Επαναπαυμένοι στην επιστράτευση της Λογικής, μεταφράζουμε -ή μάλλον ονοματοθετούμε- με δικά μας κριτήρια, τα οποία τείνουν να θεμελιωθούν λόγω μαζικής αποπροσανατολισμένης αποδοχής, βασικές συναισθηματικές καταστάσεις, με στρουθοκαμηλίστικη επιτυχία.
Μία από αυτές, είναι ο φόβος. Γιατί όταν αισθανόμαστε φόβο, πιστεύουμε πως ήρθε η ώρα να αποφύγουμε μια κατάσταση ή να φύγουμε από κάποιον άνθρωπο, κινούμενοι σε τροχιές αδιαφορίας;
Γιατί απομακρυνόμαστε από αυτό που θέλουμε να μας πλησιάσει;
Κατά τον Benjamin Franklin, είναι τόσο βολικό να είμαστε λογικά όντα, από τη στιγμή που μπορεί κανείς να βρει ή να κατασκευάσει ένα λόγο για οτιδήποτε έχει στο νου του.
Επειδή, ακριβώς, δε γνωρίζουμε πως να προσεγγίσουμε κάτι που έχει εισχωρήσει στο ενδότερο στόχαστρο του ενδιαφέροντός μας και υπολογίζουμε με ασυνείδητη μαθηματική ακρίβεια, το πόνο και την απογοήτευση που θα μας προκαλέσει η πιθανή μη απόκτηση-κατάκτησή του, επιστρατεύουμε μια από τις πιο διαδεδομένες δευτερογενείς αμυντικές διεργασίες που σχετίζονται με την εσωτερική οριοθέτηση του ψυχικού οργάνου, δηλαδή την εκλογίκευση.
Διακατεχόμαστε από μία έντονη αλεξιθυμία που μας βραχυκυκλώνει και δε μας επιτρέπει να αποδεχτούμε αυτό, που πιθανώς, αισθανόμαστε σε επίπεδο βιοσωματικής ευαισθησίας και αποφεύγουμε νοητικά, βάσει σχεδίου, κάθε πιθανό δυσάρεστο συναίσθημα, ώστε να διατηρήσουμε τον τίτλο του γνώστη ελέγχου των συναισθημάτων.
Χτίζουμε ένα αδιαπέραστο τοίχος και κλεινόμαστε στο γυάλινο πύργο μιας παράλογης λογικής που απαγορεύει κάθε ενέργεια έκφρασης, με φόβο μην εκτεθούμε και θα παραμείνουμε εκεί, μέχρι η αδράνεια να αποτελέσει τη λιγότερο βολική επιλογή.
Όταν φτάσουμε σε αυτό το σημείο, νιώθουμε ότι πρέπει να κινητοποιηθούμε, λεκτικά ή πρακτικά και να είμαστε ειλικρινείς με ό,τι είμαστε και πιστεύουμε εκείνη τη στιγμή. Ακόμα κι αν δε μπορούμε να κατονομάσουμε τι είναι αυτό που μας προκαλεί δυσφορία και μας αφήνει μια γλυκόπικρη επίγευση στο τέλος της ημέρας, γνωρίζουμε ότι αν ξεπεράσουμε το φόβο αναγνώρισής του, θα μπορέσουμε να το αντιστρέψουμε και να φέρουμε τη κατάσταση στα δικά μας μέτρα.
Όσο αγνοούμε το κακό που μας κάνει η απραξία στα καλέσματά του, τόσο πιο πολύ θα ζούμε σε ένα κίβδηλο φαντασιακό κόσμο που ο φόβος είναι απλά ένα κατασκεύασμα του νου μας. Έτσι, τείνουμε να ξεχάσουμε το αντικείμενο του ενδιαφέροντός μας και την αρχική θέση που θέλαμε να πάρουμε απέναντί του, φτάνοντας μέχρι και σε σημείο να αποφασίσουμε αναδρομικά ότι τελικά δε το επιθυμούσαμε και τόσο πολύ.
Όσα μας τρομάζουν είναι εκείνα που επιθυμούμε περισσότερο από κάθε τι. Είναι όσα θέλουμε να κάνουμε και να μάθουμε, αλλά φοβόμαστε μήπως τα οικειοποιηθούμε, αλλάξει η σύσταση του χαρακτήρα μας και φανερωθεί ένας λιγότερο σκληρός εαυτός.
Ό,τι δε σε σκοτώνει, πράγματι, σε κάνει πιο δυνατό. Γι’ αυτό πρέπει να τολμάμε παραπάνω από όσα νομίζουμε ότι μπορούμε να αντέξουμε και να μην αφήνουμε στη πρώτη γραμμή μάχης το φόβο, πιστεύοντας ότι θα μας προστατέψει καθοδηγώντας μας σε σωστά μονοπάτια.
Ακόμα κι αν χάσουμε, θα ξέρουμε ότι προσπαθήσαμε. Αν δε προσπαθήσουμε, δε θα μάθουμε ποτέ αν μπορούσαμε να έχουμε νικήσει.
Αν φοβηθούμε να αφήσουμε τη μονοτονία της ομοιοστατικής ζωής μας και να αναλάβουμε την ευθύνη των επιτακτικών μας θέλω, είμαστε καταδικασμένοι να πορευόμαστε με ένα δυνητικό “Αν”, το οποίο δε θα συναντήσουμε ποτέ.
Το ερώτημα είναι: Τι είναι, τελικά, πιο τρομακτικό και θανάσιμο; Να ζούμε ξεπερνώντας τους φόβους μας ή μια χλιαρή ζωή γεμάτη σίγουρες εκβάσεις;
Μία από αυτές, είναι ο φόβος. Γιατί όταν αισθανόμαστε φόβο, πιστεύουμε πως ήρθε η ώρα να αποφύγουμε μια κατάσταση ή να φύγουμε από κάποιον άνθρωπο, κινούμενοι σε τροχιές αδιαφορίας;
Γιατί απομακρυνόμαστε από αυτό που θέλουμε να μας πλησιάσει;
Κατά τον Benjamin Franklin, είναι τόσο βολικό να είμαστε λογικά όντα, από τη στιγμή που μπορεί κανείς να βρει ή να κατασκευάσει ένα λόγο για οτιδήποτε έχει στο νου του.
Επειδή, ακριβώς, δε γνωρίζουμε πως να προσεγγίσουμε κάτι που έχει εισχωρήσει στο ενδότερο στόχαστρο του ενδιαφέροντός μας και υπολογίζουμε με ασυνείδητη μαθηματική ακρίβεια, το πόνο και την απογοήτευση που θα μας προκαλέσει η πιθανή μη απόκτηση-κατάκτησή του, επιστρατεύουμε μια από τις πιο διαδεδομένες δευτερογενείς αμυντικές διεργασίες που σχετίζονται με την εσωτερική οριοθέτηση του ψυχικού οργάνου, δηλαδή την εκλογίκευση.
Διακατεχόμαστε από μία έντονη αλεξιθυμία που μας βραχυκυκλώνει και δε μας επιτρέπει να αποδεχτούμε αυτό, που πιθανώς, αισθανόμαστε σε επίπεδο βιοσωματικής ευαισθησίας και αποφεύγουμε νοητικά, βάσει σχεδίου, κάθε πιθανό δυσάρεστο συναίσθημα, ώστε να διατηρήσουμε τον τίτλο του γνώστη ελέγχου των συναισθημάτων.
Χτίζουμε ένα αδιαπέραστο τοίχος και κλεινόμαστε στο γυάλινο πύργο μιας παράλογης λογικής που απαγορεύει κάθε ενέργεια έκφρασης, με φόβο μην εκτεθούμε και θα παραμείνουμε εκεί, μέχρι η αδράνεια να αποτελέσει τη λιγότερο βολική επιλογή.
Όταν φτάσουμε σε αυτό το σημείο, νιώθουμε ότι πρέπει να κινητοποιηθούμε, λεκτικά ή πρακτικά και να είμαστε ειλικρινείς με ό,τι είμαστε και πιστεύουμε εκείνη τη στιγμή. Ακόμα κι αν δε μπορούμε να κατονομάσουμε τι είναι αυτό που μας προκαλεί δυσφορία και μας αφήνει μια γλυκόπικρη επίγευση στο τέλος της ημέρας, γνωρίζουμε ότι αν ξεπεράσουμε το φόβο αναγνώρισής του, θα μπορέσουμε να το αντιστρέψουμε και να φέρουμε τη κατάσταση στα δικά μας μέτρα.
Όσο αγνοούμε το κακό που μας κάνει η απραξία στα καλέσματά του, τόσο πιο πολύ θα ζούμε σε ένα κίβδηλο φαντασιακό κόσμο που ο φόβος είναι απλά ένα κατασκεύασμα του νου μας. Έτσι, τείνουμε να ξεχάσουμε το αντικείμενο του ενδιαφέροντός μας και την αρχική θέση που θέλαμε να πάρουμε απέναντί του, φτάνοντας μέχρι και σε σημείο να αποφασίσουμε αναδρομικά ότι τελικά δε το επιθυμούσαμε και τόσο πολύ.
Όσα μας τρομάζουν είναι εκείνα που επιθυμούμε περισσότερο από κάθε τι. Είναι όσα θέλουμε να κάνουμε και να μάθουμε, αλλά φοβόμαστε μήπως τα οικειοποιηθούμε, αλλάξει η σύσταση του χαρακτήρα μας και φανερωθεί ένας λιγότερο σκληρός εαυτός.
Ό,τι δε σε σκοτώνει, πράγματι, σε κάνει πιο δυνατό. Γι’ αυτό πρέπει να τολμάμε παραπάνω από όσα νομίζουμε ότι μπορούμε να αντέξουμε και να μην αφήνουμε στη πρώτη γραμμή μάχης το φόβο, πιστεύοντας ότι θα μας προστατέψει καθοδηγώντας μας σε σωστά μονοπάτια.
Ακόμα κι αν χάσουμε, θα ξέρουμε ότι προσπαθήσαμε. Αν δε προσπαθήσουμε, δε θα μάθουμε ποτέ αν μπορούσαμε να έχουμε νικήσει.
Αν φοβηθούμε να αφήσουμε τη μονοτονία της ομοιοστατικής ζωής μας και να αναλάβουμε την ευθύνη των επιτακτικών μας θέλω, είμαστε καταδικασμένοι να πορευόμαστε με ένα δυνητικό “Αν”, το οποίο δε θα συναντήσουμε ποτέ.
Το ερώτημα είναι: Τι είναι, τελικά, πιο τρομακτικό και θανάσιμο; Να ζούμε ξεπερνώντας τους φόβους μας ή μια χλιαρή ζωή γεμάτη σίγουρες εκβάσεις;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου