Πολλοί άνθρωποι ακούνε φωνές, μια κατάσταση που η ψυχιατρική ονομάζει «ακουστικές ψευδαισθήσεις» και η οποία πολύ συχνά οδηγεί στη διάγνωση της σχιζοφρένειας (αν και δεν συμβαίνει αποκλειστικά στα πλαίσια αυτής).
Πώς είναι το να ακούς φωνές; Καταρχάς, οι φωνές είναι αληθινές εμπειρίες, παρά το γεγονός ότι οι υπόλοιποι άνθρωποι δεν μπορούν να τις ακούσουν. Πολλές φορές, μπορεί να είναι το ίδιο με το να ακούς μία φωνή κανονικά με τα αυτιά σου, με τη διαφορά πως η φωνή, σε αυτή την περίπτωση, δεν έχει φυσική εξωτερική αιτία. Εκτός από το να ακούς φωνές με τα αυτιά σου, η εμπειρία των φωνών μπορεί να μοιάζει με την εμπειρία κατά την οποία σκέψεις εισβάλλουν στο μυαλό σου από κάπου αλλού, έξω από τον εαυτό σου, έξω από τη συνείδηση σου. Οι φωνές μπορεί να βιώνονται στο κεφάλι σου, έξω από αυτό ή ακόμα και στο σώμα. Οι άνθρωποι που ακούνε φωνές μπορεί να ακούνε μία φωνή ή πολλές φωνές. Οι φωνές μπορεί να είναι ευχάριστες και «καλές», μπορεί να είναι δυσάρεστες και «κακές» ή μπορεί να είναι ένα μίγμα και των δύο. Μερικές φορές οι «καλές» φωνές μπορεί να γίνουν στην πορεία «κακές» και το αντίστροφο. Μπορεί να διαδραματίζουν ρόλο καθοδηγητικό και ενθαρρυντικό ή ρόλο επικριτικό και τιμωρητικό. Οι φωνές μπορεί να μιλάνε σε σένα ή για σένα. Οι φωνές μπορεί να είναι παρούσες συνεχώς ή μόνο σε συγκεκριμένες στιγμές. Το περιεχόμενο του τι λένε οι φωνές μπορεί να σχετίζεται με αυτό που σου συμβαίνει τώρα (ή πρόσφατα) ή με κάτι που συνέβη στο παρελθόν σου.
Η εμπειρία του να ακούς φωνές θεωρείται από την πλειοψηφία της ψυχιατρικής κοινότητας σύμπτωμα ψυχοπαθολογίας. Μόνο πρόσφατα άρχισαν να γίνονται έρευνες σε άτομα στο γενικό πληθυσμό. Σε μια έρευνα, περίπου 4% του πληθυσμού που μελετήθηκε αναφέρει εμπειρία ακρόασης φωνών. Σε μια άλλη μελέτη, αναφέρεται πως περίπου το 10% των ατόμων θα ακούσουν κάποια στιγμή στη ζωή τους μια φωνή να τους μιλάει, ενώ δεν είναι κανείς εκεί. Ερευνητές και επαγγελματίες ψυχικής υγείας σε όλο τον κόσμο αρχίζουν να διερευνούν και να αποδέχονται την ιδέα ότι το να ακούει κανείς φωνές είναι μια κοινή ανθρώπινη εμπειρία και ότι πολλοί άνθρωποι που ακούνε φωνές δεν φαίνεται να έχουν κάποια ψυχική ασθένεια.
Ανεξάρτητα όμως με το αν η ακρόαση φωνών γίνεται αντιληπτή ως σύμπτωμα ψυχοπαθολογίας ή όχι, παραμένει το ζήτημα της αντιμετώπισης τους. Τις περισσότερες φορές, οι φωνές αντιμετωπίζονται από τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας σαν πρόβλημα που χρειάζεται να κατασταλεί και τελικά να εξαφανιστεί, μέσω της φαρμακευτικής αγωγής. Καμία σημασία δεν δίνεται στο περιεχόμενο των φωνών και στη σημασία τους. Στην πραγματικότητα όμως, οι φωνές έχουν αιτίες και νόημα στη ζωή του ατόμου που τις ακούει. Και σύμφωνα με έρευνες, η αποτελεσματική ή μη αντιμετώπιση των φωνών δεν εξαρτάται τόσο από το περιεχόμενο τους, αλλά από τη σχέση που αναπτύσσει το άτομο με τις φωνές που ακούει. Πιο συγκεκριμένα, αν το άτομο πιστεύει ότι οι φωνές έχουν τον έλεγχο του εαυτού του, δεν μπορεί να τις αντιμετωπίσει. Τέλος, έρευνες έχουν δείξει ότι οι φωνές σχετίζονται σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό με τραυματικά γεγονότα της παιδικής ηλικίας (συνηθέστερα, σεξουαλική και σωματική κακοποίηση, συναισθηματική παραμέληση, θυματοποίηση από παρατεταμένο εκφοβισμό) ή με τραυματικές εμπειρίες κατά την έναρξη εμπειρίας ακρόασης φωνών. Μπορεί δηλαδή να συνιστούν ένα μηχανισμό αντιμετώπισης.
Μέχρι πρόσφατα, η μόνη απάντηση που πρόσφερε η ψυχιατρική σε ανθρώπους που ακούνε φωνές ήταν η φαρμακοθεραπεία. Τα τελευταία όμως χρόνια, κάτι έχει αρχίσει να αλλάζει. Έρευνες αποδεικνύουν πως οι θεραπείες μέσω ομιλίας, όπως η Γνωσιακή-Συμπεριφοριστική θεραπεία, μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους που ακούνε φωνές, διευκολύνοντας την κατανόηση της ψυχολογικής προέλευσης των φωνών και του καλύτερου τρόπου αντιμετώπισής τους.
Επιπλέον, το Κίνημα των Ανθρώπων που Ακούνε Φωνές πρεσβεύει πως ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπίσει κανείς την εμπειρία της ακρόασης φωνών είναι να προσπαθήσει να τις νοηματοδοτήσει, να καταλάβει δηλαδή τι σημαίνουν για το ίδιο το άτομο και να τις εντάξει στην ιστορία της ζωής του. Σε αυτή την κατεύθυνση, στοχεύει η προσέγγιση ή συνέντευξη του Μάαστριχτ για άτομα που ακούνε φωνές. Πρόκειται για ένα εργαλείο που κινητοποιεί το άτομο που ακούει φωνές να εξερευνήσει την εμπειρία του και να δημιουργήσει μια συναισθηματική απόσταση από τις φωνές. Ταυτόχρονα, οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται μέσω της συνέντευξης παίζουν σημαντικό ρόλο στο σχεδιασμό της θεραπευτικής παρέμβασης. Η συνέντευξη διερευνά, σε κλίμα σεβασμού και ενσυναίσθησης, τα ακόλουθα κύρια σημεία:
- Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα κάθε φωνής (φύλο, ηλικία, τρόπος ομιλίας, ρόλος βοηθητικός ή αποδιοργανωτικός)
- Την ιστορία της κάθε φωνής (πότε πρωτοεμφανίστηκε και τα γεγονότα εκείνης της εποχής)
- Το περιεχόμενο των φωνών (φράσεις και μοτίβα θεμάτων)
- Τους πυροδότες, δηλαδή τις καταστάσεις που προκαλούν τις φωνές στο εδώ και τώρα.
- Την κατάσταση στο σπίτι στο οποίο μεγάλωσε το άτομο.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης (η οποία μπορεί να ολοκληρωθεί σε παραπάνω από μία συνεδρίες), συγκεντρώνονται και άλλες πληροφορίες, αλλά τα παραπάνω βασικά σημεία έχει βρεθεί ότι είναι τα πιο σημαντικά ως προς τη διαδικασία αναζήτησης νοήματος των φωνών.
Η προσέγγιση αυτή απαιτεί από τον επαγγελματία ψυχικής υγείας να εγκαταλείψει την προσέγγιση των φωνών ως ενός ακατανόητου ψυχωσικού συμπτώματος και να υιοθετήσει μια στάση αποδοχής και γνήσιου ενδιαφέροντος για την αναζήτηση του νοήματος τους. Η όλη διαδικασία καταλήγει σε μια ψυχοκοινωνική «κατασκευή», δηλαδή στην κατανόηση του σκοπού της φωνής ή των φωνών. Στα πλαίσια αυτής, απαντώνται δύο σημαντικές ερωτήσεις: Ποιούς ανθρώπους και ποιά προβλήματα αντιπροσωπεύουν οι φωνές. Η διαδικασία αυτή μπορεί να ανοίξει το δρόμο προς την ανάρρωση (recovery): στη θέση της άμυνας και της άρνησης, προάγεται η επικοινωνία με τις φωνές με τελικό στόχο την αλλαγή της σχέσης μαζί τους. Χρησιμοποιούνται διάφορες τεχνικές που στοχεύουν στην ανάληψη του ελέγχου πάνω στις φωνές, καθώς και σε αλλαγές στον τρόπο και τις συνθήκες ζωής του ατόμου. Πρόκειται για ψυχοθεραπευτική - σε συνδυασμό με κοινωνική υποστήριξη - προσέγγιση, η οποία φαίνεται να έχει σημαντική δυναμική.
Πώς είναι το να ακούς φωνές; Καταρχάς, οι φωνές είναι αληθινές εμπειρίες, παρά το γεγονός ότι οι υπόλοιποι άνθρωποι δεν μπορούν να τις ακούσουν. Πολλές φορές, μπορεί να είναι το ίδιο με το να ακούς μία φωνή κανονικά με τα αυτιά σου, με τη διαφορά πως η φωνή, σε αυτή την περίπτωση, δεν έχει φυσική εξωτερική αιτία. Εκτός από το να ακούς φωνές με τα αυτιά σου, η εμπειρία των φωνών μπορεί να μοιάζει με την εμπειρία κατά την οποία σκέψεις εισβάλλουν στο μυαλό σου από κάπου αλλού, έξω από τον εαυτό σου, έξω από τη συνείδηση σου. Οι φωνές μπορεί να βιώνονται στο κεφάλι σου, έξω από αυτό ή ακόμα και στο σώμα. Οι άνθρωποι που ακούνε φωνές μπορεί να ακούνε μία φωνή ή πολλές φωνές. Οι φωνές μπορεί να είναι ευχάριστες και «καλές», μπορεί να είναι δυσάρεστες και «κακές» ή μπορεί να είναι ένα μίγμα και των δύο. Μερικές φορές οι «καλές» φωνές μπορεί να γίνουν στην πορεία «κακές» και το αντίστροφο. Μπορεί να διαδραματίζουν ρόλο καθοδηγητικό και ενθαρρυντικό ή ρόλο επικριτικό και τιμωρητικό. Οι φωνές μπορεί να μιλάνε σε σένα ή για σένα. Οι φωνές μπορεί να είναι παρούσες συνεχώς ή μόνο σε συγκεκριμένες στιγμές. Το περιεχόμενο του τι λένε οι φωνές μπορεί να σχετίζεται με αυτό που σου συμβαίνει τώρα (ή πρόσφατα) ή με κάτι που συνέβη στο παρελθόν σου.
Η εμπειρία του να ακούς φωνές θεωρείται από την πλειοψηφία της ψυχιατρικής κοινότητας σύμπτωμα ψυχοπαθολογίας. Μόνο πρόσφατα άρχισαν να γίνονται έρευνες σε άτομα στο γενικό πληθυσμό. Σε μια έρευνα, περίπου 4% του πληθυσμού που μελετήθηκε αναφέρει εμπειρία ακρόασης φωνών. Σε μια άλλη μελέτη, αναφέρεται πως περίπου το 10% των ατόμων θα ακούσουν κάποια στιγμή στη ζωή τους μια φωνή να τους μιλάει, ενώ δεν είναι κανείς εκεί. Ερευνητές και επαγγελματίες ψυχικής υγείας σε όλο τον κόσμο αρχίζουν να διερευνούν και να αποδέχονται την ιδέα ότι το να ακούει κανείς φωνές είναι μια κοινή ανθρώπινη εμπειρία και ότι πολλοί άνθρωποι που ακούνε φωνές δεν φαίνεται να έχουν κάποια ψυχική ασθένεια.
Ανεξάρτητα όμως με το αν η ακρόαση φωνών γίνεται αντιληπτή ως σύμπτωμα ψυχοπαθολογίας ή όχι, παραμένει το ζήτημα της αντιμετώπισης τους. Τις περισσότερες φορές, οι φωνές αντιμετωπίζονται από τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας σαν πρόβλημα που χρειάζεται να κατασταλεί και τελικά να εξαφανιστεί, μέσω της φαρμακευτικής αγωγής. Καμία σημασία δεν δίνεται στο περιεχόμενο των φωνών και στη σημασία τους. Στην πραγματικότητα όμως, οι φωνές έχουν αιτίες και νόημα στη ζωή του ατόμου που τις ακούει. Και σύμφωνα με έρευνες, η αποτελεσματική ή μη αντιμετώπιση των φωνών δεν εξαρτάται τόσο από το περιεχόμενο τους, αλλά από τη σχέση που αναπτύσσει το άτομο με τις φωνές που ακούει. Πιο συγκεκριμένα, αν το άτομο πιστεύει ότι οι φωνές έχουν τον έλεγχο του εαυτού του, δεν μπορεί να τις αντιμετωπίσει. Τέλος, έρευνες έχουν δείξει ότι οι φωνές σχετίζονται σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό με τραυματικά γεγονότα της παιδικής ηλικίας (συνηθέστερα, σεξουαλική και σωματική κακοποίηση, συναισθηματική παραμέληση, θυματοποίηση από παρατεταμένο εκφοβισμό) ή με τραυματικές εμπειρίες κατά την έναρξη εμπειρίας ακρόασης φωνών. Μπορεί δηλαδή να συνιστούν ένα μηχανισμό αντιμετώπισης.
Μέχρι πρόσφατα, η μόνη απάντηση που πρόσφερε η ψυχιατρική σε ανθρώπους που ακούνε φωνές ήταν η φαρμακοθεραπεία. Τα τελευταία όμως χρόνια, κάτι έχει αρχίσει να αλλάζει. Έρευνες αποδεικνύουν πως οι θεραπείες μέσω ομιλίας, όπως η Γνωσιακή-Συμπεριφοριστική θεραπεία, μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους που ακούνε φωνές, διευκολύνοντας την κατανόηση της ψυχολογικής προέλευσης των φωνών και του καλύτερου τρόπου αντιμετώπισής τους.
Επιπλέον, το Κίνημα των Ανθρώπων που Ακούνε Φωνές πρεσβεύει πως ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπίσει κανείς την εμπειρία της ακρόασης φωνών είναι να προσπαθήσει να τις νοηματοδοτήσει, να καταλάβει δηλαδή τι σημαίνουν για το ίδιο το άτομο και να τις εντάξει στην ιστορία της ζωής του. Σε αυτή την κατεύθυνση, στοχεύει η προσέγγιση ή συνέντευξη του Μάαστριχτ για άτομα που ακούνε φωνές. Πρόκειται για ένα εργαλείο που κινητοποιεί το άτομο που ακούει φωνές να εξερευνήσει την εμπειρία του και να δημιουργήσει μια συναισθηματική απόσταση από τις φωνές. Ταυτόχρονα, οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται μέσω της συνέντευξης παίζουν σημαντικό ρόλο στο σχεδιασμό της θεραπευτικής παρέμβασης. Η συνέντευξη διερευνά, σε κλίμα σεβασμού και ενσυναίσθησης, τα ακόλουθα κύρια σημεία:
- Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα κάθε φωνής (φύλο, ηλικία, τρόπος ομιλίας, ρόλος βοηθητικός ή αποδιοργανωτικός)
- Την ιστορία της κάθε φωνής (πότε πρωτοεμφανίστηκε και τα γεγονότα εκείνης της εποχής)
- Το περιεχόμενο των φωνών (φράσεις και μοτίβα θεμάτων)
- Τους πυροδότες, δηλαδή τις καταστάσεις που προκαλούν τις φωνές στο εδώ και τώρα.
- Την κατάσταση στο σπίτι στο οποίο μεγάλωσε το άτομο.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης (η οποία μπορεί να ολοκληρωθεί σε παραπάνω από μία συνεδρίες), συγκεντρώνονται και άλλες πληροφορίες, αλλά τα παραπάνω βασικά σημεία έχει βρεθεί ότι είναι τα πιο σημαντικά ως προς τη διαδικασία αναζήτησης νοήματος των φωνών.
Η προσέγγιση αυτή απαιτεί από τον επαγγελματία ψυχικής υγείας να εγκαταλείψει την προσέγγιση των φωνών ως ενός ακατανόητου ψυχωσικού συμπτώματος και να υιοθετήσει μια στάση αποδοχής και γνήσιου ενδιαφέροντος για την αναζήτηση του νοήματος τους. Η όλη διαδικασία καταλήγει σε μια ψυχοκοινωνική «κατασκευή», δηλαδή στην κατανόηση του σκοπού της φωνής ή των φωνών. Στα πλαίσια αυτής, απαντώνται δύο σημαντικές ερωτήσεις: Ποιούς ανθρώπους και ποιά προβλήματα αντιπροσωπεύουν οι φωνές. Η διαδικασία αυτή μπορεί να ανοίξει το δρόμο προς την ανάρρωση (recovery): στη θέση της άμυνας και της άρνησης, προάγεται η επικοινωνία με τις φωνές με τελικό στόχο την αλλαγή της σχέσης μαζί τους. Χρησιμοποιούνται διάφορες τεχνικές που στοχεύουν στην ανάληψη του ελέγχου πάνω στις φωνές, καθώς και σε αλλαγές στον τρόπο και τις συνθήκες ζωής του ατόμου. Πρόκειται για ψυχοθεραπευτική - σε συνδυασμό με κοινωνική υποστήριξη - προσέγγιση, η οποία φαίνεται να έχει σημαντική δυναμική.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου