Μόλις σταμάτησε η βροχή... Οι σταγόνες χορεύουν ακόμη στα σύρματα. Ένα δάκρυ κυλάει αργα-αργά στο φύλλο του κάκτου. Το ξέρω πια. Ποτέ δεν έπαψα να σε αγαπώ.
Είχε σταματήσει σχεδόν η βροχή. Κάτι αραιές, ξέμπαρκες ψιχάλες, χτυπούσαν πότε-πότε στο τζάμι επίμονα. Δεν σε έχουμε ανάγκη, φώναζαν στο σύννεφο. Μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς εσένα. Δε σε έχουμε ανάγκη. Κάτι αδύναμες ψιχάλες, που χτυπούσαν επίμονα στο παράθυρο και παρίσταναν την νεροποντή.
Θυμάσαι που μου έφτιαχνες χάρτινα καραβάκια? Ξέχασες μόνο να μου ζωγραφίσεις ένα λιμάνι. Όταν, κάποιες φορές, με πέταξαν τα κύματα σε λιμάνια, δεν ήξερα να χειριστώ την άγκυρά μου. Δεν ήξερα να πλευρίσω το καράβι μου. Φοβήθηκα και έφυγα.
Άπλωνα τα χέρια μου τις νύχτες και μάζευα αστέρια και φτερά, από αγριοπερίστερα, για να τα κρύβω στο μαξιλάρι σου και να γλυκαίνω τον ύπνο σου.
Αν βρισκόταν ένας, μια φορά, που 'χει κάτι να μας πει. Ναι, τα ξεπούλησα όλα. Και τα ιερά και τα όσια, όλα. Για να κάνω άνετα μπουρμπουλήθρες στον καφέ μου με το καλαμάκι. Ας βρισκόταν ένας! Έτσι. Χωρίς να επικαλείται άλλοθι, θεωρίες, ιδεολογίες, αέρα κοπανιστό. Θα του 'βγαζα ευχαρίστως το καπέλο.
Να σου πω ένα χαρούμενο τραγούδι της ζωής? Το τραγούδι που λέει η καγκελόπορτα όταν ανοίγει για να μπει αυτός που αγαπάς.
Σε αγκάλιασα και βγήκανε κάτι πολύχρωμοι ήλιοι από το χώμα. Γέμισε ο κόσμος μικρούς ήλιους. Ύστερα, κατέβηκαν οι αρχάγγελοι στην γη και γύριζαν ξυπόλυτοι και μεθυσμένοι. Ύστερα ξεχύθηκαν οι άνεμοι, έκοβαν λουρίδες από τον ουρανό και τον περνούσανε μεταξωτά φουλάρια στο λαιμό τους.
Ποτέ μην κάνεις την καρδιά σου κλουβί για αυτούς που αγαπάς.
Οι λίμνες... Δεν πρόσεξες τις λίμνες? Δεν είναι σαν τις θάλασσες... Οι θάλασσες μιλούν... Οι λίμνες ονειρεύονται.
Σημασία έχει ποιά χέρια θα σε αγκαλιάσουν και θα κάνουν το δέρμα σου να δακρύσει... Ποιό στόμα θα τσακίσει το φλοιό του μυαλού σου και θα σε τινάξει χωρίς ανάσα στα αστέρια...
Δεν χάθηκε ο ήλιος. Στο σκούρο σύννεφο κρύφτηκε. Περίμενε λίγο.
Έκλεινα την ψυχή μου στα κοχύλια και στα χάριζα, για να μαθαίνεις τα τραγούδια της θάλασσας...
Ακολούθησέ με... Θέλω να σου μάθω το τραγούδι που λένε στον ήλιο οι πικροδάφνες. Θέλω να σου μάθω τα ερωτόλογα που ψυθιρίζουν οι πεταλούδες στις ανθισμένες μολόχες...
Κάτι ακόμα... Δεν μπορούν να ζήσουν τα λουλούδια, αν δεν χαρίζουν στις μέλισσες την ψυχή τους...
Κάποια μέρα, πρέπει να σου πω, γιατί σε παράτησα. Κάποτε, πρέπει να το μάθεις.. Σ ε άφησα, γιατί σε αγαπούσα πολύ. Γιατί ήθελα να σε προστατέψω από μένα...
Δεν έχω τόσο την ανάγκη να σε βλέπω. Προτιμώ να σε ονειρεύομαι...
Είναι μερικοί... Εκεί, κοντά στα μεσάνυχτα, που ξύνουν το σκοτάδι με τα νύχια τους και βρίσκουνε κομμάτια φως.
Λύσε τον πόνο σου. Άσε τον , να πετάξει με τις φτερούγες του ανέμου. Μην τον τυλίγεις κουβάρι. Νομίζεις έτσι, θα βρεις ποτέ την άκρη του?
Ακόμα και αν καταφέρω και κλειδώσω την ψυχή μου, να σφραγίσω παράθυρα και πόρτες, η σκέψη μου θα ξεφύγει από τους αρμούς να σε ανταμώσει.
Στα μάτια του σφύριζαν όλα τους τα τραγούδια, τα πέλαγα...
Μου χάρισε ένα καραβάκι, είχε μια μικρή φιλντισένια άγκυρα, καρφιτσωμένη στο πλευρό του. Πάρτο! μου είπε. Και να σου πω? Αυτή η άγκυρα δεν πιάνει, πάρα μόνο σε κοράλλια, να το θυμάσαι.
Όταν φεύγεις, είναι σίγουρο πως ρισκάρεις. Τίποτα δεν θα μείνει έτσι, όπως το άφησες. Ότι μένει πίσω σου, μπορεί να μην το γνωρίσεις, αν θελήσεις να το ξαναδείς. Δεν μπορείς να αιχμαλωτίσεις παρά μόνο τις αναμνήσεις σου.
Σχεδόν όλη μου την ζωή την πέρασα στην ακροθαλασσιά. Κρατούσα ένα κοχύλι και ονειρευόμουνα τον ωκεανό.
Σε είδα σε μια παγωμένη λίμνη, να τριγυρνάς μόνος με την βάρκα σου... Μου φάνηκες λυπημένος. Είπα να κάνω την ψυχή μου, ένα νούφαρο, να ομορφαίνει την λίμνη σου...
Δεν είναι ντροπή να γονατίζεις.. Ντροπή είναι να μην προσπαθείς να σηκωθείς...
Δεν συμφωνώ μαζί σου, μα αυτό, δεν έχει και τόση σημασία. Σε νοιάζομαι και σε αγαπώ.
Εκείνα που δεν άντεξα, έκαναν τελικά να ανθίσουν μέσα μου οι πασχαλιές.
Μια νύχτα, τέλος καλοκαιριού ήταν, που ξαπλώσαμε στην αυλή κάτω από την πικροδάφνη. Όταν άρχισε να χαράζει, μια μικρή πεταλούδα, ήρθε και κάθισε στο μέτωπό μου...
Αν συναντήσετε ένα αγόρι μελαγχολικό, να μαδάει μια μαργαρίτα, κάτω από ένα πεύκο, πείτε του παρακαλώ, ότι το τελευταίο φύλλο το έχω κρυμμένο στην καρδιά μου...
Πάλι έπεσε μια βαριά, νοτισμένη σιωπή. Πάλι ζάρωσε το καλοκαίρι στο λαιμό ενός αγριοπερίστερου, γιατί κρύωσε πολύ.
Θέλω να πω ένα τραγούδι για το μικρό ασφοδήλι, που το 'γειρε η βροχή. Για το κίτρινο αμπελόφυλλο που χει μαγκωθεί στο μαυρισμένο νυχάκι της νύχτας. Για την φλούδα του μανταρινιού που κολυμπάει στο λασπόνερο...
Τι όμορφα που είναι τα μωβ απομεσήμερα του Οκτώβρη... Ακόμα και όταν ξέρεις, πως αυτό που νόμιζες ότι σε περιμένει, κρύφτηκε πίσω από τα σκούρα σύννεφα και σε ξέχασε...
Τι μπορεί να προσφέρει αλήθεια, ένα κίτρινο φύλλο, που θέλησε να πάει κόντρα στο ρεύμα του ποταμού? Μπορεί... Να κάνει το ποτάμι να ονειρεύεται.
Ένα μικρό ψαροκάικο είναι η ζωή μου. Ένα μικρό, φθαρμένο ψαροκάικο, που έχει σμαραγδιά φεγγάρια στο κατάρτι και έναν ξεσκούφωτο ήλιο για τιμονιέρη...
Αν βρισκότανε τώρα κάποιος δίπλα μου, να μου ζεστάνει τα χέρια... Να μου πει ψιθυριστά, εντάξει, εντάξει, μην φοβάσαι... Και εγώ να απλώσω τα δάχτυλά μου, στο πρόσωπό του και να πιάσω το σχήμα του χαμόγελου του... Να πιάσω το σχήμα του κόσμου... Αν βρισκότανε λέει...
Τις νύχτες που περίμενα να έρθεις... Μετρούσα τις ρυτίδες, στο πρόσωπο της ερημιάς...
Όχι, όχι. Δεν θέλω να με χαϊδέψουν χέρια που έχουν στα δάχτυλα χρυσόσκονη. Μπορεί να έχουν σκοτώσει πεταλούδες...
Ευτυχώς που έμαθα να σφίγγω το χέρι των ανθρώπων, να μετράω, πόσες σταγόνες βροχής αντέχει ένα άνθος βερυκοκιάς.
Είναι η αγάπη μου, δεν το κατάλαβες? Είναι η αγάπη μου που κάνει να ανθίζουν τα μπομπούκια της πικροδάφνης στο μπαλκόνι μου...
Θέλω να σε πληγώσω με ένα χαμόγελο, να σε σκοτώσω με ένα χάδι, να σε αναστήσω με ένα φιλί...
Απόρησα γιατί ήταν τόσο κόκκινα τα άνθη αυτής της ανυγδαλιάς. Ξαφνικά, θυμήθηκα πως της είχα δώσει κάποτε να μου φυλάξει τα αχνάρια των φιλιών σου...
Είχε σταματήσει σχεδόν η βροχή. Κάτι αραιές, ξέμπαρκες ψιχάλες, χτυπούσαν πότε-πότε στο τζάμι επίμονα. Δεν σε έχουμε ανάγκη, φώναζαν στο σύννεφο. Μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς εσένα. Δε σε έχουμε ανάγκη. Κάτι αδύναμες ψιχάλες, που χτυπούσαν επίμονα στο παράθυρο και παρίσταναν την νεροποντή.
Θυμάσαι που μου έφτιαχνες χάρτινα καραβάκια? Ξέχασες μόνο να μου ζωγραφίσεις ένα λιμάνι. Όταν, κάποιες φορές, με πέταξαν τα κύματα σε λιμάνια, δεν ήξερα να χειριστώ την άγκυρά μου. Δεν ήξερα να πλευρίσω το καράβι μου. Φοβήθηκα και έφυγα.
Άπλωνα τα χέρια μου τις νύχτες και μάζευα αστέρια και φτερά, από αγριοπερίστερα, για να τα κρύβω στο μαξιλάρι σου και να γλυκαίνω τον ύπνο σου.
Αν βρισκόταν ένας, μια φορά, που 'χει κάτι να μας πει. Ναι, τα ξεπούλησα όλα. Και τα ιερά και τα όσια, όλα. Για να κάνω άνετα μπουρμπουλήθρες στον καφέ μου με το καλαμάκι. Ας βρισκόταν ένας! Έτσι. Χωρίς να επικαλείται άλλοθι, θεωρίες, ιδεολογίες, αέρα κοπανιστό. Θα του 'βγαζα ευχαρίστως το καπέλο.
Να σου πω ένα χαρούμενο τραγούδι της ζωής? Το τραγούδι που λέει η καγκελόπορτα όταν ανοίγει για να μπει αυτός που αγαπάς.
Σε αγκάλιασα και βγήκανε κάτι πολύχρωμοι ήλιοι από το χώμα. Γέμισε ο κόσμος μικρούς ήλιους. Ύστερα, κατέβηκαν οι αρχάγγελοι στην γη και γύριζαν ξυπόλυτοι και μεθυσμένοι. Ύστερα ξεχύθηκαν οι άνεμοι, έκοβαν λουρίδες από τον ουρανό και τον περνούσανε μεταξωτά φουλάρια στο λαιμό τους.
Ποτέ μην κάνεις την καρδιά σου κλουβί για αυτούς που αγαπάς.
Οι λίμνες... Δεν πρόσεξες τις λίμνες? Δεν είναι σαν τις θάλασσες... Οι θάλασσες μιλούν... Οι λίμνες ονειρεύονται.
Σημασία έχει ποιά χέρια θα σε αγκαλιάσουν και θα κάνουν το δέρμα σου να δακρύσει... Ποιό στόμα θα τσακίσει το φλοιό του μυαλού σου και θα σε τινάξει χωρίς ανάσα στα αστέρια...
Δεν χάθηκε ο ήλιος. Στο σκούρο σύννεφο κρύφτηκε. Περίμενε λίγο.
Έκλεινα την ψυχή μου στα κοχύλια και στα χάριζα, για να μαθαίνεις τα τραγούδια της θάλασσας...
Ακολούθησέ με... Θέλω να σου μάθω το τραγούδι που λένε στον ήλιο οι πικροδάφνες. Θέλω να σου μάθω τα ερωτόλογα που ψυθιρίζουν οι πεταλούδες στις ανθισμένες μολόχες...
Κάτι ακόμα... Δεν μπορούν να ζήσουν τα λουλούδια, αν δεν χαρίζουν στις μέλισσες την ψυχή τους...
Κάποια μέρα, πρέπει να σου πω, γιατί σε παράτησα. Κάποτε, πρέπει να το μάθεις.. Σ ε άφησα, γιατί σε αγαπούσα πολύ. Γιατί ήθελα να σε προστατέψω από μένα...
Δεν έχω τόσο την ανάγκη να σε βλέπω. Προτιμώ να σε ονειρεύομαι...
Είναι μερικοί... Εκεί, κοντά στα μεσάνυχτα, που ξύνουν το σκοτάδι με τα νύχια τους και βρίσκουνε κομμάτια φως.
Λύσε τον πόνο σου. Άσε τον , να πετάξει με τις φτερούγες του ανέμου. Μην τον τυλίγεις κουβάρι. Νομίζεις έτσι, θα βρεις ποτέ την άκρη του?
Ακόμα και αν καταφέρω και κλειδώσω την ψυχή μου, να σφραγίσω παράθυρα και πόρτες, η σκέψη μου θα ξεφύγει από τους αρμούς να σε ανταμώσει.
Στα μάτια του σφύριζαν όλα τους τα τραγούδια, τα πέλαγα...
Μου χάρισε ένα καραβάκι, είχε μια μικρή φιλντισένια άγκυρα, καρφιτσωμένη στο πλευρό του. Πάρτο! μου είπε. Και να σου πω? Αυτή η άγκυρα δεν πιάνει, πάρα μόνο σε κοράλλια, να το θυμάσαι.
Όταν φεύγεις, είναι σίγουρο πως ρισκάρεις. Τίποτα δεν θα μείνει έτσι, όπως το άφησες. Ότι μένει πίσω σου, μπορεί να μην το γνωρίσεις, αν θελήσεις να το ξαναδείς. Δεν μπορείς να αιχμαλωτίσεις παρά μόνο τις αναμνήσεις σου.
Σχεδόν όλη μου την ζωή την πέρασα στην ακροθαλασσιά. Κρατούσα ένα κοχύλι και ονειρευόμουνα τον ωκεανό.
Σε είδα σε μια παγωμένη λίμνη, να τριγυρνάς μόνος με την βάρκα σου... Μου φάνηκες λυπημένος. Είπα να κάνω την ψυχή μου, ένα νούφαρο, να ομορφαίνει την λίμνη σου...
Δεν είναι ντροπή να γονατίζεις.. Ντροπή είναι να μην προσπαθείς να σηκωθείς...
Δεν συμφωνώ μαζί σου, μα αυτό, δεν έχει και τόση σημασία. Σε νοιάζομαι και σε αγαπώ.
Εκείνα που δεν άντεξα, έκαναν τελικά να ανθίσουν μέσα μου οι πασχαλιές.
Μια νύχτα, τέλος καλοκαιριού ήταν, που ξαπλώσαμε στην αυλή κάτω από την πικροδάφνη. Όταν άρχισε να χαράζει, μια μικρή πεταλούδα, ήρθε και κάθισε στο μέτωπό μου...
Αν συναντήσετε ένα αγόρι μελαγχολικό, να μαδάει μια μαργαρίτα, κάτω από ένα πεύκο, πείτε του παρακαλώ, ότι το τελευταίο φύλλο το έχω κρυμμένο στην καρδιά μου...
Πάλι έπεσε μια βαριά, νοτισμένη σιωπή. Πάλι ζάρωσε το καλοκαίρι στο λαιμό ενός αγριοπερίστερου, γιατί κρύωσε πολύ.
Θέλω να πω ένα τραγούδι για το μικρό ασφοδήλι, που το 'γειρε η βροχή. Για το κίτρινο αμπελόφυλλο που χει μαγκωθεί στο μαυρισμένο νυχάκι της νύχτας. Για την φλούδα του μανταρινιού που κολυμπάει στο λασπόνερο...
Τι όμορφα που είναι τα μωβ απομεσήμερα του Οκτώβρη... Ακόμα και όταν ξέρεις, πως αυτό που νόμιζες ότι σε περιμένει, κρύφτηκε πίσω από τα σκούρα σύννεφα και σε ξέχασε...
Τι μπορεί να προσφέρει αλήθεια, ένα κίτρινο φύλλο, που θέλησε να πάει κόντρα στο ρεύμα του ποταμού? Μπορεί... Να κάνει το ποτάμι να ονειρεύεται.
Ένα μικρό ψαροκάικο είναι η ζωή μου. Ένα μικρό, φθαρμένο ψαροκάικο, που έχει σμαραγδιά φεγγάρια στο κατάρτι και έναν ξεσκούφωτο ήλιο για τιμονιέρη...
Αν βρισκότανε τώρα κάποιος δίπλα μου, να μου ζεστάνει τα χέρια... Να μου πει ψιθυριστά, εντάξει, εντάξει, μην φοβάσαι... Και εγώ να απλώσω τα δάχτυλά μου, στο πρόσωπό του και να πιάσω το σχήμα του χαμόγελου του... Να πιάσω το σχήμα του κόσμου... Αν βρισκότανε λέει...
Τις νύχτες που περίμενα να έρθεις... Μετρούσα τις ρυτίδες, στο πρόσωπο της ερημιάς...
Όχι, όχι. Δεν θέλω να με χαϊδέψουν χέρια που έχουν στα δάχτυλα χρυσόσκονη. Μπορεί να έχουν σκοτώσει πεταλούδες...
Ευτυχώς που έμαθα να σφίγγω το χέρι των ανθρώπων, να μετράω, πόσες σταγόνες βροχής αντέχει ένα άνθος βερυκοκιάς.
Είναι η αγάπη μου, δεν το κατάλαβες? Είναι η αγάπη μου που κάνει να ανθίζουν τα μπομπούκια της πικροδάφνης στο μπαλκόνι μου...
Θέλω να σε πληγώσω με ένα χαμόγελο, να σε σκοτώσω με ένα χάδι, να σε αναστήσω με ένα φιλί...
Απόρησα γιατί ήταν τόσο κόκκινα τα άνθη αυτής της ανυγδαλιάς. Ξαφνικά, θυμήθηκα πως της είχα δώσει κάποτε να μου φυλάξει τα αχνάρια των φιλιών σου...
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου