Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2015

Το πράττειν σύμφωνα με τον Αριστοτέλη

Εάν η φιλοσοφία έχει λόγο ύπαρξης, αυτός μπορεί μονάχα να βρεθεί στα σοκάκια της ταπεινής καθημερινότητας του κάθε ανθρώπου. Επειδή φιλοσοφία δεν είναι να αναρωτιέσαι γιατί ζεις, αλλά πώς θα ‘πρεπε να ζεις – πώς να ζεις με ευδαιμονία, όντας πιστός στα βαθύτερα θέλω σου και ειλικρινής μπροστά στο “Είναι” σου.

Έναν ανάλογο τρόπο ζωής προάγει η φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Η αλήθεια είναι πως τα έργα του σπουδαίου Έλληνα φιλοσόφου δεν χαρακτηρίζονται για τον ποιητικό τους λόγο και είναι κάθε άλλο παρά προσιτά στον απλό αναγνώστη – ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως αποτελούσαν κυρίως σημειώσεις που χρησιμοποιούσε για τα μαθήματά του. Ο τρόπος σκέψης του Αριστοτέλη είναι λογιστικός, μαθηματικός και επιστημονικός, ιδανικός δηλαδή για αναλύσεις και ορισμούς εννοιών, αλλά επίσης στρυφνός και δύσκολος ως προς την ανάγνωση.

Η Επιθυμία ως κύρια πηγή κινητροδότησης της ζωής και η ανατομία της

Ο άνθρωπος συχνά κάνει το λάθος να πιστέψει πως κύριο συστατικό της ευδαιμονίας είναι η γνώση. Ξεχνάει όμως πως η γνώση “επιβάλει γεγονότα, όχι κανόνες”. Από μόνη της δεν μπορεί να ωθήσει άνθρωπο προς μία κατεύθυνση, αποτελεί μία ψυχρή παρουσίαση της πραγματικότητας που είναι χρήσιμη μεν για να αποφύγουμε δυσάρεστες καταστάσεις, αλλά από μόνη της είναι ανίσχυρη, ουδέτερη. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι μία φράση που όλοι έχουμε ακούσει κάποτε στη ζωή μας: “Ξέρω πως αν κόψω το τσιγάρο, η υγεία μου θα βελτιωθεί”. Και, ύστερα από λίγα λεπτά, βλέπουμε τον συνομιλητή μας να ανάβει ένα “τελευταίο” τσιγαράκι.
“Γενικά λοιπόν […] το ανθρώπινο ον κινείται επειδή επιθυμεί”. (Περί Ψυχής)
Η λέξη κλειδί είναι: Επιθυμία. Οι επιθυμίες μας είναι τα μόνα πραγματικά κίνητρα τα οποία μας παρακινούν προς μία κατεύθυνση, είναι κυριολεκτικά το καύσιμο των πράξεών μας. Αυτός που δεν επιθυμεί, πολύ απλά δεν πράττει – για την ακρίβεια, είναι νεκρός. Τα “θέλω” μας είναι ο Λόγος που ζούμε, αυτά τα βαθύτερα θέλω που μας σπρώχνουν κάθε μέρα να κάνουμε ό,τι κάνουμε. Αλήθεια όμως, προς τα πού;

Ο Αριστοτέλης πίστευε πως στόχος κάθε φρόνιμου (ενάρετου) ανθρώπου, είναι το Μεγαλείο. Είναι η κατάκτηση της αρετής και η απελευθέρωση του πλούσιου δυναμικού μας σε όλη την έκτασή του, μέσα στο συνεχές “γίγνεσθαι“. Στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη η ταπεινοφροσύνη δεν αντιμετωπίζεται ως χαρακτηριστικό του φρόνιμου ανθρώπου (ούτε φυσικά και η τυφλή αλαζονεία που καταντάει να γίνεται ματαιοδοξία), μιας κι ο ενάρετος είναι εραστής των Τιμών, αγαπάει τις απόλυτες αρετές και θέλει να τις κατακτήσει. Σε πολλά σημεία μπορούμε ομοιότητες με τη Περηφάνια του Καζαντζάκη, ίσως και με τον Υπεράνθρωπο του Νίτσε – ο άνθρωπος Θέλει (με “Θ” κεφαλαίο) να ξεπεράσει τον εαυτό του, θέλει να αναδείξει τον εαυτό του και να αναρριχηθεί ως επιδέξιος ακροβάτης στον Όλυμπο της Αρετής.

Θησαυρός αυτού του ταξιδιού, που προφανώς δεν τελειώνει ποτέ, είναι η Ηδονή. Η χαρά που αισθανόμαστε όταν είμαστε δημιουργικοί και βλέπουμε τις ικανότητες του εαυτού μας να εξαπλώνονται και να επιτυγχάνουν νέους στόχους.

Η επιθυμία τώρα ως δύναμη χωρίζεται σε δύο επί μέρους δυνάμεις: νοητική (κρίνουμε ότι το αντικείμενο είναι επιθυμητό) και κινητήρια (αναλισκόμαστε σε μία προσπάθεια για να το κατακτήσουμε). Αυτό φυσικά είναι κάτι που αντιλαμβανόμαστε όλοι, μιας κι όλοι έχουμε λίγο πολύ παρατηρήσει αυτή την ενδογενή διαδικασία. Ωραία, τώρα που ξέρουμε τι είναι οι επιθυμίες και ποιος ο λόγος ύπαρξής τους, είμαστε έτοιμοι να απολαύσουμε μία ζωή μέσα στην ευδαιμονία; Μάλλον, όχι…

Υπάρχουν πολλά θέματα που ακόμα μένουν άλυτα. Καταρχάς, δεν είναι όλες οι επιθυμίες θεμιτές – δεν συμβάλλουν δηλαδή όλες στον δρόμο προς το Μεγαλείο και τη παραγωγικότητα. Το αντίθετο, μερικές είναι καταστροφικές και εδρεύουν ως τύραννοι στη καθημερινότητά μας, στερώντας μας τη δυνατότητα να προχωρήσουμε. Τον διαχωρισμό μεταξύ ωφέλιμης και βλαβερής επιθυμίας μπορούμε να κάνουμε με ένα πανίσχυρο όπλο μας – τη Λογική. Τα συναισθήματά μας πολλές φορές είναι παραπλανητικά και μας ωθούν να ανακυκλώνουμε ζημιογόνες συνήθειες, με αποτέλεσμα να παραμένουμε φυλακισμένοι σε καταστάσεις που δεν οδηγούν πουθενά. Αυτό το κάνουμε είτε λόγο του φόβου του πόνου, είτε εξαιτίας του εθισμού μας σε ηδονές.
“Το να μην οργανώνεις τη ζωή σου με βάση έναν σκοπό είναι στ’ αλήθεια σημάδι μεγάλης αφροσύνης”. (Ηθικά Ευδήμεια)
Ας χρησιμοποιήσουμε πάλι το παράδειγμα του τσιγάρου. Γιατί μερικοί άνθρωποι δεν μπορούν να κάψουν το τσιγάρο, ή πιο σωστά, να πράξουν το Τέλος σε αυτή την αναμφίβολα ζημιογόνα συνήθεια. Δεν το κόβουν επειδή το τσιγάρο προσφέρει ανά πάσα ώρα και στιγμή πρόσβαση σε μία ηδονή – οι άνθρωποι θέλουν να αισθάνονται την ασφάλεια πως έχουν τον έλεγχο αυτής της ηδονής. Και γιατί άλλοι το κόβουν; Εδώ είναι το μεγάλο μυστικό…

Αυτοί που το κόβουν είναι σε θέση να αντλούν ευχαρίστηση από την ίδια τη ζωή. Έχουν φτάσει σε ένα επίπεδο εσωτερικής ολοκλήρωσης που τους επιτρέπει μέσω της εγκράτειας να μην χρειάζονται την τιποτένια ηδονή ενός ναρκωτικού. Έχουν φροντίσει να γεμίσουν τη ζωή τους με μεγαλειώδεις επιθυμίες και στόχους, ενώ καθημερινώς είναι δημιουργικοί σε ένα τέτοιο βαθμό που τους γεμίζει με τόνους προσωπικής ικανοποίησης. Συνεπώς, το τσιγάρο απλώς δεν το χρειάζονται – σε αντίθεση με αυτούς που δεν μπορούν να το κόψουν, που χρειάζονται αυτή τη μικρή ηδονή για να καλύψουν το κενό των επιθυμιών τους.
“Ας θεωρήσουμε ως αυτάρκες εκείνο που από μόνο του κάνει τη ζωή επιθυμητή και να μην της λείπει τίποτα, και κάτι τέτοιο θεωρούμε ότι είναι η ευδαιμονία”. (Ηθικά Νικομάχεια)
Το ίδιο συμβαίνει και για δυσλειτουργικές συναισθηματικές σχέσεις. Ο άνθρωπος δεν πιστεύει πως μόνος του μπορεί να φτάσει σε κάποια αξιοσημείωτα επίπεδα ολοκλήρωσης, και γι’ αυτό συνάπτει σχέσεις δίχως έρωτα και ουσιαστική επιθυμία για τον σύντροφό του, μόνο και μόνο για να καλύψει το κενό της καθημερινότητάς του και να λάβει πάλι μικρά δώρα ηδονής, είτε από το σεξ, είτε από φτωχές ανταλλαγές συναισθημάτων.

Ενώ ο φρόνιμος παρακινείται από την ορμή του Έρωτα στις σχέσεις του (φιλικές και μη). Συναναστρέφεται με φίλους που εκτιμά και βρίσκει μέσα τους στοιχεία που θαυμάζει και που θα ήθελε να φτάσει, ενώ το ίδιο κάνει και με τους ερωτικούς συντρόφους του.
“Καμία διαφορά δεν υπάρχει ανάμεσα στον νέο στην ηλικία και στον ανώριμο στο χαρακτήρα, αφού το ελάττωμα δεν οφείλεται στο χρόνο, αλλά στο ότι ο ανώριμος παρασύρεται από τα πάθη του και ενεργεί υπό το κράτος αυτών”. (Ηθικά Νικομάχεια
Ποίησις και Πράξις, τα δύο συστήματα παραγωγικότητας

Ο Αριστοτέλης ανέφερε πως μπορούμε να είμαστε παραγωγικοί και δημιουργικοί με δύο μεθόδους: τη Ποίησις και τη Πράξις. Δύο τρόπους εκ διαμέτρου αντίθετους.

Η Ποίησις είναι ο πιο διαδεδομένος, κι αυτός που χρησιμοποιείται επί το πλείστων μέχρι και σήμερα. Όταν πράττουμε δια αυτής της μεθόδου, ορίζουμε ως σκοπό και λόγο της πράξης το τελικό αποτέλεσμα. Για παράδειγμα, κάνω προπόνηση για να πάω στου Ολυμπιακούς Αγώνες. Εξασκούμαι στη ζωγραφική για να περάσω στη Καλών Τεχνών. Μαθαίνω πιάνο για να μπορέσω να παίξω κομμάτια του Μότσαρτ. Οι περισσότεροι μάθαμε να δουλεύουμε με αυτόν τον τρόπο από τη παιδική μας ηλικία, ειδικά στο εκπαιδευτικό σύστημα όπου τα τεστ και οι διαγωνισμοί αποτελούν τον στόχο της μελέτης.

Από την άλλη, έχουμε τη Πράξις. Όταν λειτουργούμε στα πλαίσια της Πράξις, πράττουμε επειδή η διαδικασία είναι από μόνη της ευχάριστη και εποικοδομητική. Δεν υπάρχει η έννοια του στόχου και του τέλους, δεν πράττουμε για οποιονδήποτε άλλο λόγο πέρα του ό,τι πράττουμε. Η πράξη είναι ο αυτοσκοπός, ο στόχος και το μέσο ταυτόχρονα. Παίζω κιθάρα επειδή μου αρέσει να παίζω κιθάρα. Περπατάω επειδή μου αρέσει να περπατάω.

Ποια η διαφορά λοιπόν των δύο αυτών συστημάτων; Η βασική και ευδιάκριτη διαφορά είναι το γεγονός πως η Ηδονή απουσιάζει παντελώς από τη Ποίησις, ενώ δίνεται απλόχερα κάθε στιγμή στη Πράξις. Στη πρώτη ο άνθρωπος περισσότερο βασανίζεται και εκτελεί μία μηχανική διαδικασία για χάρη ενός μακρινού σκοπού, ενώ στη δεύτερη την απολαμβάνει και βρίσκεται στο τώρα.
“Ο τελικός σκοπός της παραγωγικής εργασίας διαφέρει απ’ αυτή την ίδια, της πρακτικής όμως δεν μπορεί να διαφέρει, διότι αυτή η ίδια η καλή πράξη είναι ο τελικός σκοπός”. (Ηθικά Νικομάχεια)
Από όποια πλευρά κι αν το κοιτάξουμε, η Πράξις είναι ωφελιμότερη. Ο άνθρωπος όταν χαίρεται αυτό που κάνει και μαθαίνει πιο γρήγορα αυτό που κάνει, και απελευθερώνει πιο φυσικά το ενδογενή δυναμικό του, και πράττει μία διαδικασία που συμβάλει στη γενικότερη ευημερία του.

Ο Αριστοτέλης συνεπώς μας συμβουλεύει να αναθεωρήσουμε τον τρόπο με τον οποίο έχουμε μάθει να λειτουργούμε. Να κοιτάξουμε σε ποιους τομείς της ζωής μας είναι εφικτό να αντικαταστήσουμε τη Ποίησις από τη Πράξις, και σε αυτούς που δεν γίνεται, να τους εγκαταλείψουμε.
“Είναι επίσης δυνατό να αποδειχτεί αυτό και από το ότι κάθε ηδονή είναι οικεία στην ενέργεια που τελειοποιεί. Διότι η οικεία ηδονή θα ενισχύει την ενέργεια. Πράγματι, αυτοί που ενεργούν από ευχαρίστηση εργάζονται πάντοτε με μεγαλύτερη ευθυκρισία και ακρίβεια.” (Ηθικά Νικομάχεια)
Το Μέτρο της αρετής ως μέσο κι όχι ως τέλος

Ο “Φιλόσοφος” ανέδειξε το μέτρο ως ιδιαίτερα υψηλή ποιότητα της ύπαρξης. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε πως όλες οι αρετές προσδιορίζονται από το μέτρο τους (π.χ. η γενναιότητα βρίσκεται στο κέντρο ανάμεσα στη δειλία και την απερισκεψία). Το Μέτρο όμως του Αριστοτέλη δεν έχει αυτή τη ξινή γεύση που λανθασμένα της προδίδουμε, και σε καμία περίπτωση δεν εγκυμονεί τη μαλθακότητα.

Ίσως το καταλάβουμε όμως καλύτερα με μία σύγκριση. Στην Ανατολική σκέψη (και στον Στωικισμό της Δύσης), το ιδεατό μέτρο του ανθρώπου συνίσταται στο να αδειάζει την ύπαρξή του από επιθυμίες και σκέψεις, για να μπορέσει έτσι να έρθει σε επαφή με την ανώτερη ουσία της ζωής (είτε αυτή λέγεται Τάο, είτε Φύση του Βούδα, είτε Ζεν, κτλ). Το Αριστοτελικό μέτρο όμως από την άλλη είναι ευεργέτης της πράξης, είναι το άρμα με το οποίο ταξιδεύουμε προς το Μεγαλείο.

Ο φρόνιμος άνθρωπος κατά τον Αριστοτέλη δεν διακόπτει τη διαδικασία αυτοπραγμάτωσης ποτέ, η απραξία είναι α-λογη, και το πιο χρήσιμο εργαλείο του είναι το Μέτρο. Με αυτό είναι σε θέση να κυριαρχήσει πάνω στον κόσμο των αρετών και να τις αξιοποιήσει με σύνεση και αποφασιστικότητα. Με αυτό διακρίνει την ισορροπία ανάμεσα στον φόβο και την απερισκεψία, και αγκαλιάζει τη τόλμη – δεν την αγκαλιάζει όμως παθητικά, αλλά την αρπάζει και αυτή σαν μέσο και οδεύει ακόμη πιο ψηλά.

Για τον Αριστοτέλη δεν υπάρχουν όρια στη δημιουργικότητα, επειδή ποτέ κάποιος δεν δύναται να είναι “υπερβολικά καλός”. Είναι δυνατόν να πούμε για παράδειγμα πως ένας ζωγράφος είναι τόσο υπερβολικά καλός που η αρετή του αυτή τον βλάπτει; Προφανώς και όχι, για την ακρίβεια είναι αστείος ισχυρισμός.
“Ο άνθρωπος που εργάζεται έχει ανάγκη από ανάπαυση και το παιχνίδι στοχεύει στην ανάπαυση, ενώ η ζωή της δράσης συνοδεύεται πάντοτε από κούραση και ένταση”. (Πολιτικά)
Κι αυτή ακριβώς είναι η μαγεία της ζωής – το ταξίδι της δημιουργίας δεν τελειώνει ποτέ. Είμαστε σε θέση αιώνια να εξελισσόμαστε και να γινόμαστε καλύτεροι, όπως έκανε και ο Αριστοτέλης σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, μιας και καταπιάστηκε μέσω της σκέψης του με κάθε τομέα της ύπαρξης. Κι επειδή θα πράττουμε με βάση τη Πράξις, σε κάθε σκαλοπάτι αυτής της ανηφόρας θα αισθανόμαστε ευδαιμονία.

Να γίνεσαι όλο και καλύτερος μέσω μίας διαδικασίας που σε ευχαριστεί στο τώρα. Ιδού το πράττειν κατά τον Αριστοτέλη…

Η ζωή είναι μια πράξη. Ζω σημαίνει πράττω, και πράττω σημαίνω ζω.
“Η αιτία αυτού βρίσκεται στο ότι σε όλους τους ανθρώπους το είναι τους είναι αξιαγάπητο και προτιμητέο, στο είναι όμως αυτό υπάρχει ενέργεια, με το να ζούμε δηλαδή και να ενεργούμε, όπως και ο δημιουργός του έργου υπάρχει κατά κάποιον τρόπο μέσα από τη δημιουργική του ενέργεια”. (Ηθικά Νικομάχεια)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου