Η σπουδαία μορφή του του Ζίγκφριντ είναι γνωστή σε μύθους από την Γερμανία ως την Ισλανδία και αποτελεί την πεμπτουσία του βορειοευρωπαίου με το όνομα Ζιγκουρτν στις ιστορίες απ' την Σκανδηναβία, οι άθλοι του αποτελούν πρώτη ύλη για μερικά από τα καλύτερα επικά ποιήματα του κόσμου. Το κομμάτι της ιστορία που έχει σχέση με το παρακάτω κεφάλαιο είναι η μάχη ανάμεσα στον νεαρό Ζίγκφριντ με τον δράκο Φαφνίρ, που φιλάει το χρυσό των Νιμπελούγκεν.
Ο Ζίγκφριντ ήταν καρπός της απαγορευμένης σχέσης ανάμεσα στον Σίγκμουντ και στην αδελφή του Σιγκελίντε. Παρ' όλο που και τα δυο αδέλφια είχαν φρικτό τέλος, ο Σίγκμουντ άφησε ένα περίφημο και πανέμορφο ξίφος στο γιο που δε θα συναντούσε ποτέ. Το σπαθί ήταν σπασμένο αλλά, αν επιδιορθωνόταν, ήταν ανίκητο στη μάχη.
Ο ορφανός Ζίγκφριντ ανατράφηκε από τον Νίμπελουγκ (νάνο) Μάιμ, που τον περιποιόταν μάλλον απρόθυμα, ελπίζοντας πως κάποια μέρα ο παντοδύναμος και θαρραλέος νέος θα έβρισκε τη δύναμη να σκοτώσει το δράκο Φαφνίρ και να πάρει ως λάφυρο τη μεγάλη ποσότητα χρυσού που πριν από χρόνια είχε κλέψει ο θεός Βόταν (ο υπέρτατος θεός του πανθέου των γεμανικών μυθολογιών' ταυτίζεται με τον Όντιν των Βορείων Γερμανών και τον Θωρ των Σκανδιναυών) από τους Νιμπελούγκεν. Στη συνέχεια ο Μάιμ είχε σχεδιάσει να σκοτώσει το Ζίγκφριντ και να κρατήσει μόνος του όλο το χρυσάφι.
Όμως, ο Ζίγκφριντ είχε την εύνοια των θεών, αφού μια μέρα που ο νεαρός περπατούσε στο δάσος άκουσε ένα πουλί να κελαηδά και διαπίστωσε ότι μπορούσε να καταλάβει το τραγούδι του. Το πουλί τον προειδοποίησε όχι μόνο ότι o Μάιμ σχεδίαζε να τον δολοφονήσει, αλλά και γιατί. Όταν ο Ζίγκφριντ επέστρεψε στο σιδηρουργείο του Μάιμ δεν είπε κουβέντα για όσα είχε μόλις ανακαλύψει, αλλά έκανε υπομονή, περίμενε και παρακολουθούσε.
Σύντομα ο Μάιμ του ζήτησε να επιδιορθώσει το σπαθί του πατέρα του κι ο Ζίγκφριντ έκανε όπως τον πρόσταξε, χρησιμοποιώντας όλη τη δύναμη και την αντοχή του για το σκοπό αυτό. Ο Μάιμ του είπε για το σωρό το χρυσάφι που ήταν κρυμμένο βαθιά σε μια σπηλιά που τη φυλούσε κοιμισμένος ο δράκος Φαφνίρ. Ανάμεσα στο χρυσό υπήρχε και το Δακτυλίδι του Νίμπελουγκ που έκρυβε πολλές δυνάμεις και το οποίο ο Μάιμ επιθυμούσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Στη συνέχεια ο νάνος έδωσε οδηγίες στον Ζίγκφριντ να επιστρέψει σ' αυτόν με το χρυσό. Όμως, ο Ζίγκφριντ είχε πλέον ακούσει αρκετά για την προδοσία του νάνου και τον σκότωσε με το σπαθί του.
Έπειτα ο νεαρός ήρωας ξεκίνησε αναζητώντας το δράκο Φαφνίρ. Παλιότερα ο δράκος αυτός ήταν γίγαντας, όχι ιδιαίτερα έξυπνος αλλά τρομερά μεγάλος και απειλητικός. Χρησιμοποιώντας τη δύναμη του Δακτυλιδιού ο Φαφνίρ είχε μετατραπεί σ' ένα τεράστιο, απαίσιο φολιδωτό πλάσμα. Ο δράκος αυτός κοιμόταν όλη την ώρα, μόνιμα μαγεμένος από τα όνειρα, στα οποία έβλεπε το χρυσό που βρισκόταν θαμμένος κάτω από το σαν φίδι κουλουριασμένο σώμα του.
Το πουλί που την πρώτη φορά είχε πει στο Ζίγκφριντ για την προδοσία του Μάιμ τώρα οδήγησε το νεαρό άντρα στη σπηλιά κι ο Ζίγκφριντ κραδαίνοντας το ξίφος του, σκότωσε το δράκο και βρήκε το σωρό το χρυσάφι. Όμως, ο Ζίγκφριντ αδιαφορούσε τόσο πολύ για τους πειρασμούς του πλούτου, που διάλεξε μόνον δύο πράγματα από το σωρό: ένα κράνος που μπορούσε να τον κάνει αόρατο και το Δακτυλίδι του Νίμπελουγκ του οποίου τις δυνάμεις δεν μπορούσε ακόμα να καταλάβει. Κι έτσι, ξεκίνησε γι ακόμα μεγαλύτερες περιπέτειες.
Ο Ζίγκφριντ ήταν καρπός της απαγορευμένης σχέσης ανάμεσα στον Σίγκμουντ και στην αδελφή του Σιγκελίντε. Παρ' όλο που και τα δυο αδέλφια είχαν φρικτό τέλος, ο Σίγκμουντ άφησε ένα περίφημο και πανέμορφο ξίφος στο γιο που δε θα συναντούσε ποτέ. Το σπαθί ήταν σπασμένο αλλά, αν επιδιορθωνόταν, ήταν ανίκητο στη μάχη.
Ο ορφανός Ζίγκφριντ ανατράφηκε από τον Νίμπελουγκ (νάνο) Μάιμ, που τον περιποιόταν μάλλον απρόθυμα, ελπίζοντας πως κάποια μέρα ο παντοδύναμος και θαρραλέος νέος θα έβρισκε τη δύναμη να σκοτώσει το δράκο Φαφνίρ και να πάρει ως λάφυρο τη μεγάλη ποσότητα χρυσού που πριν από χρόνια είχε κλέψει ο θεός Βόταν (ο υπέρτατος θεός του πανθέου των γεμανικών μυθολογιών' ταυτίζεται με τον Όντιν των Βορείων Γερμανών και τον Θωρ των Σκανδιναυών) από τους Νιμπελούγκεν. Στη συνέχεια ο Μάιμ είχε σχεδιάσει να σκοτώσει το Ζίγκφριντ και να κρατήσει μόνος του όλο το χρυσάφι.
Όμως, ο Ζίγκφριντ είχε την εύνοια των θεών, αφού μια μέρα που ο νεαρός περπατούσε στο δάσος άκουσε ένα πουλί να κελαηδά και διαπίστωσε ότι μπορούσε να καταλάβει το τραγούδι του. Το πουλί τον προειδοποίησε όχι μόνο ότι o Μάιμ σχεδίαζε να τον δολοφονήσει, αλλά και γιατί. Όταν ο Ζίγκφριντ επέστρεψε στο σιδηρουργείο του Μάιμ δεν είπε κουβέντα για όσα είχε μόλις ανακαλύψει, αλλά έκανε υπομονή, περίμενε και παρακολουθούσε.
Σύντομα ο Μάιμ του ζήτησε να επιδιορθώσει το σπαθί του πατέρα του κι ο Ζίγκφριντ έκανε όπως τον πρόσταξε, χρησιμοποιώντας όλη τη δύναμη και την αντοχή του για το σκοπό αυτό. Ο Μάιμ του είπε για το σωρό το χρυσάφι που ήταν κρυμμένο βαθιά σε μια σπηλιά που τη φυλούσε κοιμισμένος ο δράκος Φαφνίρ. Ανάμεσα στο χρυσό υπήρχε και το Δακτυλίδι του Νίμπελουγκ που έκρυβε πολλές δυνάμεις και το οποίο ο Μάιμ επιθυμούσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Στη συνέχεια ο νάνος έδωσε οδηγίες στον Ζίγκφριντ να επιστρέψει σ' αυτόν με το χρυσό. Όμως, ο Ζίγκφριντ είχε πλέον ακούσει αρκετά για την προδοσία του νάνου και τον σκότωσε με το σπαθί του.
Έπειτα ο νεαρός ήρωας ξεκίνησε αναζητώντας το δράκο Φαφνίρ. Παλιότερα ο δράκος αυτός ήταν γίγαντας, όχι ιδιαίτερα έξυπνος αλλά τρομερά μεγάλος και απειλητικός. Χρησιμοποιώντας τη δύναμη του Δακτυλιδιού ο Φαφνίρ είχε μετατραπεί σ' ένα τεράστιο, απαίσιο φολιδωτό πλάσμα. Ο δράκος αυτός κοιμόταν όλη την ώρα, μόνιμα μαγεμένος από τα όνειρα, στα οποία έβλεπε το χρυσό που βρισκόταν θαμμένος κάτω από το σαν φίδι κουλουριασμένο σώμα του.
Το πουλί που την πρώτη φορά είχε πει στο Ζίγκφριντ για την προδοσία του Μάιμ τώρα οδήγησε το νεαρό άντρα στη σπηλιά κι ο Ζίγκφριντ κραδαίνοντας το ξίφος του, σκότωσε το δράκο και βρήκε το σωρό το χρυσάφι. Όμως, ο Ζίγκφριντ αδιαφορούσε τόσο πολύ για τους πειρασμούς του πλούτου, που διάλεξε μόνον δύο πράγματα από το σωρό: ένα κράνος που μπορούσε να τον κάνει αόρατο και το Δακτυλίδι του Νίμπελουγκ του οποίου τις δυνάμεις δεν μπορούσε ακόμα να καταλάβει. Κι έτσι, ξεκίνησε γι ακόμα μεγαλύτερες περιπέτειες.