Η πολιτικοστρατιωτική κατάσταση στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το 394 είχε ως εξής: Ο Μ. Θεοδόσιος έχων υπό τις διαταγές του τον έμπιστο στρατηγό Στιλίχων, καθώς τον Γαϊνά και τον –άρτι εκχριστιανιθέντα — Γότθον στρατηγό Αλάριχο, νικά τον αντίπαλο του Ευγένιο. 395 θάνατος του Μ. Θεοδοσίου και διανομή της Αυτοκρατορίας στους δύο ανήλικους γιούς του Αρκάδιο την Ανατολική και Ονώριο την Δυτική. Ο στρατηγός Στιλίχων Αρχηγός όλου του στρατού Ανατολικής και Δυτικής Αυτοκρατορίας. Ύπαρχος της Ανατολικής ο Ρουφίνος, Ανθύπατος του Ελληνικού χώρου ο Αντίοχος.
Ο Αλάριχος δυσαρεστημένος διότι δεν αμείφθηκε επαρκώς δια την συμμετοχή του στην μάχη κατά του Ευγένιου, περιφέρονταν, λεηλατώντας την Θράκη. Ο Ρουφίνος αφού ήλθε σε συνεννόηση με τον Αλάριχο, τον έστρεψε εναντίον της υπολοίπου Ελλάδος. Του υπέδειξε ότι θα αντλούσε αμύθητα πλούτη από την υπόλοιπη Ελλάδα, και με μεγάλη ευκολία γιατί δεν πρόκειται να συναντήσει αντίσταση. Σε αυτό συνέβαλε και ο πατριάρχης Χρυσόστομος, που είχε πείσει τον Αυτοκράτορα Αρκάδιο να προβεί σε αυτήν την ενέργεια, επιβεβαιώνοντας το μίσος του κατά των Ελλήνων.
Ο Αλάριχος αφού λεηλάτησε την Μακεδονία, έφθασε στη Θεσσαλία, εκεί τον περικύκλωσε ο στρατηγός Στιλίχων και ενώ η συντριβή του ήταν βεβαία, έλαβε εντολή ο Στιλίχων από τον ανήλικο Αρκάδιο, που προφανώς υπαγορεύθηκε από τον Ρουφίνο να στήλη τα στρατεύματα του Ανατολικού κράτους υπό τον Γαϊνά στην Κων/πολη, και αυτός με τα υπόλοιπα να φύγει για το Δυτικό κράτος, και αυτό έπραξε. Όταν έφθασε στην πόλη ο Γαϊνάς οι στρατιώτες του δολοφόνησαν τον Ρουφίνο και τη θέση του πήρε ο Ευτρόπιος.
Το 396 ο Αλάριχος ανενόχλητος κατευθύνθηκε προς τα κέντρα πολιτισμού της νοτίου Ελλάδος, συνοδεία πολυαρίθμων μοναχών. Ο Γερόντιος που φύλαγε τις Θερμοπύλες τις εγκατέλειψε και έφυγε για τον ισθμό της Κορίνθου χωρίς να προβάλλει καμία αντίσταση. Οι σφαγές, οι λεηλασίες η ισοπέδωση των ναών της παλιάς θρησκείας που ακολούθησαν, και για την τραγικότητα της κατάστασης, Ο Ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος γράφει «Οι δε (Γότθοι) καθοδηγούμενοι υπό πολυαρίθμων μοναχών κατεπλημμύρισαν πάντα τα μεταξύ Θερμοπυλών και Αττικής, Λοκρίδα, Φωκίδα, Βοιωτία, λεηλατούντες και καταστρέφοντας Χώρας και πόλεις, και τους μεν άνδρας ηβηδόν αποσφάττοντες (ομαδικά αποκεφαλίζοντας). Παίδας δε και γυναίκας αγεληδόν συνεπαγώμενοι».
Μόνο η Θήβα η οποία έχοντας καλά τείχη και άμυνα διέφυγε τη σφαγή, καθ’ ότι ο Αλάριχος δεν διέθετε πολιορκητικές μηχανές.
Μετά εισέβαλε στην Αττική. Πρώτη η Ελευσίνα δέχθηκε την επιδρομή, όπου αφού ισοπέδωσε τον Ναό τις παλιάς θρησκείας, θανάτωσε τον Ιλάριον, και πάντα εμένων εις την θρησκεία των προγόνων, καθ’ υπόδειξη των ακολουθούντων μοναχών.
Μετά κατευθύνθηκε προς την Αθήνα όπου καθώς γράφει ο εθνικός Ζώσιμος είδε την πολιούχο Θεά Αθηνά πάνοπλη και τον Ήρωα Αχιλλέα να περιφέρονται επί των τειχών. Αφού είδε αυτά ο Αλάριχος απείχε πάσης ενέργειας. Ζήτησε μόνο να εισέλθει για να θαυμάσει την πόλη, οι δε Αθηναίοι του το επέτρεψαν και του προσέφεραν και δώρα. Στην συνέχεια επέδραμε κατά του Πειραιά, των Μεγάρων και εν συνεχεία προς Κόρινθο ανενόχλητος, διότι ο Γερόντιος που είχε οχυρωθεί στον ισθμό τον εγκατέλειψε αμαχητί. Σφάζοντας και λεηλατώντας την Κορινθία, την Αργολίδα, την Αρκαδία, την Σπάρτη, τα Ολύμπια, Έγινε κύριος της Πελοποννήσου, πλην της μικρής Τεγέας.
Το 397 ο στρατηγός Στιλίχων παρ’ ότι Βάνδαλος στη καταγωγή, αφού έμαθε για την ανελέητο σφαγή των Ελλήνων, από Έλληνες που διέφυγαν τη σφαγή, και ζήτησαν κλαίοντες τη βοήθεια του, αποβιβάσθηκε στο λιμάνι της Κορίνθου Λέχαιο και άρχισε να καταδιώκει τους διάσπαρτους Γότθους, και έφθασε στο οροπέδιο της Φολόης, όπου περικύκλωσε τον Αλάριχο, αλλά και για δεύτερη φορά, ενώ η συντριβή του ήταν θέμα χρόνου, έλυσε τον αποκλεισμό και έφυγε για Ιταλία. Προφανώς πήρε εντολή από τον Αρκάδιο να αφήσει ελεύθερο τον Αλάριχο να ολοκληρώσει τη σφαγή.
Ο Αλάριχος αφού ολοκλήρωσε την αποστολή του….. ανενόχλητος πλέον έφυγε για την Ήπειρο. Στην συνέχεια ο Αρκάδιος προκειμένου να εξασφαλίσει την Ιλλυρία ανακήρυξε τον Αλάριχο στρατηλάτη του Ιλλυρικού. (Γενναιόδωρη αμοιβή μετά από μια τόσο τεραστίων διαστάσεων διαπραχθείσα γενοκτονία κατά των Ελλήνων…) Τα ανωτέρω δραματικά γεγονότα τα κατέγραψαν οι τότε ιστορικοί Ζώσιμος, Συνέσιος, Ευνάπιος, Σωζόμενος. Ο νεότερος ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος, παρ’ ότι ήταν ο θεμελιωτής και ένθερμος υποστηρικτής του «Ελληνοχριστιανισμού», στο κεφάλαιο ΑΛΑΡΙΧΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΠΙΔΡΟΜΗ, περιγράφει με σαφήνεια την μεγάλη προδοσία.
Εξετάζοντας τα γεγονότα βλέπουμε την προδοτική αλλά και εγκληματική στάση των Αρκαδίου, Ρουφίνου, Ευτροπίου, Αντιόχου, Γεροντίου, και των Χριστιανών, όταν μάλιστα ο Αντίοχος και ο Γερόντιος ήσαν Έλληνες, αλλά νεοφώτιστοι Χριστιανοί.
Αν τα θύματα της Ιεράς Εξέτασης των καθολικών σε όλη τη δυτική Ευρώπη έφθασαν τις 35.000 τα εγκλήματα των χριστιανών, διά χειρός Αλαρίχου, μόνο κατά των Ελλήνων, μετρούνται σε εκατομμύρια.
Ήταν η μεγαλύτερη σφαγή που γνώρισε ο Ελληνισμός στην μακρόχρονη ιστορία του. Μια σφαγή που προκλητικά δυστυχώς αποσιωπάτε από την θρησκευτική αλλά και την πολιτική ηγεσία αυτού του τόπου.
Ο λόγος της μεγάλης σφαγής ήταν ένας, να τιμωρηθούν οι Έλληνες διότι αγνόησαν τη διαταγή του Μ. Θεοδοσίου ότι μοναδική θρησκεία της Αυτοκρατορίας θα είναι ο Χριστιανισμός. Αποφάσισαν λοιπόν οι δολοφόνοι Αρκάδιος και η παρέα του ότι είναι ευκαιρία να ξεμπερδεύουμε με τους Έλληνες μια για πάντα, ο δε Αλάριχος θα εισέπραττε τα οφειλόμενα από της λεηλασίες.
Είναι βέβαιο ότι ο Αλάριχος εκτελούσε διαταγή του Αρκαδίου υπαγορευμένη από τον Ευτρόπιο να ισοπεδώσει τους Ναούς της παλιάς θρησκείας, και να προβεί στην σφαγή των πιστών της, καθ’ υπόδειξη των πολυαρίθμων μοναχών που τον ακολουθούσαν.
Αν ο Αλάριχος δεν είχε τη συγκεκριμένη διαταγή δεν θα σπαταλούσε το χρόνο του να ισοπεδώνει Ναούς, αλλά θα επιδιδόταν αποκλειστικά και μόνο στις λεηλασίες σε ότι πολύτιμο εύρισκε. Επίσης δεν τον ενδιέφερε η κυριαρχία του χώρου που κατέλαβε, και γι’ αυτό μόλις εκτέλεσε την αποστολή που ανέλαβε αναχώρησε, για να παραλάβει την αμοιβή του από τον Αρκάδιο που ήταν η Ιλλυρία την οποία και διεκδικούσε. Θα ήταν αφέλεια βέβαια να πιστέψει κανείς ότι οι μοναχοί με δική τους πρωτοβουλία ακολουθούσαν τον Αλάριχο, σίγουρα το έκαναν καθ’ υπόδειξη των θρησκευτικών ηγετών τους. Με πρώτον και καλύτερο τον πατριάρχη Ι. Χρυσόστομο.
Όσον αφορά την Αθήνα ο Αλάριχος δεν την πείραξε διότι είχε εντολή από τον Αρκάδιο να μη τη πειράξει. Φοβούμενος ο Αρκάδιος ότι οι Έλληνες δεν θα του το συγχωρούσαν ποτέ βλέποντας την Αθήνα το καύχημα της Δημοκρατίας, της Φιλοσοφίας και του Πολιτισμού να σφαγιάζετε και να ισοπεδώνετε γιατί έτσι συνέφερε την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Αν ο Αλάριχος είδε τη Θεά Αθηνά και τον Αχιλλέα στα τείχη της Αθήνας να περιφέρονται, θυμίζει την Κων/πολη όταν πολιορκείτο από τους Αβάρους τότε η Παναγία περιφέρονταν στα τείχη της Πόλης. Όλα αυτά βέβαια είναι φαντασιώσεις των θρησκόληπτων ανθρώπων, κάθε εποχής. Αλλά και τρόπος επιβολής των θρησκευτικών προτύπων τους, από τους εκάστοτε θρησκευτικούς ηγέτες.
Ο Αλάριχος δυσαρεστημένος διότι δεν αμείφθηκε επαρκώς δια την συμμετοχή του στην μάχη κατά του Ευγένιου, περιφέρονταν, λεηλατώντας την Θράκη. Ο Ρουφίνος αφού ήλθε σε συνεννόηση με τον Αλάριχο, τον έστρεψε εναντίον της υπολοίπου Ελλάδος. Του υπέδειξε ότι θα αντλούσε αμύθητα πλούτη από την υπόλοιπη Ελλάδα, και με μεγάλη ευκολία γιατί δεν πρόκειται να συναντήσει αντίσταση. Σε αυτό συνέβαλε και ο πατριάρχης Χρυσόστομος, που είχε πείσει τον Αυτοκράτορα Αρκάδιο να προβεί σε αυτήν την ενέργεια, επιβεβαιώνοντας το μίσος του κατά των Ελλήνων.
Ο Αλάριχος αφού λεηλάτησε την Μακεδονία, έφθασε στη Θεσσαλία, εκεί τον περικύκλωσε ο στρατηγός Στιλίχων και ενώ η συντριβή του ήταν βεβαία, έλαβε εντολή ο Στιλίχων από τον ανήλικο Αρκάδιο, που προφανώς υπαγορεύθηκε από τον Ρουφίνο να στήλη τα στρατεύματα του Ανατολικού κράτους υπό τον Γαϊνά στην Κων/πολη, και αυτός με τα υπόλοιπα να φύγει για το Δυτικό κράτος, και αυτό έπραξε. Όταν έφθασε στην πόλη ο Γαϊνάς οι στρατιώτες του δολοφόνησαν τον Ρουφίνο και τη θέση του πήρε ο Ευτρόπιος.
Το 396 ο Αλάριχος ανενόχλητος κατευθύνθηκε προς τα κέντρα πολιτισμού της νοτίου Ελλάδος, συνοδεία πολυαρίθμων μοναχών. Ο Γερόντιος που φύλαγε τις Θερμοπύλες τις εγκατέλειψε και έφυγε για τον ισθμό της Κορίνθου χωρίς να προβάλλει καμία αντίσταση. Οι σφαγές, οι λεηλασίες η ισοπέδωση των ναών της παλιάς θρησκείας που ακολούθησαν, και για την τραγικότητα της κατάστασης, Ο Ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος γράφει «Οι δε (Γότθοι) καθοδηγούμενοι υπό πολυαρίθμων μοναχών κατεπλημμύρισαν πάντα τα μεταξύ Θερμοπυλών και Αττικής, Λοκρίδα, Φωκίδα, Βοιωτία, λεηλατούντες και καταστρέφοντας Χώρας και πόλεις, και τους μεν άνδρας ηβηδόν αποσφάττοντες (ομαδικά αποκεφαλίζοντας). Παίδας δε και γυναίκας αγεληδόν συνεπαγώμενοι».
Μόνο η Θήβα η οποία έχοντας καλά τείχη και άμυνα διέφυγε τη σφαγή, καθ’ ότι ο Αλάριχος δεν διέθετε πολιορκητικές μηχανές.
Μετά εισέβαλε στην Αττική. Πρώτη η Ελευσίνα δέχθηκε την επιδρομή, όπου αφού ισοπέδωσε τον Ναό τις παλιάς θρησκείας, θανάτωσε τον Ιλάριον, και πάντα εμένων εις την θρησκεία των προγόνων, καθ’ υπόδειξη των ακολουθούντων μοναχών.
Μετά κατευθύνθηκε προς την Αθήνα όπου καθώς γράφει ο εθνικός Ζώσιμος είδε την πολιούχο Θεά Αθηνά πάνοπλη και τον Ήρωα Αχιλλέα να περιφέρονται επί των τειχών. Αφού είδε αυτά ο Αλάριχος απείχε πάσης ενέργειας. Ζήτησε μόνο να εισέλθει για να θαυμάσει την πόλη, οι δε Αθηναίοι του το επέτρεψαν και του προσέφεραν και δώρα. Στην συνέχεια επέδραμε κατά του Πειραιά, των Μεγάρων και εν συνεχεία προς Κόρινθο ανενόχλητος, διότι ο Γερόντιος που είχε οχυρωθεί στον ισθμό τον εγκατέλειψε αμαχητί. Σφάζοντας και λεηλατώντας την Κορινθία, την Αργολίδα, την Αρκαδία, την Σπάρτη, τα Ολύμπια, Έγινε κύριος της Πελοποννήσου, πλην της μικρής Τεγέας.
Το 397 ο στρατηγός Στιλίχων παρ’ ότι Βάνδαλος στη καταγωγή, αφού έμαθε για την ανελέητο σφαγή των Ελλήνων, από Έλληνες που διέφυγαν τη σφαγή, και ζήτησαν κλαίοντες τη βοήθεια του, αποβιβάσθηκε στο λιμάνι της Κορίνθου Λέχαιο και άρχισε να καταδιώκει τους διάσπαρτους Γότθους, και έφθασε στο οροπέδιο της Φολόης, όπου περικύκλωσε τον Αλάριχο, αλλά και για δεύτερη φορά, ενώ η συντριβή του ήταν θέμα χρόνου, έλυσε τον αποκλεισμό και έφυγε για Ιταλία. Προφανώς πήρε εντολή από τον Αρκάδιο να αφήσει ελεύθερο τον Αλάριχο να ολοκληρώσει τη σφαγή.
Ο Αλάριχος αφού ολοκλήρωσε την αποστολή του….. ανενόχλητος πλέον έφυγε για την Ήπειρο. Στην συνέχεια ο Αρκάδιος προκειμένου να εξασφαλίσει την Ιλλυρία ανακήρυξε τον Αλάριχο στρατηλάτη του Ιλλυρικού. (Γενναιόδωρη αμοιβή μετά από μια τόσο τεραστίων διαστάσεων διαπραχθείσα γενοκτονία κατά των Ελλήνων…) Τα ανωτέρω δραματικά γεγονότα τα κατέγραψαν οι τότε ιστορικοί Ζώσιμος, Συνέσιος, Ευνάπιος, Σωζόμενος. Ο νεότερος ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος, παρ’ ότι ήταν ο θεμελιωτής και ένθερμος υποστηρικτής του «Ελληνοχριστιανισμού», στο κεφάλαιο ΑΛΑΡΙΧΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΠΙΔΡΟΜΗ, περιγράφει με σαφήνεια την μεγάλη προδοσία.
Εξετάζοντας τα γεγονότα βλέπουμε την προδοτική αλλά και εγκληματική στάση των Αρκαδίου, Ρουφίνου, Ευτροπίου, Αντιόχου, Γεροντίου, και των Χριστιανών, όταν μάλιστα ο Αντίοχος και ο Γερόντιος ήσαν Έλληνες, αλλά νεοφώτιστοι Χριστιανοί.
Αν τα θύματα της Ιεράς Εξέτασης των καθολικών σε όλη τη δυτική Ευρώπη έφθασαν τις 35.000 τα εγκλήματα των χριστιανών, διά χειρός Αλαρίχου, μόνο κατά των Ελλήνων, μετρούνται σε εκατομμύρια.
Ήταν η μεγαλύτερη σφαγή που γνώρισε ο Ελληνισμός στην μακρόχρονη ιστορία του. Μια σφαγή που προκλητικά δυστυχώς αποσιωπάτε από την θρησκευτική αλλά και την πολιτική ηγεσία αυτού του τόπου.
Ο λόγος της μεγάλης σφαγής ήταν ένας, να τιμωρηθούν οι Έλληνες διότι αγνόησαν τη διαταγή του Μ. Θεοδοσίου ότι μοναδική θρησκεία της Αυτοκρατορίας θα είναι ο Χριστιανισμός. Αποφάσισαν λοιπόν οι δολοφόνοι Αρκάδιος και η παρέα του ότι είναι ευκαιρία να ξεμπερδεύουμε με τους Έλληνες μια για πάντα, ο δε Αλάριχος θα εισέπραττε τα οφειλόμενα από της λεηλασίες.
Είναι βέβαιο ότι ο Αλάριχος εκτελούσε διαταγή του Αρκαδίου υπαγορευμένη από τον Ευτρόπιο να ισοπεδώσει τους Ναούς της παλιάς θρησκείας, και να προβεί στην σφαγή των πιστών της, καθ’ υπόδειξη των πολυαρίθμων μοναχών που τον ακολουθούσαν.
Αν ο Αλάριχος δεν είχε τη συγκεκριμένη διαταγή δεν θα σπαταλούσε το χρόνο του να ισοπεδώνει Ναούς, αλλά θα επιδιδόταν αποκλειστικά και μόνο στις λεηλασίες σε ότι πολύτιμο εύρισκε. Επίσης δεν τον ενδιέφερε η κυριαρχία του χώρου που κατέλαβε, και γι’ αυτό μόλις εκτέλεσε την αποστολή που ανέλαβε αναχώρησε, για να παραλάβει την αμοιβή του από τον Αρκάδιο που ήταν η Ιλλυρία την οποία και διεκδικούσε. Θα ήταν αφέλεια βέβαια να πιστέψει κανείς ότι οι μοναχοί με δική τους πρωτοβουλία ακολουθούσαν τον Αλάριχο, σίγουρα το έκαναν καθ’ υπόδειξη των θρησκευτικών ηγετών τους. Με πρώτον και καλύτερο τον πατριάρχη Ι. Χρυσόστομο.
Όσον αφορά την Αθήνα ο Αλάριχος δεν την πείραξε διότι είχε εντολή από τον Αρκάδιο να μη τη πειράξει. Φοβούμενος ο Αρκάδιος ότι οι Έλληνες δεν θα του το συγχωρούσαν ποτέ βλέποντας την Αθήνα το καύχημα της Δημοκρατίας, της Φιλοσοφίας και του Πολιτισμού να σφαγιάζετε και να ισοπεδώνετε γιατί έτσι συνέφερε την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Αν ο Αλάριχος είδε τη Θεά Αθηνά και τον Αχιλλέα στα τείχη της Αθήνας να περιφέρονται, θυμίζει την Κων/πολη όταν πολιορκείτο από τους Αβάρους τότε η Παναγία περιφέρονταν στα τείχη της Πόλης. Όλα αυτά βέβαια είναι φαντασιώσεις των θρησκόληπτων ανθρώπων, κάθε εποχής. Αλλά και τρόπος επιβολής των θρησκευτικών προτύπων τους, από τους εκάστοτε θρησκευτικούς ηγέτες.