Σάββατο 16 Μαΐου 2015

ΓΛΩΣΣΑ

Απόπειρα ενός χαρακτηρισμού
Ένας από τους εξέχοντες γλωσσολόγους της εποχής μας, ο Wil­helm Schulze(*), παραδέχτηκε ότι αισθανόταν την ελληνική γλώσσα ως «την υψηλότερη έκφραση του γλωσσικού πνεύματος του ανθρώπου» (Kleine Schriften, 1933, 47). Παρόμοια ήταν και η κρίση που είχε διατυπώσει ήδη ο Wilhelm von Humboldt. Ο Theodor Benfey(*) απο- κάλεσε την ελληνική «ομολογουμένως την τελειότερη όλων των γλωσσών» (Geschichte der Sprachwissenscbaft, 1869, 640). Δεν πρόκειται για κρίσεις ειδικευμένων ελληνιστών, αλλά ερευνητών που κατέχουν πολλές γλώσσες· είναι επομένως απόσταγμα πλούσιων γλωσσικών εμπειριών. Παρόλα αυτά δεν πιστεύω ότι π.χ. ένας Κινέζος με υψηλή μόρφωση, γνώστης και των δικών μας κλασικών γλωσσών, θα έκρινε τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο. Είναι ασύλληπτα δύσκολο[1] να αξιολογήσει κανείς γλώσσες, αντιπαραβάλλοντας τη μια προς την άλλη, αφού δεν έχουν διαμορφωθεί ακόμη επιστημονικές μέθοδοι για κάτι τέτοιο. Γι’ αυτό ο Wilhelm Schulze, ο οποίος είχε ακριβή γνώση του πράγματος και φρόντιζε να ακριβολογεί, προσθέτει στην παραδοχή του και έναν περιορισμό: «δεν εξετάζω αν αυτό συμβαίνει δίκαια ή άδικα».
 
Τα ελληνικά μάς φαίνονται ιδιαίτερα εύηχα. Είναι πραγματικά πολύ πλούσια σε φωνήεντα. Εντούτοις, τα αρχαία ελληνικά που ομιλούνται σε μας, στο μάθημα και περιστασιακά σε απαγγελίες και στη σκηνή του θεάτρου, είναι ένα προϊόν της καθέδρας. Πώς πραγματικά ηχούσε η ελληνική όταν απήγγειλε ο Όμηρος, δεν μπορούμε να το φανταστούμε. Επομένως δεν μπορούμε να αποφανθούμε ούτε και για τον εύηχο χαρακτήρα της. Όσο για την εκφραστική ικανότητα της ελληνικής γλώσσας, οι απαραίτητες για την περίπτωση συγκριτικές έρευνες μόλις έχουν ξεκινήσει. Οι έρευνες αυτές δείχνουν ότι η ελληνική ανέπτυξε ήδη στο καθαρά νοητικό πεδίο νέα, άγνωστα έως τότε μέσα έκφρασης (π.χ. την παρεμβαλλόμενη επεξήγηση· τη δομή «όχι μόνον – αλλά και»· την «διαβάθμιση επιπέδων του ευκταίου»: «κατά προτίμηση… αν όμως αυτό δεν γίνεται, τότε τουλάχιστον…»)· καθώς φαίνεται λοιπόν, οι Έλληνες έχουν και εδώ να επιδείξουν ανακαλύψεις παρόμοιες με εκείνες που έκαναν σε άλλους τομείς. Αδιαμφισβήτητο είναι επίσης ότι η ελληνική έχει στη διάθεσή της έναν ιδιαίτερο μορφολογικό πλούτο (π.χ. τον δυικό αριθμό, τη μέση φωνή) και ένα τεράστιο λεξιλόγιο. Για να συνταχθεί όμως ένας πραγματικός ισολογισμός αυτού του πλούτου θα έπρεπε να διαπιστωθούν τα κενά που μπορεί να παρατηρηθούν αντισταθμιστικά σε κάποια άλλα σημεία (π.χ. μικρότερος αριθμός πτώσεων από ό, τι στα λατινικά· έλλειψη μιας ορολογίας της βούλησης, κ.τ.λ.). Εκτός αυτού, ο μορφολογικός πλούτος μιας γλώσσας δεν συνιστά από μόνος του αξία ούτε είναι ένδειξη υψηλού επιπέδου ανάπτυξης· σε ορισμένους τομείς οι πρωτόγονες γλώσσες παρουσιάζουν έναν απροσδόκητο πλούτο μορφών. Με όλες αυτές τις μεμονωμένες κρίσεις κινούμαστε σε πεδίο αβεβαιότητας· για τον λόγο αυτό είναι απαραίτητη μια βασική διευκρίνηση.

Η γλώσσα είναι δεδομένη απ’ αρχής μαζί με τον άνθρωπο ενγένει, η δημιουργία της γλώσσας είναι ταυτόσημη με την ανθρωποποίηση. Το επίτευγμα του ανθρώπου, το οποίο συνιστά την αληθινή του ουσία, είναι ο πολιτισμός· και η γλώσσα ως το θεμελιώδες αυτών των επιτευγμάτων είναι το πρότυπο κάθε πολιτισμού. Για τον λόγο αυτόν η γλώσσα είναι η ενότητα των θεμελιωδών ανθρώπινων αντιθέσεων διαμορφώνει μέσα της πολωτικά και συνάμα αίρει τις ακόλουθες αντιθέσεις: α) σώμα και πνεύμα, β) άτομο και κοινότητα, γ) παρόν και παρελθόν, α) Η γλώσσα είναι αισθητός ήχος, μια ηχητική χειρονομία του σώματος· συνάμα είναι έκφραση και όργανο του πνευματικού στοιχείου, ενώ και η ίδια συνιστά ένα πνευματικό μόρφωμα, β) Ό, τι λέω είναι η πιο προσωπική μου ιδιοκτησία και αντανάκλαση των μύχιων ορμών μου· συνάμα όμως το λέγειν αποτελεί μια πράξη κοινότητας, υπηρετεί την επικοινωνία, και η γλώσσα η ίδια δεν είναι ιδιωτική μου επινόηση, αλλά ένα κοινωνικό μόρφωμα, γ) Το λεγόμενο λέγεται αυτή τη στιγμή, είναι παρόν στην πληρότητά του· συνάμα όμως περιέχει ένα στοιχείο διάρκειας, λέγεται συνεχώς με τον ίδιο τρόπο και λεγόταν ήδη ανέκαθεν με τον ίδιο τρόπο. Η γλώσσα είναι το πιο σημαντικό όργανο κάθε παράδοσης από γενιά σε γενιά (σε αναπτυγμένες συνθήκες χρησιμοποιεί επιπλέον και ένα ιδιαίτερο βοηθητικό όργανο, την ίδια της την παγιωμένη μορφή, δηλαδή τη γραφή). Συνάμα αποτελεί και αυτή η ίδια ένα ιστορικό μόρφωμα, εμπεριέχει το αποτύπωμα της δικής της ιστορίας.
 
Η υποβολή των γλωσσών σε μιαν εντελώς απόλυτη αξιολόγηση και η κατάταξή τους σε μια κλίμακα τελειότητας είναι φυσικά κάτι άτοπο. Αν ο κάθε λαός βρίσκεται σε άμεση σχέση προς το Θεό, πρέπει κατά κάποιο τρόπο να συμβαίνει το ίδιο και με την κάθε γλώσσα. Ωστόσο: ο Θεός μπορεί κάλλιστα να παραβλέπει το τέλειο και το ατελές· για την ανθρώπινη θεώρηση των πραγμάτων όμως υπάρχει το κριτήριο της ικανότητας, τόσο στο μεμονωμένο άτομο όσο και στους λαούς. Και πρόδηλα οι λαοί χειρίστηκαν το όργανο της γλώσσας με διαφορετική ικανότητα και το καλλιέργησαν με διαφορετική αγάπη, ακριβώς όπως έκαναν και με άλλα όργανα έκφρασης, τη γλυπτική, τη μουσική ή τη θεολογία. Μια γλώσσα όμως θα έχει αναπτύξει έναν εξαιρετικό πλούτο τύπων και θα έχει φτάσει σε ένα εξαιρετικά υψηλό επίπεδο εξέλιξης τότε, όταν έχει διαμορφώσει με ιδιαίτερη καθαρότητα τη λειτουργία που περιγράφτηκε μόλις προηγουμένως, όταν δηλαδή οι θεμελιώδεις ανθρώπινες αντιθέσεις εκδηλώνονται σε όλο τους το εύρος μέσα της. Αυτό φαίνεται να ισχύει πράγματι στην περίπτωση της ελληνικής.
 
  α) Σώμα και πνεύμα
 Εδώ και πολύν καιρό έχει παρατηρηθεί ότι η ελληνική γλώσσα παρουσιάζει μια ιδιαίτερα πνευματική δομή. Ο λαός που επινόησε τη φιλοσοφία είχε στη γλώσσα του ένα θαυμαστό εργαλείο του φιλοσοφείν.[2] Η ελληνική γλώσσα εμπεριέχει, θα λέγαμε, μέσα της τη φιλοσοφία ήδη ως δυνατότητα. Το ουδέτερο των επιθέτων (τό δί­καιον), το απαρέμφατο που ουσιαστικοποιείται με το άρθρο (τό εἶναι) είναι λ.χ. λαμπρές δυνατότητες έκφρασης του αφηρημένου, ή ακριβέστερα: η ίδια ροπή προς την αφαίρεση, η οποία εκδηλώνεται κατόπιν συνειδητά στη φιλοσοφία, είναι ήδη εναποτεθειμένη στη γλώσσα. Ο ένας πόλος της αντίθεσης διαμορφώνεται επομένως στα ελληνικά με ιδιαίτερα καθαρό τρόπο.
 
Ο έτερος πόλος είναι η ευδιάκριτη, ιδιαίτερη δύναμη και πληρότητα της ελληνικής γλώσσας στην αισθητή διάσταση. Ελλείψει της αυθεντικής ηχητικής μορφής, μπορούμε μόνο να τη φανταστούμε. Βλέπουμε, όμως, π.χ. στην τραγωδία, με πόσο άμεσα αισθητό τρόπο περνά ο θρήνος, ο πόνος, η ταραχή στη γλωσσική έκφραση. Ο σωματικός πόνος του Φιλοκτήτη αποδίδεται λεκτικά από τον Σοφοκλή με μια γυμνότητα και οξύτητα που για άλλους, ευρωπαϊκούς τουλάχιστον, λαούς θα ήταν αφόρητη. Όταν η υψηλή ποίηση των Ελλήνων επιτρέπει τέτοιου είδους εκτονώσεις, οι οποίες αλλού εξωθούνται από τη λογοκρισία της σύμβασης στο περιθώριο ή στη μοναξιά, τότε στο φαινόμενο αυτό εκδηλώνεται μια ανήκουστη δύναμη της γλώσσας στη διάσταση της αίσθησης. Η γλώσσα βρίσκεται εδώ κατά κάποιον τρόπο στο κατώτερο όριό της, είναι ακόμη κατά το ήμισυ κραυγή. Αλλού η κραυγή, την οποία η γραμματική τόσο υποτονικά σε σχέση με το πράγμα ονομάζει «επιφώνημα», αγνοείται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό από την υψηλή γλώσσα. Στους Έλληνες η κραυγή, το αυθόρμητο επιφώνημα, η ασυναίσθητη κίνηση των χειλιών, της γλώσσας και του λάρυγγα είναι ένα μέσο που έχει γίνει σε τέτοιον βαθμό αποδεκτό στο ανώτατο γλωσσικό επίπεδο όσο σε κανέναν άλλο λαό. Ιδιαίτερα στην τραγωδία, όμως ενμέρει και στο έπος, ακούμε επανειλημμένα τέτοια αρχέγονα μορφώματα: τον αναστεναγμό των απλών φωνηέντων (α, η, ω, οι), το πρωτόγονο αναδιπλασιασμένο και συνδυασμένο ούρλιαγμά τους (αἴαἴ, ἰοῦ, ὠή και τα παρόμοια),[3] το ξεφύσημα και την απόπτυσή τους (ὤ, πόποι, φεῦ), την τραυλίζουσα, αλυσιδωτή έκρηξη (ὀτοτοτοτοτοῖ, ἀτταταῖ, βαβαί– Σοφοκλής, Φιλοκτήτης 745 κ.ε., 754: παπαῖ, ἀπαππαπαῖ, παπά, παππαπαππαπαῖ).
 
Αυτές είναι μερικές μόνον απτές και μετρήσιμες ενδείξεις για μια καθολική πραγματικότητα: για τη δύναμη της αισθητής, σωματικής διάστασης αυτής της γλώσσας, της ίδιας ακριβώς που μπορεί ταυτόχρονα να είναι τόσο αφηρημένη και τόσο διαποτισμένη από πνεύμα.
 
  β) Άτομο και κοινότητα
 Το άτομο, που στην Ελλάδα ανασκιρτά για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία πιο συνειδητά, διαπλάθει και τη δική του ιδιαίτερη γλώσσα. Ευδιάκριτα ατομικός είναι κάθε στίχος της Σαπφώς, του Αισχύλου ή του Θεόκριτου. Σε ορισμένα σημεία το ατομικό επιτείνεται ως την εκκεντρικότητα, όπως στον ύστερο Πλάτωνα, τον Ευριπίδη, τον Θουκυδίδη, ή ως την εκζήτηση, όπως στον Γοργία ή τον Λυκόφρονα. Η γλωσσική κοινότητα απαντά σε τέτοιες προκλήσεις με την παρωδία: έτσι η κωμωδία παρωδεί το υπερβολικά ατομικό στον Ευριπίδη, ο Πλάτων τους σοφιστές.
 
Στον σύγχρονο παρατηρητή που έχει συνηθίσει τη λογοτεχνική ατομικότητα δεν προκαλεί ως επί το πλείστον εντύπωση τούτη η μεγάλη διαφοροποίηση της ελληνικής. Πολύ περισσότερο τον εντυπωσιάζει ο αντίθετος πόλος, ο ομαδικός χαρακτήρας των έργων της τέχνης του λόγου στην ελληνική. Η γλώσσα των εγγράφων και του εμπορίου είναι παντού χαρακτηριστική συλλογική γλώσσα. Όμως και η ποιητική γλώσσα είναι σε αρχαϊκές συνθήκες ένα υπερατομικό μόρφωμα, μια ειδική γλώσσα που μπορεί κανείς να τη μάθει και την οποία διαχειρίζεται η συντεχνία. Τούτο έχει διατηρηθεί στην ελληνική σε πολλές περιπτώσεις από πολύ παλαιότερες εποχές, π.χ. στο έπος, αλλά και σε νεότερα φαινόμενα, όπως την τραγωδία, σχηματίζεται διαρκώς από την αρχή. Υπάρχει μια επική ή τραγική «γλώσσα», η οποία σε ό, τι αφορά στο γλωσσικό μέρος εμπεριέχει και το τεχνικό μέρος της ποίησης. Ο αριστοτέχνης φαίνεται από την κατοχή και την ευχέρεια στη χρήση του «ύφους» που προσιδιάζει στο εκάστοτε «είδος», και αριστοτέχνης είναι εκείνος που το καταφέρνει «καλύτερα από όλους». Σταδιακά μόνο, και από τον Όμηρο και εξής όλο και πιο έντονα, εκδηλώνεται το ατομικό στοιχείο, όπου αριστοτέχνης είναι εκείνος, ο οποίος μπορεί να το πει «με τον δικό του τρόπο». Το ίδιο ισχύει και για τη χορική ποίηση, το επίγραμμα, τη ρητορική. Φυσικά σε αυτές τις γλωσσικές σχέσεις στην ουσία απο- τυπώνεται απλώς η ιδιαίτερη ελληνική διαλεκτική μεταξύ ατόμου και κοινωνίας: εδώ τα ισχυρά άτομα αναφύονται στο έδαφος μιας ισχυρής κοινότητας.
 
  γ) Παράδοση και παρόν
 Η αντίθεση αυτή επικαλύπτεται με εκείνη μεταξύ ατόμου και ομάδας· αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η κοινότητα περιέχει, με αναγκαιότητα που απορρέει από την ουσία της, το στοιχείο της μονιμότητας, ήδη επειδή αποτελεί σύνθεση διαφόρων ηλικιακών βαθμίδων. Έτσι συνηθίζεται να διαφοροποιούνται υποομάδες: κάποιες είναι πιο συντηρητικές γλωσσικά, όπως οι γυναίκες (και συνακόλουθα και τα παιδιά), άλλες πιο προοδευτικές. Η γλωσσική ανανέωση είναι μάλλον ατομική υπόθεση, ενώ η συντήρηση περισσότερο συλλογική.
 
Όπως παντού, οι Έλληνες είναι φυσικά και στη γλώσσα οι μεγάλοι ανανεωτές, όπως άλλωστε οφείλουν να είναι οι ευρετές. Εμείς οι Γερμανοί εκτιμούμε τη γλωσσική καινοτομία τις περισσότερες φορές ανεπιφύλακτα ως κάτι θετικό, ενώ οι Γάλλοι είναι στο σημείο αυτό πιο ευαίσθητοι, όπως οι Έλληνες. Το λεπτό γλωσσικό αίσθημα, η ζωντανή προφορικότητα της γλώσσας τους κάνει τους Έλληνες προσεκτικούς σε ό, τι αφορά στην ανανέωση και τονώνει τους δεσμούς τους με την παράδοση. Η θεωρία της τέχνης αποτρέπει π.χ. από κάθε υπερβολή κατά τον σχηματισμό νέων λέξεων.
 
Στα γλωσσικά έργα τέχνης των Ελλήνων διασώζονται στοιχεία αξιοθαύμαστης παλαιότητας. Το έπος περιέχει μια σημαντική κληρονομιά της δεύτερης χιλιετηρίδας -μεμονωμένοι σχηματισμοί και λογότυποι έχουν μάλιστα διατηρηθεί από την κοινή ινδοευρωπαϊκή περίοδο. Αυτοί οι φερτοί λίθοι δεν αποτελούν μεμονωμένα μουσειακά εκθέματα, αλλά συμπλέουν με το ρεύμα της ζωντανής γλώσσας, η οποία τροφοδοτείται από το σύγχρονο γλωσσικό αίσθημα. Η ίδια αυτή εξέλιξη επαναλαμβάνεται για μιαν ακόμη φορά στην ιστορία της πρόσληψης του έπους. Ένα μόρφωμα όπως το ομηρικό έπος, με την πολλαπλά διαστρωματωμένη τεχνητή του γλώσσα, θα έπρεπε να απαρχαιωθεί γρήγορα. Η γλωσσική δύναμη των Ελλήνων κατόρθωσε να το διατηρεί συνεχώς ζωντανό, ξεκινώντας κάθε φορά από την αρχή στην παραγωγική μίμηση και εξέλιξή του σε άλλα ποιητικά έργα, στη διαρκή δημόσια απαγγελία, στην καθημερινή ζωντανή χρήση και ήδη από παλιά και στη σχολική διδασκαλία. Έτσι παλαιά, παμπάλαια στοιχεία μετασχηματίζονταν εκνέου σε γλωσσικό παρόν.
 
Στον άλλο πόλο βρίσκεται η επίκαιρη δύναμη κρούσεως της ελληνικής γλώσσας. Από τον Τυρταίο μέχρι τον Δημοσθένη οι μεγάλοι ρήτορες του έθνους ήξεραν να αδράχνουν τη στιγμή και να συνεγείρουν τους ακροατές, με όλη τη δύναμη της αισθητής παρουσίας, όλη τη σωματική αμεσότητα της εύστοχης επιχειρηματολογίας. Απολύτως προσαρμοσμένες στο παρόν και στον συνομιλητή είναι οι επίμονα διεισδυτικές ερωτήσεις του Σωκράτη. Εδώ εναρμονίζονται παντού οι τρεις πολώσεις μας και επιβεβαιώνουν το φαινόμενο που προσπαθούμε να συλλάβουμε: η ελληνική γλώσσα προφανώς δεν αντιμετωπίστηκε χωρίς λόγο ως μια ιδιαίτερη και εξέχουσα περίπτωση της ανθρώπινης γλωσσικής λειτουργίας, καθώς επεξεργάζεται και αναπτύσσει σε ασυνήθιστο εύρος τις πολώσεις του ανθρώπινου είναι.
 
  Το γλωσσικό επίτευγμα
 Η γλώσσα είναι ένα κτήμα που κληρονομείται διαρκώς και κάθε φορά από την αρχή στις επόμενες γενεές. Η κατοχή της ωστόσο δεν συντελείται χωρίς μόχθο· φαινομενικά μόνο «φύεται» κάποιος «μέσα» σε μια γλωσσική κοινότητα· στην πραγματικότητα την κατακτά κανείς τη γλώσσα μέσω της μίμησης. Τούτο μπορεί να συμβεί με πολύ διαφορετικούς τρόπους. Κάθε άνθρωπος και κάθε λαός έχει εντελώς διαφορετική σχέση προς τη γλώσσα «του», καθώς την έχει και την χειρίζεται με διαφορετικό τρόπο.
 
Για τους Έλληνες η γλώσσα είναι αποτέλεσμα της δραστηριότητας του ανθρώπου. Ο λόγος είναι «φτερωτός», δηλαδή σαν το βέλος που πετά προς τον στόχο. Ο άνθρωπος εκσφενδονίζει τον λόγο από μέσα του.[4] Χειρίζεται τούτο το όπλο με την ευφρόσυνη αίσθηση του δεξιοτέχνη. Ένας άνθρωπος που υπό την πίεση μιας κατάστασης προσπαθεί να βρει λέξεις, – κάτι τέτοιο είναι για μας ένα θέαμα που προκαλεί συμπάθεια· για τους Έλληνες είναι η με ειρωνεία ειδωμένη εικόνα ενός βαρβάρου που δεν τα καταφέρνει με τη γλώσσα (Ευ­ριπίδης, Εκάβη 1120-21 [Ἑκάβη με σύν γυναιξίν αἰχμαλωτίσιν ἀπώλεσ’ – οὐκ ἀπώλεσ’, ἀλλά μειζόνως], Ευριπίδης, Ιφιγένεια εν Ταύροις 1321 [ὦ θαῦμα -πώς σε μεῖζον ὀνομάσας τόχω;]).
 
Στη μάθηση της γλώσσας δεν ακολουθούν τον εύκολο δρόμο. Άλλοι πιο ολιγόλογοι, πιο αδύναμοι στον λόγο λαοί είναι εδώ γλωσσικά πιο αδρανείς· ο τελευταίος αιώνας (τουλάχιστον στη Γερμανία, γιατί στην Αγγλία είναι καλύτερα τα πράγματα) δεν ανέχτηκε ούτε καν το μεταφρασμένο από τον Λούθηρο κείμενο της Βίβλου, αλλά έπρεπε να το κάνει πιο εύπεπτο, προσαρμόζοντάς το στο δικό του ιδίωμα. Η απόσταση του Ομήρου από την γλώσσα, ας πούμε, της κλασικής Αθήνας ήταν πολύ μεγαλύτερη. Παρόλα αυτά καθένας μάθαινε στην παιδική του ηλικία με αυτονόητο τρόπο να κινείται μέσα στο δύσκολο και αρχαϊκό αυτό κείμενο. Ο Πίνδαρος και η Σαπφώ ήταν επίσης κοινό ανάγνωσμα. Σε ακροατήριο σαν αυτό που σύχναζε στο αθηναϊκό θέατρο (και που δεν ήταν ένα «μορφωμένο» προνομιούχο κοινωνικό στρώμα, αφού την παράσταση την παρακολουθούσαν απαξάπαντες), μπορούσε κανείς να παρουσιάζει πολύ απαιτητικά γλωσσικά κείμενα -πράγμα το οποίο και έκανε. Και μάλιστα όχι μόνον οι τραγικοί (κατά την ακρόαση των οποίων θα πρέπει να υπολογίζει κανείς ότι ορισμένα σημεία τους παρέμεναν ανεπαρκώς κατανοητά), αλλά και η κωμωδία: το αστείο στοιχείο της έγκειται σε μεγάλο βαθμό στη γλώσσα και προϋποθέτει μιαν αξιοθαύμαστη γλωσσική ετοιμότητα του κοινού, όπως π.χ. να ακούει σε έναν στίχο ότι σε ορισμένα λεπτά σημεία του μέτρου και του ύφους παρωδεί την τραγωδία. Γι’ αυτό το κοινό τούτο το έτρεμαν οι ηθοποιοί και οι ρήτορες: ένα ανεπαίσθητο σφάλμα στην προφορά ή στο μέτρο του στίχου αρκούσε για να ξεσπάσει θεατρικό σκάνδαλο.
 
Με την υπερτροφική ανάπτυξη της γραφής η Νεωτερικότητα έχασε την άμεση σχέση της με τον προφορικό λόγο, με αποτέλεσμα να μην διαθέτει πλέον το κατάλληλο αισθητήριο για τούτες τις επιδόσεις των Ελλήνων. Διορατικότεροι στο σημείο αυτό ήταν οι Ρωμαίοι· μεταξύ των επιτευγμάτων των Ελλήνων που άφησαν εποχή συγκατέλεγαν πρωτίστως τη γλωσσική δεινότητα. Για τη Ρώμη οι Έλληνες ήταν οι μεγάλοι δάσκαλοι της ευφράδειας, όπως, κατά περιόδους, και για την Αγγλία και τη Γαλλία.
 
Δεινοί στον λόγο είναι οι Έλληνες όσο προφανώς κανένας άλλος λαός. Οι μεγάλοι τους ποιητές είναι ομιλητές, και ο λόγος τους απευθύνεται στην κοινότητα. Όταν περνά στο προσκήνιο η δύναμη και η ικανότητα του λόγου να θέτει σκοπούς και αιτήματα και να καθορίζει την κοινότητα, τότε ο ομιλητής μεταβάλλεται σε ρήτορα. Η ρητορική δεν είναι όψιμο προϊόν παρακμής, αλλά ενυπάρχει ήδη στις αρχές της ελληνικής τέχνης του λόγου. Οι αρχαίοι είχαν δίκιο, όταν αποκαλούσαν τον Όμηρο τον πρώτο ρήτορα. Η γλώσσα είναι μια δύναμη που συγκινεί την ψυχή, οι ρήτορες αποκαλύπτουν αυτή τη δύναμη· και η δύναμη αυτή δεν έγκειται μόνο στην τέχνη να επιλέγει και να συνδέει κανείς τις λέξεις σε προτάσεις, αλλά στο βασικό διάγραμμα του λόγου, στην επιλογή και διάταξη του υλικού, και στη στάση του ίδιου του ρήτορα, στις χειρονομίες του, στη «ρητορική του σώματος»[5] – μέρος μόνο της οποίας αποτελεί ο λόγος. Το έδαφος της ρητορικής είναι η γλωσσική κοινότητα με μιαν επακριβώς προσδιορισμένη σημασία: ο δημόσιος χαρακτήρας, δηλαδή, του λόγου και η καθολική ισχύς του, η αποδοχή του από την κοινότητα. Στους προθαλάμους των ανακτόρων, κοντά στο αυτί του δεσπότη δεν μπορεί να αναπτυχθεί μια ρητορική με ισχύ καθολική.
 
  Θεωρία της γλώσσας
 Η ομιλία προϋποθέτει ακρόαση. Ο ομίλων ακούει τους άλλους και ομιλώντας ακούει και τον εαυτό του. Στην ομιλία είναι σιωπηρά διαρκώς παρόν ένα όργανο, με το οποίο η ίδια η γλώσσα παρατηρεί και απολαμβάνει τον εαυτό της. Τούτη η ενστικτώδης, ημισυνείδητη παρατήρηση της γλώσσας που τελικά διασαφηνίζεται επακριβώς, μετατρέπεται στα νομοθετικά χέρια των Ελλήνων σε θεωρία, σε μεθοδολογία. Η διδασκαλία της ποίησης εμφανίζεται ήδη από πολύ πρώιμα, το έπος προϋποθέτει τη σχολή των ραψωδών· το αργότερο στον 5ο αιώνα εμφανίζεται και η διδασκαλία της ρητορικής. Η εκμάθηση μιας ποίησης αρχαϊκής και γραμμένης σε μη οικεία διάλεκτο σε πρώιμη νεανική ηλικία προϋποθέτει επίσης μια διδασκαλία, μιαν εξήγηση των μορφών και των νοημάτων. Απ’ όλα τούτα αναπτύσσεται πρώιμα η ρητορική θεωρία και η γραμματική. Το:
 Κλεοβούλου μέν ἔγωγ’ ἐρέω,
Κλεοβούλω δ’ ἐπιμαίνομαι,
Κλεόβουλον δέ διοσκέω-
 δεν είναι ένα έμμετρο χωρίο που αποστηθίζεται για την εκμάθηση της κλίσης του ονόματος, αλλά ένα ερωτικό ποίημα του Ανακρέοντα (απόσπ. 3 Diehl [=14 PMG= 303 LGS]). Εδώ η ποίηση παίζει με τη γλώσσα, με τον μηχανισμό της μορφοπλαστικής της δύναμης. Ο έλληνας ποιητής αποκαλύπτει χωρίς ενδοιασμούς αυτό τον μηχανισμό, μετατρέποντάς τον σε γοητευτικό παιχνίδι -άλλη μια ένδειξη για το πόσο προορισμένοι ήταν οι Έλληνες να επινοήσουν τη γραμματική.
 
Η ελληνική γραμματική είναι η προβολή της ελληνικής ζωής στη γλώσσα, της προσεκτικής ακρόασης και παρατήρησης. Αλλά περιέχει ένα ακόμη στοιχείο: τοποθετείται σε απόσταση, βλέπει τη γλώσσα από μακριά, είναι ένα επίτευγμα αφαίρεσης.
 
Θεμελιώδεις έννοιες της γραμματικής όπως η “αναλογία” και η “ανωμαλία” προέρχονται από τη γεωμετρία. Μαθηματικό χαρακτήρα έχει το ολοκληρωμένο οικοδόμημα της γραμματικής – όχι ιστορικό. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι, εκτός από τους ερμηνευτές κειμένων, στην επεξεργασία της γραμματικής συμμετέχουν και οι φιλόσοφοι.
 
Ως επίτευγμα ριζικής ανάλυσης η ελληνική γραμματική κατάκτησε τον δυτικό κόσμο. Ταυτόχρονα όμως παρουσιάζει και ιδιάζουσες ελληνικές αδυναμίες. Αξιοσημείωτο είναι ήδη το γεγονός ότι οι Έλληνες, αυτοί οι ακαταπόνητοι παρατηρητές του ξένου, δεν συνέκριναν τη γλώσσα τους με τις πολλές γλώσσες του περιβάλλοντος τους -όπως άλλωστε και στην εκμάθηση ξένων γλωσσών ήταν τόσο απρόθυμου όσο και οι Άγγλοι (η ενασχόληση με τις ξένες γλώσσες περιορίζεται στους ειδικούς της πρακτικής πλευράς του ζητήματος, στους διερμηνείς): οι σημαντικές λογοτεχνίες του περιβάλλοντος τους, η βαβυλωνιακή και η εβραϊκή, δεν υπέπεσαν στην αντίληψή τους. Προφανώς τους αρκούσε η εσωτερική πολυγλωσσία των δικών τους διαλέκτων. Έτσι σημαντικά επιτεύγματα της ελληνικής γραμματικής οφείλονται σε ξένους, στους φοίνικες Στωικούς.[6]
 
Μια βασική αδυναμία της ελληνικής γραμματικής έγκειται στη ανάλυση των λέξεων. Όσο γόνιμη αποδείχθηκε η αναλυτική μέθοδος σε σχέση με την πρόταση, δηλαδή στη σύνταξη, τόσο άστοχα χρησιμοποιήθηκε σε σχέση με τη μεμονωμένη λέξη.[7] Οι Έλληνες δεν κατόρθωσαν να κατανοήσουν τη θεμελιώδη διάκριση μεταξύ θέματος και κατάληξης. Τούτο οφείλεται σ’ εκείνη την υπερβολική σχηματοποίηση που διαπιστώνουμε και σε άλλες δραστηριότητές τους. Έτσι η γλωσσολογία του 19ου αιώνα γνώρισε την χωρίς προηγούμενο ανάπτυξή της, ακριβώς επειδή απελευθερώθηκε από την ελληνική παράδοση της γραμματικής, και αντ’ αυτής, υπό την ευεργετική επίδραση της ινδικής εθνικής γραμματικής, χάραξε νέους, ιστορικούς κατά βάση δρόμους. Τα επιτεύγματα όμως των Ελλήνων, προπαντός η σύνταξη ως ο στοιχειώδης διασαφητικός μηχανισμός που αφορά σε έναν τομέα της γλώσσας εξακολουθούν να διατηρούν την αξία τους, όπως τα ευκλείδεια μαθηματικά στο πλαίσιο των μη ευκλείδειων μαθηματικών.
-----------------
[1] Πρβ. λ.χ. W. Havers, Handbucb der erklarenden Syntax, [Χαϊδελβέργη] 1931, 12
[2] J. Burckhardt, Griecbische Kulturgeschichte τόμ. 3, Βασιλεία/Στουτγάρδη 1957, 277-279. J. Stenzel, Kleine Schriften zur griechiscken Philosopbie, [Darmstadt] 1956, 72 κ.ε. E. Hoffmann, Die Sprache und die archaische Logik, [Tubingen] 1925- K. v. Fritz, Philosophic und sprachlicher Ausdruck bei Demokrit, Plato und Aristoteles, Νέα Υόρκη 1938. Br. Snell, “Die naturwissenschaftliche Begriffsbildung im Griechischen” στο: Die Entdeckung des Geistes, [Αμβούργο] 3η έκδ. 1955, 299 κ.ε. J. Lohmann, “Das Verhaltnis des abendlandischen Menschen zur Sprache”, στο: Lexis 3 [1953], 5 κ.ε.
[3] Το μιμείται ο Goethe, Pandora στ. 406: “Ai! Ai! Weh! Weh mir! Weh! Weh! Weh! Ai! Ai mir! Weh!”
[4] Από εδώ προκύπτουν τα ομηρικά σύνθετα ἐξονομάζω, ἐκφάσθαι.
[5] Κικέρων, Orator 5, 5.
[6] Μ. Pohlenz, Die Stoa, [Gottingen] 1948, 37 κ.ε.
[7] W. Schulze, Kleine Schriften, [Gottingen] 1933, 1-7.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου