση τους από πλευράς ψυχολογικής και να τη χαρακτηρίσουμε νοσηρή – εννοείται με την ανάλογη εμπεριστατωμένη τεκμηρίωση. Ούτε οι φίλοι μας οι ομοφυλόφιλοι, πιστεύω, θα μας αμφισβητούσαν αυτή τη δυνατότητα.
Το παράδειγμα, όπως είναι ευνόητο, δεν συσχετίζεται καθόλου με την ομοφυλοφιλία κατά το περιεχόμενο, παρέχει όμως κριτήριο σκέψης. Δεν είναι επιτρεπτό να απαγορεύεται ο ψυχολογικός και ηθικός προβληματισμός περί της ομοφυλοφιλίας, απλώς και μόνο επειδή δύο συναινούντες ενήλικοι είναι ευτυχείς με αυτό που κάνουν. Ο συνδυασμός συναίνεσης και ευωχίας αποτελεί επαρκές κριτήριο για τον νόμο, όχι όμως για το διανοούμενο ανθρώπινο όν. Το νόμιμο δεν είναι αυτομάτως και ηθικό: η διάσημη πλέον αυτή ρήση επανέρχεται στο προσκήνιο μέσα από την επιμονή του μεταμοντερνισμού να περιορίζει στο ελάχιστο δυνατόν τις ηθικές δεσμεύσεις, αλλά και να ποινικοποιεί σχεδόν τις ψυχολογικές αποφάνσεις, όταν αμφότερες επιχειρούν να κρίνουν μια στάση ζωής, η οποία προσπορίζει ευεξία και απόλαυση.
Μια θεμελιώδης ένσταση, στην οποία δεν έχει καταφέρει ακόμη να απαντήσει πειστικά το ομοφυλόφιλο κίνημα, είναι ότι μεταξύ των γεννητικών οργάνων του άνδρα και της γυναίκας υφίσταται μια σοφή αμοιβαιότητα. Πως αυτό το δεδομένο της φύσης μπορεί να παρακαμφθεί χωρίς να σχετικοποιηθεί η έννοια του φύλου; Το ομοφυλόφιλο κίνημα επιμένει συνεχώς ότι πράγματι αυτή η σχετικοποίηση είναι ο μόνος διαθέσιμος δρόμος. Όσο βρισκόμασταν ακόμη στο βεληνεκές της νεωτερικότητας (περίπου 1960 – 1990) οι προσπάθειες του ομοφυλόφιλου ακτιβισμού απέβλεπαν στο να σταματήσει η απομόνωσή τους, να εξαλειφθούν ειρωνείες και επιθετικές συμπεριφορές εναντίον τους, και να γίνουν δεκτοί ως κανονικοί άνθρωποι στην οικογένειά τους και ως πολίτες στην κοινωνία.
Μετά την μετανεωτερική έκρηξη των «πολιτισμικών σπουδών» και των «σπουδών φύλου» άνοιξε ο δρόμος για τον κλάδο των «ομοφυλόφιλων σπουδών», συνέπεια των οποίων υπήρξε να βρίσκει πλέον θεωρητική βάση το αίτημα για απόδοση ίσων δικαιωμάτων στους ομοφυλόφιλους. Κεντρικό αιτιολογικό άξονα αυτής της θεωρητικοποίησης αποτελεί ο σχετικισμός του φύλου: το φύλο λογίζεται πια ως κοινωνική κατασκευή. Το γεγονός ότι αυτή η άποψη αποτελεί την κυρίαρχη σήμερα στον επιστημονικό χώρο αντίληψη δεν μας στερεί τη δυνατότητα και την υποχρέωση να την υποβάλλουμε σε ψυχολογική και θεολογική αμφισβήτηση.
(Παραμένει ένα ιστορικό παράδοξο πως φθάσαμε σε αυτό το σημείο: ο μεν εκκλησιαστικός χώρος, γνωστός για τη μακραίωνη καταπίεση του σώματος, να μιλά κατά της ομοφυλοφιλίας στο όνομα της σωματικότητας, ο δε ομοφυλόφιλος χώρος, ριζικά συνδεδεμένος με το σώμα και τις αναζητήσεις του, να σχετικοποιεί τη σημασία της σωματικής κατασκευής προκειμένου να μιλήσει για το φύλο!).
Μια άλλη αντίφαση των ομοφυλόφιλων έγκειται στην ακτιβιστική αυτογελοιοποίησή τους μέσω διαφόρων προκλητικών εκδηλώσεων. Ενώ απαιτούν από τους άλλους να σέβονται την επιθυμία τους και την ανθρώπινη υπόστασή τους, επιτρέπουν (ενίοτε και ενθαρρύνουν) κραυγαλέες αμφιέσεις και ακραίες χειρονομίες σε δημόσιες εκδηλώσεις της γκέι κοινότητας (οι οποίες περιλαμβάνουν και γυμνές εμφανίσεις σε παρελάσεις «ομοφυλόφιλης περηφάνιας», ενώπιον παιδιών!), αφήνοντας έτσι ανοιχτό το δρόμο να ταυτισθεί στον μέσο ετεροφυλόφιλο πολίτη ο ομοφυλόφιλος με τον φαιδρό και τον «κραγμένο», ακόμη και με τον διεφθαρμένο. Κατά πάσα πιθανότητα απλώς επιλέγουν τη μεταμοντέρνα τακτική της πρόκλησης, όμως δεν μπορείς να απαιτείς σεβασμό όταν αυτογελοιοποιείσαι ή ενοχλείς.
Επίσης ανησυχεί πολλούς νηφάλιους συνανθρώπους μας η βιασύνη των ομοφυλόφιλων ακτιβιστών να χαρακτηρίσουν κάθε αντίρρηση προς την ομοφυλοφιλία ως «ρητορική μίσους» και ως «ομοφοβία». Το να εκφράζει κάποιος την άποψη του για μια ανθρώπινη κατάσταση δεν υπονοεί κατ’ ανάγκη μίσος. Χρειαζόμαστε αποσαφήνιση των ορισμών. Ρητορική μίσους χαρακτηρίζει εκείνον π.χ. που διατυπώνει δημόσια την άποψη πως οι Εβραίοι είναι υπάνθρωποι και τους αρμόζει εξόντωση. Η δε ομοφοβία οφείλει να σημαίνει ό,τι δηλώνει το όνομά της, δηλαδή μια φοβία, συνεπώς πρέπει να αποδίδεται μόνο σε εκείνες τις στάσεις που εμφανίζουν φοβικά χαρακτηριστικά και όχι σε κάθε τεκμηριωμένη και λογικά συγκροτημένη διαφωνία.
Επιχειρώντας να εντάξουν στην ομοφοβία κάθε φωνή που προβαίνει σε αντιπαράθεση μαζί τους, στην πραγματικότητα αφήνουν να εννοηθεί ότι διαθέτουν σχέδιο για ενοχοποίηση των αντιρρήσεων, εν τέλει φίμωσή τους, και έτσι ανεμπόδιστη προώθηση της ομοφυλόφιλης «ατζέντας» στην κοινωνία και στο δίκαιο. Εν τω μεταξύ, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν περιορίζονται μόνο στους συντηρητικούς και θρησκεύοντες όσοι διαφωνούν με την ισότιμη αναγνώριση της ομοφυλοφιλίας από νομικής πλευράς, όπως ο ομοφυλόφιλος ακτιβισμός θέλει να τονίζει διαρκώς. Στη Δυτική Ευρώπη πολλοί μοντέρνοι, άθεοι και αγνωστικιστές, μερικοί μάλιστα εμπνεόμενοι από την ψυχανάλυση, εκφράζουν ρητά την αντίθεσή τους στην υιοθέτηση παιδιών από ζεύγη ομοφυλόφιλων. Προφανώς αυτοί δεν είναι ομοφοβικοί!
Επιπλέον μια πονηρή στάση του ομοφυλόφιλου ακτιβισμού είναι η επεκτατικότητα εκείνη η οποία φιλοδοξεί να προσδώσει χαρακτηριστικά ομοφυλοφιλίας σε οποιαδήποτε στενή συναισθηματική σχέση μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου. Η τακτική αυτή εφαρμόζεται μόνο σε παραδείγματα του παρελθόντος, αφού προφανώς δεν είναι δυνατό να ισχύσει στο εδώ και τώρα: όλοι γνωρίζουμε πως υπάρχει η κατάσταση που λέγεται στενή φιλία. Τα ιστορικά παραδείγματα, όμως, είναι ανυπεράσπιστα. Ο καθένας μπορεί να τα σφετερισθεί για να στηρίξει είτε αριθμητική υπεροχή είτε κάλυψη που παρέχουν το κύρος ιστορικών μορφών.
Συγκεκριμένα, έχουν αποδοθεί ομοφυλόφιλα χαρακτηριστικά στη φιλία Δαβίδ και Ιωνάθαν στην εγγύτητα του Ιησού με τον απόστολο Ιωάννη (!) καθώς και στα ζεύγη των αγίων Αναργύρων! Επίσης έχει θεωρηθεί ως ευλογία της Εκκλησίας σε ομόφυλα ζεύγη η «ακολουθία αδελφοποιήσεως» που έχει εμφανισθεί, ενώ ακόμη και το παλιό περιοδικό του ομοφυλόφιλου κινήματος «Αμφί» είχε χρησιμοποιήσει ως εμβληματική απεικόνιση στο εξώφυλλο το γνωστό έργο του Κόντογλου που δείχνει τον εναγκαλισμό δύο φίλων ναυτικών!
Τέλος, δεν μπορώ να αγνοήσω ή να δικαιολογήσω την απαράδεκτη τακτική που ακολουθούν ορισμένοι ψυχολόγοι και ψυχίατροι, οι οποίοι κάθε φορά που ακούν από τον άνθρωπο που έχουν απέναντί τους ότι έχει ομοφυλόφιλες σχέσεις ή απλώς τάσεις, συνοδευόμενες από λίγο ή πολύ άγχος και αβεβαιότητα, ξεκινούν μια συστηματική προσπάθεια να τον πείσουν να αποδεχθεί την ομοφυλόφιλη ταυτότητα. Με τη συμπεριφορά τους αυτή αποκαλύπτουν ότι έχουν στρατευθεί, είτε στο ομοφυλόφιλο κίνημα, είτε στη μεταμοντέρνα εκστρατεία νομιμοποίησης της ομοφυλοφιλίας στο κοινωνικό σώμα ως φυσιολογικής εναλλακτικής δυνατότητας.
Αυτό δεν θα αποτελούσε σοβαρό πρόβλημα (έχουν δικαίωμα να διατηρούν τις απόψεις τους) αν δεν αλλοίωνε την ψυχιατρική διαγνωστική τους νηφαλιότητα. Η στράτευση πάντοτε δημιουργεί κάποιου βαθμού τυφλότητα, με αποτέλεσμα να τους διαφεύγει η πιθανότητα να πρόκειται για νέους που βρίσκονται ακόμη σε φάση σύγχυσης της ταυτότητάς τους στα πλαίσια γενικότερης ρευστότητας του ψυχισμού, όπως συμβαίνει συχνά με τις οριακές προσωπικότητες.
Με τον τρόπο αυτό μια παροδική φάση της ζωής ή ένας πειραματισμός αναγορεύονται σε μόνιμο χαρακτηριστικό και ο «ασθενής» πιέζεται να το αποδεχθεί ώστε να του δώσει οριστική μορφή. (Δεν αναφέρομαι σε εκείνους που θα χαρακτηρίσουν επίσημα ως ομοφυλοφιλία τις αντίστοιχες ιδεοληψίες του ασθενούς, οι οποίες εκλείπουν μόλις λάβει κατάλληλη αγωγή, διότι εδώ δεν έχουμε απλώς ιδεολογική στράτευση αλλά άγνοια, δηλαδή κακή ψυχιατρική).
Όταν δε ο «ασθενής» εκφράζει ανοιχτά τη δυσφορία του ή την ενοχή του για τις ομοφυλόφιλες τάσεις του, σπεύδουν να μιλήσουν για «εσωτερικευμένη ομοφοβία»(!) προκειμένου να της κηρύξουν τον πόλεμο. Αυτή είναι σήμερα η γραμμή του ομοφυλόφιλου ακτιβισμού με την οποία αντικατέστησε την παλιά έννοια της «ομοφυλοφιλίας δυστονικής προς το εγώ» που περιέγραφε τη δυσφορία και εσωτερική σύγκρουση του ομοφυλόφιλου. Εν ολίγοις, η ιδεολογική ηγεμονία του η οποία άρχισε να ανατέλλει στην εποχή μας υποκύπτει στον πειρασμό που κάθε ηγεμονία αντιμετωπίζει: «μονά – ζυγά δικά μας»…
Είναι φανερή η απουσία ενός, ηθικού προβληματισμού που θα οριοθετούσε κάποιες γραμμές οι οποίες υπερβαίνουν τις ατομικές επιθυμίες, αν μη τι άλλο τουλάχιστον για το ζήτημα της υιοθεσίας παιδιών από ζεύγη ομοφυλοφίλων. Η στάση αυτή («αν δύο ενήλικοι συναινούν κάθε άλλος περισσεύει») τείνει να εκλαμβάνει τις θρησκείες ως ενοχλητικά κατάλοιπα του παρελθόντος και να χαράσσει ηθικές δεσμεύσεις ερήμην τους.
Η νοοτροπία αυτή δεν είναι επιτρεπτό να αποτελέσει ηθικό κριτήριο. Αν, για παράδειγμα, ένας ναρκισσιστής ενήλικος έχει συνάψει ερωτική σχέση με μια ανώριμη ενήλικη που τον εξιδανικεύει, από την οποία (σχέση) αμφότεροι αντλούν ευχαρίστηση, η κατά νόμον ελευθερία και των δύο να χαίρονται μια τέτοια σχέση δεν μας στερεί το δικαίωμα να κρίνουμε τη στάση τους από πλευράς ψυχολογικής και να τη χαρακτηρίσουμε νοσηρή – εννοείται με την ανάλογη εμπεριστατωμένη τεκμηρίωση. Ούτε οι φίλοι μας οι ομοφυλόφιλοι, πιστεύω, θα μας αμφισβητούσαν αυτή τη δυνατότητα.
Το παράδειγμα, όπως είναι ευνόητο, δεν συσχετίζεται καθόλου με την ομοφυλοφιλία κατά το περιεχόμενο, παρέχει όμως κριτήριο σκέψης. Δεν είναι επιτρεπτό να απαγορεύεται ο ψυχολογικός και ηθικός προβληματισμός περί της ομοφυλοφιλίας, απλώς και μόνο επειδή δύο συναινούντες ενήλικοι είναι ευτυχείς με αυτό που κάνουν. Ο συνδυασμός συναίνεσης και ευωχίας αποτελεί επαρκές κριτήριο για τον νόμο, όχι όμως για το διανοούμενο ανθρώπινο όν. Το νόμιμο δεν είναι αυτομάτως και ηθικό: η διάσημη πλέον αυτή ρήση επανέρχεται στο προσκήνιο μέσα από την επιμονή του μεταμοντερνισμού να περιορίζει στο ελάχιστο δυνατόν τις ηθικές δεσμεύσεις, αλλά και να ποινικοποιεί σχεδόν τις ψυχολογικές αποφάνσεις, όταν αμφότερες επιχειρούν να κρίνουν μια στάση ζωής, η οποία προσπορίζει ευεξία και απόλαυση.
Μια θεμελιώδης ένσταση, στην οποία δεν έχει καταφέρει ακόμη να απαντήσει πειστικά το ομοφυλόφιλο κίνημα, είναι ότι μεταξύ των γεννητικών οργάνων του άνδρα και της γυναίκας υφίσταται μια σοφή αμοιβαιότητα. Πως αυτό το δεδομένο της φύσης μπορεί να παρακαμφθεί χωρίς να σχετικοποιηθεί η έννοια του φύλου; Το ομοφυλόφιλο κίνημα επιμένει συνεχώς ότι πράγματι αυτή η σχετικοποίηση είναι ο μόνος διαθέσιμος δρόμος. Όσο βρισκόμασταν ακόμη στο βεληνεκές της νεωτερικότητας (περίπου 1960 – 1990) οι προσπάθειες του ομοφυλόφιλου ακτιβισμού απέβλεπαν στο να σταματήσει η απομόνωσή τους, να εξαλειφθούν ειρωνείες και επιθετικές συμπεριφορές εναντίον τους, και να γίνουν δεκτοί ως κανονικοί άνθρωποι στην οικογένειά τους και ως πολίτες στην κοινωνία.
Μετά την μετανεωτερική έκρηξη των «πολιτισμικών σπουδών» και των «σπουδών φύλου» άνοιξε ο δρόμος για τον κλάδο των «ομοφυλόφιλων σπουδών», συνέπεια των οποίων υπήρξε να βρίσκει πλέον θεωρητική βάση το αίτημα για απόδοση ίσων δικαιωμάτων στους ομοφυλόφιλους. Κεντρικό αιτιολογικό άξονα αυτής της θεωρητικοποίησης αποτελεί ο σχετικισμός του φύλου: το φύλο λογίζεται πια ως κοινωνική κατασκευή. Το γεγονός ότι αυτή η άποψη αποτελεί την κυρίαρχη σήμερα στον επιστημονικό χώρο αντίληψη δεν μας στερεί τη δυνατότητα και την υποχρέωση να την υποβάλλουμε σε ψυχολογική και θεολογική αμφισβήτηση.
(Παραμένει ένα ιστορικό παράδοξο πως φθάσαμε σε αυτό το σημείο: ο μεν εκκλησιαστικός χώρος, γνωστός για τη μακραίωνη καταπίεση του σώματος, να μιλά κατά της ομοφυλοφιλίας στο όνομα της σωματικότητας, ο δε ομοφυλόφιλος χώρος, ριζικά συνδεδεμένος με το σώμα και τις αναζητήσεις του, να σχετικοποιεί τη σημασία της σωματικής κατασκευής προκειμένου να μιλήσει για το φύλο!).
Μια άλλη αντίφαση των ομοφυλόφιλων έγκειται στην ακτιβιστική αυτογελοιοποίησή τους μέσω διαφόρων προκλητικών εκδηλώσεων. Ενώ απαιτούν από τους άλλους να σέβονται την επιθυμία τους και την ανθρώπινη υπόστασή τους, επιτρέπουν (ενίοτε και ενθαρρύνουν) κραυγαλέες αμφιέσεις και ακραίες χειρονομίες σε δημόσιες εκδηλώσεις της γκέι κοινότητας (οι οποίες περιλαμβάνουν και γυμνές εμφανίσεις σε παρελάσεις «ομοφυλόφιλης περηφάνιας», ενώπιον παιδιών!), αφήνοντας έτσι ανοιχτό το δρόμο να ταυτισθεί στον μέσο ετεροφυλόφιλο πολίτη ο ομοφυλόφιλος με τον φαιδρό και τον «κραγμένο», ακόμη και με τον διεφθαρμένο. Κατά πάσα πιθανότητα απλώς επιλέγουν τη μεταμοντέρνα τακτική της πρόκλησης, όμως δεν μπορείς να απαιτείς σεβασμό όταν αυτογελοιοποιείσαι ή ενοχλείς.
Επίσης ανησυχεί πολλούς νηφάλιους συνανθρώπους μας η βιασύνη των ομοφυλόφιλων ακτιβιστών να χαρακτηρίσουν κάθε αντίρρηση προς την ομοφυλοφιλία ως «ρητορική μίσους» και ως «ομοφοβία». Το να εκφράζει κάποιος την άποψη του για μια ανθρώπινη κατάσταση δεν υπονοεί κατ’ ανάγκη μίσος. Χρειαζόμαστε αποσαφήνιση των ορισμών. Ρητορική μίσους χαρακτηρίζει εκείνον π.χ. που διατυπώνει δημόσια την άποψη πως οι Εβραίοι είναι υπάνθρωποι και τους αρμόζει εξόντωση. Η δε ομοφοβία οφείλει να σημαίνει ό,τι δηλώνει το όνομά της, δηλαδή μια φοβία, συνεπώς πρέπει να αποδίδεται μόνο σε εκείνες τις στάσεις που εμφανίζουν φοβικά χαρακτηριστικά και όχι σε κάθε τεκμηριωμένη και λογικά συγκροτημένη διαφωνία.
Επιχειρώντας να εντάξουν στην ομοφοβία κάθε φωνή που προβαίνει σε αντιπαράθεση μαζί τους, στην πραγματικότητα αφήνουν να εννοηθεί ότι διαθέτουν σχέδιο για ενοχοποίηση των αντιρρήσεων, εν τέλει φίμωσή τους, και έτσι ανεμπόδιστη προώθηση της ομοφυλόφιλης «ατζέντας» στην κοινωνία και στο δίκαιο. Εν τω μεταξύ, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν περιορίζονται μόνο στους συντηρητικούς και θρησκεύοντες όσοι διαφωνούν με την ισότιμη αναγνώριση της ομοφυλοφιλίας από νομικής πλευράς, όπως ο ομοφυλόφιλος ακτιβισμός θέλει να τονίζει διαρκώς. Στη Δυτική Ευρώπη πολλοί μοντέρνοι, άθεοι και αγνωστικιστές, μερικοί μάλιστα εμπνεόμενοι από την ψυχανάλυση, εκφράζουν ρητά την αντίθεσή τους στην υιοθέτηση παιδιών από ζεύγη ομοφυλόφιλων. Προφανώς αυτοί δεν είναι ομοφοβικοί!
Επιπλέον μια πονηρή στάση του ομοφυλόφιλου ακτιβισμού είναι η επεκτατικότητα εκείνη η οποία φιλοδοξεί να προσδώσει χαρακτηριστικά ομοφυλοφιλίας σε οποιαδήποτε στενή συναισθηματική σχέση μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου. Η τακτική αυτή εφαρμόζεται μόνο σε παραδείγματα του παρελθόντος, αφού προφανώς δεν είναι δυνατό να ισχύσει στο εδώ και τώρα: όλοι γνωρίζουμε πως υπάρχει η κατάσταση που λέγεται στενή φιλία. Τα ιστορικά παραδείγματα, όμως, είναι ανυπεράσπιστα. Ο καθένας μπορεί να τα σφετερισθεί για να στηρίξει είτε αριθμητική υπεροχή είτε κάλυψη που παρέχουν το κύρος ιστορικών μορφών.
Συγκεκριμένα, έχουν αποδοθεί ομοφυλόφιλα χαρακτηριστικά στη φιλία Δαβίδ και Ιωνάθαν στην εγγύτητα του Ιησού με τον απόστολο Ιωάννη (!) καθώς και στα ζεύγη των αγίων Αναργύρων! Επίσης έχει θεωρηθεί ως ευλογία της Εκκλησίας σε ομόφυλα ζεύγη η «ακολουθία αδελφοποιήσεως» που έχει εμφανισθεί, ενώ ακόμη και το παλιό περιοδικό του ομοφυλόφιλου κινήματος «Αμφί» είχε χρησιμοποιήσει ως εμβληματική απεικόνιση στο εξώφυλλο το γνωστό έργο του Κόντογλου που δείχνει τον εναγκαλισμό δύο φίλων ναυτικών!
Τέλος, δεν μπορώ να αγνοήσω ή να δικαιολογήσω την απαράδεκτη τακτική που ακολουθούν ορισμένοι ψυχολόγοι και ψυχίατροι, οι οποίοι κάθε φορά που ακούν από τον άνθρωπο που έχουν απέναντί τους ότι έχει ομοφυλόφιλες σχέσεις ή απλώς τάσεις, συνοδευόμενες από λίγο ή πολύ άγχος και αβεβαιότητα, ξεκινούν μια συστηματική προσπάθεια να τον πείσουν να αποδεχθεί την ομοφυλόφιλη ταυτότητα. Με τη συμπεριφορά τους αυτή αποκαλύπτουν ότι έχουν στρατευθεί, είτε στο ομοφυλόφιλο κίνημα, είτε στη μεταμοντέρνα εκστρατεία νομιμοποίησης της ομοφυλοφιλίας στο κοινωνικό σώμα ως φυσιολογικής εναλλακτικής δυνατότητας.
Αυτό δεν θα αποτελούσε σοβαρό πρόβλημα (έχουν δικαίωμα να διατηρούν τις απόψεις τους) αν δεν αλλοίωνε την ψυχιατρική διαγνωστική τους νηφαλιότητα. Η στράτευση πάντοτε δημιουργεί κάποιου βαθμού τυφλότητα, με αποτέλεσμα να τους διαφεύγει η πιθανότητα να πρόκειται για νέους που βρίσκονται ακόμη σε φάση σύγχυσης της ταυτότητάς τους στα πλαίσια γενικότερης ρευστότητας του ψυχισμού, όπως συμβαίνει συχνά με τις οριακές προσωπικότητες.
Με τον τρόπο αυτό μια παροδική φάση της ζωής ή ένας πειραματισμός αναγορεύονται σε μόνιμο χαρακτηριστικό και ο «ασθενής» πιέζεται να το αποδεχθεί ώστε να του δώσει οριστική μορφή. (Δεν αναφέρομαι σε εκείνους που θα χαρακτηρίσουν επίσημα ως ομοφυλοφιλία τις αντίστοιχες ιδεοληψίες του ασθενούς, οι οποίες εκλείπουν μόλις λάβει κατάλληλη αγωγή, διότι εδώ δεν έχουμε απλώς ιδεολογική στράτευση αλλά άγνοια, δηλαδή κακή ψυχιατρική).
Όταν δε ο «ασθενής» εκφράζει ανοιχτά τη δυσφορία του ή την ενοχή του για τις ομοφυλόφιλες τάσεις του, σπεύδουν να μιλήσουν για «εσωτερικευμένη ομοφοβία»(!) προκειμένου να της κηρύξουν τον πόλεμο. Αυτή είναι σήμερα η γραμμή του ομοφυλόφιλου ακτιβισμού με την οποία αντικατέστησε την παλιά έννοια της «ομοφυλοφιλίας δυστονικής προς το εγώ» που περιέγραφε τη δυσφορία και εσωτερική σύγκρουση του ομοφυλόφιλου. Εν ολίγοις, η ιδεολογική ηγεμονία του η οποία άρχισε να ανατέλλει στην εποχή μας υποκύπτει στον πειρασμό που κάθε ηγεμονία αντιμετωπίζει: «μονά – ζυγά δικά μας»…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου