<Ο Απόλλωνας η Μνημοσύνη και οι εννέα Μούσες Mengs, Anton Raphael, 1750-61, τοιχογραφία Ρώμη, Villa Albani-Torlonia
Κατά την Ελληνική Μυθολογία η Μνημοσύνη υπήρξε θυγατέρα του Ουρανού και της Γης. Ο Ζευς, ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων, παντρεύτηκε με την Μνημοσύνη και μαζί απέκτησαν τις εννέα Μούσες. Οι Μούσες θα αποτελέσουν τις προστάτιδες θεότητες όλων των μαθήσεων και όλων των πνευματικών έργων του Αρχαίου Κόσμου. Η Κλειώ (κλέος προς τους ήρωες) της Ιστορίας, η Ευτέρπη (τέρπουσα τους ανθρώπους) της Μουσικής και των μουσικών οργάνων, η Θάλεια (θάλει τα φυτά) της Γεωργίας, της Γεωμετρίας, της Αρχιτεκτονικής και της Κωμωδίας, η Μελπομένη (εκ της ωδής-μολπής) της Ρητορικής και της Τραγωδίας, η Τερψιχόρη (τέρπει μέσω του χορού) του Χορού, η Ερατώ (του έρωτος) της Ποιήσεως και του έρωτα προς τις ιδέες, η Πολύμνια (η των πολλών ύμνων) της λύρας και της Υποκριτικής, η Ουρανία (εκ του ουρανού) της Αστρονομίας και τέλος η Καλλιόπη, προστάτις των πολεμιστών-ηρώων και των ηρωικών ποιημάτων.
«Οι “Μούσες” τώρα και γενικά η Μουσική ωνομάσθηκαν έτσι απ’ το “μώσθαι” (έρευνα), απ’ την αναζήτηση για την Φιλοσοφία και την Γνώση.» (Πλάτων, «Κρατύλος» 406 Α.) Απ’ τα λεγόμενα του Πλάτωνα βλέπουμε, ότι οι Μούσες είναι οι ίδιες οι Τέχνες και οι Επιστήμες, που ανακάλυψαν και ανέπτυξαν οι άνθρωποι σε πολύ παλαιότερες εποχές. Κάθε αρχαίος αλλά και αρκετοί σύγχρονοι συγγραφείς, ποιητές, φιλόσοφοι, ιστορικοί, επιστήμονες, επικαλούνται τις πανέμορφες Μούσες, για να τους εμπνεύσουν, και να μπορέσουν να φέρουν σε πέρας το δικό τους έργο. Ουσιαστικά πρόκειται για μία προσπάθεια ανάκλησης και επαναφοράς της αρχέγονης μνήμης του ανθρώπου. Για τον Σωκράτη η μάθηση είναι ανάμνηση, δηλαδή κάθε τι, το οποίο ανακαλύφθηκε και μαθεύτηκε απ’ τους ανθρώπους σε κάποια παλαιότερη χρονική στιγμή, έχει αποτυπωθή σαν σφραγίδα στο D.N.A. των κυττάρων μας: «ότι δηλαδή για εμάς η μάθηση δεν είναι παρά ανάμνηση, και σύμφωνα με αυτό είναι αναγκαίο να έχουμε μάθει σε κάποιο προηγούμενο χρόνο αυτά που τώρα ανακαλούμε στην μνήμη μας» (Πλάτων «Φαίδων», 72 D).
Επομένως μελετώντας το κάθε πνευματικό έργο της εκάστοτε εποχής δεν κάνουμε τίποτε άλλο απ’ το ν’ ανακαλούμε τις αρχέγονες αυτές γνώσεις, που είναι ήδη καταγεγραμμένες στα κύτταρά μας και επανέρχονται στην μνήμη μας.
«Σεις, οι θυγατέρες της Μνημοσύνης και του βροντερού Διος, ω ένδοξες Πιερίδες Μούσες με τη λαμπρή φήμη, σεις, σε όσους ανθρώπους παρευρεθήτε, είσθε περιπόθητες, πολύμορφες, επειδή γεννάτε την άμεμπτη αρετή πάσης παιδείας. Σεις τρέφετε την ψυχή και δίνετε την ορθή κατεύθυνση στη διανόηση και είσθε οι οδηγοί βασίλισσες του δυνατού νου.» (Ορφεύς, «Ύμνος Μουσών».)
Μνήμη και ανάμνηση ως έννοιες
Η Αριστοτελική σκέψη όρισε τις βασικές έννοιες της σύγχρονης επιστημονικής θέσης για τη μνήμη, την ανάμνηση, την αντίληψη και άλλων παρομοίων λειτουργιών της ανθρώπινης διανοίας: «Μνήμη ονομάζουμε την διατήρηση των παραστάσεων και ανάμνηση την ανάπλασή τους. Οι άνθρωποι δεν ανήκουν όλοι στον ίδιο τύπο. Άλλοι είναι μνημονικοί και άλλοι αναμνηστικοί. Οι βραδείς στην σκέψη είναι κατά το πλείστον πιο μνημονικοί, ενώ οι ταχείς και ευμαθείς είναι αναμνηστικώτεροι. Η μνήμη διαφέρει απ’ την φαντασία κατά το ότι είναι κίνηση της αισθήσεως η διανοίας που ενεργεί. Άλλωστε τ’ αποτελέσματα της μιας και της άλλης κινήσεως τα λέμε φαντάσματα (είδωλα η εικόνες). Και η φαντασία είναι σαν μία ζωγραφιά, που συνθέτει η ψυχή». (Στοβαίος, «Ανθολόγιον», Αριστοτέλους, «Περί Μνήμης».)
Ο Αριστοτέλης παρομοιάζει την μνήμη (η κίνηση της διάνοιας) σαν την κίνηση που γίνεται για την αποτύπωση του δακτυλιδιού κατά την στιγμή της σφραγίδας: «Για τούτο στην περίπτωση που ο άνθρωπος η λόγω παθήματος η λόγω ηλικίας βρίσκεται σε ρευστή κατάσταση, η αποτύπωση της εικόνας δεν πετυχαίνει, σαν να αποτυπώνεται δηλαδή η σφραγίδα σε νερό, ενώ αντιθέτως, όταν υπάρχη σταθερότητα και όχι ρευστότητα, η αποτύπωση πετυχαίνει, όπως συμβαίνει και στα παλιά οικοδομήματα. Όταν όμως είναι πολύ σκληρό το αντικείμενο που σφραγίζεται, η αποτύπωση δεν πετυχαίνει. Γι’ αυτό ακριβώς η νεαρή και η γεροντική ηλικία δεν διακρίνονται για μνημονική ικανότητα, διότι φαίνεται να διαρρέει η αποτύπωση, στους μεν νέους λόγω ρευστότητας ένεκα της αυξήσεως, στους δε γέροντες λόγω φθοράς. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στους πολύ ταχείς στην αντίληψη και στους πολύ βραδείς. Διότι ούτε οι μεν ούτε οι δε έχουν προφανώς ισχυρή μνήμη, διότι οι πρώτοι είναι ρευστοί, ενώ οι δεύτεροι αρκετά σκληροί. Για τούτο στην ψυχή των πρώτων δεν μένει σχεδόν καθόλου η εικόνα, ενώ στην ψυχή των δευτέρων είναι σαν να μην την αγγίζη.» (Στοβαίος, «Ανθολόγιον», Αριστοτέλους, «Περί Μνήμης»).
Η άποψη του Νεοπλατωνικού φιλοσόφου Πορφυρίου για την μνήμη ακολουθεί πιστά την Αριστοτελική σκέψη: «Η μνήμη είναι κοινή στον άνθρωπο και στα άλογα ζώα. Η πλήρως όμως διαμορφωμένη μνήμη, με την οποία συντελείται και η ανάμνηση, υπάρχει μόνο στα λογικά όντα. Διότι το ωλοκληρωμένα διαμορφωμένο είναι το αποτέλεσμα της λογικής μας ικανότητας. Γι’ αυτό και οι μαθητές του Αριστοτέλους λέγουν, ότι τα άλογα ζώα έχουν το “μεμνήσθαι” όχι όμως και το “αναμιμνήσκεσθαι”. Έτσι μόνον ο άνθρωπος έχει την δύναμη να διατηρή τις παραστάσεις αυτές, αλλά και να τις αναπλάθη» (Πορφυρίου, «Περί των δυνάμεων της ψυχής», παρ.1).
Στον Κρατύλο του Πλάτωνος ο Σωκράτης αναφέρει, ότι «μνήμη σημαίνει μονή (παραμονή) στην ψυχή αλλά όχι κίνηση» (437 b).
Ποιά η διαφορά όμως της μνήμης από την ανάμνηση; «Καθ’ όσον το μεν πρώτον (μνήμη) είναι δύναμη αφ’ εαυτής ενεργούσα και κοινή σε κάθε άνθρωπον και σε άλλα ζώα, το δε δεύτερον (ανάμνηση) είναι ενέργεια του νου και της βουλήσεως αποκλειστικώς και μόνον ανθρώπινη» (Αριστοτέλους, «Περί Μνήμης» 2. 25).
Ανάμνηση = ενθύμιση = η δύναμη του αναμιμνήσκεσθαι (Liddell and Scott, λήμμα «ανάμνησις»). Επομένως «ανάμνηση» η «ενθύμιση» είναι η ικανότητα του εγκεφάλου να ανακαλεί στη συνείδησή μας προηγούμενα ψυχικά συμβάντα εκουσίως, λειτουργία αποκλειστικά ανθρώπινη, όπως την ορίζει ο Αριστοτέλης. Αυτή είναι και η διαφορά της απ’ την μνήμη, ο μηχανισμός της οποίας φέρνει ακουσίως στην συνείδησή μας προηγούμενα ψυχικά συμβάντα, που συνέβησαν στην ζωή μας. Είναι δε κοινή σε ανθρώπους και σε ζώα.
Κατά το ιδεοκρατικό σύστημα του Πλάτωνα η έννοια της ανάμνησης είναι ο απαραίτητος εκείνος παράγοντας, που θα μας βοηθήσει στην κατανόηση της γνώσης. Η νοητική ικανότητα του ανθρώπου, αντιλαμβανόμενη τα φαινόμενα της ροής της ζωής, αναμιμνήσκεται των ιδεών των φαινομένων, καθ’ ότι οι ιδέες και τα φαινόμενα μοιάζουν μεταξύ τους. Και επειδή τα φαινόμενα της ζωής είναι τα έκτυπα η οι απορροές των αρχέτυπων του κόσμου των ιδεών, μέσω της ανάμνησης επέρχεται η γνώση.
Η μνήμη στην Ψυχολογία του Βάθους
Σύμφωνα με την «Ψυχολογία του Βάθους», που ίδρυσε ο Ελβετός ψυχίατρος και ψυχολόγος Καρλ Γιουνγκ, που βασίσθηκε κυρίως στην Πυθαγόρεια και Πλατωνική σκέψη, υπάρχουν τρία είδη συνείδησης: Το συνειδητό, το προσωπικό ασυνείδητο και το απρόσωπο η συλλογικό ασυνείδητο.
Το συνειδητό είναι ο χαρακτήρας, που εκφράζει ο κάθε άνθρωπος στην καθημερινότητά του.
Το προσωπικό ασυνείδητο είναι αυτό, που περιλαμβάνει όλες τις καταπιεσμένες και απωθημένες τάσεις και εμπειρίες του ανθρώπου, που έχουν καταγραφεί καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του ακόμα και κατά την διάρκεια της κύησης. Τα δεδομένα αυτά είναι αυστηρά προσωπικές και ατομικές τάσεις, που βρίσκονται μέσα στην ψυχή του κάθε ανθρώπου και σπανίως εξωτερικεύονται. Το προσωπικό ασυνείδητο αποτελεί την τροφό και την ανεξάντλητη πηγή της ψυχικής ενέργειας του ανθρώπου, που διαρκώς τρέφει την συνείδηση ως ο δημιουργός του ανωτέρου πνευματικού βίου.
Το συλλογικό ασυνείδητο τώρα εμπεριέχει πληροφορίες, τάσεις και γνώσεις, που έρχονται από άλλες εποχές και ανήκουν σε ένα στάδιο προ-λεκτικό και προ-λογικό. Ο Γιουνγκ ωνόμασε τις πληροφορίες αυτές αρχέτυπα. Τα αρχέτυπα εκφράζονται με εικόνες και σύμβολα, που αγγίζουν τις λειτουργίες των ονείρων, της διαίσθησης, της εσωτερικής αίσθησης-έμπνευσης και των βαθέων συναισθημάτων. Έτσι έχει κανείς την έντονη αίσθηση, ότι κάποια εικόνα η σύμβολο έχει μεγαλύτερη βαρύτητα, βαθύτερο νόημα και φυσικά μεγάλη αξία γι’ αυτόν, αν και είναι απροσπέλαστη από την λογική. Αυτός δε, που βιώνει αυτές τις καταστάσεις και αρχίζει να τις κατανοεί και να τις μελετά, θ’ αναγνωρίσει σ’ αυτές ορισμένες αναλογίες με τα θέματα της Μυθολογίας, των παραμυθιών κ.λπ.
Αυτή η κοινή διαπίστωση ωδήγησε τον Γιουνγκ στο συμπέρασμα, ότι τα περιεχόμενα αυτού του βαθύτερου στρώματος είναι πανανθρώπινα και πανάρχαια, επομένως υπερπροσωπικά, αφού υπερβαίνουν τον καθαρά προσωπικό κόσμο του ατομικού εγώ και της συνείδησης. Τα τρία αυτά είδη συνείδησης επικοινωνούν μεταξύ τους, υπάρχουν στους ανθρώπους της κάθε εποχής και επαναφέρουν στην μνήμη τους εικόνες και σύμβολα απ’ τα προ-λογικά στάδια της ανθρωπότητας.
Η κατάσταση αυτή γίνεται εμφανής στα παιδιά, που κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους είναι βυθισμένα σ’ έναν κόσμο φανταστικής πραγματικότητας, σ’ έναν κόσμο παραμυθιού και ξυπνητού ονείρου, που έχει ελάχιστη σχέση με την εξωτερική πραγματικότητα. Έτσι τα παιδιά κολυμπούν σε μία αδιαφοροποίητη μάζα προγονικών και αρχέγονων μυθολογικών εικόνων-αρχετύπων, γνώση που αναμιμνήσκεται μέσα απ’ τα παιδικά παραμύθια και τους μύθους. Βαθμιαία με την ανάπτυξη της λογικής λειτουργίας το παιδί βγαίνει απ’ την χώρα του παραμυθιού και του ονείρου, χάνοντας την επαφή με τον θαυμαστό αυτόν προ-λογικό και μυθολογικό κόσμο των αρχετύπων.
Φυσικά δεν είναι καθόλου τυχαίο, που το χριστιανικό ιερατείο χρησιμοποίησε τα προϊστορικά σύμβολα του Ηλίου, όπως τον σταυρό, αλλά και τα πανάρχαια παγανιστικά τελετουργικά, γνωρίζοντας ότι αποτελούσαν αρχετυπικές εικόνες και σύμβολα, που είχαν καταγραφεί βαθιά στο συλλογικό ασυνείδητο του αρχαίου ανθρώπου. Έτσι παρά τις σφαγές και τις καταστροφές η χριστιανική θρησκεία έγινε αποδεκτή από τον μεταχριστιανικό κόσμο, αφού τα σύμβολα-αρχέτυπα, που χρησιμοποίησε, ήταν ήδη καταγεγραμμένα στα βάθη της ανθρώπινης μνήμης.
Η λήθη και οι θρησκείες
Σεβασμία λήθη των κακών, σαν σοφή κι εσύ είσαι των δυστυχισμένων η καλόδεχτη θεά» (Ευριπίδου, «Ορέστης» παρ. 213). Ετυμολογικά η λέξη «λήθη» προέρχεται εκ του ρήματος λήθομαι-λανθάνω και σημαίνει το «λησμονείν» η «επιλησμοσύνη» (Liddell and Scott, λήμμα «λήθη»). Σαν προέκταση «λήθη» = απώλεια της «α-λήθειας».
Κατά τον Πλάτωνα «η λήθη αποτελεί την εξάλειψη της μνήμης» (Φίληβος, παρ. 33 Ε). Στο «Συμπόσιο», παρ. 208 Α αναφέρει: «Αυτό, που λέγεται μελέτη σε κάποιους, είναι επιβολή, διότι έτσι χάνεται η επιστήμη, η λήθη ουσιαστικώς είναι η απώλεια της επιστήμης.» Ο Σπεύσιππος, διευθυντής της Πλατωνικής Ακαδήμειας, στο «Λεξικό Εννοιών της Πλατωνικής Φιλοσοφίας», λήμμα «λήθη», αναφέρει: «Λήθη: επιστήμης αποβολή, απώλεια κατακτημένης γνώσεως».
Οι ιουδαιογενείς θρησκείες Εβραϊσμός, Χριστιανισμός, και Μωαμεθανισμός εμφανίσθηκαν ως οι εχθροί κάθε γνώσης και επιστήμης. Σε πολλά απ’ τα χωρία του Ταλμούδ, του Κορανίου και της Βίβλου, αλλά και στα υπόλοιπα «ιερά» βιβλία των τριών θρησκειών, οι Επιστήμες, η Φιλοσοφία και οι Τέχνες αναθεματίζονται απ’ τον ίδιο τον Γιαχβέ-Αλλάχ η τους ιερείς του: «Επειδή είναι γεγραμμένον, θέλω απολέσει την σοφίαν των σοφών, και θέλω αθετήσει την σύνεσιν των συνετών. Που ο σοφός; Που ο γραμματεύς; Που ο συζητητής του αιώνος τούτου; Δεν εμώρανεν ο Θεός την σοφίαν του κόσμου τούτου;» (Απόστολος Παύλος, «Επιστολή Προς Κορινθίους», παρ. 19-20.)
Η Λήθη πλέον ως διδασκαλία του Χριστιανισμού και του Μωαμεθανισμού θα καλύψει με το πέπλο της την Ευρώπη και απ’ τον 15ο μ.Χ. αιώνα και ύστερα τον Αραβικό Κόσμο. Είναι ο αιώνιος εχθρός των Μουσών, των προστάτιδων των γραμμάτων: «Λήθη στυγερή και μισητή στις Πιερίδες. Η δε καλότυχη μνήμη στήριγμα για τους θνητούς στην σύντομη διάβαση του βίου τους.» (Σοφοκλέους, «Σύνδειπνος», Αποσπάσματα.)
Ο χριστιανικός Κλήρος αναθεμάτισε κάθε φιλοσοφικό έργο και κάθε είδος γνώσεως του Αρχαίου Κόσμου κατά την διάρκεια της επικράτησής του: «Από που διδαχθήκατε τα αριστοτελικά διδάγματα; Ποιός προτίμησε τον Πλάτωνα απ’ τα ευαγγέλια; Ποιός πέταξε έξω το κήρυγμα της αληθινής πίστης και έφερε μέσα την άπιστη αναζήτηση;» (Ι. Χρυσόστομος, «Εν αρχή ο λόγος», παρ. α.)
Για το Χριστιανισμό κάθε τι ελληνικό αποτελεί προϊόν του κακού αντιπάλου θεού Σατανά: «Μίσησε φορέματα μαλακά (των Ελλήνων), μίσησε βαψίματα όμορφα, μίσησε ομορφιά και τα συνοδεύοντα αυτά δαιμονικά άσματα, κιθάρες και αυλούς, τους κρότους των χορών και τις άτακτες φωνές. Δεν γνωρίζεις, άθλιε, πως όλα τούτα σπορά του διαβόλου είναι;» (Εφραίμ ο Σύρος).
Κατά την Βυζαντινή περίοδο οι ιερείς του Χριστιανισμού υποκινούμενοι απ’ τα ιερά τους βιβλία κατέστρεψαν μέσα σε λίγες δεκαετίες το 97% των αρχαίων ελληνικών συγγραμμάτων, πυρπολώντας όλες τις βιβλιοθήκες του Αρχαίου Κόσμου: «Μετά δε απ’ αυτά και στις οικίες γινόταν έρευνα. Και πολλά είδωλα βρίσκονταν στις αυλές των σπιτιών, τα οποία ερρίπτοντο στην πυρά και στον βόρβορο, μαζί δε και βιβλία, τα οποία ήταν γεμάτα μαγεία και τα οποία ιερά αυτοί έλεγαν» («Συναξαριστής του Αγίου Πορφυρίου» κεφ. 71).
Αλλά και οι δημιουργοί των έργων αυτών, επιστήμονες και φιλόσοφοι, καίγονταν ζωντανοί στην πυρά η εκτελούνταν με ξίφος: «Οι συλληφθέντες Θεόδωρος και οι τεχνίτες των τριπόδων κάποιοι από φωτιά κάηκαν και κάποιοι από ξίφος εκτελέσθηκαν. Και για την ίδια αιτία εκτελέσθηκαν και κάηκαν σε όλη την επικράτεια οι λαμπρώς φιλοσοφούντες, άσχετα αν και η οργή του βασιλέως επεκτάθηκε και σε μη φιλοσοφούντες». (Σωζομενός, «Εκκλησιαστική Ιστορία», βιβλίο 6, κεφ. 35, παρ.6).
Αποτέλεσμα της λήθης είναι η συσκότιση του νου και των λογικών λειτουργιών του εγκεφάλου, καρπός της δε είναι η δεισιδαιμονία και η βλακεία. Η χριστιανική λήθη του Μεσαίωνα και η νοητική συσκότιση επικράτησαν ολοκληρωτικά για μία περίπου χιλιετία στην Ευρώπη. Από την περίοδο της Αναγέννησης κι έπειτα η μωαμεθανική λήθη συσκότισε και τον Αραβικό Κόσμο.
Η ιδιωτεία η βλακεία αποτελούν σήμερα ένα παγκόσμιο κοινωνικό φαινόμενο, που πλήττει όλες τις χώρες του κόσμου. Στο φαινόμενο αυτό συμβάλλουν καθοριστικά τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, το Ραδιόφωνο, η Τηλεόραση (κυρίως) και ο Τύπος. Το ποσοστό της βλακείας φυσικά διαφέρει από χώρα σε χώρα και είναι αντιστρόφως ανάλογο με την γνώση.
Όπου η γνώση και η παιδεία ανθούν η λήθη, η δεισιδαιμονία και η βλακεία μειώνονται. Αντιθέτως συμβαίνει, όταν η γνώση και η παιδεία υποβαθμίζονται. Στην Ελλάδα μέχρι σήμερα η χριστιανική λήθη και αποβλάκωση συνεχίζουν να καλύπτουν με το πέπλο τους την μεσαιωνική χώρα μας, που αποτελεί την ουραγό της Ευρώπης σε κάθε πολιτισμικό επίπεδο.
Κατά την Ελληνική Μυθολογία η Μνημοσύνη υπήρξε θυγατέρα του Ουρανού και της Γης. Ο Ζευς, ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων, παντρεύτηκε με την Μνημοσύνη και μαζί απέκτησαν τις εννέα Μούσες. Οι Μούσες θα αποτελέσουν τις προστάτιδες θεότητες όλων των μαθήσεων και όλων των πνευματικών έργων του Αρχαίου Κόσμου. Η Κλειώ (κλέος προς τους ήρωες) της Ιστορίας, η Ευτέρπη (τέρπουσα τους ανθρώπους) της Μουσικής και των μουσικών οργάνων, η Θάλεια (θάλει τα φυτά) της Γεωργίας, της Γεωμετρίας, της Αρχιτεκτονικής και της Κωμωδίας, η Μελπομένη (εκ της ωδής-μολπής) της Ρητορικής και της Τραγωδίας, η Τερψιχόρη (τέρπει μέσω του χορού) του Χορού, η Ερατώ (του έρωτος) της Ποιήσεως και του έρωτα προς τις ιδέες, η Πολύμνια (η των πολλών ύμνων) της λύρας και της Υποκριτικής, η Ουρανία (εκ του ουρανού) της Αστρονομίας και τέλος η Καλλιόπη, προστάτις των πολεμιστών-ηρώων και των ηρωικών ποιημάτων.
«Οι “Μούσες” τώρα και γενικά η Μουσική ωνομάσθηκαν έτσι απ’ το “μώσθαι” (έρευνα), απ’ την αναζήτηση για την Φιλοσοφία και την Γνώση.» (Πλάτων, «Κρατύλος» 406 Α.) Απ’ τα λεγόμενα του Πλάτωνα βλέπουμε, ότι οι Μούσες είναι οι ίδιες οι Τέχνες και οι Επιστήμες, που ανακάλυψαν και ανέπτυξαν οι άνθρωποι σε πολύ παλαιότερες εποχές. Κάθε αρχαίος αλλά και αρκετοί σύγχρονοι συγγραφείς, ποιητές, φιλόσοφοι, ιστορικοί, επιστήμονες, επικαλούνται τις πανέμορφες Μούσες, για να τους εμπνεύσουν, και να μπορέσουν να φέρουν σε πέρας το δικό τους έργο. Ουσιαστικά πρόκειται για μία προσπάθεια ανάκλησης και επαναφοράς της αρχέγονης μνήμης του ανθρώπου. Για τον Σωκράτη η μάθηση είναι ανάμνηση, δηλαδή κάθε τι, το οποίο ανακαλύφθηκε και μαθεύτηκε απ’ τους ανθρώπους σε κάποια παλαιότερη χρονική στιγμή, έχει αποτυπωθή σαν σφραγίδα στο D.N.A. των κυττάρων μας: «ότι δηλαδή για εμάς η μάθηση δεν είναι παρά ανάμνηση, και σύμφωνα με αυτό είναι αναγκαίο να έχουμε μάθει σε κάποιο προηγούμενο χρόνο αυτά που τώρα ανακαλούμε στην μνήμη μας» (Πλάτων «Φαίδων», 72 D).
Επομένως μελετώντας το κάθε πνευματικό έργο της εκάστοτε εποχής δεν κάνουμε τίποτε άλλο απ’ το ν’ ανακαλούμε τις αρχέγονες αυτές γνώσεις, που είναι ήδη καταγεγραμμένες στα κύτταρά μας και επανέρχονται στην μνήμη μας.
«Σεις, οι θυγατέρες της Μνημοσύνης και του βροντερού Διος, ω ένδοξες Πιερίδες Μούσες με τη λαμπρή φήμη, σεις, σε όσους ανθρώπους παρευρεθήτε, είσθε περιπόθητες, πολύμορφες, επειδή γεννάτε την άμεμπτη αρετή πάσης παιδείας. Σεις τρέφετε την ψυχή και δίνετε την ορθή κατεύθυνση στη διανόηση και είσθε οι οδηγοί βασίλισσες του δυνατού νου.» (Ορφεύς, «Ύμνος Μουσών».)
Μνήμη και ανάμνηση ως έννοιες
Η Αριστοτελική σκέψη όρισε τις βασικές έννοιες της σύγχρονης επιστημονικής θέσης για τη μνήμη, την ανάμνηση, την αντίληψη και άλλων παρομοίων λειτουργιών της ανθρώπινης διανοίας: «Μνήμη ονομάζουμε την διατήρηση των παραστάσεων και ανάμνηση την ανάπλασή τους. Οι άνθρωποι δεν ανήκουν όλοι στον ίδιο τύπο. Άλλοι είναι μνημονικοί και άλλοι αναμνηστικοί. Οι βραδείς στην σκέψη είναι κατά το πλείστον πιο μνημονικοί, ενώ οι ταχείς και ευμαθείς είναι αναμνηστικώτεροι. Η μνήμη διαφέρει απ’ την φαντασία κατά το ότι είναι κίνηση της αισθήσεως η διανοίας που ενεργεί. Άλλωστε τ’ αποτελέσματα της μιας και της άλλης κινήσεως τα λέμε φαντάσματα (είδωλα η εικόνες). Και η φαντασία είναι σαν μία ζωγραφιά, που συνθέτει η ψυχή». (Στοβαίος, «Ανθολόγιον», Αριστοτέλους, «Περί Μνήμης».)
Ο Αριστοτέλης παρομοιάζει την μνήμη (η κίνηση της διάνοιας) σαν την κίνηση που γίνεται για την αποτύπωση του δακτυλιδιού κατά την στιγμή της σφραγίδας: «Για τούτο στην περίπτωση που ο άνθρωπος η λόγω παθήματος η λόγω ηλικίας βρίσκεται σε ρευστή κατάσταση, η αποτύπωση της εικόνας δεν πετυχαίνει, σαν να αποτυπώνεται δηλαδή η σφραγίδα σε νερό, ενώ αντιθέτως, όταν υπάρχη σταθερότητα και όχι ρευστότητα, η αποτύπωση πετυχαίνει, όπως συμβαίνει και στα παλιά οικοδομήματα. Όταν όμως είναι πολύ σκληρό το αντικείμενο που σφραγίζεται, η αποτύπωση δεν πετυχαίνει. Γι’ αυτό ακριβώς η νεαρή και η γεροντική ηλικία δεν διακρίνονται για μνημονική ικανότητα, διότι φαίνεται να διαρρέει η αποτύπωση, στους μεν νέους λόγω ρευστότητας ένεκα της αυξήσεως, στους δε γέροντες λόγω φθοράς. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στους πολύ ταχείς στην αντίληψη και στους πολύ βραδείς. Διότι ούτε οι μεν ούτε οι δε έχουν προφανώς ισχυρή μνήμη, διότι οι πρώτοι είναι ρευστοί, ενώ οι δεύτεροι αρκετά σκληροί. Για τούτο στην ψυχή των πρώτων δεν μένει σχεδόν καθόλου η εικόνα, ενώ στην ψυχή των δευτέρων είναι σαν να μην την αγγίζη.» (Στοβαίος, «Ανθολόγιον», Αριστοτέλους, «Περί Μνήμης»).
Η άποψη του Νεοπλατωνικού φιλοσόφου Πορφυρίου για την μνήμη ακολουθεί πιστά την Αριστοτελική σκέψη: «Η μνήμη είναι κοινή στον άνθρωπο και στα άλογα ζώα. Η πλήρως όμως διαμορφωμένη μνήμη, με την οποία συντελείται και η ανάμνηση, υπάρχει μόνο στα λογικά όντα. Διότι το ωλοκληρωμένα διαμορφωμένο είναι το αποτέλεσμα της λογικής μας ικανότητας. Γι’ αυτό και οι μαθητές του Αριστοτέλους λέγουν, ότι τα άλογα ζώα έχουν το “μεμνήσθαι” όχι όμως και το “αναμιμνήσκεσθαι”. Έτσι μόνον ο άνθρωπος έχει την δύναμη να διατηρή τις παραστάσεις αυτές, αλλά και να τις αναπλάθη» (Πορφυρίου, «Περί των δυνάμεων της ψυχής», παρ.1).
Στον Κρατύλο του Πλάτωνος ο Σωκράτης αναφέρει, ότι «μνήμη σημαίνει μονή (παραμονή) στην ψυχή αλλά όχι κίνηση» (437 b).
Ποιά η διαφορά όμως της μνήμης από την ανάμνηση; «Καθ’ όσον το μεν πρώτον (μνήμη) είναι δύναμη αφ’ εαυτής ενεργούσα και κοινή σε κάθε άνθρωπον και σε άλλα ζώα, το δε δεύτερον (ανάμνηση) είναι ενέργεια του νου και της βουλήσεως αποκλειστικώς και μόνον ανθρώπινη» (Αριστοτέλους, «Περί Μνήμης» 2. 25).
Ανάμνηση = ενθύμιση = η δύναμη του αναμιμνήσκεσθαι (Liddell and Scott, λήμμα «ανάμνησις»). Επομένως «ανάμνηση» η «ενθύμιση» είναι η ικανότητα του εγκεφάλου να ανακαλεί στη συνείδησή μας προηγούμενα ψυχικά συμβάντα εκουσίως, λειτουργία αποκλειστικά ανθρώπινη, όπως την ορίζει ο Αριστοτέλης. Αυτή είναι και η διαφορά της απ’ την μνήμη, ο μηχανισμός της οποίας φέρνει ακουσίως στην συνείδησή μας προηγούμενα ψυχικά συμβάντα, που συνέβησαν στην ζωή μας. Είναι δε κοινή σε ανθρώπους και σε ζώα.
Κατά το ιδεοκρατικό σύστημα του Πλάτωνα η έννοια της ανάμνησης είναι ο απαραίτητος εκείνος παράγοντας, που θα μας βοηθήσει στην κατανόηση της γνώσης. Η νοητική ικανότητα του ανθρώπου, αντιλαμβανόμενη τα φαινόμενα της ροής της ζωής, αναμιμνήσκεται των ιδεών των φαινομένων, καθ’ ότι οι ιδέες και τα φαινόμενα μοιάζουν μεταξύ τους. Και επειδή τα φαινόμενα της ζωής είναι τα έκτυπα η οι απορροές των αρχέτυπων του κόσμου των ιδεών, μέσω της ανάμνησης επέρχεται η γνώση.
Η μνήμη στην Ψυχολογία του Βάθους
Σύμφωνα με την «Ψυχολογία του Βάθους», που ίδρυσε ο Ελβετός ψυχίατρος και ψυχολόγος Καρλ Γιουνγκ, που βασίσθηκε κυρίως στην Πυθαγόρεια και Πλατωνική σκέψη, υπάρχουν τρία είδη συνείδησης: Το συνειδητό, το προσωπικό ασυνείδητο και το απρόσωπο η συλλογικό ασυνείδητο.
Το συνειδητό είναι ο χαρακτήρας, που εκφράζει ο κάθε άνθρωπος στην καθημερινότητά του.
Το προσωπικό ασυνείδητο είναι αυτό, που περιλαμβάνει όλες τις καταπιεσμένες και απωθημένες τάσεις και εμπειρίες του ανθρώπου, που έχουν καταγραφεί καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του ακόμα και κατά την διάρκεια της κύησης. Τα δεδομένα αυτά είναι αυστηρά προσωπικές και ατομικές τάσεις, που βρίσκονται μέσα στην ψυχή του κάθε ανθρώπου και σπανίως εξωτερικεύονται. Το προσωπικό ασυνείδητο αποτελεί την τροφό και την ανεξάντλητη πηγή της ψυχικής ενέργειας του ανθρώπου, που διαρκώς τρέφει την συνείδηση ως ο δημιουργός του ανωτέρου πνευματικού βίου.
Το συλλογικό ασυνείδητο τώρα εμπεριέχει πληροφορίες, τάσεις και γνώσεις, που έρχονται από άλλες εποχές και ανήκουν σε ένα στάδιο προ-λεκτικό και προ-λογικό. Ο Γιουνγκ ωνόμασε τις πληροφορίες αυτές αρχέτυπα. Τα αρχέτυπα εκφράζονται με εικόνες και σύμβολα, που αγγίζουν τις λειτουργίες των ονείρων, της διαίσθησης, της εσωτερικής αίσθησης-έμπνευσης και των βαθέων συναισθημάτων. Έτσι έχει κανείς την έντονη αίσθηση, ότι κάποια εικόνα η σύμβολο έχει μεγαλύτερη βαρύτητα, βαθύτερο νόημα και φυσικά μεγάλη αξία γι’ αυτόν, αν και είναι απροσπέλαστη από την λογική. Αυτός δε, που βιώνει αυτές τις καταστάσεις και αρχίζει να τις κατανοεί και να τις μελετά, θ’ αναγνωρίσει σ’ αυτές ορισμένες αναλογίες με τα θέματα της Μυθολογίας, των παραμυθιών κ.λπ.
Αυτή η κοινή διαπίστωση ωδήγησε τον Γιουνγκ στο συμπέρασμα, ότι τα περιεχόμενα αυτού του βαθύτερου στρώματος είναι πανανθρώπινα και πανάρχαια, επομένως υπερπροσωπικά, αφού υπερβαίνουν τον καθαρά προσωπικό κόσμο του ατομικού εγώ και της συνείδησης. Τα τρία αυτά είδη συνείδησης επικοινωνούν μεταξύ τους, υπάρχουν στους ανθρώπους της κάθε εποχής και επαναφέρουν στην μνήμη τους εικόνες και σύμβολα απ’ τα προ-λογικά στάδια της ανθρωπότητας.
Η κατάσταση αυτή γίνεται εμφανής στα παιδιά, που κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους είναι βυθισμένα σ’ έναν κόσμο φανταστικής πραγματικότητας, σ’ έναν κόσμο παραμυθιού και ξυπνητού ονείρου, που έχει ελάχιστη σχέση με την εξωτερική πραγματικότητα. Έτσι τα παιδιά κολυμπούν σε μία αδιαφοροποίητη μάζα προγονικών και αρχέγονων μυθολογικών εικόνων-αρχετύπων, γνώση που αναμιμνήσκεται μέσα απ’ τα παιδικά παραμύθια και τους μύθους. Βαθμιαία με την ανάπτυξη της λογικής λειτουργίας το παιδί βγαίνει απ’ την χώρα του παραμυθιού και του ονείρου, χάνοντας την επαφή με τον θαυμαστό αυτόν προ-λογικό και μυθολογικό κόσμο των αρχετύπων.
Φυσικά δεν είναι καθόλου τυχαίο, που το χριστιανικό ιερατείο χρησιμοποίησε τα προϊστορικά σύμβολα του Ηλίου, όπως τον σταυρό, αλλά και τα πανάρχαια παγανιστικά τελετουργικά, γνωρίζοντας ότι αποτελούσαν αρχετυπικές εικόνες και σύμβολα, που είχαν καταγραφεί βαθιά στο συλλογικό ασυνείδητο του αρχαίου ανθρώπου. Έτσι παρά τις σφαγές και τις καταστροφές η χριστιανική θρησκεία έγινε αποδεκτή από τον μεταχριστιανικό κόσμο, αφού τα σύμβολα-αρχέτυπα, που χρησιμοποίησε, ήταν ήδη καταγεγραμμένα στα βάθη της ανθρώπινης μνήμης.
Η λήθη και οι θρησκείες
Σεβασμία λήθη των κακών, σαν σοφή κι εσύ είσαι των δυστυχισμένων η καλόδεχτη θεά» (Ευριπίδου, «Ορέστης» παρ. 213). Ετυμολογικά η λέξη «λήθη» προέρχεται εκ του ρήματος λήθομαι-λανθάνω και σημαίνει το «λησμονείν» η «επιλησμοσύνη» (Liddell and Scott, λήμμα «λήθη»). Σαν προέκταση «λήθη» = απώλεια της «α-λήθειας».
Κατά τον Πλάτωνα «η λήθη αποτελεί την εξάλειψη της μνήμης» (Φίληβος, παρ. 33 Ε). Στο «Συμπόσιο», παρ. 208 Α αναφέρει: «Αυτό, που λέγεται μελέτη σε κάποιους, είναι επιβολή, διότι έτσι χάνεται η επιστήμη, η λήθη ουσιαστικώς είναι η απώλεια της επιστήμης.» Ο Σπεύσιππος, διευθυντής της Πλατωνικής Ακαδήμειας, στο «Λεξικό Εννοιών της Πλατωνικής Φιλοσοφίας», λήμμα «λήθη», αναφέρει: «Λήθη: επιστήμης αποβολή, απώλεια κατακτημένης γνώσεως».
Οι ιουδαιογενείς θρησκείες Εβραϊσμός, Χριστιανισμός, και Μωαμεθανισμός εμφανίσθηκαν ως οι εχθροί κάθε γνώσης και επιστήμης. Σε πολλά απ’ τα χωρία του Ταλμούδ, του Κορανίου και της Βίβλου, αλλά και στα υπόλοιπα «ιερά» βιβλία των τριών θρησκειών, οι Επιστήμες, η Φιλοσοφία και οι Τέχνες αναθεματίζονται απ’ τον ίδιο τον Γιαχβέ-Αλλάχ η τους ιερείς του: «Επειδή είναι γεγραμμένον, θέλω απολέσει την σοφίαν των σοφών, και θέλω αθετήσει την σύνεσιν των συνετών. Που ο σοφός; Που ο γραμματεύς; Που ο συζητητής του αιώνος τούτου; Δεν εμώρανεν ο Θεός την σοφίαν του κόσμου τούτου;» (Απόστολος Παύλος, «Επιστολή Προς Κορινθίους», παρ. 19-20.)
Η Λήθη πλέον ως διδασκαλία του Χριστιανισμού και του Μωαμεθανισμού θα καλύψει με το πέπλο της την Ευρώπη και απ’ τον 15ο μ.Χ. αιώνα και ύστερα τον Αραβικό Κόσμο. Είναι ο αιώνιος εχθρός των Μουσών, των προστάτιδων των γραμμάτων: «Λήθη στυγερή και μισητή στις Πιερίδες. Η δε καλότυχη μνήμη στήριγμα για τους θνητούς στην σύντομη διάβαση του βίου τους.» (Σοφοκλέους, «Σύνδειπνος», Αποσπάσματα.)
Ο χριστιανικός Κλήρος αναθεμάτισε κάθε φιλοσοφικό έργο και κάθε είδος γνώσεως του Αρχαίου Κόσμου κατά την διάρκεια της επικράτησής του: «Από που διδαχθήκατε τα αριστοτελικά διδάγματα; Ποιός προτίμησε τον Πλάτωνα απ’ τα ευαγγέλια; Ποιός πέταξε έξω το κήρυγμα της αληθινής πίστης και έφερε μέσα την άπιστη αναζήτηση;» (Ι. Χρυσόστομος, «Εν αρχή ο λόγος», παρ. α.)
Για το Χριστιανισμό κάθε τι ελληνικό αποτελεί προϊόν του κακού αντιπάλου θεού Σατανά: «Μίσησε φορέματα μαλακά (των Ελλήνων), μίσησε βαψίματα όμορφα, μίσησε ομορφιά και τα συνοδεύοντα αυτά δαιμονικά άσματα, κιθάρες και αυλούς, τους κρότους των χορών και τις άτακτες φωνές. Δεν γνωρίζεις, άθλιε, πως όλα τούτα σπορά του διαβόλου είναι;» (Εφραίμ ο Σύρος).
Κατά την Βυζαντινή περίοδο οι ιερείς του Χριστιανισμού υποκινούμενοι απ’ τα ιερά τους βιβλία κατέστρεψαν μέσα σε λίγες δεκαετίες το 97% των αρχαίων ελληνικών συγγραμμάτων, πυρπολώντας όλες τις βιβλιοθήκες του Αρχαίου Κόσμου: «Μετά δε απ’ αυτά και στις οικίες γινόταν έρευνα. Και πολλά είδωλα βρίσκονταν στις αυλές των σπιτιών, τα οποία ερρίπτοντο στην πυρά και στον βόρβορο, μαζί δε και βιβλία, τα οποία ήταν γεμάτα μαγεία και τα οποία ιερά αυτοί έλεγαν» («Συναξαριστής του Αγίου Πορφυρίου» κεφ. 71).
Αλλά και οι δημιουργοί των έργων αυτών, επιστήμονες και φιλόσοφοι, καίγονταν ζωντανοί στην πυρά η εκτελούνταν με ξίφος: «Οι συλληφθέντες Θεόδωρος και οι τεχνίτες των τριπόδων κάποιοι από φωτιά κάηκαν και κάποιοι από ξίφος εκτελέσθηκαν. Και για την ίδια αιτία εκτελέσθηκαν και κάηκαν σε όλη την επικράτεια οι λαμπρώς φιλοσοφούντες, άσχετα αν και η οργή του βασιλέως επεκτάθηκε και σε μη φιλοσοφούντες». (Σωζομενός, «Εκκλησιαστική Ιστορία», βιβλίο 6, κεφ. 35, παρ.6).
Αποτέλεσμα της λήθης είναι η συσκότιση του νου και των λογικών λειτουργιών του εγκεφάλου, καρπός της δε είναι η δεισιδαιμονία και η βλακεία. Η χριστιανική λήθη του Μεσαίωνα και η νοητική συσκότιση επικράτησαν ολοκληρωτικά για μία περίπου χιλιετία στην Ευρώπη. Από την περίοδο της Αναγέννησης κι έπειτα η μωαμεθανική λήθη συσκότισε και τον Αραβικό Κόσμο.
Η ιδιωτεία η βλακεία αποτελούν σήμερα ένα παγκόσμιο κοινωνικό φαινόμενο, που πλήττει όλες τις χώρες του κόσμου. Στο φαινόμενο αυτό συμβάλλουν καθοριστικά τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, το Ραδιόφωνο, η Τηλεόραση (κυρίως) και ο Τύπος. Το ποσοστό της βλακείας φυσικά διαφέρει από χώρα σε χώρα και είναι αντιστρόφως ανάλογο με την γνώση.
Όπου η γνώση και η παιδεία ανθούν η λήθη, η δεισιδαιμονία και η βλακεία μειώνονται. Αντιθέτως συμβαίνει, όταν η γνώση και η παιδεία υποβαθμίζονται. Στην Ελλάδα μέχρι σήμερα η χριστιανική λήθη και αποβλάκωση συνεχίζουν να καλύπτουν με το πέπλο τους την μεσαιωνική χώρα μας, που αποτελεί την ουραγό της Ευρώπης σε κάθε πολιτισμικό επίπεδο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου