Η ΚΡΗΤΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ ΩΣ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (1878 - 1913)
ΤΟ ΚΡΗΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
Η Κρήτη από το 1868 ως το 1878
Ο Οργανικός Νόμος ίσχυσε για μια δεκαετία, ως τη νέα επανάσταση του 1878. Παρά τις θριαμβολογίες της Υψηλής Πύλης, που επιχειρούσε να παρουσιάσει τον Οργανικό Νόμο ως χειρονομία καλής θέλησης και ως απόδειξη παραχώρησης νέων προνομίων, ο νόμος αυτός ήταν στην πραγματικότητα φενάκη. Η μεγάλη αδικία σε βάρος του Χριστιανικού στοιχείου του νησιού φάνηκε αμέσως με τις διατάξεις για την εκλογή αντιπροσώπων στη Γενική Συνέλευση. Οι 250.000 του Χριστιανικού στοιχείου εξέλεγαν 38 αντιπροσώπους, ενώ οι μόλις 70.000 του Μουσουλμανικού 36. Ακόμη και οι Εβραίοι, που ήταν μόλις 50 οικογένειες σε ολόκληρη την Κρήτη, εξέλεγαν 1 αντιπρόσωπο...
Έτσι, από την αρχή ο Οργανικός Νόμος έγινε αντικείμενο λαϊκής σάτιρας, που εκφράστηκε με πολύ ενδιαφέροντα στιχουργήματα, τα οποία κυκλοφορούσαν ανώνυμα και πολλές φορές τοιχοκολλούνταν σε κεντρικούς δρόμους των Κρητικών πόλεων ως παράνομες εφημερίδες τοίχου. Η λαϊκή έκφραση «Τση Κρήτης ο Οργανισμός του ντοβλετιού ο στολισμός» αποδίδει την απέχθεια που ένιωθαν οι Κρητικοί για το νέο αυτό κατασκεύασμα της Υψηλής Πύλης. Οι Τουρκικές αρχές της Κρήτης εφάρμοζαν κατά γράμμα τις διατάξεις του Οργανικού Νόμου και φυλάκιζαν ή εξόριζαν επιφανείς Κρήτες με την παραμικρή υποψία. Η κατάσταση κατά τα πρώτα χρόνια μετά την επανάσταση του 1866 ήταν αληθινά τραγική.
Ο πληθυσμός είχε ελαττωθεί με τον πόλεμο και τους συνεχείς εκπατρισμούς, τα χωριά είχαν ερημωθεί, τα σπίτια ήταν ερειπωμένα και ακατοίκητα και τα κτήματα έμεναν ακαλλιέργητα. Η Υψηλή Πύλη φρόντιζε να στέλνει στην Κρήτη Γενικούς Διοικητές φανατικούς Μουσουλμάνους, που διακατέχονταν από πνεύμα μισαλλοδοξίας. Το πνεύμα αυτό εξέφραζε, κατά την περίοδο αυτή, και το πανίσχυρο «Κόμμα των Μπέηδων», αντίθετο προς κάθε ιδέα παραχώρησης προνομίων και εξίσωσης του Χριστιανικού με το Μουσουλμανικό στοιχείο. Από το 1871 η Τουρκία εισήλθε σε περίοδο πολιτικής αστάθειας, που χαρακτηρίζεται ως περίοδος του «Οθωμανικού χάους».
Την περίοδο αυτή της πολιτικής ρευστότητας και αστάθειας αναβίωσε το παλαιό σχέδιο της Αγγλικής διπλωματίας, για την ίδρυση αγγλικού προτεκτοράτου στην Κρήτη. Την ιδέα υποστήριζαν οι Αγγλόφιλοι Κρήτες, οι οποίοι όμως δεν διέθεταν λαϊκό έρεισμα. Άλλοι πολιτευτές του νησιού, που ήταν αντίθετοι προς την άποψη αυτή, προωθούσαν την ιδέα για ίδρυση «Ηγεμονίας», κατά το πρότυπο της Σάμου. Οι απόψεις αυτές είχαν απλώς θεωρητικό χαρακτήρα, αφού η Υψηλή Πύλη δεν είχε καμία διάθεση να μεταβάλει, με δική της μάλιστα πρωτοβουλία, το καθεστώς της Κρήτης. Το πρώτο Τουρκικό σύνταγμα (σύνταγμα Μιδάτ), δεν προέβλεπε καμιά μεταβολή στο καθεστώς της Κρήτης, παρά τα έντονα διαβήματα των Κρητών.
Η Σύμβαση της Χαλέπας
Η νέα κρίση του Ανατολικού Ζητήματος, με την έκρηξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου την άνοιξη του 1877, ήταν μια καλή ευκαιρία για την οργάνωση νέου επαναστατικού κινήματος στην Κρήτη. Οργανώθηκαν αμέσως επαναστατικά κομιτάτα, εκλέχθηκε 24μελής Επιτροπή για τη διαχείριση του Κρητικού Ζητήματος και ιδρύθηκε στην Αθήνα το «Κρητικόν Κέντρον», για τη συγκέντρωση εφοδίων και όπλων. Ενώ άρχισαν να κατεβαίνουν στην Κρήτη οι εξόριστοι οπλαρχηγοί, η διαφαινόμενη ήττα της Τουρκίας ενθάρρυνε την Ελληνική κυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη να δηλώσει απερίφραστα ότι θα υποστήριζε μια νέα επανάσταση στην Κρήτη (27 Δεκεμβρίου 1877).
Η επανάσταση εξερράγη τον Ιανουάριο του 1878 και πήρε αμέσως Παγκρήτιες διαστάσεις. Η κατάρρευση της Τουρκίας στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο είχε άμεσες επιπτώσεις στην εξέλιξη του Κρητικού Ζητήματος. Το άρθρο 15 της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (Φεβρουάριος 1878) υποχρέωνε την Τουρκία σε πλήρη εφαρμογή του Οργανικού Νόμου του 1868. Τον Ιούλιο 1878 οι Πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κρήτη επέβαλαν ανακωχή, με τη διαβεβαίωση ότι το Κρητικό Ζήτημα επρόκειτο να απασχολήσει το Συνέδριο του Βερολίνου, το οποίο θα αναθεωρούσε τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου.
Η Γενική Συνέλευση των Κρητών εξέλεξε δύο αντιπροσώπους για το Συνέδριο του Βερολίνου αλλά η Ελληνική Κυβέρνηση, επειδή φοβόταν μήπως οι Κρήτες αντιπρόσωποι πιεσθούν και αποδεχθούν τη λύση της ηγεμονίας, εγκατέλειψε το πάγιο αίτημα της ένωσης και απαγόρευσε τη μετάβαση τους στο Βερολίνο. Η απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων στο Συνέδριο του Βερολίνου δεν διέφερε ουσιαστικά από εκείνη του Αγίου Στεφάνου. Η απειλή όμως της συνέχισης της επανάστασης ανάγκασε την Τουρκία να δεχθεί πρόταση της Αγγλίας για νέες παραχωρήσεις στον Κρητικό λαό.
Αποτέλεσμα των νέων διαβουλεύσεων υπήρξε ο λεγόμενος «Χάρτης της Χαλέπας», μια νέα Σύμβαση, που υπογράφηκε τον Οκτώβριο 1878 στο ομώνυμο προάστιο των Χανίων και επικυρώθηκε αμέσως με σουλτανικό διάταγμα. Επρόκειτο για ένα νέο Οργανικό Νόμο, που ίσχυσε και αυτός για μια περίπου δεκαετία, ως την επανάσταση του 1889. Οι κυριότερες διατάξεις του Χάρτη της Χαλέπας ήταν οι εξής:
Τη σύμβαση αυτή προσυπόγραψαν εκ μέρους του Σουλτάνου οι παραπάνω αναφερόμενοι εκπρόσωποί του, εκ μέρους δε της Επαναστατικής Συνέλευσης η ενδεκαμελής Επαναστατική Επιτροπή που τη συγκροτούσαν οι: Αντώνιος Μιχελιδάκης, (πρόεδρος της επιτροπής), Γρηγ. Παπαδοπετράκης, Κ. Βολουδάκης, Κ. Μητσοτάκης, Ι. Σφακιανάκης, Χαρ. Ασκούτσης, Στυλ. Σταυρούδης, Αντ. Σήφακας, Κυρ. Χατζηδάκης, Α. Μενεγίδης και Ζ. Θειακάκης. Η Σύμβαση της Χαλέπας ήταν ένα νέο βήμα προς τη λύση του Κρητικού Ζητήματος. Δημιουργούσε ένα καθεστώς ημιαυτόνομης επαρχίας, με ιδιαίτερα προνόμια.
Οι ρυθμίσεις της Σύμβασης αυτής άλλαξαν για πρώτη φορά τη μορφή της ζωής στην Κρήτη και ανέτρεψαν υπέρ των Χριστιανών την έως τότε κατάσταση.
Η Κρήτη από το 1878 ως το 1898
Το αποτέλεσμα των ευεργετικών διατάξεων της Σύμβασης της Χαλέπας φάνηκε αμέσως. Η Υψηλή Πύλη διόρισε Χριστιανό Γενικό Διοικητή, τον Αλέξανδρο Καραθεοδωρή, τον οποίο διαδέχθηκε ένας πολύ μορφωμένος και δραστήριος άνθρωπος, ο Ιωάννης Φωτιάδης, που είχε και διοικητική και διπλωματική εμπειρία, καθώς είχε χρηματίσει πρεσβευτής της Τουρκίας στην Αθήνα. Διοίκησε την Κρήτη ως το 1885, με φρόνηση και δικαιοσύνη. Υποστήριξε την παιδεία, με την ίδρυση σχολείων, και προώθησε τη λύση μεγάλων και σοβαρών οικονομικών προβλημάτων. Στις μεγάλες πόλεις ιδρύθηκαν Φιλεκπαιδευτικοί Σύλλογοι, και λήφθηκαν μέτρα για την προστασία των αρχαιοτήτων του νησιού.
Είναι βέβαιο ότι χωρίς τα μέτρα αυτά πολλά από τα τεκμήρια της Κρητικής αρχαιότητας θα βρίσκονταν σήμερα σε ξένες χώρες. Η παραχώρηση του δικαιώματος για έκδοση εφημερίδων άνοιξε το δρόμο στην Κρητική δημοσιογραφία. Είναι αξιοσημείωτο ότι ήδη από το 1880 παρατηρείται στην Κρήτη ένας αληθινός δημοσιογραφικός πυρετός, με την ίδρυση και έκδοση για πρώτη φορά Ελληνικών εφημερίδων, με μαχητικούς δημοσιογράφους, που ριψοκινδύνευαν καθημερινά, απειλούμενοι με φυλακίσεις και εξορίες από τους Τούρκους. Αλλά τη θετική αυτή εικόνα ήλθε να σκιάσει το πάθος των κομματικών ανταγωνισμών.
Τη δεκαετία αυτή, η Κρήτη γνώρισε περίοδο κομματικών φατριασμών, που είχαν σοβαρότατες επιπτώσεις στην εσωτερική ενότητα του χριστιανικού στοιχείου και στην ομαλή εξέλιξη του πολιτικού βίου. Δύο μεγάλα κόμματα είχαν ιδρυθεί, οι Καραβανάδες και οι Ξυπόλυτοι, με διαφορετικές απόψεις και θέσεις για το Κρητικό Ζήτημα. Τα δύο αυτά κόμματα όξυναν τα πολιτικά πάθη, που πολλές φορές προκάλεσαν πράξεις βίας, καταστροφές και φόνους. Το Κρητικό Ζήτημα φαινόταν τώρα να έχει λησμονηθεί μέσα στη δίνη των πολιτικών παθών. Το 1888 προβλήθηκε για μια ακόμη φορά η ιδέα της Αγγλικής προστασίας, που όμως απορρίφθηκε από τους περισσότερους πολιτικούς και στρατιωτικούς αρχηγούς.
Στην εφημερίδα «Λευκά Όρη», ο Ελευθέριος Βενιζέλος, νεαρός δικηγόρος τότε και ανατέλλων αστήρ στο πολιτικό στερέωμα της Κρήτης, έγραφε: «Προτιμώμεν χιλιάκις την Τουρκικήν κυριαρχίαν από πάσης Αγγλικής». Ήταν βέβαιο ότι η Τουρκική κυριαρχία στην Κρήτη θα καταλυόταν γρήγορα, ενώ η αποτίναξη μιας ενδεχόμενης Αγγλικής κατοχής θα ήταν δύσκολη και ίσως αδύνατη και έτσι, ο εθνικός πόθος της Κρήτης δεν θα μπορούσε να βρει δικαίωση. Το 1888 είχαν προκηρυχθεί εκλογές για την ανάδειξη πληρεξουσίων για τη Γενική Συνέλευση. Στις εκλογές αυτές κέρδισε το κόμμα των Ξυπόλυτων. Το κόμμα των Καραβανάδων, που υποστήριζε ότι οι εκλογές δεν είχαν διεξαχθεί ομαλά, αντέδρασε με τρόπο απροσδόκητο και απερίσκεπτο.
Στη Γενική Συνέλευση της 6ης Μαΐου 1889 κατέθεσε αιφνιδιαστικά σχέδιο Ψηφίσματος, με το οποίο κήρυττε την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Η πράξη κρίθηκε ευθέως ανατρεπτική, η Συνέλευση διαλύθηκε, τα στελέχη των Καραβανάδων κατέφυγαν στα βουνά και κήρυξαν νέα ένοπλη επανάσταση. Η άκαιρη και επιπόλαιη αυτή ενέργεια είχε ολέθριες συνέπειες για το Κρητικό Ζήτημα. Στο νησί κηρύχθηκε ο στρατιωτικός νόμος και σημειώθηκαν βιαιοπραγίες και ληστρικές ενέργειες σε βάρος του άμαχου Χριστιανικού πληθυσμού. Παράλληλα η Υψηλή Πύλη, με το πρόσχημα ότι κινδυνεύουν στην Κρήτη οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί, ανακάλεσε τα προνόμια του Χάρτη της Χαλέπας (17 Δεκεμβρίου 1889).
Στην Κρήτη επανήλθε η τρομοκρατία περασμένων καιρών και επιβλήθηκε επαχθέστατη φορολογία. Η πενταετία 1889 - 1894 χαρακτηρίζεται ως η πιο ζοφερή περίοδος της Τουρκοκρατίας στην Κρήτη. Η προσωπική ελευθερία, η περιουσία και η τιμή των Κρητών ήταν στη διάκριση των εξαγριωμένων ατάκτων Οθωμανών (Βασιβουζούκων), που μαζί με φανατισμένους Τουρκοκρητικούς δημιούργησαν παντού κλίμα φόβου και ανασφάλειας. Οι νυκτερινές επιθέσεις σε χωριά, οι διώξεις των κληρικών, οι δολοφονίες και οι βεβηλώσεις ναών και μοναστηριών ήταν φαινόμενο καθημερινό.
Την περίοδο αυτή της μεγάλης αναρχίας γεννήθηκε η ιδέα της «Μεταπολιτεύσεως», δηλαδή ενός καθεστώτος αυτόνομης ή ημιαυτόνομης πολιτείας υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου και υπό την προστασία των Μ. Δυνάμεων. Εμπνευστής της ιδέας αυτής ήταν ο Σφακιανός πολιτευτής Μανούσος Κούνδουρος, ο οποίος πίστευε ότι οι συνθήκες που επικρατούσαν δεν επέτρεπαν την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα και έπρεπε να μεθοδευτούν λύσεις άλλου τύπου, δηλαδή ενός καθεστώτος προσωρινού, που θα αποτελούσε το προστάδιο για την οριστική λύση του Κρητικού Ζητήματος.
Τις ιδέες αυτές φαινόταν να ασπάζεται και ο Άγγλος Πρόξενος στα Χανιά. Ένα υπόμνημα του Κούνδουρου, υποβλήθηκε στους Προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων. Τρία ήταν τα κύρια σημεία του υπομνήματος:
Μπροστά σ' αυτήν την κατάσταση, οι Μ. Δυνάμεις επενέβησαν και ανάγκασαν την Τουρκία να παραχωρήσει ένα νέο «Οργανικό Νόμο», που προέβλεπε την επαναφορά του Χάρτη της Χαλέπας, με βελτιώσεις των προνομίων. Ο νέος αυτός κανονισμός παρείχε για πρώτη φορά στις Μ. Δυνάμεις της Ευρώπης το δικαίωμα επέμβασης, για την προστασία του άμαχου πληθυσμού από τις συνεχείς και ανεξέλεγκτες βιαιοπραγίες. Η αντίδραση του ντόπιου Μουσουλμανικού στοιχείου, και κυρίως των Τουρκοκρητών και των ατάκτων (Βασιβουζούκων), στην εφαρμογή του νέου Οργανισμού ήταν και πάλι βίαιη.
Μπροστά σ' αυτήν την κατάσταση, οι επαναστάτες των Χανίων, μεταξύ των οποίων ηγετική θέση είχε ήδη ο Ελευθέριος Βενιζέλος, υπέγραψαν, στο Ακρωτήρι, Ψήφισμα (25 Ιανουαρίου 1897), με το οποίο κήρυτταν την κατάλυση της Τουρκικής κατοχής της Κρήτης και την ένωση με την Ελλάδα και καλούσαν το βασιλιά Γεώργιο Α' να καταλάβει το νησί. Παρόμοια ψηφίσματα υπέγραψαν αμέσως και υπέβαλαν στις Μ. Δυνάμεις της Ευρώπης όλες οι επαναστατικές οργανώσεις της Κρήτης. Σε λίγες ημέρες η επανάσταση είχε γενικευθεί και ολόκληρη η Κρήτη βρισκόταν σε επαναστατικό πυρετό, με το σύνθημα «Ένωσις ή Θάνατος».
Ο διορισμός του Άγγλου Μπορ, ως αρχηγού της κρητικής χωροφυλακής, ήταν μια προσπάθεια της Υψηλής Πύλης να δείξει ότι σέβεται τις διεθνείς συνθήκες, αλλά η ενέργεια αυτή δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Παράλληλα με τον επαναστατικό αναβρασμό, κορυφώθηκε και η διπλωματική κίνηση για το Κρητικό Ζήτημα. Οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν να επέμβουν στην Κρήτη, για την προστασία του άμαχου πληθυσμού, σύμφωνα με τον ισχύοντα Οργανικό Νόμο. Η Ελληνική Κυβέρνηση, έπειτα από μια περίοδο αναποφασιστικότητας, έσπευσε και αυτή να προλάβει την επέμβαση των Μ. Δυνάμεων και πήρε την απόφαση να αποστείλει στην Κρήτη στρατεύματα και να την καταλάβει στο όνομα του βασιλιά των Ελλήνων.
Η επιχείρηση ανατέθηκε στο συνταγματάρχη του πυροβολικού Τιμολέοντα Βάσσο, ο οποίος αποβιβάστηκε στην Κρήτη την 1η Φεβρουαρίου 1897 και με προκήρυξη προς τον Κρητικό Λαό ανακοίνωσε την κατοχή της Κρήτης από τον ελληνικό στρατό, την κατάλυση των νόμων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την εφαρμογή του Ελληνικού συντάγματος και της Ελληνικής νομοθεσίας. Η νέα αυτή τροπή των πραγμάτων εξόργισε τις Μ. Δυνάμεις, οι οποίες έσπευσαν να αποκλείσουν τα κρητικά παράλια και να αποβιβάσουν στρατιωτικά αγήματα στα Χανιά. Η Κρήτη τέθηκε για πρώτη φορά επίσημα υπό διεθνή προστασία.
Οι πρώτες στρατιωτικές επιτυχίες των Ελλήνων και των επαναστατών ανάγκασαν τις Μ. Δυνάμεις να επέμβουν, προτείνοντας για πρώτη φορά επίσημα τη λύση της αυτονομίας (17 Φεβρουαρίου 1897). Όμως, τόσο οι Κρήτες πολιτικοί και στρατιωτικοί αρχηγοί, όσο και η Ελληνική κυβέρνηση την απέρριψαν κατηγορηματικά. Η ενεργός ανάμειξη της Ελλάδας στην επανάσταση της Κρήτης ήταν η αφορμή του ατυχούς Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Η Ελλάδα υποχρεώθηκε να ανακαλέσει τις δυνάμεις της από την Κρήτη (21 Απριλίου) και το Κρητικό όνειρο για την ένωση φάνηκε να διαψεύδεται για μια ακόμη φορά.
Έτσι, οι ηγέτες των Κρητών αποφάσισαν να δεχθούν την προτεινόμενη από τις Μεγάλες Δυνάμεις λύση της αυτονομίας, την οποία ως τότε απέρριπταν κατηγορηματικά. Τα πιο ακανθώδη σημεία στην πρόταση των Μεγάλων Δυνάμεων ήταν η μορφή του νέου πολιτεύματος και, κυρίως, το πρόσωπο του πρώτου ηγεμόνα. Οι Κρήτες ζητούσαν να είναι Ευρωπαίος «διότι μόνον Ευρωπαίος Κυβερνήτης θα κέκτηται και εξωτερικός το αναγκαίον κύρος, όπως υποστηρίξη τελεσφόρως την αυτονομίαν τον τόπου κατά ενδεχομένην επέμβασιν και επιβουλήν της Πύλης». Στο πρόσωπο όμως κοινής αποδοχής από την Ευρώπη δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν μεταξύ τους οι Μ. Δυνάμεις.
Έτσι πρότειναν και επέβαλαν ως Ύπατο Αρμοστή τον πρίγκιπα Γεώργιο, δευτερότοκο γιο του βασιλιά Γεωργίου Α' της Ελλάδας. Τα όπλα είχαν πλέον σιγήσει, αλλά δεν είχαν κατατεθεί. Στις επανειλημμένες εκκλήσεις και πιέσεις των Ναυάρχων των Μ. Δυνάμεων για αφοπλισμό, οι Κρήτες έθεταν ως απαράβατο όρο και προϋπόθεση την απομάκρυνση από την Κρήτη του Τουρκικού στρατού, ο οποίος ήταν το σύμβολο της Τουρκικής κατοχής αλλά και το στήριγμα των ατάκτων και των Τουρκοκρητών. Η Κρήτη τέθηκε υπό διεθνή προστασία με διανομή των περιφερειών της μεταξύ των Δυνάμεων. Την περιοχή των Χανίων ανέλαβαν Γάλλοι, του Ρεθύμνου Ρώσοι, του Ηρακλείου Άγγλοι και του Λασιθίου Ιταλοί.
Η Εκτελεστική Επιτροπή της Κρήτης εργάστηκε σκληρά για την οργάνωση των επιμέρους θεμάτων της διοίκησης του νησιού, σε στενή συνεργασία με τις κατά τόπους επαναστατικές επιτροπές και υπό την εποπτεία και την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων. Το πρόβλημα ήταν η ομαλή μετάβαση της εξουσίας στο πρόσωπο του Ύπατου Αρμοστή. Για την ομαλή μετάβαση της εσωτερικής διοίκησης της Κρήτης από το σουλτανικό σύστημα στο νέο καθεστώς της αυτονομίας, έπρεπε να εγκατασταθούν στις διάφορες θέσεις οι νέοι υπάλληλοι του Εκτελεστικού της Κρήτης. Καθώς απόσπασμα του αγγλικού στρατού εγκαθιστούσε στο Ηράκλειο τους φορολογικούς υπαλλήλους το πρωί της 25ης Αυγούστου 1898.
Εξαγριωμένοι Τούρκοι, με την παρότρυνση των Τουρκικών στρατιωτικών και διοικητικών αρχών, κινήθηκαν σε μια πρωτοφανούς αγριότητας σφαγή του άμαχου πληθυσμού, σε εμπρησμούς και λεηλασίες σπιτιών και καταστημάτων των χριστιανών. Μεταξύ των θυμάτων ήταν και ο Λυσίμαχος Καλοκαιρινός, Υποπρόξενος της Αγγλίας στο Ηράκλειο, καθώς και 17 Άγγλοι στρατιώτες. Ο Αγγλικός στόλος αναγκάστηκε να κανονιοβολήσει την πόλη, ολοκληρώνοντας την καταστροφή. Η μεγάλη σφαγή του Ηρακλείου επέσπευσε τη λύση του Κρητικού Ζητήματος.
Τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία παρουσίασαν το δράμα της πόλης του Ηρακλείου με τα μελανότερα χρώματα και δημοσίευσαν καταλόγους των θυμάτων και των προσφύγων. Η πόλη τέθηκε υπό την αυστηρή επιτήρηση των στρατευμάτων των Μ. Δυνάμεων και άρχισαν ανακρίσεις για την ανεύρεση και τιμωρία των πρωταιτίων. Το Εκτελεστικό της Κρήτης απηύθυνε αγωνιώδεις εκκλήσεις προς τον Κρητικό λαό, σε μια προσπάθεια να συγκρατήσει τα εξημμένα πνεύματα, να ελέγξει με ψυχραιμία την κατάσταση και να επισπεύσει την τιμωρία των ενόχων, ικανοποιώντας το περί δικαίου αίσθημα του Χριστιανικού στοιχείου. Η διαδικασία της τιμωρίας των ενόχων άρχισε στις 8 Σεπτεμβρίου 1898.
Απαγχονίστηκαν 17 σημαίνοντες Τουρκοκρητικοί, που θεωρήθηκαν πρωταίτιοι και υποκινητές των βιαιοπραγιών, ενώ πολλοί άλλοι καταδικάστηκαν σε πολυετείς φυλακίσεις και εξορίες. Παράλληλα με την τιμωρία των πρωταιτίων, οι Μεγάλες Δυνάμεις αποδέχθηκαν το πάγιο αίτημα των Χριστιανών της Κρήτης για την απομάκρυνση του Τουρκικού στρατού, παρά τις πολλές επιφυλάξεις και τις παρελκυστικές κινήσεις της Αγγλικής διπλωματίας. Στις 2 Νοεμβρίου 1898 και ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης εγκατέλειπε οριστικά την Κρήτη. Στις 5 Νοεμβρίου 1898 οι Κρήτες κατέθεσαν τα όπλα, υπακούοντας στην εντολή του Εκτελεστικού, για να διευκολυνθεί η ομαλή μεταβίβαση της εξουσίας στον εντολοδόχο των Μεγάλων Δυνάμεων πρίγκιπα Γεώργιο.
ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ Η ΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Η ΚΡΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Οι Κρητικοί μετά την επιστροφή της Κρήτης από την ιδιοκτησία της Αιγύπτου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία εξεγείρονταν συνεχώς με εθνικά, κοινωνικά και οικονομικά αιτήματα. Το 1841 ξέσπασε το Κίνημα του Χαιρέτη και το 1858 το Κίνημα του Μαυρογένη, με το οποίο οι Κρήτες πέτυχαν να κατέχουν ελεύθερα όπλα, να ασκούν τη λατρεία και να γίνεται σεβαστή η θρησκεία τους, καθώς και τη σύσταση Χριστιανικών Δημογεροντιών που είχαν αρμοδιότητα σε θέματα παιδείας, κοινωνικής πρόνοιας, κληρονομικού και οικογενειακού δικαίου, και ακολούθησε η επανάσταση του 1866 - 1869. Η επανάσταση του 1877 - 1878, έφερε την Σύμβαση της Χαλέπας.
Σύμφωνα με τη Σύμβαση, η Κρήτη αποχωριζόταν από την λοιπή Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα διοικούνταν από τη Γενική Διοίκηση Κρήτης και της παραχωρούνταν ορισμένα προνόμια, μεταξύ των οποίων και η σύσταση Φιλεκπαιδευτικών Συλλόγων και η έκδοση εφημερίδων καθώς και να αστυνομεύεται μόνο από Κρητικούς. Το 1889 η Οθωμανική Αυτοκρατορία περιόρισε σημαντικά τα προνόμια των Κρητών μετά την επανάσταση που ξέσπασε με πρωτοβουλία των ηγετών του συντηρητικού κόμματος (Καραβανάδων) και ανέθεσε στον συνταγματάρχη Ταξίν την αστυνόμευση της Κρήτης θέτοντας τον επικεφαλής σώματος 200 ανδρών που στρατολογήθηκαν στην Μακεδονία.
Η επανάσταση του 1889 καταπνίγηκε μετά από ένα οκτάμηνο. Στις 3 Σεπτεμβρίου 1895 ξέσπασε νέα επανάσταση αλλά οι σφαγές των Οθωμανών δεν σταμάτησαν και στις 11 Μαΐου 1896 ο Χριστιανικός πληθυσμός των Χανίων, ο οποίος αποτελούσε μειονότητα στην πόλη, υπέστη μεγάλη σφαγή, όπως και τον επόμενο χρόνο 1897, οπότε και πυρπολήθηκαν και τα κοινοτικά καταστήματα απέναντι από τον καθεδρικό ναό, που περιλάμβαναν το επισκοπικό μέγαρο και το παρθεναγωγείο. Η αποστολή Ελληνικών στρατευμάτων στο νησί οδήγησε στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 κατά τον οποίο τα Οθωμανικά στρατεύματα νίκησαν κατά κράτος τα αντίστοιχα Ελληνικά στο Θεσσαλικό μέτωπο.
Η Οργάνωση της Κρητικής Πολιτείας
Μέσα σε μια απερίγραπτη φρενίτιδα ενθουσιασμού ο εντολοδόχος των Μεγάλων Δυνάμεων πρίγκιπας Γεώργιος ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 9 Δεκεμβρίου 1898. Ο Γάλλος Ναύαρχος Ποττιέ, υπό την ιδιότητά του ως Προέδρου του Συμβουλίου των Ναυάρχων, παρέδωσε επίσημα στο Γεώργιο τη διοίκηση της Κρήτης. Τα πλοία των Δυνάμεων της Διεθνούς Προστασίας χαιρέτισαν τη σημαία της Κρητικής Πολιτείας και ο Ύπατος Αρμοστής απηύθυνε το πρώτο του διάγγελμα προς τον Κρητικό λαό. Η Κρητική σημαία υψώθηκε στο φρούριο του Φιρκά, ενώ η Τουρκική διατηρήθηκε μόνο στο φρούριο της Σούδας, ως τελευταίο σύμβολο της Τουρκικής επικυριαρχίας στην Κρήτη. Το νησί τέθηκε υπό διεθνή προστασία.
Οι ξένοι Ναύαρχοι αναχώρησαν την επομένη (10 Δεκεμβρίου) και αμέσως άρχισε με γοργούς ρυθμούς το δυσχερές έργο της οργάνωσης του νέου πολιτικού σχήματος, που ονομάστηκε Κρητική Πολιτεία. Ορίστηκε μια 16μελής Επιτροπή από 12 Χριστιανούς και 4 Μουσουλμάνους, για να εκπονήσει το σχέδιο του Κρητικού συντάγματος, ενώ παράλληλα προχώρησαν οι πολιτικές πράξεις, χωρίς χρονοτριβή. Έναν ακριβώς μήνα μετά την εγκατάσταση του Ύπατου Αρμοστή, δημοσιεύτηκε το πρώτο σημαντικό διάταγμα «Περί συγκροτήσεως της Κρητικής Συνελεύσεως» και αμέσως προκηρύχθηκαν εκλογές για την ανάδειξη πληρεξουσίων.
Στις εκλογές αυτές αναδείχθηκαν 138 Χριστιανοί και 50 Μουσουλμάνοι πληρεξούσιοι και η Κρητική Βουλή άρχισε τις εργασίες της στις 8 Φεβρουαρίου 1899. Το Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας, που συντάχθηκε κατά το πρότυπο του ισχύοντος τότε Ελληνικού συντάγματος, αφού εγκρίθηκε από το Συμβούλιο των Πρέσβεων των Προστάτιδων Δυνάμεων στη Ρώμη, τέθηκε αμέσως σε εφαρμογή. Λίγες ημέρες αργότερα συγκροτήθηκε και ορκίστηκε η πρώτη κυβέρνηση της Κρητικής Πολιτείας, στην οποία Υπουργός Δικαιοσύνης ορίστηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Η Περίοδος της Δημιουργίας
Η πρώτη κυβέρνηση της Κρητικής Πολιτείας εργάστηκε με ζήλο και απέδωσε σε σύντομο χρονικό διάστημα σημαντικό έργο. Εξέδωσε πολύ γρήγορα νόμους και διατάγματα, έκοψε κρητικό νόμισμα (την Κρητική δραχμή), ίδρυσε την Κρητική Τράπεζα, οργάνωσε ταχυδρομική υπηρεσία και Χωροφυλακή με Ιταλούς αξιωματικούς και υπαξιωματικούς (καραμπινιέρους). Ιδιαίτερη ήταν η μέριμνα για την εκπαίδευση και τη δημόσια υγεία. Αντιμετωπίστηκε το μεγάλο πρόβλημα της λέπρας, που είχε προσλάβει ενδημική μορφή στις πόλεις και τα χωριά της Κρήτης, με την οργάνωση του λεπροκομείου της Σπιναλόγκας (1903), ιδρύθηκαν πολλά σχολεία και διορίστηκαν δάσκαλοι.
Ένα σοβαρό ζήτημα, που επίσης αντιμετωπίστηκε με επιτυχία, ήταν το καθεστώς της τοπικής Εκκλησίας. Με τον Οργανικό Νόμο του 1900, δόθηκε λύση σε ακανθώδη εκκλησιαστικά ζητήματα, όπως ήταν η σχέση της Εκκλησίας της Κρήτης με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η εκλογή Μητροπολίτη και Επισκόπων. Το βασικό σχήμα, που ισχύει με μικρές τροποποιήσεις έως σήμερα, είναι ένα καθεστώς ημιαυτόνομης Εκκλησίας, της οποίας ο Προκαθήμενος εκλέγεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Κρητική Πολιτεία εκδίδει το Διάταγμα της αναγνώρισης και εγκατάστασής του.
Το θετικό και αισιόδοξο κλίμα των δύο πρώτων ετών της λειτουργίας του νέου καθεστώτος άρχισαν να σκιάζουν απειλητικά σύννεφα, τα οποία επρόκειτο να δημιουργήσουν λίγο αργότερα σοβαρή εσωτερική κρίση. Το Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας ήταν υπερβολικά συντηρητικό και παραχωρούσε στον Ηγεμόνα, όπως ονομάστηκε ο Ύπατος Αρμοστής, υπερεξουσίες, που εύκολα μπορούσαν να τον οδηγήσουν σε δεσποτική συμπεριφορά. Επιπλέον, η ασάφεια στον ακριβή καθορισμό αρμοδιοτήτων δημιουργούσε τριβές και προσωπικές αντιπαραθέσεις στο έργο της διοίκησης.
Οι τοπικοί παράγοντες της Κρήτης, που πολέμησαν για την ελευθερία του νησιού και στήριξαν με ενθουσιασμό τον Πρίγκιπα, έβλεπαν τώρα με δυσφορία και πικρία να παραγκωνίζονται και να διορίζονται σε καίριες θέσεις Αθηναίοι σύμβουλοι του Γεωργίου, που αγνοούσαν τα Κρητικά πράγματα και την ψυχολογία των Κρητών. Αλλά το πιο σημαντικό ήταν η διαχείριση του εθνικού ζητήματος της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα. Στο ουσιώδες αυτό ζήτημα παρατηρήθηκε εξαρχής διάσταση απόψεων μεταξύ του Γεωργίου και του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Ο Γεώργιος πίστευε ότι η λύση του εθνικού ζητήματος θα ωρίμαζε με συνεχείς παραστάσεις και υπομνήματα προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, ενώ ο Βενιζέλος, βλέποντας τα πράγματα πρακτικότερα και ρεαλιστικότερα, θεωρούσε ότι η λύση έπρεπε να είναι σταδιακή, με βαθμιαίες κατακτήσεις. Ως πρώτη μάλιστα κατάκτηση θεωρούσε την απομάκρυνση των ξένων στρατευμάτων από τις κρητικές πόλεις και την αντικατάστασή τους από ντόπια πολιτοφυλακή, με Έλληνες αξιωματικούς. Η διάσταση των απόψεων στο πολιτικό ζήτημα δεν άργησε να λάβει τη μορφή προσωπικής αντιπαράθεσης.
Ο Βενιζέλος είχε καταστήσει σαφές ότι δεν αναγνωρίζει στον Πρίγκιπα το δικαίωμα να διαχειρίζεται προσωπικώς το εθνικό ζήτημα της Κρήτης: «Ως ένας εκ των τριακοσίων χιλιάδων Κρητών, δεν σας εκχωρώ το δικαίωμά μου, ώστε μόνος σεις να ρυθμίζετε αυτοβούλως την εθνικήν πολιτικήν του τόπου μου». Κακοί σύμβουλοι του Γεωργίου διοχέτευαν χαλκευμένα και συκοφαντικά κείμενα στις αθηναϊκές εφημερίδες εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου, γεγονός που δημιούργησε βαρύ κλίμα διχασμού.
Η ΕΠΕΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
Οι Μεγάλες Δυνάμεις, που πάντοτε ενδιαφέρονταν για την Κρήτη λόγω της στρατηγικής της σημασίας και από καιρό είχαν συγκεντρώσει τους στόλους τους γύρω από το νησί, αποφάσισαν με τη Συνθήκη του Βερολίνου το 1896 να προχωρήσουν σε οριστική λύση του Κρητικού ζητήματος, με τη διεθνή κατοχή του νησιού και την ανακήρυξή του σε αυτόνομη Πολιτεία, ενώ στις 21 Ιανουαρίου 1897 Ελληνικά στρατεύματα με δύναμη 1.500 αντρών και διοικητή τον υπασπιστή του βασιλιά Τιμολέοντα Bάσσο αποβιβάστηκαν εκεί για να την ελευθερώσουν και να την ενώσουν με την Ελλάδα. Οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις όμως παρενέβησαν αποβιβάζοντας κι αυτές δυνάμεις για να σταματήσουν οι εχθροπραξίες.
Στις 18 Φεβρουαρίου ο Ελληνικός στόλος αποσύρθηκε και ο Ελληνικός στρατός υποχώρησε στην ξηρά και κατευθύνθηκε βόρεια προς την Θεσσαλία και την Ήπειρο. Στις 20 Μαρτίου του ίδιου χρόνου οι Μεγάλες Δυνάμεις χώρισαν το νησί σε διεθνείς τομείς, ενώ τα Χανιά και η γύρω περιοχή της πρωτεύουσας έγιναν πολυεθνικός τομέας. Οι Άγγλοι διοικούσαν το νομό Ηρακλείου, οι Ρώσοι το νόμο Ρεθύμνου, οι Γάλλοι το νομό Λασιθίου και οι Ιταλοί τους νομούς Χανίων και Σφακιών. Στις 25 Αυγούστου 1897, ο Ελευθέριος Βενιζέλος έστειλε διακοίνωση στον αρχηγό του Ευρωπαϊκού στόλου, αναφέροντας ότι η μόνη σωστή λύση του Κρητικού ζητήματος θα ήταν η ένωση του νησιού με την Ελλάδα.
Αφού όμως η Ελλάδα απέσυρε τη στρατιωτική δύναμη που είχε στο νησί, αναγνωρίζοντας την αυτονομία του, θα έπρεπε και η Κρήτη, για να μην φέρει σε δύσκολη θέση την Αθήνα, να δεχθεί ως προσωρινή λύση την αυτονομία, εναποθέτοντας τις ελπίδες για οριστική λύση στις Μεγάλες Δυνάμεις. Οι Οθωμανοί πρότειναν να γίνει ανταλλαγή της Κρήτης με τη Θεσσαλία που την κατείχε ο στρατός τους. Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε καθώς θεωρήθηκε εμπαιγμός και για τους Κρητικούς και για τις Μεγάλες Δυνάμεις. Μετά τον πόλεμο του 1897 η Ελλάδα υπέγραψε στην Κωνσταντινούπολη συνθήκη ειρήνης με την Τουρκία.
Κατόπιν οι Μεγάλες Δυνάμεις ξεκίνησαν τη διαδικασία διακανονισμού του Κρητικού ζητήματος, που όμως τραβούσε μακριά. Προτάθηκαν για τη θέση του Γενικού Διοικητή του νησιού οι Δροζ, Σέφερ, ο Μαυροβούνιος Πέτροβιτς Μπόζα, ο πρίγκιπας Βάττεμβεργ ενώ οι Τούρκοι ήθελαν γι' αυτή τη θέση τον Ανθόπουλο Πασά. Η Ρωσία υπέδειξε τον γιο του βασιλιά των Ελλήνων Γεωργίου του Α΄, τον πρίγκιπα Γεώργιο, ο οποίος και επελέγη τελικά. Στις 21 Ιανουαρίου 1898, η Κρητική συνέλευση, μέσα σε ζητωκραυγές ενέκρινε πρόταση του Βενιζέλου να κάνει το προεδρείο της τα αναγκαία διαβήματα.
Η Γερμανία και η Αυστρία, επειδή δεν ήθελαν να φανεί ότι αντιτίθενται στις Τουρκικές απαιτήσεις, αποχώρησαν από τον συνασπισμό των Ευρωπαϊκών δυνάμεων, ο οποίος έγινε πλέον τετραμελής. Ο Γενικός Διοικητής θα αναγνώριζε την υψηλή επικυριαρχία του Σουλτάνου, θα εφάρμοζε αναλογική συμμετοχή του Ελληνικού και του Τουρκικού στοιχείου στη διοίκηση του νησιού. Εκλέχθηκε μια εκτελεστική επιτροπή, με τη συμμετοχή του Βενιζέλου, που εκτελούσε χρέη κυβέρνησης και είχε τις επαφές με τους Ευρωπαίους ναυάρχους. Άρχισε να εφαρμόζει το προσωρινό πολίτευμα, αλλά οι Μουσουλμάνοι, υποκινούμενοι από την Οθωμανική διοίκηση, ξεσηκώθηκαν.
Οι Χριστιανοί της Κρήτης άρχισαν να συγκεντρώνουν ένοπλα τμήματα και η εκτελεστική επιτροπή προέβη σε διαβήματα διαμαρτυρίας. Οι Μουσουλμάνοι του νησιού κλείστηκαν στις πόλεις και την ύπαιθρο έλεγχαν οι χριστιανοί επαναστάτες. Οι σφαγές των Μουσουλμάνων της Σητείας και του Σέλινου καθώς και η σφαγή των Χριστιανών του Ηρακλείου στις 25 Αυγούστου 1898 που έκαναν οι Μουσουλμάνοι, οδήγησαν στην αποχώρηση των Οθωμανών από το νησί, στη δημιουργία της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας και στην εκλογή του πρίγκιπα Γεωργίου ως ύπατου αρμοστή της Κρήτης.
Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΤΗΝ ΚΡΗΤΗ
Ο πρίγκιπας ορίστηκε Ύπατος Αρμοστής Κρήτης με τριετή θητεία. Στις 9 Δεκεμβρίου 1898 έφθασε στη Σούδα με τη Ρωσική ναυαρχίδα "Νικόλαος Α'", συνοδευόμενη και από πλοία των άλλων Δυνάμεων, όπου του επιφυλάχθηκε αποθεωτική υποδοχή. Τον υποδέχονταν στη Σούδα οι ναύαρχοι Ποττιέ, Νόελ, Σκρύδλωφ και Μπέτολλο κι ο ενθουσιώδης Κρητικός λαός. Ο πρόεδρος του συμβουλίου των ναυάρχων Γάλλος Ποττιέ του παρέδωσε επίσημα στο Διοικητήριο Χανίων τη διοίκηση της Κρήτης, ενώ τα Ευρωπαϊκά πολεμικά, έξω από το λιμάνι, χαιρέτιζαν με κανονιοβολισμούς την ύψωση της Κρητικής σημαίας.
Σε σύντομο διάστημα ο Γεώργιος ανέθεσε σε επιτροπή από 16 μέλη (12 Χριστιανούς και 4 Μουσουλμάνους), με πρόεδρο τον Ιωάννη Σφακιανάκη, τη σύνταξη σχεδίου Συντάγματος που θα ενέκρινε η Κρητική Συνέλευση, η οποία συγκροτήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 1899, ενώ ταυτόχρονα προκηρύχτηκαν για τις 24 του ίδιου μήνα εκλογές των πληρεξουσίων. Στις 8 Φεβρουαρίου έγινε η πρώτη συνεδρίαση της Κρητικής Συνελεύσεως που αποτελέστηκε από 138 Χριστιανούς και 50 Μουσουλμάνους. Η Συνέλευση, με πρόεδρο τον Σφακιανάκη, ψήφισε το Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας.
Μετά την επικύρωσή του από τον Ύπατο Αρμοστή και την έγκρισή του, με ελάχιστες μεταβολές, από τις Μεγάλες Δυνάμεις, το Σύνταγμα δημοσιεύτηκε στις 16 Απριλίου 1899 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Στις 27 Απριλίου 1899, ο Ύπατος Αρμοστής όρισε Συμβούλιο του Ηγεμόνα (δηλαδή κυβέρνηση) από τους Κρητικούς αρχηγούς συνιστώμενη από πέντε Ανώτερες Διευθύνσεις, αντίστοιχες με τα σημερινά Υπουργεία. Οι σύμβουλοι με τις διευθύνσεις τους ήταν: Ελευθέριος Βενιζέλος της Δικαιοσύνης, Μανούσος Κούνδουρος των Εσωτερικών, Νικόλαος Γιαμαλάκης της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και των Θρησκευμάτων, Κωνσταντίνος Φούμης των Οικονομικών και Χασάν Σκυλιανάκης της Δημοσίας Ασφαλείας.
Από τους αρχηγούς δεν συμμετείχε στο συμβούλιο μόνο ο Ιωάννης Σφακιανάκης, επειδή υπέβαλε στον Αρμοστή ένα σχέδιο για το οριστικό πολίτευμα του νησιού, αλλά ο Γεώργιος δεν το ενέκρινε. Το συμβούλιο ξεκίνησε την προσπάθεια να οργανώσει κράτος. Στις 18 Μαΐου, ο Βενιζέλος υπέβαλε πλήρη δικαστική νομοθεσία. Άρχισαν όμως οι διαφωνίες. Ο Γεώργιος, σκοπεύοντας να ταξιδέψει στην Ευρώπη, ανακοίνωσε στον Κρητικό λαό ότι "κατά την διάρκειαν του ταξιδίου του θα εζήτει από τας Μεγάλας Δυνάμεις την ένωσιν της Κρήτης και ήλπιζε να επιτύχει ταύτην λόγω των συγγενικών του δεσμών". Η ανακοίνωση έγινε χωρίς να το ξέρει το συμβούλιο.
Ο Βενιζέλος είπε στον πρίγκιπα ότι δεν θα ήταν καλό να δίνει στον λαό ελπίδες για κάτι που δεν ήταν εκείνη τη στιγμή δυνατό να πραγματοποιηθεί. Όντως δε οι Μεγάλες Δυνάμεις απέρριψαν το αίτημα του Γεωργίου. Επήλθε πολλές φορές διάσταση μεταξύ των δύο ανδρών και ο Βενιζέλος επανειλημμένα υπέβαλε παραίτηση. Όταν συζητήθηκε στο συμβούλιο ο προϋπολογισμός, ο Βενιζέλος είπε ότι το νησί δεν ήταν αυτόνομο αφού κατεχόταν στρατιωτικά από τέσσερις δυνάμεις και το κυβερνούσε εντολοδόχος τους.
Θα έπρεπε, όταν θα έληγε η θητεία του πρίγκιπα, να ζητηθεί από τις Μεγάλες Δυνάμεις να επιτρέψουν στη συνέλευση, με βάση το άρθρο 39 του συντάγματος (που το είχε καταργήσει η συνδιάσκεψη της Ρώμης) να εκλέξει ανώτατο άρχοντα, οπότε δεν χρειαζόταν η παρουσία ξένων στρατευμάτων. Μ' αυτόν τον τρόπο, το νησί θα απαλλασσόταν από τον στρατό κατοχής και την δι' αντιπροσώπου των Μεγάλων Δυνάμεων διακυβέρνηση, και θα μπορούσε ευκολότερα να πετύχει τον στόχο που ήταν η ένωση με την Ελλάδα. Αυτή την πρόταση θα εκμεταλλευθούν οι αντίπαλοι του Βενιζέλου για να πουν ότι ήθελε την Κρήτη αυτόνομη ηγεμονία.
Σε απάντηση, εκείνος υπέβαλε και πάλι την παραίτησή του με το αιτιολογικό ότι του ήταν αδύνατο πλέον να συνεργαστεί με τα υπόλοιπα μέλη του συμβουλίου και διαβεβαίωσε ότι δεν σκόπευε να ασκήσει αντιπολίτευση. Στις 17 Μαΐου 1901, σε έκθεσή του εξέθεσε τους λόγους που τον υποχρέωναν να παραιτηθεί, την δε επομένη τους είπε και προφορικά στον Ύπατο Αρμοστή. Στις 18 Μαΐου ο Βενιζέλος απολύθηκε επειδή δημόσια υποστήριξε απόψεις αντίθετες μ' αυτά που πρέσβευε ο Αρμοστής. Και τέθηκε πλέον επικεφαλής της αντιπολίτευσης.
Επί τρία χρόνια διεξήχθη μια σκληρότατη πολιτική διαμάχη, η διοίκηση παρέλυσε και κυριάρχησε η οξύτητα στο νησί. Και, αναπόφευκτα, τον Μάρτιο του 1905 ξέσπασε επανάσταση, της οποίας επικεφαλής ετέθη ο Βενιζέλος.
Η ΑΡΜΟΣΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΖΑΪΜΗ
Ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, έμπειρος πολιτικός, πρώην πρωθυπουργός της Ελλάδας και μετέπειτα Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, ανέλαβε τα καθήκοντα του στις 18 Σεπτεμβρίου 1906. Η πολιτική ομαλότητα επανήλθε στην ταραγμένη Κρήτη και μια νέα περίοδος δημιουργίας εγκαινιάστηκε. Η οικονομία βελτιώθηκε, η δημόσια διοίκηση αναδιοργανώθηκε και καταβλήθηκε ιδιαίτερη φροντίδα για την οργάνωση της δημόσιας υγείας και της παιδείας. Το πιο σημαντικό είναι ότι οργανώθηκε για πρώτη φορά η Πολιτοφυλακή της Κρήτης, δηλαδή ο πρώτος στρατός του νησιού (1907), που εξελίχθηκε σε αξιόλογη δύναμη, όπως φάνηκε αργότερα στους Βαλκανικούς πολέμους 1912 - 1913.
Η παρουσία των ξένων στρατευμάτων κατέστη πλέον περιττή και οι Μ. Δυνάμεις αποφάσισαν να εκκενώσουν την Κρήτη μέσα σε ένα χρόνο, με μόνη εγγύηση την ασφάλεια των μουσουλμάνων της νήσου. Ένα ευχαριστήριο Ψήφισμα της Κρητικής Βουλής (21 Μαΐου 1908) προς τις Μ. Δυνάμεις ήταν η επίσημη πολιτική πράξη της χειραφέτησης της Κρήτης από την προστασία των Μ. Δυνάμεων. Το νησί έπρεπε πλέον να κινείται με τις δικές του δυνάμεις στη διαχείριση του Κρητικού Ζητήματος.
Η Κατάλυση της Αρμοστείας στην Κρήτη και το Πρώτο Ενωτικό Ψήφισμα των Κρητών
Δύο μεγάλα εξωτερικά γεγονότα ήρθαν να ταράξουν πάλι την πορεία των Κρητικών πραγμάτων:
Ψήφισμα της 24ης Σεπτεμβρίου 1908
«Η Κυβέρνησις της Κρήτης, διερμηνεύουσα το αναλλοίωτον φρόνημα του Κρητικού Λαού, κηρύσσει την ανεξαρτησίαν της Κρήτης και την ένωσιν αυτής μετά της Ελλάδος, όπως μετ' αυτής αποτελεση αδιαίρετον και αδιάσπαστον Συνταγματικόν Βασίλειον. Παρακαλεί την A.M. τον Βασιλέα ν' αναλάβη την διακυβέρνησιν της νήσου. Δηλοί ότι μέχρι τούτου θέλει συνεχίσει να κυβερνά την νήσον εν ονόματι της A.M. του Βασιλέως των Ελλήνων, κατά τους νόμους του Ελληνικού Βασιλείου. Εντέλλεται εις τας Αρχάς της νήσου, όπως, συμφώνως τω Ψηφίσματι τούτω, εξακολουθήσωσι ν' ασκώσι τα καθήκοντα της υπηρεσίας των».
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΩΝ ΕΤΩΝ 1909 - 1913
Παρά τις έντονες διαμαρτυρίες της Τουρκίας, οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν αντέδρασαν δυναμικά και φάνηκαν να αποδέχονται σιωπηρά τις νέες εξελίξεις. Δεν προχώρησαν όμως σε καμιά επίσημη αναίρεση του πολιτικού καθεστώτος, όπως το είχαν υπογράψει το 1898. Όταν όμως υψώθηκε στο φρούριο του Φιρκά η Ελληνική σημαία, οι Μ. Δυνάμεις απαίτησαν αμέσως την υποστολή της. Η Κυβέρνηση της Κρήτης δεν υπάκουσε και παραιτήθηκε. Και καθώς δεν βρέθηκε Κρητικός να υποστείλει την Ελληνική σημαία, οι Μ. Δυνάμεις αποβίβασαν στρατιωτικό άγημα, το οποίο απέκοψε τον ιστό της.
Το πολιτικό κενό στη διακυβέρνηση της Κρήτης μετά την παραίτηση της Προσωρινής Κυβέρνησης καλύφθηκε με προσωρινά κυβερνητικά σχήματα, έως τις εκλογές του Μαρτίου 1910. Το κόμμα του Ελ. Βενιζέλου πλειοψήφησε και σχημάτισε κυβέρνηση δύο μήνες αργότερα (17 Μαΐου 1910). Για το Κρητικό Ζήτημα άνοιγε μια νέα περίοδος, κατά την οποία ο κύριος διαχειριστής του ήταν ο Ελ. Βενιζέλος, που είχε οριστικά επιβληθεί ως η κορυφαία πολιτική προσωπικότητα στην Κρήτη.
Η Μετάκληση του Βενιζέλου στην Αθήνα και οι Επιπτώσεις στο Κρητικό Ζήτημα
Λίγους μήνες μετά την ανάληψη της προεδρίας της Κρητικής Κυβέρνησης από τον Ελ. Βενιζέλο, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος που έλεγχε τα Ελληνικά πολιτικά πράγματα μετά την επανάσταση στο Γουδί (1909), τον κάλεσε στην Αθήνα να αναλάβει την πρωθυπουργία της Ελλάδας (Σεπτέμβριος 1910). Η εξέλιξη αυτή δημιούργησε στους Κρήτες αμφιθυμικά αισθήματα. Οι περισσότεροι εξέφραζαν φόβους για την απουσία ενός ανδρός, που γνώριζε περισσότερο από κάθε άλλο να κινείται στους λαβύρινθους της Ευρωπαϊκής διπλωματίας και να σώζει τις εθνικές υποθέσεις σε κρίσιμες περιστάσεις, ενώ άλλοι πίστευαν ότι από τη νέα θέση του θα μπορούσε να λύσει το Κρητικό Ζήτημα ταχύτερα και ασφαλέστερα.
Αλλά ο Βενιζέλος, ως πρωθυπουργός της Ελλάδας, με το οξύτατο πολιτικό του αισθητήριο γνώριζε ότι δεν είχε φτάσει ακόμη το πλήρωμα του χρόνου. Στις επίμονες παρακλήσεις των συμπατριωτών του Κρητών απαντούσε αρνητικά και φαινόταν δυσάρεστος. Η σταθερή άρνησή του να επιτρέψει την είσοδο Κρητών βουλευτών στο Ελληνικό κοινοβούλιο προκάλεσε στην Κρήτη ισχυρές αντιδράσεις. Αναταραχή εκδηλώθηκε στα τέλη του 1911 και συγκροτήθηκε πάλι στο νησί Επαναστατική Συνέλευση (3 Ιανουαρίου 1912), ενώ άρχισαν να οργανώνονται και ένοπλα τμήματα.
Η ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΚΡΗΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ
Εκείνο που δεν είχε κατορθώσει να λύσει η διπλωματία, το έλυσε ο πόλεμος. Ευθύς μετά την έκρηξη των Βαλκανικών πολέμων (Οκτώβριος 1912) οι πύλες του Ελληνικού Κοινοβουλίου άνοιξαν για τους Κρήτες βουλευτές, που έγιναν δεκτοί με εκδηλώσεις απερίγραπτου πατριωτικού ενθουσιασμού. Ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων ανέγνωσε Ψήφισμα, σύμφωνα με το οποίο «η Ελλάς αποδέχεται όπως του λοιπού ενυπάρχη κοινόν Κοινοβούλιον δια το ελεύθερον Βασίλειον και διά την νήσον Κρήτην». Αλλά ο Βενιζέλος δεν προχώρησε περισσότερο, για να μη διαταράξει τις σχέσεις του με τις ευρωπαϊκές Δυνάμεις, εν όψει και του πολέμου που είχε αρχίσει.
Αρκέστηκε να αποστείλει στην Κρήτη ως Γενικό Διοικητή το φίλο του Στέφανο Δραγούμη, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 12 Οκτωβρίου 1912. Τα γεγονότα εξελίχθηκαν ταχύτατα, καθώς ήταν πλέον ορατή η ήττα της Τουρκίας. Στην πράξη η ένωση είχε συντελεστεί και απλώς έμενε η επικύρωσή της με την υπογραφή μιας διεθνούς συνθήκης. Στις 14 Φεβρουαρίου 1913 αφαιρέθηκαν από το φρούριο της Σούδας οι σημαίες των Μ. Δυνάμεων και της Τουρκίας. Όλα τα σύμβολα της Τουρκικής επικυριαρχίας, αλλά και της κηδεμονίας των Μ. Δυνάμεων, είχαν πλέον εξαφανιστεί από την Κρήτη.
Η ευτυχής για την Ελλάδα έκβαση των Βαλκανικών πολέμων έδωσε και στο Κρητικό Ζήτημα την οριστική λύση του. Με το άρθρο 4 της Συνθήκης του Λονδίνου (30 Μαΐου 1913) ο σουλτάνος παραιτήθηκε από όλα τα δικαιώματά του στην Κρήτη, την οποία παραχωρούσε στις Μ. Δυνάμεις της Ευρώπης. Με ιδιαίτερη συνθήκη ειρήνης μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας (14 Νοεμβρίου 1913) ο σουλτάνος παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμά του στην Κρήτη, η οποία έτσι εντάχθηκε στην Ελληνική επικράτεια ως οργανικό και αναπόσπαστο τμήμα της. Οι Μ. Δυνάμεις αποδέχθηκαν σιωπηρά τη λύση αυτή, δηλώνοντας απλώς ότι έλαβαν γνώση των ενεργειών της Ελληνικής κυβέρνησης.
Η ΕΝΩΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Τον Σεπτέμβριο του 1908 ο Αυτοκράτορας της Αυστρουγγαρίας ανακοίνωσε την προσάρτηση της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης και ο ηγεμόνας της Βουλγαρίας την ανεξαρτησία της. Οι Κρητικοί δεν έχασαν την ευκαιρία. Στις 24 Σεπτεμβρίου 1908 ξέσπασε επανάσταση στο νησί. Χιλιάδες πολίτες των Χανίων και των γύρω περιοχών την ημέρα αυτή συγκρότησαν συλλαλητήριο, στο οποίο ο Βενιζέλος κήρυξε την οριστική ένωση της Κρήτης με την μητέρα Ελλάδα. Έχοντας συνεννοηθεί με την Ελληνική κυβέρνηση, ο Ζαΐμης αναχώρησε για την Αθήνα πριν από το συλλαλητήριο.
Συγκλήθηκε η συνέλευση και κήρυξε την ανεξαρτησία της Κρήτης, η σημαία της Κρητικής πολιτείας υποστάλληκε για να δώσει την θέση της στην Ελληνική, οι δημόσιοι υπάλληλοι ορκίσθηκαν πίστη στον βασιλιά Γεώργιο Α' της Ελλάδας, ενώ διορίστηκε πενταμελής εκτελεστική επιτροπή με την εντολή να κυβερνήσει το νησί εν ονόματι του βασιλιά των Ελλήνων και σύμφωνα με τους νόμους του Ελληνικού κράτους. Πρόεδρος της επιτροπής ήταν ο Μιχελιδάκης με τον Βενιζέλο υπουργό Εξωτερικών και Δικαιοσύνης. Τον Απρίλιο του 1910 συγκλήθηκε νέα συνέλευση, της οποίας ο Βενιζέλος εκλέχθηκε πρόεδρος ενώ κατόπιν έγινε πρωθυπουργός.
Όλα τα ξένα στρατεύματα έφυγαν από την Κρήτη και η εξουσία περιήλθε εξ ολοκλήρου στην κυβέρνηση Βενιζέλου. Η Ελληνική κυβέρνηση, για να αποφύγει την Τουρκική, αλλά και τις διεθνείς αντιδράσεις, δεν προχώρησε στην επίσημη αναγνώριση της Ένωσης. Αργότερα ο Βενιζέλος έφυγε από την Κρήτη για την Αθήνα, όπου έγινε πρωθυπουργός της Ελλάδας. Το 1911 οργανώθηκαν ένοπλες λαϊκές συγκεντρώσεις, που έγιναν εντονότερες με την άρνηση του Βενιζέλου να δεχτεί την είσοδο των Κρητών βουλευτών στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, πράγμα που δεν επέτρεπαν οι συνθήκες.
Με την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων το 1912, η Ελληνική Βουλή έκανε δεκτούς τους Κρήτες βουλευτές με ενθουσιασμό και θερμές εκδηλώσεις. Η οριστική λύση του Κρητικού ζητήματος δόθηκε στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, το Φλεβάρη του 1913. Με τη Συνθήκη του Λονδίνου, το Μάιο του 1913, παραχωρήθηκε η Κρήτη στην Ελλάδα. Η ένωση έγινε με επίσημη τελετή στο φρούριο Φιρκά στις 1 Δεκεμβρίου 1913. Τέλος, το 1923, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, έφυγαν και οι τελευταίοι Μουσουλμάνοι κάτοικοι του νησιού για την Μικρά Ασία.
Την 1η Δεκεμβρίου 1913, κηρύχθηκε και επίσημα η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, με την παρουσία τού τότε βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου. Η Ελληνική σημαία υψώθηκε στο ιστορικό φρούριο του Φιρκά και, στη θέση, όπου άλλοτε κυμάτιζε η Τουρκική σημαία, στήθηκε μαρμάρινη επιγραφή, που έγραφε:
H ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ KPHTIKHΣ ΠOΛITEIAΣ (1898 - 1913)
1898
- Στις 25 Αυγούστου έγινε μεγάλη σφαγή στο Ηράκλειο, από εξαγριωμένους Τούρκους και Τουρκοκρήτες. Μεταξύ των θυμάτων ήταν ο υποπρόξενος της Αγγλίας στο Ηράκλειο, Λυσίμαχος Καλοκαιρινός και 17 Άγγλοι στρατιώτες του στρατού της διεθνούς προστασίας. Οι πρωταίτιοι της σφαγής, 17 Τουρκοκρητικοί, καταδικάστηκαν σε απαγχονισμό (8 Σεπτεμβρίου) και πολλοί άλλοι σε εξορία. Η Τουρκία υποχρεώθηκε να ανακαλέσει όλο το στρατό της από την Κρήτη μέσα σε δύο μήνες.
- Στις 9 Δεκεμβρίου, ο Γεώργιος αποβιβάστηκε στη Σούδα ως "Ύπατος Αρμοστής Κρήτης", με εντολή των Μεγάλων Δυνάμεων. Την επόμενη ημέρα, 10 Δεκεμβρίου, αναχώρησε ο στόλος της Διεθνούς Προστασίας.
1899
- Στις 9 Ιανουαρίου εκδόθηκε διάταγμα "Περί συγκροτήσεως της Κρητικής Συνελεύσεως". Διεξήχθησαν εκλογές για την ανάδειξη αντιπροσώπων και εξελέγησαν 138 Χριστιανοί και 50 Μουσουλμάνοι πληρεξούσιοι (24 Ιανουαρίου).
- Πραγματοποιήθηκε η πρώτη πανηγυρική συνεδρία της Kρητικής Συνέλευσης (8 Φεβρουαρίου) και το Κρητικό Σύνταγμα δημοσιεύτηκε στην επίσημη Εφημερίδα της Κρητικής Πολιτείας (16 Απριλίου). Η πρώτη κυβέρνηση της Κρητικής πολιτείας ορκίστηκε στις 29 Απριλίου.
1900
- Η πολιτειακή ηρεμία επέτρεψε την έναρξη συστηματικών αρχαιολογικών ανασκαφών. Δόθηκε άδεια έρευνας στον A. Evans, ο οποίος έφερε στο φως τον αρχαίο πολιτισμό της Κνωσού. Παράλληλα, η Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή ανέσκαψε τα ανάκτορα της Φαιστού και της Αγίας Τριάδος.
1905
- Στις 10 Μαρτίου ξέσπασε η εξέγερση του Θερίσου και την επομένη η Επαναστατική Συνέλευσις των Κρητών κήρυξε την Ένωση με την Ελλάδα και ύψωσε την Ελληνική σημαία στο Θέρισο.
- Διεξήχθησαν εκλογές για την ανάδειξη 64 βουλευτών (20 Μαρτίου), στους οποίους ο αρμοστής θα προσέθετε 10, κατά την κρίση του. Η αντιπολίτευση δεν συμμετέσχε στις εκλογές. Κατά τον εορτασμό της Εθνικής Εορτής της 25ης Μαρτίου στα Κεραμειά, ο Ελ. Βενιζέλος εκφώνησε εμπνευσμένο πολιτικό λόγο. Το κίνημα εδραιώθηκε. Οργανώθηκε "Προσωρινή Κυβέρνησις Κρήτης" και υπήρξαν ψηφίσματα συμπαράστασης από όλη την Κρήτη, και προσχώρησαν σ' αυτό ισχυροί τοπικοί παράγοντες: Ιω. Κ. Σφακιανάκης, Α. Στεργιάδης, Εμμ. Πολυχρονίδης, οι επισκόποι Ρεθύμνης, Διονυσίος Καστρινογιαννάκης και Πέτρος Τίτου Ζωγραφίδης. Το ρωσικό πλοίο "Χάμπρι" βομβάρδισε θέσεις των επαναστατών.
- Ο Ελ. Βενιζέλος συναντήθηκε με τους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων στην Αγία Μονή των Μουρνιών, στις 2 Νοεμβρίου. Υπεγράφη πρωτόκολλο τερματισμού του κινήματος, με αποδοχή των όρων του Βενιζέλου.
1906
- Έγιναν νέες ρυθμίσεις του Κρητικού Ζητήματος, με την οργάνωση της Κρητικής Χωροφυλακής και Κρητικής Πολιτοφυλακής, με Έλληνες αξιωματικούς, και ανακλήθηκαν τα ξένα στρατεύματα (23 Ιουνίου). Επίσης, συγκροτήθηκε η Β΄ Συνέλευση των Κρητών.
- Στις 30 Ιουλίου η Β΄ Συντακτική Συνέλευσις των Κρητών εξέδωσε σε ατμόσφαιρα εθνικής συμφιλίωσης "Ενωτικόν Ψήφισμα" και ανέλαβε να εκπονήσει νέο σύνταγμα.
- Ο ύπατος αρμοστής Γεώργιος υπέβαλε την παραίτησή του στις 12 Σεπτεμβρίου και στις 18 διορίστηκε στη θέση του ο Αλέξανδρος Ζαΐμης.
- Στις 2 Δεκεμβρίου το νέο Κρητικό Σύνταγμα υποβλήθηκε στον Αλ. Ζαΐμη.
1908
- Στις 21 Μαΐου ολοκληρώθηκε η εκκένωση της Κρήτης από τα ξένα στρατεύματα και η Κρητική Βουλή εξέδωσε ευχαριστήριο Ψήφισμα προς τις Προστάτιδες Δυνάμεις, για τη συμβολή τους στην εξέλιξη του Κρητικού Ζητήματος.
- Στις 23 Σεπτεμβρίου ψηφίστηκε η Ένωση από μεγαλειώδη συγκέντρωση στην πλατεία του ’ρεως στα Χανιά. Ακολούθησαν ταυτόσημα ψηφίσματα σε όλη την Κρήτη. Την επομένη, η κυβέρνηση της Κρητικής Πολιτείας δημοσίευσε ενωτικό ψήφισμα. Μέλη της κυβέρνησης Κρήτης ορκίστηκαν ενώπιον του επισκόπου Κυδωνίας και Αποκορώνου, Νικηφόρου, στο όνομα του βασιλιά των Ελλήνων (25 Σεπτεμβρίου). Το Κρητικό Σύνταγμα καταργήθηκε και ίσχυσε το Ελληνικό. Η Ελληνική κυβέρνηση υπέδειξε στον Αλ. Ζαΐμη να μην επιστρέψει στην Κρήτη. Σχηματίστηκε διακομματική κυβέρνηση με πρόεδρο τον Αντ. Μιχελιδάκη και μέλη τούς Ελ. Βενιζέλο, Μιν. Πιτυχάκη, και άλλους.
1909
- Ο Ελευθέριος Βενιζέλος έφθασε στην Αθήνα στις 28 Δεκεμβρίου, μετά από πρόσκληση του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση από τους Κ. Μ. Φούμη, Γ. Σκουλούδη και Αλ. Παπαχατζή, και προκηρύχθηκαν γενικές εκλογές για την ανάδειξη της νέας Κρητικής Βουλής, στις 29 Δεκεμβρίου.
1910
- Το Μάρτιο διαλύθηκε η Κρητική Συνέλευση και διενεργήθηκαν εκλογές, στις οποίες πλειοψήφησε το κόμμα του Ελ. Βενιζέλου. Ο ίδιος αναδείχθηκε πρόεδρος και πρωθυπουργός, με συνεργάτες τους Β. Σκουλά και Σ. Μυλωνογιαννάκη. Οι νεοεκλεγμένοι Κρητικοί βουλευτές ορκίστηκαν στο Ελληνικό Σύνταγμα.
- Στις 8 Αυγούστου διεξήχθησαν εκλογές στην Ελλάδα, με υποψήφιο και τον Ελ. Βενιζέλο. Ο Ελ. Βενιζέλος παραιτήθηκε από την προεδρία της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κρήτης στις 30 Αυγούστου, και τον επόμενο μήνα κλήθηκε στην πρωθυπουργία της Ελλάδας από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο. Στις 5 Οκτωβρίου έγινε πρωθυπουργός της Ελλάδας.
1911
- Ο Ελ. Βενιζέλος αρνήθηκε να δεχθεί τους Κρήτες βουλευτές στην Ελληνική Βουλή. Ξέσπασαν κινητοποιήσεις στο νησί (Οκτώβριος - Νοέμβριος).
1912
- Έγινε νέα επαναστατική συνέλευση (3 Ιανουαρίου), ορίστηκε νέα Τριμελής Επιτροπή υπό τον Αντώνιο Μιχελιδάκη και οργανώθηκαν ένοπλα τμήματα.
- Με την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων, τον Οκτώβριο, η Ελληνική Βουλή υποδέχθηκε τους Κρήτες βουλευτές, μέσα σε κλίμα εθνικού ενθουσιασμού. Πρώτος γενικός διοικητής Κρήτης διορίστηκε ο Στέφανος Δραγούμης (12 Οκτωβρίου).
ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'
Γενικαὶ Διατάξεις
Ἄρθρον 1.
Ἡ Νῆσος Κρήτη μετὰ τῶν παρακειμένων αὐτῇ νησιδίων ἀποτελεῖ ἐντελῶς αὐτόνομον Πολιτείαν κατὰ τοὺς ἀποφασισθέντας ὑπὸ τῶν τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων ὅρους.
Τὸ ἔδαφος τῆς Κρητικῆς Πολιτείας εἶναι ἀναπαλλοτρίωτον, οὐδ' ἐπιτρέπεται ἡ σύστασις δουλείας ἐπ' αὐτοῦ.
Ἄρθρον 2.
Ἡ ἐπικρατοῦσα θρησκεία ἐν Κρήτῃ εἶναι ἡ τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας.
Ἕκαστος εἶναι ἐλεύθερος νὰ πρεσβεύῃ οἱονδήποτε θρήσκευμα προτιμᾷ. Ὁ προσηλυτισμὸς ἀπαγορεύεται. Ἀλλ' ἡ ἀπαγόρευσις αὕτη δὲν δύναται νὰ χρησιμεύῃ ὡς πρόφασις ὅπως περιορίζηται παρανόμως ἡ ἐλευθερία ἀτόμων ὁμολογούντων δημοσίᾳ οἱονδήποτε θρήσκευμα.
Ἡ διαφορὰ τοῦ θρησκεύματος οὐδόλως ἐπηρεάζει τὴν κτῆσιν ἢ ἀπώλειαν ἢ τὴν ἄσκησιν οἱουδήποτε προσωπικοῦ ἢ ἐμπραγμάτου δικαιώματος, οὐδ' ἀπαλλάττει νομίμου ὑποχρεώσεως.
Ἄρθρον 3.
Ἡ ἐξωτερικὴ λατρεία πάντων τῶν ἀνεγνωρισμένων θρησκευμάτων εἶναι ἐλευθέρα καὶ προστατεύεται ὑπὸ τῆς Πολιτείας ἐφ' ὄσον συμμορφώνεται πρὸς τοὺς νόμους καὶ τοὺς ἀστυνομικοὺς κανονισμούς.
Ἄρθρον 4.
Ἡ ἄμυνα τῆς χώρας καὶ ἡ τήρησις τῆς ἐσωτερικῆς τάξεως ἀνατίθεται εἰς σῶμα ἐγχωρίου πολιτοφυλακῆς καὶ χωροφυλακῆς.
Ἡ ἐν τῇ πολιτοφυλακῇ ὑπηρεσία εἶναι ὑποχρεωτική.
Οἱ ἐν τῇ πολιτοφυλακῇ καὶ χωροφυλακῇ ὑπηρετοῦντες δὲν ἔχουσι δικαίωμα ψήφου καὶ ὀφείλουσι νὰ τηρῶσιν αὐστηρῶς πολιτικὴν ουδετερότητα.
Ἄρθρον 5.
Μετὰ τὴν ἀναχώρησιν τῶν στρατῶν τῆς παρούσης κατοχῆς ξένος στρατὸς δὲν δύναται νὰ σταθμεύῃ ἐπὶ τοῦ Κρητικοῦ ἐδάφους, οὐδὲ νὰ διέλθῃ δι' αὐτοῦ, ἄνευ πρὸς τοῦτο νόμου.
Ἄρθρον 6.
Ἐπίσημος γλῶσσα τῆς Κρητικῆς Πολιτείας εἶναι ἡ Ἑλληνική.
Ἄρθρον 7.
Ἡ προσωπικὴ ἐλευθερία εἶναι ἀπαραβίαστος· οὐδεὶς καταδιώκεται, συλλαμβάνεται, φυλακίζεται ἢ ἄλλως περιορίζεται εἰμὴ ὁπόταν καὶ ὅπως ὁ νόμος ὁρίζῃ.
Ἄρθρον 8.
Ἐξαιρουμένου τοῦ ἐπ' αὐτοφώρῳ ἀδικήματος οὐδεὶς συλλαμβάνεται οὐδὲ φυλακίζεται ἄνευ ᾐτιολογημένου δικαστικοῦ ἐντάλματος, τὸ ὁποίον πρέπει νὰ κοινοποιηθῇ κατὰ τὴν στιγμὴν τῆς συλλήψεως ἢ προφυλακίσεως. Ὁ ἐπ' αὐτοφώρῳ ἢ δι' ἐντάλματος συλλήψεως κρατηθεὶς προσάγεται ἄνευ ἀναβολῆς εἰς τὸν ἁρμόδιον ἀνακριτήν, ὅστις ὀφείλει ἐντὸς τὸ πολὺ τριῶν ἡμερῶν ἀπὸ τῆς προσαγωγῆς του εἴτε νὰ ἀπολύσῃ αὐτὸν εἴτε νὰ ἐκδώσῃ κατ' αὐτοῦ ἔνταλμα φυλακίσεως.
Παρελθουσῶν τῶν τριῶν ἡμερῶν χωρὶς νὰ ἐκδοθῇ ὑπὸ τοῦ ἀνακριτοῦ ἔνταλμα φυλακίσεως, πᾶς δεσμοφύλαξ ἢ ἄλλος ἐπιτετραμμένος τὴν κράτησιν τοῦ συλληφθέντος, εἴτε πολιτικὸς ὑπάλληλος εἶναι, εἴτε στρατιωτικός, ὀφείλει νὰ ἀπολύσῃ αὐτὸν παραχρῆμα. Οἱ παραβάται τῶν ἀνωτέρω διατάξεων τιμωροῦνται ἐπὶ παρανόμῳ κατακρατήσει, καταδικάζονται δὲ καὶ εἰς ἱκανοποίησιν ὑπὲρ τοῦ κρατηθέντος δραχμῶν 10 – 200 δι' ἑκάστην ἡμέραν παρανόμου κρατήσεως, ἐπιφυλασομένης καὶ πάσης ἄλλης νομίμου ἀποζημιώσεως.
Ἄρθρον 9.
Ἐπὶ πολιτικῶν ἀδικημάτων δύναται τὸ Συμβούλιον τῶν Πρωτοδικῶν τῇ αἰτήσει τοῦ προφυλακισθέντος, νὰ ἐπιτρέψῃ τὴν ἀπόλυσιν τούτου ἐπὶ ἐγγυήσει, ὁριζομένῃ διὰ δικαστικοῦ βουλεύματος, καθ' οὗ ἐπιτρέπεται ἔνδικος προσβολή. Οὐδέποτε ἐπὶ τῶν ἐγκλημάτων τούτων ἡ προφυλάκισις δύναται νὰ παραταθῇ πέραν τῶν δύο μηνών ἄνευ δικαστικοῦ βουλεύματος, ὑποκειμένου καὶ τούτου εἰς ἔνδικον προσβολήν, οὐδὲ μετὰ τὸ βούλευμα πέραν τῶν τριῶν μηνῶν. Ἐπὶ πολιτικῶν ἀδικημάτων τοῦ τύπου προφυλάκισις δὲν συγχωρεῖται ἐκτὸς ἐὰν φέρωσι χαρακτῆρα κακουργήματος.
Ἄρθρον 10.
Ποινὴ δὲν ἐπιβάλλεται ἄνευ νόμου ὁρίζοντος προηγουμένως αὐτήν.
Ἄρθρον 11.
Βάσανοι καὶ γενικὴ δήμευσις ἀπαγορεύονται. Ἡ θανατικὴ ποινὴ ἐπὶ πολιτικῶν ἐγκλημάτων, ἐκτὸς τῶν συνθέτων, καταργεῖται.
Ἄρθρον 12.
Ἡ σωματεμπορία ἀπαγορεύεται. Ἀργυρώνητος ἢ δοῦλος λογίζεται ἐλεύθερος, ἅμα πατήσας τὸ Κρητικὸν ἔδαφος.
Ἄρθρον 13.
Οὐδεὶς ἀφαιρεῖται ἄκων τοὺς παρὰ τοῦ νόμου ὡρισμένους εἰς αὐτὸν δικαστάς.
Ἄρθρον 14.
Τὸ ἀπόρρητον τῆς ἀλληλογραφίας εἶναι ἀπαραβίαστον. Χρῆσις αὐτῆς συγχωρεῖται μόνον συναινοῦντος τοῦ παραλήπτου, κατάσχεσις δ' ὄταν μετὰ τὴν περιέλευσιν αὐτῆς εἰς τὸν παραλήπτην, πρόκειται νὰ βεβαιωθῇ ἡ ἐνοχὴ τοῦ διὰ κοινὸν κακούργημα κατηγορουμένου.
Τὰ ἀποδεικτικὰ μέσα ἐπὶ ἀστυκῶν καὶ ἐμπορικῶν ὑποθέσεων κανονίζονται ὑπὸ τῶν σχετικῶν νόμων.
Ἄρθρον 15.
Ἡ κατοικία ἑκάστου εἶνε ἄσυλον. Οὐδεμία κατ' οἶκον ἔρευνα ἐνεργεῖται, εἰ μὴ ὅταν καὶ ὅπως ὁ νόμος διατάσσῃ.
Ἄρθρον 16.
Οἱ Κρῆτες οἱ ἀπολαύοντες τῆς ἐλευθέρας ἀσκήσεως τῶν πολιτικῶν αὐτῶν δικαιωμάτων δικαιοῦνται νὰ ἔχωσι πρὸς ἰδίαν ἄμυναν κατ' οἶκον ὅπλα, ἀπαγορευομένης τῆς ἄνευ ἀδείας ὁπλοφορίας κατὰ τὰς διατάξεις τῶν κειμένων νόμων.
Ἄρθρον 17.
Οὐδεὶς στερεῖται τῆς ἰδιοκτησίας του εἰμὴ λόγῳ δημοσίας ἀνάγκης προσηκόντως ἀποδεδειγμένης, ὅταν καὶ ὅπως ὁ νόμος διατάσσῃ, πάντοτε δὲ προηγουμένης ἀποζημιώσεως ἥτις ἐν περιπτώσει διαφωνίας, κανονίζεται δι' ἀποφάσεως τῶν τακτικῶν δικαστηρίων.
Ειδικοὶ νόμοι κανονίζουσι τὰ τῆς ἰδιοκησίας καὶ διαθέσεως τῶν μεταλλείων, ὀρυχείων, ἀρχαιολογικῶν θησαυρῶν καὶ ἱαματικῶν πηγῶν.
Οὐδὲν ἐπὶ τῶν παρακειμένων νησιδίων ἐμπράγματον δικαίωμα ἀποκτᾶται ἄνευ ἀδείας τῆς Κυβερ(ε)νήσεως κατὰ τὴν μεταβίβασιν δὲ τοιούτων δικαιωμάτων ἡ Πολιτεία ἔχει δικαίωμα προτιμήσεως.
Ἄρθρον 18.
Ἕκαστος δύναται νὰ δημοσιεύῃ προφορικῶς, ἐγγράφως καὶ διὰ τοῦ τύπου τοὺς στοχασμούς του, τηρῶν τοὺς νόμους τῆς Πολιτείας. Ὁ τύπος εἶνε ἐλεύθερος. Ἕκαστος δὲ τῶν ἀπολαυόντων τῆς ἐλευθέρας ἀσκήσεως τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων του δικαιοῦται νὰ ἐκδίδῃ ἐφημερίδα, εἰδοποιῶν περὶ τούτου τὴν οἰκείαν Νομαρχίαν.
Ἡ λογοκρισία ὡς καὶ πᾶν ἄλλο προληπτικὸν μέτρον ἀπαγορεύεται. Ἀπαγορεύεται ὡσαύτως ἡ κατάσχεσις ἐφημερίδων καὶ ἄλλων ἐντύπων διατριβῶν, εἴτε πρὸ τῆς δημοσιεύσεως, εἴτε μετ' αὐτήν. Ἐπιτρέπεται δὲ κατ' ἐξαίρεσιν ἡ κατάσχεσις μετὰ τὴν δημοσίευσιν, ἕνεκεν προσβολῆς κατά τινος τῶν ἀνεγνωρισμένων καὶ ἐν τῇ Νήσῳ λατρευομένων θρησκειῶν, ἣ κατὰ τοῦ προσώπου τοῦ Ἀνωτάτου ἄρχοντος. Ἡ κατάσχεσις αἵρεται αὐτοδικαίως ἐὰν ἐντὸς τῆς ἐπιούσης δὲν ἐπικυρωθῇ διὰ δικαστικοῦ βουλεύματος. Ἔνδικος προσβολὴ κατὰ τοῦ βουλεύματος ἐπιτρέπεται εἰς μόνον τὸν δημοσιεύσαντα τὸ κατασχεθέν, οὐχὶ δὲ καὶ εἰς τὸν Εἰσαγγελέα.
Ἄρθρον 19.
Ἡ ἐκπαίδευσις εἶναι ἐλευθέρα, ἀρκεῖ νὰ ἀσκῆται ὑπὸ προσώπων κεκτημένων τὴν ὑπὸ τοῦ Νόμου ὁριζομένην ἱκανότητα καὶ χρηστότητα, ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψιν δὲ τῆς ἁρμοδίας ἀρχῆς, ὅσον ἀφορᾷ τὰ χρηστὰ ἤθη, τὴν δημοσίαν τάξιν καὶ τὸ σέβας πρὸς τοὺς Νόμους τῆς Πολιτείας.
Ἡ Δημοτικὴ ἐκπαίδευσις εἶναι ὑποχρεωτικὴ καὶ παρέχεται δωρεάν.
Ἄρθρον 20.
Οὐδὲν εἶδος ἐργασίας, βιοτεχνίας ἢ γεωργίας δύναται νὰ ἀπαγορευθῇ, ἐφ' ὅσον δὲν ἀντίκειται εἰς τὴν δημοσίαν ἠθικὴν, τὴν ἀσφάλειαν ἢ ὑγείαν τῶν κατοίκων.
Ἄρθρον 21.
Δὲν ἐπιτρέπονται ἐν Κρήτῃ μονοπώλια, εἰμὴ τὰ διὰ Νόμου ἱδρυόμενα πρὸς αὔξησιν τῶν δημοσίων ἐσόδων ἢ πρὸς τὸ συμφέρον τῆς δημοσίας ἀσφαλείας ἢ τῆς δημοσίας ὑγείας.
Ἄρθρον 22.
Οἱ Κρῆτες εἶναι ἴσοι ἐνώπιον τοῦ Νόμου καὶ συννεισφέρουσιν ἀδιακρίτως εἰς τὰ δημόσια βάρη, ἀναλόγως τῆς περιουσίας ἢ τοῦ εἰσοδήματός των. Τὰ δημόσια ἀξιώματα εἶνε προσιτὰ εἰς πάντας τοὺς Κρῆτας ἀνεξαρτήτως θρησκεύματος, διανέμονται δὲ ἀναλόγως τοῦ πληθυσμοῦ τῶν δύο συνοίκων στοιχείων καὶ κατὰ λόγον τῆς ἱκανότητος καὶ χρηστότητος αὐτῶν κατὰ τοὺς περὶ τούτων εἰδικοὺς Νόμους. Εἰς τὰ δημόσια ἀξιώματα εἰσὶ δεκτοὶ μόνον οἱ ἰθαγενεῖς, ἐκτὸς τῶν περιπτώσεων καθ' ἃς ὁ νόμος ἐπιτρέπει τὴν πρόσληψιν μὴ τοιούτων.
Ἄρθρον 23.
Οἱ Κρῆτες ἔχουσι τὸ δικαίωμα τοῦ συνέρχεθαι ἡσύχως καὶ ἀόπλως· μόνον εἰς τὰς δημοσίας συναθροίσεις δύναται νὰ παρίσταται ἡ Ἀστυνομία. Ὑπαίθριος συνάθροισις δύναται ν' ἀπαγορευθῇ ἄν, ὡς ἐκ ταύτης, ἐπίκηται κίνδυνος εἰς τὴν δημοσίαν ἀσφάλειαν.
Ἄρθρον 24.
Οἱ Κρῆτες ἔχουσι τὸ δικαίωμα τοῦ συνεταιρίζεσθαι, ἐφ' ὅσον εἰς τὸν σκοπὸν τοῦ συνεταιρισμοῦ ἢ εἰς τὰ πρὸς ἐπίτευξιν τοῦ σκοποῦ τούτου μέσα δὲν ὑπάρχει τι τὸ παράνομον, ἀνήθικον ἢ ἐπικίνδυνον εἰς τὴν Πολιτείαν.
Ὁ νόμος κανονίζει τὴν ἄσκησιν τοῦ δικαιώματος τοῦ συνεταιρίζεσθαι, ἀποβλέπων εἰς τὴν τήρησιν τῆς δημοσίας ἀσφαλείας.
Ἄρθρον 25.
Ἕκαστος ἢ καὶ πολλοὶ ὁμοῦ ἔχουσι τὸ δικαίωμα νὰ ἀναφέρωνται ἐγγράφως εἰς τὰς ἀρχάς, τηροῦντες τοὺς νόμους τῆς Πολιτείας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'
Περὶ συντάξεως τῆς Πολιτείας
Ἄρθρον 26.
Ἡ νομοθετικὴ ἐξουσία ἐνεργεῖται ὑπὸ τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ καὶ τῆς Βουλῆς.
Ἄρθρον 27.
Τὸ δικαίωμα τῆς προτάσεως τῶν νόμων ἀνήκει εἰς τὴν Βουλὴν καὶ τὸν Ὕπατον Ἁρμοστήν, ὅστις ἐνασκεῖ τοῦτο διὰ τῶν Συμβούλων.
Ἄρθρον 28.
Οὐδεμία πρότασις ἀφορῶσα αὔξησιν τῶν ἐξόδων τοῦ προϋπολογισμοὺ διὰ μισθοδοσίαν ἢ σύνταξιν, ἢ ἐν γένει δι' ὄφελος προσώπου πηγάζει ἐκ τῆς Βουλῆς.
Ἄρθρον 29.
Ἐὰν πρότασις νόμου ἀπορριφθῇ ὑπὸ τοῦ ἑτέρου τῶν νομοθετικῶν παραγόντων, δὲν εἰσάγεται ἐκ νέου εἰς τὴν αὐτὴν βουλευτικὴν σύνοδον.
Ἄρθρον 30.
Ἡ αὐθεντικὴ ἑρμηνεία τῶν νόμων ἀνήκει εἰς τὴν νομοθετικὴν ἐξουσίαν.
Ἄρθρον 31.
Ἡ ἐκτελεστικὴ ἐξουσία ἀνήκει εἰς τὸν Ὕπατον Ἁρμοστὴν ἐνεργεῖται δὲ διὰ τῶν παρ' αὐτοῦ διοριζομένων ὑπευθύνων Συμβούλων.
Ἄρθρον 32.
Ἡ δικαστικὴ ἐξουσία ἐνεργεῖται διὰ δικαστηρίων, ἀνεξαρτήτων ἐν τῇ σφαίρᾳ τῆς δικαιοδοσίας των, αἱ δὲ δικαστικαὶ ἀποφάσεις ἐκτελοῦνται ἐν ὀνόματι τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'
Περὶ τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ
Ἄρθρον 33.
Τὸ πρόσωπον τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ εἶναι ἀνεύθυνον καὶ ἀπαραβίαστον, οἱ δὲ Σύμβουλοι αὐτοῦ εἶναι ὑπεύθυνοι.
Ἄρθρον 34.
Οὐδεμία πρᾶξις τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ ἰσχύει οὐδ' ἐκτελεῖται ἂν δὲν εἶναι προσυπογεγραμμένη παρὰ τοῦ ἁρμοδίου Συμβούλου ὅστις διὰ μόνης τῆς ὑπογραφῆς του καθίσταται ὑπεύθυνος. Τοιαύτη προσυπογραφὴ δὲν ἀπαιτεῖται διὰ τὸν διορισμὸν ἢ τὴν παῦσιν τῶν Συμβούλων τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ.
Ἄρθρον 35.
Ὁ Ὕπατος Ἁρμοστὴς διορίζει καὶ παύει τοὺς Συμβούλους αὐτού.
Ἄρθρον 36.
Ὁ Ὕπατος Ἁρμοστὴς εἶνε ὁ Ἀνώτατος Ἄρχων τῆς Πολιτείας. Ἐκπροσωπεῖ ταύτην, ἄρχει τῶν στρατιωτικῶν δυνάμεων αὐτῆς, συνάπτει συμβάσεις καὶ ζητεῖ τὴν ψήφισιν αὐτῶν παρὰ τῆς Βουλῆς.
Ἄρθρον 37.
Ὁ Ὕπατος Ἁρμοστὴς ἀπονέμει κατά νόμον τοὺς στρατιωτικοὺς βαθμούς, παρέχει ἢ οὐ τὴν συναίνεσιν αὐτοῦ πρὸς ἐγκαθίδρυσιν τοῦ ὑπὸ τοῦ Οἱκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐκλεγομένου Μητροπολίτου Κρήτης καὶ τῶν παρὰ τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐπισκοπικὴς Συνόδου ἐκλεγομένων Ἐπισκόπων· διορίζει καὶ παύει ὡσαύτως, ἐκτὸς τῶν παρὰ τοῦ νόμου ὡρισμένων ἐξαιρέσεων, τοὺς δημοσίους ὑπαλλήλους, ἀλλὰ δὲν δύναται νὰ διορίσῃ ὑπάλληλον εἰς μὴ νομοθετημένην θέσιν.
Ἄρθρον 38.
Ὁ Ὕπατος Ἁρμοστὴς ἐκδίδει τὰ ἀναγκαῖα πρὸς ἐκτέλεσιν τῶν νόμων διατάγματα ἀλλ' οὐδέποτε δύναται νὰ ἀναστείλῃ τὴν ἰσχὺν νόμου τινὸς ἀφοῦ δημοσιευθῇ οὐδὲ ν' ἀπαλλάξῃ ταύτης οἱονδήποτε.
Ἄρθρον 39.
Ὁ Ὕπατος Ἁρμοστὴς κυρόνει καὶ δημοσιεύει τοὺς Νόμους. Νομοσχέδιον ψηφισθὲν ὑπὸ τῆς Βουλῆς καὶ μὴ κυρωθὲν ὑπὸ τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ ἐντὸς δύο μηνῶν ἀπὸ τῆς λήξεως τῆς συνόδου λογίζεται ἀπορριφθέν.
Νομοσχέδιον ψηφισθὲν ὑπὸ τῆς Βουλῆς καὶ μὴ κυρωθέν, ἰσχύει ὡς νόμος ἐὰν ψηφισθῇ καὶ πάλιν ἀμεταβλήτως ὑπὸ τῆς Βουλῆς εἰς μίαν τῶν συνόδων τῆς ἀμέσως ἑπομένης βουλευτικῆς περιόδου.
Ἄρθρον 40.
Ὁ Ὕπατος Ἁρμοστὴς συγκαλεὶ τακτικῶς ἅπαξ τοῦ ἔτους τὴν Βουλήν, ἐκτάκτως δὲ ὁσάκις τὸ κρίνει εὔλογον· κηρύττει αὐτοπροσώπως ἢ δι' ἀντιπροσώπου τήν ἔναρξιν καὶ τήν λῆξιν ἑκάστης βουλευτικὴς συνόδου καὶ ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ διαλύῃ τὴν Βουλήν· ἀλλὰ τὸ περὶ διαλύσεως διάταγμα προσυπογεγραμμένον ὑπὸ τοῦ Συμβουλίου αὐτοῦ ὀφείλει νὰ διαλαμβάνῃ συγχρόνως καὶ τὴν σύγκλησιν τῶν μὲν ἐκλογέων ἐντὸς δύο, τῆς δὲ Βουλῆς ἐντὸς τριῶν μηνῶν.
Ἄρθρον 41.
Ὁ Ὕπατος Ἁρμοστὴς ἔχει τὸ δικαίωμα ν' ἀναβάλλῃ τὴν ἔναρξιν ἢ νὰ διακόπτῃ τὴν ἐξακολούθησιν τῆς Βουλευτικῆς Συνόδου. Ἡ ἀναβολὴ ἢ ἡ διακοπὴ δὲν δύνανται νὰ διαρκέσωσιν ὑπὲρ τὰς τεσσαράκοντα ἡμέρας, οὐδὲ νὰ ἐπαναληφθῶσιν ἐντὸς τῆς αὐτῆς Βουλευτικῆς Συνόδου, ἄνευ τῆς συναινέσεως τῆς Βουλῆς.
Ἄρθρον 42.
Ὁ Ὕπατος Ἁρμοστὴς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ μεταβάλλῃ, ἐλαττώνῃ ἢ χαρίζῃ τὰς παρὰ τῶν δικαστηρίων καταγινωσκομένας ποινάς, κατ' ἰδίαν μὲν κρίσιν ἐπὶ πολιτικῶν ἀδικημάτων καὶ τῶν τοῦ τύπου, ἐπὶ δὲ τῶν λοιπῶν τῇ προηγουμένῃ γνωμοδοτήσει τοῦ Συμβουλίου
Ἄρθρον 43.
Ὁ Ὕπατος Ἁρμοστὴς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ κόπτῃ νομίσματα κατὰ τὰς διατάξεις τοῦ Νόμου.
Ἄρθρον 44.
Ὁ Ὕπατος Ἁρμοστὴς δὲν ἔχει ἂλλας ἐξουσίας εἰμὴ ὅσας τῷ ἀπονέμουσι ρητῶς τὸ Σύνταγμα καὶ οἱ συνάδοντες πρὸς αὐτὸ ἰδιαίτεροι Νόμοι.
Ἄρθρον 45.
Ἐὰν ὁ Ὕπατος Ἁρμοστὴς ἕνεκεν ἀποδημίας ἢ νόσου κρίνῃ ἀναγκαῖον ν' ἀνατεθῇ προσωρινῶς ἡ ἐνάσκησις τῆς ἐξουσίας αὐτοῦ εἰς τὴν Κυβέρνησιν, συγκαλεῖ πρὸς τοῦτο τὴν Βουλὴν καὶ προκαλεῖ διὰ τοῦ Συμβουλίου του τὸν περὶ τούτου εἰδικὸν Νόμον.
Ἐν περιπτώσει παραιτήσεως ἢ θανάτου τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ τὴν ἐξουσίαν αὐτοῦ, μέχρι τοῦ διορισμοῦ νέου, ἀσκεῖ τὸ Συμβούλιον.
Ἄρθρον 46.
Ὁ νῦν Ὕπατος Ἁρμοστὴς μετὰ τὴν ὑπογραφὴν τοῦ παρόντος Συντάγματος θέλει δώσει ἐνώπιον τὴς παρούσης Συντακτικῆς Συνελεύσεως τὸν ἑξῆς ὅρκον.
«Ὀμνύω εἰς τὸ Ὄνομα τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος νὰ φυλάττω τὸ Σύνταγμα καὶ τοὺς Νόμους τῆς Πολιτείας».
Ἄρθρον 47.
Ἡ ἐτησία χορηγία τοῦ νῦν Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ προσδιορίζεται εἰς δραχμὰς ἑκατὸν χιλιάδας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'
Περὶ τῆς Βουλῆς
Ἄρθρον 48.
Ἡ Βουλὴ συνέρχεται αὐτοδικαίως κατ' ἔτος τὴν πρώτην τοῦ Μαΐου μηνός, ἐκτὸς ἂν ὁ Ὕπατος Ἁρμοστὴς τὴν συγκαλέσῃ πρότερον. Ἡ διάρκεια ἑκάστης συνόδου δὲν δύναται νὰ εἶναι βραχυτέρα τῶν δύο μηνῶν οὐδὲ μακροτέρα τῶν τριῶν.
Ἄρθρον 49.
Ἡ Βουλὴ συνεδριάζει δημόσιᾳ ἐν τῷ Βουλευτηρίῳ δύναται ὅμως νὰ διασκεφθῇ κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, κατ' αἴτησιν δέκα ἐκ τῶν μελῶν αὐτῆς, ἂν τοῦτο ἀποφασισθῇ ἐν μυστικῇ συνεδριάσει κατὰ πλειονοψηφίαν, μετὰ ταῦτα δὲ ἀποφασίζεται ἂν ἡ περὶ τοῦ αὐτοῦ πράγματος συζήτησις πρέπει νὰ ἐπαναληφθῇ εἰς δημοσίαν Συνεδρίασιν.
Ἄρθρον 50.
Ἡ Βουλὴ δὲν δύναται νὰ συζητήσῃ καὶ ἀποφασίσῃ τι ἄνευ τῆς παρουσίας τουλάχιστον τοῦ ἡμίσεως πλέον ἑνὸς τοῦ ὅλου ἀριθμοῦ τῶν μελῶν αὐτὴς καὶ ἄνευ ἀπολύτου πλειονοψηφίας τῶν παρόντων μελῶν, ἐν περιπτώσει δὲ ἰσοψηφίας ἡ πρότασις ἀπορρίπτεται.
Ἄρθρον 51.
Οὐδὲν νομοσχέδιον γίνεται δεκτὸν ἂν δὲν συζητηθῇ καὶ ψηφοφορηθῇ ἄρθρον πρὸς ἄρθρον δὶς κατ' ἐπανάληψιν κατὰ δύο διαφόρους ἡμέρας.
Ἄρθρον 52.
Οὐδεὶς αὐτόκλητος ἐμφανίζεται ἐνώπιον τῆς Βουλῆς διὰ ν' ἀναφέρῃ τι προφορικῶς ἢ ἐγγράφως· ἀναφοραὶ ὅμως παρουσιάζονται διά τινος βουλευτοῦ ἢ παραδίδονται εἰς τὸ γραφεῖον. Ἡ Βουλὴ ἔχει τὸ δικαίωμα ν' ἀποστέλλῃ τὰς διευθυνομένας πρὸς αὐτὴν ἀναφορὰς εἰς τοὺς Συμβούλους, οἵτινες εἶναι ὑπόχρεοι νὰ δίδωσι διασαφήσεις, ὁσάκις ζητηθῶσι καὶ δύναται νὰ διορίζῃ ἐκ τῶν μελῶν αὐτῆς ἐξαταστικὰς τῶν πραγμάτων ἐπιτροπάς.
Ἄρθρον 53.
Πᾶς φόρος ἐπιβάλλεται καὶ εἰσπράτετται μόνον χάριν κοινοῦ συμφέροντος.
Οὐδεὶς δὲ ἐπιβάλλεται οὐδ' εἰσπράττεται ἐὰν προηγουμένως δὲν ψηφισθῇ ὑπὸ τῆς Βουλῆς καὶ κυρωθῇ ὑπὸ τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ.
Ἄρθρον 54.
Κατ' ἔτος ἡ Βουλὴ ψηφίζει τὸν προσδιορισμὸν τῆς στρατιωτικῆς δυνάμεως, τὴν στρατολογίαν καὶ τὸν προϋπολογισμὸν καὶ ἀποφασίζει ἐπὶ τοῦ ἀπολογισμοῦ. Ὅλα τὰ ἔσοδα καὶ ἔξοδα τῆς Πολιτείας πρέπει νὰ σημειώνωνται εἱς τὸν προϋπολογισμὸν καὶ ἀπολογισμόν. Ὁ προϋπολογισμὸς εἰσάγεται εἰς τὴν Βουλὴν ἐντὸς τοῦ πρώτου δεκαημέρου ἐκάστης συνόδου, ἡ δ' ἐξέτασις αὐτοῦ γίνεται παρ' εἰδικῆς ἐπιτροπῆς τῆς Βουλῆς καὶ ψηφίζεται ἅπαξ.
Ἄρθρον 55.
Οὐδεμία ὑποτροφία δίδεται ἐκ τοῦ δημοσίου Ταμείου, οὐδ' ἀποζημίωσις δι' οἱονδήποτε λόγον πολιτικὸν ἀφορῶντα τὸ παρελθόν, συντάξεις δὲ ἢ ἀμοιβαὶ δίδονται μόνον διὰ νόμου.
Ἄρθρον 56.
Βουλευτὴς δὲν καταδιώκεται οὐδ' ὅπως δήποτε ἐξετάζεται ἕνεκα γνώμης ἢ ψήφου δοθείσης παρ' αὐτοῦ κατὰ τὴν ἐνέργειαν τῶν βουλευτικῶν του καθηκόντων.
Ἄρθρον 57.
Βουλευτὴς δὲν καταδιώκεται οὐδὲ συλλαμβάνεται ἢ
Ἄρθρον 58.
Οἱ βουλευταὶ ὀμνύουσι πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῶν καθηκόντων αὐτῶν ἐν τῷ βουλευτηρίῳ καὶ εἰς δημοσίαν συνεδρίασιν τὸν ἑξῆς ὅρκον «Ὀμνύω εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος νὰ φυλάξω πίστιν εἰς τὴν Πατρίδα καὶ εἰς τὸν Συνταγματικὸν Ὕπατον Ἁρμοστήν, ὑπακοὴν εἰς τὸ Σύνταγμα καὶ εἰς τοὺς Νόμους τῆς Πολιτείας καὶ νὰ ἐκπληρώσω εὐσυνειδήτως τὰ καθήκοντά μου.»
Ἀλλόθρησκοι βουλευταὶ ἀντὶ τῆς ἐπικλήσεως «Ὀμνύω εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος» ὁρκίζονται κατὰ τὸν τύπον τῆς ἰδίας αὐτῶν θρησκείας.
Ἄρθρον 59.
Ἡ Βουλὴ προσδιορίζει διὰ κανονισμοῦ πῶς θέλει ἐκπληροῖ τὰ καθήκοντά της.
Ἄρθρον 60.
Ἕκαστος βουλευτὴς ἀντιπροσωπεύει ὁλόκληρον τὴν Νῆσον καὶ οὐχὶ μόνον τὴν ἐκλογικὴν περιφέρειαν ἐκ τῆς ὁποίας ἐκλέγεται.
Ἄρθρον 61.
Ὁ ἀριθμὸς τῶν Βουλευτῶν ἑκάστης ἐκλογικῆς
Ἄρθρου 62.
Οἱ βουλευταὶ ἐκλέγονται κατὰ τριετίαν.
Ἄρθρον 63.
Διὰ νὰ ἐκλεχθῇ τις βουλευτὴς πρέπει νὰ ᾖναι πολίτης Κρὴς νὰ ἀπολαύῃ ἀπὸ διετίας τῶν πολιτικῶν καὶ ἀστυκῶν του δικαιωμάτων, νὰ ἔχῃ συμπεπληρωμένον τὸ εἰκοστὸν πέμπτον ἔτος τῆς ἡλικίας του καὶ νὰ ἔχῃ τὰ ὑπὸ τοῦ ἐκλογικοῦ Νόμου ὁριζόμενα λοιπὰ προσόντα.
Ἄρθρον 64.
Τὰ καθήκοντα τοῦ βουλευτοῦ εἶναι ἀσυμβίβαστα πρὸς τὰ τοῦ Δημάρχου, τὰ τοῦ ἐμμίσθου δημοσίου, στρατιωτικοῦ ἢ δημοτικοῦ ὑπαλλήλου, τὰ τοῦ ἀντιπροσώπου ἢ ὑπαλλήλου ξένου Κράτους καὶ τὰ τῶν θρησκευτικῶν λειτουργῶν.
Ἄρθρον 65.
Ὁ βουλευτὴς δὲν δύναται πρὸ τῆς λήξεως τῆς βουλευτικῆς περιόδου καὶ ἓξ μῆνας μετ' αὐτὴν νὰ διορισθῇ εἰς ἔμμισθον δημοσίαν ἢ δημοτικὴν θέσιν.
Ἄρθρον 66.
Ἡ ἐξέλεγξις τῶν ἀμφισβητουμένων βουλευτικῶν ἐκλογῶν γίνεται ὑπὸ τῆς ὁλομελείας τῶν δύο Ἐφετείων συνερχομένων ἐν Χανίοις ὑπὸ τὴν Προεδρείαν τοῦ ἀρχαιοτέρου τῶν Προέδρων.
Ἄρθρον 67.
Ἡ Βουλὴ σύγκειται ἐκ βουλευτῶν ἐκλεγομένων ὑπὸ τῶν ἐχόντων δικαίωμα πρὸς τοῦτο πολιτῶν δι' ἀμέσου καθολικῆς καὶ μυστικῆς διὰ σφαιριδίων ψηφοφορίας. Αἱ βουλευτικαὶ ἐκλογαὶ διατάσσονται καὶ ἐνεργοῦνται συγχρόνως καὶ ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ καθ' ὅλην τὴν Χώραν.
Ἄρθρον 68.
Ἡ Βουλὴ ἐκλέγει ἐκ τῶν βουλευτῶν κατὰ τὴν ἔναρξιν ἑκάστης βουλευτικῆς συνόδου, τὸν Πρόεδρον, τοὺς Ἀντιπροέδρους καὶ τοὺς Γραμματεὶς αὐτῆς.
Ἄρθρον 69.
Ἡ Βουλὴ ἐκτελεῖ διὰ τοῦ Προέδρου της τὴν ἰδίαν αὐτῆς ἀστυνομίαν. Ὁ Πρόεδρος μόνον δύναται νὰ δώσῃ διαταγὰς εἰς τὴν φρουρὰν τοῦ βουλευτηρίου.
Οὐδεμία ἔνοπλος δύναμις δύναται νὰ εἰσέλθη ἐντὸς τοῦ βουλευτηρίου ἄνευ συνεναίσεως τοῦ Προέδρου.
Ἄρθρον 70.
Οἱ ἐκπληρώσαντες τὰ χρέη των βουλευταὶ λαμβάνουσιν ἐκ τοῦ Δημοσίου Ταμείου ἀποζημίωσιν δι' ἑκάστην μὲν τακτικὴν Σύνοδον δραχ. ὀκτακoσίας δι' ἑκάστην δε ἔκτακτον τετρακοσίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'
Περί Συμβούλων
Ἄρθρον 71.
Οἱ Σύμβουλοι ἔχουσιν ἐλευθέραν εἴσοδον εἰς τὰς συνεδριάσεις τῆς Βουλῆς καὶ ἀκούονται ὁσάκις ζητήσωσι τὸν λόγον ψηφοφοροῦσι δὲ μόνον ἐὰν εἶναι μέλη αὐτῆς. Ἡ Βουλὴ δύναται νὰ ἀπαιτήσῃ τὴν παρουσίαν τῶν Συμβούλων.
Ἄρθρον 72.
Ποτὲ διαταγὴ τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ ἔγγραφος ἢ προφορικὴ δὲν ἀπαλλάττει τῆς εὐθύνης τοὺς Συμβούλους.
Ἄρθρον 73.
Ἡ Βουλὴ ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ κατηγορῇ ἐνώπιον Εἰδικοῦ Δικαστηρίου τὸν Σύμβουλον ὅστις ἐκ προθέσεως:
αʹ. Προσυπέγραψεν ἢ ἐξετέλεσε διάταγμα τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ, δι' οὗ παρεβιάσθη διάταξις τις τοῦ Συντάγματος ἢ τῶν νόμων ἢ τῶν εντολῇ τῆς νομοθετικῆς ἐξουσίας ἐκδεδομένων διαταγμάτων τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ.
βʹ. Ἐξετέλεσε διάταγμα τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ μὴ προσυπογεγραμμένον ὑπὸ τοῦ ἁρμοδίου Συμβούλου ἢ διέταξε τὴν ἐκτέλεσιν τοιούτου διατάγματος.
γʹ. Ἐξέδωσεν ἢ ἐξετέλεσεν ἀπόφασιν ἢ διαταγήν, δι' ἧς παραβιάζεται διάταξις τοῦ Συντάγματος ἢ τῶν νόμων ή τῶν ἐντολῇ τῆς νομοθετικῆς ἐξουσίας ἐκδεδομένων διαταγμάτων τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ, ἢ διέταξε τὴν ἐκτέλεσιν τοιαύτης ἀποφάσεως ἢ διαταγῆς.
δʹ. Παρέλειψε νὰ ἐκτελέσῃ διάταξιν τοῦ Συντάγματος ἢ τῶν νόμων ἢ τῶν ἐντολῇ τῆς νομοθετικῆς ἐξουσίας ἐκδεδομένων διαταγμάτων τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ, ἢ νὰ διατάξῃ τὴν ἐκτέλεσιν τοιαύτης διατάξεως.
εʹ. Συνυπέγραψε πρὸς κύρωσιν ὡς νόμου τῆς Πολιτείας, πρᾶξιν μὴ ψηφισθεῖσαν ὑπὸ τῆς Βουλῆς, κατὰ τὰ ἐν τῷ Συντάγματι πρὸς κατάρτισιν τῶν νόμων ὡρισμένα καὶ ἐδημοσίευσε τοιαύτην πρᾶξιν ἢ διέταξε τὴν ἐκτέλεσιν αὐτῆς.
Ἄρθρον 74.
Κατηγορεῖται ὡσαύτως ὑπὸ τῆς Βουλῆς ἐνώπιον τοῦ Εἰδικοῦ Δικαστηρίου ὁ Σύμβουλος ὅστις κατὰ τὴν ἐνέργειαν τῶν ἑαυτοῦ καθηκόντων.
αʹ. Παρεβίασε ποινικήν τινα διάταξιν τῶν κειμένων νόμων, ἧς ἡ παράβασις κολάζεται διὰ ποινῆς εγκληματικῆς ἢ ἐπανορθωτικῆς.
βʹ. Καὶ χωρὶς νὰ παραβιάσῃ ρητὴν διάταξιν τοῦ Συντάγματος ἢ τῶν νόμων ἢ τῶν ἐντολῇ τῆς νομοθετικῆς ἐξουσίας ἐκδεδομένων διαταγμάτων τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ, ἔβλαψεν ἐκ προθέσεως διὰ πράξεως ἢ παραλέιψεως αὐτοῦ τὰ συμφέροντα τῆς Πολιτείας.
Ἄρθρον 75.
Ἐπιτρέπεται ποινικὴ καταδίωξις κατὰ τοῦ Συμβούλου ἐὰν οὗτος ἐξ ἀσυγγνώστου ἀμελείας παρέβη διὰ πράξεως ἢ παραλείψεως αὐτοῦ τὰς διατάξεις τοῦ Συντάγματος ἢ τῶν νόμων, ἢ τῶν ἐντολῇ τῆς νομοθετικῆς ἐξουσίας ἐκδεδομένων διαταγμάτων τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ, καὶ ἐκ τούτου προῆλθε βλάβη εἰς οὐσιώδη συμφέροντα τῆς Πολιτείας.
Ἄρθρον 76.
Σύμβουλος μὴ μετάσχων εἰς τὴν διάπραξιν τῶν ἀνωτέρω ἀδικημάτων, εὐθύνεται οὐχ' ἧττον ὡς συναυτουργὸς ἐὰν συνῄνεσεν εἰς αὐτὰ διὰ πράξεως τοῦ Συμβουλίου φερούσης τὴν ἑαυτοῦ ὑπογραφήν.
Ἄρθρον 77.
Ὁ Σύμβουλος ἀπαλλάσσεται τῆς εὐθύνης διὰ τὰς ἐν τοῖς προηγουμένοις ἄρθροις ὁριζομένας παραβάσεις, ἐὰν ἡ παράβασις προῆλθεν ἐκ συγγνωστῆς καὶ δεδικαιολογημένης πλάνης περὶ τὴν ἀκριβῆ ἔννοιαν τοῦ παραβιασθέντος Νόμου.
Ἄρθρον 78.
Ἐπὶ ἀξιοποίνων πράξεων ἢ παραλείψεων, ἃς οἱ κείμενοι νόμοι χαρακτηρίζουσιν ὡς πλημμελήματα ἢ κακουργήματα καὶ αἵτινες δύναται νὰ διαπραχθώσιν, εἴτε ὑπὸ παντὸς ἰδιώτου, εἴτε ὑπὸ μόνων τῶν δημοσίων λειτουργῶν, εἴτε ὑπ' ἀμφοτέρων, ὁ Σύμβουλος, ὅστις ὑπέπεσεν εἰς αὐτὰς κατὰ τὴν ἐκτέλεσιν τῶν καθηκόντων του, τιμωρεῖται μὲ τὴν ποινήν, ἢν οἱ εἰρημένοι νόμοι καταγιγνώσκουσι κατὰ τοιούτων πράξεων ἢ παραλείψεων.
Ἄρθρον 79.
Ἐπὶ πάσης παραβάσεως τοῦ Συντάγματος ἢ τῶν νόμων, κατὰ τὴν ἐκτέλεσιν τῶν καθηκόντων τοῦ Συμβούλου, κατὰ τῆς ὁποίας δὲν καταγιγνώσκεται ὑπὸ τοῦ νόμου ρητὴ ποινὴ, ὁ παραβάτης Σύμβουλος τιμωρεῖται μὲ φυλάκισιν ἀπὸ τριῶν μηνῶν μέχρι δύο ἐτῶν καὶ χρηματικὴν ποινὴν μέχρι πεντάκις χιλίων δραχμῶν, ἂν ἐνήργησεν ἐκ προθέσεως· μὲ φυλάκισιν δὲ μέχρις ἓξ μηνῶν ἢ χρηματικὴν ποινὴν μέχρι πεντάκις χιλίων δραχμῶν ἐὰν ἐνήργησεν ἐξ ἀσυγγνώστου ἀμελείας.
Ἄρθρον 80.
Ὁ ἔνοχός τινος τῶν ἐν ἄρθρῳ 74 ἐδ. β′. ὁριζομένων παραβάσεων τιμωρεῖται μὲ φυλάκισιν δύο μηνῶν μέχρις ἑνὸς ἔτους.
Ἄρθρον 81.
Ὁσάκις τὸ ἀδίκημα δι᾽ ὃ ὁ Σύμβουλος κατεδικάσθη, διεπράχθη ἐκ προθέσεως, ἡ καταδίκη συνεπάγεται τὴν ἀπὸ τριῶν μέχρι δέκα ἐτῶν στέρησιν τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων τοῦ καταδικασθέντος.
Ἄρθρον 82.
Ἡ καταδίκη τοῦ Συμβούλου διὰ πρᾶξιν ἢ παράλειψιν προελθοῦσαν ἐξ' ἀσυγγνώστου αὐτοῦ ἀμελείας, συνεπάγεται τὴν ἀπὸ δύο μέχρι πέντε ἐτῶν ἀπώλειαν τῆς ἱκανότητος τοῦ καταδικασθέντος πρὸς ἀνάληψιν δημοσίου ἐμμίσθου ἀξιώματος.
Ἄρθρον 83.
Τὸ ἀξιόποινον τῶν ἀνωτέρω ἀδικημάτων ἐξαλείφεται διὰ τῆς παραγραφῆς μετὰ τὴν λῆξιν δύο τακτικῶν βουλευτικῶν συνόδων ἀφ᾽ ἧς ἀπεμακρύνθη τῆς ὑπηρεσίας ὁ Σύμβουλος.
Ἄρθρον 84.
Τὸ εἰδικὸν Δικαστήριον ἀποτελοῦσιν ὁ Πρόεδρος τοῦ ἐν Χανίοις Ἀνωτάτου Δικαστηρίου, ὡς Πρόεδρος τοῦ Εἰδικοῦ Δικαστηρίου, καὶ ἕξ ἄλλα μέλη, λαμβανόμενα διὰ κληρώσεως, μεταξὺ τῶν ἑπομένων, πρὸ τῆς κατηγορίας διωρισμένων προσώπων, ἤτοι τῶν Εἰσαγγελέων, Ἀντιεισαγγελέων καὶ τῶν δικαστῶν τῶν Ἐφετείων καὶ τῶν προέδρων καὶ εἰσαγγελέων τῶν Πρωτοδικῶν.
Ἡ κλήρωσις γίνεται ἐνώπιον τοῦ Προέδρου τῆς Βουλῆς ἐν δημοσίᾳ συνεδριάσει.
Μέχρι τῆς ἐκδόσεως εἰδικοῦ περὶ τούτου νόμου, τὰ τῆς διαδικασίας ἐνώπιον τῆς Βουλῆς καὶ τοῦ Εἰδικοῦ Δικαστηρίου κανονίζονται διὰ τοῦ ὑπ᾽ ἀριθμὸν ΦΗΣΤʹ. τοῦ 1876 περὶ εὐθύνης ὑπουργῶν Ἑλληνικοῦ νόμου.
Ἄρθρον 85.
Ἡ κατὰ τοῦ Συμβούλου καὶ ὑπὲρ τοῦ ἀδικηθέντος πολιτικὴ ἀγωγὴ περὶ ἀποζημιώσεως, εἰς ἣν παρέχουσιν ἀφορμὴν τὰ ἐν τοῖς ἀνωτέρω ἄρθροις ἀναφερόμενα ἀδικήματα, εἰσάγεται μόνον ἐνώπιον τῶν πολιτικῶν Δικαστηρίων, καὶ ἐκδικάζεται κατὰ τὰς διατάξεις τοῦ κοινοῦ δικαίου.
Ἄρθρον 86.
Ὁ Ὕπατος Ἁρμοστὴς δύναται ν' ἀπονείμῃ χάριν εἰς Σύμβουλον καταδικασθέντα κατὰ τὰς ἀνωτέρω διατάξεις, μόνον ἐπὶ τῇ συγκαταθέσει τῆς Βουλῆς.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ'
Περὶ Δικαστικῆς ἐξουσίας
Ἄρθρον 87.
Ἡ Δικαιοσύνη ἀπονέμεται ὑπὸ δικαστῶν διοριζομένων συμφώνως πρὸς τὸν δικαστικὸν ὀργανισμόν.
Ἄρθρον 88.
Οὐδεὶς τῶν ἐν τοῖς ἐγχωρίοις δικαστηρίοις ὑπηρετούντων δικαστῶν ἢ εἰσαγγελέων διορίζεται ἄνευ προτάσεως, οὐδὲ μετατίθεται ἄνευ γνωμοδοτήσεως, οὐδὲ παύεται προσωρινῶς ἢ ὁριστικῶς ἄνευ ἀποφάσεως τοῦ Συμβουλίου τῆς Δικαιοσύνης, ἀποτελουμένου ἀπὸ τὸν πρόεδρον, τὸν Εἰσαγγελέα καὶ τρία τῶν μελῶν τοῦ ἐν Χανίοις Ἐφετείου.
Ἐξαιροῦνται οἱ πρόεδροι καὶ οἱ Εἰσαγγελεῖς τῶν Ἐφετῶν. Ὁ δικαστικὸς ὀργανισμὸς θέλει κανονίσει τὸν τρόπον τοῦ διορισμοῦ καὶ τῆς παύσεως τούτων.
Ἄρθρον 89.
Ἡμεδαποὶ προέδροι, δικασταὶ καὶ Εἰσαγγελεῖς καθίστανται μόνιμοι ἄμα τῷ διορισμῷ των μὴ δυνάμενοι νὰ παυθῶσιν ὁριστικῶς εἰμὴ διὰ τοὺς ἑπομένους λόγους.
1) Μετὰ τριπλῆν τελεσίδικον πειθαρχικὴν τιμώρησιν ὑπὸ πολυμελοῦς δικαστηρίου, ὧν ἡ μία τοὐλάχιστον εἰς προσωρινὴν παῦσιν.
2) Μετὰ τελεσίδικον καταδίκην εἰς ποινὴν τοὐλάχιστον φυλακίσεως ἓξ μηνῶν.
3) Μετὰ τελεσίδικον καταδίκην εἰς ποινὴν ἕνεκα πράξεως ἀναγομένης εἰς τὴν δημοσίαν ὑπηρεσίαν των καὶ τιμωρουμένης ὡς πλημμελήματος ἀπὸ τοὺς ποινικοὺς νόμους.
4) Μετὰ τελεσίδικον καταδίκην ἕνεκά τινος τῶν ἐν ἄρθρῳ 22 τοῦ ποινικοῦ νόμου πράξεων.
5) Μετὰ ἀνικανότητα εἰς ἐκτέλεσιν τοῦ καθήκοντος ἐπελθοῦσαν ἕνεκα γήρατος ἢ ἀνιάτου νοσήματος. Ἡ προσωρινὴ παῦσις δὲν δύναται νὰ ὑπερβῇ τοὺς ἓξ μῆνας.
Ἄρθρον 90.
Τὰ πολιτικὰ ἀδικήματα καὶ τὰ τοῦ τύπου, πλὴν τῶν ἀφορώντων εἰς τὸν ἰδιωτικὸν βίον, δικάζονται ὑπὸ ἐνόρκων.
Ἄρθρον 91.
Δικαστικαὶ επιτροπαὶ καὶ ἔκτακτα δικαστήρια, ὑφ' οἱονδήποτε ὄνομα δὲν ἐπιτρέπονται νὰ συσταθῶσιν.
Ἄρθρον 92.
Οὐδὲν δικαστήριον, οὐδεμία διακιοδοσία τοῦ ἀμφισβητούμενου διοικητικοῦ δύνανται νὰ ὑπάρξωσιν ἄνευ εἰδικοῦ Νόμου. Μέχρι τῆς ἐκδόσεως νόμων ἰσχύουσιν οἱ υφιστάμενοι περὶ διοικητικῆς δικαιοδοσίας.
Ἄρθρον 93.
Ἱδρύεται καὶ δεύτερον Ἑφετεῖον ἐν Ἡρακλείῳ μὲ περιφέρειαν τοὺς Νομοὺς Ηρακλείου καὶ Λασηθίου.
Ὁ δικαστικὸς ὀργανισμὸς δύναται νὰ κανονίσῃ τὴν σύστασιν ἀκυρωτικοῦ.
Ἄρθρον 94.
Αἱ συνεδριάσεις τῶν δικαστηρίων εἶναι δημόσιαι ἐκτὸς ὅταν τὸ δικαστήριον χάριν τῶν χρηστῶν ἠθῶν καὶ τῆς κοινῆς εὐταξίας διατάξῃ δι' ἀποφάσεώς του τὴν κεκλεισμένων τῶν θυρών συζήτησιν.
Ἄρθρον 95.
Πᾶσα ἀπόφασις πρέπει νὰ εἶναι ᾐτιολογημένη καὶ νὰ ἀπαγγέληται ἐν δημοσίᾳ συνεδριάσει.
Ἄρθρον 96.
Τὰ δικαστήρια ὀφείλουν νὰ μὴ ἐφαρμόζουν νόμον ἀντισυνταγματικόν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'
Περὶ ἐξελεγκτικῆς ὑπηρεσίας
Ἄρθρον 97.
Εἰδικὸς νόμος ψηφισθησόμενος κατὰ τὴν ἀμέσως προσεχῆ σύνοδον τῆς Βουλῆς θέλει συστήσει ὑπηρεσίανἐπιθεωρήσεως καὶ ἐξελέγξεως τῶν δημοσίων ὑπολόγων καὶ τῆς διαχειρίσεως τῶν νομικῶν προσώπων τοῦ δημοσίου δικαίου· ὡς ὀργανωτὴς καὶ προϊστάμενος τῆς ὑπηρεσίας ταύτης δύναται νὰ διορισθῇ καὶ μὴ ἰθαγενής. Οὗτος ὡς καὶ πάντες οἱ μέλλοντες ν' ἀσκῶσι τὴν ὑπηρεσίαν ταύτην θὰ ἀπολαύωσι τῆς μονιμότητος ἧς ἀπολαύουσιν οἱ δικαστικοὶ λειτουργοί, ὁ δὲ μισθὸς αὐτῶν ὁ ὁριζόμενος ἐν τῷ νόμῳ κατὰ τὸν χρόνον τῆς ἀναλήψεως τῶν καθηκόντων των δὲν δύναται νὰ ἐλαττωθῇ, διαρκούσης τῆς ὑπηρεσίαν των.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'
Περὶ τῆς Διοικήσεως
Ἄρθρον 98.
Ἕκαστος νομὸς ἀποτελεῖ ἴδιον νομικὸν πρόσωπον.
Ἐν ἑκάστῳ νομῷ θέλει συσταθῇ νομαρχιακὸν συμβούλιον ὅπως βουλεύηται καὶ ἀποφασίζῃ περὶ τῶν ἰδιαίτερων ἀναγκῶν καὶ τῶν συντελούντων εἰς εὐημερίαν τοῦ νομοῦ.
Τὰ νομαρχιακὰ συμβούλια θέλουσιν ἔχει τὴν διάθεσιν τῶν πόρων οὓς ἤθελεν ὁρίσει ἡ νομοθετικὴ ἐξουσία πρὸς θεραπείαν τῶν ἰδιαιτέρων ἀναγκῶν τοῦ νομοῦ καὶ θέλουσιν ἀπολαύει τοῦ δικαιώματος τοῦ ἐπιβάλλειν καὶ πρόσθετον φορολογίαν δι' ὡρισμένας εἰδικὰς ἀνάγκας τοῦ νομοῦ, ἐντὸς τῶν ὁρίων ἅτινα θὰ κανονίζῃ ἑκάστοτε ἡ νομοθετικὴ ἐξουσία.
Τὸ αὐτὸ ἰσχύει καὶ περὶ τῶν δήμων.
Ἄρθρον 99.
Τὰ νομαρχιακὰ συμβούλια καὶ αἱ κοινοτικαὶ καὶ δημοτικαὶ ἀρχαὶ εἰσὶν αἱρεταί, αἱ τελευταῖαι δ' αὗται δι' ἀμέσου καθολικῆς καὶ μυστικῆς ψηφοφορίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'
Περὶ τῶν δημοσίων ὑπαλλήλων
Ἄρθρον 100.
Ἐπὶ τῇ βάσει προσόντων καὶ τοῦ θεσμοῦ τοῦ διαγωνισμοῦ εἰδικὸς νόμος θέλει κανονίσει τὰ τοῦ διορισμοῦ καὶ τῆς προαγωγῆς τῶν δημοσίων ὑπαλλήλων, πλὴν τῶν ἐξαιρέσεων ὧν μνεία γενήσεται ἐν τοῖς νόμοις, προτιμωμένων μεταξὺ ἰσοδυνάμων τῶν προσωπικὰς ὑπηρεσίας προσενεγκόντων τῇ πατρίδι.
Ὁ αὐτὸς νόμος θέλει κανονίσει τὸν τρόπον καὶ τοὺς λόγους τῆς παύσεως καὶ μεταθέσεως τῶν αὐτῶν ὑπαλλήλων καὶ τὴν σύστασιν Ἐποπτικοῦ Συμβουλίου, ἀποτελουμένου κατὰ πλειονοψηφίαν ἐκ δικαστικῶν λειτουργῶν, ὃπερ θ' ἀποφασίζῃ περὶ τῆς παύσεως τῶν ἀπολαυόντων τῆς μονιμότητος υπαλλήλων.
Οἱ καταδικασθέντες μετὰ τῆν 8 Δεκεμβρίου 1898 εἰς ποινὴν κοινοῦ κακουργήματος ἢ πλημμελήματος ἐκ τῶν ἐν τῷ ἄρθρῳ 22 τοῦ Ποινικοῦ νόμου ἀναφερομένων εἰς φυλάκισιν ὑπερβαίνουσαν τὸ ἓν ἔτος δὲν δύνανται ἐπ' οὐδενί λόγῳ νὰ γίνωσιν ἔμμισθοι δημόσιοι ἢ δημοτικοὶ ὑπάλληλοι.
Ἄρθρον 101.
Οὐδεμία προηγουμένη ἄδεια τῆς διοικητικῆς ἀρχῆς ἀπαιτεῖται πρὸς καταδίωξιν τῶν δημοσίων καὶ δημοτικῶν ὑπαλλήλων διὰ τὰς περὶ τὴν ὑπηρεσίαν ἀξιοποίνους πράξεις αὐτῶν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι'
Περὶ ἀναθεωρήσεως
Ἄρθρον 102.
Αἱ διατάξεις τοῦ παρόντος Συντάγματος ὑπόκεινται εἰς ἀναθεώρησιν μετὰ ἑξαετίαν, ὁσάκις ἡ Βουλὴ διὰ τῶν δύο τρίτων τοῦ ἀριθμοῦ τῶν μελῶν αὐτῆς ζητήσῃ τοῦτο δι' ἰδίας πράξεως, ὁριζούσης τὰς ἀναθεωρητέας διατάξεις.
Ἄρθρον 103.
Ἀποφασισθείσης κατὰ τὸ προηγούμενον ἄρθρον τῆς ἀναθεωρήσεως, διαλύεται αὐτοδικαίως ἡ ὑφεστῶσα Βουλὴ καὶ συγκαλεῖται νέα, ἥτις δι' ἀπολύτου πλειοψηφίας τοῦ ὅλου ἀριθμοῦ τῶν μελῶν αὐτῆς ἀποφασίζει περὶ τῶν ἀναθεωρητέων διατάξεων, περιοριζομένη, ὡς πρὸς τὴν συντακτικήν της ἐξουσίαν, ἐντὸς τῶν ὁρίων τοῦ προγράμματος ὅπερ ἐκανόνισεν ἡ προηγουμένη Βουλὴ διὰ τῆς περὶ ἀναθεωρήσεως πράξεώς της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'
Εἱδικαὶ Διατάξεις
Ἄρθρον 104.
Ὁ Ὕπατος Ἁρμοστὴς διορίζει καὶ παύει τοὺς Καδῆδες ἐκ τῶν περιβεβλημένων τὴν πνευματικήν των δικαιοδοσίαν ὑπὸ τοῦ Σεϊχουλισλάμη καὶ ὡρκισμένων τὸν θρησκευτικὸν αὐτῶν ὅρκον ἐνώπιον αὐτοῦ· κατὰ τὴν ἀνάληψιν δὲ τῶν καθηκόντων των θὰ ὁρκίζωνται ὡσαύτως ὅρκον πίστεως εἰς τὴν Κρητικὴν Πολιτείαν.
Ἐπίσης διορίζει καὶ παύει τοὺς Μουφτῆδες τῇ ὑποδείξει τῆς οἰκείας Μουσουλμανικῆς Δημογεροντίας.
Ἱεροδῖκαι καὶ Μουφτῆδες δύναται νὰ ὦσι καὶ ἀλλοδαποί.
Άρθρον 105.
Εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τῶν Ἱεροδικῶν ὑπάγονται πλὴν τῶν καθαρῶς θρησκευτικῶν λειτουργιῶν καὶ αἱ ἑξῆς ἀκόμη ὑποθέσεις τῶν Μουσουλμάνων.
αʹ.) Αἱ ἀφορῶσαι εἰς τὴν σύστασιν ἢ διάλυσιν γάμου ἢ εἰς τὰς συνεστῶτος τοῦ γάμου προσωπικὰς τῶν συζύγων σχέσεις.
βʹ.) Αἱ αντικείμενον ἔχουσαι τὴν ἀνατροφὴν ἀνηλίκων.
γʹ.) Ἡ ἐκ τοῦ νόμου πηγάζουσα ὑποχρέωσις προσώπου τινὸς πρὸς διατροφὴν ἄλλου.
δʹ.) Αἱ περὶ κληρονομίας δίκαι ὡς καὶ αἱ περί διαδοχῆς εἰς τὴν διαχείρισιν κληροδοτήματος βακουφικοῦ.
Ἐν περιπτώσει καθ' ἣν τὸ κληρονομικὸν ζήτημα ἀναφυῇ παρεμπιπτόντως ἐν ἑτέρᾳ δίκῃ, ἢ ὃτε κατὰ τὴν περὶ κληρονομίας δίκην εἶναι τις ἐνδιαφερόμενος μὴ Μουσουλμάνος, ἡ ἐκδίκασις γίνεται ἀπ' εὐθείας ὑπὸ τῶν τακτικῶν Δικαστηρίων.
Ἐν πάσῃ περὶ κληρονομίας Μουσουλμάνου δίκῃ ἐφαρμόζεται ὁ νόμος τοῦ κληρονομουμένου, ἤτοι τὸ Ἱερὸν Δίκαιον, μετὰ τῶν τροποποιήσεων ὃσας εἰσήγαγεν εἰς τοῦτο ὁ ὑπ' ἀριθμὸν 434 νόμος καὶ τηρουμένης τῆς ἐφαρμογῆς τῆς διατάξεως τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ παρόντος Συντάγματος.
Αἱ κατὰ τὰ ἐδάφια γʹ. καὶ δʹ. ἐκδιδόμεναι ἀποφάσεις τῶν ἱεροδικῶν ἐφεσιβάλλονται ἐνώπιον τῶν τακτικῶν δικαστηρίων.
Ἡ ἀναγκαστικὴ ἐκτέλεσις πάσης ἀποφάσεως τῶν ἱεροδικῶν ἀπόκειται εἰς τὰ τακτικὰ δικαστήρια.
Ἄρθρον 106.
Οἱ Ἱεροδίκαι ἔχουσι τὸ δικαίωμα τοῦ διορισμοῦ καὶ τῆς παύσεως τῶν Θρησκευτικῶν λειτουργῶν, ἐπὶ προτάσει τῶν οἰκείων δημογεροντιῶν.
Αἱ μουσουλμανικαὶ δημογεροντίαι ἐκλέγονται ὑπὸ τῶν μουσουλμάνων ἐκλογέων τῆς οἰκίας περιφερείας δι' ἀμέσου καθολικῆς καὶ μυστικῆς ψηφοφορίας, διορίζουσι δὲ καὶ παύουσι τοὺς διευθυντὰς τῶν μουσουλμανικῶν θρησκευτικῶν ἱδρυμάτων καὶ τὸ λοιπὸν προσωπικὸν αὐτῶν.
Ἐπὶ προτάσει τῶν αὐτῶν δημογεροντιῶν διορίζονται συμφώνως τοῖς Νόμοις, οἱ διευθυνταὶ καὶ τὸ λοιπὸν διδάσκον προσωπικὸν τῶν μουσουλμανικῶν σχολείων.
Αἱ αὐταὶ δημογεροντίαι θὰ ἔχουν δικαίωμα γνωμοδοτήσεως κατὰ τὴν σύνταξιν τοῦ προγράμματος τῶν αὐτῶν σχολείων.
Τὰ τῆς Ἐπιτροπείας, κηδεμονίας καὶ χειραφεσίας τῶν ἀνηλίκων ἀνήκουσιν εἰς τὰς Μουσουλμανικὰς Δημογεροντίας κατὰ τὰς διατάξεις τῶν Νόμων.
Ἄρθρον 107.
Ὅλα τὰ βακουφικὰ κτήματα οἱασδήποτε κατηγορίας ἔγειναν κτήματα τελείας ἰδιοκτησίας εἰς χεῖρας τῶν κατὰ τὴν δημοσίευσιν τοῦ Συντάγματος, τοῦ 1899 νομίμων κατόχων αὐτῶν καὶ τῶν καθολικῶν καὶ εἰδικῶν διαδόχων των.
Ἐξαιροῦνται τῆς διατάξεως ταύτης τὰ κατὰ τὴν δημοσίευσιν τοῦ Συντάγματος τοῦ 1899.
1) Ἀπρόσοδα εὐαγῆ καθιδρύματα.
2) Κτήματα τῶν ὁποίων ἡ χρῆσις εἶνε καθιερωμένη ὑπέρ θρησκευτικοῦ λειτουργήματος.
3) Προσοδοφόρα μονοτελῆ κτήματα τῶν ὁποίων οὐχὶ μέρος ἀλλ' ὁλόκληρος μέν ἡ πρόσοδος εἶνε προσδιωρισμένη κατὰ τὰς διατάξεις τοῦ ἀφιερωτοῦ εἰς ἐξυπηρέτησιν εὐαγοῦς σκοποῦ, μουτεβελῆς δὲ κατὰ τὰς αὐτὰς διατάξεις εἶνε οὐχὶ ἀτομικῶς ὡρισμένον πρόσωπον, ἀλλ' ὁ ἑκάστοτε ἀντιπρόσωπος νομικοῦ προσώπου ἢ θρησκευτικοῦ ἱδρύματος ἢ ὁ κάτοχος θρησκευτικοῦ λειτουργήματος, χωρὶς νὰ ἔχῃ οὗτος ἀτομικῶς δικαίωμα ἐπὶ τῶν προσόδων τῶν κτημάτων τούτων.
Οἱ ἐξουσιασταὶ τῶν ἐπὶ διτελείᾳ κατεχομένων κτημάτων (ἰτζαρετεϊνλῆ) καὶ τῶν ὑποκειμένων εἰς μίσθωμα κατ' ἀποκοπὴν (μουκατααλῆ) ὀφείλουσι νὰ καταβάλλωσι πρὸς τὴν διεύθυνσιν τῶν Μουσουλμανικῶν ἱδρυμάτων ἀποζημίωσην διὰ τὸ ἕνεκα τῆς τροπῆς ταύτης καταργούμενον τέλος συμφώνως πρὸς τὰς διατάξεις τοῦ ὑπ' ἀριθμ. 422 νόμου.
Οἱ κάτοχοι τῶν μονοτελῶν βακουφικῶν κτημάτων ὅσα ἐγένοντο κτήματα τελείας ἰδιοκτησίας ὀφείλουσι νὰ καταβάλλωσιν ἀποζημίωσιν εἰς τὴν διεύθυνσιν τῶν Μουσουλμανικῶν ἱδρυμάτων διὰ τὰ βαρύνοντα αὐτὰ συμφώνως πρὸς τοὺς ὅρους τῆς ἀφιερώσεως τέλη κεφαλαιοποιουμένης τῆς ἀξίας τούτων ἐπὶ 9% πλὴν τούτου ἐφ' ὧν κτημάτων πρὸ τοῦ 1897 τὸ ἐφκάφιον νομίμως ἐλάμβανε τὸ ¼ ἢ τὸ 1/16 ἐπὶ τοῦ περισσεύματος τῶν εἰσοδημάτων, ἡ Διεύθυνσις τῶν Μουσουλμανικῶν ἱδρυμάτων ἔχει δικαίωμα συγκυριότητος κατὰ μοίραν ἴσην πρὸς τὸ ποσοστὸν ὅπερ, ὡς εἴρηται ἐδικαιοῦτο λαμβάνειν τὸ ἐφκάφιον ἐκ τῶν προσόδων μετὰ τὴν ἐκ τῆς ὅλης ἀξίας τοῦ κτήματος ἀφαίρεσιν τῆς ἀποζημιώσεως ἥτις ὡς εἴρηται θέλει καταβληθῇ διὰ τὰ βαρύνοντα αὐτὸ τέλη.
Ὁ κάτοχος ὅμως τῶν τοιούτων κτημάτων δικαιοῦται πρὸς ἀπόσβεσιν τῆς συγκυριότητος ταύτης νὰ πληρώσῃ τὴν ἀξίαν αὐτῆς εἰς τὴν διεύθυνσιν τῶν Μουσουλμανικῶν ἱδρυμάτων. Ἡ ἐκτίμησις θέλει γίνεσθαι ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἀξίας ἣν τὸ κτῆμα εἶχε κατὰ τὴν δημοσίευσιν τοῦ Συντάγματος τοῦ 1899.
Ἀλλά διὰ τὰ μονοτελῆ βακουφικὰ κτήματα τὰ ὁποῖα μέχρι τῆς 18 Ὀκτωβρίου 1906 καὶ ταύτης συμπεριλαμβανομένης ἔχουσι νομίμως μεταβιβασθῆ εἰς τρίτους ἢ ἐφ' ὧν τρίτοι ἔχουσι νομίμως ἐγγράψει μέχρι τῆς αὐτῆς χρονολογίας ὑποθήκην ἢ προσημείωσιν ἢ ἔχουσιν ἐπ' αὐτῶν ἀποκτήσει ἄλλα ἐμπράγματα δικαιώμα, ἡ Διεύθυνσις τῶν Μουσουλμανικῶν Ἱδρυμάτων διὰ τὸ ποσοστὸν τοῦ ¼ ἢ 1/16 τοῦ περισσεύματος τῶν εισοδημάτων αὐτῶν τὸ ὁποῖον τυχὸν ὑπεχρεοῦντο νὰ καταβάλλωσιν εἰς τὸ ἐφκάφιον, θὰ ἔχῃ προσωπικὴν μόνον ἀπαίτησιν κατὰ τοῦ ἀρχικοῦ πωλητοῦ καὶ τῶν καθολικῶν αὐτοῦ διαδόχων μὴ εὐθυνομένων τῶν εἰδικῶν διαδόχων.
Κατ' ἐξαίρεσιν ὅμως μετὰ τοῦ πωλητοῦ συνευθύνονται ἀλληλεγγύως πρὸς τὴν Διεύθυνσιν τῶν Μουσουλμανικῶν Ἱδρυμάτων καὶ οἱ εἰδικοὶ ἐκεῖνοι διάδοχοι οἵτινες ἔγειναν τοιοῦτοι πρὸ τοῦ νόμου 422 καὶ ἐκεῖνοι οἵτινες εἴτε πρὸ εἴτε μετὰ τὸν νόμον 422 ἐν τῷ μεταβιβαστικῷ τίτλῳ ἀνέλαβον ρητῶς τοιαύτας ὑποχρεώσεις.
Οὐδεμίαν ἐπίσης εὐθύνην ὑπέχουσι πρὸς τὴν Διεύθυνσιν τῶν Μουσουλμανικῶν Ἱδρυμάτων διὰ τὸ ὡς εἴρηται ¼ ἢ 1/16 ποσοστὸν καὶ οἱ εἰδικοὶ ἐκείνοι διάδοχοι ὅσοι ἔγειναν τοιοῦτοι μέχρι τῆς 24 Νοεμβρίου 1906 συμπεριλαμβανομένης εἰς μονοτελῆ βακουφικὰ κτήματα ὡς πρὸς τὰ ὀποῖα ἐκανονίσθη μέχρι τῆς αὐτῆς χρονολογίας τὸ ἀποζημιωτέον τέλος ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ ὑπ' ἀριθμ. 422 νόμου εἴτε διὰ τελεσιδίκου δικαστικῆς ἀποφάσεως εἴτε διὰ συμβάσεως ἀπ' εὐθείας μετὰ τῆς Διευθύνσεως τῶν Μουσουλμανικῶν Ἱδρυμάτων ἐχούσης προσωπικὴν μόνον ἀπαίτησιν κατὰ τοῦ ἀρχικοῦ πωλητοῦ καὶ τῶν καθολικῶν αὐτοῦ διαδόχων.
Τὰ βακουφικὰ κτήματα ὅσα κατὰ τὰς ἀνωτέρω διατάξεις δὲν ἔγειναν κτήματα τελείας ἰδιοκτησίας δύνανται νὰ ἐκποιῶνται ἀδείᾳ τῆς Μουσουλμανικῆς Δημογεροντίας καθιστάμενα τοῦ λοιποῦ κτήματα τελείας ἰδιοκτησίας εἰς χεῖρας τῶν ἀγοραστῶν.
Τὰ κτήματα τελείας ἰδιοκτησίας ὅσα ἀνήκουσι σήμερον εἰς Μουσουλμανικὰ Θρησκευτικὰ Ἱδρύματα ἢ ὅσα μέλλουσι ν΄ἀποκτηθῶσιν ἐν τῷ μέλλοντι ὑπ' αὐτῶν, δὲν δύνανται ν΄ἀπαλλοτριωθῶσιν εἰ μὴ ἀδείᾳ τῆς Μουσουλμανικῆς Δημογεροντίας.
Ἄρθρον 108.
Εἰς τὰς βουλευτικὰς ἐκλογὰς οἱ Μουσουλμάνοι τῶν νομῶν Ἡρακλείου, Ρεθύμνης, Χανίων ἀποτελοῦσιν ἰδιαιτέρους ἐκλογικοὺς συλλόγους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'
Τελικαὶ Διατάξεις
Ἄρθρον 109.
Ἡ Κρήτη διαιρεῖται εἰς πέντε νομούς, θὰ ἔχῃ δὲ πέντε Πρωτοδικεῖα.
Ἡ διάταξις αὕτη δύναται νὰ μεταβληθῇ διὰ νόμου μετὰ παρέλευσιν ἓξ ἐτῶν ἀπὸ τῆς δημοσιεύσεως τοῦ παρόντος Συντάγματος.
Ἄρθρον 110.
Ἅμα τῇ δημοσιεύσει τοῦ Συντάγματος, διὰ διατάγματος τοῦ Ὑπάτου Αρμοστοῦ, μὴ χρῄζοντος τῆς προσυπογραφῆς ὑπευθύνου Συμβούλου, διορισθήσονται οἱ Πρόεδροι, Εἰσαγγελεῖς καὶ δικασταὶ πάντων τῶν ἐγχωρίων δικαστηρίων. Οἱ οὕτω διορισθησόμενοι ἀπολαύουσι τῆς μονιμότητος κατὰ τὰς διακρίσεις τῶν ἄρθρων 89 καὶ 111 τοῦ παρόντος Συντάγματος.
Ἄρθρον 111.
Κατὰ τὴν πρώτην διετίαν οἱ Εισαγγελεῖς τῶν Πρωτοδικῶν, οἱ Πρωτοδίκαι, καὶ οἱ Ειρηνοδίκαι δύνανται δι' ἀποφάσεως τοῦ Συμβουλίου τῆς Δικαιοσύνης νὰ παυθῶσι καὶ διὰ τοὺς ἑπομένους λόγους.
1) Μετὰ διπλῆν τελεσίδικον πειθαρχικὴν τιμώρησιν ὑπὸ πολυμελοῦς δικαστηρίου.
2) Μετὰ τελεσίδικον καταδίκην εἰς ποινὴν τοὐλάχιστον φυλακίσεως τριμήνου.
3) Μετὰ τελεσίδικον καταδίκην εἰς ποινὴν ἕνεκα πράξεως ἀγομένης εἰς τὴν δημοσίαν ὑπηρεσίαν των καὶ τιμωρουμένης ὡς πλημμελήματος ἀπὸ τοὺς ποινικοὺς νόμους.
4) Μετὰ τελεσίδικον καταδίκην ἕνεκά τινος τῶν ἐν ἄρθρῳ 22 τοῦΠοινικοῦ Νόμου πράξεων, καὶ·
5) Ἐπελθούσης καταργήσεως δικαστικῆς θέσεως ὅτε περὶ τοῦ ἀπολυτέου ἐκ τῶν ὁμοταγῶν ἀποφασίζει τὸ Συμβούλιον τῆς Δικαιοσύνης.
Ἄρθρον 112.
Οἱ Πρόεδροι, οἱ Εἰσαγγελεῖς, καὶ δύο τῶν μελῶν ἑκατέρου τῶν Ἐφετείων δύναται νὰ εἶναι πολῖται Ἕλληνες ἐκ τῆς ἐν Ἑλλάδι ἐνεργοῦ δικαστικῆς ὑπηρεσίας.
Ἄρθρον 113.
Μέχρις οὗ δι' εἰδικοῦ νόμου ψηφισθησομένου κατὰ τὴν προσεχῆ σύνοδον τῆς Βουλῆς, κανονισθῶσι τὰ τῆς ὀργανώσεως καὶ λειτουργίας τῶν ὀρκωτῶν δικαστηρίων καὶ τοῦ ἐν Ἡρακλείῳ ἑδρεύοντος Ἐφετείου ὡς καὶ τοῦ Πρωτοδικείου Σφακίων θέλουσιν ταῦτα κανονισθῇ διὰ διατάγματος τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ ἐκδοθησομένου ἐπὶ προτάσει τοῦ Συμβουλίου αὐτοῦ ἀναγραφομένης τῆς ἀναγκαίας πιστώσεως εἰς τὸν προϋπολογισμόν τῆς χρήσεως 1906-1907.
Ἄρθρον 114.
Διὰ Διατάγματος τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ δύναται νὰ δοθῇ ἐπιμίσθιον εἰς τοὺς ἐξ Ἑλλάδος προσληφθησομένους δικαστικοὺς λειτουργούς.
'Ἄρθρον 115.
Πρὸς παροχὴν βοηθημάτων εἰς ἀπόρους ἀγωνιστὰς τῶν ἐπαναστάσεων 1866, 1878, 1896 καὶ 1897, χήρας, ὀρφανά, τραυματίας τῶν μαχῶν ἐντελῶς ἀνικάνους πρὸς ἐργασίαν, θ' ἀναγράφηται ἐτησία πίστωσις εἰς τὸν προϋπολογισμὸν τῆς Νήσου ποσὸν μὴ ὑπερβαῖνον τὰς 70000 δραχμῶν. Πᾶσα κράτησις πρὸς αὔξησιν τοῦ ποσοῦ τούτου ἀπαγορεύεται. Εἰδικὸς Νόμος θέλει ὁρίσει καὶ κατατάξει τοὺς δικαιουμένους εἰς βοήθημα.
Ἅμα τῇ δημοσιεύσει τοῦ παρόντος Συντάγματος παύει ἡ ἰσχὺς τῶν σχετικῶν Νόμων περὶ βοηθημάτων τῶν ἀγωνιστῶν, χηρῶν, ὀρφανῶν καὶ τραυματιῶν καὶ τῶν ἐπὶ τῇ βάσει τούτων ἐκδοθεισῶν ἀποφάσεων τοῦ Συμβουλίου τοῦ Ἡγεμόνος καὶ τῶν ἐπιτροπειῶν τῶν ἀγωνιστῶν.
Εἰδικὸς νόμος δύναται νὰ κανονίσῃ τὴν ἀπονομὴν ἀριστείων εἰς τοὺς πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικοὺς ἀγωνιστὰς τῶν ἐπαναστάσεων τῶν 1866, 1878, 1896 καὶ 1897.
Ἄρθρον 116.
Ἐξουσιοδοτεῖται ἡ Κυβέρνησις ἵνα διὰ προσωρινῶν νομοθετικῶν Διαταγμάτων προβῇ εἰς τὴν μεταρρύθμισιν τῆς Χωροφυλακῆς καὶ τὴν σύστασιν καὶ τὴν διοργάνωσιν τῆς Πολιτοφυλακῆς, παρεχομένης πρὸς τούτο τῆς ἀναγκαίας πιστώσεως.
Ἄρθρον 117.
Ἐξουσιοδοτεῖται ἡ Κυβέρνησις νὰ διαπραγματευθῇ καὶ συνάψῃ δάνειον 9,300,000 δραχμῶν παρέχουσα τὰς ἀναγκαίας ἀσφαλείας μὲ τόκον μέχρι 4%, συμπεριλαμβανομένου, ἐν ἐναντίᾳ δὲ περιπτώσει νὰ ὑποβάλῃ τὴν περὶ τούτου σύμβασιν εἰς τὴν προσεχῆ Βουλὴν πρὸς κύρωσιν.
Ἐκ τοῦ δανείου τούτου διατεθήσεται τὸ ἀναγκαῖον ποσὸν ὅπως μετὰ τοῦ ἐν τοῖς ταμείοις ὑπάρχοντος ὑπολοίπου ἐκ τῶν εἰσπράξεων τοῦ προσθέτου τελωνειακοῦ δασμοῦ συμπληρωθῇ ποσὸν 5000000, ὅπερ θέλει χρησιμοποιηθῇ πρὸς ὁλοσχερῆ ἐξόφλησιν τῶν ἀποζημιώσεων τῶν ἐπαναστάσεων τοῦ 1896 καὶ 1897 διὰ τῆς πληρωμῆς ἀναλόγου ποσοστοῦ εἰς τοῦς Ἰθαγενεῖς καὶ τοὺς πολίτας Ἕλληνας, ὧν αἱ ζημίαι ἀνεγνωρίσθησαν ὑπὸ τῶν ἁρμοδίων ἐκτιμητικῶν ἐπιτροπειῶν.
Τὸ ὑπόλοιπον ποσὸν θέλει χρησιμοποιηθῇ διὰ τὴν ἐκτέλεσιν δημοσίων ἔργων κατὰ ξηρὰν συγκοινωνίας συμφώνως πρὸς τοὺς ψηφισθησόμενους εἰδικοὺς νόμους παρὰ τῆς Βουλῆς κατανεμομένου τοῦ ποσοῦ τούτου κατὰ Νομοὺς καὶ ἀναλόγως τοῦ πληθυσμοῦ καὶ τῆς κοινῆς ὠφελείας.
Ἄρθρον 118.
Ὁ πρόσθετος τελωνειακὸς δασμὸς 3% θὰ ἐξακολουθήσῃ τῇ συναινέσει τῶν Μ. Δυνάμεων εἰσπραττόμενος καὶ ἐν τῷ μέλλοντι ἐξουσιοδοτουμένης τῆς Κυβερνήσεως ὅπως ζητήσῃ τὴν συγκατάθεσιν αὐτῶν πρὸς αὔξησιν αὐτοῦ.
Ἄρθρον 119.
Ὅταν παραστῇ ἡ ὥρα νὰ ἐρωτηθῇ ὁ Κρητικὸς λαὸς περὶ τῆς τελικῆς αὐτοῦ ἀποκαταστάσεως ἐὰν μὲν ὑπάρχῃ ἐκλελεγμένη Βουλὴ θέλει πράξῃ τοῦτο αὐτή, ἐὰν δὲ μὴ θὰ συγκαλῆται πρὸς τοῦτο ἡ προηγηθείσα Βουλὴ καὶ ἐν ᾗ περιπτώσει διελύθη αὕτη ἢ καὶ ἐξέπνευσεν ὁ χρόνος τῆς βουλευτικῆς περιόδου.
Ἄρθρον 120.
Τὸ σύστημα τῆς διὰ σφαιριδίων ψηφοφορίας δύναται νὰ τροποποιηθῇ δι' ἁπλοῦ Νόμου, μετὰ πάροδον ἑξαετίας ἀπὸ τῆς δημοσιεύσεως τοῦ παρόντος Συντάγματος.
Ἄρθρον 121.
Ἡ πρώτη τακτικὴ σύνοδος τῆς Βουλῆς θέλει συνέλθει τὴν 1 Ιουλίου 1907. Ἡ Βουλὴ κατὰ τὴν προσεχῆ αὐτῆς Σύνοδον δύναται νὰ μεταβάλῃ τὸν ἐν τῷ παρόντι Συντάγματι ὡρισμένον χρόνον τῆς ἐνάρξεως τῆς τακτικῆς βουλευτικῆς συνόδου.
Ἄρθρον 122.
Τὸ Σύνταγμα τοῦ 1899 καὶ πᾶσαι αἱ διατάξεις τῶν κειμένων νόμων καὶ διαταγμάτων, αἱ ἀντικείμεναι εἰς τὸ παρὸν Σύνταγμα, καταργοῦνται.
Ἄρθρον 123.
Τὸ παρὸν Σύνταγμα θέλει ἰσχύσει ἀπὸ τῆς δημοσιεύσεώς του, ἡ τήρησις δ' αὐτοῦ ἀφίεται εἰς τὴν φιλοπατρίαν τῶν Κρητῶν.
- Στις 30 Μαΐου υπεγράφη η συνθήκη του Λονδίνου. Ο σουλτάνος παραιτήθηκε από όλα τα δικαιώματά του στην Κρήτη, την οποία παραχώρησε στις Μεγάλες Δυνάμεις. Με ιδιαίτερη συνθήκη που υπεγράφη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (1η Νοεμβρίου), ο σουλτάνος παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμα επικυριαρχίας στην Κρήτη.
ΤΟ ΚΡΗΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
Η Κρήτη από το 1868 ως το 1878
Ο Οργανικός Νόμος ίσχυσε για μια δεκαετία, ως τη νέα επανάσταση του 1878. Παρά τις θριαμβολογίες της Υψηλής Πύλης, που επιχειρούσε να παρουσιάσει τον Οργανικό Νόμο ως χειρονομία καλής θέλησης και ως απόδειξη παραχώρησης νέων προνομίων, ο νόμος αυτός ήταν στην πραγματικότητα φενάκη. Η μεγάλη αδικία σε βάρος του Χριστιανικού στοιχείου του νησιού φάνηκε αμέσως με τις διατάξεις για την εκλογή αντιπροσώπων στη Γενική Συνέλευση. Οι 250.000 του Χριστιανικού στοιχείου εξέλεγαν 38 αντιπροσώπους, ενώ οι μόλις 70.000 του Μουσουλμανικού 36. Ακόμη και οι Εβραίοι, που ήταν μόλις 50 οικογένειες σε ολόκληρη την Κρήτη, εξέλεγαν 1 αντιπρόσωπο...
Έτσι, από την αρχή ο Οργανικός Νόμος έγινε αντικείμενο λαϊκής σάτιρας, που εκφράστηκε με πολύ ενδιαφέροντα στιχουργήματα, τα οποία κυκλοφορούσαν ανώνυμα και πολλές φορές τοιχοκολλούνταν σε κεντρικούς δρόμους των Κρητικών πόλεων ως παράνομες εφημερίδες τοίχου. Η λαϊκή έκφραση «Τση Κρήτης ο Οργανισμός του ντοβλετιού ο στολισμός» αποδίδει την απέχθεια που ένιωθαν οι Κρητικοί για το νέο αυτό κατασκεύασμα της Υψηλής Πύλης. Οι Τουρκικές αρχές της Κρήτης εφάρμοζαν κατά γράμμα τις διατάξεις του Οργανικού Νόμου και φυλάκιζαν ή εξόριζαν επιφανείς Κρήτες με την παραμικρή υποψία. Η κατάσταση κατά τα πρώτα χρόνια μετά την επανάσταση του 1866 ήταν αληθινά τραγική.
Ο πληθυσμός είχε ελαττωθεί με τον πόλεμο και τους συνεχείς εκπατρισμούς, τα χωριά είχαν ερημωθεί, τα σπίτια ήταν ερειπωμένα και ακατοίκητα και τα κτήματα έμεναν ακαλλιέργητα. Η Υψηλή Πύλη φρόντιζε να στέλνει στην Κρήτη Γενικούς Διοικητές φανατικούς Μουσουλμάνους, που διακατέχονταν από πνεύμα μισαλλοδοξίας. Το πνεύμα αυτό εξέφραζε, κατά την περίοδο αυτή, και το πανίσχυρο «Κόμμα των Μπέηδων», αντίθετο προς κάθε ιδέα παραχώρησης προνομίων και εξίσωσης του Χριστιανικού με το Μουσουλμανικό στοιχείο. Από το 1871 η Τουρκία εισήλθε σε περίοδο πολιτικής αστάθειας, που χαρακτηρίζεται ως περίοδος του «Οθωμανικού χάους».
Την περίοδο αυτή της πολιτικής ρευστότητας και αστάθειας αναβίωσε το παλαιό σχέδιο της Αγγλικής διπλωματίας, για την ίδρυση αγγλικού προτεκτοράτου στην Κρήτη. Την ιδέα υποστήριζαν οι Αγγλόφιλοι Κρήτες, οι οποίοι όμως δεν διέθεταν λαϊκό έρεισμα. Άλλοι πολιτευτές του νησιού, που ήταν αντίθετοι προς την άποψη αυτή, προωθούσαν την ιδέα για ίδρυση «Ηγεμονίας», κατά το πρότυπο της Σάμου. Οι απόψεις αυτές είχαν απλώς θεωρητικό χαρακτήρα, αφού η Υψηλή Πύλη δεν είχε καμία διάθεση να μεταβάλει, με δική της μάλιστα πρωτοβουλία, το καθεστώς της Κρήτης. Το πρώτο Τουρκικό σύνταγμα (σύνταγμα Μιδάτ), δεν προέβλεπε καμιά μεταβολή στο καθεστώς της Κρήτης, παρά τα έντονα διαβήματα των Κρητών.
Η Σύμβαση της Χαλέπας
Η νέα κρίση του Ανατολικού Ζητήματος, με την έκρηξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου την άνοιξη του 1877, ήταν μια καλή ευκαιρία για την οργάνωση νέου επαναστατικού κινήματος στην Κρήτη. Οργανώθηκαν αμέσως επαναστατικά κομιτάτα, εκλέχθηκε 24μελής Επιτροπή για τη διαχείριση του Κρητικού Ζητήματος και ιδρύθηκε στην Αθήνα το «Κρητικόν Κέντρον», για τη συγκέντρωση εφοδίων και όπλων. Ενώ άρχισαν να κατεβαίνουν στην Κρήτη οι εξόριστοι οπλαρχηγοί, η διαφαινόμενη ήττα της Τουρκίας ενθάρρυνε την Ελληνική κυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη να δηλώσει απερίφραστα ότι θα υποστήριζε μια νέα επανάσταση στην Κρήτη (27 Δεκεμβρίου 1877).
Η επανάσταση εξερράγη τον Ιανουάριο του 1878 και πήρε αμέσως Παγκρήτιες διαστάσεις. Η κατάρρευση της Τουρκίας στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο είχε άμεσες επιπτώσεις στην εξέλιξη του Κρητικού Ζητήματος. Το άρθρο 15 της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (Φεβρουάριος 1878) υποχρέωνε την Τουρκία σε πλήρη εφαρμογή του Οργανικού Νόμου του 1868. Τον Ιούλιο 1878 οι Πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κρήτη επέβαλαν ανακωχή, με τη διαβεβαίωση ότι το Κρητικό Ζήτημα επρόκειτο να απασχολήσει το Συνέδριο του Βερολίνου, το οποίο θα αναθεωρούσε τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου.
Η Γενική Συνέλευση των Κρητών εξέλεξε δύο αντιπροσώπους για το Συνέδριο του Βερολίνου αλλά η Ελληνική Κυβέρνηση, επειδή φοβόταν μήπως οι Κρήτες αντιπρόσωποι πιεσθούν και αποδεχθούν τη λύση της ηγεμονίας, εγκατέλειψε το πάγιο αίτημα της ένωσης και απαγόρευσε τη μετάβαση τους στο Βερολίνο. Η απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων στο Συνέδριο του Βερολίνου δεν διέφερε ουσιαστικά από εκείνη του Αγίου Στεφάνου. Η απειλή όμως της συνέχισης της επανάστασης ανάγκασε την Τουρκία να δεχθεί πρόταση της Αγγλίας για νέες παραχωρήσεις στον Κρητικό λαό.
Αποτέλεσμα των νέων διαβουλεύσεων υπήρξε ο λεγόμενος «Χάρτης της Χαλέπας», μια νέα Σύμβαση, που υπογράφηκε τον Οκτώβριο 1878 στο ομώνυμο προάστιο των Χανίων και επικυρώθηκε αμέσως με σουλτανικό διάταγμα. Επρόκειτο για ένα νέο Οργανικό Νόμο, που ίσχυσε και αυτός για μια περίπου δεκαετία, ως την επανάσταση του 1889. Οι κυριότερες διατάξεις του Χάρτη της Χαλέπας ήταν οι εξής:
- Ο Γενικός Διοικητής της Κρήτης θα μπορούσε να είναι και χριστιανός. Η θητεία του ήταν πενταετής, με δυνατότητα ανανέωσης.
- Ο Γενικός Διοικητής θα είχε ένα σύμβουλο από το άλλο θρήσκευμα (Μουσουλμάνο, αν ήταν Χριστιανός, και Χριστιανό, αν ήταν Μουσουλμάνος).
- Η Γενική Συνέλευση (Βουλή), στην οποία θα πλειοψηφούσαν για πρώτη φορά οι Χριστιανοί, θα είχε 80 μέλη (49 Χριστιανούς και 31 Μουσουλμάνους).
- Ιδρύθηκε Κρητική Χωροφυλακή.
- Αναγνωρίστηκε η Ελληνική ως επίσημη γλώσσα των δικαστηρίων και της Γενικής Συνέλευσης. Μόνο τα επίσημα πρακτικά, οι αποφάσεις των δικαστηρίων και η επίσημη αλληλογραφία θα συντάσσονταν και στις δύο γλώσσες.
- Χορηγήθηκε γενική αμνηστία.
- Θεσμοθετήθηκαν σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις.
- Παραχωρήθηκε για πρώτη φορά το δικαίωμα της ίδρυσης Φιλολογικών Συλλόγων και της έκδοσης εφημερίδων.
- Τέλος παρέχονταν γενική αμνηστία σε όσους συμμετείχαν στην εξέγερση του 1878, ενώ επιτρέπονταν στους Κρήτες η οπλοφορία κατόπιν σχετικής αδείας.
Τη σύμβαση αυτή προσυπόγραψαν εκ μέρους του Σουλτάνου οι παραπάνω αναφερόμενοι εκπρόσωποί του, εκ μέρους δε της Επαναστατικής Συνέλευσης η ενδεκαμελής Επαναστατική Επιτροπή που τη συγκροτούσαν οι: Αντώνιος Μιχελιδάκης, (πρόεδρος της επιτροπής), Γρηγ. Παπαδοπετράκης, Κ. Βολουδάκης, Κ. Μητσοτάκης, Ι. Σφακιανάκης, Χαρ. Ασκούτσης, Στυλ. Σταυρούδης, Αντ. Σήφακας, Κυρ. Χατζηδάκης, Α. Μενεγίδης και Ζ. Θειακάκης. Η Σύμβαση της Χαλέπας ήταν ένα νέο βήμα προς τη λύση του Κρητικού Ζητήματος. Δημιουργούσε ένα καθεστώς ημιαυτόνομης επαρχίας, με ιδιαίτερα προνόμια.
Οι ρυθμίσεις της Σύμβασης αυτής άλλαξαν για πρώτη φορά τη μορφή της ζωής στην Κρήτη και ανέτρεψαν υπέρ των Χριστιανών την έως τότε κατάσταση.
Η Κρήτη από το 1878 ως το 1898
Το αποτέλεσμα των ευεργετικών διατάξεων της Σύμβασης της Χαλέπας φάνηκε αμέσως. Η Υψηλή Πύλη διόρισε Χριστιανό Γενικό Διοικητή, τον Αλέξανδρο Καραθεοδωρή, τον οποίο διαδέχθηκε ένας πολύ μορφωμένος και δραστήριος άνθρωπος, ο Ιωάννης Φωτιάδης, που είχε και διοικητική και διπλωματική εμπειρία, καθώς είχε χρηματίσει πρεσβευτής της Τουρκίας στην Αθήνα. Διοίκησε την Κρήτη ως το 1885, με φρόνηση και δικαιοσύνη. Υποστήριξε την παιδεία, με την ίδρυση σχολείων, και προώθησε τη λύση μεγάλων και σοβαρών οικονομικών προβλημάτων. Στις μεγάλες πόλεις ιδρύθηκαν Φιλεκπαιδευτικοί Σύλλογοι, και λήφθηκαν μέτρα για την προστασία των αρχαιοτήτων του νησιού.
Είναι βέβαιο ότι χωρίς τα μέτρα αυτά πολλά από τα τεκμήρια της Κρητικής αρχαιότητας θα βρίσκονταν σήμερα σε ξένες χώρες. Η παραχώρηση του δικαιώματος για έκδοση εφημερίδων άνοιξε το δρόμο στην Κρητική δημοσιογραφία. Είναι αξιοσημείωτο ότι ήδη από το 1880 παρατηρείται στην Κρήτη ένας αληθινός δημοσιογραφικός πυρετός, με την ίδρυση και έκδοση για πρώτη φορά Ελληνικών εφημερίδων, με μαχητικούς δημοσιογράφους, που ριψοκινδύνευαν καθημερινά, απειλούμενοι με φυλακίσεις και εξορίες από τους Τούρκους. Αλλά τη θετική αυτή εικόνα ήλθε να σκιάσει το πάθος των κομματικών ανταγωνισμών.
Τη δεκαετία αυτή, η Κρήτη γνώρισε περίοδο κομματικών φατριασμών, που είχαν σοβαρότατες επιπτώσεις στην εσωτερική ενότητα του χριστιανικού στοιχείου και στην ομαλή εξέλιξη του πολιτικού βίου. Δύο μεγάλα κόμματα είχαν ιδρυθεί, οι Καραβανάδες και οι Ξυπόλυτοι, με διαφορετικές απόψεις και θέσεις για το Κρητικό Ζήτημα. Τα δύο αυτά κόμματα όξυναν τα πολιτικά πάθη, που πολλές φορές προκάλεσαν πράξεις βίας, καταστροφές και φόνους. Το Κρητικό Ζήτημα φαινόταν τώρα να έχει λησμονηθεί μέσα στη δίνη των πολιτικών παθών. Το 1888 προβλήθηκε για μια ακόμη φορά η ιδέα της Αγγλικής προστασίας, που όμως απορρίφθηκε από τους περισσότερους πολιτικούς και στρατιωτικούς αρχηγούς.
Στην εφημερίδα «Λευκά Όρη», ο Ελευθέριος Βενιζέλος, νεαρός δικηγόρος τότε και ανατέλλων αστήρ στο πολιτικό στερέωμα της Κρήτης, έγραφε: «Προτιμώμεν χιλιάκις την Τουρκικήν κυριαρχίαν από πάσης Αγγλικής». Ήταν βέβαιο ότι η Τουρκική κυριαρχία στην Κρήτη θα καταλυόταν γρήγορα, ενώ η αποτίναξη μιας ενδεχόμενης Αγγλικής κατοχής θα ήταν δύσκολη και ίσως αδύνατη και έτσι, ο εθνικός πόθος της Κρήτης δεν θα μπορούσε να βρει δικαίωση. Το 1888 είχαν προκηρυχθεί εκλογές για την ανάδειξη πληρεξουσίων για τη Γενική Συνέλευση. Στις εκλογές αυτές κέρδισε το κόμμα των Ξυπόλυτων. Το κόμμα των Καραβανάδων, που υποστήριζε ότι οι εκλογές δεν είχαν διεξαχθεί ομαλά, αντέδρασε με τρόπο απροσδόκητο και απερίσκεπτο.
Στη Γενική Συνέλευση της 6ης Μαΐου 1889 κατέθεσε αιφνιδιαστικά σχέδιο Ψηφίσματος, με το οποίο κήρυττε την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Η πράξη κρίθηκε ευθέως ανατρεπτική, η Συνέλευση διαλύθηκε, τα στελέχη των Καραβανάδων κατέφυγαν στα βουνά και κήρυξαν νέα ένοπλη επανάσταση. Η άκαιρη και επιπόλαιη αυτή ενέργεια είχε ολέθριες συνέπειες για το Κρητικό Ζήτημα. Στο νησί κηρύχθηκε ο στρατιωτικός νόμος και σημειώθηκαν βιαιοπραγίες και ληστρικές ενέργειες σε βάρος του άμαχου Χριστιανικού πληθυσμού. Παράλληλα η Υψηλή Πύλη, με το πρόσχημα ότι κινδυνεύουν στην Κρήτη οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί, ανακάλεσε τα προνόμια του Χάρτη της Χαλέπας (17 Δεκεμβρίου 1889).
Στην Κρήτη επανήλθε η τρομοκρατία περασμένων καιρών και επιβλήθηκε επαχθέστατη φορολογία. Η πενταετία 1889 - 1894 χαρακτηρίζεται ως η πιο ζοφερή περίοδος της Τουρκοκρατίας στην Κρήτη. Η προσωπική ελευθερία, η περιουσία και η τιμή των Κρητών ήταν στη διάκριση των εξαγριωμένων ατάκτων Οθωμανών (Βασιβουζούκων), που μαζί με φανατισμένους Τουρκοκρητικούς δημιούργησαν παντού κλίμα φόβου και ανασφάλειας. Οι νυκτερινές επιθέσεις σε χωριά, οι διώξεις των κληρικών, οι δολοφονίες και οι βεβηλώσεις ναών και μοναστηριών ήταν φαινόμενο καθημερινό.
Την περίοδο αυτή της μεγάλης αναρχίας γεννήθηκε η ιδέα της «Μεταπολιτεύσεως», δηλαδή ενός καθεστώτος αυτόνομης ή ημιαυτόνομης πολιτείας υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου και υπό την προστασία των Μ. Δυνάμεων. Εμπνευστής της ιδέας αυτής ήταν ο Σφακιανός πολιτευτής Μανούσος Κούνδουρος, ο οποίος πίστευε ότι οι συνθήκες που επικρατούσαν δεν επέτρεπαν την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα και έπρεπε να μεθοδευτούν λύσεις άλλου τύπου, δηλαδή ενός καθεστώτος προσωρινού, που θα αποτελούσε το προστάδιο για την οριστική λύση του Κρητικού Ζητήματος.
Τις ιδέες αυτές φαινόταν να ασπάζεται και ο Άγγλος Πρόξενος στα Χανιά. Ένα υπόμνημα του Κούνδουρου, υποβλήθηκε στους Προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων. Τρία ήταν τα κύρια σημεία του υπομνήματος:
- Να ανακηρυχθεί η Κρήτη αυτόνομη πολιτεία φόρου υποτελής στον σουλτάνο, έναντι 15.000 Οθωμανικών λιρών ετησίως.
- Να διορίζεται Χριστιανός διοικητής με πενταετή θητεία, χωρίς να έχει ο σουλτάνος δικαίωμα να τον παύσει ή να τον αντικαταστήσει.
- Να επαναχορηγηθούν με ουσιώδεις βελτιώσεις όλα τα προνόμια του Χάρτη της Χαλέπας, που είχαν ανακληθεί μετά την επανάσταση του 1889.
Μπροστά σ' αυτήν την κατάσταση, οι Μ. Δυνάμεις επενέβησαν και ανάγκασαν την Τουρκία να παραχωρήσει ένα νέο «Οργανικό Νόμο», που προέβλεπε την επαναφορά του Χάρτη της Χαλέπας, με βελτιώσεις των προνομίων. Ο νέος αυτός κανονισμός παρείχε για πρώτη φορά στις Μ. Δυνάμεις της Ευρώπης το δικαίωμα επέμβασης, για την προστασία του άμαχου πληθυσμού από τις συνεχείς και ανεξέλεγκτες βιαιοπραγίες. Η αντίδραση του ντόπιου Μουσουλμανικού στοιχείου, και κυρίως των Τουρκοκρητών και των ατάκτων (Βασιβουζούκων), στην εφαρμογή του νέου Οργανισμού ήταν και πάλι βίαιη.
Μπροστά σ' αυτήν την κατάσταση, οι επαναστάτες των Χανίων, μεταξύ των οποίων ηγετική θέση είχε ήδη ο Ελευθέριος Βενιζέλος, υπέγραψαν, στο Ακρωτήρι, Ψήφισμα (25 Ιανουαρίου 1897), με το οποίο κήρυτταν την κατάλυση της Τουρκικής κατοχής της Κρήτης και την ένωση με την Ελλάδα και καλούσαν το βασιλιά Γεώργιο Α' να καταλάβει το νησί. Παρόμοια ψηφίσματα υπέγραψαν αμέσως και υπέβαλαν στις Μ. Δυνάμεις της Ευρώπης όλες οι επαναστατικές οργανώσεις της Κρήτης. Σε λίγες ημέρες η επανάσταση είχε γενικευθεί και ολόκληρη η Κρήτη βρισκόταν σε επαναστατικό πυρετό, με το σύνθημα «Ένωσις ή Θάνατος».
Ο διορισμός του Άγγλου Μπορ, ως αρχηγού της κρητικής χωροφυλακής, ήταν μια προσπάθεια της Υψηλής Πύλης να δείξει ότι σέβεται τις διεθνείς συνθήκες, αλλά η ενέργεια αυτή δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Παράλληλα με τον επαναστατικό αναβρασμό, κορυφώθηκε και η διπλωματική κίνηση για το Κρητικό Ζήτημα. Οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν να επέμβουν στην Κρήτη, για την προστασία του άμαχου πληθυσμού, σύμφωνα με τον ισχύοντα Οργανικό Νόμο. Η Ελληνική Κυβέρνηση, έπειτα από μια περίοδο αναποφασιστικότητας, έσπευσε και αυτή να προλάβει την επέμβαση των Μ. Δυνάμεων και πήρε την απόφαση να αποστείλει στην Κρήτη στρατεύματα και να την καταλάβει στο όνομα του βασιλιά των Ελλήνων.
Η επιχείρηση ανατέθηκε στο συνταγματάρχη του πυροβολικού Τιμολέοντα Βάσσο, ο οποίος αποβιβάστηκε στην Κρήτη την 1η Φεβρουαρίου 1897 και με προκήρυξη προς τον Κρητικό Λαό ανακοίνωσε την κατοχή της Κρήτης από τον ελληνικό στρατό, την κατάλυση των νόμων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την εφαρμογή του Ελληνικού συντάγματος και της Ελληνικής νομοθεσίας. Η νέα αυτή τροπή των πραγμάτων εξόργισε τις Μ. Δυνάμεις, οι οποίες έσπευσαν να αποκλείσουν τα κρητικά παράλια και να αποβιβάσουν στρατιωτικά αγήματα στα Χανιά. Η Κρήτη τέθηκε για πρώτη φορά επίσημα υπό διεθνή προστασία.
Οι πρώτες στρατιωτικές επιτυχίες των Ελλήνων και των επαναστατών ανάγκασαν τις Μ. Δυνάμεις να επέμβουν, προτείνοντας για πρώτη φορά επίσημα τη λύση της αυτονομίας (17 Φεβρουαρίου 1897). Όμως, τόσο οι Κρήτες πολιτικοί και στρατιωτικοί αρχηγοί, όσο και η Ελληνική κυβέρνηση την απέρριψαν κατηγορηματικά. Η ενεργός ανάμειξη της Ελλάδας στην επανάσταση της Κρήτης ήταν η αφορμή του ατυχούς Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Η Ελλάδα υποχρεώθηκε να ανακαλέσει τις δυνάμεις της από την Κρήτη (21 Απριλίου) και το Κρητικό όνειρο για την ένωση φάνηκε να διαψεύδεται για μια ακόμη φορά.
Έτσι, οι ηγέτες των Κρητών αποφάσισαν να δεχθούν την προτεινόμενη από τις Μεγάλες Δυνάμεις λύση της αυτονομίας, την οποία ως τότε απέρριπταν κατηγορηματικά. Τα πιο ακανθώδη σημεία στην πρόταση των Μεγάλων Δυνάμεων ήταν η μορφή του νέου πολιτεύματος και, κυρίως, το πρόσωπο του πρώτου ηγεμόνα. Οι Κρήτες ζητούσαν να είναι Ευρωπαίος «διότι μόνον Ευρωπαίος Κυβερνήτης θα κέκτηται και εξωτερικός το αναγκαίον κύρος, όπως υποστηρίξη τελεσφόρως την αυτονομίαν τον τόπου κατά ενδεχομένην επέμβασιν και επιβουλήν της Πύλης». Στο πρόσωπο όμως κοινής αποδοχής από την Ευρώπη δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν μεταξύ τους οι Μ. Δυνάμεις.
Έτσι πρότειναν και επέβαλαν ως Ύπατο Αρμοστή τον πρίγκιπα Γεώργιο, δευτερότοκο γιο του βασιλιά Γεωργίου Α' της Ελλάδας. Τα όπλα είχαν πλέον σιγήσει, αλλά δεν είχαν κατατεθεί. Στις επανειλημμένες εκκλήσεις και πιέσεις των Ναυάρχων των Μ. Δυνάμεων για αφοπλισμό, οι Κρήτες έθεταν ως απαράβατο όρο και προϋπόθεση την απομάκρυνση από την Κρήτη του Τουρκικού στρατού, ο οποίος ήταν το σύμβολο της Τουρκικής κατοχής αλλά και το στήριγμα των ατάκτων και των Τουρκοκρητών. Η Κρήτη τέθηκε υπό διεθνή προστασία με διανομή των περιφερειών της μεταξύ των Δυνάμεων. Την περιοχή των Χανίων ανέλαβαν Γάλλοι, του Ρεθύμνου Ρώσοι, του Ηρακλείου Άγγλοι και του Λασιθίου Ιταλοί.
Η Εκτελεστική Επιτροπή της Κρήτης εργάστηκε σκληρά για την οργάνωση των επιμέρους θεμάτων της διοίκησης του νησιού, σε στενή συνεργασία με τις κατά τόπους επαναστατικές επιτροπές και υπό την εποπτεία και την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων. Το πρόβλημα ήταν η ομαλή μετάβαση της εξουσίας στο πρόσωπο του Ύπατου Αρμοστή. Για την ομαλή μετάβαση της εσωτερικής διοίκησης της Κρήτης από το σουλτανικό σύστημα στο νέο καθεστώς της αυτονομίας, έπρεπε να εγκατασταθούν στις διάφορες θέσεις οι νέοι υπάλληλοι του Εκτελεστικού της Κρήτης. Καθώς απόσπασμα του αγγλικού στρατού εγκαθιστούσε στο Ηράκλειο τους φορολογικούς υπαλλήλους το πρωί της 25ης Αυγούστου 1898.
Εξαγριωμένοι Τούρκοι, με την παρότρυνση των Τουρκικών στρατιωτικών και διοικητικών αρχών, κινήθηκαν σε μια πρωτοφανούς αγριότητας σφαγή του άμαχου πληθυσμού, σε εμπρησμούς και λεηλασίες σπιτιών και καταστημάτων των χριστιανών. Μεταξύ των θυμάτων ήταν και ο Λυσίμαχος Καλοκαιρινός, Υποπρόξενος της Αγγλίας στο Ηράκλειο, καθώς και 17 Άγγλοι στρατιώτες. Ο Αγγλικός στόλος αναγκάστηκε να κανονιοβολήσει την πόλη, ολοκληρώνοντας την καταστροφή. Η μεγάλη σφαγή του Ηρακλείου επέσπευσε τη λύση του Κρητικού Ζητήματος.
Τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία παρουσίασαν το δράμα της πόλης του Ηρακλείου με τα μελανότερα χρώματα και δημοσίευσαν καταλόγους των θυμάτων και των προσφύγων. Η πόλη τέθηκε υπό την αυστηρή επιτήρηση των στρατευμάτων των Μ. Δυνάμεων και άρχισαν ανακρίσεις για την ανεύρεση και τιμωρία των πρωταιτίων. Το Εκτελεστικό της Κρήτης απηύθυνε αγωνιώδεις εκκλήσεις προς τον Κρητικό λαό, σε μια προσπάθεια να συγκρατήσει τα εξημμένα πνεύματα, να ελέγξει με ψυχραιμία την κατάσταση και να επισπεύσει την τιμωρία των ενόχων, ικανοποιώντας το περί δικαίου αίσθημα του Χριστιανικού στοιχείου. Η διαδικασία της τιμωρίας των ενόχων άρχισε στις 8 Σεπτεμβρίου 1898.
Απαγχονίστηκαν 17 σημαίνοντες Τουρκοκρητικοί, που θεωρήθηκαν πρωταίτιοι και υποκινητές των βιαιοπραγιών, ενώ πολλοί άλλοι καταδικάστηκαν σε πολυετείς φυλακίσεις και εξορίες. Παράλληλα με την τιμωρία των πρωταιτίων, οι Μεγάλες Δυνάμεις αποδέχθηκαν το πάγιο αίτημα των Χριστιανών της Κρήτης για την απομάκρυνση του Τουρκικού στρατού, παρά τις πολλές επιφυλάξεις και τις παρελκυστικές κινήσεις της Αγγλικής διπλωματίας. Στις 2 Νοεμβρίου 1898 και ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης εγκατέλειπε οριστικά την Κρήτη. Στις 5 Νοεμβρίου 1898 οι Κρήτες κατέθεσαν τα όπλα, υπακούοντας στην εντολή του Εκτελεστικού, για να διευκολυνθεί η ομαλή μεταβίβαση της εξουσίας στον εντολοδόχο των Μεγάλων Δυνάμεων πρίγκιπα Γεώργιο.
ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ Η ΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Η ΚΡΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Οι Κρητικοί μετά την επιστροφή της Κρήτης από την ιδιοκτησία της Αιγύπτου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία εξεγείρονταν συνεχώς με εθνικά, κοινωνικά και οικονομικά αιτήματα. Το 1841 ξέσπασε το Κίνημα του Χαιρέτη και το 1858 το Κίνημα του Μαυρογένη, με το οποίο οι Κρήτες πέτυχαν να κατέχουν ελεύθερα όπλα, να ασκούν τη λατρεία και να γίνεται σεβαστή η θρησκεία τους, καθώς και τη σύσταση Χριστιανικών Δημογεροντιών που είχαν αρμοδιότητα σε θέματα παιδείας, κοινωνικής πρόνοιας, κληρονομικού και οικογενειακού δικαίου, και ακολούθησε η επανάσταση του 1866 - 1869. Η επανάσταση του 1877 - 1878, έφερε την Σύμβαση της Χαλέπας.
Σύμφωνα με τη Σύμβαση, η Κρήτη αποχωριζόταν από την λοιπή Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα διοικούνταν από τη Γενική Διοίκηση Κρήτης και της παραχωρούνταν ορισμένα προνόμια, μεταξύ των οποίων και η σύσταση Φιλεκπαιδευτικών Συλλόγων και η έκδοση εφημερίδων καθώς και να αστυνομεύεται μόνο από Κρητικούς. Το 1889 η Οθωμανική Αυτοκρατορία περιόρισε σημαντικά τα προνόμια των Κρητών μετά την επανάσταση που ξέσπασε με πρωτοβουλία των ηγετών του συντηρητικού κόμματος (Καραβανάδων) και ανέθεσε στον συνταγματάρχη Ταξίν την αστυνόμευση της Κρήτης θέτοντας τον επικεφαλής σώματος 200 ανδρών που στρατολογήθηκαν στην Μακεδονία.
Η επανάσταση του 1889 καταπνίγηκε μετά από ένα οκτάμηνο. Στις 3 Σεπτεμβρίου 1895 ξέσπασε νέα επανάσταση αλλά οι σφαγές των Οθωμανών δεν σταμάτησαν και στις 11 Μαΐου 1896 ο Χριστιανικός πληθυσμός των Χανίων, ο οποίος αποτελούσε μειονότητα στην πόλη, υπέστη μεγάλη σφαγή, όπως και τον επόμενο χρόνο 1897, οπότε και πυρπολήθηκαν και τα κοινοτικά καταστήματα απέναντι από τον καθεδρικό ναό, που περιλάμβαναν το επισκοπικό μέγαρο και το παρθεναγωγείο. Η αποστολή Ελληνικών στρατευμάτων στο νησί οδήγησε στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 κατά τον οποίο τα Οθωμανικά στρατεύματα νίκησαν κατά κράτος τα αντίστοιχα Ελληνικά στο Θεσσαλικό μέτωπο.
Η Οργάνωση της Κρητικής Πολιτείας
Μέσα σε μια απερίγραπτη φρενίτιδα ενθουσιασμού ο εντολοδόχος των Μεγάλων Δυνάμεων πρίγκιπας Γεώργιος ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 9 Δεκεμβρίου 1898. Ο Γάλλος Ναύαρχος Ποττιέ, υπό την ιδιότητά του ως Προέδρου του Συμβουλίου των Ναυάρχων, παρέδωσε επίσημα στο Γεώργιο τη διοίκηση της Κρήτης. Τα πλοία των Δυνάμεων της Διεθνούς Προστασίας χαιρέτισαν τη σημαία της Κρητικής Πολιτείας και ο Ύπατος Αρμοστής απηύθυνε το πρώτο του διάγγελμα προς τον Κρητικό λαό. Η Κρητική σημαία υψώθηκε στο φρούριο του Φιρκά, ενώ η Τουρκική διατηρήθηκε μόνο στο φρούριο της Σούδας, ως τελευταίο σύμβολο της Τουρκικής επικυριαρχίας στην Κρήτη. Το νησί τέθηκε υπό διεθνή προστασία.
Οι ξένοι Ναύαρχοι αναχώρησαν την επομένη (10 Δεκεμβρίου) και αμέσως άρχισε με γοργούς ρυθμούς το δυσχερές έργο της οργάνωσης του νέου πολιτικού σχήματος, που ονομάστηκε Κρητική Πολιτεία. Ορίστηκε μια 16μελής Επιτροπή από 12 Χριστιανούς και 4 Μουσουλμάνους, για να εκπονήσει το σχέδιο του Κρητικού συντάγματος, ενώ παράλληλα προχώρησαν οι πολιτικές πράξεις, χωρίς χρονοτριβή. Έναν ακριβώς μήνα μετά την εγκατάσταση του Ύπατου Αρμοστή, δημοσιεύτηκε το πρώτο σημαντικό διάταγμα «Περί συγκροτήσεως της Κρητικής Συνελεύσεως» και αμέσως προκηρύχθηκαν εκλογές για την ανάδειξη πληρεξουσίων.
Στις εκλογές αυτές αναδείχθηκαν 138 Χριστιανοί και 50 Μουσουλμάνοι πληρεξούσιοι και η Κρητική Βουλή άρχισε τις εργασίες της στις 8 Φεβρουαρίου 1899. Το Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας, που συντάχθηκε κατά το πρότυπο του ισχύοντος τότε Ελληνικού συντάγματος, αφού εγκρίθηκε από το Συμβούλιο των Πρέσβεων των Προστάτιδων Δυνάμεων στη Ρώμη, τέθηκε αμέσως σε εφαρμογή. Λίγες ημέρες αργότερα συγκροτήθηκε και ορκίστηκε η πρώτη κυβέρνηση της Κρητικής Πολιτείας, στην οποία Υπουργός Δικαιοσύνης ορίστηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Η Περίοδος της Δημιουργίας
Η πρώτη κυβέρνηση της Κρητικής Πολιτείας εργάστηκε με ζήλο και απέδωσε σε σύντομο χρονικό διάστημα σημαντικό έργο. Εξέδωσε πολύ γρήγορα νόμους και διατάγματα, έκοψε κρητικό νόμισμα (την Κρητική δραχμή), ίδρυσε την Κρητική Τράπεζα, οργάνωσε ταχυδρομική υπηρεσία και Χωροφυλακή με Ιταλούς αξιωματικούς και υπαξιωματικούς (καραμπινιέρους). Ιδιαίτερη ήταν η μέριμνα για την εκπαίδευση και τη δημόσια υγεία. Αντιμετωπίστηκε το μεγάλο πρόβλημα της λέπρας, που είχε προσλάβει ενδημική μορφή στις πόλεις και τα χωριά της Κρήτης, με την οργάνωση του λεπροκομείου της Σπιναλόγκας (1903), ιδρύθηκαν πολλά σχολεία και διορίστηκαν δάσκαλοι.
Ένα σοβαρό ζήτημα, που επίσης αντιμετωπίστηκε με επιτυχία, ήταν το καθεστώς της τοπικής Εκκλησίας. Με τον Οργανικό Νόμο του 1900, δόθηκε λύση σε ακανθώδη εκκλησιαστικά ζητήματα, όπως ήταν η σχέση της Εκκλησίας της Κρήτης με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η εκλογή Μητροπολίτη και Επισκόπων. Το βασικό σχήμα, που ισχύει με μικρές τροποποιήσεις έως σήμερα, είναι ένα καθεστώς ημιαυτόνομης Εκκλησίας, της οποίας ο Προκαθήμενος εκλέγεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Κρητική Πολιτεία εκδίδει το Διάταγμα της αναγνώρισης και εγκατάστασής του.
Το θετικό και αισιόδοξο κλίμα των δύο πρώτων ετών της λειτουργίας του νέου καθεστώτος άρχισαν να σκιάζουν απειλητικά σύννεφα, τα οποία επρόκειτο να δημιουργήσουν λίγο αργότερα σοβαρή εσωτερική κρίση. Το Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας ήταν υπερβολικά συντηρητικό και παραχωρούσε στον Ηγεμόνα, όπως ονομάστηκε ο Ύπατος Αρμοστής, υπερεξουσίες, που εύκολα μπορούσαν να τον οδηγήσουν σε δεσποτική συμπεριφορά. Επιπλέον, η ασάφεια στον ακριβή καθορισμό αρμοδιοτήτων δημιουργούσε τριβές και προσωπικές αντιπαραθέσεις στο έργο της διοίκησης.
Οι τοπικοί παράγοντες της Κρήτης, που πολέμησαν για την ελευθερία του νησιού και στήριξαν με ενθουσιασμό τον Πρίγκιπα, έβλεπαν τώρα με δυσφορία και πικρία να παραγκωνίζονται και να διορίζονται σε καίριες θέσεις Αθηναίοι σύμβουλοι του Γεωργίου, που αγνοούσαν τα Κρητικά πράγματα και την ψυχολογία των Κρητών. Αλλά το πιο σημαντικό ήταν η διαχείριση του εθνικού ζητήματος της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα. Στο ουσιώδες αυτό ζήτημα παρατηρήθηκε εξαρχής διάσταση απόψεων μεταξύ του Γεωργίου και του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Ο Γεώργιος πίστευε ότι η λύση του εθνικού ζητήματος θα ωρίμαζε με συνεχείς παραστάσεις και υπομνήματα προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, ενώ ο Βενιζέλος, βλέποντας τα πράγματα πρακτικότερα και ρεαλιστικότερα, θεωρούσε ότι η λύση έπρεπε να είναι σταδιακή, με βαθμιαίες κατακτήσεις. Ως πρώτη μάλιστα κατάκτηση θεωρούσε την απομάκρυνση των ξένων στρατευμάτων από τις κρητικές πόλεις και την αντικατάστασή τους από ντόπια πολιτοφυλακή, με Έλληνες αξιωματικούς. Η διάσταση των απόψεων στο πολιτικό ζήτημα δεν άργησε να λάβει τη μορφή προσωπικής αντιπαράθεσης.
Ο Βενιζέλος είχε καταστήσει σαφές ότι δεν αναγνωρίζει στον Πρίγκιπα το δικαίωμα να διαχειρίζεται προσωπικώς το εθνικό ζήτημα της Κρήτης: «Ως ένας εκ των τριακοσίων χιλιάδων Κρητών, δεν σας εκχωρώ το δικαίωμά μου, ώστε μόνος σεις να ρυθμίζετε αυτοβούλως την εθνικήν πολιτικήν του τόπου μου». Κακοί σύμβουλοι του Γεωργίου διοχέτευαν χαλκευμένα και συκοφαντικά κείμενα στις αθηναϊκές εφημερίδες εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου, γεγονός που δημιούργησε βαρύ κλίμα διχασμού.
Η ΕΠΕΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
Οι Μεγάλες Δυνάμεις, που πάντοτε ενδιαφέρονταν για την Κρήτη λόγω της στρατηγικής της σημασίας και από καιρό είχαν συγκεντρώσει τους στόλους τους γύρω από το νησί, αποφάσισαν με τη Συνθήκη του Βερολίνου το 1896 να προχωρήσουν σε οριστική λύση του Κρητικού ζητήματος, με τη διεθνή κατοχή του νησιού και την ανακήρυξή του σε αυτόνομη Πολιτεία, ενώ στις 21 Ιανουαρίου 1897 Ελληνικά στρατεύματα με δύναμη 1.500 αντρών και διοικητή τον υπασπιστή του βασιλιά Τιμολέοντα Bάσσο αποβιβάστηκαν εκεί για να την ελευθερώσουν και να την ενώσουν με την Ελλάδα. Οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις όμως παρενέβησαν αποβιβάζοντας κι αυτές δυνάμεις για να σταματήσουν οι εχθροπραξίες.
Στις 18 Φεβρουαρίου ο Ελληνικός στόλος αποσύρθηκε και ο Ελληνικός στρατός υποχώρησε στην ξηρά και κατευθύνθηκε βόρεια προς την Θεσσαλία και την Ήπειρο. Στις 20 Μαρτίου του ίδιου χρόνου οι Μεγάλες Δυνάμεις χώρισαν το νησί σε διεθνείς τομείς, ενώ τα Χανιά και η γύρω περιοχή της πρωτεύουσας έγιναν πολυεθνικός τομέας. Οι Άγγλοι διοικούσαν το νομό Ηρακλείου, οι Ρώσοι το νόμο Ρεθύμνου, οι Γάλλοι το νομό Λασιθίου και οι Ιταλοί τους νομούς Χανίων και Σφακιών. Στις 25 Αυγούστου 1897, ο Ελευθέριος Βενιζέλος έστειλε διακοίνωση στον αρχηγό του Ευρωπαϊκού στόλου, αναφέροντας ότι η μόνη σωστή λύση του Κρητικού ζητήματος θα ήταν η ένωση του νησιού με την Ελλάδα.
Αφού όμως η Ελλάδα απέσυρε τη στρατιωτική δύναμη που είχε στο νησί, αναγνωρίζοντας την αυτονομία του, θα έπρεπε και η Κρήτη, για να μην φέρει σε δύσκολη θέση την Αθήνα, να δεχθεί ως προσωρινή λύση την αυτονομία, εναποθέτοντας τις ελπίδες για οριστική λύση στις Μεγάλες Δυνάμεις. Οι Οθωμανοί πρότειναν να γίνει ανταλλαγή της Κρήτης με τη Θεσσαλία που την κατείχε ο στρατός τους. Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε καθώς θεωρήθηκε εμπαιγμός και για τους Κρητικούς και για τις Μεγάλες Δυνάμεις. Μετά τον πόλεμο του 1897 η Ελλάδα υπέγραψε στην Κωνσταντινούπολη συνθήκη ειρήνης με την Τουρκία.
Κατόπιν οι Μεγάλες Δυνάμεις ξεκίνησαν τη διαδικασία διακανονισμού του Κρητικού ζητήματος, που όμως τραβούσε μακριά. Προτάθηκαν για τη θέση του Γενικού Διοικητή του νησιού οι Δροζ, Σέφερ, ο Μαυροβούνιος Πέτροβιτς Μπόζα, ο πρίγκιπας Βάττεμβεργ ενώ οι Τούρκοι ήθελαν γι' αυτή τη θέση τον Ανθόπουλο Πασά. Η Ρωσία υπέδειξε τον γιο του βασιλιά των Ελλήνων Γεωργίου του Α΄, τον πρίγκιπα Γεώργιο, ο οποίος και επελέγη τελικά. Στις 21 Ιανουαρίου 1898, η Κρητική συνέλευση, μέσα σε ζητωκραυγές ενέκρινε πρόταση του Βενιζέλου να κάνει το προεδρείο της τα αναγκαία διαβήματα.
Η Γερμανία και η Αυστρία, επειδή δεν ήθελαν να φανεί ότι αντιτίθενται στις Τουρκικές απαιτήσεις, αποχώρησαν από τον συνασπισμό των Ευρωπαϊκών δυνάμεων, ο οποίος έγινε πλέον τετραμελής. Ο Γενικός Διοικητής θα αναγνώριζε την υψηλή επικυριαρχία του Σουλτάνου, θα εφάρμοζε αναλογική συμμετοχή του Ελληνικού και του Τουρκικού στοιχείου στη διοίκηση του νησιού. Εκλέχθηκε μια εκτελεστική επιτροπή, με τη συμμετοχή του Βενιζέλου, που εκτελούσε χρέη κυβέρνησης και είχε τις επαφές με τους Ευρωπαίους ναυάρχους. Άρχισε να εφαρμόζει το προσωρινό πολίτευμα, αλλά οι Μουσουλμάνοι, υποκινούμενοι από την Οθωμανική διοίκηση, ξεσηκώθηκαν.
Οι Χριστιανοί της Κρήτης άρχισαν να συγκεντρώνουν ένοπλα τμήματα και η εκτελεστική επιτροπή προέβη σε διαβήματα διαμαρτυρίας. Οι Μουσουλμάνοι του νησιού κλείστηκαν στις πόλεις και την ύπαιθρο έλεγχαν οι χριστιανοί επαναστάτες. Οι σφαγές των Μουσουλμάνων της Σητείας και του Σέλινου καθώς και η σφαγή των Χριστιανών του Ηρακλείου στις 25 Αυγούστου 1898 που έκαναν οι Μουσουλμάνοι, οδήγησαν στην αποχώρηση των Οθωμανών από το νησί, στη δημιουργία της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας και στην εκλογή του πρίγκιπα Γεωργίου ως ύπατου αρμοστή της Κρήτης.
Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΤΗΝ ΚΡΗΤΗ
Ο πρίγκιπας ορίστηκε Ύπατος Αρμοστής Κρήτης με τριετή θητεία. Στις 9 Δεκεμβρίου 1898 έφθασε στη Σούδα με τη Ρωσική ναυαρχίδα "Νικόλαος Α'", συνοδευόμενη και από πλοία των άλλων Δυνάμεων, όπου του επιφυλάχθηκε αποθεωτική υποδοχή. Τον υποδέχονταν στη Σούδα οι ναύαρχοι Ποττιέ, Νόελ, Σκρύδλωφ και Μπέτολλο κι ο ενθουσιώδης Κρητικός λαός. Ο πρόεδρος του συμβουλίου των ναυάρχων Γάλλος Ποττιέ του παρέδωσε επίσημα στο Διοικητήριο Χανίων τη διοίκηση της Κρήτης, ενώ τα Ευρωπαϊκά πολεμικά, έξω από το λιμάνι, χαιρέτιζαν με κανονιοβολισμούς την ύψωση της Κρητικής σημαίας.
Σε σύντομο διάστημα ο Γεώργιος ανέθεσε σε επιτροπή από 16 μέλη (12 Χριστιανούς και 4 Μουσουλμάνους), με πρόεδρο τον Ιωάννη Σφακιανάκη, τη σύνταξη σχεδίου Συντάγματος που θα ενέκρινε η Κρητική Συνέλευση, η οποία συγκροτήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 1899, ενώ ταυτόχρονα προκηρύχτηκαν για τις 24 του ίδιου μήνα εκλογές των πληρεξουσίων. Στις 8 Φεβρουαρίου έγινε η πρώτη συνεδρίαση της Κρητικής Συνελεύσεως που αποτελέστηκε από 138 Χριστιανούς και 50 Μουσουλμάνους. Η Συνέλευση, με πρόεδρο τον Σφακιανάκη, ψήφισε το Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας.
Μετά την επικύρωσή του από τον Ύπατο Αρμοστή και την έγκρισή του, με ελάχιστες μεταβολές, από τις Μεγάλες Δυνάμεις, το Σύνταγμα δημοσιεύτηκε στις 16 Απριλίου 1899 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Στις 27 Απριλίου 1899, ο Ύπατος Αρμοστής όρισε Συμβούλιο του Ηγεμόνα (δηλαδή κυβέρνηση) από τους Κρητικούς αρχηγούς συνιστώμενη από πέντε Ανώτερες Διευθύνσεις, αντίστοιχες με τα σημερινά Υπουργεία. Οι σύμβουλοι με τις διευθύνσεις τους ήταν: Ελευθέριος Βενιζέλος της Δικαιοσύνης, Μανούσος Κούνδουρος των Εσωτερικών, Νικόλαος Γιαμαλάκης της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και των Θρησκευμάτων, Κωνσταντίνος Φούμης των Οικονομικών και Χασάν Σκυλιανάκης της Δημοσίας Ασφαλείας.
Από τους αρχηγούς δεν συμμετείχε στο συμβούλιο μόνο ο Ιωάννης Σφακιανάκης, επειδή υπέβαλε στον Αρμοστή ένα σχέδιο για το οριστικό πολίτευμα του νησιού, αλλά ο Γεώργιος δεν το ενέκρινε. Το συμβούλιο ξεκίνησε την προσπάθεια να οργανώσει κράτος. Στις 18 Μαΐου, ο Βενιζέλος υπέβαλε πλήρη δικαστική νομοθεσία. Άρχισαν όμως οι διαφωνίες. Ο Γεώργιος, σκοπεύοντας να ταξιδέψει στην Ευρώπη, ανακοίνωσε στον Κρητικό λαό ότι "κατά την διάρκειαν του ταξιδίου του θα εζήτει από τας Μεγάλας Δυνάμεις την ένωσιν της Κρήτης και ήλπιζε να επιτύχει ταύτην λόγω των συγγενικών του δεσμών". Η ανακοίνωση έγινε χωρίς να το ξέρει το συμβούλιο.
Ο Βενιζέλος είπε στον πρίγκιπα ότι δεν θα ήταν καλό να δίνει στον λαό ελπίδες για κάτι που δεν ήταν εκείνη τη στιγμή δυνατό να πραγματοποιηθεί. Όντως δε οι Μεγάλες Δυνάμεις απέρριψαν το αίτημα του Γεωργίου. Επήλθε πολλές φορές διάσταση μεταξύ των δύο ανδρών και ο Βενιζέλος επανειλημμένα υπέβαλε παραίτηση. Όταν συζητήθηκε στο συμβούλιο ο προϋπολογισμός, ο Βενιζέλος είπε ότι το νησί δεν ήταν αυτόνομο αφού κατεχόταν στρατιωτικά από τέσσερις δυνάμεις και το κυβερνούσε εντολοδόχος τους.
Θα έπρεπε, όταν θα έληγε η θητεία του πρίγκιπα, να ζητηθεί από τις Μεγάλες Δυνάμεις να επιτρέψουν στη συνέλευση, με βάση το άρθρο 39 του συντάγματος (που το είχε καταργήσει η συνδιάσκεψη της Ρώμης) να εκλέξει ανώτατο άρχοντα, οπότε δεν χρειαζόταν η παρουσία ξένων στρατευμάτων. Μ' αυτόν τον τρόπο, το νησί θα απαλλασσόταν από τον στρατό κατοχής και την δι' αντιπροσώπου των Μεγάλων Δυνάμεων διακυβέρνηση, και θα μπορούσε ευκολότερα να πετύχει τον στόχο που ήταν η ένωση με την Ελλάδα. Αυτή την πρόταση θα εκμεταλλευθούν οι αντίπαλοι του Βενιζέλου για να πουν ότι ήθελε την Κρήτη αυτόνομη ηγεμονία.
Σε απάντηση, εκείνος υπέβαλε και πάλι την παραίτησή του με το αιτιολογικό ότι του ήταν αδύνατο πλέον να συνεργαστεί με τα υπόλοιπα μέλη του συμβουλίου και διαβεβαίωσε ότι δεν σκόπευε να ασκήσει αντιπολίτευση. Στις 17 Μαΐου 1901, σε έκθεσή του εξέθεσε τους λόγους που τον υποχρέωναν να παραιτηθεί, την δε επομένη τους είπε και προφορικά στον Ύπατο Αρμοστή. Στις 18 Μαΐου ο Βενιζέλος απολύθηκε επειδή δημόσια υποστήριξε απόψεις αντίθετες μ' αυτά που πρέσβευε ο Αρμοστής. Και τέθηκε πλέον επικεφαλής της αντιπολίτευσης.
Επί τρία χρόνια διεξήχθη μια σκληρότατη πολιτική διαμάχη, η διοίκηση παρέλυσε και κυριάρχησε η οξύτητα στο νησί. Και, αναπόφευκτα, τον Μάρτιο του 1905 ξέσπασε επανάσταση, της οποίας επικεφαλής ετέθη ο Βενιζέλος.
Η ΑΡΜΟΣΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΖΑΪΜΗ
Ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, έμπειρος πολιτικός, πρώην πρωθυπουργός της Ελλάδας και μετέπειτα Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, ανέλαβε τα καθήκοντα του στις 18 Σεπτεμβρίου 1906. Η πολιτική ομαλότητα επανήλθε στην ταραγμένη Κρήτη και μια νέα περίοδος δημιουργίας εγκαινιάστηκε. Η οικονομία βελτιώθηκε, η δημόσια διοίκηση αναδιοργανώθηκε και καταβλήθηκε ιδιαίτερη φροντίδα για την οργάνωση της δημόσιας υγείας και της παιδείας. Το πιο σημαντικό είναι ότι οργανώθηκε για πρώτη φορά η Πολιτοφυλακή της Κρήτης, δηλαδή ο πρώτος στρατός του νησιού (1907), που εξελίχθηκε σε αξιόλογη δύναμη, όπως φάνηκε αργότερα στους Βαλκανικούς πολέμους 1912 - 1913.
Η παρουσία των ξένων στρατευμάτων κατέστη πλέον περιττή και οι Μ. Δυνάμεις αποφάσισαν να εκκενώσουν την Κρήτη μέσα σε ένα χρόνο, με μόνη εγγύηση την ασφάλεια των μουσουλμάνων της νήσου. Ένα ευχαριστήριο Ψήφισμα της Κρητικής Βουλής (21 Μαΐου 1908) προς τις Μ. Δυνάμεις ήταν η επίσημη πολιτική πράξη της χειραφέτησης της Κρήτης από την προστασία των Μ. Δυνάμεων. Το νησί έπρεπε πλέον να κινείται με τις δικές του δυνάμεις στη διαχείριση του Κρητικού Ζητήματος.
Η Κατάλυση της Αρμοστείας στην Κρήτη και το Πρώτο Ενωτικό Ψήφισμα των Κρητών
Δύο μεγάλα εξωτερικά γεγονότα ήρθαν να ταράξουν πάλι την πορεία των Κρητικών πραγμάτων:
- Η προσάρτηση της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης από την Αυστρία και
- Η ανακήρυξη της Βουλγαρίας σε βασίλειο, με ταυτόχρονη προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας.
Ψήφισμα της 24ης Σεπτεμβρίου 1908
«Η Κυβέρνησις της Κρήτης, διερμηνεύουσα το αναλλοίωτον φρόνημα του Κρητικού Λαού, κηρύσσει την ανεξαρτησίαν της Κρήτης και την ένωσιν αυτής μετά της Ελλάδος, όπως μετ' αυτής αποτελεση αδιαίρετον και αδιάσπαστον Συνταγματικόν Βασίλειον. Παρακαλεί την A.M. τον Βασιλέα ν' αναλάβη την διακυβέρνησιν της νήσου. Δηλοί ότι μέχρι τούτου θέλει συνεχίσει να κυβερνά την νήσον εν ονόματι της A.M. του Βασιλέως των Ελλήνων, κατά τους νόμους του Ελληνικού Βασιλείου. Εντέλλεται εις τας Αρχάς της νήσου, όπως, συμφώνως τω Ψηφίσματι τούτω, εξακολουθήσωσι ν' ασκώσι τα καθήκοντα της υπηρεσίας των».
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΩΝ ΕΤΩΝ 1909 - 1913
Παρά τις έντονες διαμαρτυρίες της Τουρκίας, οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν αντέδρασαν δυναμικά και φάνηκαν να αποδέχονται σιωπηρά τις νέες εξελίξεις. Δεν προχώρησαν όμως σε καμιά επίσημη αναίρεση του πολιτικού καθεστώτος, όπως το είχαν υπογράψει το 1898. Όταν όμως υψώθηκε στο φρούριο του Φιρκά η Ελληνική σημαία, οι Μ. Δυνάμεις απαίτησαν αμέσως την υποστολή της. Η Κυβέρνηση της Κρήτης δεν υπάκουσε και παραιτήθηκε. Και καθώς δεν βρέθηκε Κρητικός να υποστείλει την Ελληνική σημαία, οι Μ. Δυνάμεις αποβίβασαν στρατιωτικό άγημα, το οποίο απέκοψε τον ιστό της.
Το πολιτικό κενό στη διακυβέρνηση της Κρήτης μετά την παραίτηση της Προσωρινής Κυβέρνησης καλύφθηκε με προσωρινά κυβερνητικά σχήματα, έως τις εκλογές του Μαρτίου 1910. Το κόμμα του Ελ. Βενιζέλου πλειοψήφησε και σχημάτισε κυβέρνηση δύο μήνες αργότερα (17 Μαΐου 1910). Για το Κρητικό Ζήτημα άνοιγε μια νέα περίοδος, κατά την οποία ο κύριος διαχειριστής του ήταν ο Ελ. Βενιζέλος, που είχε οριστικά επιβληθεί ως η κορυφαία πολιτική προσωπικότητα στην Κρήτη.
Η Μετάκληση του Βενιζέλου στην Αθήνα και οι Επιπτώσεις στο Κρητικό Ζήτημα
Λίγους μήνες μετά την ανάληψη της προεδρίας της Κρητικής Κυβέρνησης από τον Ελ. Βενιζέλο, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος που έλεγχε τα Ελληνικά πολιτικά πράγματα μετά την επανάσταση στο Γουδί (1909), τον κάλεσε στην Αθήνα να αναλάβει την πρωθυπουργία της Ελλάδας (Σεπτέμβριος 1910). Η εξέλιξη αυτή δημιούργησε στους Κρήτες αμφιθυμικά αισθήματα. Οι περισσότεροι εξέφραζαν φόβους για την απουσία ενός ανδρός, που γνώριζε περισσότερο από κάθε άλλο να κινείται στους λαβύρινθους της Ευρωπαϊκής διπλωματίας και να σώζει τις εθνικές υποθέσεις σε κρίσιμες περιστάσεις, ενώ άλλοι πίστευαν ότι από τη νέα θέση του θα μπορούσε να λύσει το Κρητικό Ζήτημα ταχύτερα και ασφαλέστερα.
Αλλά ο Βενιζέλος, ως πρωθυπουργός της Ελλάδας, με το οξύτατο πολιτικό του αισθητήριο γνώριζε ότι δεν είχε φτάσει ακόμη το πλήρωμα του χρόνου. Στις επίμονες παρακλήσεις των συμπατριωτών του Κρητών απαντούσε αρνητικά και φαινόταν δυσάρεστος. Η σταθερή άρνησή του να επιτρέψει την είσοδο Κρητών βουλευτών στο Ελληνικό κοινοβούλιο προκάλεσε στην Κρήτη ισχυρές αντιδράσεις. Αναταραχή εκδηλώθηκε στα τέλη του 1911 και συγκροτήθηκε πάλι στο νησί Επαναστατική Συνέλευση (3 Ιανουαρίου 1912), ενώ άρχισαν να οργανώνονται και ένοπλα τμήματα.
Η ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΚΡΗΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ
Εκείνο που δεν είχε κατορθώσει να λύσει η διπλωματία, το έλυσε ο πόλεμος. Ευθύς μετά την έκρηξη των Βαλκανικών πολέμων (Οκτώβριος 1912) οι πύλες του Ελληνικού Κοινοβουλίου άνοιξαν για τους Κρήτες βουλευτές, που έγιναν δεκτοί με εκδηλώσεις απερίγραπτου πατριωτικού ενθουσιασμού. Ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων ανέγνωσε Ψήφισμα, σύμφωνα με το οποίο «η Ελλάς αποδέχεται όπως του λοιπού ενυπάρχη κοινόν Κοινοβούλιον δια το ελεύθερον Βασίλειον και διά την νήσον Κρήτην». Αλλά ο Βενιζέλος δεν προχώρησε περισσότερο, για να μη διαταράξει τις σχέσεις του με τις ευρωπαϊκές Δυνάμεις, εν όψει και του πολέμου που είχε αρχίσει.
Αρκέστηκε να αποστείλει στην Κρήτη ως Γενικό Διοικητή το φίλο του Στέφανο Δραγούμη, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 12 Οκτωβρίου 1912. Τα γεγονότα εξελίχθηκαν ταχύτατα, καθώς ήταν πλέον ορατή η ήττα της Τουρκίας. Στην πράξη η ένωση είχε συντελεστεί και απλώς έμενε η επικύρωσή της με την υπογραφή μιας διεθνούς συνθήκης. Στις 14 Φεβρουαρίου 1913 αφαιρέθηκαν από το φρούριο της Σούδας οι σημαίες των Μ. Δυνάμεων και της Τουρκίας. Όλα τα σύμβολα της Τουρκικής επικυριαρχίας, αλλά και της κηδεμονίας των Μ. Δυνάμεων, είχαν πλέον εξαφανιστεί από την Κρήτη.
Η ευτυχής για την Ελλάδα έκβαση των Βαλκανικών πολέμων έδωσε και στο Κρητικό Ζήτημα την οριστική λύση του. Με το άρθρο 4 της Συνθήκης του Λονδίνου (30 Μαΐου 1913) ο σουλτάνος παραιτήθηκε από όλα τα δικαιώματά του στην Κρήτη, την οποία παραχωρούσε στις Μ. Δυνάμεις της Ευρώπης. Με ιδιαίτερη συνθήκη ειρήνης μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας (14 Νοεμβρίου 1913) ο σουλτάνος παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμά του στην Κρήτη, η οποία έτσι εντάχθηκε στην Ελληνική επικράτεια ως οργανικό και αναπόσπαστο τμήμα της. Οι Μ. Δυνάμεις αποδέχθηκαν σιωπηρά τη λύση αυτή, δηλώνοντας απλώς ότι έλαβαν γνώση των ενεργειών της Ελληνικής κυβέρνησης.
Η ΕΝΩΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Τον Σεπτέμβριο του 1908 ο Αυτοκράτορας της Αυστρουγγαρίας ανακοίνωσε την προσάρτηση της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης και ο ηγεμόνας της Βουλγαρίας την ανεξαρτησία της. Οι Κρητικοί δεν έχασαν την ευκαιρία. Στις 24 Σεπτεμβρίου 1908 ξέσπασε επανάσταση στο νησί. Χιλιάδες πολίτες των Χανίων και των γύρω περιοχών την ημέρα αυτή συγκρότησαν συλλαλητήριο, στο οποίο ο Βενιζέλος κήρυξε την οριστική ένωση της Κρήτης με την μητέρα Ελλάδα. Έχοντας συνεννοηθεί με την Ελληνική κυβέρνηση, ο Ζαΐμης αναχώρησε για την Αθήνα πριν από το συλλαλητήριο.
Συγκλήθηκε η συνέλευση και κήρυξε την ανεξαρτησία της Κρήτης, η σημαία της Κρητικής πολιτείας υποστάλληκε για να δώσει την θέση της στην Ελληνική, οι δημόσιοι υπάλληλοι ορκίσθηκαν πίστη στον βασιλιά Γεώργιο Α' της Ελλάδας, ενώ διορίστηκε πενταμελής εκτελεστική επιτροπή με την εντολή να κυβερνήσει το νησί εν ονόματι του βασιλιά των Ελλήνων και σύμφωνα με τους νόμους του Ελληνικού κράτους. Πρόεδρος της επιτροπής ήταν ο Μιχελιδάκης με τον Βενιζέλο υπουργό Εξωτερικών και Δικαιοσύνης. Τον Απρίλιο του 1910 συγκλήθηκε νέα συνέλευση, της οποίας ο Βενιζέλος εκλέχθηκε πρόεδρος ενώ κατόπιν έγινε πρωθυπουργός.
Όλα τα ξένα στρατεύματα έφυγαν από την Κρήτη και η εξουσία περιήλθε εξ ολοκλήρου στην κυβέρνηση Βενιζέλου. Η Ελληνική κυβέρνηση, για να αποφύγει την Τουρκική, αλλά και τις διεθνείς αντιδράσεις, δεν προχώρησε στην επίσημη αναγνώριση της Ένωσης. Αργότερα ο Βενιζέλος έφυγε από την Κρήτη για την Αθήνα, όπου έγινε πρωθυπουργός της Ελλάδας. Το 1911 οργανώθηκαν ένοπλες λαϊκές συγκεντρώσεις, που έγιναν εντονότερες με την άρνηση του Βενιζέλου να δεχτεί την είσοδο των Κρητών βουλευτών στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, πράγμα που δεν επέτρεπαν οι συνθήκες.
Με την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων το 1912, η Ελληνική Βουλή έκανε δεκτούς τους Κρήτες βουλευτές με ενθουσιασμό και θερμές εκδηλώσεις. Η οριστική λύση του Κρητικού ζητήματος δόθηκε στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, το Φλεβάρη του 1913. Με τη Συνθήκη του Λονδίνου, το Μάιο του 1913, παραχωρήθηκε η Κρήτη στην Ελλάδα. Η ένωση έγινε με επίσημη τελετή στο φρούριο Φιρκά στις 1 Δεκεμβρίου 1913. Τέλος, το 1923, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, έφυγαν και οι τελευταίοι Μουσουλμάνοι κάτοικοι του νησιού για την Μικρά Ασία.
Την 1η Δεκεμβρίου 1913, κηρύχθηκε και επίσημα η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, με την παρουσία τού τότε βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου. Η Ελληνική σημαία υψώθηκε στο ιστορικό φρούριο του Φιρκά και, στη θέση, όπου άλλοτε κυμάτιζε η Τουρκική σημαία, στήθηκε μαρμάρινη επιγραφή, που έγραφε:
''ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ ΕΝ ΚΡΗΤΗ
1669-1913
ΗΤΟΙ, 267 ΕΤΗ, 7 ΜΗΝΕΣ, 7 ΗΜΕΡΑΙ
ΕΤΗ ΑΓΩΝΙΑΣ''
H ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ KPHTIKHΣ ΠOΛITEIAΣ (1898 - 1913)
1898
- Στις 25 Αυγούστου έγινε μεγάλη σφαγή στο Ηράκλειο, από εξαγριωμένους Τούρκους και Τουρκοκρήτες. Μεταξύ των θυμάτων ήταν ο υποπρόξενος της Αγγλίας στο Ηράκλειο, Λυσίμαχος Καλοκαιρινός και 17 Άγγλοι στρατιώτες του στρατού της διεθνούς προστασίας. Οι πρωταίτιοι της σφαγής, 17 Τουρκοκρητικοί, καταδικάστηκαν σε απαγχονισμό (8 Σεπτεμβρίου) και πολλοί άλλοι σε εξορία. Η Τουρκία υποχρεώθηκε να ανακαλέσει όλο το στρατό της από την Κρήτη μέσα σε δύο μήνες.
- Στις 9 Δεκεμβρίου, ο Γεώργιος αποβιβάστηκε στη Σούδα ως "Ύπατος Αρμοστής Κρήτης", με εντολή των Μεγάλων Δυνάμεων. Την επόμενη ημέρα, 10 Δεκεμβρίου, αναχώρησε ο στόλος της Διεθνούς Προστασίας.
1899
- Στις 9 Ιανουαρίου εκδόθηκε διάταγμα "Περί συγκροτήσεως της Κρητικής Συνελεύσεως". Διεξήχθησαν εκλογές για την ανάδειξη αντιπροσώπων και εξελέγησαν 138 Χριστιανοί και 50 Μουσουλμάνοι πληρεξούσιοι (24 Ιανουαρίου).
- Πραγματοποιήθηκε η πρώτη πανηγυρική συνεδρία της Kρητικής Συνέλευσης (8 Φεβρουαρίου) και το Κρητικό Σύνταγμα δημοσιεύτηκε στην επίσημη Εφημερίδα της Κρητικής Πολιτείας (16 Απριλίου). Η πρώτη κυβέρνηση της Κρητικής πολιτείας ορκίστηκε στις 29 Απριλίου.
1900
- Η πολιτειακή ηρεμία επέτρεψε την έναρξη συστηματικών αρχαιολογικών ανασκαφών. Δόθηκε άδεια έρευνας στον A. Evans, ο οποίος έφερε στο φως τον αρχαίο πολιτισμό της Κνωσού. Παράλληλα, η Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή ανέσκαψε τα ανάκτορα της Φαιστού και της Αγίας Τριάδος.
1905
- Στις 10 Μαρτίου ξέσπασε η εξέγερση του Θερίσου και την επομένη η Επαναστατική Συνέλευσις των Κρητών κήρυξε την Ένωση με την Ελλάδα και ύψωσε την Ελληνική σημαία στο Θέρισο.
- Διεξήχθησαν εκλογές για την ανάδειξη 64 βουλευτών (20 Μαρτίου), στους οποίους ο αρμοστής θα προσέθετε 10, κατά την κρίση του. Η αντιπολίτευση δεν συμμετέσχε στις εκλογές. Κατά τον εορτασμό της Εθνικής Εορτής της 25ης Μαρτίου στα Κεραμειά, ο Ελ. Βενιζέλος εκφώνησε εμπνευσμένο πολιτικό λόγο. Το κίνημα εδραιώθηκε. Οργανώθηκε "Προσωρινή Κυβέρνησις Κρήτης" και υπήρξαν ψηφίσματα συμπαράστασης από όλη την Κρήτη, και προσχώρησαν σ' αυτό ισχυροί τοπικοί παράγοντες: Ιω. Κ. Σφακιανάκης, Α. Στεργιάδης, Εμμ. Πολυχρονίδης, οι επισκόποι Ρεθύμνης, Διονυσίος Καστρινογιαννάκης και Πέτρος Τίτου Ζωγραφίδης. Το ρωσικό πλοίο "Χάμπρι" βομβάρδισε θέσεις των επαναστατών.
- Ο Ελ. Βενιζέλος συναντήθηκε με τους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων στην Αγία Μονή των Μουρνιών, στις 2 Νοεμβρίου. Υπεγράφη πρωτόκολλο τερματισμού του κινήματος, με αποδοχή των όρων του Βενιζέλου.
1906
- Έγιναν νέες ρυθμίσεις του Κρητικού Ζητήματος, με την οργάνωση της Κρητικής Χωροφυλακής και Κρητικής Πολιτοφυλακής, με Έλληνες αξιωματικούς, και ανακλήθηκαν τα ξένα στρατεύματα (23 Ιουνίου). Επίσης, συγκροτήθηκε η Β΄ Συνέλευση των Κρητών.
- Στις 30 Ιουλίου η Β΄ Συντακτική Συνέλευσις των Κρητών εξέδωσε σε ατμόσφαιρα εθνικής συμφιλίωσης "Ενωτικόν Ψήφισμα" και ανέλαβε να εκπονήσει νέο σύνταγμα.
- Ο ύπατος αρμοστής Γεώργιος υπέβαλε την παραίτησή του στις 12 Σεπτεμβρίου και στις 18 διορίστηκε στη θέση του ο Αλέξανδρος Ζαΐμης.
- Στις 2 Δεκεμβρίου το νέο Κρητικό Σύνταγμα υποβλήθηκε στον Αλ. Ζαΐμη.
1908
- Στις 21 Μαΐου ολοκληρώθηκε η εκκένωση της Κρήτης από τα ξένα στρατεύματα και η Κρητική Βουλή εξέδωσε ευχαριστήριο Ψήφισμα προς τις Προστάτιδες Δυνάμεις, για τη συμβολή τους στην εξέλιξη του Κρητικού Ζητήματος.
- Στις 23 Σεπτεμβρίου ψηφίστηκε η Ένωση από μεγαλειώδη συγκέντρωση στην πλατεία του ’ρεως στα Χανιά. Ακολούθησαν ταυτόσημα ψηφίσματα σε όλη την Κρήτη. Την επομένη, η κυβέρνηση της Κρητικής Πολιτείας δημοσίευσε ενωτικό ψήφισμα. Μέλη της κυβέρνησης Κρήτης ορκίστηκαν ενώπιον του επισκόπου Κυδωνίας και Αποκορώνου, Νικηφόρου, στο όνομα του βασιλιά των Ελλήνων (25 Σεπτεμβρίου). Το Κρητικό Σύνταγμα καταργήθηκε και ίσχυσε το Ελληνικό. Η Ελληνική κυβέρνηση υπέδειξε στον Αλ. Ζαΐμη να μην επιστρέψει στην Κρήτη. Σχηματίστηκε διακομματική κυβέρνηση με πρόεδρο τον Αντ. Μιχελιδάκη και μέλη τούς Ελ. Βενιζέλο, Μιν. Πιτυχάκη, και άλλους.
1909
- Ο Ελευθέριος Βενιζέλος έφθασε στην Αθήνα στις 28 Δεκεμβρίου, μετά από πρόσκληση του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση από τους Κ. Μ. Φούμη, Γ. Σκουλούδη και Αλ. Παπαχατζή, και προκηρύχθηκαν γενικές εκλογές για την ανάδειξη της νέας Κρητικής Βουλής, στις 29 Δεκεμβρίου.
1910
- Το Μάρτιο διαλύθηκε η Κρητική Συνέλευση και διενεργήθηκαν εκλογές, στις οποίες πλειοψήφησε το κόμμα του Ελ. Βενιζέλου. Ο ίδιος αναδείχθηκε πρόεδρος και πρωθυπουργός, με συνεργάτες τους Β. Σκουλά και Σ. Μυλωνογιαννάκη. Οι νεοεκλεγμένοι Κρητικοί βουλευτές ορκίστηκαν στο Ελληνικό Σύνταγμα.
- Στις 8 Αυγούστου διεξήχθησαν εκλογές στην Ελλάδα, με υποψήφιο και τον Ελ. Βενιζέλο. Ο Ελ. Βενιζέλος παραιτήθηκε από την προεδρία της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κρήτης στις 30 Αυγούστου, και τον επόμενο μήνα κλήθηκε στην πρωθυπουργία της Ελλάδας από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο. Στις 5 Οκτωβρίου έγινε πρωθυπουργός της Ελλάδας.
1911
- Ο Ελ. Βενιζέλος αρνήθηκε να δεχθεί τους Κρήτες βουλευτές στην Ελληνική Βουλή. Ξέσπασαν κινητοποιήσεις στο νησί (Οκτώβριος - Νοέμβριος).
1912
- Έγινε νέα επαναστατική συνέλευση (3 Ιανουαρίου), ορίστηκε νέα Τριμελής Επιτροπή υπό τον Αντώνιο Μιχελιδάκη και οργανώθηκαν ένοπλα τμήματα.
- Με την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων, τον Οκτώβριο, η Ελληνική Βουλή υποδέχθηκε τους Κρήτες βουλευτές, μέσα σε κλίμα εθνικού ενθουσιασμού. Πρώτος γενικός διοικητής Κρήτης διορίστηκε ο Στέφανος Δραγούμης (12 Οκτωβρίου).
ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΖΑΪΜΗΣ
ΥΠΑΤΟΣ ΑΡΜΟΣΤΗΣ ΕΝ ΚΡΗΤΗ
Κυροῦντες τὸ ὑπὸ τῆς Βʹ. τῶν Κρητῶν Συνελεύσεως ψηφισθὲν Σύνταγμα τῆς Κρητικῆς Πολιτείας.
Αʹ.) Διατάσσομεν τὴν διὰ τῆς Ἐπισήμου Ἐφημερίδος δημοσίευσιν αὐτοῦ ὡς ἕπεται:
ΣΥΝΤΑΓΜΑ
ΤΗΣ
ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'
Γενικαὶ Διατάξεις
Ἄρθρον 1.
Ἡ Νῆσος Κρήτη μετὰ τῶν παρακειμένων αὐτῇ νησιδίων ἀποτελεῖ ἐντελῶς αὐτόνομον Πολιτείαν κατὰ τοὺς ἀποφασισθέντας ὑπὸ τῶν τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων ὅρους.
Τὸ ἔδαφος τῆς Κρητικῆς Πολιτείας εἶναι ἀναπαλλοτρίωτον, οὐδ' ἐπιτρέπεται ἡ σύστασις δουλείας ἐπ' αὐτοῦ.
Ἄρθρον 2.
Ἡ ἐπικρατοῦσα θρησκεία ἐν Κρήτῃ εἶναι ἡ τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας.
Ἕκαστος εἶναι ἐλεύθερος νὰ πρεσβεύῃ οἱονδήποτε θρήσκευμα προτιμᾷ. Ὁ προσηλυτισμὸς ἀπαγορεύεται. Ἀλλ' ἡ ἀπαγόρευσις αὕτη δὲν δύναται νὰ χρησιμεύῃ ὡς πρόφασις ὅπως περιορίζηται παρανόμως ἡ ἐλευθερία ἀτόμων ὁμολογούντων δημοσίᾳ οἱονδήποτε θρήσκευμα.
Ἡ διαφορὰ τοῦ θρησκεύματος οὐδόλως ἐπηρεάζει τὴν κτῆσιν ἢ ἀπώλειαν ἢ τὴν ἄσκησιν οἱουδήποτε προσωπικοῦ ἢ ἐμπραγμάτου δικαιώματος, οὐδ' ἀπαλλάττει νομίμου ὑποχρεώσεως.
Ἄρθρον 3.
Ἡ ἐξωτερικὴ λατρεία πάντων τῶν ἀνεγνωρισμένων θρησκευμάτων εἶναι ἐλευθέρα καὶ προστατεύεται ὑπὸ τῆς Πολιτείας ἐφ' ὄσον συμμορφώνεται πρὸς τοὺς νόμους καὶ τοὺς ἀστυνομικοὺς κανονισμούς.
Ἄρθρον 4.
Ἡ ἄμυνα τῆς χώρας καὶ ἡ τήρησις τῆς ἐσωτερικῆς τάξεως ἀνατίθεται εἰς σῶμα ἐγχωρίου πολιτοφυλακῆς καὶ χωροφυλακῆς.
Ἡ ἐν τῇ πολιτοφυλακῇ ὑπηρεσία εἶναι ὑποχρεωτική.
Οἱ ἐν τῇ πολιτοφυλακῇ καὶ χωροφυλακῇ ὑπηρετοῦντες δὲν ἔχουσι δικαίωμα ψήφου καὶ ὀφείλουσι νὰ τηρῶσιν αὐστηρῶς πολιτικὴν ουδετερότητα.
Ἄρθρον 5.
Μετὰ τὴν ἀναχώρησιν τῶν στρατῶν τῆς παρούσης κατοχῆς ξένος στρατὸς δὲν δύναται νὰ σταθμεύῃ ἐπὶ τοῦ Κρητικοῦ ἐδάφους, οὐδὲ νὰ διέλθῃ δι' αὐτοῦ, ἄνευ πρὸς τοῦτο νόμου.
Ἄρθρον 6.
Ἐπίσημος γλῶσσα τῆς Κρητικῆς Πολιτείας εἶναι ἡ Ἑλληνική.
Ἄρθρον 7.
Ἡ προσωπικὴ ἐλευθερία εἶναι ἀπαραβίαστος· οὐδεὶς καταδιώκεται, συλλαμβάνεται, φυλακίζεται ἢ ἄλλως περιορίζεται εἰμὴ ὁπόταν καὶ ὅπως ὁ νόμος ὁρίζῃ.
Ἄρθρον 8.
Ἐξαιρουμένου τοῦ ἐπ' αὐτοφώρῳ ἀδικήματος οὐδεὶς συλλαμβάνεται οὐδὲ φυλακίζεται ἄνευ ᾐτιολογημένου δικαστικοῦ ἐντάλματος, τὸ ὁποίον πρέπει νὰ κοινοποιηθῇ κατὰ τὴν στιγμὴν τῆς συλλήψεως ἢ προφυλακίσεως. Ὁ ἐπ' αὐτοφώρῳ ἢ δι' ἐντάλματος συλλήψεως κρατηθεὶς προσάγεται ἄνευ ἀναβολῆς εἰς τὸν ἁρμόδιον ἀνακριτήν, ὅστις ὀφείλει ἐντὸς τὸ πολὺ τριῶν ἡμερῶν ἀπὸ τῆς προσαγωγῆς του εἴτε νὰ ἀπολύσῃ αὐτὸν εἴτε νὰ ἐκδώσῃ κατ' αὐτοῦ ἔνταλμα φυλακίσεως.
Παρελθουσῶν τῶν τριῶν ἡμερῶν χωρὶς νὰ ἐκδοθῇ ὑπὸ τοῦ ἀνακριτοῦ ἔνταλμα φυλακίσεως, πᾶς δεσμοφύλαξ ἢ ἄλλος ἐπιτετραμμένος τὴν κράτησιν τοῦ συλληφθέντος, εἴτε πολιτικὸς ὑπάλληλος εἶναι, εἴτε στρατιωτικός, ὀφείλει νὰ ἀπολύσῃ αὐτὸν παραχρῆμα. Οἱ παραβάται τῶν ἀνωτέρω διατάξεων τιμωροῦνται ἐπὶ παρανόμῳ κατακρατήσει, καταδικάζονται δὲ καὶ εἰς ἱκανοποίησιν ὑπὲρ τοῦ κρατηθέντος δραχμῶν 10 – 200 δι' ἑκάστην ἡμέραν παρανόμου κρατήσεως, ἐπιφυλασομένης καὶ πάσης ἄλλης νομίμου ἀποζημιώσεως.
Ἄρθρον 9.
Ἐπὶ πολιτικῶν ἀδικημάτων δύναται τὸ Συμβούλιον τῶν Πρωτοδικῶν τῇ αἰτήσει τοῦ προφυλακισθέντος, νὰ ἐπιτρέψῃ τὴν ἀπόλυσιν τούτου ἐπὶ ἐγγυήσει, ὁριζομένῃ διὰ δικαστικοῦ βουλεύματος, καθ' οὗ ἐπιτρέπεται ἔνδικος προσβολή. Οὐδέποτε ἐπὶ τῶν ἐγκλημάτων τούτων ἡ προφυλάκισις δύναται νὰ παραταθῇ πέραν τῶν δύο μηνών ἄνευ δικαστικοῦ βουλεύματος, ὑποκειμένου καὶ τούτου εἰς ἔνδικον προσβολήν, οὐδὲ μετὰ τὸ βούλευμα πέραν τῶν τριῶν μηνῶν. Ἐπὶ πολιτικῶν ἀδικημάτων τοῦ τύπου προφυλάκισις δὲν συγχωρεῖται ἐκτὸς ἐὰν φέρωσι χαρακτῆρα κακουργήματος.
Ἄρθρον 10.
Ποινὴ δὲν ἐπιβάλλεται ἄνευ νόμου ὁρίζοντος προηγουμένως αὐτήν.
Ἄρθρον 11.
Βάσανοι καὶ γενικὴ δήμευσις ἀπαγορεύονται. Ἡ θανατικὴ ποινὴ ἐπὶ πολιτικῶν ἐγκλημάτων, ἐκτὸς τῶν συνθέτων, καταργεῖται.
Ἄρθρον 12.
Ἡ σωματεμπορία ἀπαγορεύεται. Ἀργυρώνητος ἢ δοῦλος λογίζεται ἐλεύθερος, ἅμα πατήσας τὸ Κρητικὸν ἔδαφος.
Ἄρθρον 13.
Οὐδεὶς ἀφαιρεῖται ἄκων τοὺς παρὰ τοῦ νόμου ὡρισμένους εἰς αὐτὸν δικαστάς.
Ἄρθρον 14.
Τὸ ἀπόρρητον τῆς ἀλληλογραφίας εἶναι ἀπαραβίαστον. Χρῆσις αὐτῆς συγχωρεῖται μόνον συναινοῦντος τοῦ παραλήπτου, κατάσχεσις δ' ὄταν μετὰ τὴν περιέλευσιν αὐτῆς εἰς τὸν παραλήπτην, πρόκειται νὰ βεβαιωθῇ ἡ ἐνοχὴ τοῦ διὰ κοινὸν κακούργημα κατηγορουμένου.
Τὰ ἀποδεικτικὰ μέσα ἐπὶ ἀστυκῶν καὶ ἐμπορικῶν ὑποθέσεων κανονίζονται ὑπὸ τῶν σχετικῶν νόμων.
Ἄρθρον 15.
Ἡ κατοικία ἑκάστου εἶνε ἄσυλον. Οὐδεμία κατ' οἶκον ἔρευνα ἐνεργεῖται, εἰ μὴ ὅταν καὶ ὅπως ὁ νόμος διατάσσῃ.
Ἄρθρον 16.
Οἱ Κρῆτες οἱ ἀπολαύοντες τῆς ἐλευθέρας ἀσκήσεως τῶν πολιτικῶν αὐτῶν δικαιωμάτων δικαιοῦνται νὰ ἔχωσι πρὸς ἰδίαν ἄμυναν κατ' οἶκον ὅπλα, ἀπαγορευομένης τῆς ἄνευ ἀδείας ὁπλοφορίας κατὰ τὰς διατάξεις τῶν κειμένων νόμων.
Ἄρθρον 17.
Οὐδεὶς στερεῖται τῆς ἰδιοκτησίας του εἰμὴ λόγῳ δημοσίας ἀνάγκης προσηκόντως ἀποδεδειγμένης, ὅταν καὶ ὅπως ὁ νόμος διατάσσῃ, πάντοτε δὲ προηγουμένης ἀποζημιώσεως ἥτις ἐν περιπτώσει διαφωνίας, κανονίζεται δι' ἀποφάσεως τῶν τακτικῶν δικαστηρίων.
Ειδικοὶ νόμοι κανονίζουσι τὰ τῆς ἰδιοκησίας καὶ διαθέσεως τῶν μεταλλείων, ὀρυχείων, ἀρχαιολογικῶν θησαυρῶν καὶ ἱαματικῶν πηγῶν.
Οὐδὲν ἐπὶ τῶν παρακειμένων νησιδίων ἐμπράγματον δικαίωμα ἀποκτᾶται ἄνευ ἀδείας τῆς Κυβερ(ε)νήσεως κατὰ τὴν μεταβίβασιν δὲ τοιούτων δικαιωμάτων ἡ Πολιτεία ἔχει δικαίωμα προτιμήσεως.
Ἄρθρον 18.
Ἕκαστος δύναται νὰ δημοσιεύῃ προφορικῶς, ἐγγράφως καὶ διὰ τοῦ τύπου τοὺς στοχασμούς του, τηρῶν τοὺς νόμους τῆς Πολιτείας. Ὁ τύπος εἶνε ἐλεύθερος. Ἕκαστος δὲ τῶν ἀπολαυόντων τῆς ἐλευθέρας ἀσκήσεως τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων του δικαιοῦται νὰ ἐκδίδῃ ἐφημερίδα, εἰδοποιῶν περὶ τούτου τὴν οἰκείαν Νομαρχίαν.
Ἡ λογοκρισία ὡς καὶ πᾶν ἄλλο προληπτικὸν μέτρον ἀπαγορεύεται. Ἀπαγορεύεται ὡσαύτως ἡ κατάσχεσις ἐφημερίδων καὶ ἄλλων ἐντύπων διατριβῶν, εἴτε πρὸ τῆς δημοσιεύσεως, εἴτε μετ' αὐτήν. Ἐπιτρέπεται δὲ κατ' ἐξαίρεσιν ἡ κατάσχεσις μετὰ τὴν δημοσίευσιν, ἕνεκεν προσβολῆς κατά τινος τῶν ἀνεγνωρισμένων καὶ ἐν τῇ Νήσῳ λατρευομένων θρησκειῶν, ἣ κατὰ τοῦ προσώπου τοῦ Ἀνωτάτου ἄρχοντος. Ἡ κατάσχεσις αἵρεται αὐτοδικαίως ἐὰν ἐντὸς τῆς ἐπιούσης δὲν ἐπικυρωθῇ διὰ δικαστικοῦ βουλεύματος. Ἔνδικος προσβολὴ κατὰ τοῦ βουλεύματος ἐπιτρέπεται εἰς μόνον τὸν δημοσιεύσαντα τὸ κατασχεθέν, οὐχὶ δὲ καὶ εἰς τὸν Εἰσαγγελέα.
Ἄρθρον 19.
Ἡ ἐκπαίδευσις εἶναι ἐλευθέρα, ἀρκεῖ νὰ ἀσκῆται ὑπὸ προσώπων κεκτημένων τὴν ὑπὸ τοῦ Νόμου ὁριζομένην ἱκανότητα καὶ χρηστότητα, ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψιν δὲ τῆς ἁρμοδίας ἀρχῆς, ὅσον ἀφορᾷ τὰ χρηστὰ ἤθη, τὴν δημοσίαν τάξιν καὶ τὸ σέβας πρὸς τοὺς Νόμους τῆς Πολιτείας.
Ἡ Δημοτικὴ ἐκπαίδευσις εἶναι ὑποχρεωτικὴ καὶ παρέχεται δωρεάν.
Ἄρθρον 20.
Οὐδὲν εἶδος ἐργασίας, βιοτεχνίας ἢ γεωργίας δύναται νὰ ἀπαγορευθῇ, ἐφ' ὅσον δὲν ἀντίκειται εἰς τὴν δημοσίαν ἠθικὴν, τὴν ἀσφάλειαν ἢ ὑγείαν τῶν κατοίκων.
Ἄρθρον 21.
Δὲν ἐπιτρέπονται ἐν Κρήτῃ μονοπώλια, εἰμὴ τὰ διὰ Νόμου ἱδρυόμενα πρὸς αὔξησιν τῶν δημοσίων ἐσόδων ἢ πρὸς τὸ συμφέρον τῆς δημοσίας ἀσφαλείας ἢ τῆς δημοσίας ὑγείας.
Ἄρθρον 22.
Οἱ Κρῆτες εἶναι ἴσοι ἐνώπιον τοῦ Νόμου καὶ συννεισφέρουσιν ἀδιακρίτως εἰς τὰ δημόσια βάρη, ἀναλόγως τῆς περιουσίας ἢ τοῦ εἰσοδήματός των. Τὰ δημόσια ἀξιώματα εἶνε προσιτὰ εἰς πάντας τοὺς Κρῆτας ἀνεξαρτήτως θρησκεύματος, διανέμονται δὲ ἀναλόγως τοῦ πληθυσμοῦ τῶν δύο συνοίκων στοιχείων καὶ κατὰ λόγον τῆς ἱκανότητος καὶ χρηστότητος αὐτῶν κατὰ τοὺς περὶ τούτων εἰδικοὺς Νόμους. Εἰς τὰ δημόσια ἀξιώματα εἰσὶ δεκτοὶ μόνον οἱ ἰθαγενεῖς, ἐκτὸς τῶν περιπτώσεων καθ' ἃς ὁ νόμος ἐπιτρέπει τὴν πρόσληψιν μὴ τοιούτων.
Ἄρθρον 23.
Οἱ Κρῆτες ἔχουσι τὸ δικαίωμα τοῦ συνέρχεθαι ἡσύχως καὶ ἀόπλως· μόνον εἰς τὰς δημοσίας συναθροίσεις δύναται νὰ παρίσταται ἡ Ἀστυνομία. Ὑπαίθριος συνάθροισις δύναται ν' ἀπαγορευθῇ ἄν, ὡς ἐκ ταύτης, ἐπίκηται κίνδυνος εἰς τὴν δημοσίαν ἀσφάλειαν.
Ἄρθρον 24.
Οἱ Κρῆτες ἔχουσι τὸ δικαίωμα τοῦ συνεταιρίζεσθαι, ἐφ' ὅσον εἰς τὸν σκοπὸν τοῦ συνεταιρισμοῦ ἢ εἰς τὰ πρὸς ἐπίτευξιν τοῦ σκοποῦ τούτου μέσα δὲν ὑπάρχει τι τὸ παράνομον, ἀνήθικον ἢ ἐπικίνδυνον εἰς τὴν Πολιτείαν.
Ὁ νόμος κανονίζει τὴν ἄσκησιν τοῦ δικαιώματος τοῦ συνεταιρίζεσθαι, ἀποβλέπων εἰς τὴν τήρησιν τῆς δημοσίας ἀσφαλείας.
Ἄρθρον 25.
Ἕκαστος ἢ καὶ πολλοὶ ὁμοῦ ἔχουσι τὸ δικαίωμα νὰ ἀναφέρωνται ἐγγράφως εἰς τὰς ἀρχάς, τηροῦντες τοὺς νόμους τῆς Πολιτείας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'
Περὶ συντάξεως τῆς Πολιτείας
Ἄρθρον 26.
Ἡ νομοθετικὴ ἐξουσία ἐνεργεῖται ὑπὸ τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ καὶ τῆς Βουλῆς.
Ἄρθρον 27.
Τὸ δικαίωμα τῆς προτάσεως τῶν νόμων ἀνήκει εἰς τὴν Βουλὴν καὶ τὸν Ὕπατον Ἁρμοστήν, ὅστις ἐνασκεῖ τοῦτο διὰ τῶν Συμβούλων.
Ἄρθρον 28.
Οὐδεμία πρότασις ἀφορῶσα αὔξησιν τῶν ἐξόδων τοῦ προϋπολογισμοὺ διὰ μισθοδοσίαν ἢ σύνταξιν, ἢ ἐν γένει δι' ὄφελος προσώπου πηγάζει ἐκ τῆς Βουλῆς.
Ἄρθρον 29.
Ἐὰν πρότασις νόμου ἀπορριφθῇ ὑπὸ τοῦ ἑτέρου τῶν νομοθετικῶν παραγόντων, δὲν εἰσάγεται ἐκ νέου εἰς τὴν αὐτὴν βουλευτικὴν σύνοδον.
Ἄρθρον 30.
Ἡ αὐθεντικὴ ἑρμηνεία τῶν νόμων ἀνήκει εἰς τὴν νομοθετικὴν ἐξουσίαν.
Ἄρθρον 31.
Ἡ ἐκτελεστικὴ ἐξουσία ἀνήκει εἰς τὸν Ὕπατον Ἁρμοστὴν ἐνεργεῖται δὲ διὰ τῶν παρ' αὐτοῦ διοριζομένων ὑπευθύνων Συμβούλων.
Ἄρθρον 32.
Ἡ δικαστικὴ ἐξουσία ἐνεργεῖται διὰ δικαστηρίων, ἀνεξαρτήτων ἐν τῇ σφαίρᾳ τῆς δικαιοδοσίας των, αἱ δὲ δικαστικαὶ ἀποφάσεις ἐκτελοῦνται ἐν ὀνόματι τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'
Περὶ τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ
Ἄρθρον 33.
Τὸ πρόσωπον τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ εἶναι ἀνεύθυνον καὶ ἀπαραβίαστον, οἱ δὲ Σύμβουλοι αὐτοῦ εἶναι ὑπεύθυνοι.
Ἄρθρον 34.
Οὐδεμία πρᾶξις τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ ἰσχύει οὐδ' ἐκτελεῖται ἂν δὲν εἶναι προσυπογεγραμμένη παρὰ τοῦ ἁρμοδίου Συμβούλου ὅστις διὰ μόνης τῆς ὑπογραφῆς του καθίσταται ὑπεύθυνος. Τοιαύτη προσυπογραφὴ δὲν ἀπαιτεῖται διὰ τὸν διορισμὸν ἢ τὴν παῦσιν τῶν Συμβούλων τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ.
Ἄρθρον 35.
Ὁ Ὕπατος Ἁρμοστὴς διορίζει καὶ παύει τοὺς Συμβούλους αὐτού.
Ἄρθρον 36.
Ὁ Ὕπατος Ἁρμοστὴς εἶνε ὁ Ἀνώτατος Ἄρχων τῆς Πολιτείας. Ἐκπροσωπεῖ ταύτην, ἄρχει τῶν στρατιωτικῶν δυνάμεων αὐτῆς, συνάπτει συμβάσεις καὶ ζητεῖ τὴν ψήφισιν αὐτῶν παρὰ τῆς Βουλῆς.
Ἄρθρον 37.
Ὁ Ὕπατος Ἁρμοστὴς ἀπονέμει κατά νόμον τοὺς στρατιωτικοὺς βαθμούς, παρέχει ἢ οὐ τὴν συναίνεσιν αὐτοῦ πρὸς ἐγκαθίδρυσιν τοῦ ὑπὸ τοῦ Οἱκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐκλεγομένου Μητροπολίτου Κρήτης καὶ τῶν παρὰ τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐπισκοπικὴς Συνόδου ἐκλεγομένων Ἐπισκόπων· διορίζει καὶ παύει ὡσαύτως, ἐκτὸς τῶν παρὰ τοῦ νόμου ὡρισμένων ἐξαιρέσεων, τοὺς δημοσίους ὑπαλλήλους, ἀλλὰ δὲν δύναται νὰ διορίσῃ ὑπάλληλον εἰς μὴ νομοθετημένην θέσιν.
Ἄρθρον 38.
Ὁ Ὕπατος Ἁρμοστὴς ἐκδίδει τὰ ἀναγκαῖα πρὸς ἐκτέλεσιν τῶν νόμων διατάγματα ἀλλ' οὐδέποτε δύναται νὰ ἀναστείλῃ τὴν ἰσχὺν νόμου τινὸς ἀφοῦ δημοσιευθῇ οὐδὲ ν' ἀπαλλάξῃ ταύτης οἱονδήποτε.
Ἄρθρον 39.
Ὁ Ὕπατος Ἁρμοστὴς κυρόνει καὶ δημοσιεύει τοὺς Νόμους. Νομοσχέδιον ψηφισθὲν ὑπὸ τῆς Βουλῆς καὶ μὴ κυρωθὲν ὑπὸ τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ ἐντὸς δύο μηνῶν ἀπὸ τῆς λήξεως τῆς συνόδου λογίζεται ἀπορριφθέν.
Νομοσχέδιον ψηφισθὲν ὑπὸ τῆς Βουλῆς καὶ μὴ κυρωθέν, ἰσχύει ὡς νόμος ἐὰν ψηφισθῇ καὶ πάλιν ἀμεταβλήτως ὑπὸ τῆς Βουλῆς εἰς μίαν τῶν συνόδων τῆς ἀμέσως ἑπομένης βουλευτικῆς περιόδου.
Ἄρθρον 40.
Ὁ Ὕπατος Ἁρμοστὴς συγκαλεὶ τακτικῶς ἅπαξ τοῦ ἔτους τὴν Βουλήν, ἐκτάκτως δὲ ὁσάκις τὸ κρίνει εὔλογον· κηρύττει αὐτοπροσώπως ἢ δι' ἀντιπροσώπου τήν ἔναρξιν καὶ τήν λῆξιν ἑκάστης βουλευτικὴς συνόδου καὶ ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ διαλύῃ τὴν Βουλήν· ἀλλὰ τὸ περὶ διαλύσεως διάταγμα προσυπογεγραμμένον ὑπὸ τοῦ Συμβουλίου αὐτοῦ ὀφείλει νὰ διαλαμβάνῃ συγχρόνως καὶ τὴν σύγκλησιν τῶν μὲν ἐκλογέων ἐντὸς δύο, τῆς δὲ Βουλῆς ἐντὸς τριῶν μηνῶν.
Ἄρθρον 41.
Ὁ Ὕπατος Ἁρμοστὴς ἔχει τὸ δικαίωμα ν' ἀναβάλλῃ τὴν ἔναρξιν ἢ νὰ διακόπτῃ τὴν ἐξακολούθησιν τῆς Βουλευτικῆς Συνόδου. Ἡ ἀναβολὴ ἢ ἡ διακοπὴ δὲν δύνανται νὰ διαρκέσωσιν ὑπὲρ τὰς τεσσαράκοντα ἡμέρας, οὐδὲ νὰ ἐπαναληφθῶσιν ἐντὸς τῆς αὐτῆς Βουλευτικῆς Συνόδου, ἄνευ τῆς συναινέσεως τῆς Βουλῆς.
Ἄρθρον 42.
Ὁ Ὕπατος Ἁρμοστὴς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ μεταβάλλῃ, ἐλαττώνῃ ἢ χαρίζῃ τὰς παρὰ τῶν δικαστηρίων καταγινωσκομένας ποινάς, κατ' ἰδίαν μὲν κρίσιν ἐπὶ πολιτικῶν ἀδικημάτων καὶ τῶν τοῦ τύπου, ἐπὶ δὲ τῶν λοιπῶν τῇ προηγουμένῃ γνωμοδοτήσει τοῦ Συμβουλίου
Ἄρθρον 43.
Ὁ Ὕπατος Ἁρμοστὴς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ κόπτῃ νομίσματα κατὰ τὰς διατάξεις τοῦ Νόμου.
Ἄρθρον 44.
Ὁ Ὕπατος Ἁρμοστὴς δὲν ἔχει ἂλλας ἐξουσίας εἰμὴ ὅσας τῷ ἀπονέμουσι ρητῶς τὸ Σύνταγμα καὶ οἱ συνάδοντες πρὸς αὐτὸ ἰδιαίτεροι Νόμοι.
Ἄρθρον 45.
Ἐὰν ὁ Ὕπατος Ἁρμοστὴς ἕνεκεν ἀποδημίας ἢ νόσου κρίνῃ ἀναγκαῖον ν' ἀνατεθῇ προσωρινῶς ἡ ἐνάσκησις τῆς ἐξουσίας αὐτοῦ εἰς τὴν Κυβέρνησιν, συγκαλεῖ πρὸς τοῦτο τὴν Βουλὴν καὶ προκαλεῖ διὰ τοῦ Συμβουλίου του τὸν περὶ τούτου εἰδικὸν Νόμον.
Ἐν περιπτώσει παραιτήσεως ἢ θανάτου τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ τὴν ἐξουσίαν αὐτοῦ, μέχρι τοῦ διορισμοῦ νέου, ἀσκεῖ τὸ Συμβούλιον.
Ἄρθρον 46.
Ὁ νῦν Ὕπατος Ἁρμοστὴς μετὰ τὴν ὑπογραφὴν τοῦ παρόντος Συντάγματος θέλει δώσει ἐνώπιον τὴς παρούσης Συντακτικῆς Συνελεύσεως τὸν ἑξῆς ὅρκον.
«Ὀμνύω εἰς τὸ Ὄνομα τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος νὰ φυλάττω τὸ Σύνταγμα καὶ τοὺς Νόμους τῆς Πολιτείας».
Ἄρθρον 47.
Ἡ ἐτησία χορηγία τοῦ νῦν Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ προσδιορίζεται εἰς δραχμὰς ἑκατὸν χιλιάδας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'
Περὶ τῆς Βουλῆς
Ἄρθρον 48.
Ἡ Βουλὴ συνέρχεται αὐτοδικαίως κατ' ἔτος τὴν πρώτην τοῦ Μαΐου μηνός, ἐκτὸς ἂν ὁ Ὕπατος Ἁρμοστὴς τὴν συγκαλέσῃ πρότερον. Ἡ διάρκεια ἑκάστης συνόδου δὲν δύναται νὰ εἶναι βραχυτέρα τῶν δύο μηνῶν οὐδὲ μακροτέρα τῶν τριῶν.
Ἄρθρον 49.
Ἡ Βουλὴ συνεδριάζει δημόσιᾳ ἐν τῷ Βουλευτηρίῳ δύναται ὅμως νὰ διασκεφθῇ κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, κατ' αἴτησιν δέκα ἐκ τῶν μελῶν αὐτῆς, ἂν τοῦτο ἀποφασισθῇ ἐν μυστικῇ συνεδριάσει κατὰ πλειονοψηφίαν, μετὰ ταῦτα δὲ ἀποφασίζεται ἂν ἡ περὶ τοῦ αὐτοῦ πράγματος συζήτησις πρέπει νὰ ἐπαναληφθῇ εἰς δημοσίαν Συνεδρίασιν.
Ἄρθρον 50.
Ἡ Βουλὴ δὲν δύναται νὰ συζητήσῃ καὶ ἀποφασίσῃ τι ἄνευ τῆς παρουσίας τουλάχιστον τοῦ ἡμίσεως πλέον ἑνὸς τοῦ ὅλου ἀριθμοῦ τῶν μελῶν αὐτὴς καὶ ἄνευ ἀπολύτου πλειονοψηφίας τῶν παρόντων μελῶν, ἐν περιπτώσει δὲ ἰσοψηφίας ἡ πρότασις ἀπορρίπτεται.
Ἄρθρον 51.
Οὐδὲν νομοσχέδιον γίνεται δεκτὸν ἂν δὲν συζητηθῇ καὶ ψηφοφορηθῇ ἄρθρον πρὸς ἄρθρον δὶς κατ' ἐπανάληψιν κατὰ δύο διαφόρους ἡμέρας.
Ἄρθρον 52.
Οὐδεὶς αὐτόκλητος ἐμφανίζεται ἐνώπιον τῆς Βουλῆς διὰ ν' ἀναφέρῃ τι προφορικῶς ἢ ἐγγράφως· ἀναφοραὶ ὅμως παρουσιάζονται διά τινος βουλευτοῦ ἢ παραδίδονται εἰς τὸ γραφεῖον. Ἡ Βουλὴ ἔχει τὸ δικαίωμα ν' ἀποστέλλῃ τὰς διευθυνομένας πρὸς αὐτὴν ἀναφορὰς εἰς τοὺς Συμβούλους, οἵτινες εἶναι ὑπόχρεοι νὰ δίδωσι διασαφήσεις, ὁσάκις ζητηθῶσι καὶ δύναται νὰ διορίζῃ ἐκ τῶν μελῶν αὐτῆς ἐξαταστικὰς τῶν πραγμάτων ἐπιτροπάς.
Ἄρθρον 53.
Πᾶς φόρος ἐπιβάλλεται καὶ εἰσπράτετται μόνον χάριν κοινοῦ συμφέροντος.
Οὐδεὶς δὲ ἐπιβάλλεται οὐδ' εἰσπράττεται ἐὰν προηγουμένως δὲν ψηφισθῇ ὑπὸ τῆς Βουλῆς καὶ κυρωθῇ ὑπὸ τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ.
Ἄρθρον 54.
Κατ' ἔτος ἡ Βουλὴ ψηφίζει τὸν προσδιορισμὸν τῆς στρατιωτικῆς δυνάμεως, τὴν στρατολογίαν καὶ τὸν προϋπολογισμὸν καὶ ἀποφασίζει ἐπὶ τοῦ ἀπολογισμοῦ. Ὅλα τὰ ἔσοδα καὶ ἔξοδα τῆς Πολιτείας πρέπει νὰ σημειώνωνται εἱς τὸν προϋπολογισμὸν καὶ ἀπολογισμόν. Ὁ προϋπολογισμὸς εἰσάγεται εἰς τὴν Βουλὴν ἐντὸς τοῦ πρώτου δεκαημέρου ἐκάστης συνόδου, ἡ δ' ἐξέτασις αὐτοῦ γίνεται παρ' εἰδικῆς ἐπιτροπῆς τῆς Βουλῆς καὶ ψηφίζεται ἅπαξ.
Ἄρθρον 55.
Οὐδεμία ὑποτροφία δίδεται ἐκ τοῦ δημοσίου Ταμείου, οὐδ' ἀποζημίωσις δι' οἱονδήποτε λόγον πολιτικὸν ἀφορῶντα τὸ παρελθόν, συντάξεις δὲ ἢ ἀμοιβαὶ δίδονται μόνον διὰ νόμου.
Ἄρθρον 56.
Βουλευτὴς δὲν καταδιώκεται οὐδ' ὅπως δήποτε ἐξετάζεται ἕνεκα γνώμης ἢ ψήφου δοθείσης παρ' αὐτοῦ κατὰ τὴν ἐνέργειαν τῶν βουλευτικῶν του καθηκόντων.
Ἄρθρον 57.
Βουλευτὴς δὲν καταδιώκεται οὐδὲ συλλαμβάνεται ἢ
Ἄρθρον 58.
Οἱ βουλευταὶ ὀμνύουσι πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῶν καθηκόντων αὐτῶν ἐν τῷ βουλευτηρίῳ καὶ εἰς δημοσίαν συνεδρίασιν τὸν ἑξῆς ὅρκον «Ὀμνύω εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος νὰ φυλάξω πίστιν εἰς τὴν Πατρίδα καὶ εἰς τὸν Συνταγματικὸν Ὕπατον Ἁρμοστήν, ὑπακοὴν εἰς τὸ Σύνταγμα καὶ εἰς τοὺς Νόμους τῆς Πολιτείας καὶ νὰ ἐκπληρώσω εὐσυνειδήτως τὰ καθήκοντά μου.»
Ἀλλόθρησκοι βουλευταὶ ἀντὶ τῆς ἐπικλήσεως «Ὀμνύω εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος» ὁρκίζονται κατὰ τὸν τύπον τῆς ἰδίας αὐτῶν θρησκείας.
Ἄρθρον 59.
Ἡ Βουλὴ προσδιορίζει διὰ κανονισμοῦ πῶς θέλει ἐκπληροῖ τὰ καθήκοντά της.
Ἄρθρον 60.
Ἕκαστος βουλευτὴς ἀντιπροσωπεύει ὁλόκληρον τὴν Νῆσον καὶ οὐχὶ μόνον τὴν ἐκλογικὴν περιφέρειαν ἐκ τῆς ὁποίας ἐκλέγεται.
Ἄρθρον 61.
Ὁ ἀριθμὸς τῶν Βουλευτῶν ἑκάστης ἐκλογικῆς
Ἄρθρου 62.
Οἱ βουλευταὶ ἐκλέγονται κατὰ τριετίαν.
Ἄρθρον 63.
Διὰ νὰ ἐκλεχθῇ τις βουλευτὴς πρέπει νὰ ᾖναι πολίτης Κρὴς νὰ ἀπολαύῃ ἀπὸ διετίας τῶν πολιτικῶν καὶ ἀστυκῶν του δικαιωμάτων, νὰ ἔχῃ συμπεπληρωμένον τὸ εἰκοστὸν πέμπτον ἔτος τῆς ἡλικίας του καὶ νὰ ἔχῃ τὰ ὑπὸ τοῦ ἐκλογικοῦ Νόμου ὁριζόμενα λοιπὰ προσόντα.
Ἄρθρον 64.
Τὰ καθήκοντα τοῦ βουλευτοῦ εἶναι ἀσυμβίβαστα πρὸς τὰ τοῦ Δημάρχου, τὰ τοῦ ἐμμίσθου δημοσίου, στρατιωτικοῦ ἢ δημοτικοῦ ὑπαλλήλου, τὰ τοῦ ἀντιπροσώπου ἢ ὑπαλλήλου ξένου Κράτους καὶ τὰ τῶν θρησκευτικῶν λειτουργῶν.
Ἄρθρον 65.
Ὁ βουλευτὴς δὲν δύναται πρὸ τῆς λήξεως τῆς βουλευτικῆς περιόδου καὶ ἓξ μῆνας μετ' αὐτὴν νὰ διορισθῇ εἰς ἔμμισθον δημοσίαν ἢ δημοτικὴν θέσιν.
Ἄρθρον 66.
Ἡ ἐξέλεγξις τῶν ἀμφισβητουμένων βουλευτικῶν ἐκλογῶν γίνεται ὑπὸ τῆς ὁλομελείας τῶν δύο Ἐφετείων συνερχομένων ἐν Χανίοις ὑπὸ τὴν Προεδρείαν τοῦ ἀρχαιοτέρου τῶν Προέδρων.
Ἄρθρον 67.
Ἡ Βουλὴ σύγκειται ἐκ βουλευτῶν ἐκλεγομένων ὑπὸ τῶν ἐχόντων δικαίωμα πρὸς τοῦτο πολιτῶν δι' ἀμέσου καθολικῆς καὶ μυστικῆς διὰ σφαιριδίων ψηφοφορίας. Αἱ βουλευτικαὶ ἐκλογαὶ διατάσσονται καὶ ἐνεργοῦνται συγχρόνως καὶ ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ καθ' ὅλην τὴν Χώραν.
Ἄρθρον 68.
Ἡ Βουλὴ ἐκλέγει ἐκ τῶν βουλευτῶν κατὰ τὴν ἔναρξιν ἑκάστης βουλευτικῆς συνόδου, τὸν Πρόεδρον, τοὺς Ἀντιπροέδρους καὶ τοὺς Γραμματεὶς αὐτῆς.
Ἄρθρον 69.
Ἡ Βουλὴ ἐκτελεῖ διὰ τοῦ Προέδρου της τὴν ἰδίαν αὐτῆς ἀστυνομίαν. Ὁ Πρόεδρος μόνον δύναται νὰ δώσῃ διαταγὰς εἰς τὴν φρουρὰν τοῦ βουλευτηρίου.
Οὐδεμία ἔνοπλος δύναμις δύναται νὰ εἰσέλθη ἐντὸς τοῦ βουλευτηρίου ἄνευ συνεναίσεως τοῦ Προέδρου.
Ἄρθρον 70.
Οἱ ἐκπληρώσαντες τὰ χρέη των βουλευταὶ λαμβάνουσιν ἐκ τοῦ Δημοσίου Ταμείου ἀποζημίωσιν δι' ἑκάστην μὲν τακτικὴν Σύνοδον δραχ. ὀκτακoσίας δι' ἑκάστην δε ἔκτακτον τετρακοσίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'
Περί Συμβούλων
Ἄρθρον 71.
Οἱ Σύμβουλοι ἔχουσιν ἐλευθέραν εἴσοδον εἰς τὰς συνεδριάσεις τῆς Βουλῆς καὶ ἀκούονται ὁσάκις ζητήσωσι τὸν λόγον ψηφοφοροῦσι δὲ μόνον ἐὰν εἶναι μέλη αὐτῆς. Ἡ Βουλὴ δύναται νὰ ἀπαιτήσῃ τὴν παρουσίαν τῶν Συμβούλων.
Ἄρθρον 72.
Ποτὲ διαταγὴ τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ ἔγγραφος ἢ προφορικὴ δὲν ἀπαλλάττει τῆς εὐθύνης τοὺς Συμβούλους.
Ἄρθρον 73.
Ἡ Βουλὴ ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ κατηγορῇ ἐνώπιον Εἰδικοῦ Δικαστηρίου τὸν Σύμβουλον ὅστις ἐκ προθέσεως:
αʹ. Προσυπέγραψεν ἢ ἐξετέλεσε διάταγμα τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ, δι' οὗ παρεβιάσθη διάταξις τις τοῦ Συντάγματος ἢ τῶν νόμων ἢ τῶν εντολῇ τῆς νομοθετικῆς ἐξουσίας ἐκδεδομένων διαταγμάτων τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ.
βʹ. Ἐξετέλεσε διάταγμα τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ μὴ προσυπογεγραμμένον ὑπὸ τοῦ ἁρμοδίου Συμβούλου ἢ διέταξε τὴν ἐκτέλεσιν τοιούτου διατάγματος.
γʹ. Ἐξέδωσεν ἢ ἐξετέλεσεν ἀπόφασιν ἢ διαταγήν, δι' ἧς παραβιάζεται διάταξις τοῦ Συντάγματος ἢ τῶν νόμων ή τῶν ἐντολῇ τῆς νομοθετικῆς ἐξουσίας ἐκδεδομένων διαταγμάτων τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ, ἢ διέταξε τὴν ἐκτέλεσιν τοιαύτης ἀποφάσεως ἢ διαταγῆς.
δʹ. Παρέλειψε νὰ ἐκτελέσῃ διάταξιν τοῦ Συντάγματος ἢ τῶν νόμων ἢ τῶν ἐντολῇ τῆς νομοθετικῆς ἐξουσίας ἐκδεδομένων διαταγμάτων τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ, ἢ νὰ διατάξῃ τὴν ἐκτέλεσιν τοιαύτης διατάξεως.
εʹ. Συνυπέγραψε πρὸς κύρωσιν ὡς νόμου τῆς Πολιτείας, πρᾶξιν μὴ ψηφισθεῖσαν ὑπὸ τῆς Βουλῆς, κατὰ τὰ ἐν τῷ Συντάγματι πρὸς κατάρτισιν τῶν νόμων ὡρισμένα καὶ ἐδημοσίευσε τοιαύτην πρᾶξιν ἢ διέταξε τὴν ἐκτέλεσιν αὐτῆς.
Ἄρθρον 74.
Κατηγορεῖται ὡσαύτως ὑπὸ τῆς Βουλῆς ἐνώπιον τοῦ Εἰδικοῦ Δικαστηρίου ὁ Σύμβουλος ὅστις κατὰ τὴν ἐνέργειαν τῶν ἑαυτοῦ καθηκόντων.
αʹ. Παρεβίασε ποινικήν τινα διάταξιν τῶν κειμένων νόμων, ἧς ἡ παράβασις κολάζεται διὰ ποινῆς εγκληματικῆς ἢ ἐπανορθωτικῆς.
βʹ. Καὶ χωρὶς νὰ παραβιάσῃ ρητὴν διάταξιν τοῦ Συντάγματος ἢ τῶν νόμων ἢ τῶν ἐντολῇ τῆς νομοθετικῆς ἐξουσίας ἐκδεδομένων διαταγμάτων τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ, ἔβλαψεν ἐκ προθέσεως διὰ πράξεως ἢ παραλέιψεως αὐτοῦ τὰ συμφέροντα τῆς Πολιτείας.
Ἄρθρον 75.
Ἐπιτρέπεται ποινικὴ καταδίωξις κατὰ τοῦ Συμβούλου ἐὰν οὗτος ἐξ ἀσυγγνώστου ἀμελείας παρέβη διὰ πράξεως ἢ παραλείψεως αὐτοῦ τὰς διατάξεις τοῦ Συντάγματος ἢ τῶν νόμων, ἢ τῶν ἐντολῇ τῆς νομοθετικῆς ἐξουσίας ἐκδεδομένων διαταγμάτων τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ, καὶ ἐκ τούτου προῆλθε βλάβη εἰς οὐσιώδη συμφέροντα τῆς Πολιτείας.
Ἄρθρον 76.
Σύμβουλος μὴ μετάσχων εἰς τὴν διάπραξιν τῶν ἀνωτέρω ἀδικημάτων, εὐθύνεται οὐχ' ἧττον ὡς συναυτουργὸς ἐὰν συνῄνεσεν εἰς αὐτὰ διὰ πράξεως τοῦ Συμβουλίου φερούσης τὴν ἑαυτοῦ ὑπογραφήν.
Ἄρθρον 77.
Ὁ Σύμβουλος ἀπαλλάσσεται τῆς εὐθύνης διὰ τὰς ἐν τοῖς προηγουμένοις ἄρθροις ὁριζομένας παραβάσεις, ἐὰν ἡ παράβασις προῆλθεν ἐκ συγγνωστῆς καὶ δεδικαιολογημένης πλάνης περὶ τὴν ἀκριβῆ ἔννοιαν τοῦ παραβιασθέντος Νόμου.
Ἄρθρον 78.
Ἐπὶ ἀξιοποίνων πράξεων ἢ παραλείψεων, ἃς οἱ κείμενοι νόμοι χαρακτηρίζουσιν ὡς πλημμελήματα ἢ κακουργήματα καὶ αἵτινες δύναται νὰ διαπραχθώσιν, εἴτε ὑπὸ παντὸς ἰδιώτου, εἴτε ὑπὸ μόνων τῶν δημοσίων λειτουργῶν, εἴτε ὑπ' ἀμφοτέρων, ὁ Σύμβουλος, ὅστις ὑπέπεσεν εἰς αὐτὰς κατὰ τὴν ἐκτέλεσιν τῶν καθηκόντων του, τιμωρεῖται μὲ τὴν ποινήν, ἢν οἱ εἰρημένοι νόμοι καταγιγνώσκουσι κατὰ τοιούτων πράξεων ἢ παραλείψεων.
Ἄρθρον 79.
Ἐπὶ πάσης παραβάσεως τοῦ Συντάγματος ἢ τῶν νόμων, κατὰ τὴν ἐκτέλεσιν τῶν καθηκόντων τοῦ Συμβούλου, κατὰ τῆς ὁποίας δὲν καταγιγνώσκεται ὑπὸ τοῦ νόμου ρητὴ ποινὴ, ὁ παραβάτης Σύμβουλος τιμωρεῖται μὲ φυλάκισιν ἀπὸ τριῶν μηνῶν μέχρι δύο ἐτῶν καὶ χρηματικὴν ποινὴν μέχρι πεντάκις χιλίων δραχμῶν, ἂν ἐνήργησεν ἐκ προθέσεως· μὲ φυλάκισιν δὲ μέχρις ἓξ μηνῶν ἢ χρηματικὴν ποινὴν μέχρι πεντάκις χιλίων δραχμῶν ἐὰν ἐνήργησεν ἐξ ἀσυγγνώστου ἀμελείας.
Ἄρθρον 80.
Ὁ ἔνοχός τινος τῶν ἐν ἄρθρῳ 74 ἐδ. β′. ὁριζομένων παραβάσεων τιμωρεῖται μὲ φυλάκισιν δύο μηνῶν μέχρις ἑνὸς ἔτους.
Ἄρθρον 81.
Ὁσάκις τὸ ἀδίκημα δι᾽ ὃ ὁ Σύμβουλος κατεδικάσθη, διεπράχθη ἐκ προθέσεως, ἡ καταδίκη συνεπάγεται τὴν ἀπὸ τριῶν μέχρι δέκα ἐτῶν στέρησιν τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων τοῦ καταδικασθέντος.
Ἄρθρον 82.
Ἡ καταδίκη τοῦ Συμβούλου διὰ πρᾶξιν ἢ παράλειψιν προελθοῦσαν ἐξ' ἀσυγγνώστου αὐτοῦ ἀμελείας, συνεπάγεται τὴν ἀπὸ δύο μέχρι πέντε ἐτῶν ἀπώλειαν τῆς ἱκανότητος τοῦ καταδικασθέντος πρὸς ἀνάληψιν δημοσίου ἐμμίσθου ἀξιώματος.
Ἄρθρον 83.
Τὸ ἀξιόποινον τῶν ἀνωτέρω ἀδικημάτων ἐξαλείφεται διὰ τῆς παραγραφῆς μετὰ τὴν λῆξιν δύο τακτικῶν βουλευτικῶν συνόδων ἀφ᾽ ἧς ἀπεμακρύνθη τῆς ὑπηρεσίας ὁ Σύμβουλος.
Ἄρθρον 84.
Τὸ εἰδικὸν Δικαστήριον ἀποτελοῦσιν ὁ Πρόεδρος τοῦ ἐν Χανίοις Ἀνωτάτου Δικαστηρίου, ὡς Πρόεδρος τοῦ Εἰδικοῦ Δικαστηρίου, καὶ ἕξ ἄλλα μέλη, λαμβανόμενα διὰ κληρώσεως, μεταξὺ τῶν ἑπομένων, πρὸ τῆς κατηγορίας διωρισμένων προσώπων, ἤτοι τῶν Εἰσαγγελέων, Ἀντιεισαγγελέων καὶ τῶν δικαστῶν τῶν Ἐφετείων καὶ τῶν προέδρων καὶ εἰσαγγελέων τῶν Πρωτοδικῶν.
Ἡ κλήρωσις γίνεται ἐνώπιον τοῦ Προέδρου τῆς Βουλῆς ἐν δημοσίᾳ συνεδριάσει.
Μέχρι τῆς ἐκδόσεως εἰδικοῦ περὶ τούτου νόμου, τὰ τῆς διαδικασίας ἐνώπιον τῆς Βουλῆς καὶ τοῦ Εἰδικοῦ Δικαστηρίου κανονίζονται διὰ τοῦ ὑπ᾽ ἀριθμὸν ΦΗΣΤʹ. τοῦ 1876 περὶ εὐθύνης ὑπουργῶν Ἑλληνικοῦ νόμου.
Ἄρθρον 85.
Ἡ κατὰ τοῦ Συμβούλου καὶ ὑπὲρ τοῦ ἀδικηθέντος πολιτικὴ ἀγωγὴ περὶ ἀποζημιώσεως, εἰς ἣν παρέχουσιν ἀφορμὴν τὰ ἐν τοῖς ἀνωτέρω ἄρθροις ἀναφερόμενα ἀδικήματα, εἰσάγεται μόνον ἐνώπιον τῶν πολιτικῶν Δικαστηρίων, καὶ ἐκδικάζεται κατὰ τὰς διατάξεις τοῦ κοινοῦ δικαίου.
Ἄρθρον 86.
Ὁ Ὕπατος Ἁρμοστὴς δύναται ν' ἀπονείμῃ χάριν εἰς Σύμβουλον καταδικασθέντα κατὰ τὰς ἀνωτέρω διατάξεις, μόνον ἐπὶ τῇ συγκαταθέσει τῆς Βουλῆς.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ'
Περὶ Δικαστικῆς ἐξουσίας
Ἄρθρον 87.
Ἡ Δικαιοσύνη ἀπονέμεται ὑπὸ δικαστῶν διοριζομένων συμφώνως πρὸς τὸν δικαστικὸν ὀργανισμόν.
Ἄρθρον 88.
Οὐδεὶς τῶν ἐν τοῖς ἐγχωρίοις δικαστηρίοις ὑπηρετούντων δικαστῶν ἢ εἰσαγγελέων διορίζεται ἄνευ προτάσεως, οὐδὲ μετατίθεται ἄνευ γνωμοδοτήσεως, οὐδὲ παύεται προσωρινῶς ἢ ὁριστικῶς ἄνευ ἀποφάσεως τοῦ Συμβουλίου τῆς Δικαιοσύνης, ἀποτελουμένου ἀπὸ τὸν πρόεδρον, τὸν Εἰσαγγελέα καὶ τρία τῶν μελῶν τοῦ ἐν Χανίοις Ἐφετείου.
Ἐξαιροῦνται οἱ πρόεδροι καὶ οἱ Εἰσαγγελεῖς τῶν Ἐφετῶν. Ὁ δικαστικὸς ὀργανισμὸς θέλει κανονίσει τὸν τρόπον τοῦ διορισμοῦ καὶ τῆς παύσεως τούτων.
Ἄρθρον 89.
Ἡμεδαποὶ προέδροι, δικασταὶ καὶ Εἰσαγγελεῖς καθίστανται μόνιμοι ἄμα τῷ διορισμῷ των μὴ δυνάμενοι νὰ παυθῶσιν ὁριστικῶς εἰμὴ διὰ τοὺς ἑπομένους λόγους.
1) Μετὰ τριπλῆν τελεσίδικον πειθαρχικὴν τιμώρησιν ὑπὸ πολυμελοῦς δικαστηρίου, ὧν ἡ μία τοὐλάχιστον εἰς προσωρινὴν παῦσιν.
2) Μετὰ τελεσίδικον καταδίκην εἰς ποινὴν τοὐλάχιστον φυλακίσεως ἓξ μηνῶν.
3) Μετὰ τελεσίδικον καταδίκην εἰς ποινὴν ἕνεκα πράξεως ἀναγομένης εἰς τὴν δημοσίαν ὑπηρεσίαν των καὶ τιμωρουμένης ὡς πλημμελήματος ἀπὸ τοὺς ποινικοὺς νόμους.
4) Μετὰ τελεσίδικον καταδίκην ἕνεκά τινος τῶν ἐν ἄρθρῳ 22 τοῦ ποινικοῦ νόμου πράξεων.
5) Μετὰ ἀνικανότητα εἰς ἐκτέλεσιν τοῦ καθήκοντος ἐπελθοῦσαν ἕνεκα γήρατος ἢ ἀνιάτου νοσήματος. Ἡ προσωρινὴ παῦσις δὲν δύναται νὰ ὑπερβῇ τοὺς ἓξ μῆνας.
Ἄρθρον 90.
Τὰ πολιτικὰ ἀδικήματα καὶ τὰ τοῦ τύπου, πλὴν τῶν ἀφορώντων εἰς τὸν ἰδιωτικὸν βίον, δικάζονται ὑπὸ ἐνόρκων.
Ἄρθρον 91.
Δικαστικαὶ επιτροπαὶ καὶ ἔκτακτα δικαστήρια, ὑφ' οἱονδήποτε ὄνομα δὲν ἐπιτρέπονται νὰ συσταθῶσιν.
Ἄρθρον 92.
Οὐδὲν δικαστήριον, οὐδεμία διακιοδοσία τοῦ ἀμφισβητούμενου διοικητικοῦ δύνανται νὰ ὑπάρξωσιν ἄνευ εἰδικοῦ Νόμου. Μέχρι τῆς ἐκδόσεως νόμων ἰσχύουσιν οἱ υφιστάμενοι περὶ διοικητικῆς δικαιοδοσίας.
Ἄρθρον 93.
Ἱδρύεται καὶ δεύτερον Ἑφετεῖον ἐν Ἡρακλείῳ μὲ περιφέρειαν τοὺς Νομοὺς Ηρακλείου καὶ Λασηθίου.
Ὁ δικαστικὸς ὀργανισμὸς δύναται νὰ κανονίσῃ τὴν σύστασιν ἀκυρωτικοῦ.
Ἄρθρον 94.
Αἱ συνεδριάσεις τῶν δικαστηρίων εἶναι δημόσιαι ἐκτὸς ὅταν τὸ δικαστήριον χάριν τῶν χρηστῶν ἠθῶν καὶ τῆς κοινῆς εὐταξίας διατάξῃ δι' ἀποφάσεώς του τὴν κεκλεισμένων τῶν θυρών συζήτησιν.
Ἄρθρον 95.
Πᾶσα ἀπόφασις πρέπει νὰ εἶναι ᾐτιολογημένη καὶ νὰ ἀπαγγέληται ἐν δημοσίᾳ συνεδριάσει.
Ἄρθρον 96.
Τὰ δικαστήρια ὀφείλουν νὰ μὴ ἐφαρμόζουν νόμον ἀντισυνταγματικόν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'
Περὶ ἐξελεγκτικῆς ὑπηρεσίας
Ἄρθρον 97.
Εἰδικὸς νόμος ψηφισθησόμενος κατὰ τὴν ἀμέσως προσεχῆ σύνοδον τῆς Βουλῆς θέλει συστήσει ὑπηρεσίανἐπιθεωρήσεως καὶ ἐξελέγξεως τῶν δημοσίων ὑπολόγων καὶ τῆς διαχειρίσεως τῶν νομικῶν προσώπων τοῦ δημοσίου δικαίου· ὡς ὀργανωτὴς καὶ προϊστάμενος τῆς ὑπηρεσίας ταύτης δύναται νὰ διορισθῇ καὶ μὴ ἰθαγενής. Οὗτος ὡς καὶ πάντες οἱ μέλλοντες ν' ἀσκῶσι τὴν ὑπηρεσίαν ταύτην θὰ ἀπολαύωσι τῆς μονιμότητος ἧς ἀπολαύουσιν οἱ δικαστικοὶ λειτουργοί, ὁ δὲ μισθὸς αὐτῶν ὁ ὁριζόμενος ἐν τῷ νόμῳ κατὰ τὸν χρόνον τῆς ἀναλήψεως τῶν καθηκόντων των δὲν δύναται νὰ ἐλαττωθῇ, διαρκούσης τῆς ὑπηρεσίαν των.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'
Περὶ τῆς Διοικήσεως
Ἄρθρον 98.
Ἕκαστος νομὸς ἀποτελεῖ ἴδιον νομικὸν πρόσωπον.
Ἐν ἑκάστῳ νομῷ θέλει συσταθῇ νομαρχιακὸν συμβούλιον ὅπως βουλεύηται καὶ ἀποφασίζῃ περὶ τῶν ἰδιαίτερων ἀναγκῶν καὶ τῶν συντελούντων εἰς εὐημερίαν τοῦ νομοῦ.
Τὰ νομαρχιακὰ συμβούλια θέλουσιν ἔχει τὴν διάθεσιν τῶν πόρων οὓς ἤθελεν ὁρίσει ἡ νομοθετικὴ ἐξουσία πρὸς θεραπείαν τῶν ἰδιαιτέρων ἀναγκῶν τοῦ νομοῦ καὶ θέλουσιν ἀπολαύει τοῦ δικαιώματος τοῦ ἐπιβάλλειν καὶ πρόσθετον φορολογίαν δι' ὡρισμένας εἰδικὰς ἀνάγκας τοῦ νομοῦ, ἐντὸς τῶν ὁρίων ἅτινα θὰ κανονίζῃ ἑκάστοτε ἡ νομοθετικὴ ἐξουσία.
Τὸ αὐτὸ ἰσχύει καὶ περὶ τῶν δήμων.
Ἄρθρον 99.
Τὰ νομαρχιακὰ συμβούλια καὶ αἱ κοινοτικαὶ καὶ δημοτικαὶ ἀρχαὶ εἰσὶν αἱρεταί, αἱ τελευταῖαι δ' αὗται δι' ἀμέσου καθολικῆς καὶ μυστικῆς ψηφοφορίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'
Περὶ τῶν δημοσίων ὑπαλλήλων
Ἄρθρον 100.
Ἐπὶ τῇ βάσει προσόντων καὶ τοῦ θεσμοῦ τοῦ διαγωνισμοῦ εἰδικὸς νόμος θέλει κανονίσει τὰ τοῦ διορισμοῦ καὶ τῆς προαγωγῆς τῶν δημοσίων ὑπαλλήλων, πλὴν τῶν ἐξαιρέσεων ὧν μνεία γενήσεται ἐν τοῖς νόμοις, προτιμωμένων μεταξὺ ἰσοδυνάμων τῶν προσωπικὰς ὑπηρεσίας προσενεγκόντων τῇ πατρίδι.
Ὁ αὐτὸς νόμος θέλει κανονίσει τὸν τρόπον καὶ τοὺς λόγους τῆς παύσεως καὶ μεταθέσεως τῶν αὐτῶν ὑπαλλήλων καὶ τὴν σύστασιν Ἐποπτικοῦ Συμβουλίου, ἀποτελουμένου κατὰ πλειονοψηφίαν ἐκ δικαστικῶν λειτουργῶν, ὃπερ θ' ἀποφασίζῃ περὶ τῆς παύσεως τῶν ἀπολαυόντων τῆς μονιμότητος υπαλλήλων.
Οἱ καταδικασθέντες μετὰ τῆν 8 Δεκεμβρίου 1898 εἰς ποινὴν κοινοῦ κακουργήματος ἢ πλημμελήματος ἐκ τῶν ἐν τῷ ἄρθρῳ 22 τοῦ Ποινικοῦ νόμου ἀναφερομένων εἰς φυλάκισιν ὑπερβαίνουσαν τὸ ἓν ἔτος δὲν δύνανται ἐπ' οὐδενί λόγῳ νὰ γίνωσιν ἔμμισθοι δημόσιοι ἢ δημοτικοὶ ὑπάλληλοι.
Ἄρθρον 101.
Οὐδεμία προηγουμένη ἄδεια τῆς διοικητικῆς ἀρχῆς ἀπαιτεῖται πρὸς καταδίωξιν τῶν δημοσίων καὶ δημοτικῶν ὑπαλλήλων διὰ τὰς περὶ τὴν ὑπηρεσίαν ἀξιοποίνους πράξεις αὐτῶν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι'
Περὶ ἀναθεωρήσεως
Ἄρθρον 102.
Αἱ διατάξεις τοῦ παρόντος Συντάγματος ὑπόκεινται εἰς ἀναθεώρησιν μετὰ ἑξαετίαν, ὁσάκις ἡ Βουλὴ διὰ τῶν δύο τρίτων τοῦ ἀριθμοῦ τῶν μελῶν αὐτῆς ζητήσῃ τοῦτο δι' ἰδίας πράξεως, ὁριζούσης τὰς ἀναθεωρητέας διατάξεις.
Ἄρθρον 103.
Ἀποφασισθείσης κατὰ τὸ προηγούμενον ἄρθρον τῆς ἀναθεωρήσεως, διαλύεται αὐτοδικαίως ἡ ὑφεστῶσα Βουλὴ καὶ συγκαλεῖται νέα, ἥτις δι' ἀπολύτου πλειοψηφίας τοῦ ὅλου ἀριθμοῦ τῶν μελῶν αὐτῆς ἀποφασίζει περὶ τῶν ἀναθεωρητέων διατάξεων, περιοριζομένη, ὡς πρὸς τὴν συντακτικήν της ἐξουσίαν, ἐντὸς τῶν ὁρίων τοῦ προγράμματος ὅπερ ἐκανόνισεν ἡ προηγουμένη Βουλὴ διὰ τῆς περὶ ἀναθεωρήσεως πράξεώς της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'
Εἱδικαὶ Διατάξεις
Ἄρθρον 104.
Ὁ Ὕπατος Ἁρμοστὴς διορίζει καὶ παύει τοὺς Καδῆδες ἐκ τῶν περιβεβλημένων τὴν πνευματικήν των δικαιοδοσίαν ὑπὸ τοῦ Σεϊχουλισλάμη καὶ ὡρκισμένων τὸν θρησκευτικὸν αὐτῶν ὅρκον ἐνώπιον αὐτοῦ· κατὰ τὴν ἀνάληψιν δὲ τῶν καθηκόντων των θὰ ὁρκίζωνται ὡσαύτως ὅρκον πίστεως εἰς τὴν Κρητικὴν Πολιτείαν.
Ἐπίσης διορίζει καὶ παύει τοὺς Μουφτῆδες τῇ ὑποδείξει τῆς οἰκείας Μουσουλμανικῆς Δημογεροντίας.
Ἱεροδῖκαι καὶ Μουφτῆδες δύναται νὰ ὦσι καὶ ἀλλοδαποί.
Άρθρον 105.
Εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τῶν Ἱεροδικῶν ὑπάγονται πλὴν τῶν καθαρῶς θρησκευτικῶν λειτουργιῶν καὶ αἱ ἑξῆς ἀκόμη ὑποθέσεις τῶν Μουσουλμάνων.
αʹ.) Αἱ ἀφορῶσαι εἰς τὴν σύστασιν ἢ διάλυσιν γάμου ἢ εἰς τὰς συνεστῶτος τοῦ γάμου προσωπικὰς τῶν συζύγων σχέσεις.
βʹ.) Αἱ αντικείμενον ἔχουσαι τὴν ἀνατροφὴν ἀνηλίκων.
γʹ.) Ἡ ἐκ τοῦ νόμου πηγάζουσα ὑποχρέωσις προσώπου τινὸς πρὸς διατροφὴν ἄλλου.
δʹ.) Αἱ περὶ κληρονομίας δίκαι ὡς καὶ αἱ περί διαδοχῆς εἰς τὴν διαχείρισιν κληροδοτήματος βακουφικοῦ.
Ἐν περιπτώσει καθ' ἣν τὸ κληρονομικὸν ζήτημα ἀναφυῇ παρεμπιπτόντως ἐν ἑτέρᾳ δίκῃ, ἢ ὃτε κατὰ τὴν περὶ κληρονομίας δίκην εἶναι τις ἐνδιαφερόμενος μὴ Μουσουλμάνος, ἡ ἐκδίκασις γίνεται ἀπ' εὐθείας ὑπὸ τῶν τακτικῶν Δικαστηρίων.
Ἐν πάσῃ περὶ κληρονομίας Μουσουλμάνου δίκῃ ἐφαρμόζεται ὁ νόμος τοῦ κληρονομουμένου, ἤτοι τὸ Ἱερὸν Δίκαιον, μετὰ τῶν τροποποιήσεων ὃσας εἰσήγαγεν εἰς τοῦτο ὁ ὑπ' ἀριθμὸν 434 νόμος καὶ τηρουμένης τῆς ἐφαρμογῆς τῆς διατάξεως τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ παρόντος Συντάγματος.
Αἱ κατὰ τὰ ἐδάφια γʹ. καὶ δʹ. ἐκδιδόμεναι ἀποφάσεις τῶν ἱεροδικῶν ἐφεσιβάλλονται ἐνώπιον τῶν τακτικῶν δικαστηρίων.
Ἡ ἀναγκαστικὴ ἐκτέλεσις πάσης ἀποφάσεως τῶν ἱεροδικῶν ἀπόκειται εἰς τὰ τακτικὰ δικαστήρια.
Ἄρθρον 106.
Οἱ Ἱεροδίκαι ἔχουσι τὸ δικαίωμα τοῦ διορισμοῦ καὶ τῆς παύσεως τῶν Θρησκευτικῶν λειτουργῶν, ἐπὶ προτάσει τῶν οἰκείων δημογεροντιῶν.
Αἱ μουσουλμανικαὶ δημογεροντίαι ἐκλέγονται ὑπὸ τῶν μουσουλμάνων ἐκλογέων τῆς οἰκίας περιφερείας δι' ἀμέσου καθολικῆς καὶ μυστικῆς ψηφοφορίας, διορίζουσι δὲ καὶ παύουσι τοὺς διευθυντὰς τῶν μουσουλμανικῶν θρησκευτικῶν ἱδρυμάτων καὶ τὸ λοιπὸν προσωπικὸν αὐτῶν.
Ἐπὶ προτάσει τῶν αὐτῶν δημογεροντιῶν διορίζονται συμφώνως τοῖς Νόμοις, οἱ διευθυνταὶ καὶ τὸ λοιπὸν διδάσκον προσωπικὸν τῶν μουσουλμανικῶν σχολείων.
Αἱ αὐταὶ δημογεροντίαι θὰ ἔχουν δικαίωμα γνωμοδοτήσεως κατὰ τὴν σύνταξιν τοῦ προγράμματος τῶν αὐτῶν σχολείων.
Τὰ τῆς Ἐπιτροπείας, κηδεμονίας καὶ χειραφεσίας τῶν ἀνηλίκων ἀνήκουσιν εἰς τὰς Μουσουλμανικὰς Δημογεροντίας κατὰ τὰς διατάξεις τῶν Νόμων.
Ἄρθρον 107.
Ὅλα τὰ βακουφικὰ κτήματα οἱασδήποτε κατηγορίας ἔγειναν κτήματα τελείας ἰδιοκτησίας εἰς χεῖρας τῶν κατὰ τὴν δημοσίευσιν τοῦ Συντάγματος, τοῦ 1899 νομίμων κατόχων αὐτῶν καὶ τῶν καθολικῶν καὶ εἰδικῶν διαδόχων των.
Ἐξαιροῦνται τῆς διατάξεως ταύτης τὰ κατὰ τὴν δημοσίευσιν τοῦ Συντάγματος τοῦ 1899.
1) Ἀπρόσοδα εὐαγῆ καθιδρύματα.
2) Κτήματα τῶν ὁποίων ἡ χρῆσις εἶνε καθιερωμένη ὑπέρ θρησκευτικοῦ λειτουργήματος.
3) Προσοδοφόρα μονοτελῆ κτήματα τῶν ὁποίων οὐχὶ μέρος ἀλλ' ὁλόκληρος μέν ἡ πρόσοδος εἶνε προσδιωρισμένη κατὰ τὰς διατάξεις τοῦ ἀφιερωτοῦ εἰς ἐξυπηρέτησιν εὐαγοῦς σκοποῦ, μουτεβελῆς δὲ κατὰ τὰς αὐτὰς διατάξεις εἶνε οὐχὶ ἀτομικῶς ὡρισμένον πρόσωπον, ἀλλ' ὁ ἑκάστοτε ἀντιπρόσωπος νομικοῦ προσώπου ἢ θρησκευτικοῦ ἱδρύματος ἢ ὁ κάτοχος θρησκευτικοῦ λειτουργήματος, χωρὶς νὰ ἔχῃ οὗτος ἀτομικῶς δικαίωμα ἐπὶ τῶν προσόδων τῶν κτημάτων τούτων.
Οἱ ἐξουσιασταὶ τῶν ἐπὶ διτελείᾳ κατεχομένων κτημάτων (ἰτζαρετεϊνλῆ) καὶ τῶν ὑποκειμένων εἰς μίσθωμα κατ' ἀποκοπὴν (μουκατααλῆ) ὀφείλουσι νὰ καταβάλλωσι πρὸς τὴν διεύθυνσιν τῶν Μουσουλμανικῶν ἱδρυμάτων ἀποζημίωσην διὰ τὸ ἕνεκα τῆς τροπῆς ταύτης καταργούμενον τέλος συμφώνως πρὸς τὰς διατάξεις τοῦ ὑπ' ἀριθμ. 422 νόμου.
Οἱ κάτοχοι τῶν μονοτελῶν βακουφικῶν κτημάτων ὅσα ἐγένοντο κτήματα τελείας ἰδιοκτησίας ὀφείλουσι νὰ καταβάλλωσιν ἀποζημίωσιν εἰς τὴν διεύθυνσιν τῶν Μουσουλμανικῶν ἱδρυμάτων διὰ τὰ βαρύνοντα αὐτὰ συμφώνως πρὸς τοὺς ὅρους τῆς ἀφιερώσεως τέλη κεφαλαιοποιουμένης τῆς ἀξίας τούτων ἐπὶ 9% πλὴν τούτου ἐφ' ὧν κτημάτων πρὸ τοῦ 1897 τὸ ἐφκάφιον νομίμως ἐλάμβανε τὸ ¼ ἢ τὸ 1/16 ἐπὶ τοῦ περισσεύματος τῶν εἰσοδημάτων, ἡ Διεύθυνσις τῶν Μουσουλμανικῶν ἱδρυμάτων ἔχει δικαίωμα συγκυριότητος κατὰ μοίραν ἴσην πρὸς τὸ ποσοστὸν ὅπερ, ὡς εἴρηται ἐδικαιοῦτο λαμβάνειν τὸ ἐφκάφιον ἐκ τῶν προσόδων μετὰ τὴν ἐκ τῆς ὅλης ἀξίας τοῦ κτήματος ἀφαίρεσιν τῆς ἀποζημιώσεως ἥτις ὡς εἴρηται θέλει καταβληθῇ διὰ τὰ βαρύνοντα αὐτὸ τέλη.
Ὁ κάτοχος ὅμως τῶν τοιούτων κτημάτων δικαιοῦται πρὸς ἀπόσβεσιν τῆς συγκυριότητος ταύτης νὰ πληρώσῃ τὴν ἀξίαν αὐτῆς εἰς τὴν διεύθυνσιν τῶν Μουσουλμανικῶν ἱδρυμάτων. Ἡ ἐκτίμησις θέλει γίνεσθαι ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἀξίας ἣν τὸ κτῆμα εἶχε κατὰ τὴν δημοσίευσιν τοῦ Συντάγματος τοῦ 1899.
Ἀλλά διὰ τὰ μονοτελῆ βακουφικὰ κτήματα τὰ ὁποῖα μέχρι τῆς 18 Ὀκτωβρίου 1906 καὶ ταύτης συμπεριλαμβανομένης ἔχουσι νομίμως μεταβιβασθῆ εἰς τρίτους ἢ ἐφ' ὧν τρίτοι ἔχουσι νομίμως ἐγγράψει μέχρι τῆς αὐτῆς χρονολογίας ὑποθήκην ἢ προσημείωσιν ἢ ἔχουσιν ἐπ' αὐτῶν ἀποκτήσει ἄλλα ἐμπράγματα δικαιώμα, ἡ Διεύθυνσις τῶν Μουσουλμανικῶν Ἱδρυμάτων διὰ τὸ ποσοστὸν τοῦ ¼ ἢ 1/16 τοῦ περισσεύματος τῶν εισοδημάτων αὐτῶν τὸ ὁποῖον τυχὸν ὑπεχρεοῦντο νὰ καταβάλλωσιν εἰς τὸ ἐφκάφιον, θὰ ἔχῃ προσωπικὴν μόνον ἀπαίτησιν κατὰ τοῦ ἀρχικοῦ πωλητοῦ καὶ τῶν καθολικῶν αὐτοῦ διαδόχων μὴ εὐθυνομένων τῶν εἰδικῶν διαδόχων.
Κατ' ἐξαίρεσιν ὅμως μετὰ τοῦ πωλητοῦ συνευθύνονται ἀλληλεγγύως πρὸς τὴν Διεύθυνσιν τῶν Μουσουλμανικῶν Ἱδρυμάτων καὶ οἱ εἰδικοὶ ἐκεῖνοι διάδοχοι οἵτινες ἔγειναν τοιοῦτοι πρὸ τοῦ νόμου 422 καὶ ἐκεῖνοι οἵτινες εἴτε πρὸ εἴτε μετὰ τὸν νόμον 422 ἐν τῷ μεταβιβαστικῷ τίτλῳ ἀνέλαβον ρητῶς τοιαύτας ὑποχρεώσεις.
Οὐδεμίαν ἐπίσης εὐθύνην ὑπέχουσι πρὸς τὴν Διεύθυνσιν τῶν Μουσουλμανικῶν Ἱδρυμάτων διὰ τὸ ὡς εἴρηται ¼ ἢ 1/16 ποσοστὸν καὶ οἱ εἰδικοὶ ἐκείνοι διάδοχοι ὅσοι ἔγειναν τοιοῦτοι μέχρι τῆς 24 Νοεμβρίου 1906 συμπεριλαμβανομένης εἰς μονοτελῆ βακουφικὰ κτήματα ὡς πρὸς τὰ ὀποῖα ἐκανονίσθη μέχρι τῆς αὐτῆς χρονολογίας τὸ ἀποζημιωτέον τέλος ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ ὑπ' ἀριθμ. 422 νόμου εἴτε διὰ τελεσιδίκου δικαστικῆς ἀποφάσεως εἴτε διὰ συμβάσεως ἀπ' εὐθείας μετὰ τῆς Διευθύνσεως τῶν Μουσουλμανικῶν Ἱδρυμάτων ἐχούσης προσωπικὴν μόνον ἀπαίτησιν κατὰ τοῦ ἀρχικοῦ πωλητοῦ καὶ τῶν καθολικῶν αὐτοῦ διαδόχων.
Τὰ βακουφικὰ κτήματα ὅσα κατὰ τὰς ἀνωτέρω διατάξεις δὲν ἔγειναν κτήματα τελείας ἰδιοκτησίας δύνανται νὰ ἐκποιῶνται ἀδείᾳ τῆς Μουσουλμανικῆς Δημογεροντίας καθιστάμενα τοῦ λοιποῦ κτήματα τελείας ἰδιοκτησίας εἰς χεῖρας τῶν ἀγοραστῶν.
Τὰ κτήματα τελείας ἰδιοκτησίας ὅσα ἀνήκουσι σήμερον εἰς Μουσουλμανικὰ Θρησκευτικὰ Ἱδρύματα ἢ ὅσα μέλλουσι ν΄ἀποκτηθῶσιν ἐν τῷ μέλλοντι ὑπ' αὐτῶν, δὲν δύνανται ν΄ἀπαλλοτριωθῶσιν εἰ μὴ ἀδείᾳ τῆς Μουσουλμανικῆς Δημογεροντίας.
Ἄρθρον 108.
Εἰς τὰς βουλευτικὰς ἐκλογὰς οἱ Μουσουλμάνοι τῶν νομῶν Ἡρακλείου, Ρεθύμνης, Χανίων ἀποτελοῦσιν ἰδιαιτέρους ἐκλογικοὺς συλλόγους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'
Τελικαὶ Διατάξεις
Ἄρθρον 109.
Ἡ Κρήτη διαιρεῖται εἰς πέντε νομούς, θὰ ἔχῃ δὲ πέντε Πρωτοδικεῖα.
Ἡ διάταξις αὕτη δύναται νὰ μεταβληθῇ διὰ νόμου μετὰ παρέλευσιν ἓξ ἐτῶν ἀπὸ τῆς δημοσιεύσεως τοῦ παρόντος Συντάγματος.
Ἄρθρον 110.
Ἅμα τῇ δημοσιεύσει τοῦ Συντάγματος, διὰ διατάγματος τοῦ Ὑπάτου Αρμοστοῦ, μὴ χρῄζοντος τῆς προσυπογραφῆς ὑπευθύνου Συμβούλου, διορισθήσονται οἱ Πρόεδροι, Εἰσαγγελεῖς καὶ δικασταὶ πάντων τῶν ἐγχωρίων δικαστηρίων. Οἱ οὕτω διορισθησόμενοι ἀπολαύουσι τῆς μονιμότητος κατὰ τὰς διακρίσεις τῶν ἄρθρων 89 καὶ 111 τοῦ παρόντος Συντάγματος.
Ἄρθρον 111.
Κατὰ τὴν πρώτην διετίαν οἱ Εισαγγελεῖς τῶν Πρωτοδικῶν, οἱ Πρωτοδίκαι, καὶ οἱ Ειρηνοδίκαι δύνανται δι' ἀποφάσεως τοῦ Συμβουλίου τῆς Δικαιοσύνης νὰ παυθῶσι καὶ διὰ τοὺς ἑπομένους λόγους.
1) Μετὰ διπλῆν τελεσίδικον πειθαρχικὴν τιμώρησιν ὑπὸ πολυμελοῦς δικαστηρίου.
2) Μετὰ τελεσίδικον καταδίκην εἰς ποινὴν τοὐλάχιστον φυλακίσεως τριμήνου.
3) Μετὰ τελεσίδικον καταδίκην εἰς ποινὴν ἕνεκα πράξεως ἀγομένης εἰς τὴν δημοσίαν ὑπηρεσίαν των καὶ τιμωρουμένης ὡς πλημμελήματος ἀπὸ τοὺς ποινικοὺς νόμους.
4) Μετὰ τελεσίδικον καταδίκην ἕνεκά τινος τῶν ἐν ἄρθρῳ 22 τοῦΠοινικοῦ Νόμου πράξεων, καὶ·
5) Ἐπελθούσης καταργήσεως δικαστικῆς θέσεως ὅτε περὶ τοῦ ἀπολυτέου ἐκ τῶν ὁμοταγῶν ἀποφασίζει τὸ Συμβούλιον τῆς Δικαιοσύνης.
Ἄρθρον 112.
Οἱ Πρόεδροι, οἱ Εἰσαγγελεῖς, καὶ δύο τῶν μελῶν ἑκατέρου τῶν Ἐφετείων δύναται νὰ εἶναι πολῖται Ἕλληνες ἐκ τῆς ἐν Ἑλλάδι ἐνεργοῦ δικαστικῆς ὑπηρεσίας.
Ἄρθρον 113.
Μέχρις οὗ δι' εἰδικοῦ νόμου ψηφισθησομένου κατὰ τὴν προσεχῆ σύνοδον τῆς Βουλῆς, κανονισθῶσι τὰ τῆς ὀργανώσεως καὶ λειτουργίας τῶν ὀρκωτῶν δικαστηρίων καὶ τοῦ ἐν Ἡρακλείῳ ἑδρεύοντος Ἐφετείου ὡς καὶ τοῦ Πρωτοδικείου Σφακίων θέλουσιν ταῦτα κανονισθῇ διὰ διατάγματος τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ ἐκδοθησομένου ἐπὶ προτάσει τοῦ Συμβουλίου αὐτοῦ ἀναγραφομένης τῆς ἀναγκαίας πιστώσεως εἰς τὸν προϋπολογισμόν τῆς χρήσεως 1906-1907.
Ἄρθρον 114.
Διὰ Διατάγματος τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ δύναται νὰ δοθῇ ἐπιμίσθιον εἰς τοὺς ἐξ Ἑλλάδος προσληφθησομένους δικαστικοὺς λειτουργούς.
'Ἄρθρον 115.
Πρὸς παροχὴν βοηθημάτων εἰς ἀπόρους ἀγωνιστὰς τῶν ἐπαναστάσεων 1866, 1878, 1896 καὶ 1897, χήρας, ὀρφανά, τραυματίας τῶν μαχῶν ἐντελῶς ἀνικάνους πρὸς ἐργασίαν, θ' ἀναγράφηται ἐτησία πίστωσις εἰς τὸν προϋπολογισμὸν τῆς Νήσου ποσὸν μὴ ὑπερβαῖνον τὰς 70000 δραχμῶν. Πᾶσα κράτησις πρὸς αὔξησιν τοῦ ποσοῦ τούτου ἀπαγορεύεται. Εἰδικὸς Νόμος θέλει ὁρίσει καὶ κατατάξει τοὺς δικαιουμένους εἰς βοήθημα.
Ἅμα τῇ δημοσιεύσει τοῦ παρόντος Συντάγματος παύει ἡ ἰσχὺς τῶν σχετικῶν Νόμων περὶ βοηθημάτων τῶν ἀγωνιστῶν, χηρῶν, ὀρφανῶν καὶ τραυματιῶν καὶ τῶν ἐπὶ τῇ βάσει τούτων ἐκδοθεισῶν ἀποφάσεων τοῦ Συμβουλίου τοῦ Ἡγεμόνος καὶ τῶν ἐπιτροπειῶν τῶν ἀγωνιστῶν.
Εἰδικὸς νόμος δύναται νὰ κανονίσῃ τὴν ἀπονομὴν ἀριστείων εἰς τοὺς πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικοὺς ἀγωνιστὰς τῶν ἐπαναστάσεων τῶν 1866, 1878, 1896 καὶ 1897.
Ἄρθρον 116.
Ἐξουσιοδοτεῖται ἡ Κυβέρνησις ἵνα διὰ προσωρινῶν νομοθετικῶν Διαταγμάτων προβῇ εἰς τὴν μεταρρύθμισιν τῆς Χωροφυλακῆς καὶ τὴν σύστασιν καὶ τὴν διοργάνωσιν τῆς Πολιτοφυλακῆς, παρεχομένης πρὸς τούτο τῆς ἀναγκαίας πιστώσεως.
Ἄρθρον 117.
Ἐξουσιοδοτεῖται ἡ Κυβέρνησις νὰ διαπραγματευθῇ καὶ συνάψῃ δάνειον 9,300,000 δραχμῶν παρέχουσα τὰς ἀναγκαίας ἀσφαλείας μὲ τόκον μέχρι 4%, συμπεριλαμβανομένου, ἐν ἐναντίᾳ δὲ περιπτώσει νὰ ὑποβάλῃ τὴν περὶ τούτου σύμβασιν εἰς τὴν προσεχῆ Βουλὴν πρὸς κύρωσιν.
Ἐκ τοῦ δανείου τούτου διατεθήσεται τὸ ἀναγκαῖον ποσὸν ὅπως μετὰ τοῦ ἐν τοῖς ταμείοις ὑπάρχοντος ὑπολοίπου ἐκ τῶν εἰσπράξεων τοῦ προσθέτου τελωνειακοῦ δασμοῦ συμπληρωθῇ ποσὸν 5000000, ὅπερ θέλει χρησιμοποιηθῇ πρὸς ὁλοσχερῆ ἐξόφλησιν τῶν ἀποζημιώσεων τῶν ἐπαναστάσεων τοῦ 1896 καὶ 1897 διὰ τῆς πληρωμῆς ἀναλόγου ποσοστοῦ εἰς τοῦς Ἰθαγενεῖς καὶ τοὺς πολίτας Ἕλληνας, ὧν αἱ ζημίαι ἀνεγνωρίσθησαν ὑπὸ τῶν ἁρμοδίων ἐκτιμητικῶν ἐπιτροπειῶν.
Τὸ ὑπόλοιπον ποσὸν θέλει χρησιμοποιηθῇ διὰ τὴν ἐκτέλεσιν δημοσίων ἔργων κατὰ ξηρὰν συγκοινωνίας συμφώνως πρὸς τοὺς ψηφισθησόμενους εἰδικοὺς νόμους παρὰ τῆς Βουλῆς κατανεμομένου τοῦ ποσοῦ τούτου κατὰ Νομοὺς καὶ ἀναλόγως τοῦ πληθυσμοῦ καὶ τῆς κοινῆς ὠφελείας.
Ἄρθρον 118.
Ὁ πρόσθετος τελωνειακὸς δασμὸς 3% θὰ ἐξακολουθήσῃ τῇ συναινέσει τῶν Μ. Δυνάμεων εἰσπραττόμενος καὶ ἐν τῷ μέλλοντι ἐξουσιοδοτουμένης τῆς Κυβερνήσεως ὅπως ζητήσῃ τὴν συγκατάθεσιν αὐτῶν πρὸς αὔξησιν αὐτοῦ.
Ἄρθρον 119.
Ὅταν παραστῇ ἡ ὥρα νὰ ἐρωτηθῇ ὁ Κρητικὸς λαὸς περὶ τῆς τελικῆς αὐτοῦ ἀποκαταστάσεως ἐὰν μὲν ὑπάρχῃ ἐκλελεγμένη Βουλὴ θέλει πράξῃ τοῦτο αὐτή, ἐὰν δὲ μὴ θὰ συγκαλῆται πρὸς τοῦτο ἡ προηγηθείσα Βουλὴ καὶ ἐν ᾗ περιπτώσει διελύθη αὕτη ἢ καὶ ἐξέπνευσεν ὁ χρόνος τῆς βουλευτικῆς περιόδου.
Ἄρθρον 120.
Τὸ σύστημα τῆς διὰ σφαιριδίων ψηφοφορίας δύναται νὰ τροποποιηθῇ δι' ἁπλοῦ Νόμου, μετὰ πάροδον ἑξαετίας ἀπὸ τῆς δημοσιεύσεως τοῦ παρόντος Συντάγματος.
Ἄρθρον 121.
Ἡ πρώτη τακτικὴ σύνοδος τῆς Βουλῆς θέλει συνέλθει τὴν 1 Ιουλίου 1907. Ἡ Βουλὴ κατὰ τὴν προσεχῆ αὐτῆς Σύνοδον δύναται νὰ μεταβάλῃ τὸν ἐν τῷ παρόντι Συντάγματι ὡρισμένον χρόνον τῆς ἐνάρξεως τῆς τακτικῆς βουλευτικῆς συνόδου.
Ἄρθρον 122.
Τὸ Σύνταγμα τοῦ 1899 καὶ πᾶσαι αἱ διατάξεις τῶν κειμένων νόμων καὶ διαταγμάτων, αἱ ἀντικείμεναι εἰς τὸ παρὸν Σύνταγμα, καταργοῦνται.
Ἄρθρον 123.
Τὸ παρὸν Σύνταγμα θέλει ἰσχύσει ἀπὸ τῆς δημοσιεύσεώς του, ἡ τήρησις δ' αὐτοῦ ἀφίεται εἰς τὴν φιλοπατρίαν τῶν Κρητῶν.
Βʹ.) Παραγγέλλομεν ἁπάσας τὰς δικαστικάς, πολιτικὰς καὶ στρατιωτικάς τῆς Πολιτείας Ἀρχὰς καὶ πάντας νὰ τηρῶσιν ἀπαρασαλεύτως τὸ παρὸν Σύνταγμα.
Τὸ Ἡμέτερον Συμβούλιον θέλει προσυπογράψει καὶ δημοσιεύσει τὸ παρόν.
Ἐγένετο ἐν Χανίοις τὴν ὀγδόην Φεβρουαρίου τοῦ χιλιοστοῦ ἐννεακοσιοστοῦ ἐβδόμου ἔτους.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΘΡ. Α. ΖΑΪΜΗΣ
Μ.Ρ. ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ
Ε. ΧΟΥΡΔΑΚΗΣ
ΑΝΤ. ΚΑΤΖΟΥΡΑΚΗΣ
Η ΚΡΗΤΗ AΠO THN ENΩΣH EΩΣ ΣHMEPA
1913
- Απομακρύνθηκαν από τα φρούρια της Κρήτης όλα τα σύμβολα της Τουρκίας και των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων και υψώθηκε η Ελληνική σημαία (14 Φεβρουαρίου).
- Στις 30 Μαΐου υπεγράφη η συνθήκη του Λονδίνου. Ο σουλτάνος παραιτήθηκε από όλα τα δικαιώματά του στην Κρήτη, την οποία παραχώρησε στις Μεγάλες Δυνάμεις. Με ιδιαίτερη συνθήκη που υπεγράφη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (1η Νοεμβρίου), ο σουλτάνος παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμα επικυριαρχίας στην Κρήτη.
- Την 1η Δεκεμβρίου, η ελληνική σημαία υψώθηκε στο φρούριο του Φιρκά. Μετά την Ένωση, η Κρήτη αποτέλεσε Γενική Διοίκηση, με πρωτεύουσα τα Χανιά, όπου και εγκαταστάθηκαν οι προϊστάμενοι των αρχών. Ο γενικός διοικητής Κρήτης διοριζόταν από την Ελληνική κυβέρνηση και έφερε τον τίτλο του υπουργού. Η Γενική Διοίκηση Κρήτης καταργήθηκε το 1915, επανασυστήθηκε το 1916, καταργήθηκε εκ νέου το 1925 και επανασυστήθηκε τον Ιούλιο του 1926.
- Επίσης, μετά την Ένωση με την Ελλάδα, η Κρήτη είχε ιδιαίτερο εκκλησιαστικό καθεστώς, αφού η Εκκλησία της παρέμεινε κάτω από την άμεση δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, διατηρώντας παράλληλα δικό της καταστατικό χάρτη. Τη διοίκησή της την ασκεί τοπική Ιερά Σύνοδος, υπό την προεδρία του αρχιεπισκόπου Κρήτης, και αποτελείται από οκτώ Μητροπόλεις.
1913
- Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914 - 1918) ανεσκάφη από τον Ι. Χατζηδάκι αρχικά, και τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή ύστερα, το ανάκτορο των Μαλίων. Ύστερα, ο Χατζηδάκις ανακάλυψε τα τρία μινωικά μέγαρα στην Τύλισο, ενώ ο Στέφανος Ξανθουδίδης ερεύνησε θολωτούς τάφους στην πεδιάδα της Μεσαράς, τον Πύργο, τα Καλύβια, το ανάκτορο στο Νίρου Χάνι και το ιερό στο Χαμέζι Σητείας.
1923
- Μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, που προέβλεπε και την ανταλλαγή των πληθυσμών, όλος ο Μουσουλμανικός πληθυσμός της Κρήτης, περίπου 33.000 άνθρωποι, υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει αμέσως το νησί. Στη θέση τους εγκαταστάθηκαν Έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, συνολικά 33.900 άτομα. Ελάχιστοι Εβραίοι και Αρμένιοι εξακολούθησαν να ζουν στο Ηράκλειο και τα Χανιά. Ο πληθυσμός του νησιού, κατά την απογραφή του 1928, έφτανε σε 386.427 κατοίκους.
- Αμερικανοί αρχαιολόγοι ανέσκαψαν τις Γουρνιές, Άγγλοι αρχαιολόγοι ερεύνησαν τη Παλαίκαστρο, τη Ζάκρο κ.ά. Στα χρόνια πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1918 - 1940) η ανασκαφική δραστηριότητα υπήρξε έντονη. Άγγλοι αρχαιολόγοι ανέσκαψαν την Κνωσό, Ιταλοί τη Φαιστό, ενώ οι Έλληνες Πυρ. Μαρινάτος και Ν. Πλάτων ερεύνησαν την Αμνισό και τη Δρήρο.
- Αμερικανοί αρχαιολόγοι ανέσκαψαν τις Γουρνιές, Άγγλοι αρχαιολόγοι ερεύνησαν τη Παλαίκαστρο, τη Ζάκρο κ.ά. Στα χρόνια πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1918 - 1940) η ανασκαφική δραστηριότητα υπήρξε έντονη. Άγγλοι αρχαιολόγοι ανέσκαψαν την Κνωσό, Ιταλοί τη Φαιστό, ενώ οι Έλληνες Πυρ. Μαρινάτος και Ν. Πλάτων ερεύνησαν την Αμνισό και τη Δρήρο.
1940
- Στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπλίτες της 5ης Μεραρχίας Κρητών πολέμησαν με αυτοθυσία. Όταν άρχισε η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, η γεωγραφική θέση του νησιού θεωρήθηκε στρατηγικής σημασίας για τους Γερμανούς, που σχεδίαζαν να την καταστήσουν κέντρο ανεφοδιασμού για το Μέτωπο της Βόρειας Αφρικής. Το σχετικό Γερμανικό σχέδιο ονομάστηκε "Ερμής" (Merkur) και ήταν έμπνευση του υπαρχηγού της Γερμανικής πολεμικής αεροπορίας Στούντεντ. Στηριζόταν στη χρησιμοποίηση αερομεταφερόμενων επίλεκτων μονάδων αλεξιπτωτιστών και αλπινιστών.
1941
- Η Αθήνα κατελήφθη από τους Γερμανούς στις 23 Απριλίου. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ και η κυβέρνηση με τον πρωθυπουργό Εμμανουήλ Τσουδερό, κατέφυγαν στην Κρήτη, η οποία είχε παραμείνει η μόνη ελεύθερη Ελληνική περιοχή.
- Στις 14 Μαΐου οι Γερμανοί βομβάρδισαν στρατηγικούς στόχους στο νησί. Έξι μέρες αργότερα άρχισε η Γερμανική εισβολή. Στο νησί βρίσκονταν Αγγλικά, Νεοζηλανδικά και Αυστραλιανά στρατεύματα 30.000 ανδρών συνολικά, με ανεπαρκή οπλισμό και χωρίς ουσιαστική αντιαεροπορική κάλυψη. Επίσης, υπήρχαν οκτώ τάγματα Ελλήνων νεοσυλλέκτων, άοπλων και απροετοίμαστων από το Ναύπλιο και την Τρίπολη, ενώ η μόνη αξιόμαχη δύναμη ήταν το σώμα της Σχολής Χωροφυλακής.
- Στις 27 Μαΐου αποβιβάστηκε στη Σούδα απόσπασμα 750 Άγγλων καταδρομέων για να χρησιμοποιηθεί ως οπισθοφυλακή κατά την υποχώρηση των Αγγλικών στρατευμάτων από τα Χανιά. Την επόμενη ημέρα αναχώρησαν Ελληνικά και Αγγλικά στρατεύματα για την Αίγυπτο, Λιβύη και αλλού. Οι Γερμανοί κατέλαβαν τα Χανιά, εισήλθαν στο Ρέθυμνο και συνέχισαν το βομβαρδισμό του Ηρακλείου. Οι Ιταλοί αποβιβάστηκαν στη Σητεία. Στις 29 Μαΐου κατελήφθη το Ηράκλειο. Η Μάχη της Κρήτης είχε ολοκληρωθεί.
- Ο αγώνας συνεχίστηκε με την αντίσταση των Κρητικών και αντίποινα των Γερμανών. Περίπου 2.000 άμαχοι εκτελέστηκαν στην Κρήτη εκείνη την περίοδο.
- Η Κάνδανος, το Μάιο του 1941, καταστράφηκε από τα στρατεύματα κατοχής, και όλοι οι κάτοικοί της θανατώθηκαν προς παραδειγματισμό του υπόλοιπου Κρητικού λαού. Στις 2 Ιουλίου 1941 εκτελέστηκαν εν ψυχρώ πολλοί Κρητικοί μέσα σε ελαιώνες, έξω από το χωριό Κοντομάρι, και ακολούθησαν άλλες εκτελέσεις στον Αλικιανό και αλλού.
1943
1943
Το Σεπτέμβριο του 1943 εκτελέστηκαν, σε αντίποινα από τους Γερμανούς, 377 κάτοικοι της επαρχίας Βιάννου και των γειτονικών χωριών της επαρχίας Ιεράπετρας, συνελήφθησαν 300 περίπου όμηροι, λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν σχεδόν όλα τα σπίτια των περιοχών αυτών.
1944
1944
- Το 1944 οι Γερμανοί κατακτητές παρέδωσαν στο πυρ τα Ανώγεια Μυλοποτάμου, σε αντίποινα για την απαγωγή του στρατηγού Κράιπε.
- Την ίδια χρονιά διώχθηκαν και οι λιγοστοί Εβραίοι της Κρήτης.
1945
- Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος τελείωσε για την Κρήτη με σχετική καθυστέρηση. Στις αρχές Ιουλίου 1945 οι τελευταίοι Γερμανοί στρατιώτες μεταφέρθηκαν στη Μέση Ανατολή, ενώ η Βέρμαχτ είχε συνθηκολογήσει από τις 8 Μαΐου του 1945.
1951
1951
- Η Κρήτη έπαψε να αποτελεί Γενική Διοίκηση το 1951.
Τώρα
Τώρα
- Σήμερα, διοικητικά, το νησί χωρίζεται στους νομούς Χανίων, Ρεθύμνης, Ηρακλείου και Λασιθίου. Μεγαλύτερη πόλη του νησιού είναι το Ηράκλειο, με πληθυσμό που ξεπερνά τους 150.000 κατοίκους, και ακολουθούν τα Χανιά, το Ρέθυμνο και ο Άγιος Νικόλαος. Ο σημερινός πληθυσμός της Κρήτης αριθμεί περίπου 550.000 κατοίκους.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου