Ξέρεις τι είναι ο έρωτας;
Το άγριο μπλε της θάλασσας.
Το βαθύ κόκκινο της παπαρούνας.
Το φλύαρο πράσινο του λιβαδιού.
Το μεθυσμένο πορτοκαλί του χειμωνιάτικου ήλιου.
Μόλις σταμάτησε η βροχή… Οι σταγόνες χορεύουν ακόμη στα σύρματα. Ένα δάκρυ κυλάει αργά αργά στο φύλλο του κάκτου. Το ξέρω πια. Ποτέ δεν έπαψα να σ’ αγαπώ.
Από τότε που περιμένω να φανείς οι νύχτες μου γέμισαν φως.
Άπλωνα τα χέρια μου τις νύχτες και μάζευα αστέρια και φτερά από αγριοπερίστερα για να τα κρύβω στο μαξιλάρι σου και να γλυκαίνω τον ύπνο σου.
Θυμάμαι τότε… Κάτω από τα πλατάνια, στην πηγή. Διψούσα και μου ΄φερες στη χούφτα σου κρύο νερό. Όλη μου τη ζωή ξεδίψασε.
Κάθε φορά που πέφτει η βροχή πάνω στο τριαντάφυλλο θα σου στείλω ένα φιλί να κρύβεις τ’ όνειρό σου.
Πότε θα ‘ρθει αυτή η μέρα, που θα βρεθούμε μαζί. Οι δυο μας. Μόνοι μας. Θα μεθύσουμε και θα βγούμε να ζωγραφίσουμε καρδιές στις λεωφόρους. Θα τρέχουμε ξυπόλυτοι, θα βουτάμε στα ποτάμια, θα σκορπάμε φιλιά, θα φωνάζουμε ζήτωωω!
Δεν είναι πια η ζωή μου μια πορεία στην έρημο. Ξαφνικά η έρημος γέμισε κόκκινα τριαντάφυλλα. Ξαφνικά οι μέρες μου γέμισαν ήλιο. Ξαφνικά οι νύχτες μου γέμισαν δίδυμα φεγγάρια. Για κοίτα, φίλε μου πώς γυρίζει ο τροχός.
Σημασία έχει ποια χέρια θα σ’ αγκαλιάσουν και θα κάνουν το δέρμα σου να δακρύσει. Ποιο στόμα θα τσακίσει το φλοιό του μυαλού σου και θα σε τινάξει χωρίς ανάσα στ’ αστέρια.
Έκλεινα την ψυχή μου στα κοχύλια και στα χάριζα, για να μαθαίνεις τα τραγούδια της θάλασσας.
Μάζευα τη δροσιά απ’ τ’ αγριολούλουδα, την αυγή, για να δροσίζω τα χείλια σου.
Το άγριο μπλε της θάλασσας.
Το βαθύ κόκκινο της παπαρούνας.
Το φλύαρο πράσινο του λιβαδιού.
Το μεθυσμένο πορτοκαλί του χειμωνιάτικου ήλιου.
Μόλις σταμάτησε η βροχή… Οι σταγόνες χορεύουν ακόμη στα σύρματα. Ένα δάκρυ κυλάει αργά αργά στο φύλλο του κάκτου. Το ξέρω πια. Ποτέ δεν έπαψα να σ’ αγαπώ.
Από τότε που περιμένω να φανείς οι νύχτες μου γέμισαν φως.
Άπλωνα τα χέρια μου τις νύχτες και μάζευα αστέρια και φτερά από αγριοπερίστερα για να τα κρύβω στο μαξιλάρι σου και να γλυκαίνω τον ύπνο σου.
Θυμάμαι τότε… Κάτω από τα πλατάνια, στην πηγή. Διψούσα και μου ΄φερες στη χούφτα σου κρύο νερό. Όλη μου τη ζωή ξεδίψασε.
Κάθε φορά που πέφτει η βροχή πάνω στο τριαντάφυλλο θα σου στείλω ένα φιλί να κρύβεις τ’ όνειρό σου.
Πότε θα ‘ρθει αυτή η μέρα, που θα βρεθούμε μαζί. Οι δυο μας. Μόνοι μας. Θα μεθύσουμε και θα βγούμε να ζωγραφίσουμε καρδιές στις λεωφόρους. Θα τρέχουμε ξυπόλυτοι, θα βουτάμε στα ποτάμια, θα σκορπάμε φιλιά, θα φωνάζουμε ζήτωωω!
Δεν είναι πια η ζωή μου μια πορεία στην έρημο. Ξαφνικά η έρημος γέμισε κόκκινα τριαντάφυλλα. Ξαφνικά οι μέρες μου γέμισαν ήλιο. Ξαφνικά οι νύχτες μου γέμισαν δίδυμα φεγγάρια. Για κοίτα, φίλε μου πώς γυρίζει ο τροχός.
Σημασία έχει ποια χέρια θα σ’ αγκαλιάσουν και θα κάνουν το δέρμα σου να δακρύσει. Ποιο στόμα θα τσακίσει το φλοιό του μυαλού σου και θα σε τινάξει χωρίς ανάσα στ’ αστέρια.
Έκλεινα την ψυχή μου στα κοχύλια και στα χάριζα, για να μαθαίνεις τα τραγούδια της θάλασσας.
Μάζευα τη δροσιά απ’ τ’ αγριολούλουδα, την αυγή, για να δροσίζω τα χείλια σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου