Τρίτη 23 Αυγούστου 2016

ΚΕΡΑΜΒΟΣ ή ΤΕΡΑΜΒΟΣ (το σκαθάρι)


Ο Αντωνίνος Λιβεράλις, συγγραφέας των πρώτων μεταχριστιανικών χρόνων, είναι ο μόνος που διασώζει τον μύθο αναλυτικά σημειώνοντας ότι «Τα εξιστορεί ο Νίκανδρος στο α' βιβλίο των Μεταμορφώσεων» (ο Νίκανδρος είναι συγγραφέας του 2ου αι. π.Χ.). Ο Οβίδιος αναφέρεται συνοπτικά και παρεμπιπτόντως στη μεταμόρφωση του Κέραμβου σε φτερωτό σκαθάρι, όταν ονομάζει στους τόπους απ' όπου πέρασε η Μήδεια με τους φτερωτούς της δράκους, μετά τον φόνο των παιδιών της.

Ο Κέραμβος, εγγονός του Ποσειδώνα και γιος του Εύσειρου και της νύμφης Ειδοθέας, κατοι­κούσε στη γη των Μαλιέων κοντά στους πρόποδες της Όθρυος (βουνό που οριοθετούσε τη Θεσσαλία από τη Στερεά Ελλάδα, στα σύνορα Μαγνησίας και Φθιώτιδας). Απόκτησε πολλά κοπάδια και τα έβοσκε ο ίδιος. Ήταν ο καλύτερος μουσικός της εποχής του, ξακουστός για τα βουκολικά άσματα που ο ίδιος συνέθετε· μάλιστα επινόησε τον ποιμενικό αυλό και πρώτος αυτός χρησιμο­ποίησε τη λύρα. Τις δουλειές του στους αγρούς τις εκτελούσε τραγουδώντας. Οι Νύμφες ευφραίνονταν με τα μελίσματά του και κάποτε εμφανίστηκαν μπροστά του και χόρεψαν με τις μελωδίες του -προνόμιο μεγάλο αυτό για ένα θνητό, να εμφανίζονται αθάνατες θεότητες μπροστά του. Μάλιστα οι Νύμφες για τα χαρίσματά του τον βοηθούσαν στις δουλειές του. Τον συμπάθησε και ο Πάνας τόσο που τον προειδοποίησε να φύγει από την Όθρυ και να βόσκει τα πρόβατά του στην πεδιάδα, γιατί επρόκειτο να ξεσπάσει σφοδρή κακοκαιρία -ο χειμώνας θα ήταν πρώιμος και βαρύς. Με την υπεροψία της νιότης, όμως, και σαν τυφλωμένος από τους θεούς, ο Κέραμβος αρνήθηκε και προσέβαλε τις Νύμφες λέγοντας ότι δεν έχουν τη σπουδαία καταγωγή που ισχυρίζονταν από τον Δία αλλά ότι ήταν κόρες της Δεινώς και του Σπερχειού και ότι ο Ποσειδώνας, από πόθο για μια από αυτές, τη Διοπάτρη, ρίζωσε τις αδερφές της και τις έκανε μαύρες λεύκες· τις ελευθέρωσε και τις επανέφερε στην αρχική τους φύση, μόνο όταν χόρτασε τον έρωτα μαζί της.

Οι κακολογίες του προκάλεσαν την οργή των Νυμφών εναντίον του. Τιμωρήθηκε, όταν επαληθεύθηκαν οι προβλέψεις του Πάνα για τον πρώιμο χειμώνα· το βαρύ κρύο και το πυκνό χιόνι πάγωσαν τις χαράδρες και έκαναν μονοπάτια και δέντρα να χαθούν, μαζί και τα κοπάδια του Κέραμβου. Τότε ήταν που οι Νύμφες μεταμόρφωσαν τον Κέραμβο σε ένα είδος μεγάλου σκαθαριού, τον κεράμβυγα, που ζει κάτω από τους φλοιούς των δένδρων και τρέφεται από το ξύλο, γι' αυτό αποκαλείται και ξυλοφάγο βόδι, λέει ο Λιβεράλις. Έχει αγκυλωτές δαγκάνες, κινεί συνεχώς τα σαγόνια του, είναι μαύρος, μακρουλός, με σκληρές φτερούγες. Τα παιδιά τον έχουν για παιγνίδι, του κόβουν το κεφάλι και το φοράνε· μάλιστα, οι τεράστιες κεραίες του τον κάνουν να μοιάζει με λύρα από καβούκι χελώνας. Εξάλλου, πρώτος αυτός από όλους τους ανθρώπους έπαιξε τη λύρα.

Το όνομα του του σκαθαριού δόθηκε, πιθανόν εκ των υστέρων, σε έναν ήρωα που με τη δραστηριότητα ή την τύχη του δικαιολογεί την ύπαρξη ή τις ιδιότητες του ζώου αυτού. Ο βοσκός που παίζει τη λύρα του συνοδεύοντας το χορό των Νυμφών έχει το αντίστοιχό του στους λυράρηδες των νεοελληνικών παραμυθιών, που καθισμένοι μέσα σε έναν κύκλο χαραγμένο με μαυρομάνικο μαχαίρι συνοδεύουν τις νεράιδες στο χορό τους. Ο ήρωας εμφανίζεται συγχρόνως και ως ο "πρώτος ευρετής" της σύριγγας, κάτι που αποδίδεται στον ίδιο τον Πάνα. Η εύνοια που δείχνουν απέναντι σ΄ έναν θνητό οι θεοί, περικλείει έναν θανάσιμο κίνδυνο: τη δημιουργία υπερβολικής αυτοπεποίθησης που οδηγεί στην "ύβρι". Η "ύβρις" του Κέραμβου συνδυάζεται εδώ με την αχαριστία του, καθώς δοκιμάζει να μειώσει τιμημένες θεότητες. Έτσι η τιμωρία του είναι φυσικό επακόλουθο.

Συνειρμικά η μεταμόρφωση του Κέραμβου σε σκαθάρι φέρνει στον νου ένα από τα σπουδαιότερα διηγήματα του 20ού αιώνα. Είναι Η μεταμόρφωση του τσέχου συγγραφέα Φραντς Κάφκα. Το διήγημα ξεκινά ως εξής:

Όταν ένα πρωί ο Γκρέγκορ Σάμσα ξύπνησε από ταραγμένο ύπνο, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σε τεράστιο ζωύφιο. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, η πλάτη του ήταν σκληρή σαν πανοπλία, και όταν σήκωσε λιγάκι το κεφάλι του, είδε την τουρλωτή καφετιά κοιλιά του να είναι χωρισμένη σε φέτες, ενώ πάνω της ήταν αδύνατο να σταθούν τα σκεπάσματα· είχε μείνει σχεδόν ξεσκέπαστος. Τα αμέτρητα ποδαράκια του, αξιοθρήνητα λεπτά σε σύγκριση με το υπόλοιπο σώμα του, κουνιόντουσαν αβοήθητα μπροστά στα ίδια του τα μάτια.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου