Diego Velázquez, Venus au mirroir |
Ο μακροσκελής δικανικός λόγος που την αφορά αποδίδεται συνήθως στον Δημοσθένη, αν κι η νεώτερη έρευνα αμφισβητεί την πατρότητά του. Όμως, όπως και να’χει κι όποιος κι αν ήτανε ο δικηγόρος που ανέλαβε να οργανώσει τις καταγγελίες των μηνυτών της (ενός κάποιου Απολλοδώρου, γιου τραπεζίτη, και του γαμπρού του Θεομνήστου), το γεγονός παραμένει. Ο Κατά Νεαίρας λόγος αραδιάζει μια σειρά από κατηγορίες εις βάρος μιας γυναίκας που, αν και ξένη και εταίρα, προέβη, μαζί με τον Αθηναίο εραστή και προαγωγό της Στέφανο, σε μια σειρά πράξεων εξαπάτησης του αθηναϊκού δήμου: παράνομα τον παντρεύτηκε κι έτσι παράνομα απέκτησε τα δικαώματα της Αθηναίας, παράνομα αναγνώρισε τα νόθα παιδιά της, παράνομα εξαπάτησε και νύμφευσε με Αθηναίο πολίτη την κόρη της Φανώ, την οποία είχε ήδη αρχίσει να εκδίδει, παράνομα άφησε την Φανώ να υποδυθεί ρόλο ιερό για την πόλη των Αθηνών στη γιορτή των Ανθεστηρίων, παράνομα προσβάλε, στη βαθύτερη ουσία της, μια απ” τις πιο ιερές τελετουργίες της πόλης.
Στη δίκη της Νεαίρας παρέστησαν ως μάρτυρες κατηγορίας πάμπολλοι Αθηναίοι πολίτες. Όλοι τους σκιαγράφησαν τις δραστηριότητές της σε άλλες πόλεις και στην ίδια την Αθήνα. Όλοι ήταν ευϋπόληπτοι. Κι οι περισσότεροι την είχαν οι ίδιοι απολαύσει. Τώρα, που η φημισμένη ερωμένη είχε πλέον γεράσει, όλοι ζητούσαν την καταδίκη της. Το κατηγορητήριο ξεκίνησε με αναφορά στην παιδική της ηλικία, τότε που η Νέαιρα ήταν στην Κόρινθο, δούλη της Νικαρέτης, επίσης εταίρας. Αφήνω το ίδιο το κείμενο να μιλήσει, ανεπεξέργαστα και χωρίς φτιασιδώματα:
“Η Νικαρέτη, απελεύθερη του Χαρισίου απ” την Ηλεία και γυναίκα του Ιππία, του μάγειρά του, αγόρασε επτά πολύ μικρά κορίτσια. Ήτανε, πράγματι, δαιμόνια και μπορούσε να διακρίνει αν ένα μικρό κοριτσάκι θα γίνει κάποτε όμορφη κοπέλα. Και, καθώς τα ήξερε αυτά, ανάθρεψε κι εκπαίδευσε τις μικρές με τρόπο που ήξερε πολύ καλά, αφού αυτή ήτανε η τέχνη του βιοπορισμού της. Τις έλεγε κόρες της, για να τις παρουσιάζει ως ελεύθερες και να ζητάει μεγαλύτερη αμοιβή απ” όσους τις πλησίαζαν. Τις εκμεταλλεύτηκε όσο ακόμη ήτανε μικρές, για να τις πουλήσει στη συνέχεια και τις επτά. Επρόκειτο για την Άντεια, την Στρατόλα, την Αριστόκλεια, τη Μετάνειρα, την Φίλα, την Ισθμιάδα κι αυτή εδώ την Νέαιρα. Αν θελήσετε στη συνέχεια να μάθετε κι αν μείνει χρόνος στην αγόρευσή μου, μπορώ να σας πω ποιος αγόρασε την καθεμία τους από τη Νικαρέτη και πώς αυτές εντέλει απελευθερώθηκαν απ” τους αγοραστές τους. Προς το παρόν, παραμένω στην περίοδο, κατά την οποία η Νέαιρα ανήκε στη Νικαρέτη που πουλούσε το σώμα της μικρής σε όποιον την πλησίαζε.
Κάποια στιγμή, ο σοφός Λυσίας έγινε εραστής της Μετάνειρας και θέλησε, εκτός από τα άλλα έξοδα που έκανε για χάρη της, να μυήσει τη μικρή στα Μυστήρια. Γιατί καταλάβαινε ότι όλα τα άλλα χρήματα που έδινε κατέληγαν στη Νικαρέτη, ενώ τα έξοδα που θα έκανε για τα Μυστήρια θα ήταν τα μόνα που θα ωφελούσαν εξ ολοκλήρου το κορίτσι. Είπε λοιπόν, στη Νικαρέτη να φέρει τη Μετάνειρα στην Αθήνα για τα Μυστήρια, με την υπόσχεση ότι θα την μυούσε ο ίδιος. Όταν οι γυναίκες έφτασαν, ο Λυσίας δεν τις έβαλε στο σπίτι του, από σεβασμό προς τη σύζυγό του, που ήταν κόρη του Βραχύλλου, αλλά και από σεβασμό προς την ηλικιωμένη μητέρα του που ζούσε μαζί τους. Εγκατέστησε όμως τις ξένες στο σπίτι του φίλου του, του Φιλόστρατου από τον Κολωνό που ήταν ακόμη πολύ νέος. Μαζί τους ήρθε και η Νέαιρα που είχε ήδη ως εργασία της την εκμετάλλευση του σώματός της, μολονότι ήταν ακόμα πολύ μικρή και δεν είχε φτάσει σε ηλικία γάμου. Καλώ τον Φιλόστρατο ως μάρτυρα ότι λέω την αλήθεια, ότι η Νέαιρα ανήκε στη Νικαρέτη που την συνόδευε και πουλούσε το σώμα της σε όποιον ήταν πρόθυμος να δώσει χρήματα.”
– Ακολουθεί η μαρτυρία του Φιλόστρατου, γιου του Διονυσίου, από τον Κολωνό, ο οποίος βεβαιώνει το μακρυνό παρελθόν της Νεαίρας, εφόσον και οι τρεις γυναίκες έμειναν στο σπίτι του όταν ήρθαν για τα Μυστήρια στην Αθήνα από την Κόρινθο όπου ζούσαν κανονικά, κατόπιν επιθυμίας του Λυσία, γιου του Κέφαλου και στενού του φίλου.
“Λίγο αργότερα, την ίδια περίοδο, η Νέαιρα συνόδευσε τον Σίμο από τη Θεσσαλία, που είχε έρθει στην Αθήνα για τα Μεγάλα Παναθήναια. Μαζί τους ήτανε κι η Νικαρέτη. Πήγαν και έμειναν στο σπίτι του Κτήσιππου, γιου του Γλαυκωνίδη, από τον δήμο των Κυδαντιδών. Κι αυτή εδώ η Νέαιρα έπινε και δειπνούσε μαζί με πολλούς άντρες, όπως θα έκανε μια εταίρα. Καλώ ως μάρτυρες που θα αποδείξουν την αλήθεια των λόγων μου τον Ευφίλητο του Σίμωνα από την Αιξωνή και τον Αριστόδημο του Κριτόδημου απ” την Αλωπεκή.”
– Οι μάρτυρες παρίστανται και βεβαιώνουν τη συγκεκριμένη καταγγελία ως αληθή.
“Στην Κόρινθο πλέον, μετά από αυτά, η Νέαιρα ασκούσε φανερά το επάγγελμά της και, μάλιστα, ήταν διάσημη. Ανάμεσα στους άλλους εραστές της, που την είχαν επ” αμοβή, ήταν κι ο ποιητής Ξενοκλείδης και ο ηθοποιός Ίππαρχος.”
– Καταθέτει ως μάρτυρας ο Ίππαρχος, γιατί ο Ξενοκλείδης αδυνατεί να παραστεί στη δίκη λόγω συγκεκριμένου νομικού κωλύματος. Ο Ίππαρχος βεβαιώνει ότι, στην Κόρινθο, είχε γνωρίσει τη Νέαιρα ως εταίρα που πληρωνόταν και ότι συμμετείχε μαζί της σε συμπόσια, μαζί και με τον Ξενοκλείδη.
“Στη συνέχεια, η Νέαιρα απέκτησε δυο εραστές, τον Τιμανορίδα από την Κόρινθο και τον Ευκράτη από τη Λευκάδα. Κι επειδή η Νικαρέτη ζούσε πολυτελώς κι είχε μεγάλες απαιτήσεις και είχε και την αξίωση να της πληρώνουν σε καθημερινή βάση τα υπέρογκα έξοδα του σπιτιού της, αυτοί οι δύο άντρες προτίμησαν να αγοράσουν τελικά τη Νέαιρα για να είναι δούλα δική τους, έναντι του ποσού των τριάντα μνων σύμφωνα με τους νόμους της πόλης της Κορίνθου. Την είχαν λοιπόν και την χρησιμοποιούσαν για μεγάλο διάστημα. Όταν όμως έφτασαν στο σημείο να παντρευτούν, της είπαν ότι δεν θα ήθελαν να βλέπουν αυτήν που είχε κάποτε υπάρξει ερωμένη τους να ασκεί το επάγγελμά της στην Κόρινθο κι ούτε και θα τους άρεσε να την αφήσουν να πέσει στα χέρια κανενός πορνοβοσκού. Αν, λοιπόν, ήθελε να εξαγοράσει την ελευθερία της, θα το δέχονταν ευχαρίστως. Και μάλιστα, θα δέχονταν να πραγματοποιηθεί η εξαγορά με πόσό μικρότερο από τα χρήματα που είχαν δώσει εκείνοι για να την αγοράσουν από τη Νικαρέτη. Γιατί ήθελαν να την βλέπουν να είναι καλά. Της είπαν λοιπόν ότι, προκειμένου να βρει την ελευθερία της, θα της χάριζαν χίλιες δραχμές, από πεντακόσιες ο καθένας. Κι έτσι, όρισαν σε είκοσι μνες το ποσό της απελευθέρωσης.
Μόλις άκουσε αυτά τα λόγια του Ευκράτη και του Τιμανορίδα, η Νέαιρα κάλεσε στην Κόρινθο άλλους εραστές της, ανάμεσά τους και τον Φρυνίωνα από την Παιανία, γιο του Δήμωνα και αδερφό του Δημοχάρη, ο οποίος, κύριοι δικαστές, όπως θα θυμούνται οι γεροντότεροι ανάμεσά σας, ζούσε μέσα στην ασέλγεια και την πολυτέλεια. Όταν λοιπόν έφτασε ο Φρυνίων, η Νέαιρα τού μετέφερε τις προτάσεις του Ευκράτη και του Τιμανορίδα. Έδωσε στον Φρυνίωνα ένα ποσό που η ίδια είχε ήδη συγκεντρώσει κάνοντας έρανο από άλλους εραστές της και του ζήτησε να συμπληρώσει εκείνος τα υπόλοιπα χρήματα, προκειμένου να πληρωθούν οι είκοσι μνες για την απελευθέρωσή της. Ο Φρυνίων την άκουσε ικανοποιημένος. Πήρε τα χρήματα του εράνου, συμπλήρωσε κι ο ίδιος τα υπόλοιπα και τα έδωσε στον Ευκράτη και τον Τιμαρονίδα για την απελευθέρωση της Νεαίρας και υπό τον όρο, βέβαια, εκείνη να μην ξαναεργαστεί ποτέ στην Κόρινθο. Για να αποδειχτεί η αλήθεια των λόγων μου, καλώ ως μάρτυρα τον Φίλαγρο από την Μελίτη, που ήταν παρών σ” εκείνες τις δοσοληψίες.”
– Ο Φίλαγρος καταθέτει ότι βρισκόταν στην Κόρινθο όταν ο Φρυνίων πλήρωσε τον Ευκράτη και τον Τιμανορίδα για την απελευθέρωση της Νεαίρας και ότι, στη συνέχεια, ο Φρυνίων έφυγε για την Αθήνα, παίρνοντας μαζί του τη Νέαιρα.
Είδαμε ότι ο Κατά Νεαίρας λόγος περιέχει το κατηγορητήριο που διατυπώθηκε, ενώπιον του αθηναϊκού δικαστηρίου, εις βάρος της εταίρας Νεαίρας, γύρω στα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα. Και είχαμε ήδη την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε ένα μεγάλο μέρος του, που αφορούσε στις δραστηριότητες αυτής της γυναίκας: από την παιδική της ηλικία, όταν πρωτοάρχισε να εργάζεται ως εταίρα στην Κόρινθο, έως το σημείο που εγκατέλειψε αυτή την πόλη, κατ” απαίτησιν των παλαιότερων εραστών και κυρίων της που τώρα της επέτρεπαν να εξαγοράσει την ελευθερία της. Σε αυτή τη φάση, το μεγαλύτερο μέρος των λύτρων της το πλήρωσε ο έκλυτος και διαβόητος Φρυνίων από την Αθήνα. Ήταν αυτός που εισήγαγε πλήρως πια τη Νέαιρα στα συμπόσια της Αττικής.
Ο κατήγορος συνεχίζει να εξηγεί:
“Όταν, λοιπόν, έφτασε με τη Νέαιρα ο Φρυνίων στην Αθήνα, ζούσε μαζί της με ασέλγεια ολοφάνερη. Αυτή τον ακολουθούσε στα συμπόσια και οπουδήποτε μπορούσε να πιεί και να οργιάσει μαζί του. Κι ο Φρυνίων συνουσιαζόταν δημόσια μαζί της οπουδήποτε και κομψευόταν κιόλας, μπροστά σε όσους τον έβλεπαν, γι” αυτές του τις εκστάσεις. Πήρε μαζί του τη Νέαιρα σε πολλά γλέντια. Την πήγε και στη γιορτή που διοργάνωσε ο Χαβρίας από την Αιξωνή όταν, επί άρχοντος Σωκρατίδου, νίκησε στις αρματοδρομίες των Πυθίων με το τέθριππο το οποίο είχε αγοράσει από τους γιους του Μίτυος από το Άργος. Όταν, λοιπόν, ο Χαβρίας επέστρεψε από τους Δελφούς, έκανε επινίκιο γλέντι στην Κωλιάδα. Εκεί, πολλοί συνευρέθηκαν με τη μεθυσμένη Νέαιρα, όση ώρα ο Φρυνίων κοιμόταν. Ανάμεσά τους ήτανε κι οι οικιακοί δούλοι του Χαβρία που σέρβιραν στο τραπέζι. Για την αλήθεια αυτών των λόγων μου, καλώ τους παριστάμενους αυτόπτες μάρτυρες σ” εκείνο το γλέντι: τον Χιωνίδη από την Ξυπετή και τον Ευθετίωνα από τον δήμο Κυδαθηναίων.”
– Ακολουθεί η μαρτυρία του Χιωνίδη από την Ξυπετή και του Ευθετίωνα από τον δήμο Κυδαθηναίων ότι, στο επινίκιο δείπνο του Χαβρία στην Κωλιάδα, είχαν παραβρεθεί και ο Φρυνίων με τη Νέαιρα κι ότι, εκεί, πολλοί μέσα στη νύχτα σηκώθηκαν και πήγαν στη Νέαιρα, ανάμεσά τους και οι ίδιοι, αλλά και οι οικιακοί δούλοι του Χαβρία.
“Επειδή, όμως, ο Φρυνίων συνεχώς προπηλάκιζε με ασέλγεια τη Νέαιρα και δεν την αγαπούσε, όπως εκείνη ήλπιζε, κι ούτε και πραγματοποιούσε τις επιθυμίες της, εκείνη μάζεψε τα πράγματά της από το σπίτι του, ρούχα και χρυσαφικά δηλαδή και δύο υπηρέτριές της, τη Θράττα και την Κοκκαλίνη, και δραπέτευσε στα Μέγαρα. Ήταν εκείνη η χρονιά που άρχοντας στην Αθήνα ήτανε ο Αστείος, η περίοδος δηλαδή, κύριοι δικαστές, που πολεμούσατε για δεύτερη φορά εναντίον των Λακεδαιμονίων. Η Νέαιρα έμεινε στα Μέγαρα και την επόμενη χρονιά, όταν άρχοντας εδώ έγινε ο Αλκισθένης. Σ” αυτήν την πόλη, ωστόσο, δεν της απέφερε πολλά χρήματα η εργασία της με την εκμετάλλευση του σώματός της και δεν μπορούσε να συντηρεί το σπίτι της. Γιατί και η ίδια ήταν πολυέξοδη και οι Μεγαρείς μικρόνοες και τσιγγούνηδες. Κι ούτε και πολλοί ξένοι επισκέπτονταν την πόλη, καθώς εσείς εμποδίζατε, λόγω της ηγεμονίας σας στη θάλασσα, το εμπόριο στα Μέγαρα που ήταν πόλη συμμαχική των Λακεδαιμονίων. Κι από την άλλη, η Νέαιρα δεν μπορούσε να επιστρέψει στην Κόρινθο, λόγω των ένορκων δεσμεύσεων που είχαν συνοδεύσει την απελευθέρωσή της από τον Ευκράτη και τον Τιμανορίδα.
Όταν όμως έγινε η μάχη στα Λεύκτρα μεταξύ Σπαρτιατών και Θηβαίων, τότε πήγε από την Αθήνα στα Μέγαρα ο Στέφανος και άρχισε να συζεί μαζί της, αφού ήταν εταίρα. Του διηγήθηκε όλη τη ζωή της και την αλαζονεία του Φρυνίωνα. Έδωσε, μάλιστα, στον Στέφανο όλα τα πολύτιμα που είχε πάρει από εκείνον και του εξήγησε ότι η ίδια θα προτιμούσε να ζει στην Αθήνα, αλλά φοβόταν τον παλιό εραστή της γιατί το ένιωθε ότι τον είχε βλάψει και εξοργίσει. Επειδή γνώριζε, λοιπόν, τον βίαιο χαρακτήρα του Φρυνίωνα κι είχε επίσης αντιληφθεί ότι ο Στέφανος ήταν μάλλον ήπιος, ζήτησε από τον δεύτερο να την προστατεύσει. Κι αυτός την ξεσήκωνε, στα Μέγαρα, και την έκανε να αναθαρρήσει, λέγοντάς της ότι, αν τολμούσε να την αγγίξει ο Φρυίων, θα έκλαιγε με μαύρο δάκρυ. Της υποσχέθηκε επίσης ότι θα την έπαιρνε γυναίκα του κι ότι θα ενέγραφε τα παιδιά της στη φρατρία του σαν να ήταν δικά του παιδιά, για να τα κάνει Αθηναίους πολίτες κι ότι δεν θα άφηνε κανέναν να την βλάψει.
Κι έτσι, επέστρεψε από τα Μέγαρα ο Στέφανος στην Αθήνα, παίρνοντας μαζί του τη Νέαιρα και τα τρία παιδιά της, τον Πρόξενο, τον Αριστίωνα κι ένα κορίτσι, που τώρα ονομάζεται Φανώ. Την εγκατέστησε μαζί με τα παιδιά σ” ένα σπιτάκι που έχει στην περιοχή του Ψιθυριστή Ερμή, ανάμεσα στο σπίτι του Δωρόθεου από την Ελευσίνα και στο σπίτι του Κλεινόμαχου, εκείνο που πρόσφατα αγόρασε ο Σπίνθαρος για επτά μνες. Αυτή ήταν όλη κι όλη η περιουσία του Στέφανου. Έφερε, λοιπόν, μαζί του τη Νέαιρα και την εγκατέστησε, για δύο λόγους. Καταρχάς, για να έχει δωρεάν μια ωραία εταίρα. Κατά δεύτερον, για να την βάζει να συντηρεί το σπίτι του ασκώντας το επάγγελμά της. Εξάλλου, ο ίδιος δεν διέθετε άλλους πόρους εκτός ίσως από τις απολαβές που είχε κάθε φορά που κατέθετε συκοφαντικές καταγγελίες εναντίον πολιτών.
Ο Φρυνίων, βεβαίως, έμαθε ότι η Νέαιρα βρισκόταν στην Αθήνα στο σπίτι του Στέφανου και πήγε εκεί, μαζί με νεαρούς φίλους του, και την άρπαξε. Και τότε, ο Στέφανος, θέλοντας να την πάρει από τον Φρυνίωνα, την διεκδίκησε ως απελεύθερη διά της νομικής οδού, καταθέτοντας για χάρη της εγγύηση στον άρχοντα πολέμαρχο. Καλώ ως μάρτυρα για την επιβεβαίωση των λόγων μου τον Αιήτη από τον δήμο των Κειριαδών, που τότε ήταν άρχοντας πολέμαρχος.”
– Παρίσταται ο Αιήτης και βεβαιώνει ότι, όταν ήταν άρχων πολέμαρχος, ο Φρυνίων, ο αδελφός του Δημοχάρη, υποχρέωσε τον Στέφανο από τον δήμο των Ερυιαδών να καταθέσει εγγύηση για την κατηγορουμένη Νεαίρα. Εκτός από τον Στέφανο, ως εγγυητές έδρασαν και ο Γλαυκέτης από την Κηφισιά κι ο Αριστοκράτης από το Φάληρο.
“Η Νέαιρα, λοιπόν, καλύφθηκε από την καταβολή αυτών των εγγυήσεων κι επέστρεψε στο σπίτι του Στέφανου. Συνέχισε, βεβαίως, να ασκεί το επάγγελμά της, ζητώντας τώρα πια περισσότερα χρήματα από όποιον την ζητούσε, γιατί τώρα είχε και νομική κάλυψη για τη συγκατοίκησή της με έναν άντρα. Ο Στέφανος, πάλι, όποτε ανακάλυπτε για κάποιον εραστή της ότι ήταν πλούσιος, τον κλείδωνε μέσα στο σπίτι, εκβιάζοντάς τον ότι θα τον καταγγείλει για μοιχεία, προκειμένου να αποσπά περισσότερα χρήματα. Γιατί ούτε ο Στέφανος, ούτε η Νέαιρα είχαν περιουσία ώστε να αντεπεξέρχονται στα καθημερινά τους έξοδα, που ήταν πολλά, αφού έπρεπε να συντηρούν και τα τρία παιδιά της, καθώς και δύο υπηρέτριες και έναν υπηρέτη. Εξάλλου, η Νέαιρα ήτανε μαθημένη στην καλοπέραση που, μέχρι τότε, της εξασφάλιζαν οι διάφοροι προστάτες της. Και την εποχή εκείνη, ο Στέφανος δεν ήτανε ακόμη ρήτορας, αλλά ένας απλός συκοφάντης, από αυτούς που κάθονται πλάι στο βήμα στην αγορά και κάνουν σαματά ή που πληρώνονται για να κατηγορούν άλλους πολίτες είτε καταθέτοντας οι ίδιοι μηνύσεις είτε εμφανιζόμενοι ως μάρτυρες σε υποθέσεις άλλων μηνυτών…..
Ωστόσο, ο Φρυνίων δεν έμενε άπραγος. Έκανε μήνυση στον Στέφανο, κατηγορώντας τον ότι του πήρε τη Νέαιρα σαν να ήταν ελεύθερη και ότι είχε δεχτεί στο σπίτι του τα πράγματα που εκείνη είχε κλέψει όταν έφευγε από το δικό του σπίτι. Τότε, οι φίλοι των δύο αντρών πρότειναν να λυθεί η διένεξή τους με διαιτησία. Διαιτητής του Φρυνίωνα ανέλαβε ο Σάτυρος από την Αλωπεκή, αδελφός του Λακεδαιμόνιου, ενώ ο Σαυρίας από τα Λάμπτρα ορίστηκε για να ενεργήσει για λογαριασμό του Στέφανου. Ως κοινά αποδεκτό διαιτητή επέλεξαν τον Διογείτονα από τις Αχαρνές. Διαβουλεύτηκαν, λοιπόν, οι διαιτητές στο ιερό, έχοντας ακούσει και τις δύο πλευρές και τα έργα της γυναίκας κι αποφάνθηκαν για λύση κοινά αποδεκτή. Η γυναίκα θα απελευθερωνόταν και θα ήταν πια κυρία του εαυτού της. Θα έδινε πίσω στον Φρυνίωνα όσα τού είχε υπεξαιρέσει, δηλαδή τα χρυσαφικά και τις υπηρέτριες, και θα κρατούσε μόνο τα ρούχα που είχαν φτιαχτεί για προσωπική της χρήση. Και στο εξής, θα ζούσε με τους δύο άντρες εναλλάξ, μέρα παρά μέρα. Κι αν ο Φρυνίων και ο Στέφανος κατέληγαν ποτέ στο μέλλον σε άλλη κοινά αποδεκτή απόφαση, αυτή θα ήταν έγκυρη. Στο μεταξύ όμως θα αντιμετώπιζαν ο ένας τον άλλο ως φίλοι και δεν θα κρατούσαν κακία μεταξύ τους. Αυτή ήταν η τελική συναινετική απόφαση της διαιτησίας για τη σχέση του Φρυνίωνα και του Στέφανου με τη Νέαιρα. Κάλεσε, σε παρακαλώ, ως μάρτυρες εκείνους τους διαιτητές.”
– Οι μάρτυρες παρίστανται και βεβαιώνουν την πράξη και το περιεχόμενο εκείνης της διαιτησίας.
“Όταν, λοιπόν, οι διαιτητές τακτοποίησαν με αυτόν τον τρόπο το θέμα, έγινε αυτό που, κατά τη γνώμη μου, συνηθίζεται σε αυτές τις περιπτώσεις, κυρίως όταν πρόκειται για εταίρες. Ο Φρυνίων και ο Στέφανος αντήλλασσαν επισκέψεις ο ένας στο σπίτι του άλλου, ανάλογα με το πού έμενε κάθε μέρα η Νέαιρα. Κι αυτή έτρωγε κι έπινε μαζί τους ως εταίρα. Καλώ ως μάρτυρες ότι λέω την αλήθεια τον Εύβουλο από την Προβόλινθο, τον Διοπείθη από τη Μελίτη και τον Κτήσωνα από τον Κεραμεικό, οι οποίοι συναναστρέφονταν τους δύο άντρες.”
– Παρίστανται οι μάρτυρες και βεβαιώνουν.
Ο Κατά Νεαίρας λόγος συνεχίζεται επί μακρόν, με κατηγορίες που διατυπώνονται πλέον εις βάρος και του ίδιου του Στέφανου, αλλά και της κόρης της Νέαιρας που, αν και εκδιδόμενη από τη μητέρα της, κατάφερε να εξαπατήσει για την ταυτότητα και την αγνότητά της έναν Αθηναίο πολίτη, ώστε να την παντρευτεί, και μάλιστα πολίτη που λειτούργησε ως άρχων βασιλεύς στα Ανθεστήρια. Υπό το βάρος της σωρείας των καταγγελιών, φαίνεται ότι η καταδικαστική απόφαση στην υπόθεση ήταν μάλλον αναπόφευκτη. Ο Στέφανος θα έπρεπε να πληρώσει μεγάλο χρηματικό πρόστιμο στην πόλη για παραβίαση του νόμου περί γάμου και για εξαπάτηση της πόλης. Η δε Νέαιρα και τα παιδιά της θα πουλιούνταν εκ νέου ως δούλοι.
Στη δίκη της, η Νέαιρα μάλλον δεν είχε έναν δαιμόνιο δικηγόρο για να οργανώσει την υπεράσπισή της σαν εκείνον τον Υπερείδη, που, κατά τα γραφόμενα του Αθήναιου (Δειπνοσοφισταί ΧΙΙΙ 59), είχε την λαμπρή έμπνευση να γυμνώσει αιφνιδιαστικά μπροστά στους δικαστές την εκπάγλου καλλονής κατηγορουμένη Φρύνη και να πετύχει την πανηγυρική της αθώωση, όταν εκείνη η εταίρα είχε συρθεί στο δικαστήριο. Εξάλλου, στην περίπτωση της Νεαίρας, ελάχιστα θα είχαν απομείνει από την έσχατη υπερασπιστική γραμμή την οποία η αθηναϊκή κοινωνία θα ήταν διατεθειμένη να αναγνωρίσει σε μιαν εταίρα. Το σώμα της θα είχε πια γεράσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου