Κάποτε, σε ένα όμορφο περιβόλι με πολύχρωμα λουλούδια και δέντρα, που το έλεγαν καρδιά, κατοικούσαν δυο πολύ καλοί φίλοι. Τον έναν τον έλεγαν Χαμόγελο και τον άλλον Δάκρυ.
Το Χαμόγελο ήταν πάντα χαρούμενο και αισιόδοξο. Όλα γύρω του φάνταζαν μαγικά. Κάθε μέρα που έβγαινε ο ήλιος, ξυπνούσε και τον κοίταζε με όλη του την αγάπη.
Απλωνόταν κάτω απ’ τις χρυσές αχτίνες του να απολαμβάνει τη στοργή και τη ζεστασιά που ένιωθε ότι του χάριζε. Πολλές φορές ένιωθε την ανάγκη να του μιλήσει και ας ήταν τόσο μακριά. Ξάπλωνε στο απαλό γρασίδι, τον κοίταζε ίσα στα μάτια και του έλεγε με θέρμη στην ψυχή.
«Ήλιε μου καλέ! Τι κι αν είσαι τόσο μακριά. Αισθάνομαι πως μου δίνεις ζωή. Μαζί σου είμαι πιο χαρούμενο και ευτυχισμένο. Μερικές φορές ξέρω πως παίζεις κρυφτό και χάνεσαι πίσω από τα σύννεφα. Εκείνες τις στιγμές μου λείπεις πολύ. Δεν βλέπω την ώρα και τη στιγμή να σε δω και πάλι στον ουρανό. Αν γινόταν να κατέβεις λίγο πιο χαμηλά να με ακούσεις, θα σου έλεγα το πόσο σ’ αγαπώ!»
Ο ήλιος το άκουγε και του χαμογελούσε πιο πλατιά. Του έστελνε τις αχτίνες του με πιο πολύ θέρμη και του ψιθύριζε νανουριστά.
«Γλυκό μου Χαμόγελο. Να’ ξερες μόνο πόσο μου μοιάζεις. Λες και είσαι το παιδί μου. Μην λυπάσαι όταν χάνομαι για λίγο. Να ξέρεις πως είμαι εκεί και σε σκέφτομαι πάντα. Συνέχισε να κατοικείς στο ωραίο περιβόλι της καρδιάς και εγώ θα είμαι πάντα πλάι σου να σου φωτίζω τη ζωή».
Μια μυστική συμφωνία αγάπης είχαν κάνει το Χαμόγελο με τον ήλιο κάθε πρωί που αντίκριζε ο ένας τον άλλον.
Το Δάκρυ αργούσε συνήθως να ξυπνήσει. Του άρεσε το πρωινό χουζούρι και συνήθως ήταν λυπημένο και σκεπτικό. Κατοικούσε και εκείνο στο περιβόλι της καρδιάς και ήταν η μόνιμη συντροφιά τού Χαμόγελου. Ήταν ευαίσθητο το καλό μας Δάκρυ. Με την παραμικρή συγκίνηση, έτρεχε σαν τις σταγόνες της βροχής και πότιζε τα όμορφα λουλούδια. Εκείνα τότε άνοιγαν τα πέταλά τους και σκόρπιζαν την ευωδιά τους. Μια ευωδιά μεθυστική και μια ομορφιά μοναδική απλωνόταν στο περιβόλι της καρδιάς.
Οι δύο φίλοι, αν και τόσο διαφορετικοί, συγκατοικούσαν με ηρεμία και σεβασμό, στο ξεχωριστό τους σπίτι. Έπαιζαν με τα παιχνίδια τους τα συναισθήματα και κουβέντιαζαν με τις ώρες. Το ένα σεβόταν τη διαφορετικότητα του άλλου και φρόντιζαν να υπάρχει αρμονία μεταξύ τους. Το Χαμόγελο πολλές φορές προστάτευε τον ευαίσθητο φίλο του. Του χάιδευε απαλά τα μαλλιά και προσπαθούσε να του απαλύνει τη μελαγχολία. Εκείνο δεχόταν με χαρά το απαλό του χάδι. Ήταν ευεργετικό και του χαλάρωνε τη σκέψη.
Το Δάκρυ πίστευε πως το Χαμόγελο ήταν πιο δυνατό. Πόσο θα’ θελε στ’ αλήθεια να του μοιάσει!
Μια μέρα εκεί που κάθονταν και κουβέντιαζαν, γύρισε και του είπε με παράπονο: «Χαμόγελο! Είσαι τόσο χαρούμενο! Λαμπερό και όμορφο! Δεν σταματάς στιγμή να χορεύεις και να τραγουδάς. Ξέρεις; Σε ζηλεύω. Θα ήθελα και εγώ να ήμουν σαν εσένα»
Τότε το Χαμόγελο γύρισε, το αγκάλιασε στοργικά και του είπε συγκινημένο: « Κάνεις λάθος. Δεν είμαι τόσο χαρούμενο όσο νομίζεις. Εμείς οι δύο έχουμε ένα σκοπό. Να φροντίζουμε το περιβόλι της καρδιάς. Εγώ δεν είμαι τίποτε άλλο απ’ το χρυσοκέντητο πέπλο που σε σκεπάζει. Σ’ αγαπώ πολύ. Είσαι ο μοναδικός μου φίλος. Χωρίς εσένα η δική μου ζωή δεν θα είχε καμιά αξία»
Εκείνη τη στιγμή σύννεφα γέμισαν τον ουρανό. Ο ήλιος έπαιζε και πάλι κρυφτό. Το Δάκρυ χώθηκε στην αγκαλιά του φίλου του, τού Χαμόγελου και άρχισε να κλαίει ασταμάτητα. Όταν ηρέμησε, τα σύννεφα σκόρπισαν και ο λαμπρός ήλιος πρόβαλε και πάλι. Στο σημείο όπου έπεσαν οι σταγόνες του, φύτρωσαν όμορφα λουλούδια. Το περιβόλι της καρδιάς έγινε ακόμα πιο όμορφο και οι δύο φίλοι συνέχισαν να ζουν σε αρμονία.
Στης καρδιάς το περιβόλι
με τα όμορφα λουλούδια
μια το γέλιο μια το δάκρυ
γράφουν όμορφα τραγούδια.
Στης καρδιάς το περιβόλι
ένα Δάκρυ σεργιανούσε
με παράπονο μεγάλο
το Χαμόγελο ρωτούσε.
«Πως τα καταφέρνεις πάντα;
και είσαι τόσο ευτυχισμένο;
αχ! Και να ‘μουν σαν και σένα
να μη νιώθω λυπημένο!»
Το Χαμόγελο μ’ αγάπη
Το ‘πιασε από το χέρι
του’ πε μια μεγάλη αλήθεια
που κανείς μας δεν την ξέρει.
«Όταν νιώθεις στεναχώρια
εγώ κάνω πως δεν βλέπω
και σε ντύνω σε στολίζω
είμαι το δικό σου πέπλο!»
Το Χαμόγελο ήταν πάντα χαρούμενο και αισιόδοξο. Όλα γύρω του φάνταζαν μαγικά. Κάθε μέρα που έβγαινε ο ήλιος, ξυπνούσε και τον κοίταζε με όλη του την αγάπη.
Απλωνόταν κάτω απ’ τις χρυσές αχτίνες του να απολαμβάνει τη στοργή και τη ζεστασιά που ένιωθε ότι του χάριζε. Πολλές φορές ένιωθε την ανάγκη να του μιλήσει και ας ήταν τόσο μακριά. Ξάπλωνε στο απαλό γρασίδι, τον κοίταζε ίσα στα μάτια και του έλεγε με θέρμη στην ψυχή.
«Ήλιε μου καλέ! Τι κι αν είσαι τόσο μακριά. Αισθάνομαι πως μου δίνεις ζωή. Μαζί σου είμαι πιο χαρούμενο και ευτυχισμένο. Μερικές φορές ξέρω πως παίζεις κρυφτό και χάνεσαι πίσω από τα σύννεφα. Εκείνες τις στιγμές μου λείπεις πολύ. Δεν βλέπω την ώρα και τη στιγμή να σε δω και πάλι στον ουρανό. Αν γινόταν να κατέβεις λίγο πιο χαμηλά να με ακούσεις, θα σου έλεγα το πόσο σ’ αγαπώ!»
Ο ήλιος το άκουγε και του χαμογελούσε πιο πλατιά. Του έστελνε τις αχτίνες του με πιο πολύ θέρμη και του ψιθύριζε νανουριστά.
«Γλυκό μου Χαμόγελο. Να’ ξερες μόνο πόσο μου μοιάζεις. Λες και είσαι το παιδί μου. Μην λυπάσαι όταν χάνομαι για λίγο. Να ξέρεις πως είμαι εκεί και σε σκέφτομαι πάντα. Συνέχισε να κατοικείς στο ωραίο περιβόλι της καρδιάς και εγώ θα είμαι πάντα πλάι σου να σου φωτίζω τη ζωή».
Μια μυστική συμφωνία αγάπης είχαν κάνει το Χαμόγελο με τον ήλιο κάθε πρωί που αντίκριζε ο ένας τον άλλον.
Το Δάκρυ αργούσε συνήθως να ξυπνήσει. Του άρεσε το πρωινό χουζούρι και συνήθως ήταν λυπημένο και σκεπτικό. Κατοικούσε και εκείνο στο περιβόλι της καρδιάς και ήταν η μόνιμη συντροφιά τού Χαμόγελου. Ήταν ευαίσθητο το καλό μας Δάκρυ. Με την παραμικρή συγκίνηση, έτρεχε σαν τις σταγόνες της βροχής και πότιζε τα όμορφα λουλούδια. Εκείνα τότε άνοιγαν τα πέταλά τους και σκόρπιζαν την ευωδιά τους. Μια ευωδιά μεθυστική και μια ομορφιά μοναδική απλωνόταν στο περιβόλι της καρδιάς.
Οι δύο φίλοι, αν και τόσο διαφορετικοί, συγκατοικούσαν με ηρεμία και σεβασμό, στο ξεχωριστό τους σπίτι. Έπαιζαν με τα παιχνίδια τους τα συναισθήματα και κουβέντιαζαν με τις ώρες. Το ένα σεβόταν τη διαφορετικότητα του άλλου και φρόντιζαν να υπάρχει αρμονία μεταξύ τους. Το Χαμόγελο πολλές φορές προστάτευε τον ευαίσθητο φίλο του. Του χάιδευε απαλά τα μαλλιά και προσπαθούσε να του απαλύνει τη μελαγχολία. Εκείνο δεχόταν με χαρά το απαλό του χάδι. Ήταν ευεργετικό και του χαλάρωνε τη σκέψη.
Το Δάκρυ πίστευε πως το Χαμόγελο ήταν πιο δυνατό. Πόσο θα’ θελε στ’ αλήθεια να του μοιάσει!
Μια μέρα εκεί που κάθονταν και κουβέντιαζαν, γύρισε και του είπε με παράπονο: «Χαμόγελο! Είσαι τόσο χαρούμενο! Λαμπερό και όμορφο! Δεν σταματάς στιγμή να χορεύεις και να τραγουδάς. Ξέρεις; Σε ζηλεύω. Θα ήθελα και εγώ να ήμουν σαν εσένα»
Τότε το Χαμόγελο γύρισε, το αγκάλιασε στοργικά και του είπε συγκινημένο: « Κάνεις λάθος. Δεν είμαι τόσο χαρούμενο όσο νομίζεις. Εμείς οι δύο έχουμε ένα σκοπό. Να φροντίζουμε το περιβόλι της καρδιάς. Εγώ δεν είμαι τίποτε άλλο απ’ το χρυσοκέντητο πέπλο που σε σκεπάζει. Σ’ αγαπώ πολύ. Είσαι ο μοναδικός μου φίλος. Χωρίς εσένα η δική μου ζωή δεν θα είχε καμιά αξία»
Εκείνη τη στιγμή σύννεφα γέμισαν τον ουρανό. Ο ήλιος έπαιζε και πάλι κρυφτό. Το Δάκρυ χώθηκε στην αγκαλιά του φίλου του, τού Χαμόγελου και άρχισε να κλαίει ασταμάτητα. Όταν ηρέμησε, τα σύννεφα σκόρπισαν και ο λαμπρός ήλιος πρόβαλε και πάλι. Στο σημείο όπου έπεσαν οι σταγόνες του, φύτρωσαν όμορφα λουλούδια. Το περιβόλι της καρδιάς έγινε ακόμα πιο όμορφο και οι δύο φίλοι συνέχισαν να ζουν σε αρμονία.
Στης καρδιάς το περιβόλι
με τα όμορφα λουλούδια
μια το γέλιο μια το δάκρυ
γράφουν όμορφα τραγούδια.
Στης καρδιάς το περιβόλι
ένα Δάκρυ σεργιανούσε
με παράπονο μεγάλο
το Χαμόγελο ρωτούσε.
«Πως τα καταφέρνεις πάντα;
και είσαι τόσο ευτυχισμένο;
αχ! Και να ‘μουν σαν και σένα
να μη νιώθω λυπημένο!»
Το Χαμόγελο μ’ αγάπη
Το ‘πιασε από το χέρι
του’ πε μια μεγάλη αλήθεια
που κανείς μας δεν την ξέρει.
«Όταν νιώθεις στεναχώρια
εγώ κάνω πως δεν βλέπω
και σε ντύνω σε στολίζω
είμαι το δικό σου πέπλο!»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου