Ψήλωσε για μια στιγμή.
Ένοιωσε το κεφάλι του να απομακρύνεται ταχύτατα από τα πόδια του να ξεπερνά τα σύννεφα να προσπερνά την σελήνη να χάνεται στο άπειρο του σύμπαντος. Για εκείνη τη μοναδική στιγμή ήταν το ον που ονομάζεται άνθρωπος, αυτό το ανυπέρβλητο συμπαντικό ον που είναι προορισμένο να αντιπροσωπεύει την ιδιαίτερη διάσταση του πνεύματος. Ο σούπερ homo sapiens που χτίζει πολιτισμούς τόσο αρμονικούς με αυτόν και το περιβάλλον του, τόσο ισορροπημένους με την πνευματική του γαλήνια υπόσταση, τόσο ζηλευτούς ακόμα και από το ίδιο το άπειρο. Πήρε μια βαθειά ανάσα και αισθάνθηκε ότι ρούφηξε με μιας το άρωμα από τις εκπνοές των δισεκατομμυρίων συνανθρώπων του.
Η τσιριχτή γεμάτη αγωνία φωνή δίπλα του έκανε την στιγμή κομμάτια και αυτόν εκείνο τον άνθρωπο που παλεύει για την ζωή του στην μέση ενός πελάγους γεμάτο ναυαγούς ποτισμένο από το έκτρωμα ενός πολιτισμού τόσο δυσαρμονικού τόσο ανισσόροπου τόσο μισητού ακόμα και από το ίδιο το άπειρο. «Πάρε το παιδί! Σε παρακαλώ πάρε το παιδί! Δεν θα τα καταφέρω! Το ξέρω! Σώσε σε παρακαλώ το παιδί!»
Το πανιασμένο πρόσωπο τις γυναίκας που με τα βίας κρατούσε το σωσίβιο πάνω στο οποίο είχε βάλει έναν πιτσιρικά δύο περίπου χρόνων και που κατάπιναν κάθε τόσο τα κύματα τον επανέφερε οριστικά στην πραγματικότητα του κόσμου που ζούσε. Βάλθηκε να κολυμπά με μανία κόντρα στα κύματα να αρπάξει το σωσίβιο να σώσει την γυναίκα. Όταν άπλωσε το χέρι λαχανιασμένος και κατάκοπος είδε για τελευταία φορά το πρόσωπο της γυναίκας λίγο πριν βυθιστεί στο απέραντο γαλάζιο και κατάφερε να αδράξει την τελευταία της ματιά.
Ήταν σίγουρος ότι την είδε χαμογελαστή γαλήνια και ευτυχισμένη. Και τότε ξαναψήλωσε και τότε γύρισε το κεφάλι και είδε τα μάτια του μικρού. Η ίριδα των άπειρων χρωμάτων βουτηγμένα στο πιο φωτεινό γαλάζιο που είχε ποτέ αντικρύσει τον έκανε να συνειδητοποιήσει ότι τελικά είναι ο σούπερ homo sapiens και όχι εκείνο το θλιβερό ανθρωπάκι που όλοι νομίζουν ότι βλέπουν.
Ο βρόμικος πρόσφυγας που εγκατέλειψε τα χαλάσματα του σπιτιού του και τους θαμμένους κάτω από αυτά γονείς του ψάχνοντας να βρει ένα τόπο να κρυφτεί, να βάλει το κεφάλι του κάτω από μια στέγη που με περισσή αγάπη θα του προσφέρουν μαζί με ένα ξεροκόμματο διάφοροι φιλάνθρωποι. Ναυαγοί και αυτοί στη μέση αυτού του πελάγους του τόσο μισητού ακόμα και από το ίδιο το σύμπαν.
Τώρα πια ήξερε ότι θα σωθεί και αυτός και το πλασματάκι που του έδωσε απλόχερα όλη αυτή τη σοφία όπως επίσης ήξερε ότι από τη στιγμή που αυτός τα κατάφερε να ταξιδέψει σε αυτή την γνώση των αστεριών μπορούν να το κάνουν όλοι του είδους του ανοίγοντας ένα παράθυρο φωτός και ελπίδας σε αυτόν τον κόσμο των ανθρώπων.
Ένοιωσε το κεφάλι του να απομακρύνεται ταχύτατα από τα πόδια του να ξεπερνά τα σύννεφα να προσπερνά την σελήνη να χάνεται στο άπειρο του σύμπαντος. Για εκείνη τη μοναδική στιγμή ήταν το ον που ονομάζεται άνθρωπος, αυτό το ανυπέρβλητο συμπαντικό ον που είναι προορισμένο να αντιπροσωπεύει την ιδιαίτερη διάσταση του πνεύματος. Ο σούπερ homo sapiens που χτίζει πολιτισμούς τόσο αρμονικούς με αυτόν και το περιβάλλον του, τόσο ισορροπημένους με την πνευματική του γαλήνια υπόσταση, τόσο ζηλευτούς ακόμα και από το ίδιο το άπειρο. Πήρε μια βαθειά ανάσα και αισθάνθηκε ότι ρούφηξε με μιας το άρωμα από τις εκπνοές των δισεκατομμυρίων συνανθρώπων του.
Η τσιριχτή γεμάτη αγωνία φωνή δίπλα του έκανε την στιγμή κομμάτια και αυτόν εκείνο τον άνθρωπο που παλεύει για την ζωή του στην μέση ενός πελάγους γεμάτο ναυαγούς ποτισμένο από το έκτρωμα ενός πολιτισμού τόσο δυσαρμονικού τόσο ανισσόροπου τόσο μισητού ακόμα και από το ίδιο το άπειρο. «Πάρε το παιδί! Σε παρακαλώ πάρε το παιδί! Δεν θα τα καταφέρω! Το ξέρω! Σώσε σε παρακαλώ το παιδί!»
Το πανιασμένο πρόσωπο τις γυναίκας που με τα βίας κρατούσε το σωσίβιο πάνω στο οποίο είχε βάλει έναν πιτσιρικά δύο περίπου χρόνων και που κατάπιναν κάθε τόσο τα κύματα τον επανέφερε οριστικά στην πραγματικότητα του κόσμου που ζούσε. Βάλθηκε να κολυμπά με μανία κόντρα στα κύματα να αρπάξει το σωσίβιο να σώσει την γυναίκα. Όταν άπλωσε το χέρι λαχανιασμένος και κατάκοπος είδε για τελευταία φορά το πρόσωπο της γυναίκας λίγο πριν βυθιστεί στο απέραντο γαλάζιο και κατάφερε να αδράξει την τελευταία της ματιά.
Ήταν σίγουρος ότι την είδε χαμογελαστή γαλήνια και ευτυχισμένη. Και τότε ξαναψήλωσε και τότε γύρισε το κεφάλι και είδε τα μάτια του μικρού. Η ίριδα των άπειρων χρωμάτων βουτηγμένα στο πιο φωτεινό γαλάζιο που είχε ποτέ αντικρύσει τον έκανε να συνειδητοποιήσει ότι τελικά είναι ο σούπερ homo sapiens και όχι εκείνο το θλιβερό ανθρωπάκι που όλοι νομίζουν ότι βλέπουν.
Ο βρόμικος πρόσφυγας που εγκατέλειψε τα χαλάσματα του σπιτιού του και τους θαμμένους κάτω από αυτά γονείς του ψάχνοντας να βρει ένα τόπο να κρυφτεί, να βάλει το κεφάλι του κάτω από μια στέγη που με περισσή αγάπη θα του προσφέρουν μαζί με ένα ξεροκόμματο διάφοροι φιλάνθρωποι. Ναυαγοί και αυτοί στη μέση αυτού του πελάγους του τόσο μισητού ακόμα και από το ίδιο το σύμπαν.
Τώρα πια ήξερε ότι θα σωθεί και αυτός και το πλασματάκι που του έδωσε απλόχερα όλη αυτή τη σοφία όπως επίσης ήξερε ότι από τη στιγμή που αυτός τα κατάφερε να ταξιδέψει σε αυτή την γνώση των αστεριών μπορούν να το κάνουν όλοι του είδους του ανοίγοντας ένα παράθυρο φωτός και ελπίδας σε αυτόν τον κόσμο των ανθρώπων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου